ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2016:A434

(2016) 1 ΑΑΔ 2151

15 Σεπτεμβρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΒΑΣΟΣ ΛΟΪΖΟΥ,

2. ΔΕΣΠΩ ΛΟΪΖΟΥ,

3. ΙΩΑΝΝΑ ΜΑΡΑΘΕΥΤΗ,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

 

v.

 

1. WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD,

2. ΙΩΑΝΝΗ ΠΙΤΣΙΛΛΟΥ,

3. ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΛΑΡΚΟΥ,

4. ΚΩΣΤΑ ΚΙΡΚΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ ΗΜΕΡ. 13.5.2015:-

 

1. ΒΑΣΟΣ ΛΟΪΖΟΥ,

2. ΔΕΣΠΩ ΛΟΪΖΟΥ,

3. ΙΩΑΝΝΑ ΜΑΡΑΘΕΥΤΗ,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

 

v.

 

1.         ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ

   ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD,

2.         ΙΩΑΝΝΗ ΠΙΤΣΙΛΛΟΥ,

3.         ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΛΑΡΚΟΥ,

4.         ΚΩΣΤΑ ΚΙΡΚΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 84/2010)

 

 

Χρηματιστήριο ― Απαίτηση επιστροφής χρημάτων που κατεβλήθησαν για αγορά μετοχών οι οποίες θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο ―  Άρθρο 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου 168(Ι)/2002 ― Με βάση τη νομολογία, ο σχετικός νόμος κηρύχθηκε αντισυνταγματικός στο βαθμό που το Άρθρο 5 του Νόμου ποινικοποίησε τη μη επιστροφή χρημάτων με αποτέλεσμα να κριθεί ότι αντιμάχεται το Άρθρο 23 του Συντάγματος ― Δεν επηρεάστηκε από την κήρυξη της συνταγματικότητας, η υποχρέωση «εκδότη» μετοχών, δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Νόμου 168(Ι)/02, να επιστρέψει χρήματα που εισέπραξε με προοπτική την ένταξη των τίτλων στο ΧΑΚ.

 

Χρηματιστήριο ― Απαίτηση επιστροφής χρημάτων που κατεβλήθησαν για αγορά μετοχών οι οποίες θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο ―  Άρθρο 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου  168(Ι)/2002 ― Το Άρθρο 3(1) κάλυπε απόλυτα τον τρόπο που έγινε η συναλλαγή των μετοχών στην προκειμένη περίπτωση ― Οι Εφεσίβλητοι χρησιμοποίησαν «εταιρείες οχήματα» για να διαθέσουν τις μετοχές, κάτι που το πρωτόδικο δικαστήριο ευλόγως χαρακτήρισε ως εύσχημο και έξυπνο τρόπο αποποίησης των ευθυνών και υποχρεώσεών τους, δυνάμει του Νόμου ― Επικύρωση κατάληξης περί πλήρωσης των προϋποθέσεων του Άρθρου 3(1) του Νόμου ότι η είσπραξη χρημάτων έγινε με αντάλλαγμα την υπόσχεση παροχής τίτλων με την προοπτική ότι αυτοί θα εισάγονταν στο ΧΑΚ.

 

Χρηματιστήριο ― Απαίτηση επιστροφής χρημάτων που κατεβλήθησαν για αγορά μετοχών οι οποίες θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο ―  Άρθρο 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου  168(Ι)/2002 ― Το δικαίωμα για επιστροφή χρημάτων στη βάση του Άρθρου 3(1), κρίθηκε σε αρκετές υποθέσεις ότι είναι απόλυτα συνταγματικό και δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης με τα Άρθρα 25.1 και 28 του Συντάγματος.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης και τα παραδεκτά γεγονότα, ο Εφεσείων 1-Ενάγοντας, στις 25.8.2000 αγόρασε από την εταιρεία Theonautica Enterprises Ltd 6.667 μετοχές των Εφεσιβλήτων 1, για το ποσό των Λ.Κ.4.000. Η Εφεσείουσα 2 στις 22.10.2000 αγόρασε από την ίδια εταιρεία 17.000 μετοχές ονομαστικής αξίας Λ.Κ.0,50 σεντς ανά μετοχή για το ποσό των Λ.Κ.10.200.  Στις 25.8.2000 η Εφεσείουσα 3 αγόρασε 3.333 μετοχές των Εφεσιβλήτων 1 για το ποσό των Λ.Κ.2.000. Σε κάποιο στάδιο εκδόθηκαν πιστοποιητικά μετοχών στους Εφεσείοντες.

 

Απετέλεσε ισχυρισμό των Εφεσειόντων ότι:-

 

α)  Όλες οι αγορές μετοχών έγιναν μετά από παραστάσεις ότι οι Εφεσίβλητοι 1 θα εισήγαγαν τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και

(β) με βάση το περιεχόμενο του Ενημερωτικού Δελτίου και την Πληροφοριακή Έκθεση, οι Εφεσίβλητοι 1 δεν είχαν πωλήσει μετοχές σε οποιοδήποτε πρόσωπο, πλην των τεσσάρων εταιρειών που αναφέρονταν στον συνημμένο κατάλογο, μεταξύ των οποίων ήταν και η εταιρεία Theonautica.

 

Οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι μεταξύ των Εφεσιβλήτων υπήρξε συνωμοσία για να τους εξαπατήσουν και να τους πείσουν να αγοράσουν τις πιο πάνω μετοχές και για το σκοπό αυτό παρέθεταν λεπτομέρειες του κατ' ισχυρισμό δόλου και απάτης των Εφεσιβλήτων.

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι Εφεσείοντες στις 9.9.2002 απαίτησαν γραπτώς επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσαν, στη βάση του Άρθρου 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου  168(Ι)/2002).

 

Οι Εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να επιστρέψουν τα χρήματα, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να τους ενάγουν, αξιώνοντας διάφορες Δηλώσεις Δικαστηρίου σε σχέση με την υποχρέωση των Εφεσιβλήτων να επιστρέψουν τα χρήματα και αποζημιώσεις τόσο γενικές, όσο και ειδικές.

 

Οι πρώτοι προέβαλαν στο πλαίσιο της αγωγής διάφορες υπερασπίσεις επί των οποίων και απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο προτού καταλήξει επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων, εξέτασε τη συνταγματικότητα του Νόμου 168(Ι)/2002 και κατέληξε, στηριζόμενο στα αποφασισθέντα από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Μακρίδης v. Cyber Group Ltd (2005) 2 A.A.Δ. 57, ότι ολόκληρος ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι η αξίωση των Εφεσειόντων στην ουσία είναι χωρίς νομική βάση και γι' αυτό θεώρησε ότι η αγωγή τους θα έπρεπε να απορριφθεί. Ως προς τους Εφεσίβλητους 2, 3 και 4, θεώρησε ότι η αγωγή εναντίον τους θα έπρεπε επίσης να απορριφθεί και για τον πρόσθετο λόγο ότι καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε από τους Εφεσείοντες για να αποδειχθεί η αγωγή εναντίον των πιο πάνω Εφεσιβλήτων.

 

Για την περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθάνετο επί της συνταγματικότητας του Νόμου, προχώρησε εν συνεχεία να εξετάσει την τύχη της αγωγής, πρακτική που επικροτείται από τη νομολογία. Έκρινε ότι το Άρθρο 3 του Νόμου, σε περίπτωση που κατ' έφεση κριθεί ότι είναι συνταγματικό, δίδει δικαίωμα στον αγοραστή μετοχών να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσε.

 

Απεφάνθη συνακόλουθα, ότι σε τέτοια περίπτωση, θα θεωρούσε ότι οι Εφεσείοντες είχαν αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων την υπόθεσή τους και ως εκ τούτου θα δικαιούνταν σε απόφαση, ανάλογα με τα ποσά που πλήρωσε ο καθένας, μείον το ποσό που εισέπραξε ο κάθε Εφεσείων από την υποχρεωτική εξαγορά των μετοχών από την SFS. Όμως, επειδή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, τελικώς απέρριψε την αγωγή εναντίον των Εφεσιβλήτων.

 

Η πιο πάνω κρίση αμφισβητήθηκε στην ολότητα της με την έφεση με την αιτιολογία της οποία έγινε παραπομπή σε νομολογία με την οποία επιλύθηκε σχετικά το συγκεκριμένο ζήτημα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στον τρόπο που ερμήνευσε τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Μακρίδης (κατωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, δεν χρειαζόταν να αναλυθεί το λανθασμένο του σκεπτικού, εφόσον το ζήτημα καλύπτεται πλήρως από το δικαστικό λόγο της CAF Computers Ltd κ.ά. v. Παττίχη κ.ά., ανωτέρω, στην οποία το Εφετείο εξετάζοντας τη συνταγματικότητα του Νόμου 168(Ι)/2002 ανέφερε μεταξύ άλλων,  ότι ο Νόμος κηρύχθηκε αντισυνταγματικός στο βαθμό που το Άρθρο 5 του Νόμου ποινικοποίησε τη μη επιστροφή χρημάτων με αποτέλεσμα να κριθεί ότι αντιμάχεται το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

2.  Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα, η υπόθεση Μακρίδης, αφήνει ανέπαφη την υποχρέωση «εκδότη» μετοχών, δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Νόμου 168(Ι)/02, να επιστρέψει χρήματα που εισέπραξε με προοπτική την ένταξη των τίτλων στο ΧΑΚ.

3.  Η πιο πάνω προσέγγιση συνάδει με τα αποφασισθέντα στις υποθέσεις Harvest Capital Management Ltd. v. Ταμάσιου, ανωτέρω, Anaptixis Group Ltd. v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691 και Investylia Ltd. v. Ταμπούρη (κατωτέρω), στις οποίες η αντίστοιχη πρόνοια στο Άρθρο 58(3)(β) του τροποποιητικού Νόμου 42(Ι)/2000 για επιστροφή χρημάτων, κρίθηκε συνταγματική.

4.  Ενόψει των πιο πάνω, ο μοναδικός λόγος έφεσης στέφθηκε με επιτυχία και η πρωτόδικη κρίση ως προς την αντισυνταγματικότητα του Νόμου 168(Ι)/2002 παραμερίστηκε.

5.  Ως αποτέλεσμα της αποδοχής της έφεσης και του παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης, το Εφετείο προχώρησε στην εξέταση των λόγων αντέφεσης που αφορούσαν στο σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αν δεν κήρυσσε το Νόμο 168(Ι)/2002 αντισυνταγματικό, θα εξέδιδε απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων.

 

Η αντέφεση

 

Λόγος αντέφεσης 9 - Αξιοπιστία μαρτύρων Εφεσειόντων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Εφετείο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις παρεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και αυτό δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.

 

2.  Στην προκειμένη περίπτωση, πέραν της λεκτικής διατύπωσης του παραπόνου  οι Εφεσείοντες δεν ανέφεραν κάτι πιο ουσιαστικό και επομένως ο λόγος παρέμεινε ανεδαφικός και απορριπτέος.

 

Λόγος αντέφεσης 7 - Μη δικογράφηση ισχυρισμών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι Εφεσίβλητοι με το λόγο αντέφεσης 7 διατείνονταν ότι η απόφαση είναι εσφαλμένη, καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο οι επίδικες μετοχές αγοράστηκαν από την εταιρεία Sellamico, ενώ τέτοιος ισχυρισμός δεν υπήρχε ούτε στα δικόγραφα, ούτε στη μαρτυρία που δόθηκε στο δικαστήριο.

2.  Ο λόγος αντέφεσης δεν ευσταθούσε. Επρόκειτο για μαρτυρία η οποία δεν χρειαζόταν να δικογραφηθεί. Σύμφωνα με τη Δ.19 θ.4 ο κάθε διάδικος οφείλει να εγείρει στο δικόγραφό του μια συνοπτική δήλωση των ουσιωδών γεγονότων επί των οποίων στηρίζει την υπόθεσή του. Όχι όμως μαρτυρία.

3.  Στην προκειμένη περίπτωση, το ουσιώδες γεγονός αναφέρεται στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης.  Πέραν τούτου, ο τρόπος έκδοσης και παραχώρησης μετοχών σε τρίτους, περιγράφεται από το μάρτυρα και διοικητικό σύμβουλο των Εφεσιβλήτων Γιάννη Πίτσιλλο.

4.  Τα όσα αναφέρει στη μαρτυρία του δεν ήταν αντίθετα με το σκεπτικό του δικαστηρίου το οποίο ήταν απόλυτα ορθό, δεδομένης της ενώπιον του μαρτυρίας, ότι η Εφεσίβλητη 1 χρησιμοποίησε «εταιρείες οχήματα», όπως η Sellamico και Theonautica για να διαθέσει τις μετοχές της.

 

Λόγοι αντέφεσης 4-6 και 8 - Προϋποθέσεις Άρθρου 3, Ν. 168(Ι)/2002.

 

Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε:-

 

α)  Ότι η παραχώρηση μετοχών ήταν με προοπτική εισαγωγής των τίτλων των Εφεσιβλήτων 1 στο ΧΑΚ,

β)  ότι τηρείτο η προϋπόθεση του Άρθρου 3 ότι οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι 1 εισέπραξαν χρήματα και ιδιαίτερα από τους Εφεσείοντες και

γ)  ότι οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι 1 ήταν οι εκδότες των μετοχών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το δικαστήριο εξέτασε και κατέληξε επί των επίδικων θεμάτων.

2.  Τα πιο πάνω επίδικα ζητήματα επιλύονται με το θετικό πρόσημο που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στην αξιοπιστία των μαρτύρων για τους Εφεσείοντες.

3.  Στη βάση αυτής της αξιολόγησης και της μαρτυρίας που αποδέχθηκε ήταν αναπόφευκτο να καταλήξει όπως κατέληξε, ότι δηλαδή οι Εφεσίβλητοι όχι μόνο εισέπραξαν τα ποσά που αναφέρονται στις επιταγές που εκδόθηκαν στο όνομά τους με αποκλειστικό σκοπό την πώληση μετοχών, αλλά ενέγραψαν και τους Εφεσείοντες στο Μητρώο της εταιρείας και τους εξέδωσαν τα σχετικά πιστοποιητικά.

4.  Δεν ήταν αποδεκτή η εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων ότι το Άρθρο 3(1) του Νόμου δεν επιτρέπει την πώληση μετοχών μέσω αντιπροσώπων ή τρίτων προσώπων που λειτουργούν για λογαριασμό των πωλητών των μετοχών.

5.  Το Άρθρο 3(1) καλύπτει απόλυτα τον τρόπο που έγινε η συναλλαγή των μετοχών στην προκειμένη περίπτωση. Όπως αναφέρθηκε στα πλαίσια του λόγου αντέφεσης 7, οι Εφεσίβλητοι χρησιμοποίησαν «εταιρείες οχήματα» για να διαθέσουν τις μετοχές, κάτι που το πρωτόδικο δικαστήριο ευλόγως χαρακτήρισε ως εύσχημο και έξυπνο τρόπο αποποίησης των ευθυνών και υποχρεώσεών τους, δυνάμει του Νόμου.

6.  Τα ίδια ίσχυαν και για το εύρημα ότι η πώληση των μετοχών έγινε με προοπτική την εισαγωγή των τίτλων των Εφεσιβλήτων 1 στο ΧΑΚ.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε αυτή την πτυχή της μαρτυρίας με βάση τη μαρτυρία των Εφεσειόντων, την οποία θεώρησε αληθή, απορρίπτοντας την αντίθετη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων.

7.  Έκρινε επίσης ότι η γραπτή μαρτυρία υποστήριζε τις θέσεις των Εφεσειόντων και  ορθώς κατέληξε ότι ικανοποιείτο η προϋπόθεση του Άρθρου 3(1) του Νόμου ότι η είσπραξη χρημάτων έγινε με αντάλλαγμα την υπόσχεση παροχής τίτλων με την προοπτική ότι αυτοί θα εισάγονταν στο ΧΑΚ.

 

Λόγοι αντέφεσης 1-3 - Κατά πόσον δημιουργείτο κώλυμα (estoppel):

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την υπεράσπιση των εφεσιβλήτων ότι στις 30.4.2002 οι Εφεσείοντες είχαν αμετάκλητα αποδεχθεί πρόταση της SFS για εξαγορά όλων των μετοχών των Εφεσιβλήτων 1 και ως εκ τούτου εμποδίζονται από του να ζητούν ακύρωση της επίδικης συμφωνίας.

 

β)  Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στην επιφύλαξη του Άρθρου 3(1) του Νόμου, ότι οι Εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να επιστρέψουν στον εκδότη τους σχετικούς τίτλους και να τους μεταβιβάσουν στο όνομά του. Από τη στιγμή που οι ίδιοι δεν κατείχαν πλέον τους τίτλους, το πρωτόδικο δικαστήριο αν ερμήνευε σωστά την επιφύλαξη του Άρθρου 3 του Νόμου, δεν θα θεωρούσε ότι οι Εφεσείοντες δικαιούνταν σε απόφαση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο επικαλούμενο τη μη δικογράφηση ισχυρισμών, αρνήθηκε να εξετάσει  ισχυρισμούς των Εφεσειόντων. Αυτό ήταν σφάλμα εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου αφού ο βασικός ισχυρισμός των Εφεσιβλήτων όντως δικογραφείτο στην παράγραφο 7 της  Έκθεσης Υπεράσπισης και προφανώς διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου.

2.  Το πρωτόδικο δικαστήριο  όφειλε να εξετάσει την υπεράσπιση που ηγέρθη στην παράγραφο 7 της Έκθεσης Υπεράσπισης και να αποφανθεί κατά πόσο η αμετάκλητη αποδοχή της πρότασης της SFS, το 2002, και η εξαγορά όλων των μετοχών των Εφεσειόντων τους εμπόδιζε να ζητούν, δυνάμει του Νόμου, και επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσαν.

3.  Δεν ήταν ορθή η εισήγηση του συνηγόρου των Εφεσιβλήτων ότι εάν το πρωτόδικο δικαστήριο εξέταζε, ως όφειλε, το νομικό ζήτημα, θα έπρεπε να στηριχθεί στα αποφασισθέντα στην Οικονομίδης v. Alliance International Reinsurance Co Ltd κ.ά., ανωτέρω, εφόσον τα γεγονότα ήταν παρόμοια.

4.  Τα περιστατικά στην υπόθεση Οικονομίδης ως ένα σημείο είναι όμοια, αλλά όμως υπάρχουν σημαντικές διαφορές που διαφοροποιούν την παρούσα περίπτωση. Πρώτον, οι Εφεσείοντες αποδέχθηκαν τις μετοχές, αναμένοντας όμως την εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ, όπως εξάλλου ήταν και η αρχική υπόσχεση των Εφεσιβλήτων.  Δεύτερον, δεν ενεχυρίασαν τις μετοχές τους, όπως έγινε στην υπόθεση Οικονομίδης.

5.  Δεν ήταν επίσης ορθή η εισήγηση των Εφεσιβλήτων ότι με το να επιλέξουν να αποδεχθούν την Πρόταση Συγχώνευσης της SFS, απεμπόλησαν τα δικαιώματά τους να ζητήσουν επιστροφή των χρημάτων τους ή να διεκδικήσουν οποιαδήποτε ζημιά θα προέκυπτε σ' αυτούς.

6.    Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ετύγχανε εφαρμογής το εξ επιεικείας κώλυμα, αφού κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δίκαιο και θα ήταν αντίθετο με τις αρχές της επιείκειας επί των οποίων στηρίζεται.

 

Λόγοι αντέφεσης 10-13 - Αντίθεση Νόμου 168(Ι)/2002 με Άρθρα 25 και 28 του Συντάγματος και με την Οδηγία 77/91/EEC.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το παράπονο των Εφεσιβλήτων ήταν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε συγκεκριμένες εισηγήσεις του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων ότι το Άρθρο 3(1) του Νόμου παραβιάζει το Άρθρο 25.1 και 28 του Συντάγματος, καθώς και το Ευρωπαϊκό δίκαιο και ιδιαίτερα τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου 77/91/EEC της 13.12.1976.

2.  Πράγματι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε τις πιο πάνω εισηγήσεις. Αυτό προφανώς έγινε επειδή το δικαστήριο θεώρησε αχρείαστη την περαιτέρω ενασχόλησή του με τα πιο πάνω θέματα, εφόσον είχε ήδη κρίνει το Νόμο αντίθετο με το Άρθρο 23 του Συντάγματος, στη βάση της Μακρίδης v. Cyber Group, ανωτέρω.

3.  Όμως, εφόσον ανετράπη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αντισυνταγματικότητα του Νόμου, θα έπρεπε το Εφετείο να εξετάσει τα θέματα που εγείρονταν με τους λόγους αντέφεσης 10-13.

4.  Με τους συγκεκριμένους λόγους αντέφεσης, οι Εφεσίβλητοι παραπονούνται συγκεκριμένα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε το κατά πόσο το Άρθρο 3(1) του Ν. 168(Ι)/2002 παραβιάζει:- (α) Το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την ελεύθερη άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, απασχόλησης, εμπορίου ή επικερδούς εργασίας, (β) το Άρθρο 28 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την ισότητα και την προστασία της ελεύθερης απόλαυσης όλων των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προβλέπονται στο Σύνταγμα χωρίς οποιαδήποτε διάκριση και (γ) το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, τη Συνθήκη Προχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου 77/91/EEC της 13.12.1976 και τις συνέπειες από την παραβίασή τους.

5.  Δεν ήταν ορθές οι  εισηγήσεις των Εφεσιβλήτων. Το δικαίωμα για επιστροφή χρημάτων στη βάση του Άρθρου 3(1), κρίθηκε σε αρκετές υποθέσεις ότι είναι απόλυτα συνταγματικό και δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης με τα Άρθρα 25.1 και 28 του Συντάγματος.

6.  Έχει νομολογιακά κριθεί «ότι είναι επιτρεπτές νομοθετικές πρόνοιες και ρυθμίσεις που σκοπό έχουν την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και την προστασία του κοινού και των πολιτών».

7.  Ούτε προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος προέκυπτε ότι αυτό παραβιάζεται ως εκ της θέσπισης του Άρθρου 3(1) του Νόμου. Τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ, (κατωτέρω) απαντούν στην εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων ότι οι ρυθμίσεις του Άρθρου 3(1) του Νόμου παραβλάπτουν τα δικαιώματα των υπόλοιπων μετόχων, με αποτέλεσμα να προκαλείται ανισότητα. Όπως εξηγεί το Εφετείο, δεν είναι οι μέτοχοι που καλούνται να επιστρέψουν τα χρήματα, αλλά η ίδια η εταιρεία.

 

Λόγοι αντέφεσης, 12 και 13. Ο ισχυρισμός των Εφεσιβλήτων αναφορικά με την εφαρμογή της Δεύτερης Κοινοτικής Οδηγίας 77/91/EEC.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ανεδαφικός καθότι η εν λόγω Οδηγία ενσωματώθηκε στον περί Εταιρειών Νόμο με τον τροποποιητικό Νόμο 70(Ι)/2003 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδικης διαφοράς, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση.

2.  Περαιτέρω, η θέση των Εφεσιβλήτων πως είναι καθήκον του εθνικού δικαστηρίου να εφαρμόζει τις κοινοτικές πρόνοιες ακόμα και εάν τέτοια νομοθεσία έχει ψηφιστεί μεταγενέστερα δεν στοιχειοθετείτo με παραπομπή στην ανάλογη νομολογία παρά την αναφορά στο ότι «το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε» ως πιο πάνω.

 

Με την απόρριψη όλων των λόγων αντέφεσης και την επιτυχία της έφεσης, εκδόθηκε απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων για τα ποσά που πλήρωσαν, αφαιρουμένων των ποσών που εισέπραξαν κατά την αναγκαστική εξαγορά των μετοχών τους από την SFS. Η απόφαση  ήταν  εναντίον των Εφεσιβλήτων 1, αφού εναντίον των Εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 δεν υπήρξε κατ' έφεση διαφωνία ότι δεν αποδείχθηκε οτιδήποτε εναντίον τους.

 

Η έφεση επέτυχε και η αντέφεση απορρίφθηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Μακρίδης v. Cyber Group Ltd (2005) 2 A.A.Δ. 57,

 

CAF Computers Ltd κ.ά. v. Παττίχη κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 815,

Πίτσιλλος v. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691,

 

Κωνσταντίνου v. Τριβιζαδάκη (2016) 1 Α.Α.Δ. 1843, ECLI:CY:AD:2016:A371,

 

Οικονομίδης v. Alliance International Reinsurance Co Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 2053,

 

Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683,

 

Investylia v. Livadhiotis Bros Investments Ltd (2005) 1(A) A.A.Δ. 704,

 

Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ v. Parson Emporio Ltd κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 286,

 

Anaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 691,

 

Investylia Ltd v. Ταμπούρη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1325.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 691/2004), ημερομηνίας 29/1/2010.

 

Θ. Ανδρέου (κα) για Θ. Ανδρέου και Συνεργάτες, για τους Εφεσείοντες.

 

Χρ. Αθανασιάδου (κα) με Α. Νεοφύτου (κα) για Γεωργιάδη και Πελίδη, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

Δικαστhριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

Οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των διαδίκων

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης και τα παραδεκτά γεγονότα, ο Εφεσείων 1-Ενάγοντας, στις 25.8.2000 αγόρασε από την εταιρεία Theonautica Enterprises Ltd 6.667 μετοχές των Εφεσιβλήτων 1, για το ποσό των Λ.Κ.4.000.  Η Εφεσείουσα 2 στις 22.10.2000 αγόρασε από την ίδια εταιρεία 17.000 μετοχές ονομαστικής αξίας Λ.Κ.0,50 σεντς ανά μετοχή για το ποσό των Λ.Κ.10.200.  Στις 25.8.2000 η Εφεσείουσα 3 αγόρασε 3.333 μετοχές των Εφεσιβλήτων 1 για το ποσό των Λ.Κ.2.000. Σε κάποιο στάδιο εκδόθηκαν πιστοποιητικά μετοχών στους Εφεσείοντες.  Αποτελεί ισχυρισμό των Εφεσειόντων ότι:- (α) Όλες οι αγορές μετοχών έγιναν μετά από παραστάσεις ότι οι Εφεσίβλητοι 1 θα εισήγαγαν τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και (β) με βάση το περιεχόμενο του Ενημερωτικού Δελτίου και την Πληροφοριακή Έκθεση, οι Εφεσίβλητοι 1 δεν είχαν πωλήσει μετοχές σε οποιοδήποτε πρόσωπο, πλην των τεσσάρων εταιρειών που αναφέρονταν στον συνημμένο κατάλογο, μεταξύ των οποίων ήταν και η εταιρεία Theonautica.

 

Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι μεταξύ των Εφεσιβλήτων υπήρξε συνωμοσία για να τους εξαπατήσουν και να τους πείσουν να αγοράσουν τις πιο πάνω μετοχές και για το σκοπό αυτό παραθέτουν λεπτομέρειες του κατ' ισχυρισμό δόλου και απάτης των Εφεσιβλήτων.

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι Εφεσείοντες στις 9.9.2002 απαίτησαν γραπτώς επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσαν, στη βάση του Άρθρου 3 του περί  Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν. 168(Ι)/2002), στο εξής «ο Νόμος».  Οι Εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να επιστρέψουν τα χρήματα, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να τους εναγάγουν, αξιώνοντας διάφορες Δηλώσεις Δικαστηρίου σε σχέση με την υποχρέωση των Εφεσιβλήτων να επιστρέψουν τα χρήματα και αποζημιώσεις τόσο γενικές, όσο και ειδικές.

 

Οι Εφεσίβλητοι με την Υπεράσπισή τους παραδέχονται ότι οι Εφεσείοντες, σύμφωνα με τα έγγραφα μεταβίβασης μετοχών, αγόρασαν τις πιο πάνω μετοχές. Εξηγούν ότι στις 8.11.1999 οι Εφεσίβλητοι 1 μετονομάστηκαν σε White Knight Investments και στις 18.11.2004 άλλαξαν και πάλι ονομασία σε White Knight Holdings Public Ltd. Στη συνέχεια όμως αρνούνται ότι οι Εφεσίβλητοι 1 εισέπραξαν τα ισχυριζόμενα ή οποιαδήποτε ποσά για την παραχώρηση στους Εφεσείοντες μετοχών τους. Εξηγούν περαιτέρω ότι οι Εφεσίβλητοι 1 μετά από απόφαση της Sharelink Financial Services Ltd (SFS) που ήταν ο κύριος μέτοχος, προέβηκαν μόνο σε δύο εκδόσεις και παραχωρήσεις μετοχών, την 31.12.1999 και 16.6.2000, αντίστοιχα, με την παραχώρηση αριθμού μετοχών στις τρεις εταιρείες Theonautica Enteprises Ltd, Sellamico Trade Ltd και SFS. Ακολούθως, οι πιο πάνω τρεις εταιρείες πώλησαν και μεταβίβασαν μέρος των μετοχών τους σε τρίτους. Οι Εφεσίβλητοι 1 την 21.6.2000 εξέδωσαν Ενημερωτικό Δελτίο για εισαγωγή των τίτλων τους στο ΧΑΚ. Όμως οι Εφεσίβλητοι ουδέποτε πληροφόρησαν τους Εφεσείοντες ότι διέθεταν προς πώληση μετοχές των Εφεσιβλήτων 1 με προοπτική εισαγωγής στο ΧΑΚ και ούτε προέβησαν σε οποιεσδήποτε παραστάσεις για εισδοχή τους στο ΧΑΚ.

 

Στις 30.4.2002 οι μέτοχοι των Εφεσιβλήτων 1, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι Εφεσείοντες, είχαν αμετάκλητα αποδεχθεί πρόταση της SFS για εξαγορά όλων των μετοχών των Εφεσιβλήτων 1. Ως εκ τούτου, οι Εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι οι επιστολές που στάλησαν από τους Εφεσείοντες δεν συνιστούν έγκυρη απαίτηση επιστροφής χρημάτων με βάση το Νόμο 168(Ι)/2002. Όμως, όπως αναφέρεται στη σελίδα 9 της πρωτόδικης απόφασης, παρά την αποδοχή της πρότασης συγχώνευσης από πλευράς Εφεσειόντων, στη συνέχεια διαφάνηκε ότι δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις για συγχώνευση, με αποτέλεσμα η πρόταση να καταστεί άκυρη και η SFS να ακυρώσει την πρόταση και να επιστρέψει τους τίτλους στους Εφεσείοντες.  Τελικά η αίτηση των Εφεσιβλήτων 1 εγκρίθηκε και από τις 13.4.2006 οι τίτλοι τους είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ, όπου και άρχισε η διαπραγμάτευσή τους.

 

Αργότερα βέβαια, περί το τέλος του 2008, δηλαδή 4 χρόνια μετά την έγερση της αγωγής, η SFS ασκώντας δικαιώματα εξαγοράς και/ή αναγκαστικής εξαγοράς (squeeze out) εξαγόρασε το 100% των μετοχών των Εφεσιβλήτων 1, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και αυτές των Εφεσειόντων, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο υπό τον έλεγχο της ολόκληρο το μετοχικό κεφάλαιο.  Στους Εφεσείοντες, όπως και σε όλους τους μετόχους, δόθηκε αντιπαροχή 0,35 σεντς ανά μετοχή.  Ως αποτέλεσμα, καταβλήθηκαν στους Εφεσείοντες, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, τα πιο κάτω ποσά:-

 

€2.333,45 προς τον Εφεσείοντα 1 - Τεκμήριο 35

€5.950,00 προς την Εφεσείουσα 2 - Τεκμήριο 36

€1.166,55 προς την Εφεσείουσα 3 - Τεκμήριο 37

 

Τέλος, οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός και ότι βρίσκεται σε διάσταση με το ευρωπαϊκό δίκαιο.

 

Η πρωτόδικη διαδικασία

Οι Εφεσείοντες για να αποδείξουν την υπόθεσή τους κάλεσαν ως μάρτυρες τους Εφεσείοντες 1 και 2, ενώ οι Εφεσίβλητοι τον Γιάννη Πίτσιλλο, Διοικητικό Σύμβουλο των Εφεσιβλήτων 1 (Εφεσίβλητο 2). Το πρωτόδικο δικαστήριο προτού καταλήξει επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων, εξέτασε τη συνταγματικότητα του Νόμου 168(Ι)/2002 και κατέληξε, στηριζόμενο στα αποφασισθέντα από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Μακρίδης v. Cyber Group Ltd (2005) 2 A.A.Δ. 57, ότι ολόκληρος ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι η αξίωση των Εφεσειόντων στην ουσία είναι χωρίς νομική βάση και γι' αυτό θεώρησε ότι η αγωγή τους θα έπρεπε να απορριφθεί. Ως προς τους Εφεσίβλητους 2, 3 και 4, θεώρησε ότι η αγωγή εναντίον τους θα έπρεπε επίσης να απορριφθεί και για τον πρόσθετο λόγο ότι καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε από τους Εφεσείοντες για να αποδειχθεί η αγωγή εναντίον των πιο πάνω Εφεσιβλήτων.

 

Όμως το Δικαστήριο, σε περίπτωση που λανθάνετο επί της συνταγματικότητας του Νόμου, ορθά προχώρησε να εξετάσει την τύχη της αγωγής, πρακτική που επικροτείται από τη νομολογία. Έκρινε ότι το Άρθρο 3 του Νόμου, σε περίπτωση που κατ' έφεση κριθεί ότι είναι συνταγματικό, δίδει δικαίωμα στον αγοραστή μετοχών να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσε. Έκρινε ότι σε τέτοια περίπτωση θα θεωρούσε ότι οι Εφεσείοντες είχαν αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων την υπόθεσή τους και ως εκ τούτου θα δικαιούνταν σε απόφαση, ανάλογα με τα ποσά που πλήρωσε ο καθένας, μείον το ποσό που εισέπραξε ο κάθε Εφεσείων από την υποχρεωτική εξαγορά των μετοχών από την SFS. Όμως, επειδή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, τελικά απέρριψε την αγωγή εναντίον των Εφεσιβλήτων.

 

Οι ισχυρισμοί στο Εφετείο

Οι Εφεσείοντες με ένα λόγο έφεσης αμφισβητούν την πρωτόδικη κρίση, θεωρώντας ότι το δικαστήριο καθοδηγούμενο εσφαλμένα επί της νομικής πτυχής του θέματος, έκρινε ότι το Άρθρο 3(1) του Νόμου 168(Ι)/2002 ήταν αντισυνταγματικό. Κατά τους Εφεσείοντες η υπόθεση Μακρίδης v. Cyber Group Ltd, ανωτέρω, αφορά το Άρθρο 5 και οποιαδήποτε αναφορά στο Άρθρο 3 γίνεται λόγω της διασύνδεσης του με το Άρθρο 5 του Νόμου.  Πέραν τούτου, οι Εφεσείοντες στην αγόρευση των δικηγόρων τους παραπέμπουν στην υπόθεση CAF Computers Ltd κ.ά. v. Παττίχη κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 815, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ξεκαθάρισε το θέμα και την εμβέλεια των νομολογηθέντων στην Μακρίδης, ανωτέρω. Οι Εφεσείοντες προβαίνουν και σε διαζευκτική εισήγηση. Σε περίπτωση που το Εφετείο επιβεβαιώσει το δικαστικό λόγο της Μακρίδης ως προς την αντισυνταγματικότητα του Νόμου 168(Ι)/2002, τότε ζητούν από το Εφετείο να εξετάσει το ενδεχόμενο κατά πόσον πληρούνται οι αρχές για απόκλιση από τη Μακρίδης.

 

Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι θεωρούν την πρωτόδικη κρίση ορθή, εφόσον η Μακρίδης, ανωτέρω, έκρινε ολόκληρο το Νόμο αντισυνταγματικό. Θεωρούν ότι τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση CAF Computers Ltd, ανωτέρω, λέχθηκαν εν παρόδω και δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο. Όμως σε περίπτωση που το Εφετείο θεωρήσει διαφορετικά και καταλήξει ότι οι Εφεσείοντες θα δικαιούνται σε απόφαση, θα πρέπει να προχωρήσει για να εξετάσει την αντέφεση που καταχώρησαν οι Εφεσίβλητοι και η οποία αποτελείται από 13 λόγους. Επίσης, εισηγούνται ότι η έφεση στο βαθμό που αφορά τους Εφεσίβλητους 2, 3 και 4 θα πρέπει ούτως η άλλως να θεωρηθεί άνευ αντικειμένου, εφόσον η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε ώστε να αποδειχθούν τα γεγονότα της αγωγής και αυτή η κρίση του δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε.

 

Η έφεση

Έχουμε εξετάσει το μοναδικό επίδικο θέμα που αφορά στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο Νόμος 168(Ι)/2002 είναι αντισυνταγματικός. Κατά την άποψή μας το πρωτόδικο δικαστήριο λανθάνετο στον τρόπο που ερμήνευσε τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Μακρίδης, ανωτέρω. Εν πάση περιπτώσει, δεν χρειάζεται να αναλύσουμε το λανθασμένο του σκεπτικού, εφόσον το ζήτημα καλύπτεται πλήρως από το δικαστικό λόγο της CAF Computers Ltd κ.ά. v. Παττίχη κ.ά., ανωτέρω, στην οποία το Εφετείο εξετάζοντας τη συνταγματικότητα του Νόμου 168(Ι)/2002 ανέφερε τα εξής:-

 

«Το θέμα μας απασχόλησε αυτοβούλως, ενόψει του δικαστικού λόγου στην υπόθεση Μακρίδης v. Cyber Group Ltd. (2005) 2 A.A.Δ. 57. Όμως μετά από περαιτέρω εξέταση του θέματος, θεωρούμε ότι το θέμα δεν πρέπει να μας απασχολήσει, εφόσον στην Μακρίδης, πιο πάνω, ο Νόμος κηρύχθηκε αντισυνταγματικός στο βαθμό που το Άρθρο 5 του Νόμου ποινικοποίησε τη μη επιστροφή χρημάτων με αποτέλεσμα να κριθεί ότι αντιμάχεται το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Κατά την άποψή μας, η υπόθεση Μακρίδης, αφήνει ανέπαφη την υποχρέωση «εκδότη» μετοχών, δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Νόμου 168(Ι)/02, να επιστρέψει χρήματα που εισέπραξε με προοπτική την ένταξη των τίτλων στο ΧΑΚ. Η πιο πάνω προσέγγιση συνάδει με τα αποφασισθέντα στις υποθέσεις Harvest Capital Management Ltd. v. Ταμάσιου, ανωτέρω, Anaptixis Group Ltd. v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691 και Investylia Ltd. v. Ταμπούρη, ανωτέρω, στις οποίες η αντίστοιχη πρόνοια στο Άρθρο 58(3)(β) του τροποποιητικού Νόμου 42(Ι)/2000 για επιστροφή χρημάτων, κρίθηκε συνταγματική.

 

Παρόμοια διαφοροποίηση έγινε και από τον Αρτεμίδη, Π. στην υπόθεση Investylia Ltd. v. Livadhiotis Bros Investments Ltd., ανωτέρω, στην οποία θεώρησε ότι η αντίστοιχη πρόνοια του Άρθρου 58Α(3)(β) του τροποποιητικού Νόμου 42(Ι)/2000 δεν ήταν αντισυνταγματική και ότι η υπόθεση Μακρίδης, πιο πάνω, η οποία ήταν ποινική, διαφοροποιείτο, εφόσον ο Νόμος 168(Ι)/2000 κρίθηκε αντισυνταγματικός στο βαθμό που «ποινικοποιούσε» συγκεκριμένη παράλειψη προσώπου, η οποία ανέκυπτε από τη λειτουργία ιδιωτικής σύμβασης, στη σφαίρα δηλαδή του αστικού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση δεν εγείρεται ένα τέτοιο θέμα.»

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο μοναδικός λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση ως προς την αντισυνταγματικότητα του Νόμου 168(Ι)/2002 παραμερίζεται.

 

Ως αποτέλεσμα της αποδοχής της έφεσης και του παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους λόγους αντέφεσης που αφορούν στο σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αν δεν κήρυσσε το Νόμο 168(Ι)/2002 αντισυνταγματικό, θα εξέδιδε απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων.

 

Η αντέφεση

Έχουμε ομαδοποιήσει σε επτά ενότητες τους λόγους αντέφεσης, ώστε να διευκολυνθεί η εξέτασή τους. Σημειώνουμε ότι οι Εφεσείοντες δεν καταχώρησαν περίγραμμα αγόρευσης στην αντέφεση των Εφεσιβλήτων, με αποτέλεσμα να στερηθούμε των δικών τους θέσεων.

 

Λόγος αντέφεσης 9 - Αξιοπιστία μαρτύρων Εφεσειόντων

Θεωρούμε λογικό να ξεκινήσουμε με τον λόγο αντέφεσης 9, ο οποίος αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων των Εφεσειόντων.  Το μόνο που αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου αντέφεσης και επαναλήφθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσιβλήτων, είναι ότι:-

 

«Η μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων έρχεται σε αντίφαση με παραδεκτά γεγονότα, ήταν ασαφής περιείχε αντιφάσεις και έρχεται σε αντίθεση με προφορική και έγγραφη μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε. Λεπτομέρειες αναφέρθηκαν ήδη κατά την ανάπτυξη άλλων λόγων αντέφεσης και θα αναφερθούν περαιτέρω λεπτομέρειες κατά την δικάσιμο.»

 

Σύμφωνα με τη νομολογία μας, το Εφετείο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις παρεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και αυτό δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (βλ. Πίτσιλλος v. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691 και Κωνσταντίνου v. Τριβιζαδάκη (2016) 1 Α.Α.Δ. 1843, ECLI:CY:AD:2016:A371). Στην προκειμένη περίπτωση, πέραν της λεκτικής διατύπωσης του παραπόνου το οποίο παραθέσαμε πιο πάνω, οι Εφεσείοντες δεν ανέφεραν κάτι πιο ουσιαστικό και επομένως ο λόγος παραμένει ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

Λόγος αντέφεσης 7 - Μη δικογράφηση ισχυρισμών

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσον οι επίδικες μετοχές αγοράστηκαν από την εταιρεία Sellamico (θυγατρική των Εφεσιβλήτων 1), ανέφερε τα εξής:-

 

«Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου υποχρέωση για επιστροφή των χρημάτων έχει ο εκδότης ο οποίος εισέπραξε τα χρηματικά ποσά. Όπως αναφέρω πιο πάνω είναι η Εναγομένη 1 που εισέπραξε τα χρηματικά ποσά, η οποία είναι και ο εκδότης των μετοχών. Οι επιταγές εκδόθηκαν προς όφελος της Εναγομένης 1. Η ίδια η Εναγομένη απεδέχθη τις επιταγές αυτές χωρίς να τις επιστρέψει, αποστέλλοντας στους Ενάγοντες πιστοποιητικό μετοχών. Για σκοπούς του Νόμου σημασία έχει ότι η Εναγομένη 1 ήταν ο εκδότης και εισέπραξε το ποσό. Η Sellamico απλώς ήταν ένα όχημα που χρησιμοποιήθηκε από την Εναγομένη για δικούς της λόγους.

 

Το γεγονός ότι η Εναγόμενη επέλεξε για σκοπούς δικούς της και απόκτηση χρημάτων να διοχετεύσει όλο το μετοχικό κεφάλαιο σε άλλες εταιρείες και στη συνέχεια εκείνες να μεταβιβάσουν μετοχές στα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, αντί να το κάνει απευθείας η ίδια, αυτό δεν την βοηθά να ξεφύγει από το σκοπό του Νόμου που ήταν η προστασία του επενδυτή. Αποτελούσε ένα εύσχημο και έξυπνο τρόπο αποποίησης ευθυνών και υποχρεώσεων.»

 

Οι Εφεσίβλητοι με το λόγο αντέφεσης 7 διατείνονται ότι η απόφαση είναι εσφαλμένη, καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο οι επίδικες μετοχές αγοράστηκαν από την εταιρεία Sellamico, ενώ τέτοιος ισχυρισμός δεν υπήρχε ούτε στα δικόγραφα, ούτε στη μαρτυρία που δόθηκε στο δικαστήριο.

 

Ο λόγος αντέφεσης δεν ευσταθεί. Κατ' αρχάς πρόκειται για μαρτυρία η οποία δεν χρειαζόταν να δικογραφηθεί. Σύμφωνα με τη Δ.19 θ.4 ο κάθε διάδικος οφείλει να εγείρει στο δικόγραφό του μια συνοπτική δήλωση των ουσιωδών γεγονότων επί των οποίων στηρίζει την υπόθεσή του. Όχι όμως μαρτυρία. Στην προκειμένη περίπτωση, το ουσιώδες γεγονός αναφέρεται στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης. Πέραν τούτου, ο τρόπος έκδοσης και παραχώρησης μετοχών σε τρίτους, περιγράφεται από το μάρτυρα και διοικητικό σύμβουλο των Εφεσιβλήτων Γιάννη Πίτσιλλο. Τα όσα αναφέρει στη μαρτυρία του δεν είναι αντίθετα με το σκεπτικό του δικαστηρίου το οποίο κρίνουμε ότι είναι απόλυτα ορθό, δεδομένης της ενώπιον του μαρτυρίας, ότι η Εφεσίβλητη 1 χρησιμοποίησε «εταιρείες οχήματα», όπως η Sellamico και Theonautica για να διαθέσει τις μετοχές της.

 

Επομένως ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

 

Λόγοι αντέφεσης 4-6 και 8 - Προϋποθέσεις Άρθρου 3, Ν. 168(Ι)/2002

Κατ' αρχάς θα παραθέσουμε για σκοπούς πληρότητας, το επίδικο Άρθρο 3 του Νόμου, το οποίο προβλέπει ως εξής:-

 

«3.—(1) Εκδότης, ο οποίος εισέπραξε χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα για την παροχή ή με την υπόσχεση παροχής τίτλων και με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, έχει υποχρέωση να επιστρέψει, μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή γραπτής απαίτησης προς τούτο, με τόκο προς επτά τοις εκατόν (7%) από την ημερομηνία εισπράξεως τους, τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα, εφόσον—

 

(α) Ο εκδότης εισέπραξε τα χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα προ της 1ης Μαρτίου 2002· και

 

(β) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου οι τίτλοι του δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

 

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, υποβολή γραπτής απαίτησης, επιπροσθέτως οποιουδήποτε άλλου τρόπου ή δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου, σημαίνει τη δια προσωπικής επίδοσης σε οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του εκδότη ή τη διά διπλοσυστημένης επιστολής αποστολή της στη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου του εκδότη, στον τόπο που καθορίζεται στο Άρθρο 102(1) του περί Εταιρειών Νόμου· σε περίπτωση ισχυρισμού του εκδότη περί μη παραλαβής της γραπτής απαίτησης τεκμαίρεται ότι αυτή υποβλήθηκε νόμιμα και για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου η προθεσμία των τριάντα ημερών αρχίζει μετά παρέλευση τριών ημερών από την ημερομηνία αποστολής της:

 

Νοείται ότι ο δικαιούχος επιστροφής, αμέσως μετά την επιστροφή των χρημάτων ή των άλλων ανταλλαγμάτων, υποχρεούται να επιστρέψει στον εκδότη τους σχετικούς τίτλους και να τους μεταβιβάσει επ' ονόματι του εκδότη υπογράφοντας κάθε αναγκαίο προς τούτο έγγραφο.»

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς την τήρηση των προϋποθέσεων του Άρθρου 3(1) του Νόμου, κατέληξε ως εξής (σελίδες 13-15 απόφασης):-

 

«Το Άρθρο 3(3) δημιουργεί συγκεκριμένο δικαίωμα στον ενδιαφερόμενο αγοραστή, ο οποίος μπορεί να το ασκήσει υπό τους όρους και προϋποθέσεις που τίθενται στην εν λόγω διάταξη και ταυτόχρονα αντίστοιχη συγκεκριμένη υποχρέωση στην εταιρεία για επιστροφή εισπραχθέντων ποσών.

 

Σύμφωνα με την πρώτη προϋπόθεση, ο εκδότης, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η White Knight, να εισέπραξε χρηματικά ποσά για την παροχή τίτλων. Στην προκειμένη περίπτωση η προϋπόθεση αυτή ικανοποιείται αφού οι Ενάγοντες με επιταγές, φωτοαντίγραφα των οποίων έχουν κατατεθεί ως Τεκμήρια στην υπόθεση, κατέβαλαν στην Εναγομένη 1, ο μεν Ενάγων 1 το ποσό των £4.000, η δε Εναγόμενη 2 το ποσό των £10.200 και η Ενάγουσα 3 το ποσό των £2.000. Οι εν λόγω επιταγές εκδόθηκαν στο όνομα της Εναγομένης 1, παρουσιάστηκαν στην τράπεζα και πληρώθηκαν, εισπράχθηκαν δηλαδή από την δικαιούχο, μεταξύ 6-12 Σεπτεμβρίου 2000. Τις επιταγές τις πήρε ο γαμπρός τους Μάριος Καλημέρας, ο οποίος ήταν υπάλληλος στη Regis και τις παρέδωσε στη White Knight. Βρίσκω ότι οι μάρτυρες, Ενάγων 1 και Καλημέρας, είπαν την αλήθεια όσον αφορά την καταβολή των ποσών. Η μαρτυρία τους συνάδει με το περιεχόμενο των εγγράφων. Είναι σαφές ότι τα χρήματα τα εισέπραξε η Εναγόμενη σε σχέση με την αγορά τίτλων και όχι για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Εξάλλου όπως γίνεται παραδοχή στην υπεράσπιση, οι Ενάγοντες ενεγράφησαν στο μητρώο μελών της εταιρείας, οι μεν Ενάγοντες 1 και 3 στις 25.8.2000 η δε Ενάγουσα 2 στις 22.10.2000. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου δεν έχει σημασία αν η Εναγομένη 1 εισέπραξε τα χρήματα για λογαριασμό της ίδιας ή για λογαριασμό άλλης εταιρείας. Αυτό απαντά και το σημείο που εγείρει η Εναγόμενη ότι δήθεν έλαβε τα χρήματα για λογαριασμό της εταιρείας Sellamico Trading Ltd.

 

Το άλλο θέμα που θα πρέπει να εξετάσει το Δικαστήριο είναι αν το ποσό το εισέπραξε η Εναγόμενη είτε με προοπτική εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο ΧΑΚ είτε άλλως πως. Οι Ενάγοντες απέδειξαν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι κατέβαλαν τα χρήματα στην Εναγομένη ένεκα παραστάσεων που τους έγιναν και ή της προοπτικής εισαγωγής των τίτλων της Εναγομένης στο ΧΑΚ. Ο Ενάγων 1 είπε στη μαρτυρία του ότι ο Μάριος Καλημέρας τους είπε ότι του ανέθεσαν πακέτο μετοχών για να πουλήσει και ότι η εταιρεία είχε προοπτική να μπει στο Χρηματιστήριο και θεώρησε ότι ήταν καλή περίπτωση για επένδυση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εταιρεία υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή της στο ΧΑΚ στις 21.6.2000. Ο μάρτυρας αυτός είπε ότι γνώριζε ότι υπήρχε προοπτική να μπει η εταιρεία στο ΧΑΚ και ότι υπέβαλε αίτηση εισδοχής από τον ημερήσιο τύπο. Ο μάρτυρας Καλημέρας είπε ότι το καλοκαίρι του 2000 τόσο η White Knight όσο και ο διευθυντής του κ. Κίρκος τους παρότρυναν για ιδιωτική τοποθέτηση μετοχών σε φίλους, συγγενείς και συνεργάτες. Η Εναγομένη πράγματι υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο ΧΑΚ. Οι τίτλοι της τελικά εισήχθησαν στο ΧΑΚ στις 13.4.2006. Βρίσκω ότι είναι τέτοια τα γεγονότα και το περιεχόμενο των σχετικών εγγράφων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια που συνηγορούν υπέρ της αξιοπιστίας των δύο αυτών μαρτύρων και έτσι ικανοποιείται με τα όσα οι μάρτυρες αυτοί κατέθεσαν και η δεύτερη προϋπόθεση.

 

Η τρίτη προϋπόθεση του Νόμου είναι να υποβληθεί γραπτή απαίτηση για επιστροφή των ποσών και μέσα σε 30 ημέρες από την υποβολή της γραπτής απαίτησης υποχρεούται η εταιρεία, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Εναγομένη, να επιστρέψει τα ποσά. Οι Ενάγοντες με επιστολές τους ημερομηνίας 9.9.2002, Τεκμήρια 7, 8 και 9 προς την Εναγομένη 1 την καλούσαν σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου όπως εντός 30 ημερών τους επιστρέψει το ποσό το οποίο κατέβαλαν για την αγορά των μετοχών πλέον τόκους 7% από τις 29.1.2001 και ότι με την επιστροφή του ποσού θα προέβαιναν σε όλα τα διαβήματα για την επιστροφή και μεταβίβαση των σχετικών τίτλων επ' ονόματι του εκδότη. Οι επιστολές αυτές παρεδώθησαν ιδιοχείρως στη διεύθυνση της Εναγομένης αλλά ακολούθως οι Ενάγοντες και με επιστολές μέσω των δικηγόρων τους αξίωσαν επιστροφή των ποσών. Η Εναγομένη 1 δεν επέστρεψε τα χρήματα εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στις επιστολές που απέστειλε ο δικηγόρος Αιμιλιανίδης για λογαριασμό των Εναγόντων με τις οποίες ζητούσε την επιστροφή των ποσών μετά των τόκων υπάρχει υπογραφή και σφραγίδα της εταιρείας ότι παρελήφθησαν.

 

Θα πρέπει ακόμα να προσθέσω ότι ο εκδότης εισέπραξε τα χρηματικά ποσά προ της 1.3.2002 και κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου 168(1)/2002 οι τίτλοι του δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ.»

 

Το επίκεντρο των λόγων αντέφεσης 4-6 και 8, είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε:-

 

(α) Ότι η παραχώρηση μετοχών ήταν με προοπτική εισαγωγής των τίτλων των Εφεσιβλήτων 1 στο ΧΑΚ,

(β) ότι τηρείτο η προϋπόθεση του Άρθρου 3 ότι οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι 1 εισέπραξαν χρήματα και ιδιαίτερα από τους Εφεσείοντες και

(γ) ότι οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι 1 ήταν οι εκδότες των μετοχών.

 

Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το δικαστήριο εξέτασε και κατέληξε επί των επίδικων θεμάτων.

 

Κατά κύριο λόγο τα πιο πάνω επίδικα ζητήματα επιλύονται με το θετικό πρόσημο που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στην αξιοπιστία των μαρτύρων για τους Εφεσείοντες. Στη βάση αυτής της αξιολόγησης και της μαρτυρίας που αποδέχθηκε ήταν αναπόφευκτο να καταλήξει όπως κατέληξε, ότι δηλαδή οι Εφεσίβλητοι όχι μόνο εισέπραξαν τα ποσά που αναφέρονται στις επιταγές που εκδόθηκαν στο όνομά τους με αποκλειστικό σκοπό την πώληση μετοχών, αλλά ενέγραψαν και τους Εφεσείοντες στο Μητρώο της εταιρείας και τους εξέδωσαν τα σχετικά πιστοποιητικά. Δεν μπορούμε να δεχθούμε την εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων ότι το Άρθρο 3(1) του Νόμου δεν επιτρέπει την πώληση μετοχών μέσω αντιπροσώπων ή τρίτων προσώπων που λειτουργούν για λογαριασμό των πωλητών των μετοχών.  Κατά την κρίση μας, το Άρθρο 3(1) καλύπτει απόλυτα τον τρόπο που έγινε η συναλλαγή των μετοχών στην προκειμένη περίπτωση. Όπως εξηγήσαμε στα πλαίσια του λόγου αντέφεσης 7, οι Εφεσίβλητοι χρησιμοποίησαν «εταιρείες οχήματα» για να διαθέσουν τις μετοχές, κάτι που το πρωτόδικο δικαστήριο ευλόγως χαρακτήρισε ως εύσχημο και έξυπνο τρόπο αποποίησης των ευθυνών και υποχρεώσεών τους, δυνάμει του Νόμου.

 

Τα ίδια ισχύουν και για το εύρημα ότι η πώληση των μετοχών έγινε με προοπτική την εισαγωγή των τίτλων των Εφεσιβλήτων 1 στο ΧΑΚ. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε αυτή την πτυχή της μαρτυρίας με βάση τη μαρτυρία των Εφεσειόντων, την οποία θεώρησε αληθή, απορρίπτοντας την αντίθετη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων. Έκρινε επίσης ότι η γραπτή μαρτυρία υποστήριζε τις θέσεις των Εφεσειόντων και κατά την άποψή μας ορθώς κατέληξε ότι ικανοποιείτο η προϋπόθεση του Άρθρου 3(1) του Νόμου ότι η είσπραξη χρημάτων έγινε με αντάλλαγμα την υπόσχεση παροχής τίτλων με την προοπτική ότι αυτοί θα εισάγονταν στο ΧΑΚ.

 

Λόγοι αντέφεσης 1-3 - Κατά πόσον δημιουργείται κώλυμα (estoppel)

Στην παράγραφο 7 της Έκθεσης Υπεράσπισης οι Εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι στις 30.4.2002 οι Εφεσείοντες είχαν αμετάκλητα αποδεχθεί πρόταση της SFS για εξαγορά όλων των μετοχών των Εφεσιβλήτων 1 και ως εκ τούτου εμποδίζονται από του να ζητούν ακύρωση της επίδικης συμφωνίας.

 

Με τον λόγο αντέφεσης 1, οι Εφεσίβλητοι παραπονούνται ότι το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την πιο πάνω υπεράσπισή τους.  Όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορός τους, εάν εξεταζόταν η πιο πάνω υπεράσπισή τους θα γινόταν δεκτή και θα απορρίπτετο η αξίωση των Εφεσειόντων. Με επίκληση της απόφασης στην Οικονομίδης v. Alliance International Reinsurance Co Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 2053, οι Εφεσίβλητοι θεωρούν ότι οι Εφεσείοντες με το να επιλέξουν να αποδεχθούν την Πρόταση Συγχώνευσης της SFS, ως αποτέλεσμα της οποίας μεταβίβασαν στην SFS τις επίδικες μετοχές που κατείχαν στους Εφεσίβλητους 1 για να αποκτήσουν μετοχές της SFS, απεμπόλησαν το δικαίωμά τους για να ζητήσουν επιστροφή των χρημάτων δυνάμει οποιουδήποτε νόμου. Αν επιτρεπόταν κάτι τέτοιο, εισηγήθηκε ο δικηγόρος τους, θα σήμαινε ότι ο Νόμος επιτρέπει στους Εφεσείοντες να αποδοκιμάζουν μια σύμβαση και ταυτόχρονα να την επιδοκιμάζουν.

 

Με τους λόγους αντέφεσης 2 και 3 οι Εφεσίβλητοι πρόσθετα παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στην επιφύλαξη του Άρθρου 3(1) του Νόμου, ότι οι Εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να επιστρέψουν στον εκδότη τους σχετικούς τίτλους και να τους μεταβιβάσουν στο όνομά του.  Από τη στιγμή που οι ίδιοι δεν κατείχαν πλέον τους τίτλους, το πρωτόδικο δικαστήριο αν ερμήνευε σωστά την επιφύλαξη του Άρθρου 3 του Νόμου, δεν θα θεωρούσε ότι οι Εφεσείοντες δικαιούνταν σε απόφαση.

 

Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο επικαλούμενο τη μη δικογράφηση των πιο πάνω ισχυρισμών, αρνήθηκε να εξετάσει τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων.  Αυτό κατά την άποψή μας είναι σφάλμα εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου αφού ο βασικός ισχυρισμός των Εφεσιβλήτων όντως δικογραφείται στην παράγραφο 7 της  Έκθεσης Υπεράσπισης και προφανώς διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου. 

 

Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο όντως όφειλε να εξετάσει την υπεράσπιση που ηγέρθη στην παράγραφο 7 της Έκθεσης Υπεράσπισης και να αποφανθεί κατά πόσο η αμετάκλητη αποδοχή της πρότασης της SFS, το 2002, και η εξαγορά όλων των μετοχών των Εφεσειόντων τους εμπόδιζε να ζητούν, δυνάμει του Νόμου, και επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσαν.

 

Ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι εάν το πρωτόδικο δικαστήριο εξέταζε, ως όφειλε, το νομικό ζήτημα, θα έπρεπε να στηριχθεί στα αποφασισθέντα στην Οικονομίδης v. Alliance International Reinsurance Co Ltd κ.ά., ανωτέρω, εφόσον τα γεγονότα ήταν παρόμοια.

 

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Τα περιστατικά στην υπόθεση Οικονομίδης ως ένα σημείο είναι όμοια, αλλά όμως υπάρχουν σημαντικές διαφορές που διαφοροποιούν την παρούσα περίπτωση. Πρώτον, οι Εφεσείοντες αποδέχθηκαν τις μετοχές, αναμένοντας όμως την εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ, όπως εξάλλου ήταν και η αρχική υπόσχεση των Εφεσιβλήτων. Δεύτερον, δεν ενεχυρίασαν τις μετοχές τους, όπως έγινε στην υπόθεση Οικονομίδης.

 

Διαφωνούμε επίσης με την εισήγηση των Εφεσιβλήτων ότι με το να επιλέξουν να αποδεχθούν την Πρόταση Συγχώνευσης της SFS, απεμπόλησαν τα δικαιώματά τους να ζητήσουν επιστροφή των χρημάτων τους ή να διεκδικήσουν οποιαδήποτε ζημιά θα προέκυπτε σ' αυτούς. Όπως ανέφερε ο μοναδικός μάρτυρας και Διοικητικός Σύμβουλος των Εφεσιβλήτων, κ. Γιάννης Πίτσιλλος, η συγχώνευση τελικά ακυρώθηκε εφόσον δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις με αποτέλεσμα οι τίτλοι των μετοχών να επιστραφούν στους Εφεσείοντες. Υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμη και αν υπήρχε κάποιο θέμα για συζήτηση, αυτό εξέλειπε με την ακύρωση της όλης προσπάθειας συγχώνευσης. Επομένως, δεν μπορεί, κατά την άποψή μας, να τεθεί θέμα είτε εξ επιεικείας κωλύματος, είτε επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας.

 

Ούτε το γεγονός της αναγκαστικής εξαγοράς (squeeze out) όλων των μετοχών της Εφεσίβλητης 1 από τον Όμιλο Εταιρειών SFS και την αποστολή επιταγών στους Εφεσείοντες, μπορεί να αποτελέσει κώλυμα γι' αυτούς να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Εξάλλου, τα γεγονότα αυτά αποκρυσταλλώθηκαν το 2008, δηλαδή μετά την έγερση της αγωγής το 2004. Πέραν τούτου, οι Εφεσείοντες με το τηλεομοιότυπο ημερ. 25.11.2008, Τεκμήριο 39, δηλώνουν ότι η αποδοχή της αναγκαστικής εξαγοράς, της μεταβίβασης των μετοχών και της εξαργύρωσης των επιταγών, γίνεται «με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους στην αγωγή» και «δεν αποποιούνται τα δικαιώματά τους νομικά ή άλλα.».

 

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν συμφωνούμε ότι μπορεί να εφαρμοστεί το εξ επιεικείας κώλυμα, αφού κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δίκαιο και θα ήταν αντίθετο με τις αρχές της επιείκειας επί των οποίων στηρίζεται.

 

Λόγοι αντέφεσης 10-13 - Αντίθεση Νόμου 168(Ι)/2002 με Άρθρα 25 και 28 του Συντάγματος και με την Οδηγία 77/91/EEC

Το παράπονο των Εφεσιβλήτων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε συγκεκριμένες εισηγήσεις του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων ότι το Άρθρο 3(1) του Νόμου παραβιάζει το Άρθρο 25.1 και 28 του Συντάγματος, καθώς και το Ευρωπαϊκό δίκαιο και ιδιαίτερα τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου 77/91/EEC της 13.12.1976.

 

Πράγματι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε τις πιο πάνω εισηγήσεις. Αυτό προφανώς έγινε επειδή το δικαστήριο θεώρησε αχρείαστη την περαιτέρω ενασχόλησή του με τα πιο πάνω θέματα, εφόσον είχε ήδη κρίνει το Νόμο αντίθετο με το Άρθρο 23 του Συντάγματος, στη βάση της Μακρίδης v. Cyber Group, ανωτέρω.

 

Όμως, εφόσον ανετράπη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αντισυνταγματικότητα του Νόμου, θα πρέπει να προχωρήσουμε να εξετάσουμε εμείς τα θέματα που εγείρονται με τους λόγους αντέφεσης 10-13.

 

Με τους συγκεκριμένους λόγους αντέφεσης, οι Εφεσίβλητοι παραπονούνται συγκεκριμένα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε το κατά πόσο το Άρθρο 3(1) του Ν. 168(Ι)/2002 παραβιάζει:- (α) Το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την ελεύθερη άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, απασχόλησης, εμπορίου ή επικερδούς εργασίας, (β) το Άρθρο 28 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την ισότητα και την προστασία της ελεύθερης απόλαυσης όλων των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προβλέπονται στο Σύνταγμα χωρίς οποιαδήποτε διάκριση και (γ) το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, τη Συνθήκη Προχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου 77/91/EEC της 13.12.1976 και τις συνέπειες από την παραβίασή τους.

 

Ως προς το Άρθρο 25.1, η εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων είναι ότι η υποχρέωση που επιβάλλει το Άρθρο 3 αποτελεί ανεπίτρεπτη συνταγματική παρέμβαση, καθότι δύναται να οδηγήσει σε αδυναμία άσκησης του επαγγέλματος των Εφεσιβλήτων 1. Η νομοθετική ρύθμιση, κατά την άποψή του, πλήττει καίρια τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος, αφού οι Εφεσείοντες 1 υποχρεούνται να ρευστοποιήσουν με πίεση χρόνου τα περιουσιακά τους στοιχεία και αδιαφορεί παντελώς για τις τυχόν δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις. Πέραν τούτου, δεν είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος ώστε να εμπίπτει στις επιτρεπτές παρεκκλίσεις.

 

Ως προς τον λόγο έφεσης 11, η εισήγηση είναι ότι πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 28, αφού εξυπηρετεί τα συμφέροντα μόνο των μετόχων που ζητούν «επιστροφή» χρημάτων εις βάρος των υπολοίπων μετόχων, αλλά και των πιστωτών των Εφεσιβλήτων 1.

 

Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις των Εφεσιβλήτων, με τις οποίες όμως δεν συμφωνούμε. Το δικαίωμα για επιστροφή χρημάτων στη βάση του Άρθρου 3(1), κρίθηκε σε αρκετές υποθέσεις ότι είναι απόλυτα συνταγματικό και δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης με τα Άρθρα 25.1 και 28 του Συντάγματος (βλ. Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683 και Investylia v. Livadhiotis Bros Investments Ltd (2005) 1(A) A.A.Δ. 704). Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ v. Parson Emporio Ltd κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 286, τέτοιου είδους ή παρόμοιες πρόνοιες Νόμου:-

 

«.. δεν παραβιάζουν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αλλά σκοπεύουν να προστατεύσουν τα συμφέροντα των επενδυτών. Είναι αλήθεια ότι τα άτομα που αγοράζουν μετοχές προχωρούν με δική τους ελεύθερη επιλογή, αλλά βασιζόμενοι πάνω σε κάποιες δεσμεύσεις που η εταιρεία έχει αναλάβει έναντί τους. Συγκεκριμένα την είσοδό της στο Χρηματιστήριο. Ούτε το επιχείρημα ότι βλάπτονται τα συμφέροντα των υπολοίπων μετόχων ευσταθεί, αφού δεν είναι οι μέτοχοι που καλούνται να επιστρέψουν τα χρήματα, αλλά η εταιρεία η οποία κατ' αθέτηση της συμφωνίας με τον επενδυτή, παρέλειψε να προχωρήσει στη διαδικασία εισόδου της στο Χρηματιστήριο.

 

Ούτε το Άρθρο 23 του Συντάγματος φαίνεται να παραβιάζεται. Το γεγονός ότι η εταιρεία αναγκάζεται να επιστρέψει τα χρήματα που επενδύθηκαν κάτω από ορισμένες περιστάσεις και μέσα στο πλαίσιο των δεσμεύσεων της εταιρείας για είσοδό της στο Χρηματιστήριο, δεν φαίνεται να παραβιάζει το δικαίωμα κτήσης ή απόλαυσης κινητής ή ακίνητης περιουσίας. Οι συγκεκριμένες πρόνοιες σκοπό έχουν, όπως είδαμε πιο πάνω, την προστασία του επενδυτή και σαφώς δεν παραβιάζουν οποιοδήποτε συνταγματικό δικαίωμα.

 

Τέλος δεν βλέπουμε πως οι συγκεκριμένες πρόνοιες παραβιάζουν το δικαίωμα άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος που προστατεύει το Άρθρο 25 του Συντάγματος.»

 

Στην πιο πάνω υπόθεση, επαναλήφθηκαν επίσης τα όσα είχαν προηγουμένως αναφερθεί στην υπόθεση Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου, ανωτέρω, «ότι είναι επιτρεπτές νομοθετικές πρόνοιες και ρυθμίσεις που σκοπό έχουν την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και την προστασία του κοινού και των πολιτών».

 

Ούτε προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος έχουμε πειστεί ότι αυτό παραβιάζεται ως εκ της θέσπισης του Άρθρου 3(1) του Νόμου. Τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ, ανωτέρω, απαντούν στην εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων ότι οι ρυθμίσεις του Άρθρου 3(1) του Νόμου παραβλάπτουν τα δικαιώματα των υπόλοιπων μετόχων, με αποτέλεσμα να προκαλείται ανισότητα. Όπως εξηγεί το Εφετείο, δεν είναι οι μέτοχοι που καλούνται να επιστρέψουν τα χρήματα, αλλά η ίδια η εταιρεία.

 

Ερχόμαστε τώρα στους δύο τελευταίους λόγους αντέφεσης, 12 και 13. Ο ισχυρισμός των Εφεσιβλήτων αναφορικά με την εφαρμογή της Δεύτερης Κοινοτικής Οδηγίας 77/91/EEC είναι ανεδαφικός καθότι η εν λόγω Οδηγία ενσωματώθηκε στον περί Εταιρειών Νόμο με τον τροποποιητικό Νόμο 70(Ι)/2003 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδικης διαφοράς, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση (βλ. Anaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1Α ΑΑΔ 691, 699 και Investylia Ltd v. Ταμπούρη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1325). Περαιτέρω, η θέση των Εφεσιβλήτων πως είναι καθήκον του εθνικού δικαστηρίου να εφαρμόζει τις κοινοτικές πρόνοιες ακόμα και εάν τέτοια νομοθεσία έχει ψηφιστεί μεταγενέστερα δεν στοιχειοθετείται με παραπομπή στην ανάλογη νομολογία παρά την αναφορά στο ότι «το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε» ως πιο πάνω. Η Κύπρος έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004. Το Άρθρο 43 της πιο πάνω Οδηγίας προβλέπει ότι τα «κράτη μέλη» είχαν 2 χρόνια για να συμμορφωθούν με την Οδηγία.

 

Προτού εγκαταλείψω αυτούς τους λόγους θα ήθελα να υπενθυμίσω το καθήκον των συνηγόρων να εντοπίζουν και να θέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου τη νομολογία που υπάρχει επί του θέματος, έστω και αν αυτή δεν υποστηρίζει τις θέσεις τους. Στην προκειμένη περίπτωση, οι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων δεν φρόντισαν να θέσουν τις πιο πάνω δύο υποθέσεις ενώπιον του Εφετείου, ως όφειλαν.

 

Με την απόρριψη όλων των λόγων αντέφεσης και την επιτυχία της έφεσης, θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων για τα ποσά που πλήρωσαν, αφαιρουμένων των ποσών που εισέπραξαν κατά την αναγκαστική εξαγορά των μετοχών τους από την SFSΗ απόφαση θα είναι εναντίον των Εφεσιβλήτων 1, αφού εναντίον των Εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 δεν υπήρξε κατ' έφεση διαφωνία ότι δεν αποδείχθηκε οτιδήποτε εναντίον τους.

 

Υπό τις περιστάσεις, η έφεση επιτυγχάνει.

 

Η αντέφεση αποτυγχάνει.

 

Εκδίδεται απόφαση στην αγωγή ως ακολούθως:-

 

1. Υπέρ των Εφεσειόντων 1 και εναντίον των Εφεσιβλήτων 1, για Λ.Κ.2.634,29 (Λ.Κ.4.000 - Λ.Κ.1.365,71) ή το αντίστοιχο σε €4.500,96 (€6.834,41 - €2.333,45).

2. Υπέρ της Εφεσείουσας 2 και εναντίον των Εφεσιβλήτων 1, για Λ.Κ.6.717,62 (Λ.Κ.10.200 - Λ.Κ.3.482,38) ή το αντίστοιχο σε €11.477,74 (€17.427,73 - €5.950).

3. Υπέρ της Εφεσείουσας 3 και εναντίον των Εφεσιβλήτων 1, για Λ.Κ.1.317,25 (Λ.Κ.2.000 - Λ.Κ.682,75) ή το αντίστοιχο σε €2.250.66 (€3.417,20 - €1.166,55).

 

Όλα τα ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο.

 

Όλα τα έξοδα, πλέον ΦΠΑ, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων. Η επιδίκαση αφορά 1 σετ εξόδων, αφού οι Εφεσείοντες είχαν σε όλα τα στάδια κοινό δικηγόρο.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο