ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A426
(2016) 1 ΑΑΔ 2121
14 Σεπτεμβρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. P. PITSILLIDES TRADING LTD,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
RED BULL GmbH,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 44/2010)
Δικαιοδοσία Κυπριακών Δικαστηρίων ― Ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας ― Η νομολογία είναι υπέρ της εφαρμογής τέτοιας ρήτρας όταν υπάρχει σε μια συμφωνία που αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας σε δικαστική υπόθεση και γίνεται επίκλησή της από ένα εκ των διαδίκων μερών ― Κατ' εξαίρεση και μόνο, είναι δυνατό να μη γίνει δεκτή η εφαρμογή της, εάν διαπιστωθεί ότι συντρέχουν λόγοι, τους οποίους το ενιστάμενο μέρος θέτει πειστικά ενώπιον του δικαστηρίου ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί ύπαρξης δεσμευτικής ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας.
Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου να διατάξει, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος σε αγωγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο που επελήφθη της σχετικής αίτησης, έκαμε δεκτή τη θέση των εφεσιβλήτων ότι, στην κύρια συμφωνία που αυτοί είχαν συνάψει με τους εφεσείοντες, προβλεπόταν δεσμευτική ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας, σε σχέση με την απαίτηση που οι τελευταίοι ήγειραν με την αγωγή τους.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση το ερώτημα που εγειρόταν ήταν, κατά πόσο η φύση των απαιτήσεων των εναγόντων που βασίζονταν στις ισχυριζόμενες προφορικές συμφωνίες αποτελούσαν διαφορές που πήγαζαν από την επίδικη Συμφωνία ή συνδέονταν με αυτή.
Όπως επισημάνθηκε πρωτοδίκως, καταφατική απάντηση στο ερώτημα, ενεργοποιούσε τη ρήτρα διαιτησίας ενώ αρνητική οδηγούσε σε απόρριψη της αίτησης.
Η απάντηση, που δόθηκε ήταν καταφατική, και συνακόλουθα επήλθε η παρούσα έφεση.
Κατά τους εφεσείοντες, η θέση, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη, αφού αυτή δεν υποστηρίχθηκε από τη δικογραφημένη θέση των ιδίων και ούτε υποστηρίζεται από τη θέση των εφεσιβλήτων ότι ουδέποτε τα μέρη συνήψαν μεταξύ τους τις ισχυριζόμενες στην έκθεση απαίτησης παράλληλες προφορικές συμφωνίες.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όσον και αν οι εφεσείοντες θεωρούν ότι οι ισχυριζόμενες από αυτούς προφορικές συμφωνίες διακρίνονται από την κύρια συμφωνία, εντούτοις είναι πρόδηλο, με βάση τους δικούς τους δικογραφημένους ισχυρισμούς, ότι μια τέτοια διάκριση δεν είναι νομικά και πραγματικά εφικτή.
2. Κατά τους ιδίους, οι εν λόγω προφορικές συμφωνίες έγιναν, ακριβώς, προς το σκοπό υλοποίησης της κύριας συμφωνίας και ο αδικαιολόγητος τερματισμός της συμφωνίας αυτής, προκάλεσε την παραβίαση των προφορικών συμφωνιών.
3. Επομένως, ως θέμα λογικής νομικής προσέγγισης, έπρεπε, πρώτα, να κριθεί κατά πόσο δικαιολογείτο ή όχι ο τερματισμός από τους εφεσίβλητους της κύριας συμφωνίας. Έπειτα, δεδομένων των προνοιών, ειδικά, στις παραγράφους (2) και (3) του όρου III της κύριας συμφωνίας, πιθανό να τεθεί και ως θέμα ότι οι ισχυριζόμενες παράλληλες προφορικές συμφωνίες εμπίπτουν στα συμφωνηθέντα στις πρόνοιες αυτές.
4. Διαπιστωνόταν κατ' αρχάς, ότι τυχόν παραβίαση των ισχυριζομένων προφορικών συμφωνιών, αν αποδεικνυόταν ότι αυτές είχαν συνομολογηθεί, αποτελούσε διαφορά, η οποία πήγαζε ή συνδεόταν άμεσα με την κύρια συμφωνία.
5. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί στις παραγράφους 5 και 12, αντίστοιχα, της έκθεσης απαίτησης φαίνεται να αφορούσαν θέματα, με τα οποία, μπορεί να λεχθεί, ασχολείτο η κύρια συμφωνία, με την έννοια ότι αυτά καλύπτονται ρητά από τις πρόνοιες της, (όρος III), ενώ, ως προς τον τερματισμό της, μπορεί να προβληθεί ότι αυτός ήταν δικαιολογημένος, όρος VI αυτής.
6. Εφόσον δε, υπήρχε αμφισβήτηση ως προς τα ανωτέρω, αυτά θα έπρεπε να τύχουν χειρισμού με βάση τον όρο XIX(2) της κύριας συμφωνίας, δηλαδή, να παραπεμφθούν σε διαιτησία ενώπιον του κατονομαζόμενου σε αυτό διαιτητικού οργάνου, το οποίο εδρεύει στο Παρίσι της Γαλλίας.
7. Επιπρόσθετα, όπως διαφαινόταν από τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων στην έκθεση απαίτησης, αυτοί, τελικά, θέτουν διαζευκτικά ως θέμα τον, κατ' ισχυρισμό, παράνομο τερματισμό της κύριας συμφωνίας, που, όπως διατείνονταν, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια από αυτούς «πελατείας και κερδών», υπό την ιδιότητά τους ως εμπορικοί αντιπρόσωποι.
8. Από τον ισχυρισμό αυτό και μόνο τίθετο, πλέον, ευθέως θέμα εφαρμογής της προαναφερθείσας ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας, βασικά, προς επίλυση της διαφοράς που αναφυόταν από τους πιο πάνω ισχυρισμούς.
9. Η σχετική επί του θέματος νομολογία είναι υπέρ της εφαρμογής ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας, όταν υπάρχει τέτοια σε μια συμφωνία που αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας σε δικαστική υπόθεση και γίνεται επίκλησή της από ένα των διαδίκων μερών.
10. Κατ' εξαίρεση και μόνο, είναι δυνατό να μη γίνει δεκτή η εφαρμογή της, εάν διαπιστωθεί ότι συντρέχουν λόγοι, τους οποίους το ενιστάμενο μέρος θέτει πειστικά ενώπιον του δικαστηρίου.
11. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά διαπίστωσε το εκδικάσαν Δικαστήριο, κανένας λόγος δεν ετέθη ενώπιόν του, που να δικαιολογούσε παρέκκλιση από τον πιο πάνω κανόνα.
12. Αντίθετα, ήταν ορθή η θέση των εφεσιβλήτων ότι, με την προβολή, ως ανεξάρτητων, των ισχυριζόμενων παράλληλων προφορικών συμφωνιών, επιχειρήθηκε να παρακαμφθεί η ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας, που περιλαμβανόταν στην κύρια συμφωνία.
13. Η παρατήρηση, αυτή δεν εμποδίζει τους εφεσείοντες να εγείρουν ισχυρισμούς σε σχέση με τη σύναψη και την παραβίαση τέτοιων συμφωνιών ενώπιον του κατάλληλου σώματος, ειδικά, σε συνάρτηση με τον τερματισμό της κύριας συμφωνίας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Balkancarimpex FTO v. Leasco Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 815,
Phassouri Plantations v. Adriatica (1985) 1 C.L.R. 290,
Πέτρου (Αρ. 2) v. Zim Israel (1991) 1 Α.Α.Δ. 113,
D.V.L. Cons. (Overseas) Ltd v. Bombardier Transp. Mav Hungary (2011) 1 Α.Α.Δ. 900.
Έφεση.
Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης τους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 730/2009), ημερομηνίας 2/2/2010.
Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Ντ. Βαρωσιώτου (κα), για Γ. Γεωργιάδη, για τους Εφεσιβλήτους.
Εφεσείων Αρ. 2 παρών.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με αριθμό αλληλένδετων λόγων έφεσης, οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να διατάξει, βασικά, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή αρ. 730/2009. Συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, που επελήφθη της σχετικής αίτησης, έκαμε δεκτή τη θέση των εφεσιβλήτων ότι, στην κύρια συμφωνία που αυτοί είχαν συνάψει με τους εφεσείοντες, προβλεπόταν δεσμευτική ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας, σε σχέση με την απαίτηση που οι τελευταίοι ήγειραν με την αγωγή τους. Κατά τους εφεσείοντες, η θέση, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου είναι λανθασμένη, αφού αυτή δεν υποστηρίζεται από τη δικογραφημένη θέση των ιδίων και ούτε υποστηρίζεται από τη θέση των εφεσιβλήτων ότι ουδέποτε τα μέρη συνήψαν μεταξύ τους τις ισχυριζόμενες στην έκθεση απαίτησης παράλληλες προφορικές συμφωνίες.
Οι εφεσείοντες ήταν οι ενάγοντες στην προαναφερθείσα αγωγή και οι εφεσίβλητοι οι εναγόμενοι. Η φύση και το αντικείμενο της μεταξύ τους διαφοράς αποκαλύπτονται στην έκθεση απαίτησης, το μοναδικό δικόγραφο που είχε, μέχρι τότε, καταχωριστεί. Συγκεκριμένα, η διαφορά τους αφορά χρηματική απαίτηση των εφεσειόντων, ανερχόμενη, συνολικά, στο ποσό των €7.403.508,00, για παραβίαση από τους εφεσίβλητους παράλληλων, όπως τις χαρακτηρίζουν οι εφεσείοντες, προφορικών συμφωνιών, τις οποίες οι δύο πλευρές είχαν, κατ' ισχυρισμό, συνάψει μεταξύ τους, κατά το 2001, προς υλοποίηση της, ήδη, συνομολογηθείσας κύριας συμφωνίας τους. Η κύρια αυτή συμφωνία ήταν γραπτή και είχε συνομολογηθεί στις 12.3.2001, μεταξύ των εφεσιβλήτων, εταιρεία με έδρα την Αυστρία, και των εφεσειόντων, P. Pitsillides Trading Ltd., εταιρεία με έδρα την Κύπρο. Οι τελευταίοι είχαν, ως διευθυντή τους, τον εφεσείοντα, κ. Παναγιώτη Πιτσιλλίδη, ο οποίος καμία συμβατική σχέση δε φαίνεται να είχε με τους εφεσίβλητους, οποιαδήποτε δε απαίτηση αυτός προβάλλει εναντίον τους είναι μέσω των εφεσειόντων.
Δεν υπάρχει διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς τη σύναψη και, εν συνεχεία, τον τερματισμό της προαναφερθείσας κύριας συμφωνίας. Συγκεκριμένα, οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι εμπορεύονται το παγκοσμίως γνωστό ενεργειακό ποτό Red Bull, με βάση την κύρια συμφωνία, παραχώρησαν στους εφεσείοντες την αποκλειστική διανομή του στην Κύπρο. Όπως προβλέπεται στον όρο VI αυτής, η πιο πάνω διευθέτηση ήταν αορίστου διάρκειας και μπορούσε να τερματιστεί από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος, με εξάμηνη γραπτή προειδοποίηση προς το άλλο μέρος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο XIX της εν λόγω συμφωνίας, υπό τον τίτλο "Dispute resolution", αυτή θα διέπετο από το ελβετικό δίκαιο, (παράγραφος (1)), ενώ, ως προς την επίλυση τυχόν διαφορών, αναφορικά με αυτή, σχετικές είναι οι πρόνοιες της παραγράφου (2), οι οποίες έχουν ως εξής:-
"All disputes arising out of or in connection with the present agreement, including disputes on its conclusion, binding effect, amendment and termination shall be finally settled by a three-person Arbitral Tribunal in accordance with the Rules of Arbitration of the International Chamber of Commerce, Paris. The place of the arbitration shall be Paris, France. Arbitration proceedings shall be conducted in the English language."
Η υπό αναφορά κύρια συμφωνία τερματίστηκε από τους εφεσίβλητους στις 7.12.2007, κατ' επίκληση του προαναφερθέντος δικαιώματος τερματισμού, που αυτή τους παρείχε. Οι εφεσείοντες, στην παράγραφο 10 της έκθεσης απαίτησης, ουσιαστικά, θεώρησαν την πιο πάνω πράξη τερματισμού αδικαιολόγητη. Η επόμενη αναφορά τους στην κύρια συμφωνία είναι στην παράγραφο 12 του εν λόγω δικογράφου, όπου αυτοί επισημαίνουν τα εξής:-
«Με τον τερματισμό της αρχικής γραπτής συμφωνίας εκ των πραγμάτων οι Εναγόμενοι ματαίωσαν και/ή παραβίασαν παράνομα τις παράλληλες προφορικές συμφωνίες προκαλώντας ζημιές στους Ενάγοντες.»
Συνεχίζουν δε, περαιτέρω, στην παράγραφο 13, προβάλλοντας ότι:-
«Υπαλλακτικά η Ενάγουσα 1 υπό τις περιστάσεις δικαιούται απώλεια πελατείας και κερδών ως Εμπορικός Αντιπρόσωπος ή άλλως πως για περίοδο τουλάχιστον 3 ετών.»
Είναι πρόδηλο ότι οι εφεσείοντες, με τους ισχυρισμούς αυτούς, εγείρουν θέμα παραβίασης της κύριας συμφωνίας, αν και δεν προβάλλουν αξίωση για θεραπεία, σχετικά. Προηγουμένως, στην παράγραφο 5 του πιο πάνω δικογράφου, έθεσαν τη θέση τους, ως προς τη σχέση της κύριας συμφωνίας με τις ισχυριζόμενες παράλληλες προφορικές συμφωνίες, ως εξής:-
«Έχοντας υπογράψει αυτή τη συμφωνία κατά ή περί το 2001, οι Ενάγοντες έκαναν παράλληλες προφορικές συμφωνίες με την Εναγόμενη και/ή τους αντιπροσώπους της για την ολοκληρωμένη εκτέλεση της αρχικής γραπτής συμφωνίας δίδοντας τη σαφή και/ή εξυπακουόμενη εντύπωση στους Ενάγοντες ότι η συνεργασία θα ήταν μακροχρόνια.»
Με αυτά, ως δεδομένα, το ερώτημα που εγείρεται είναι όπως ακριβώς το έθεσε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος: «κατά πόσο η φύση των απαιτήσεων των εναγόντων που βασίζονται στις ισχυριζόμενες προφορικές συμφωνίες αποτελούν διαφορές που πηγάζουν από τη Συμφωνία ή συνδέονται με αυτή». Προσθέτει δε: «Καταφατική απάντηση στο ερώτημα, όπως είναι πρόδηλο, ενεργοποιεί τη ρήτρα διαιτησίας ενώ αρνητική οδηγεί σε απόρριψη της αίτησης». Η απάντηση, βέβαια, που έδωσε ήταν καταφατική, εξ ου και η παρούσα έφεση.
Όσον και αν οι εφεσείοντες θεωρούν ότι οι ισχυριζόμενες από αυτούς προφορικές συμφωνίες διακρίνονται από την κύρια συμφωνία, εντούτοις είναι πρόδηλο, με βάση τους δικούς τους δικογραφημένους ισχυρισμούς, ότι μια τέτοια διάκριση δεν είναι νομικά και πραγματικά εφικτή. Κατά τους ιδίους, οι εν λόγω προφορικές συμφωνίες έγιναν, ακριβώς, προς το σκοπό υλοποίησης της κύριας συμφωνίας και πως ο αδικαιολόγητος τερματισμός της συμφωνίας αυτής προκάλεσε την παραβίαση των προφορικών συμφωνιών. Επομένως, ως θέμα λογικής νομικής προσέγγισης, πρέπει, πρώτα, να κριθεί κατά πόσο δικαιολογείτο ή όχι ο τερματισμός από τους εφεσίβλητους της κύριας συμφωνίας. Έπειτα, δεδομένων των προνοιών, ειδικά, στις παραγράφους (2) και (3) του όρου III της κύριας συμφωνίας*, πιθανό να τεθεί και ως θέμα ότι οι ισχυριζόμενες παράλληλες προφορικές συμφωνίες εμπίπτουν στα συμφωνηθέντα στις πρόνοιες αυτές.
Από τη συζήτηση, λοιπόν, που έχει προηγηθεί, διαπιστώνεται, κατ' αρχάς, ότι τυχόν παραβίαση των ισχυριζομένων προφορικών συμφωνιών, αν αποδειχθεί ότι αυτές έχουν συνομολογηθεί, αποτελεί διαφορά, η οποία πηγάζει, ή συνδέεται άμεσα με την κύρια συμφωνία. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί στις παραγράφους 5 και 12, αντίστοιχα, της έκθεσης απαίτησης φαίνεται να αφορούσαν θέματα, με τα οποία, μπορεί να λεχθεί, ασχολείτο η κύρια συμφωνία, με την έννοια ότι αυτά καλύπτονται ρητά από τις πρόνοιες της, (όρος III), ενώ, ως προς τον τερματισμό της, μπορεί να προβληθεί ότι αυτός ήταν δικαιολογημένος, όρος VI αυτής. Εφόσον δε υπάρχει αμφισβήτηση ως προς τα ανωτέρω, αυτά θα πρέπει να τύχουν χειρισμού με βάση τον όρο XIX(2) της κύριας συμφωνίας, δηλαδή, να παραπεμφθούν σε διαιτησία ενώπιον του κατονομαζόμενου σε αυτό διαιτητικού οργάνου, το οποίο εδρεύει στο Παρίσι της Γαλλίας.
Επιπρόσθετα, όπως διαφαίνεται από τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων στην παράγραφο 13 της έκθεσης απαίτησης, ανωτέρω, αυτοί, τελικά, θέτουν διαζευκτικά ως θέμα τον, κατ' ισχυρισμό, παράνομο τερματισμό της κύριας συμφωνίας, που, όπως διατείνονται, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια από αυτούς «πελατείας και κερδών», υπό την ιδιότητά τους ως εμπορικοί αντιπρόσωποι. Από τον ισχυρισμό αυτό και μόνο τίθεται, πλέον, ευθέως θέμα εφαρμογής της προαναφερθείσας ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας, βασικά, προς επίλυση της διαφοράς που αναφύεται από τους πιο πάνω ισχυρισμούς.
Η σχετική επί του θέματος νομολογία είναι υπέρ της εφαρμογής ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας, όταν υπάρχει τέτοια σε μια συμφωνία που αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας σε δικαστική υπόθεση και γίνεται επίκλησή της από ένα των διαδίκων μερών. Κατ' εξαίρεση και μόνο είναι δυνατό να μη γίνει δεκτή η εφαρμογή της, εάν διαπιστωθεί ότι συντρέχουν λόγοι, τους οποίους το ενιστάμενο μέρος θέτει πειστικά ενώπιον του δικαστηρίου, (βλ. Balkancarimpex FTO v. Leasco Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 815, καθώς, επίσης, τις αποφάσεις στις υποθέσεις Phassouri Plantations v. Adriatica (1985) 1 C.L.R. 290, Πέτρου (Αρ. 2) v. Zim Israel (1991) 1 Α.Α.Δ. 113 και D.V.L. Cons. (Overseas) Ltd v. Bombardier Transp. Mav Hungary (2011) 1 Α.Α.Δ. 900).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά διαπίστωσε το εκδικάσαν Δικαστήριο, κανένας λόγος δεν ετέθη ενώπιόν του, που να δικαιολογούσε παρέκκλιση από τον πιο πάνω κανόνα. Αντίθετα, είναι ορθή η θέση των εφεσιβλήτων ότι, με την προβολή, ως ανεξάρτητων, των ισχυριζόμενων παράλληλων προφορικών συμφωνιών, επιχειρήθηκε να παρακαμφθεί η ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας, που περιλαμβάνεται στην κύρια συμφωνία. Η παρατήρηση, βέβαια, αυτή δεν εμποδίζει τους εφεσείοντες να εγείρουν ισχυρισμούς σε σχέση με τη σύναψη και την παραβίαση τέτοιων συμφωνιών ενώπιον του κατάλληλου σώματος, ειδικά, σε συνάρτηση με τον τερματισμό της κύριας συμφωνίας.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000,00, συν Φ.Π.Α..
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.