ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:A346

(2016) 1 ΑΑΔ 1736

11 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

Σ. Μ. ΠΥΡΙΛΛΗ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΝΙΚΟΛΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 146/2011)

 

 

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολόγηση ― Αιτιολόγηση της απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας.

 

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολόγηση ― Οι πρωτόδικες αποφάσεις, οι οποίες υπόκεινται σε έφεση, θα πρέπει να περιέχουν τέτοιαν αιτιολογία η οποία να μπορεί να ελεγχθεί, αντικειμενικά, από το Εφετείο στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό ― Υποκειμενικοί λόγοι οι οποίοι οδήγησαν τον πρωτόδικο Δικαστή σε κάποια συμπεράσματα και οι οποίοι δεν μπορούν να ελεγχθούν κατ' έφεση, θα πρέπει να αποφεύγονται ― Διαφορετικά ο αποτυχών διάδικος θα στερείτο ουσιαστικά του δικαιώματος ελέγχου της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, κατ' έφεση.

 

Πρακτικά ― Στα πρακτικά της δίκης, όσο είναι δυνατόν, ενδύκνειται να αποτυπώνεται αν ένας μάρτυρας καθυστερεί στις ερωτήσεις που του υποβάλλονται, ώστε το Εφετείο να μπορεί να ελέγξει την αιτιολογία του πρωτόδικου δικαστηρίου, εφόσον η αιτιολογία βασίζεται σε θέματα όπως η αμεσότητα και η ευθύτητα με την οποίαν απαντώνται οι ερωτήσεις που υποβάλλονται σε ένα μάρτυρα ― Aν και δεν υπάρχει γενική υποχρέωση καταγραφής της συμπεριφοράς των μαρτύρων, στα πρακτικά.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Όπως είναι θεμελιωμένο, η πεποίθηση του Δικαστή πως ένας μάρτυρας λέει την αλήθεια δεν αρκεί να βεβαιώνεται αλλά πρέπει και να αιτιολογείται, με συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης, όταν σ' αυτήν υπάρχουν γεγονότα που καθιστούν αναγκαία την αιτιολόγηση.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η αιτιολογία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο για την αποδοχή της μαρτυρίας μάρτυρα, ήταν ανεπαρκής και μη συνάδουσα με τη συνταγματική επιταγή για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ― Επέμβαση Εφετείου ― Μέρος της αιτιολογίας για την αποδοχή της μαρτυρίας του μάρτυρα ήταν εντελώς υποκειμενικό, βασιζόταν στη μνήμη του Δικαστή αναφορικά με τον τρόπο που απαντούσε, στοιχείο που δεν μπορούσε να ελεγχθεί από το Εφετείο, στη βάση των τηρηθέντων πρακτικών ― Η δε πάροδος 14 σχεδόν μηνών από τη μαρτυρία μέχρι την έκδοση της απόφασης είναι πρόσθετος λόγος που αδυνατίζει ακόμη περισσότερο την υποκειμενική αιτιολογία του δικαστηρίου.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Απόφανση Εφετείου περί αντιφατικής και ανεπαρκούς πρωτόδικης αιτιολογίας ως προς την αξιοπιστία του εναγόμενου-εφεσίβλητου ― Ενώ αναφέρει, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο εναγόμενος δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση, στη συνέχεια απορρίπτει μέρος της μαρτυρίας του, ουσιαστικά ως αναξιόπιστο, και τελικά «παραδέχεται» ότι η αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του εναγόμενου-εφεσίβλητου και μάρτυρα υπεράσπισης, ο οποίος του έκανε εξαιρετική εντύπωση, δεν ήταν ικανή να καταρρίψει «συνθέμελα» την αξιοπιστία και των δύο αξιόπιστων μαρτύρων.

 

[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]

 

Η έφεση επέτυχε και διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου με  έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση και όχι εις βάρος των εφεσειόντων.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Φούτας v. Αστυνομίας (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 730,

 

Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174,

 

Αεροπόρος κ.ά. v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2456/2007), ημερομηνίας 4/3/2011.

 

Α. Ποιητής, για τους Εφεσείοντες.

 

Μ. Μουαΐμης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με διάφορους λόγους, οι περισσότεροι από τους οποίους αποσύρθηκαν, και παρέμειναν μόνον οι τρεις πρώτοι.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Κατά τους εφεσείοντες-ενάγοντες η αιτιολογία, την οποία έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Μ.Ε. 4, είναι λανθασμένη, ανεπαρκής, αβάσιμη και ανεδαφική.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εναγόμενου-εφεσίβλητου και ως λανθασμένη, αβάσιμη, ανεπαρκής και ανεδαφική η αιτιολογία την οποίαν έδωσε, το  πρωτόδικο δικαστήριο, για την αποδοχή της.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ. 1, Σ. Τριανταφυλλίδη, από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης είναι σημαντικοί και θα ασχοληθούμε με αυτούς κατά προτεραιότητα. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά ουσιαστικά σε αξιολόγηση μαρτυρίας και όπως είναι θεμελιωμένο η αξιολόγηση της αξιοπιστίας μιας μαρτυρίας, που δόθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, γίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις που έχουν καθοριστεί από τη νομολογία.

 

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης, όμως, αφορούν ουσιαστικά σε ανεπαρκή αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε. 4, κ. Σολωμού Πυρίλλη, και για την αποδοχή της μαρτυρίας του εναγόμενου, κ. Νικόλα Παναγιώτη.

 

Τα σημαντικά σημεία της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με τον Μ.Ε. 4, κ. Πυρίλλη, βρίσκονται στην παράγραφο 15, στη σελίδα 13, της πρωτόδικης απόφασης, ενώ τα σημαντικά σημεία για τη μαρτυρία του εναγόμενου-εφεσίβλητου βρίσκονται στην παράγραφο 17, στις σελίδες 14 και 15, της πρωτόδικης απόφασης.

 

Για τον κ. Πυρίλλη το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ο ενάγοντας, κ. Σ. Πυρίλλης, δεν μου έκανε καλή εντύπωση. Δεν απαντούσε με αμεσότητα και ευθύτητα στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν ιδιαίτερα στο στάδιο της αντεξέτασης, γεγονός που δεν φαίνεται από τα στεγνά πρακτικά της δίκης αλλά αποτυπώθηκε με ισχυρό τρόπο στην μνήμη του δικαστηρίου». Στη συνέχεια ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφέρεται και σε συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας του Μ.Ε. 4, τα οποία τον οδήγησαν στο προαναφερόμενο συμπέρασμα.

 

Είναι θεμελιωμένο και συνιστά και συνταγματική επιταγή ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες. Στην υπόθεση Φούτας v. Αστυνομίας (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 730 το Εφετείο τόνισε ότι η αιτιολόγηση της απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας.

 

Οι πρωτόδικες αποφάσεις, οι οποίες υπόκεινται σε έφεση, θα πρέπει να περιέχουν τέτοιαν αιτιολογία η οποία να μπορεί να ελεγχθεί, αντικειμενικά, από το Εφετείο στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό. Υποκειμενικοί λόγοι οι οποίοι οδήγησαν τον πρωτόδικο Δικαστή σε κάποια συμπεράσματα και οι οποίοι δεν μπορούν να ελεγχθούν κατ' έφεση, θα πρέπει να αποφεύγονται.   Διαφορετικά ο αποτυχών διάδικος θα στερείτο ουσιαστικά του δικαιώματος ελέγχου της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, κατ' έφεση.

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής παρατηρεί ότι ο Μ.Ε. 4 δεν απαντούσε με αμεσότητα και ευθύτητα στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, γεγονός που δεν φαίνεται από τα στεγνά πρακτικά της δίκης. Όμως, στα πρακτικά της δίκης, όσο είναι δυνατόν, ενδύκνειται να αποτυπώνεται αν ένας μάρτυρας καθυστερεί  στις ερωτήσεις που του υποβάλλονται ώστε το Εφετείο να μπορεί να ελέγξει την αιτιολογία του πρωτόδικου δικαστηρίου, εφόσον η αιτιολογία βασίζεται σε θέματα όπως η αμεσότητα και η ευθύτητα με την οποίαν απαντώνται οι ερωτήσεις που υποβάλλονται σε ένα μάρτυρα, αν και δεν υπάρχει γενική υποχρέωση καταγραφής της συμπεριφοράς των  μαρτύρων, στα πρακτικά (Δέστε: Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174).

 

Το γεγονός ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής είχε αποτυπωμένο στην μνήμη του, μάλιστα με ισχυρό τρόπο, όπως αναφέρει στην απόφαση του, το ότι ο Μ.Ε. 4 δεν απαντούσε με αμεσότητα και ευθύτητα στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, στοιχείο που δεν φαίνεται στα πρακτικά, δεν μπορεί να ελεγχθεί αντικειμενικά από το Εφετείο. Η αιτιολογία την οποίαν έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δηλαδή ο τρόπος που απαντούσε ο μάρτυρας στερείτο αμεσότητας και ευθύτητας και ότι αυτό είχε αποτυπωθεί στη μνήμη του δικαστηρίου, αδυνατίζει ακόμη περισσότερο όταν ληφθεί υπόψιν ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας έδωσε μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου στις 22.1.2010 και η απόφαση εκδόθηκε στις 4.3.2011, μετά από παρέλευση σχεδόν 14 μηνών, δηλαδή.

 

Όπως είναι θεμελιωμένο, η πεποίθηση του Δικαστή πως ένας μάρτυρας λέει την αλήθεια δεν αρκεί να βεβαιώνεται αλλά πρέπει και να αιτιολογείται, με συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης, όταν σ' αυτήν υπάρχουν γεγονότα που καθιστούν αναγκαία την αιτιολόγηση (Δέστε: Αεροπόρος κ.ά. v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362).

 

Αναφορικά με την αποδοχή της μαρτυρίας του εναγόμενου-εφεσίβλητου, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι έκανε γενικά πολύ καλή εντύπωση και ότι «δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση ικανή να κλονιστεί η αξιοπιστία του καθ' οιονδήποτε τρόπο». Στη συνέχεια, όμως, στην ίδια την παράγραφο 17 της πρωτόδικης απόφασης, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρεται σε μή αποδοχή συγκεκριμένου μέρους της μαρτυρίας του εναγόμενου. Σημειώνει συναφώς:  «Συνεπώς δεν αποδέχομαι τη θέση του εναγομένου στο γεγονός ότι δεν προκάλεσε οποιεσδήποτε ζημιές». Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρεται σε εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εναγόντων-εφεσειόντων ότι η μαρτυρία του εναγόμενου είναι αντιφατική σε σύγκριση με άλλη μαρτυρία που δόθηκε για λογαριασμό του εναγόμενου-εφεσίβλητου, παρατηρεί, στη σελ. 15 της απόφασης του, ότι «το πιο πάνω γεγονός δεν είναι ικανό να καταρρίψει συθέμελα την αξιοπιστία τόσο του ενός όσο και του άλλου μάρτυρα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας τόσο του εναγόμενου όσο και του κ. Σ. Τριανταφυλλίδη».

 

Παρατηρούμε συναφώς ότι ενώ, το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφέρεται στη μαρτυρία του εναγόμενου-εφεσίβλητου και λέει ότι αυτός δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση, ικανή να κλονίσει την αξιοπιστία του καθ' οιονδήποτε τρόπο, στη συνέχεια απορρίπτει μέρος της μαρτυρίας του αναφορικά με το ζήτημα της πρόκλησης ζημιάς από τον εναγόμενο-εφεσίβλητο. Λίγο αργότερα και αφού του υποδεικνύεται αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του ίδιου του εναγόμενου και εκείνης του Μ.Υ. Τριανταφυλλίδη, το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγει ότι το πιο πάνω γεγονός δεν είναι ικανό να καταρρίψει «συθέμελα» την αξιοπιστία του εφεσίβλητου.

 

Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει και για τους δύο λόγους που αναγράφονται στο εφετήριο ως λόγοι έφεσης 1 και 2 και επομένως δεν είναι σκόπιμο να εξετάσομε και τον 3ον λόγον έφεσης.   Κρίνομε την αιτιολογία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο για την αποδοχή της μαρτυρίας του κ. Πυρίλλη ως ανεπαρκή και ως μη ικανοποιούσαν τη συνταγματική επιταγή για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων. Μέρος της αιτιολογίας για την αποδοχή της μαρτυρίας του κ. Πυρίλλη είναι εντελώς υποκειμενικό, βασίζεται στη μνήμη του Δικαστή αναφορικά με τον τρόπο που απαντούσε, στοιχείο που δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Εφετείο, στη βάση των τηρηθέντων πρακτικών και το οποίο εξουδετερώνει, σε κάποιο βαθμό, τον δευτεροβάθμιο έλεγχο της απόφασης. Η πάροδος 14 σχεδόν μηνών από τη μαρτυρία μέχρι την έκδοση της απόφασης είναι πρόσθετος λόγος που αδυνατίζει ακόμη περισσότερο την υποκειμενική αιτιολογία του δικαστηρίου.

 

Ως προς την αξιοπιστία του εναγόμενου-εφεσίβλητου, με όλον τον προσήκοντα σεβασμό, θεωρούμε ότι η αιτιολογία του δικαστηρίου είναι αντιφατική και ανεπαρκής. Ενώ αναφέρει, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο εναγόμενος δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση, στη συνέχεια απορρίπτει μέρος της μαρτυρίας του, ουσιαστικά ως αναξιόπιστο, και τελικά «παραδέχεται» ότι η αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του εναγόμενου-εφεσίβλητου και του μάρτυρα Σ. Τριανταφυλλίδη, ο οποίος του έκανε εξαιρετική εντύπωση, δεν ήταν ικανή να καταρρίψει «συθέμελα» την αξιοπιστία και των δύο αξιόπιστων μαρτύρων.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν.  Κρίνομε ότι η αιτιολόγηση της πρωτόδικης δικαστικής κρίσης είναι ανεπαρκής και αντιφατική, ως προς τα ζητήματα που εγείρονται σ' αυτούς τους λόγους έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου.

 

Τα έξοδα της  πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση.

 

Τα έξοδα της έφεσης θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση, αλλά όχι εις βάρος των εφεσειόντων, εν πάση περιπτώσει.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου με έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση και όχι εις βάρος των εφεσειόντων.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο