ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Kennedy Hotels Ltd ν. Indjirdjian (1992) 1 ΑΑΔ 400
Xρυσάνθου Zήνωνας ν. Xρυσούλλας Παγκρατίου (1998) 1 ΑΑΔ 675
Γεωργίου Ηρακλής ν. Eρμιόνης Σταύρου Στυλιανού (2009) 1 ΑΑΔ 70
Μιχαηλίδης Ηρακλής ν. Φάνος Ν. Επιφανίου Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 494
Μονός Αντώνης Ν. και Άλλη ν. S. Xenides Trading Co. Ltd και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 1002
Κολάνη Κυριακή, άλλως Κίκα Κολάνη ν. Δημήτρη Ταμπούρα (2010) 1 ΑΑΔ 1108
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τάσου Γεωργίου (2006) 2 ΑΑΔ 217
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ v. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 279/2013, 1/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:A208
Ο.Π. v. Χ.Ζ. κ.α., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 27/2017, 26/7/2021, ECLI:CY:DOD:2021:21
ECLI:CY:AD:2016:A364
(2016) 1 ΑΑΔ 1779
15 Ιουλίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΛΕΥΚΟΝΙΚΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΑΛΛΩΣ ΣΤΑΛΩΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 6/2011)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε τον ΜΕ1 ως μάρτυρα που προσπάθησε να πει την αλήθεια και που δεν είχε πρόθεση να παραπλανήσει το δικαστήριο, κατέληξε σε ορθό συμπέρασμα θεωρώντας ότι η μαρτυρία του ήταν σε μεγάλο βαθμό εξ ακοής μαρτυρία στην οποία δεν μπορούσε να αποδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα ― Επέμβαση Εφετείου.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Μαρτυρία ― Εξ ακοής ― Καλύτερη δυνατή μαρτυρία ― Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε τόσο ως προς το ότι μόνο τον παράγοντα της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας έλαβε υπόψιν του κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας του Μ1, όσο και ως προς τα έγγραφα που παρήχθησαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή των εφεσειόντων και παρουσιάστηκαν από το μάρτυρα.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα πρωτόδικης απόφασης στη βάση κυρίως των πρωτόδικων συμπερασμάτων αναφορικά με την εφαρμογή του περί Αποδείξεως Νόμου.
Παρά το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τον Μ.Ε. 1, ως αξιόπιστο μάρτυρα έκρινε τη μαρτυρία του ως εξ ακοής μαρτυρία και για τους λόγους που εξήγησε αποφάσισε να μην της αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι οι ενάγοντες-εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους και να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που είχαν. Αυτή η αντιμετώπιση της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1, ήταν εσφαλμένη σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορούσε και πάλι στη λανθασμένη, κατ' ισχυρισμό, πρωτόδικη κατάληξη ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 27(3) του περί Αποδείξεως Νόμου του Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, δεν μπορούσε να αποδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στα ουσιαστικά σημεία της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβλήθηκε ως εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες-εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν, στον απαιτούμενο βαθμό, τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους και ότι δεν δικαιούνταν σε θεραπεία στη βάση γεγονότων που δεν δικογραφούνται.
Η αγωγή των εναγόντων-εφεσειόντων αφορούσε σε απαίτηση της εφεσείουσας χρηματιστηριακής εταιρείας για ποσό Λ.Κ.22.384.- (€38.245,33.-) πλέον τόκο προς 8%, από 31.12.2001, ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού σε σχέση με αγοραπωλησίες μετοχών που έγιναν μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), οι οποίες διενεργήθηκαν σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, κατόπιν εντολών και γραπτής εξουσιοδότησης της εναγόμενης-εφεσίβλητης μεταξύ της 29.5.2000 και της 19.2.2002.
Ήταν η θέση της ενάγουσας, όπως προβλήθηκε στην έκθεση απαίτησης της, ότι αυτή διατηρούσε λογαριασμό σε σχέση με τις συναλλαγές στις οποίες προέβαινε για την εναγόμενη, στον οποίο χρέωνε την αξία των μετοχών που αγοράζονταν από την εναγόμενη και πίστωνε την αξία των μετοχών που πωλούνταν από την εναγόμενη. Παρά τις κλήσεις της ενάγουσας-εφεσείουσας και την αποδοχή της εναγόμενης-εφεσίβλητης ότι όφειλε το προαναφερόμενο υπόλοιπο λογαριασμού, η εφεσίβλητη παρέλειψε να το εξοφλήσει.
Αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο ΜΕ 1 «προσπάθησε να πεί την αλήθεια» ενώπιον του δικαστηρίου και δεν είχε πρόθεση να παραπλανήσει ή να παρασύρει το Δικαστήριο.
Εντούτοις, παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, η γνώση του περιοριζόταν στις συνήθεις διαδικασίες που ακολουθούνταν, κατά τον επίδικο χρόνο, σε σχέση με τους πελάτες της εφεσείουσας, γενικότερα και τα συμπεράσματα που εξήγαγε ο ίδιος ήταν αποτέλεσμα των εν λόγω διαδικασιών και των εγγράφων που παράγονταν από το λογισμικό σύστημα της εφεσείουσας, «χωρίς να έχει στην πραγματικότητα ιδίαν γνώση των σχετικών γεγονότων που αφορούν στην εναγομένη ειδικότερα.
Η μαρτυρία του, έκρινε, βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε εξ ακοής μαρτυρία, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση για ποιο λόγο δεν προσήλθαν στο δικαστήριο τα άτομα που είχαν άμεση επαφή με την εναγομένη, κατά τον επίδικο χρόνο, σε σχέση με τις επίδικες αγοραπωλησίες μετοχών».
Λαμβάνοντας υπόψιν τα προαναφερόμενα καθώς και τις πρόνοιες του Άρθρου 27(3) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε «ότι δεν μπορούσε να αποδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτά τα ουσιαστικά σημεία της μαρτυρίας του, καταλήγοντας σε απόρριψη της απαίτησης και της αγωγής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι γεγονός ότι η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσειόντων, ΜΕ 1, ήταν, σε μεγάλο βαθμό, εξ ακοής μαρτυρία, και ότι δεν δόθηκε εξήγηση για ποιο λόγο δεν προσήλθαν στο δικαστήριο οι μάρτυρες που θα μπορούσαν να δώσουν την καλύτερη δυνατή μαρτυρία, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο.
2. Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, σύμφωνα με το Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, γίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είναι ορθό να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποδίδει ή δεν αποδίδει βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία.
3. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα το αν θα ήταν εύλογο και εφικτό να κλητευθεί ως μάρτυρας στη διαδικασία το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας, το αν οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει γεγονότα, το αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η δήλωση κλπ. Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι αναφέρονται στο Άρθρο 27(2) δεν είναι βέβαια εξαντλητικοί.
4. Όμως επιβάλλεται όπως η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται με προσοχή και επεξηγείται από το δικαστήριο, είτε η εξ ακοής μαρτυρία απορρέει από προφορική μαρτυρία είτε από γραπτή.
5. Το Άρθρο 27(3) προνοεί ότι κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψιν το αν ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.
6. Πέραν των προαναφερομένων, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψιν του και άλλα αξιολογήσιμα κριτήρια και να συνυπολογίσει το κατά πόσον η απόδοση βαρύτητας σε εξ ακοής μαρτυρία εξυπηρετεί ή όχι τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης και του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
7. Ειδικά για την εξ ακοής μαρτυρία που προέρχεται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές το ζήτημα διέπεται από τον περί Αποδείξεως (Τροποποιητικό) Νόμο 32(Ι)/2004. Εφόσον μαρτυρία προερχόμενη από ηλεκτρονικό υπολογιστή ταξινομείται ως εξ ακοής, το δικαστήριο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 36 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, μπορεί, για σκοπούς ορθής απονομής της Δικαιοσύνης και αφού λάβει υπόψιν του, όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, να μην αποδεχθεί ως μαρτυρία οποιοδήποτε συγκεκριμένο έγγραφο ή αρχείο ή είδος εγγράφων ή αρχείων.
8. Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να συμβεί αν διαπιστωθεί ελαττωματικότητα του ηλεκτρονικού υπολογιστή ή λανθασμένη λειτουργία του.
9. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε, ουσιαστικά, εξολοκλήρου, στο ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν την καλύτερη δυνατή μαρτυρία υπό την έννοια του ότι δεν κάλεσαν, στο δικαστήριο, ως μάρτυρες τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να δώσουν μή εξ ακοής μαρτυρία αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης.
10. Αυτό ήταν αρκετό, για το πρωτόδικο δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 27(3) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, για να αποφασίσει ότι δεν μπορούσε να αποδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στη μαρτυρία του ΜΕ1. Κανένα από τους άλλους παράγοντες που αναφέρονται στο Άρθρο 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου δεν φαίνεται να συνυπολόγισε αλλά ούτε και το συσχετισμό της αποδοχής ή μη εξ ακοής μαρτυρίας με τη δίκαιη δίκη ή την εξυπηρέτηση του συμφέροντος της δικαιοσύνης φαίνεται να έλαβε υπόψιν.
11. Όσον αφορούσε στα έγγραφα που παρήχθησαν από το λογισμικό σύστημα της εφεσείουσας και πάλι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το περιεχόμενο τους ως εξ ακοής μαρτυρία που προσφέρθηκε χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση για ποιο λόγο δεν προσήλθαν στο δικαστήριο τα άτομα που είχαν άμεση γνώση για τις επίδικες αγοραπωλησίες μετοχών.
12. Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε τόσο ως προς το ότι μόνον τον παράγοντα της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας έλαβε υπόψιν του κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας του Μ1, όσο και ως προς τα έγγραφα που παρήχθησαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή των εφεσειόντων και παρουσιάστηκαν από το μάρτυρα.
13. Ο μάρτυρας των εφεσειόντων, που ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας, είχε πει ότι η εφεσείουσα εφοδίαζε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή καθημερινά με όλες τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται και ότι «ο ίδιος της ήλεγχε ως ορθές και ότι το περιεχόμενο των τεκμηρίων 2 και 3 παρουσιάζει το τελικό αποτέλεσμα, μετά τον συμψηφισμό του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού της εναγομένης - τεκμήριο 2 -, με το ποσό των Λ.Κ.22.384.- που προκύπτει από τη χρήση του λογαριασμού της ενάγουσας στη ΣΠΕ Στροβόλου - τεκμήριο 3 - για σκοπούς των αγοραπωλησιών μετοχών στο όνομα της εναγομένης».
14. Με τα προαναφερόμενα δεδομένα και, χωρίς την ουσιαστική αμφισβήτηση της προαναφερόμενης μαρτυρίας ή την αντίκρουση της από άλλη μαρτυρία και με δεδομένο ότι ο μάρτυρας κρίθηκε βασικά ως αξιόπιστος, ήταν σφάλμα, για το πρωτόδικο δικαστήριο, να αποφασίσει να μην αποδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως είπε, και στην πραγματικότητα να μην αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην προαναφερόμενη μαρτυρία.
15. Όσον αφορούσε στη δικογραφημένη θέση της ενάγουσας-εφεσείουσας στην παράγραφο 5 της έκθεσης απαίτησης οι ενάγοντες-εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι διατηρούσαν λογαριασμό σε σχέση με τις συναλλαγές τους με την εναγόμενη-εφεσίβλητη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ο οποίος λειτουργούσε κανονικά για όλη την περίοδο της συνεργασίας των διαδίκων και τον οποίον τροφοδοτούσαν με όλα τα σχετικά στοιχεία.
16. Επομένως το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι, η δικογραφημένη θέση της ενάγουσας η οποία έθετε ως βάση για την απαίτηση της το χρεωστικό υπόλοιπο κατόπιν αγοραπωλησιών μετοχών, ήταν διαφορετική από τη θέση που πρόβαλε με τη μαρτυρία του ΜΕ1 ότι υπήρχε μιας μορφής συμφωνία δανειοδότησης της εναγόμενης από την ενάγουσα με σκοπό την αγορά μετοχών, ήταν λανθασμένο.
17. Με βάση τη δοθείσα μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι οι ενάγοντες-εφεσείοντες απέδειξαν την υπόθεση τους στο βαθμό που απαιτείτο και θα έπρεπε να είχε εκδώσει απόφαση υπέρ των εναγόντων-εφεσειόντων για το ισόποσο των Λ.Κ.14.978,05.- σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία κυπριακής λίρας και ευρώ στις 18.11.2010, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.
18. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε και εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων για το προαναφερόμενο ποσό.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα πρωτόδικα και κατ' έφεση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400,
Alex. Evangelou Camera House Ltd κ.ά. v. Minerva Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1734,
Χρυσάνθου v. Παγκρατίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 675,
Μιχαηλίδη v. Φ. Ν. Επιφανίου Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 494,
Ανδρέου κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217,
Γεωργίου v. Στυλιανού (2009) 1 Α.Α.Δ. 70,
Μονός κ.ά. v. S. Xenides Trading Co Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1002,
Κολάνη v. Ταμπούρα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1108,
Χριστοφή κ.ά. v. Δημητρίου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 428,
R v. Cochrane [1993] Crim. L.R. 48.
Έφεση.
Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χατζηκυριάκου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6552/2005), ημερομηνίας 18/11/2010.
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χριστοδούλου για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στη βάση κυρίως των πρωτόδικων συμπερασμάτων αναφορικά με την εφαρμογή του περί Αποδείξεως Νόμου.
Παρά το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τον Μ.Ε. 1, Μ. Μιχαηλά, ως αξιόπιστο μάρτυρα έκρινε τη μαρτυρία του ως εξ ακοής μαρτυρία και για τους λόγους που εξήγησε αποφάσισε να μην της αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι οι ενάγοντες-εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους και να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που είχαν. Αυτή η αντιμετώπιση της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1 είναι εσφαλμένη σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά και πάλι στη λανθασμένη, κατ' ισχυρισμό, πρωτόδικη κατάληξη ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 27(3) του περί Αποδείξεως Νόμου του Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, δεν μπορούσε να αποδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στα ουσιαστικά σημεία της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες-εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν, στον απαιτούμενο βαθμό, τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους και ότι δεν δικαιούνται σε θεραπεία στη βάση γεγονότων που δεν δικογραφούνται.
Η αγωγή των εναγόντων-εφεσειόντων αφορούσε σε απαίτηση της εφεσείουσας χρηματιστηριακής εταιρείας για ποσό Λ.Κ.22.384.- (€38.245,33.-) πλέον τόκο προς 8%, από 31.12.2001, ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού σε σχέση με αγοραπωλησίες μετοχών που έγιναν μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), οι οποίες διενεργήθηκαν σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, κατόπιν εντολών και γραπτής εξουσιοδότησης της εναγόμενης-εφεσίβλητης μεταξύ της 29.5.2000 και της 19.2.2002.
Ήταν η θέση της ενάγουσας, όπως προβάλλεται στην έκθεση απαίτησης της, ότι αυτή διατηρούσε λογαριασμό σε σχέση με τις συναλλαγές στις οποίες προέβαινε για την εναγόμενη, στον οποίο χρέωνε την αξία των μετοχών που αγοράζονταν από την εναγόμενη και πίστωνε την αξία των μετοχών που πωλούνταν από την εναγόμενη. Παρά τις κλήσεις της ενάγουσας-εφεσείουσας και την αποδοχή της εναγόμενης-εφεσίβλητης ότι όφειλε το προαναφερόμενο υπόλοιπο λογαριασμού, η εφεσίβλητη παρέλειψε να το εξοφλήσει.
Στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση της εναγόμενης-εφεσίβλητης αναφέρεται ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αυτή ήταν υπάλληλος της ενάγουσας και/ή της μητρικής της εταιρείας και ότι η ενάγουσα άνοιξε λογαριασμό επ' ονόματι της εναγομένης και διενεργούσε πράξεις για τις οποίες όμως η εναγομένη δεν είχε γνώση. Παράλληλα ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα είχε δεσμευθεί ότι θα κρατούσε το λογαριασμό της εναγομένης πιστωτικό και θα την αποζημίωνε για οποιαδήποτε ζημιά τυχόν υφίστατο. Η εναγόμενη-εφεσίβλητη ισχυρίζεται επίσης στο δικόγραφο της ότι όλες οι πράξεις που διενεργήθηκαν στο όνομα της εξοφλήθηκαν και/ή ικανοποιήθηκαν και ότι αυτή δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα, η οποία μάλιστα κατακρατεί το ποσό των Λ.Κ.9.000.- (€15.377,41.-), που είναι πιστωμένο προς όφελος της εναγομένης και είναι προϊόν αγοραπωλησιών μετοχών. Η εναγόμενη ανταπαιτεί το προαναφερόμενο ποσό με την ανταπαίτηση της. Η ανταπαίτηση απορρίφθηκε πρωτόδικα και δεν καταχωρήθηκε αντέφεση, επομένως δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Στην απάντηση στην υπεράσπιση αναγράφεται ότι, μεταξύ άλλων, η εφεσίβλητη είχε υπογράψει και σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο, ημερ. 16.1.2001, υπέρ της εφεσείουσας, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε λεπτομερώς στη μαρτυρία του Μ.Ε.1, κ. Νίκου Μιχαηλά, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας που έδωσε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Οι εφεσείοντες δεν κάλεσαν οποιονδήποτε άλλο μάρτυρα και η εφεσίβλητη δεν έδωσε μαρτυρία ούτε και κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα. Η όλη υπόθεση περιστράφηκε γύρω από τη μαρτυρία του κ. Μιχαηλά και τα τεκμήρια που παρουσίασε. Το προαναφερόμενο πληρεξούσιο έγγραφο της εφεσίβλητης κατατέθηκε ως τεκμήριο 1. Ως τεκμήριο 2 κατατέθηκε κατάσταση λογαριασμού στην οποία φαίνονταν οι εκτελεσθείσες συναλλαγές της εναγόμενης-εφεσίβλητης. Στην κατάσταση φαίνονταν οι χρεώσεις για τις μετοχές που αγοράζονταν και οι πιστώσεις για τις εισπράξεις ή τα εμβάσματα που γίνονταν προς όφελος της εναγόμενης-εφεσίβλητης από την πώληση μετοχών της. Ο μάρτυρας εξήγησε στο δικαστήριο ότι η εναγόμενη δεν πλήρωνε η ίδια οποιοδήποτε ποσό για τις επίδικες αγορές μετοχών αλλά γι' αυτό τον σκοπό χρησιμοποιείτο ο χρηματοδοτικός τρεχούμενος λογαριασμός της ενάγουσας-εφεσείουσας στη ΣΠΕ Στροβόλου. Κατά τη λήξη της συνεργασίας των διαδίκων ο λογαριασμός της εφεσείουσας στη ΣΠΕ Στροβόλου, ο οποίος αφορούσε τις αγορές μετοχών εκ μέρους της εφεσίβλητης, ανερχόταν σε Λ.Κ.22.384.-, όπως φαίνεται στα τεκμήρια 3, 3Α και 4 τα οποία παρουσίασε ο μάρτυρας. Ο μάρτυρας ανάφερε επίσης ότι η εφεσείουσα εφοδίαζε τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή καθημερινά με όλες τις συναλλαγές που πραγματοποιούνταν και ότι ο ίδιος της ήλεγχε ως ορθές και ότι το περιεχόμενο των τεκμηρίων 2 και 3 παρουσιάζει το τελικό αποτέλεσμα μετά τον συμψηφισμό του πιστωτικού και του χρεωστικού υπολοίπου της εφεσίβλητης, το οποίο ανέρχεται στο προαναφερόμενο ποσό. Επειδή όμως ο λογαριασμός της εναγόμενης, τεκμήριο 2, ήταν πιστωμένος με ποσό Λ.Κ.7.405,95.-, η αξίωση των εφεσειόντων περιορίστηκε από Λ.Κ.22.384.- σε Λ.Κ.14.978,05.- (€25.591,52.-) μετά την αφαίρεση του ποσού των Λ.Κ.7.405,95.-, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.
Αξιολογώντας την ενώπιον της μαρτυρία η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής σημείωσε ότι ο κ. Μιχαηλάς «προσπάθησε να πεί την αλήθεια» ενώπιον του δικαστηρίου και δεν είχε πρόθεση να παραπλανήσει ή να παρασύρει το Δικαστήριο. Εντούτοις, παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, η γνώση του περιοριζόταν στις συνήθεις διαδικασίες που ακολουθούνταν, κατά τον επίδικο χρόνο, σε σχέση με τους πελάτες της εφεσείουσας, γενικότερα και τα συμπεράσματα που εξήγαγε ο ίδιος ήταν αποτέλεσμα των εν λόγω διαδικασιών και των εγγράφων που παράγονταν από το λογισμικό σύστημα της εφεσείουσας, «χωρίς να έχει στην πραγματικότητα ιδίαν γνώση των σχετικών γεγονότων που αφορούν στην εναγομένη ειδικότερα. Η μαρτυρία του βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε εξ ακοής μαρτυρία, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση για ποιο λόγο δεν προσήλθαν στο δικαστήριο τα άτομα που είχαν άμεση επαφή με την εναγομένη, κατά τον επίδικο χρόνο, σε σχέση με τις επίδικες αγοραπωλησίες μετοχών». Ως παραδείγματα, το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε το ότι οι συγκεκριμένοι χρηματιστές ή χρηματιστής στους οποίους η εναγόμενη έδιδε προφορικές εντολές για την αγορά ή πώληση μετοχών δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες. Παρομοίως δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες οι υπάλληλοι της ενάγουσας οι οποίοι παρέδιδαν στην εναγόμενη τα πινακίδια συναλλαγών, μετά από κάθε χρηματιστηριακή πράξη. Ούτε και το πρόσωπο με το οποίο η εναγόμενη, κατ' ισχυρισμό, ήρθε σε συνεννόηση ή προφορική συμφωνία για την παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων για την αγορά μετοχών, έδωσε μαρτυρία στο δικαστήριο.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα προαναφερόμενα καθώς και τις πρόνοιες του Άρθρου 27(3) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε «ότι δεν μπορεί να αποδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτά τα ουσιαστικά σημεία της μαρτυρίας του κ. Μιχαηλά».
Καίριο ερώτημα που τίθεται στην παρούσα έφεση είναι το κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έκρινε τον κ. Μιχαηλά ως μάρτυρα που προσπάθησε να πει την αλήθεια και που δεν είχε πρόθεση να παραπλανήσει το δικαστήριο ή να το παρασύρει στη διαμόρφωση εσφαλμένων συμπερασμάτων, κατέληξε σε ορθό συμπέρασμα θεωρώντας ότι η μαρτυρία του ήταν σε μεγάλο βαθμό εξ ακοής μαρτυρία στην οποία δεν μπορούσε να αποδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα. Επίσης τίθεται το καίριο ερώτημα κατά πόσον ορθά κρίθηκε ότι η προσκομισθείσα, εκ μέρους των εφεσειόντων, μαρτυρία δεν ήταν επαρκής για σκοπούς απόδειξης των δικογραφημένων θέσεων τους. Συναφώς το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η θέση των εφεσειόντων πως όλες οι αγοραπωλησίες μετοχών στο όνομα της εφεσίβλητης έγιναν κατόπιν δικών της ρητών εντολών, δεν αποδείχθηκε στον απαιτούμενο βαθμό, με βάση τη μαρτυρία που προσκομίστηκε. Ακόμα δεν αποδείχθηκε το απαιτούμενο χρεωστικό υπόλοιπο επειδή ο μοναδικός μάρτυρας της ενάγουσας-εφεσείουσας προώθησε τη θέση ότι ο λογαριασμός της εναγόμενης-εφεσίβλητης (τεκμήριο 2) εδείκνυε πιστωτικό υπόλοιπο εκ Λ.Κ.7.405,95.-, ότι για την αγορά μετοχών η εφεσίβλητη χρησιμοποιούσε χρήματα από τον «χρηματοδοτικό τρεχούμενο λογαριασμό» της εφεσείουσας στη ΣΠΕ Στροβόλου και ότι θα έπρεπε να συμψηφιστούν τα σχετικά ποσά για να καταλήξει το δικαστήριο στο πραγματικά οφειλόμενο υπόλοιπο. Αυτό, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, συνιστούσε εκδοχή η οποία δεν ήταν δικογραφημένη στην έκθεση απαίτησης της ενάγουσας-εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε νομολογία, παρατήρησε ότι δεν αποκλείεται η παροχή θεραπείας άλλης από εκείνη που επιζητείται στην αγωγή, εφόσον όμως στοιχειοθετούνται τα γεγονότα που δικαιολογούν τη θεραπεία, στο σώμα της έκθεσης απαίτησης (Δέστε: Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400, Alex. Evangelou Camera House Ltd κ.ά. v. Minerva Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1734 και Χρυσάνθου v. Παγκρατίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 675, 681). Στην προκείμενη περίπτωση, είπε το πρωτόδικο δικαστήριο, η εφεσείουσα επιχείρησε να της αποδοθεί θεραπεία βάσει γεγονότων που δεν εμπεριέχονται στη δικογραφία, όπως είναι (α) η χρηματοδότηση ή δανειοδότηση της εφεσίβλητης από την εφεσείουσα, βάσει σχετικής προφορικής συνεννόησης-συμφωνίας με σκοπό της αγορά μετοχών, (β) το χρεωστικό υπόλοιπο που προέκυψε από τη χρήση χρηματοδοτικού τρεχούμενου λογαριασμού της εφεσείουσας για αγορές μετοχών επ' ονόματι της εφεσίβλητης και (γ) ο συμψηφισμός τον οποίον περιέγραψε ο Μ.Ε. 1, κατά την ακροαματική διαδικασία.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Μ.Ε. 1 ότι η εφεσίβλητη λάμβανε ανά τριμηνία αντίγραφα της κατάστασης του λογαριασμού της με περιεχόμενο πανομοιότυπο με το τεκμήριο 2 και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ή αντέδρασε, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως αυτό είναι άνευ σημασίας, εφόσον το τεκμήριο 2 παρουσίαζε πιστωτικό υπόλοιπο εκ Λ.Κ.7.405,95.- και συνεπώς η εφεσίβλητη δεν είχε λόγο να διαμαρτυρηθεί ή να αντιδράσει αρνητικά. Δεν προσκομίστηκε καμιά απολύτως μαρτυρία, παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, που να δείχνει ότι απεστάλη ή γνωστοποιήθηκε στην εφεσίβλητη οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού με το χρεωστικό υπόλοιπο που ισχυρίστηκε η εφεσείουσα ότι της οφείλει η εφεσίβλητη. Αναφέρθηκε σχετικά στην υπόθεση Μιχαηλίδη v. Φ. Ν. Επιφανίου Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 494.
Τα κύρια σημεία στα οποία βασίστηκε η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής και απέρριψε την αξίωση των εναγόντων-εφεσειόντων, παρά το ότι έκρινε το μοναδικό μάρτυρα των εφεσειόντων ως ουσιαστικά αξιόπιστο και παρά το ότι η εναγόμενη-εφεσίβλητη δεν έδωσε μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου, η ίδια και δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα, ήταν τα εξής:
(α) Η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσειόντων ήταν, σε μεγάλο βαθμό, εξ ακοής μαρτυρία και δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση για ποιο λόγο δεν προσήλθαν στο δικαστήριο, ως μάρτυρες, τα άτομα που είχαν άμεση επαφή με την εφεσίβλητη και θα μπορούσαν να δώσουν την καλύτερη δυνατή μαρτυρία.
(β) Τα συμπεράσματα του μάρτυρα των εφεσειόντων εξήχθησαν ως αποτέλεσμα των «συνήθων διαδικασιών» που ακολουθούνταν από τους ενάγοντες κατά τον επίδικο χρόνο και των εγγράφων που παρήχθησαν από το λογισμικό σύστημα των εφεσειόντων, χωρίς ο μάρτυρας να έχει, στην πραγματικότητα, ιδίαν γνώση των σχετικών γεγονότων που αφορούσαν ειδικά στην εφεσίβλητη.
(γ) Παρά το ότι η εφεσίβλητη, αδιαμφισβήτητα, υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο εξουσιοδότησε την εφεσείουσα να προβαίνει στην εκτέλεση χρηματιστηριακών συναλλαγών στο όνομα και για λογαριασμό της, η θέση της εφεσείουσας ήταν ότι οι αγοραπωλησίες μετοχών γίνονταν κατόπιν ρητών εντολών της εφεσίβλητης αλλά δεν προσκομίστηκε αποδεκτή μαρτυρία προς απόδειξη αυτών των ρητών εντολών.
(δ) Η δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας ήταν ότι διενεργούσε αγοραπωλησίες μετοχών για λογαριασμό της εφεσίβλητης, ότι οι σχετικές χρεωπιστώσεις καταχωρίζονταν στο λογαριασμό της και ότι, όταν η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων σταμάτησε, ο λογαριασμός της εφεσίβλητης παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο εκ Λ.Κ.22.384.- Παρά ταύτα η μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα της εφεσείουσας ενώπιον του δικαστηρίου ήταν ότι ο λογαριασμός της εφεσίβλητης εδείκνυε πιστωτικό υπόλοιπο εκ Λ.Κ.7.405,95.-, ότι για την αγορά μετοχών της εφεσίβλητης χρησιμοποιούνταν χρήματα από τον χρηματοδοτικό τρεχούμενο λογαριασμό της εφεσείουσας στη ΣΠΕ Στροβόλου και ότι με τον συμψηφισμό του χρεωστικού και του πιστωτικού υπολοίπου παρέμενε χρεωστικό υπόλοιπο όπως ήταν η αξίωση της εφεσείουσας. Αυτή όμως η εκδοχή δεν συνάδει, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, με τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας και παρόλο που η νομολογία δεν αποκλείει παροχή θεραπείας άλλης από εκείνη που επιζητείται στην αγωγή, αυτό δεν μπορούσε να γίνει στην προκείμενη περίπτωση εφόσον η εφεσείουσα επιχείρησε να την αποδοθεί θεραπεία, βάσει γεγονότων που δεν εμπεριέχονται στη δικογραφία της, όπως η χρηματοδότηση ή δανειοδότηση της εφεσίβλητης από την εφεσείουσα, βάσει σχετικής προφορικής συνεννόησης/συμφωνίας, με σκοπό την αγορά μετοχών.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, όπως είναι θεμελιωμένο, είναι πρωταρχικά έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, το Εφετείο καλείται να αποφασίσει κατά πόσον είναι ορθά τα πρωτόδικα συμπεράσματα: (α) ότι στην αξιόπιστη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσειόντων δεν μπορούσε να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα, (β) ότι η μαρτυρία του προαναφερόμενου μάρτυρα των εφεσειόντων δεν βρισκόταν μέσα στα πλαίσια της δικογραφημένης θέσης των εφεσειόντων και (γ) ότι, υπό τις περιστάσεις, η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει, στον απαιτούμενο βαθμό, τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της.
Είναι γεγονός ότι η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσειόντων, κ. Μιχαηλά, ήταν, σε μεγάλο βαθμό, εξ ακοής μαρτυρία, και ότι δεν δόθηκε εξήγηση για ποιο λόγο δεν προσήλθαν στο δικαστήριο οι μάρτυρες που θα μπορούσαν να δώσουν την καλύτερη δυνατή μαρτυρία, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, σύμφωνα με το Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, γίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είναι ορθό να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποδίδει ή δεν αποδίδει βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία (Δέστε: Ανδρέου κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα το αν θα ήταν εύλογο και εφικτό να κλητευθεί ως μάρτυρας στη διαδικασία το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας, το αν οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει γεγονότα, το αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η δήλωση κλπ.. Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι αναφέρονται στο Άρθρο 27(2) δεν είναι βέβαια εξαντλητικοί (Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217). Όμως επιβάλλεται όπως η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται με προσοχή και επεξηγείται από το δικαστήριο είτε η εξ ακοής μαρτυρία απορρέει από προφορική μαρτυρία είτε από γραπτή (Δέστε: Γεωργίου v. Στυλιανού (2009) 1 Α.Α.Δ. 70 και Μονός κ.ά. v. S. Xenides Trading Co Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1002).
Το Άρθρο 27(3) προνοεί ότι κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψιν το αν ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε (Δέστε: Κολάνη v. Ταμπούρα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1108 και Χριστοφή κ.ά. v. Δημητρίου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 428). Πέραν των προαναφερομένων το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψιν του και άλλα αξιολογήσιμα κριτήρια και να συνυπολογίσει το κατά πόσον η απόδοση βαρύτητας σε εξ ακοής μαρτυρία εξυπηρετεί ή όχι τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης και του συμφέροντος της δικαιοσύνης. Για μια εκτενή ανάλυση του θέματος δέστε Ηλιάδη και Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, σελ. 320-331.
Ειδικά για την εξ ακοής μαρτυρία που προέρχεται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές το ζήτημα διέπεται από τον περί Αποδείξεως (Τροποποιητικό) Νόμο 32(Ι)/2004. Εφόσον μαρτυρία προερχόμενη από ηλεκτρονικό υπολογιστή ταξινομείται ως εξ ακοής, το δικαστήριο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 36 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, μπορεί, για σκοπούς ορθής απονομής της Δικαιοσύνης και αφού λάβει υπόψιν του, όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, να μην αποδεχθεί ως μαρτυρία οποιοδήποτε συγκεκριμένο έγγραφο ή αρχείο ή είδος εγγράφων ή αρχείων. Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να συμβεί αν διαπιστωθεί ελαττωματικότητα του ηλεκτρονικού υπολογιστή ή λανθασμένη λειτουργία του (Δέστε: R v. Cochrane (1993) Crim. L.R., 48).
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε, ουσιαστικά, εξολοκλήρου, στο ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν την καλύτερη δυνατή μαρτυρία υπό την έννοια του ότι δεν κάλεσαν, στο δικαστήριο, ως μάρτυρες τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να δώσουν μή εξ ακοής μαρτυρία αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης. Αυτό ήταν αρκετό, για το πρωτόδικο δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 27(3) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, για να αποφασίσει ότι δεν μπορούσε να αποδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στη μαρτυρία του κ. Μιχαηλά. Κανένα από τους άλλους παράγοντες που αναφέρονται στο Άρθρο 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου δεν φαίνεται να συνυπολόγισε αλλά ούτε και το συσχετισμό της αποδοχής ή μη εξ ακοής μαρτυρίας με τη δίκαιη δίκη ή την εξυπηρέτηση του συμφέροντος της δικαιοσύνης φαίνεται να έλαβε υπόψιν.
Όσον αφορά τα έγγραφα που παρήχθησαν από το λογισμικό σύστημα της εφεσείουσας και πάλι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το περιεχόμενο τους ως εξ ακοή μαρτυρία που προσφέρθηκε χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση για ποιο λόγο δεν προσήλθαν στο δικαστήριο τα άτομα που είχαν άμεση γνώση για τις επίδικες αγοραπωλησίες μετοχών.
Κατά την εκτίμηση μας και με όλον τον προσήκοντα σεβασμό, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε τόσο ως προς το ότι μόνον τον παράγοντα της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας έλαβε υπόψιν του κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας του κ. Μιχαηλά, όσο και ως προς τα έγγραφα που παρήχθησαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή των εφεσειόντων και παρουσιάστηκαν από το μάρτυρα. Ο μάρτυρας των εφεσειόντων (όπως αναγράφεται και στη σελ. 4 της πρωτόδικης απόφασης), που ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας, είχε πει ότι η εφεσείουσα εφοδίαζε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή καθημερινά με όλες τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται και ότι «ο ίδιος της ήλεγχε ως ορθές και ότι το περιεχόμενο των τεκμηρίων 2 και 3 παρουσιάζει το τελικό αποτέλεσμα, μετά τον συμψηφισμό του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού της εναγομένης - τεκμήριο 2 -, με το ποσό των Λ.Κ.22.384.- που προκύπτει από τη χρήση του λογαριασμού της ενάγουσας στη ΣΠΕ Στροβόλου - τεκμήριο 3 - για σκοπούς των αγοραπωλησιών μετοχών στο όνομα της εναγομένης».
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα και, χωρίς την ουσιαστική αμφισβήτηση της προαναφερόμενης μαρτυρίας ή την αντίκρουση της από άλλη μαρτυρία και με δεδομένο ότι ο μάρτυρας κρίθηκε βασικά ως αξιόπιστος, κρίνομε πως ήταν σφάλμα, για το πρωτόδικο δικαστήριο, να αποφασίσει να μην αποδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως είπε, και στην πραγματικότητα να μην αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην προαναφερόμενη μαρτυρία.
Όσον αφορά τη δικογραφημένη θέση της ενάγουσας-εφεσείουσας παρατηρούμε ότι στην παράγραφο 5 της έκθεσης απαίτησης οι ενάγοντες-εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι διατηρούσαν λογαριασμό σε σχέση με τις συναλλαγές τους με την εναγόμενη-εφεσίβλητη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ο οποίος λειτουργούσε κανονικά για όλη την περίοδο της συνεργασίας των διαδίκων και τον οποίον τροφοδοτούσαν με όλα τα σχετικά στοιχεία. «Προέβαιναν δε σε χρέωση του λογαριασμού της εναγομένης με την αξία των αγορών μετοχών και σε πίστωση του λογαριασμού της με την αξία των μετοχών τις οποίες διέθεταν/πωλούσαν ή με τις τυχόν πληρωμές ή άλλες πιστώσεις» (η υπογράμμιση δική μας). Επομένως βρίσκομε ότι το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι, η δικογραφημένη θέση της ενάγουσας η οποία έθετε ως βάση για την απαίτηση της το χρεωστικό υπόλοιπο κατόπιν αγοραπωλησιών μετοχών, ήταν διαφορετική από τη θέση που πρόβαλε με τη μαρτυρία του κ. Μιχαηλά, ότι υπήρχε μιας μορφής συμφωνία δανειοδότησης της εναγόμενης από την ενάγουσα με σκοπό την αγορά μετοχών, ήταν λανθασμένο.
Κατά την κρίση μας τόσο στην έκθεση απαίτησης, όσο και στη μαρτυρία των εφεσειόντων, προβλήθηκε η βασική θέση ότι οι ενάγοντες-εφεσείοντες, δυνάμει πληρεξουσίου της εφεσίβλητης αλλά και ρητών εντολών της, αγόραζαν μετοχές για λογαριασμό της και διατηρούσαν χρεωστικό και πιστωτικό λογαριασμό το υπόλοιπο του οποίου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ανερχόταν στο ποσό της απαίτησης τους, δηλαδή Λ.Κ.22.384.- μείον Λ.Κ.7.405,95.-, υπόλοιπο Λ.Κ.14.978,05.- (€25.591,52.-). Ο χρεωστικός λογαριασμός της εφεσίβλητης προερχόταν από την αγορά μετοχών στο όνομα και για λογαριασμό της, ενώ ο πιστωτικός προερχόταν από την αξία των μετοχών της, που οι εφεσείοντες πωλούσαν, ή από άλλες πιστώσεις του λογαριασμού της στις οποίες οι εφεσείοντες προέβαιναν, όπως εξήγησαν.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε σε βαθμό που δικαιολογείται και επιβάλλεται η επέμβαση του Εφετείου. Έσφαλε καθότι θεώρησε ότι η δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων ήταν ουσιωδώς διαφορετική από την προβληθείσα θέση τους ενώπιον του δικαστηρίου και επίσης έσφαλε διότι, υπό τις περιστάσεις, θα έπρεπε να είχε αποδώσει βαρύτητα στη μαρτυρία του μάρτυρα κ. Μιχαηλά, και ιδιαίτερα στα τεκμήρια 2 και 3 τα οποία παρουσίασε. Με βάση τη μαρτυρία εκείνη το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι οι ενάγοντες-εφεσείοντες απέδειξαν την υπόθεση τους στο βαθμό που απαιτείται και θα έπρεπε να είχε εκδώσει απόφαση υπέρ των εναγόντων-εφεσειόντων για το ισόποσο των Λ.Κ.14.978,05.- σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία κυπριακής λίρας και ευρώ στις 18.11.2010, ημερομηνία έκδοσης των πρωτόδικης απόφασης. Θα έπρεπε επίσης να είχε επιδικάσει και έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.
Υπό τις περιστάσεις, η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων για το προαναφερόμενο ποσό. Έξοδα πρωτόδικα και κατ' έφεση υπέρ των εφεσειόντων, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτόδικα και κατ' έφεση.