ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:D466

(2016) 1 ΑΑΔ 2332

5 Οκτωβρίου, 2016

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

1. ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΧΑΡΙΔΗΜΟΥ,

2. NIREAS YAUCHT SERVICES LIMITED,

 

Ενάγοντες,

 

v.

 

ΤΟΥ ΣΚΑΦΟΥΣ "NIREAS" (ΜΕ ΑΡ. ΕΓΓΡΑΦΗΣ 711648 ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΜΑΡΙΝΑ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΘΕΣΗΣ LIMASSOL MARINA/BRAKE WATER 78) (ΑΡ. 2),

 

Εναγομένου.

 

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 11/2016)

 

 

Ναυτοδικείο ― Αίτηση για σύλληψη πλοίου ― Εφαρμοστέες αρχές ― Απορριπτική κατάληξη σε αίτηση επί τω ότι, δεν παρέπεμπε σε αξίωση δυνάμει του Άρθρου 1(1)(b) και (s) ― Ουδεμία διαφορά αναφυόταν μεταξύ συνιδιοκτητών του σκάφους ως προς την κατοχή, εργοδότηση ή έσοδα του πλοίου όπως προνοείται στο Άρθρο 1(1)(b), δεδομένου ότι δεν προβαλλόταν και ισχυρισμός ότι οι ενάγοντες είναι συνιδιοκτήτες του σκάφους ― Κατά πόσον οι ενάγοντες είχαν αγώγιμο δικαίωμα πραγματοπαγές (in rem) δυνάμει του Άρθρου 3(2) του Administration of Justice Act του 1956.

 

Με αγωγή που καταχωρίστηκε στις 7.6.2016 οι ενάγοντες αξίωσαν διάφορες θεραπείες αναφορικά με ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο κ.α.

 

Η αίτηση καταχωρίστηκε ύστερα από απόρριψη προηγηθείσας αίτησης λόγω τυπικών παραλείψεων, αναφορικά με τη νομική της βάση.

 

Στις 20.9.2016 καταχωρήθηκε αναφορά εκ μέρους των εναγόντων και, ακολούθως, στις 3.10.2016 αίτηση με την οποία ζητείτο εκ νέου η σύλληψη του εναγόμενου σκάφους «Νηρέας», το οποίο βρίσκεται ελλιμενισμένο στη νέα Μαρίνα της Λεμεσού, με αριθμό θέσης Limassol Marina/Brave Water 78, μέχρι την ακρόαση και τελική εκδίκαση της αγωγής.

 

Στη νομική βάση της αίτησης αναφερόταν, μεταξύ άλλων, και το Άρθρο 3(2) του Administration Justice Act του 1956. Κατά τη συζήτηση της αίτησης ζητήθηκε από τον συνήγορο των εναγόντων να διευκρινίσει πού ακριβώς βασίζεται η απαίτηση των εναγόντων.

 

Διευκρίνισε προσδιορίζοντας ότι η αξίωση εμπίπτει τόσο στις πρόνοιες του Άρθρου 1(1)(b), όσο και 1(1)(s) του Administration of Justice Act του 1956.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1. Ο Κ.51 της περί Δικαιοδοσίας του Κυπριακού Ναυτοδικείου Διαταγής του 1893 προνοεί ότι η ένορκη δήλωση που καταχωρείται προς υποστήριξη αίτησης για σύλληψη πλοίου θα πρέπει να αναφέρει την φύση της αξίωσης και ότι απαιτείται η βοήθεια του Δικαστηρίου.

  2.   Στην ένορκη δήλωση που έγινε προς υποστήριξη της αίτησης, δεν αναφερόταν ρητά η φύση της αξίωσης. Επρόκειτο για εκτεταμένη ένορκη δήλωση στην οποία γινόταν λεπτομερής αναφορά σε γεγονότα.

  3.   Παρόλο που η εν λόγω δήλωση δεν είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν που συνόδευε την προηγούμενη αίτηση για σύλληψη του σκάφους, ο πυρήνας των ισχυρισμών και των γεγονότων ήταν ο ίδιος και γι' αυτό μπορούσε να γίνει παραπομπή στην προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση.

  4.   Εξετάστηκε με προσοχή η  εν λόγω ένορκη δήλωση στην οποία δεν γινόταν ρητή αναφορά στη φύση της αξίωσης των εναγόντων.

  5.   Βέβαια αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα εάν από τα όσα διαλαμβάνονταν στην ένορκη δήλωση προέκυπτε ότι η αξίωση των εναγόντων εμπίπτει στις πρόνοιες των Άρθρων 1(1)(b) και (s), όπως προσδιόρισε ο συνήγορος.

  6.   Όμως κάτι τέτοιο δεν προέκυπτε. Ουδεμία διαφορά αναφυόταν μεταξύ συνιδιοκτητών του σκάφους ως προς την κατοχή, εργοδότηση ή έσοδα του πλοίου όπως προνοείται στο Άρθρο 1(1)(b), δεδομένου ότι δεν προβαλλόταν ισχυρισμός ότι οι ενάγοντες είναι συνιδιοκτήτες του σκάφους.

  7.   Αυτό που προβαλόταν ήταν  ένα είδος συμφωνίας για την εκμετάλλευση του σκάφους. Ούτε βέβαια αφορούσε σε απαίτηση για την κατακράτηση πλοίου ή εμπορευμάτων που ευρίσκονται ή έχουν μεταφερθεί ή επιχειρήθηκε να μεταφερθούν σε πλοίο ή για την αποκατάσταση τέτοιου πλοίου ή οποιωνδήποτε τέτοιων εμπορευμάτων μετά από δήμευση ή για δικαιώματα του Admiralty, όπως προνοείται στο Άρθρο 1(1)(s).

  8.   Από τη στιγμή που ο συνήγορος των αιτητών είχε προσδιορίσει ότι η απαίτηση τους εδραζόταν στις πιο πάνω πρόνοιες, θα έπρεπε αυτό να υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση.

  9.   Δεν παραγνωριζόταν ότι με βάση τον Κ. 54 παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να προβεί στην έκδοση διατάγματος σύλληψης παρά την απουσία των απαιτούμενων λεπτομερειών από την ένορκη ομολογία η οποία συνοδεύει την αίτηση.

10. Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Παναγιώτου (Τζίμμυς) v. του Πλοίου «Tamara I» (1992) 1 Α.Α.Δ. 21, «ασκείται δικαστικά μετά από εκτίμηση των συνεπειών της παράλειψης στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου για την σύλληψη πλοίου».

11. Στην παρούσα περίπτωση  δεν επρόκειτο για απουσία λεπτομερειών. Η ένορκη ομολογία στην προκειμένη ήταν λεπτομερής, δεν παρέπεμπε όμως σε αξίωση δυνάμει του Άρθρου 1(1)(b) και (s), όπως προσδιόρισε ο συνήγορος.

12. Ως εκ των ανωτέρω, δεν προέκυπτε ότι οι ενάγοντες έχουν αγώγιμο δικαίωμα πραγματοπαγές (in rem) δυνάμει του Άρθρου 3(2) του Administration of Justice Act του 1956, όπως προσδιορίστηκε από τον  συνήγορο τους.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Παναγιώτου (Τζίμμυς) v. του Πλοίου «Tamara I» (1992) 1 Α.Α.Δ. 21.

 

Αγωγή Ναυτοδικείου - Αίτηση.

 

Α. Κληρίδης, για τους Ενάγοντες-Αιτητές.

 

Cur. adv. vult.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αγωγή που καταχωρίστηκε στις 7.6.2016 οι ενάγοντες αξιώνουν τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«(α) Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου για το ποσό των €70.206,79 το οποίο αντιπροσωπεύει το χρεωστικό οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει υπόλοιπου λογαριασμού και/ή τιμολογίων ημερομηνίας 14/04/2016 και/ή δυνάμει προφορικής σύμβασης και/ή αντιπροσωπεύων την λογική και/ή συμπερφωνημένη τιμή αγοράς εξαρτημάτων και/ή παροχής υπηρεσιών από τους Ενάγοντες.

 

(β) Διαζευκτικά του (α) ανωτέρω, απόφαση εναντίον των Εναγομένων για το ποσό των €70.206,79 ως ποσό λογικό και/ή εύλογο και/ή ως αποζημίωση για υπηρεσίες και/ή εργασίες που έγιναν από τους Ενάγοντες προς όφελος και/ή για λογαριασμό των Εναγόμενων και/ή για τέτοιο ποσό που ήθελε θωρήσει το Δικαστήριο ως εύλογο και δίκαιο στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment) και/ή των αρχών της επιεικείας και/ή των αρχών της αποκατάστασης (restitution) και/ή διαφυγόντων εισοδημάτων και κερδών (loss of profits / loss of chance).

 

(γ) Οποιαδήποτε άλλα έξοδα προκύψουν και/ή δημιουργηθούν από την ημερομηνία καταχώρησης της παρούσας αγωγής μέχρι την εξόφληση του και/ή μέχρι νεοτέρας Διαταγής του Δικαστηρίου.

 

(δ) Οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία το Δικαστήριο θεωρήσει εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.»

 

Μετά την επίδοση της αγωγής και την καταχώρηση εμφάνισης εκ μέρους του εναγόμενου σκάφους δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση αναφοράς και απάντησης. Την ημέρα που ήταν ορισμένη για οδηγίες η υπόθεση, χωρίς να έχει στο μεταξύ καταχωριστεί αναφορά, καταχωρίστηκε αίτηση για σύλληψη του εναγόμενου σκάφους και λόγω της παρουσίας του συνηγόρου του εναγομένου σκάφους και με την σύμφωνο γνώμη του συνηγόρου των αιτητών η αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά, η οποία καταχώρησε ένσταση και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η αίτηση τελικά απορρίφθηκε και παραθέτω προς τούτο τις καταληκτικές παραγράφους της απόφασης:

 

«Στη νομική βάση της αίτησης γίνεται παράθεση μόνο των σχετικών κανονισμών και του Ν. 45/1963, η αναφορά στον οποία τελικά απεσύρθη από τον κ. Κληρίδη. Καμία αναφορά δεν γίνεται στη νομοθεσία επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ούτε ο κ. Κληρίδης, όταν ζητήθηκε από το Δικαστήριο να συγκεκριμενοποιήσει που στηρίζει τη επίκληση της in rem δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αναφέρθηκε σ' αυτήν παρά μόνο παρέπεμψε στους σχετικούς κανονισμούς.

 

Το Άρθρο 3(2) του Administration of Justice Act, 1956 (στο εξής «ο Νόμος»), που εφαρμόζεται στην Κύπρο με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960), προβλέπει ότι επίκληση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem μπορεί να γίνει στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (a) μέχρι (c) και (s) του Άρθρου 1(1) του Νόμου. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 3(4) του Νόμου, εάν η αξίωση εμπίπτει στις παραγράφους 1(1)(d) μέχρι (r) του Νόμου και πηγάζει σε σχέση με πλοίο, μπορεί και σε αυτή την περίπτωση να γίνει επίκληση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem εναντίον του πλοίου νοουμένου ότι το πρόσωπο που θα υπείχε ευθύνη για να ικανοποιήσει την απαίτηση σε αγωγή in personam κατά το χρόνο που γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα, είναι ο πλοιοκτήτης, ή ο ναυλωτής του πλοίου ή έχει την κατοχή ή τον έλεγχο του, και κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής το πλοίο ανήκει ουσιαστικά ως προς όλα τα μερίδια σε αυτό το ίδιο πρόσωπο.

 

Μελετώντας την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, διαπιστώνω ότι υπάρχει κάποια ασάφεια αναφορικά με το είδος της απαίτησης που προωθείται από τους ενάγοντες, κάτι που απαιτείται για να στοιχειοθετηθεί η δυνατότητα έκδοσης τέτοιου διατάγματος, σε συνάρτηση με τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις. Από την άλλη, ελλείπει από την αίτηση η αναγκαία νομοθετική βάση που δίδει το δικαιοδοτικό υπόβαθρο για την έκδοση του διατάγματος κάτι το οποίο δεν έχει διευκρινιστεί ούτε από το συνήγορο κατά την αγόρευση του. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη της αίτησης χωρίς να καθίσταται αναγκαίο να εξεταστεί οποιοδήποτε άλλο θέμα.»

 

Στις 20.9.2016 καταχωρήθηκε αναφορά εκ μέρους των εναγόντων και, ακολούθως, στις 3.10.2016 αίτηση με την οποία ζητείται εκ νέου η σύλληψη του εναγόμενου σκάφους «Νηρέας», το οποίο βρίσκεται ελλιμενισμένο στη νέα Μαρίνα της Λεμεσού, με αριθμό θέσης Limassol Marina / Brave Water 78, μέχρι την ακρόαση και τελική εκδίκαση της αγωγής.

 

Στη νομική βάση της αίτησης αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και το Άρθρο 3(2) του Administration Justice Act του 1956. Κατά τη συζήτηση της αίτησης ζητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο να διευκρινίσει πού ακριβώς βασίζεται η απαίτηση των εναγόντων. Ο κ. Κληρίδης διευκρίνισε και προσδιόρισε ότι η αξίωση εμπίπτει τόσο στις πρόνοιες του Άρθρου 1(1)(b), όσο και 1(1)(s) του Administration of Justice Act του 1956.

 

Τα παραθέτω αυτούσια:

 

«(b) any question arising between the co-owners of a ship as to possession, employment or earnings of that ship;»

 

«(s) any claim for the forfeiture or condemnation of a ship or of goods which are being or have been carried, or have been attempted to be carried, in a ship, or for the restoration of a ship, or any such goods after seizure, or for droits of Admiralty.»

 

Ο Κ.51 της περί Δικαιοδοσίας του Κυπριακού Ναυτοδικείου Διαταγής του 1893 προνοεί ότι η ένορκη δήλωση που καταχωρείται προς υποστήριξη αίτησης για σύλληψη πλοίου θα πρέπει να αναφέρει την φύση της αξίωσης και ότι απαιτείται η βοήθεια του Δικαστηρίου.

 

Στην ένορκη δήλωση που έγινε προς υποστήριξη της παρούσας αίτησης δεν αναφέρεται ρητά η φύση της αξίωσης. Πρόκειται για εκτεταμένη ένορκη δήλωση στην οποία γίνεται λεπτομερής αναφορά σε γεγονότα. Παρόλο που η εν λόγω δήλωση δεν είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν που συνόδευε την προηγούμενη αίτηση για σύλληψη του σκάφους, ο πυρήνας των ισχυρισμών και των γεγονότων είναι ο ίδιος και γι' αυτό αντί άλλης αναφοράς παραπέμπω στην προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή την εν λόγω ένορκη δήλωση στην οποία δεν γίνεται ρητή αναφορά στη φύση της αξίωσης των εναγόντων. Βέβαια αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα εάν από τα όσα διαλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση προέκυπτε ότι η αξίωση των εναγόντων εμπίπτει στις πρόνοιες των Άρθρων 1(1)(b) και (s), όπως προσδιόρισε ο συνήγορος. Όμως κάτι τέτοιο δεν προκύπτει. Ουδεμία διαφορά αναφύεται μεταξύ συνιδιοκτητών του σκάφους ως προς την κατοχή, εργοδότηση ή έσοδα του πλοίου όπως προνοείται στο Άρθρο 1(1)(b), έχοντας υπόψη ότι δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι οι ενάγοντες είναι συνιδιοκτήτες του σκάφους. Αυτό που προβάλλεται είναι ένα είδος συμφωνίας για την εκμετάλλευση του σκάφους. Ούτε βέβαια αφορά σε απαίτηση για την κατακράτηση πλοίου ή εμπορευμάτων που ευρίσκονται ή έχουν μεταφερθεί ή επιχειρήθηκε να μεταφερθούν σε πλοίο ή για την αποκατάσταση τέτοιου πλοίου ή οποιωνδήποτε τέτοιων εμπορευμάτων μετά από δήμευση ή για δικαιώματα του Admiralty, όπως προνοείται στο Άρθρο 1(1)(s). Σχετική ανάλυση τέτοιων αξιώσεων περιλαμβάνεται στο σύγγραμμα Admiralty Jurisdiction and Practice to Nigel Meeson, 2η Έκδοση, σελίδες 33-37 σχετικές με το Άρθρο 1(1) (b) και σελίδες 64-68 σχετικές με το Άρθρο 1(1)(s).

 

Από τη στιγμή που ο συνήγορος των αιτητών έχει προσδιορίσει ότι η απαίτηση τους εδράζεται στις πιο πάνω πρόνοιες, θα έπρεπε αυτό να υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση. Δεν μου διαφεύγει ότι με βάση τον Κ. 54 παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να προβεί στην έκδοση διατάγματος σύλληψης παρά την απουσία των απαιτούμενων λεπτομερειών από την ένορκη ομολογία η οποία συνοδεύει την αίτηση. Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Παναγιώτου (Τζίμμυς) v. του Πλοίου «Tamara I» (1992) 1 Α.Α.Δ. 21, «ασκείται δικαστικά μετά από εκτίμηση των συνεπειών της παράλειψης στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου για την σύλληψη πλοίου». Στην παρούσα περίπτωση βέβαια δεν πρόκειται για απουσία λεπτομερειών. Εδώ η ένορκη ομολογία είναι λεπτομερής, δεν παραπέμπει όμως σε αξίωση δυνάμει του Άρθρου 1(1)(b) και (s), όπως προσδιόρισε ο συνήγορος.

 

Ως εκ των ανωτέρω δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι ενάγοντες έχουν αγώγιμο δικαίωμα πραγματοπαγές (in rem) δυνάμει του Άρθρου 3(2) του Administration of Justice Act του 1956, όπως προσδιορίστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο τους, με αποτέλεσμα η αίτηση να μη μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Συνακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο