ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:A363

(2016) 1 ΑΑΔ 1795

15 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

1. UROS STOJICIC,

2. JASMINA CVETANOVIC,

 

Εφεσείοντες-Εναγόντες,

 

v.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Eφεσιβλήτου-Εναγομένου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 335/2010)

 

 

Αποζημιώσεις ― Σύνταγμα ― Αποζημίωση συνεπεία ακύρωσης διοικητικής πράξης ― Άρθρο 146.6. ― Η ακυρωθείσα  διοικητική πράξη δεν ήταν η γενεσιουργός αιτία της κατ' ισχυρισμό ζημιάς που οι εφεσείοντες διατείνονταν ότι είχαν υποστεί μεταξύ της ακύρωσής της και της λήψης της νέας διοικητικής απόφασης, ώστε να δημιουργείται ευθύνη του εφεσίβλητου προς αποζημίωση ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι η νέα απόφαση που προέκυψε από την επανεξέταση, δεν διαφοροποίησε τα δεδομένα όσον αφορούσε στο καθεστώς του εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη.

 

Αποζημιώσεις ― Σύνταγμα ― Αποζημίωση συνεπεία ακύρωσης διοικητικής πράξης ― Άρθρο 146.6 ― Προϋπόθεση για τη γέννηση αγώγιμου δικαιώματος, είναι η υποβολή απαίτησης προς τη διοίκηση και η μη ικανοποίηση της από την τελευταία.

 

Με την έφεση προσβλήθηκε απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου  με την οποία απορρίφθηκε αγωγή των εφεσειόντων για αποζημιώσεις, γενικές, ειδικές και τιμωρητικές, δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος και για παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής οικογενειακής ζωής.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως οι εφεσείοντες δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα και δεν νομιμοποιούνταν στην καταχώρηση της αγωγής τους, καθότι η απαίτηση τους για αποζημιώσεις προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 21.3.2006 επικαλούμενοι ακυρωθείσα απόφαση για απέλαση, είχε προβληθεί πολύ καθυστερημένα και δη αργά σε σχέση με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού πριν από την υποβολή της εν λόγω απαίτησης είχε μεσολαβήσει η επανεξέταση του θέματος από την αρμόδια διοικητική αρχή και η λήψη νέας απόφασης, η οποία, μάλιστα, δεν προσβλήθηκε με οποιοδήποτε ένδικο μέσο. Παρά την κατάληξη του, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να ασχοληθεί και με το θέμα της απόδειξης της ζημιάς, καταλήγοντας ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν ότι υπέστηκαν οποιαδήποτε ζημιά κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητήθηκε με έφεση η οποία στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν στην καταχώρηση της αγωγής ήταν εσφαλμένη.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση  ότι οι εφεσείοντες δεν υπέστηκαν ζημιά ως επίσης και η αξιολόγηση συγκεκριμένης πτυχής της μαρτυρίας της εφεσείουσας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.6 αποτελεί η ακύρωση της διοικητικής πράξης που προκάλεσε τη ζημία, η οποία θεμελιώνει το παράνομο της πράξης.

  2.   Περαιτέρω, θα πρέπει να απευθυνθεί αξίωση προς τη διοίκηση για ικανοποίηση του αιτήματος και συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση και εάν αυτή δεν ικανοποιηθεί, τότε μόνο μπορεί να καταχωρηθεί αγωγή. Η δε ζημιά θα πρέπει να προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή να προέκυψε ως άμεση συνέπεια της.

  3.   Η απόφαση απέλασης του εφεσείοντα ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, καθότι ήταν το αποτέλεσμα νομικής πλάνης και λόγω έλλειψης της απαραίτητης αιτιολογίας. Μετά την ακυρωτική απόφαση, η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια η οποία είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και για την αποκατάσταση των πραγμάτων στη θέση στην οποία θα ευρίσκοντο αν από την αρχή δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη.

  4.   Η έκταση της απαιτούμενης συμμόρφωσης προσδιορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσας πράξης σε συνάρτηση με την κρίση του ακυρωτικού Δικαστηρίου για τα ζητήματα που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε.

  5.   Εν προκειμένω, μετά την ακυρωτική απόφαση η διοίκηση, έστω και καθυστερημένα, συμμορφώθηκε, όπως όφειλε, με την εξαφάνιση της πράξης και προέβη σε επανεξέταση οδηγώντας έτσι τα πράγματα προς την αποκατάσταση της νομιμότητας.

  6.   Η μη αμφισβήτηση της νέας απόφασης, σε συνδυασμό με το τεκμήριο της νομιμότητας, επισφράγισαν το πλαίσιο της νομιμότητας αναφορικά με τη διοικητική λειτουργία. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται, όπως έχει νομολογηθεί εαν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε ζημία, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή.

  7.   Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έστρεψε την προσοχή του στο σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης και στις διαπιστώσεις του ακυρωτικού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση της διοίκησης ήταν, μεταξύ άλλων, το αποτέλεσμα πλάνης  καθότι ο εφεσείων, εφόσον βρισκόταν ήδη στην Κύπρο δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί σαν απαγορευμένος μετανάστης, ενώ είχε δικαίωμα παραμονής προσωρινά στο έδαφος της Δημοκρατίας ως κάτοχος άδειας επισκέπτη που θα έληγε στις 30.9.2002, άδεια η οποία δεν ακυρώθηκε με αποτέλεσμα το διάταγμα απέλασης να έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα παραμονής του.

  8.   Προφανώς επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η παράλειψη των εφεσειόντων να υποβάλουν οποιαδήποτε απαίτηση προς τη διοίκηση πριν από τη λήψη της νέας απόφασης, απέβαινε καταληκτική υπέρ της απόρριψης της απαίτησης των εφεσειόντων.

  9.   Η προσέγγιση αυτή, όμως, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν βρίσκει έρεισμα στο Άρθρο 146.6 του Συντάγματος στο οποίο τίθενται οι προϋποθέσεις για την απαίτηση αποζημίωσης, αλλά ούτε στη σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία προϋπόθεση για  τη γέννηση αγώγιμου δικαιώματος, είναι η υποβολή απαίτησης προς τη διοίκηση και η μη ικανοποίηση της από την τελευταία.

10. Η φύση της διοικητικής απόφασης και οι λόγοι ακύρωσης της, είχαν εδώ τη σημασία τους, αφού προσδιόριζαν κάποιες από τις παραμέτρους για τη διεκδίκηση θεραπείας στο Επαρχιακό Δικαστήριο για ζημιά που κατ' ισχυρισμό προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή που προέκυψε ως άμεση συνέπεια της.

11. Ειδικότερα για τη νομική πλάνη της διοίκησης, το ακυρωτικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι εφόσον ο εφεσείων βρισκόταν ήδη στην Κύπρο όταν εκδόθηκε το εν λόγω διάταγμα, δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης στη βάση του Άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ.105, ενώ είχε δικαίωμα παραμονής προσωρινά στο έδαφος της Δημοκρατίας ως κάτοχος άδεια επισκέπτη που θα έληγε στις 30.9.2002, η οποία δεν είχε ακυρωθεί, με αποτέλεσμα το διάταγμα απέλασης να έρχεται σε αντίφαση με το δικαίωμα παραμονής του.

12. Στο βαθμό δε που η απαίτηση των εφεσειόντων, με την επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 21.3.2006, αφορούσε στην άρση των περιοριστικών μέτρων εισόδου και παραμονής του εφεσείοντα, αυτή δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, αφού είχε λήξει η άδεια παραμονής του εφεσείοντα, ενώ ο περιορισμός του ερείδετο, πλέον, στη νέα διοικητική απόφαση, την οποία δεν προσέβαλε.

13. Το ζήτημα, όμως, της διεκδίκησης αποζημιώσεων ήταν διαφορετικό. Η ύπαρξη σχετικού αγώγιμου δικαιώματος των εφεσειόντων δεν εξαρτάτο από το χρόνο υποβολής της αξίωσης τους στον εφεσίβλητο. Έπεται πως η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δεν γεννάται αγώγιμο δικαίωμα» στους εφεσείοντες καθότι η απαίτηση τους, κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης, δεν ηγέρθη πριν τη λήψη της νέας απόφασης, ήταν εσφαλμένη.

14. Προέκυπτε, ωστόσο, ότι η απαίτηση των εφεσειόντων, με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία αφού η χρονική διάρκεια παραβίασης του δικαιώματος του εφεσείοντα να παραμείνει στη Δημοκρατία ήταν από την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης μέχρι τις 30.9.2002, που ίσχυε η τελευταία άδεια παραμονής που του είχε παραχωρηθεί.

15. Μετά από την ημερομηνία αυτή, η παραμονή του θα ήταν παράνομη, εκτός εάν παραχωρείτο παράταση της άδειας του. Ήταν δε πάντα υπαρκτή η πιθανότητα, να μην παραχωρηθεί οποιαδήποτε παράταση από τη διοίκηση. Για να επιτύγχαναν στην αξίωση τους οι εφεσείοντες, θα έπρεπε να είχαν αποδείξει ότι ο εφεσείων θα είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία κατά την περίοδο για την οποία διεκδικούσαν αποζημιώσεις, αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη.

16. Δεν το απέδειξαν αφού η ακυρωθείσα  διοικητική πράξη δεν ήταν η γενεσιουργός αιτία της κατ' ισχυρισμό ζημιάς που οι εφεσείοντες διατείνονταν ότι είχαν υποστεί μεταξύ της ακύρωσής της και της λήψης της νέας διοικητικής απόφασης, ώστε να δημιουργείται ευθύνη του εφεσίβλητου προς αποζημίωση. Ορθά δε παρατηρείται στην πρωτόδικη απόφαση, πως η νέα απόφαση που προέκυψε από την επανεξέταση, δεν διαφοροποίησε τα δεδομένα όσον αφορά το καθεστώς του εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη.

17. Ενόψει της τοποθέτησης της αξίωσης των εφεσειόντων για αποζημιώσεις στην έκθεση απαίτησης, στην πρόσθετη βάση, ότι παραβιάστηκε το συνταγματικό τους δικαίωμα για σεβασμό της ιδιωτικής οικογενειακής ζωής, απασχόλησε το ερώτημα, κατά πόσο, παρά την πιο πάνω κατάληξη, ενδείκνυτο η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης.

18. Ωστόσο δεδομένου ότι,  δηλώθηκε με σαφήνεια στη νομική βάση της αγωγής και της έφεσης ότι το νομοθετικό έρεισμα της αξίωσης των εναγόντων στηριζόταν στο Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, ως επίσης ενόψει και της κατάληξης  αναφορικά με την αξίωση των εφεσειόντων στη βάση του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, παρήλκε η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κεντρική Τράπεζα Κύπρου v. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420,

 

Μαυρονύχης v. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612,

 

Μαρκίδης v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424,

 

ΣτΕ 2040/2013 και 2228/2005,

 

Εγγλεζάκη κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697,

 

Φιλιαστίδης v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2137, ECLI:CY:AD:2014:A738,

 

Γιάλλουρου v. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Εφραίμ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4560/2006), ημερομηνίας 15/9/2010.

 

Αλ. Μελάς για Κ. Μελά, για τους Εφεσείοντες.

 

Μ. Αναστασίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,  για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ..

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των εφεσειόντων για αποζημιώσεις, γενικές, ειδικές και τιμωρητικές, δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος και για παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής οικογενειακής ζωής.

 

Σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα από το Επαρχιακό Δικαστήριο γεγονότα, τόσο ο εφεσείων 1 (εφεσείων) όσο και η μητέρα του, η εφεσείουσα 2 (εφεσείουσα), η οποία κατάγεται από τη Γιουγκοσλαβία, αφίχθηκαν για πρώτη φορά στην Κύπρο περί το τέλος του 1992 αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Κατόπιν σχετικών αιτήσεων, τους παραχωρούνταν διαδοχικές άδειες προσωρινής παραμονής, ενώ στις 11.5.2004, παραχωρήθηκε στην εφεσείουσα, κατόπιν αίτησης της, Πιστοποιητικό Πολιτογράφησης.

 

Στις 16.7.2002, και πριν από τη λήξη της τελευταίας άδειας που είχε παραχωρηθεί στον εφεσείοντα, ως επισκέπτη, ο τελευταίος καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, η μέγιστη για δύο μήνες, για αδικήματα που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, στην κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια κάνναβης.  Την επομένη της καταδίκης του, στις 17.7.2002, οι δικηγόροι του εφεσείοντα απευθύνθηκαν με επιστολή τους προς την Αναπληρωτή Λειτουργό Μετανάστευσης, επικαλούμενοι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, όπως μη εκδοθεί διάταγμα απέλασης του εφεσείοντα. Το αίτημα απορρίφθηκε στις 20.8.2002.

 

Στις 30.8.2002, μετά από αίτημα των εφεσειόντων προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για πρόωρη αποφυλάκιση, ο εφεσείων αποφυλακίστηκε με τον όρο απέλασης του από τη Δημοκρατία. Έτσι, με την αποφυλάκιση του, ο εφεσείων συνελήφθη και απελάθηκε στη Γιουγκοσλαβία δυνάμει σχετικών διαταγμάτων και τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η είσοδος στη Δημοκρατία.

 

Ακολούθως, ο εφεσείων καταχώρησε την Προσφυγή με                 αρ. 1018/2002 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προσβάλλοντας με επιτυχία την εγκυρότητα της απορριπτικής απόφασης της Λειτουργού Μετανάστευσης ημερομηνίας 20.8.2002, η οποία ακυρώθηκε στις 27.6.2003, αφού κρίθηκε ότι έλειπε η απαραίτητη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι η απόφαση ήταν αποτέλεσμα νομικής πλάνης. Παρόλο που διατηρούμε επιφυλάξεις ως προς την εκτελεστότητα της ακυρωθείσας πράξης, το θέμα καλύπτεται από το δεδικασμένο και, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να απασχολήσει στα πλαίσια της παρούσας έφεσης.

 

Μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έγιναν διάφορα διαβήματα προς την Αναπληρωτή Λειτουργό Μετανάστευσης, την Επίτροπο Διοικήσεως και τον Υπουργό Εσωτερικών, από τους δικηγόρους των εφεσειόντων και άλλους, τα οποία αποσκοπούσαν στην έκδοση άδειας εισόδου στον εφεσείοντα και στην αφαίρεση του ονόματος του από τον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η είσοδος, για να μπορέσει, μεταξύ άλλων, να συνεχίσει και ολοκληρώσει τις σπουδές του και να επισκεφθεί τη μητέρα του. Τελικά, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής «η Διευθύντρια»), η οποία είχε λάβει γνώση της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πρώτη φορά με τη λήψη επιστολής της Επιτρόπου Διοικήσεως ημερομηνίας 11.2.2004, υπέβαλε σχετικό Σημείωμα προς τον Υπουργό και, ακολούθως, με επιστολή της ημερομηνίας 24.8.2005, ενημέρωσε τους δικηγόρους του εφεσείοντα ότι εγκρίθηκε η είσοδος και παραμονή του εφεσείοντα στην Κύπρο για 30 μέρες για να επισκεφθεί τη μητέρα του, αλλά τα στοιχεία του θα παρέμεναν στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων.

 

Με επιστολή τους ημερομηνίας 21.3.2006 προς το Υπουργείο Εσωτερικών, οι δικηγόροι του εφεσείοντα ζήτησαν εκ νέου την άρση των περιοριστικών μέτρων εισόδου και παραμονής του, αξιώνοντας επίσης, για πρώτη φορά, την καταβολή αποζημιώσεων για κατ' ισχυρισμό ζημιές που οι εφεσείοντες υπέστηκαν λόγω της ακυρωθείσας απόφασης της διοίκησης ημερομηνίας 20.8.2002. Ακολούθως, με νέα επιστολή τους προς το Υπουργείο Εσωτερικών, ημερομηνίας 15.6.2006, ζήτησαν όπως επιτραπεί η είσοδος και παραμονή του εφεσείοντα στην Κύπρο για περίοδο 30 ημερών για να επισκεφθεί τη μητέρα του, ενώ αιτήθηκε και η εφεσείουσα με επιστολή της ημερομηνίας 5.7.2006 όπως επιτραπεί στον εφεσείοντα να επισκεφθεί την Κύπρο δύο φορές για ένα μήνα κάθε φορά κατά το τρέχον έτος. Στην τελευταία απάντησε η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής «η Διευθύντρια») ενημερώνοντας την εφεσείουσα ότι είχε εγκριθεί η είσοδος και παραμονή του εφεσείοντα στην Κύπρο για 30 μέρες το Σεπτέμβριο αλλά τα στοιχεία του θα παρέμεναν στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων. Νέο αίτημα της εφεσείουσας,  με επιστολή της ημερομηνίας 29.3.2007 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, όπως αφαιρεθεί το όνομα του εφεσείοντα από τον εν λόγω κατάλογο, αντιμετωπίστηκε αρνητικά για το λόγο ότι η θέση του Τμήματος παρέμενε η ίδια, δεδομένου ότι δεν είχαν υποβληθεί οποιαδήποτε νέα στοιχεία για την υπόθεση.

 

Η ακυρωθείσα απόφαση της Λειτουργού Μετανάστευσης ημερομηνίας 20.8.2002, αποτέλεσε τη βάση της απαίτησης των εφεσειόντων ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, οι οποίοι υποστήριξαν, ουσιαστικά, ότι η εν λόγω απόφαση παραβίασε βασικά ανθρώπινα δικαιώματα τους, αφού τους στέρησε του δικαιώματος της συνέχισης της ομαλής οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, διαταράσσοντας τη γαλήνη και την ηρεμία τους, ενώ το μέτρο που επιβλήθηκε ήταν δυσανάλογο προς τη βαρύτητα του αδικήματος. Κεντρική δε θέση τoυ εφεσίβλητου, στην Υπεράσπιση του, ήταν ότι οι εφεσείοντες στερούνταν αγώγιμου δικαιώματος αφού η Διευθύντρια εκπλήρωσε την υποχρέωση της για συμμόρφωση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβαίνοντας σε επανεξέταση - τα αποτελέσματα της οποίας φαίνονται σε σημείωμα ημερομηνίας 7.5.2004, για τα οποία οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν, αρχικά με επιστολή προς τους δικηγόρους τους ημερομηνίας 24.8.2005, και είχε αποκατασταθεί η νομιμότητα. Αμφισβήτησε και την απαίτηση για αποζημιώσεις.  Εδώ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, η απαίτηση των εφεσειόντων περιορίστηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 27.6.2003 και 24.8.2005.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως οι εφεσείοντες δεν θεμελίωσαν αγώγιμο δικαίωμα και δεν νομιμοποιούνταν στην καταχώρηση της αγωγής τους, καθότι η απαίτηση τους για αποζημιώσεις προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 21.3.2006 επικαλούμενοι την ακυρωθείσα απόφαση για απέλαση, είχε προβληθεί πολύ καθυστερημένα και δη αργά σε σχέση με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού πριν από την υποβολή της εν λόγω απαίτησης είχε μεσολαβήσει η επανεξέταση του θέματος από την αρμόδια διοικητική αρχή και η λήψη νέας απόφασης, η οποία, μάλιστα, δεν προσβλήθηκε με οποιοδήποτε ένδικο μέσο. Παρά την κατάληξη του, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να ασχοληθεί και με το θέμα της απόδειξης της ζημιάς, καταλήγοντας ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν ότι υπέστηκαν οποιαδήποτε ζημιά κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Η πρωτόδικη ετυμηγορία προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης. Προκρίνεται η εξέταση του πρώτου λόγου σύμφωνα με τον οποίο η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν στην καταχώρηση της αγωγής είναι εσφαλμένη. Οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης στρέφονται ουσιαστικά εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπέστηκαν ζημιά και της αξιολόγησης συγκεκριμένης πτυχής της μαρτυρίας της εφεσείουσας, ως εσφαλμένης.

 

Υποστηρίζουν, οι εφεσείοντες, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, «συρρικνώνοντας» ανεπίτρεπτα τις χρονικές προϋποθέσεις που τίθενται για να ασκηθεί αγωγή για αποζημιώσεις. Κρίσιμη περίοδος ήταν από τις 27.6.2003, που ακυρώθηκε το διάταγμα απέλασης, μέχρι 24.8.2005, που εγκρίθηκε η είσοδος και παραμονή του εφεσείοντα στη Δημοκρατία για 30 μέρες.

 

Προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.6 αποτελεί η ακύρωση της διοικητικής πράξης που προκάλεσε τη ζημία, η οποία θεμελιώνει το παράνομο της πράξης (Κεντρική Τράπεζα Κύπρου v. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420). Περαιτέρω, θα πρέπει να απευθυνθεί αξίωση προς τη διοίκηση για ικανοποίηση του αιτήματος και συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση και εάν αυτή δεν ικανοποιηθεί, τότε μόνο μπορεί να καταχωρηθεί αγωγή. Η δε ζημιά θα πρέπει να προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή να προέκυψε ως άμεση συνέπεια της (Μαυρονίχης v. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612 και Μαρκίδης v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424.)

 

Η απόφαση απέλασης του εφεσείοντα ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, καθότι ήταν το αποτέλεσμα νομικής πλάνης και λόγω έλλειψης της απαραίτητης αιτιολογίας. Μετά την ακυρωτική απόφαση, η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια η οποία είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και για την αποκατάσταση των πραγμάτων στη θέση στην οποία θα ευρίσκοντο αν από την αρχή δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη. Η έκταση της απαιτούμενης συμμόρφωσης προσδιορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσας πράξης σε συνάρτηση με την κρίση του ακυρωτικού Δικαστηρίου για τα ζητήματα που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε (βλ. ΣτΕ 2040/2013 και 2228/2005).

 

Εν προκειμένω, μετά την ακυρωτική απόφαση η διοίκηση, έστω και καθυστερημένα, συμμορφώθηκε, όπως όφειλε, με την εξαφάνιση της πράξης και προέβη σε επανεξέταση οδηγώντας έτσι τα πράγματα προς την αποκατάσταση της νομιμότητας. Η μη αμφισβήτηση της νέας απόφασης, σε συνδυασμό με το τεκμήριο της νομιμότητας, επισφράγισαν το πλαίσιο της νομιμότητας αναφορικά με τη διοικητική λειτουργία. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται, όπως λέχθηκε στην Εγγλεζάκη κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697, αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε ζημία, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή.

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, Φιλιαστίδης v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2137, ECLI:CY:AD:2014:A738, η απόφαση της διοίκησης είχε ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Η διοίκηση προέβηκε σε επανεξέταση με διεξαγωγή της επιβαλλόμενης έρευνας, καταλήγοντας στην ίδια απόφαση.  Κρίθηκε από το Εφετείο ότι με τις ενέργειες της αυτές, η διοίκηση αποκατέστησε πλήρως τη νομιμότητα. Συνεπώς, δεν εγειρόταν ζήτημα αποζημιώσεων του εκεί εφεσείοντα δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, κατ' επίκληση του οποίου είχε καταχωρήσει αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.  Λέχθηκε, σχετικά ότι:

 

«Η υιοθέτηση της πιο πάνω στάσης εκ μέρους της Εφεσίβλητης έδινε βεβαίως το δικαίωμα στον Εφεσείοντα να ασκήσει προσφυγή, ούτως ώστε να κριθεί με βάση νέο αναθεωρητικό έλεγχο η ορθότητα της τελευταίας αυτής διοικητικής πράξης. Ο Εφεσείων αντί αυτού προχώρησε σε καταχώρηση αγωγής. Η ύπαρξη όμως νέας απόφασης, απορριπτικής και πάλι του αιτήματος του Εφεσείοντα, δημιουργούσε την ανάγκη καταχώρησης νέας προσφυγής στο ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο ήταν και το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί ως προς το κατά πόσο η νέα άρνηση της Εφεσίβλητης στηριζόταν σε λανθασμένα κριτήρια. Τυχόν επιτυχία του Εφεσείοντα θα οδηγούσε, πιθανόν, στη γένεση αγώγιμου δικαιώματος. Από μόνη της όμως η θεμελίωση, όπως ήδη λέχθηκε, της αγωγής σε απόφαση η οποία κρίθηκε ως αναιτιολόγητη από το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν ήταν αρκετή για να δημιουργήσει θέμα αποζημιώσεων και ανάλογο αγώγιμο δικαίωμα, καθότι η κατ' ισχυρισμό ζημιά δεν προκλήθηκε ως άμεση συνέπεια της ακύρωσης, αφού μοναδικός λόγος ακύρωσης ήταν το αναιτιολόγητο της πράξης και, όπως ήδη λέχθηκε, προέκυψε νέα απόφαση μετά από επανεξέταση, η οποία και δεν προσβλήθηκε.»

 

Βέβαια, η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έστρεψε την προσοχή του στο σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης και στις διαπιστώσεις του ακυρωτικού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση της διοίκησης ήταν, μεταξύ άλλων, το αποτέλεσμα πλάνης καθότι ο εφεσείων, εφόσον βρισκόταν ήδη στην Κύπρο δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί σαν απαγορευμένος μετανάστης, ενώ είχε δικαίωμα παραμονής προσωρινά στο έδαφος της Δημοκρατίας ως κάτοχος άδειας επισκέπτη που θα έληγε στις 30.9.2002, άδεια η οποία δεν ακυρώθηκε με αποτέλεσμα το διάταγμα απέλασης να έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα παραμονής του. Προφανώς επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η παράλειψη των εφεσειόντων να υποβάλουν οποιαδήποτε απαίτηση προς τη διοίκηση πριν από τη λήψη της νέας απόφασης, απέβαινε καταληκτική υπέρ της απόρριψης της απαίτησης των εφεσειόντων.

 

Η προσέγγιση αυτή, όμως, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν βρίσκει έρεισμα στο Άρθρο 146.6 του Συντάγματος στο οποίο τίθενται οι προϋποθέσεις για την απαίτηση αποζημίωσης*, αλλά ούτε στη σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία προϋπόθεση για τη γέννηση αγώγιμου δικαιώματος, είναι η υποβολή απαίτησης προς τη διοίκηση και η μη ικανοποίηση της από την τελευταία.

 

Η φύση της διοικητικής απόφασης και οι λόγοι ακύρωσης της, είχαν εδώ τη σημασία τους, αφού προσδιόριζαν κάποιες από τις παραμέτρους για τη διεκδίκηση θεραπείας στο Επαρχιακό Δικαστήριο για ζημιά που κατ' ισχυρισμό προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή που προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Ειδικότερα για τη νομική πλάνη της διοίκησης, το ακυρωτικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι εφόσον ο εφεσείων βρισκόταν ήδη στην Κύπρο όταν εκδόθηκε το εν λόγω διάταγμα, δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης στη βάση του Άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ.105, ενώ είχε δικαίωμα παραμονής προσωρινά στο έδαφος της Δημοκρατίας ως κάτοχος άδεια επισκέπτη που θα έληγε στις 30.9.2002, η οποία δεν είχε ακυρωθεί, με αποτέλεσμα το διάταγμα απέλασης να έρχεται σε αντίφαση με το δικαίωμα παραμονής του.

 

Στο βαθμό δε που η απαίτηση των εφεσειόντων, με την επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 21.3.2006, αφορούσε στην άρση των περιοριστικών μέτρων εισόδου και παραμονής του εφεσείοντα, αυτή δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, αφού είχε λήξει η άδεια παραμονής του εφεσείοντα, ενώ ο περιορισμός του ερείδετο, πλέον, στη νέα διοικητική απόφαση, την οποία δεν προσέβαλε. Το ζήτημα, όμως, της διεκδίκησης αποζημιώσεων ήταν διαφορετικό. Η ύπαρξη σχετικού αγώγιμου δικαιώματος των εφεσειόντων δεν εξαρτάτο από το χρόνο υποβολής της αξίωσης τους στον εφεσίβλητο. Έπεται πως η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δεν γεννάται αγώγιμο δικαίωμα» στους εφεσείοντες καθότι η απαίτηση τους, κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης, δεν ηγέρθη πριν τη λήψη της νέας απόφασης, είναι εσφαλμένη.

 

Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι η απαίτηση των εφεσειόντων, με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία αφού η χρονική διάρκεια παραβίασης του δικαιώματος του εφεσείοντα να παραμείνει στη Δημοκρατία ήταν από την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης μέχρι τις 30.9.2002, που ίσχυε η τελευταία άδεια παραμονής που του είχε παραχωρηθεί. Μετά από την ημερομηνία αυτή, η παραμονή του θα ήταν παράνομη, εκτός εάν παραχωρείτο παράταση της άδειας του. Ήταν δε πάντα υπαρκτή η πιθανότητα, να μην παραχωρηθεί οποιαδήποτε παράταση από τη διοίκηση. Για να επιτύχουν, λοιπόν, στην αξίωση τους οι εφεσείοντες, θα έπρεπε να είχαν αποδείξει ότι ο εφεσείων θα είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία κατά την περίοδο για την οποία διεκδικούσαν αποζημιώσεις, αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη.  Δεν το απέδειξαν αφού η ακυρωθείσα διοικητική πράξη δεν ήταν η γενεσιουργός αιτία της κατ' ισχυρισμό ζημιάς που οι εφεσείοντες διατείνονταν ότι είχαν υποστεί μεταξύ της ακύρωσής της και της λήψης της νέας διοικητικής απόφασης, ώστε να δημιουργείται ευθύνη του εφεσίβλητου προς αποζημίωση. Ορθά δε παρατηρείται στην πρωτόδικη απόφαση, πως η νέα απόφαση που προέκυψε από την επανεξέταση, δεν διαφοροποίησε τα δεδομένα όσον αφορά το καθεστώς του εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη.

 

Ενόψει της τοποθέτησης της αξίωσης των εφεσειόντων για αποζημιώσεις στην έκθεση απαίτησης, στη πρόσθετη βάση, ότι παραβιάστηκε το συνταγματικό τους δικαίωμα για σεβασμό της ιδιωτικής οικογενειακής ζωής, μας απασχόλησε το ερώτημα, κατά πόσο, παρά την πιο πάνω κατάληξη μας, ενδείκνυται η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης. Με αυτόν, οι εφεσείοντες παραπονούνται ουσιαστικά, ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υπέστηκαν ζημιά κατά τον ουσιώδη χρόνο είναι εσφαλμένο, καθότι παρέλειψε να εξετάσει το ζήτημα υπό το πρίσμα νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), στην οποία είχε παραπεμφθεί, συσχετίζοντας το, εσφαλμένα, με το Άρθρο 29 του Συντάγματος και την παράλειψη των εφεσειόντων να προσβάλουν την καθυστέρηση της διοίκησης να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση.

 

Αναπτύσσοντας τη θέση του ότι στην έννοια της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης, στο Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, περιλαμβάνεται και η ηθική ζημιά ή βλάβη, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, στη γραπτή του αγόρευση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου,  παραπέμπει σε νομολογία του ΕΔΑΔ και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων, την Γιάλλουρου v. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, η οποία, βέβαια, δεν αφορούσε αξίωση δυνάμει του Άρθρου 146.6. Όχι προς υποστήριξη της αξίωσης των εφεσειόντων με βάση την κατ' ισχυρισμό παραβίαση του παραπάνω συνταγματικού τους δικαιώματος (η οποία επάγεται αγώγιμο δικαίωμα) - η οποία δεν προωθήθηκε πρωτόδικα ως ξεχωριστή βάση αγωγής - αλλά  σε σχέση με το μέτρο και το ύψος των αποζημιώσεων. Δηλώνεται, μάλιστα, ρητά και απερίφραστα, στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων, πως «Το νομοθετικό έρεισμα της αξίωσης των εναγόντων αποτελεί το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.». Ενόψει της τοποθέτησης αυτής και της κατάληξης μας αναφορικά με την αξίωση των εφεσειόντων στη βάση του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, θεωρούμε ότι δεν τίθεται θέμα εξέτασης του δεύτερου λόγου έφεσης.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, καθίσταται αχρείαστη και η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο