ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A429
(2016) 1 ΑΑΔ 2178
15 Σεπτεμβρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
C. ROUSHAS TRADING AND DEVELOPMENT LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΜΙΧΑΛΗ ΜΩΣΑΪΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 273/2011)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε να προσδιορίσει τα επίδικα θέματα, να προβεί σε ευρήματα επί αυτών με βάση τη μαρτυρία που έκρινε ότι ήταν αξιόπιστη και τέλος, να αποφασίσει με βάση το επίπεδο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις, κατά πόσο ο ενάγοντας απέδειξε την αγωγή του και κατά πόσο οι εναγόμενοι απέδειξαν την ανταπαίτησή τους ― Αντί αυτού, διατύπωσε ακροσφαλή συμπεράσματα, τα οποία χωρίς επαρκή αιτιολογία, δεν μπορούσαν παρά να θεωρηθούν αυθαίρετα.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα δεν πρέπει να κρίνεται μόνο με την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας στο δικαστήριο ― Ακόμα και στην περίπτωση που ο μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το δικαστήριο, πρέπει να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής εντύπωσης.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Παρατήρηση Εφετείου περί σφάλματος στην αξιολόγηση που παρουσιάζεται με κάποια συχνότητα τα τελευταία χρόνια και υπόδειξη προς τα πρωτόδικα δικαστήρια όπως δώσουν ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την πτυχή κατά τη σύνταξη των αποφάσεών τους.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ο Εφεσίβλητος-ενάγοντας, ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή, περί τις αρχές Μαρτίου 2002 συμφώνησε με τους Εφεσείοντες-εναγόμενους, οι οποίοι είναι εργοληπτική εταιρεία, να εκτελέσει για λογαριασμό τους διάφορες εργασίες μπογιατίσματος.
Ο Εφεσίβλητος ολοκλήρωσε τις εργασίες τον Σεπτέμβριο του 2002 και, όπως ισχυρίστηκε, το σύνολο της αξίας των εργασιών ανήλθε στις Λ.Κ.19.016. Οι Εφεσείοντες κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών, κατέβαλαν στον Εφεσίβλητο το ποσό των Λ.Κ.15.300 και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, παρέμεινε οφειλόμενο το ποσό των Λ.Κ.3.716, το οποίο οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να εξοφλήσουν, παρά τις εκκλήσεις του.
Ως αποτέλεσμα, ο Εφεσίβλητος τους ενήγαγε, διεκδικώντας το πιο πάνω υπόλοιπο που παρέμεινε οφειλόμενο.
Οι Εφεσίβλητοι με την Έκθεση Υπεράσπισής τους, απέρριψαν τον ισχυρισμό ότι το σύνολο των εργασιών ανήλθε στο ποσό των Λ.Κ.19.016 και ισχυρίστηκαν ότι με βάση τις ψευδείς παραστάσεις του Εφεσίβλητου, θεώρησαν ότι το σύνολο των εργασιών ανήλθε στις Λ.Κ.15.300, ποσό το οποίο εξόφλησαν στις 28.2.2003.
Ισχυρίστηκαν επίσης ότι την 21.10.2009, κατά τη διάρκεια διερεύνησης πιθανότητας συμβιβασμού της υπόθεσης, συμφώνησαν να προβούν σε κοινή καταμέτρηση των εργασιών.
Όμως ο Εφεσίβλητος τελικά δεν υπέγραψε τη σχετική κατάσταση που ετοιμάστηκε. Από την καταμέτρηση προέκυψε ότι η πραγματική αξία των εργασιών που έγιναν, ανερχόταν όπως προέβαλαν, στις Λ.Κ.9.790,50.
Ως εκ τούτου, οι Εφεσίβλητοι ανταπαίτησαν το ποσό αυτό, με τόκο από 28.2.2003.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε μη αξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου και των μαρτύρων του, καθώς και τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 Διευθυντή των Εφεσειόντων. Πίστεψε όμως τους πρώτους δύο μάρτυρες υπεράσπισης. Με βάση τα ευρήματα αξιοπιστίας, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε με ασφάλεια να καταλήξει σε ευρήματα επί της ουσίας και προχώρησε σε απόρριψη της αγωγής με έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων, καθώς και της ανταπαίτησης, με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Πρώτος λόγος έφεσης:
Μη αποδοχή μέρους μαρτυρίας Μ.Υ.2 - Tο δικαστήριο, ενώ αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τις μετρήσεις που περιέχονται στο Τεκμήριο 12, με το σκεπτικό ότι αυτές δεν είχαν συσχετιστεί με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι γεγονός ότι ο τρόπος συγγραφής της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι ο καλύτερος, αφού μετά τη λακωνική καταγραφή της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία του Μ.Υ.2, δεν ακολούθησε επαρκής αιτιολόγηση, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να εντοπίζονταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2.
2. Το μόνο που αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ήταν ότι ο Μ.Υ.2 του έκανε γενικά καλή εντύπωση, όμως δεν μπορούσε όπως έκρινε, να δεχτεί τις μετρήσεις του Τεκμηρίου 12, αφού οι πιο πάνω μετρήσεις δεν είχαν συσχετισθεί με εκείνες του Τεκμηρίου 11.
3. Με αυτή την πολύ λιτή αιτιολογία, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση και διασύνδεση με τη σχετική μαρτυρία, δεν ήταν δυνατό για το Εφετείο να κατανοήσει τι ακριβώς είχε κατά νου το πρωτόδικο δικαστήριο ή τι δεν ήταν καθαρό στο μυαλό του ή τι άλλο θα έπρεπε να κάνει ο μάρτυρας για να διασυνδέσει τα δύο Τεκμήρια.
4. Προέκυπτε από τα πρακτικά, ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Μ.Υ.2 δεν συσχέτισε τα δύο Τεκμήρια, ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, εφόσον από αυτήν προκύπτει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, κάποιος συσχετισμός.
5. Υπό αυτές τις συνθήκες η πρωτόδικη κατάληξη να μην γίνουν δεκτές οι μετρήσεις του Μ.Υ.2 στο Τεκμήριο 12 γιατί δεν είχαν συσχετιστεί με το Τεκμήριο 11, παρέμενε μετέωρη και αντίθετη με τη μαρτυρία που δόθηκε. Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθούσε.
Μη αποδοχή μαρτυρίας Μ.Υ.3 - Λόγοι έφεσης 2 και 3:
Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 με το σκεπτικό ότι αυτός δεν ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με την πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.15.300.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθούσε. Το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται να συγχέει την αξιοπιστία του μάρτυρα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που συνήθως ακολουθεί και η οποία σχετίζεται με ευρήματα του δικαστηρίου και το επίπεδο απόδειξης.
2. Το μόνο που αναφέρει για το θέμα της αξιοπιστίας ήταν ότι «ο Μ.Υ.3 δεν μου έκανε καλή εντύπωση». Τα υπόλοιπα που αναφέρει, αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και δεν σχετίζονταν με την αιτιολογία της κατάληξής του για την αρνητική εντύπωση που ο μάρτυρας άφησε στο δικαστήριο.
3. Σύμφωνα με τη νομολογία, η αξιοπιστία ενός μάρτυρα δεν πρέπει να κρίνεται μόνο με την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας στο δικαστήριο.
4. Ακόμα και στην περίπτωση που ο μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το δικαστήριο, πρέπει να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής εντύπωσης. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν έγινε.
5. Το δεύτερο παρεμφερές σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι ενώ έκρινε το Μ.Υ.3 αναξιόπιστο, προχώρησε στο να αξιολογήσει τη μαρτυρία του, ενώ δεν έπρεπε, αφού μόνο αξιόπιστη μαρτυρία μπορεί να βαρύνει την πλάστιγγα των πιθανοτήτων.
6. Ως προς την ουσία του θέματος, ο μάρτυρας δεν ήταν υπόχρεος να πει οτιδήποτε σε σχέση με το ποσό των Λ.Κ.15.300, αφού το ποσό ήταν παραδεχτό, όπως ορθά επισημαίνει η δικηγόρος των Εφεσειόντων.
7. Ως προς το λόγο έφεσης 3, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε τον Μ.Υ.3 αξιόπιστο και για ένα άλλο λόγο. Θεώρησε ότι οι τιμές που ο συγκεκριμένος μάρτυρας κατέγραψε στο Τεκμήριο 12, αφορούσαν τιμές του 2003, ενώ, όπως ήταν παραδεκτό, οι εργασίες περατώθηκαν το 2002. Και αυτός ο λόγος έφεσης ήταν αποδεκτός.
8. Το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς να διατυπώσει οποιαδήποτε ευρήματα γεγονότων επί των τιμών μονάδας (2002 ή 2003), αποφάσισε αυτόβουλα να ασχοληθεί με το θέμα, χωρίς να εξηγεί πώς το θέμα κατέστη επίδικο, δεδομένου ότι δεν υπήρξε αμφισβήτηση της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου ως προς τις τιμές μονάδος.
Λόγος έφεσης 4:
Εσφαλμένα απορρίφθηκε η ανταπαίτησή των εφεσειόντων με έξοδα εις βάρος τους, αφού η μαρτυρία που προσκόμισαν στο δικαστήριο παρέμεινε ακλόνητη και υποστήριζε πλήρως την ανταπαίτηση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τη στιγμή που κρίθηκε ότι ευσταθούσαν οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης οι οποίοι αφορούσαν στα ευρήματα αξιοπιστίας και στην αξιολόγηση μαρτυρίας, ήταν αναπόφευκτο να συμπαρασυρθεί σε επιτυχία και ο τέταρτος λόγος έφεσης που αφορούσε στην απόρριψη της ανταπαίτησης.
2. Η πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της προκαλούσε προβληματισμό με τον τρόπο που έχει συνταχθεί. Εκτός από τα σφάλματα που υποδείχθησαν, η πρωτόδικη δικαστής μετά την καταγραφή της κρίσης της επί της αξιοπιστίας, δεν προχώρησε να προσδιορίσει τα επίδικα θέματα, να προβεί σε ευρήματα επί αυτών με βάση τη μαρτυρία που έκρινε ότι ήταν αξιόπιστη και τέλος, να αποφασίσει με βάση το επίπεδο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις, κατά πόσο ο Εφεσίβλητος-Ενάγοντας απέδειξε την αγωγή του και κατά πόσο οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι απέδειξαν την ανταπαίτησή τους.
3. Αντί αυτού, διατύπωσε ακροσφαλή συμπεράσματα, τα οποία χωρίς επαρκή αιτιολογία δεν μπορούσαν παρά να θεωρηθούν αυθαίρετα.
4. Το δικαστήριο δεν εξηγεί τι ακριβώς υπολείπετο για να μπορέσει να καταλήξει επί της ουσίας της αγωγής και της ανταπαίτησης.
5. Ως προς την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για απόρριψη της ανταπαίτησης, ήταν φανερό ότι η κατάληξη, χωρίς την αναγκαία αιτιολόγηση, παρέμενε αστήριχτη και αυθαίρετη.
6. Παρά την προσπάθεια αποφυγής της λύσης της επανεκδίκασης, επειδή είχαν καταρρεύσει τα ευρήματα αξιοπιστίας, ήταν αδύνατο για το Εφετείο να καλύψει το κενό.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεώργιος και Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339,
Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288,
Χριστοφή v. Γρηγορίου (2015) 1 Α.Α.Δ. 2154, ECLI:CY:AD:2015:A674,
Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,
Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212.
Έφεση.
Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαϊωάννου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3118/2005), ημερομηνίας 17/5/2011.
Ε. Νικολαΐδου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Μ. Μούρος, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔικαστHριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ο Εφεσίβλητος-ενάγοντας, ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή, περί τις αρχές Μαρτίου 2002 συμφώνησε με τους Εφεσείοντες-εναγόμενους, οι οποίοι είναι εργοληπτική εταιρεία, να εκτελέσει για λογαριασμό τους διάφορες εργασίες μπογιατίσματος, βάσει καταλόγου προσφοράς τιμής μονάδας, σε κομμωτήριο-γυμναστήριο στη Λευκωσία, στο οποίο οι Εφεσείοντες ανέλαβαν να εκτελέσουν οικοδομικές εργασίες.
Ο Εφεσίβλητος ολοκλήρωσε τις εργασίες τον Σεπτέμβριο του 2002 και, όπως διατείνεται, το σύνολο της αξίας των εργασιών ανήλθε στις Λ.Κ.19.016. Οι Εφεσείοντες κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών, κατέβαλαν στον Εφεσίβλητο το ποσό των Λ.Κ.15.300 και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του παρέμεινε οφειλόμενο το ποσό των Λ.Κ.3.716, το οποίο οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να εξοφλήσουν, παρά τις εκκλήσεις του. Ως αποτέλεσμα, ο Εφεσίβλητος τους ενήγαγε, διεκδικώντας το πιο πάνω υπόλοιπο που παρέμεινε οφειλόμενο.
Οι Εφεσίβλητοι με την Έκθεση Υπεράσπισής τους, απορρίπτουν τον ισχυρισμό ότι το σύνολο των εργασιών ανήλθε στο ποσό των Λ.Κ.19.016 και ισχυρίζονται ότι με βάση τις ψευδείς παραστάσεις του Εφεσίβλητου θεώρησαν ότι το σύνολο των εργασιών ανήλθε στις Λ.Κ.15.300, ποσό το οποίο εξόφλησαν στις 28.2.2003. Ισχυρίζονται επίσης ότι την 21.10.2009, κατά τη διάρκεια διερεύνησης πιθανότητας συμβιβασμού της υπόθεσης, συμφώνησαν να προβούν σε κοινή καταμέτρηση των εργασιών. Όμως ο Εφεσίβλητος τελικά δεν υπέγραψε τη σχετική κατάσταση που ετοιμάστηκε. Από την καταμέτρηση προέκυψε ότι η πραγματική αξία των εργασιών που έγιναν ανερχόταν στις Λ.Κ.9.790,50 και όχι Λ.Κ.19.016 όπως ισχυρίζετο ο Εφεσίβλητος ή στο ποσό των Λ.Κ.15.300 για το οποίο εξέδωσε τιμολόγιο ο Εφεσίβλητος. Συνεπώς, οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι με βάση τις παραπλανητικές παραστάσεις του Εφεσίβλητου, τον υπερπλήρωσαν με το ποσό των Λ.Κ.5.509,50. Ως εκ τούτου, οι Εφεσίβλητοι ανταπαιτούν το ποσό αυτό, με τόκο από 28.2.2003.
Ο Εφεσίβλητος στην απάντηση στην υπεράσπισή του, ισχυρίστηκε ότι οι εργασίες μετά από κοινές μετρήσεις επιμετρητή, ανήλθαν στις Λ.Κ.17.385. Όμως δεν υπέγραψε τις σχετικές κοινές μετρήσεις, γιατί ο μηχανικός των Εφεσειόντων προσπάθησε να τον ξεγελάσει, τιμολογώντας όλες τις εργασίες σε απλό μπογιάτισμα, χωρίς να υπολογίσει την προεργασία που έγινε, π.χ. τρίψιμο και τοποθέτηση φαρμάκων πριν το μπογιάτισμα.
Εκτός από τον Εφεσίβλητο (Μ.Ε.1), πρωτοδίκως κατέθεσε ο υιός και συνεργάτης του, Κώστας Μωσαϊκός (Μ.Ε.2) και ο Πασχάλης Πασχάλη, επιμετρητής ποσοτήτων (Μ.Ε.3). Για την υπεράσπιση κατέθεσαν ο Μ. Παπακυριακού (Μ.Υ.1), του οποίου η εταιρεία τοποθέτησε διαχωριστικά και ψευδοροφές από γυψοσανίδες στον συγκεκριμένο χώρο και ο οποίος κατά την αντεξέτασή του αρνήθηκε υποβολή ότι το φάρμακο, το τρίψιμο και η σπάτουλα στις γυψοσανίδες έγινε από τον Εφεσίβλητο. Για την υπεράσπιση κατέθεσαν επίσης ο Γιώργος Ψύλλος (Μ.Υ.2), Πολιτικός Μηχανικός και από το 2000 υπεύθυνος μηχανικός έργων των Εφεσειόντων και ο Κώστας Ρουσιάς (Μ.Υ.3), Διευθυντής των Εφεσειόντων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε μη αξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου και των μαρτύρων του, καθώς και τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 Διευθυντή των Εφεσειόντων. Πίστεψε όμως τους πρώτους δύο μάρτυρες υπεράσπισης. Με βάση τα ευρήματα αξιοπιστίας, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε με ασφάλεια να καταλήξει σε ευρήματα επί της ουσίας και προχώρησε σε απόρριψη της αγωγής με έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων, καθώς και της ανταπαίτησης, με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου.
Οι Εφεσείοντες με τέσσερις λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης. Οι πρώτοι τρεις από τους λόγους έφεσης στην ουσία αφορούν την αξιοπιστία και αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3.
Μη αποδοχή μέρους μαρτυρίας Μ.Υ.2 - Λόγος έφεσης 1
Το παράπονο των Εφεσειόντων είναι ότι το δικαστήριο, ενώ αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τις μετρήσεις που περιέχονται στο Τεκμήριο 12, με το σκεπτικό ότι αυτές δεν είχαν συσχετιστεί με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11. Θεωρούν ότι ο Μ.Υ.2 τόσο στη γραπτή του δήλωση που κατατέθηκε στο δικαστήριο, όσο και κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του στο δικαστήριο, με σαφήνεια εξήγησε αναλυτικά πώς προέκυψαν οι μετρήσεις του Τεκμηρίου 12 σε συσχετισμό με τις μετρήσεις του Τεκμηρίου 11.
Από πλευράς Εφεσιβλήτου, δεν προστέθηκε οτιδήποτε το ουσιαστικό που να βοηθά το δικαστήριο.
Είναι γεγονός ότι ο τρόπος συγγραφής της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι ο καλύτερος, αφού μετά τη λακωνική καταγραφή της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία του Μ.Υ.2, δεν ακολούθησε επαρκής αιτιολόγηση, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να εντοπιστούν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2. Το μόνο που αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του είναι το εξής:-
«Ο Μ.Υ.2 μου έκανε γενικά καλή εντύπωση. Όμως δεν μπορώ να δεχτώ τις μετρήσεις του Τεκμηρίου 12, αφού οι πιο πάνω μετρήσεις δεν έχουν συσχετισθεί με αυτές του Τεκμηρίου 11, έχοντας ειδικότερα υπόψη ότι πρόκειται για σύνολα που προκύπτουν από το Τεκμήριο 11.»
Με αυτή την πολύ λιτή αιτιολογία, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση και διασύνδεση με τη σχετική μαρτυρία, δεν είναι δυνατό για το Εφετείο να κατανοήσει τι ακριβώς είχε κατά νου το πρωτόδικο δικαστήριο ή τι δεν ήταν καθαρό στο μυαλό του ή τι άλλο θα έπρεπε να κάνει ο μάρτυρας για να διασυνδέσει τα δύο Τεκμήρια. Η μαρτυρία που δόθηκε από τον Μ.Υ.2 περιλαμβάνετο στη γραπτή δήλωσή του (Τεκμήριο 10) και στα όσα ανέφερε κατά την αντεξέτασή του, τα οποία συνοψίζονται στη σελίδα 6-7 της πρωτόδικης απόφασης, όπου αναφέρονται τα εξής:-
«Ο Μ.Υ.2 ήταν ο Γιώργος Ψύλλος, πολιτικός μηχανικός, από το 1997 μέλος του ΕΤΕΚ και από το 2000 υπεύθυνος μηχανικός έργων της εναγομένης. Στα καθήκοντά του είναι ο συντονισμός εργασιών των έργων, η επίβλεψη της ποιότητας, η διαχείριση των συμβολαίων, η έκδοση πιστοποιητικών πληρωμής και ο έλεγχος των υπεργολάβων. Στις 9.11.2009 πήγε με το Μ.Ε.1 στο Dessange και προχώρησαν σε κοινές μετρήσεις σε σχέση με τις εκτελεσθείσες εργασίες.
Επειδή οι μετρήσεις δεν ολοκληρώθηκαν εκείνη τη μέρα, ακολούθησε νέα συνάντηση, σε μία εβδομάδα, με το Μ.Ε.2. Οι μετρήσεις έγιναν επί τόπου και με κορδέλα. Ο κάθε ένας έγραφε στο βιβλίο του τις μετρήσεις του.
Κατέθεσε αντίγραφο του βιβλίου του που δείχνει αναλυτικά τις κοινές μετρήσεις και τις αντίστοιχες αριθμητικές πράξεις, Τεκμήριο 11.
Με βάση τις πιο πάνω μετρήσεις δημιούργησε τον συγκεντρωτικό κατάλογο των εργασιών, Τεκμήριο 12. Στην πρώτη στήλη κατέγραψε τον αύξοντα αριθμό, στη δεύτερη στήλη την περιγραφή του είδους εργασίας, στην τρίτη στήλη το αριθμητικό αποτέλεσμα των μετρήσεων του Μ.Ε.1 και στην τέταρτη στήλη το αριθμητικό αποτέλεσμα των δικών του μετρήσεων.
Από την πιο πάνω ανάλυση φαίνεται ότι σε όλα συμφώνησαν, εκτός από το σημείο 2, όπου υπάρχει διαφορά 4 μέτρων και τα σημεία 13 και 14 που αφορούν σπάτουλες στην τοιχοποιία, τα οποία εκ των υστέρων ο Μ.Υ.3 σε ένδειξη καλής θελήσεως αποδέχθηκε.
Παρά ταύτα, ο Μ.Ε.1 αρνήθηκε να υπογράψει τις μετρήσεις, όπως του ανέφερε, για δικούς του λόγους. Ο Μ.Υ.2 παρέδωσε τις μετρήσεις στο Μ.Υ.3 και μαζί έκαναν την τιμολόγηση αφού χρησιμοποίησαν τις συμφωνηθείσες τιμές μονάδας του καταλόγου. Το Τεκμήριο 12 είναι το σύνολο των εργασιών που έγραφε ο καθένας.
Αντεξεταζόμενος αρνήθηκε υποβολή ότι ουδέποτε συμφώνησαν τα μέτρα και ότι το Τεκμήριο 12 το ετοίμασε μόνος του κατ' εντολή του εργοδότη του. Σε υποβολή ότι η διαφορά στα μέτρα οφείλετο στο ότι δεν δέχονταν να καταγραφούν τα μέτρα σπάτουλας / φαρμάκου απάντησε ότι ο Μ.Ε.2 είχε δεχτεί ότι η εργασία αυτή δεν εκτελέστηκε από αυτούς. Τα σημεία 1 - 12 ήταν συμφωνημένα.»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Μ.Υ.2 δεν συσχέτισε τα δύο Τεκμήρια, έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, εφόσον από αυτήν προκύπτει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, κάποιος συσχετισμός. Όπως εξήγησε ο Μ.Υ.2, για επίλυση της διαφοράς συναντήθηκε με τον Εφεσίβλητο και οι δύο προέβησαν σε επιτόπου μετρήσεις με κορδέλα. Ο καθένας κατέγραφε τις μετρήσεις του σε βιβλίο, χωρίς να προκύψει οποιαδήποτε διαφορά ως προς τις μετρήσεις. Ο Μ.Υ.2 τις κατέγραφε στο βιβλίο, Τεκμήριο 11. Παρά τις κοινές μετρήσεις, ο Μ.Υ.2 εξήγησε ότι ο Εφεσίβλητος μετά από συμβουλή του δικηγόρου του αρνήθηκε να υπογράψει την κοινή κατάσταση, Τεκμήριο 12.
Υπό αυτές τις συνθήκες η κατάληξη της πρωτόδικης δικαστού να μην δεχθεί τις μετρήσεις του Μ.Υ.2 στο Τεκμήριο 12 γιατί δεν είχαν συσχετιστεί με το Τεκμήριο 11, παραμένει μετέωρη και αντίθετη με τη μαρτυρία που δόθηκε. Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης κατά την κρίση μας ευσταθεί.
Μη αποδοχή μαρτυρίας Μ.Υ.3 - Λόγοι έφεσης 2 και 3
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 αφορούν την αξιοπιστία του Μ.Υ.3. Ως προς το λόγο έφεσης 2, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Κώστα Ρουσιά, Μ.Υ.3 με το σκεπτικό ότι αυτός δεν ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με την πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.15.300.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του Εφεσίβλητου, εκτός από γενικότητες, δεν αναφέρεται οτιδήποτε που να είναι βοηθητικό.
Και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται να συγχέει την αξιοπιστία του μάρτυρα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που συνήθως ακολουθεί και η οποία σχετίζεται με ευρήματα του δικαστηρίου και το επίπεδο απόδειξης.
Η πρωτόδικη δικαστής το μόνο που αναφέρει για το θέμα της αξιοπιστίας είναι ότι «ο Μ.Υ.3 δεν μου έκανε καλή εντύπωση». Τα υπόλοιπα που αναφέρει, αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και δεν σχετίζονται με την αιτιολογία της κατάληξής της για την αρνητική εντύπωση που ο μάρτυρας άφησε στο δικαστήριο.
Όπως υποδείχθηκε στη Γεώργιος και Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339, η αξιοπιστία ενός μάρτυρα δεν πρέπει να κρίνεται μόνο με την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας στο δικαστήριο. Στην υπόθεση Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμα και στην περίπτωση που ο μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής εντύπωσης. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν έγινε.
Το σχετικό σφάλμα φαίνεται να παρουσιάζεται με κάποια συχνότητα τα τελευταία χρόνια και καλό είναι οι πρωτόδικοι δικαστές να δώσουν ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την πτυχή κατά τη σύνταξη των αποφάσεών τους. Σχετική επί του θέματος είναι η πρόσφατη απόφασή μας στην Χριστοφή v. Γρηγορίου (2015) 1 Α.Α.Δ. 2154, ECLI:CY:AD:2015:A674.
Το δεύτερο παρεμφερές σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι ενώ έκρινε το Μ.Υ.3 αναξιόπιστο, προχώρησε στο να αξιολογήσει τη μαρτυρία του, ενώ δεν έπρεπε, αφού μόνο αξιόπιστη μαρτυρία μπορεί να βαρύνει την πλάστιγγα των πιθανοτήτων (βλ. Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97 και Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212, 216).
Ως προς την ουσία του θέματος, ο μάρτυρας δεν ήταν υπόχρεος να πει οτιδήποτε σε σχέση με το ποσό των Λ.Κ.15.300, αφού το ποσό ήταν παραδεχτό, όπως ορθά επισημαίνει η δικηγόρος των Εφεσειόντων. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις επί τούτου, αλλά περιοριζόμαστε σε μια μόνο αναφορά στη σελίδα 6 των πρακτικών, όπου η δικηγόρος των Εφεσειόντων κατά την αντεξέταση του Εφεσίβλητου, Μ.Ε.1, δηλώνει «Δεν αμφισβητούμε το ποσό που έχουμε πληρώσει. Τις Λ.Κ.15.300. Αμφισβητούμε ότι δόθηκε έναντι. Τις Λ.Κ.3.716. ..». Εν πάση περιπτώσει, ο Μ.Υ.3 έκαμε αναφορά στο ποσό των Λ.Κ.15.300 στην παράγραφο 3(i) της γραπτής δήλωσής του, Τεκμήριο 13.
Ως προς το λόγο έφεσης 3, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε τον Μ.Υ.3 αξιόπιστο και για ένα άλλο λόγο. Θεώρησε ότι οι τιμές που ο συγκεκριμένος μάρτυρας κατέγραψε στο Τεκμήριο 12, αφορούσαν τιμές του 2003, ενώ, όπως ήταν παραδεκτό, οι εργασίες περατώθηκαν το 2002.
Και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να γίνει αποδεκτός. Το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς να διατυπώσει οποιαδήποτε ευρήματα γεγονότων επί των τιμών μονάδας (2002 ή 2003), αποφάσισε αυτόβουλα να ασχοληθεί με το θέμα, χωρίς να εξηγεί πώς το θέμα κατέστη επίδικο, δεδομένου ότι δεν υπήρξε αμφισβήτηση της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου ως προς τις τιμές μονάδος.
Η απόρριψη της ανταπαίτησης - Λόγος έφεσης 4
Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η ανταπαίτησή τους με έξοδα εις βάρος τους, αφού η μαρτυρία που προσκόμισαν στο δικαστήριο παρέμεινε ακλόνητη και υποστήριζε πλήρως την ανταπαίτηση. Από τη στιγμή που κρίναμε ότι ευσταθούν οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης οι οποίοι αφορούν τα ευρήματα αξιοπιστίας και την αξιολόγηση μαρτυρίας, είναι αναπόφευκτο να συμπαρασυρθεί σε επιτυχία και ο τέταρτος λόγος έφεσης που αφορά την απόρριψη της ανταπαίτησης. Η πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της μας έχει προβληματίσει με τον τρόπο που έχει συνταχθεί. Εκτός από τα σφάλματα που έχουμε υποδείξει, η πρωτόδικη δικαστής μετά την καταγραφή της κρίσης της επί της αξιοπιστίας, δεν προχώρησε να προσδιορίσει τα επίδικα θέματα, να προβεί σε ευρήματα επί αυτών με βάση τη μαρτυρία που έκρινε ότι ήταν αξιόπιστη και τέλος, να αποφασίσει με βάση το επίπεδο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις, κατά πόσο ο Εφεσίβλητος-Ενάγοντας απέδειξε την αγωγή του και κατά πόσο οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι απέδειξαν την ανταπαίτησή τους. Αντί αυτού, διατύπωσε ακροσφαλή συμπεράσματα, τα οποία χωρίς επαρκή αιτιολογία δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν αυθαίρετα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα για χάριν πληρότητας:-
«Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε ασφαλή ευρήματα ουσίας. Συνεπώς, η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εναγομένης και εναντίον του ενάγοντα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Όσον αφορά την ανταπαίτηση, και αυτή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του ενάγοντα και εναντίον της εναγομένης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.»
Ως προς την αγωγή, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε, με βάση την αποδεχτή μαρτυρία και αφού την αξιολογήσει, να καταλήξει σε ευρήματα. Δεν έχουμε αντιληφθεί γιατί με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα. Το δικαστήριο δεν εξηγεί τι ακριβώς υπολείπετο για να μπορέσει να καταλήξει επί της ουσίας της αγωγής και της ανταπαίτησης.
Ως προς την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για απόρριψη της ανταπαίτησης (που αφορά στο λόγο έφεσης 4), είναι φανερό ότι η κατάληξη, χωρίς την αναγκαία αιτιολόγηση, παραμένει αστήριχτη και αυθαίρετη.
Μας λυπεί το γεγονός ότι μια διαφορά που ξεκίνησε πριν 13 χρόνια (2002-2003), ενώ η αγωγή καταχωρήθηκε πριν 11 χρόνια (2005), θα πρέπει να παραπεμφθεί για επανεκδίκαση. Βέβαια, για την εξέλιξη αυτή ευθύνονται τόσο οι διάδικοι, όσο και οι δικηγόροι τους, οι οποίοι για ένα πολύ μικρό χρηματικό ποσό δεν φρόντισαν να καταλήξουν σε φιλική διευθέτηση ή να παραπέμψουν τη διαφορά σε διαιτησία ή άλλης μορφής εναλλακτικής επίλυσης της διαφοράς τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα δικηγορικά έξοδα μέχρι σήμερα να έχουν κατά πολύ ξεπεράσει το ποσό της αρχικής διαφοράς. Ευελπιστούμε ότι έστω και σε αυτό το στάδιο οι διάδικοι με τη βοήθεια των δικηγόρων τους θα λογικευτούν ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω δικαστικές διαδικασίες. Από πλευράς μας προσπαθήσαμε να αποφύγουμε τη λύση της επανεκδίκασης, αλλά επειδή έχουν καταρρεύσει τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αδύνατο για το Εφετείο να καλύψει το κενό.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται επανεκδίκαση ενώπιον άλλου δικαστή.
Τα πρωτόδικα έξοδα τόσο στην αγωγή, όσο και στην ανταπαίτηση, να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης μετά την επανεκδίκαση.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση.