ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:A323

(2016) 1 ΑΑΔ 1638

30 Ιουνίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LIMITED,

 

Εφεσείουσα-Eναγόμενη,

 

v.

 

ΒΑΣΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ και ΗΒΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΤΖΗΠΑΝΤΕΛΑ,

Διαχειριστων τησ ΠεριουσΙΑΣ του αΠοβιΩσαντα ΜΙΧΑΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 231/2011)

 

 

Χρηματιστήριο ― Αγορά μετοχών με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο ΧΑΚ ― Δεδομένου ότι η πληρωμή των επιδίκων μετοχών έγινε στις 11.5.2000, δηλαδή μετά που τέθηκε σε ισχύ ο τροποποιητικός νόμος 42(Ι)/2000, ότι η εφεσείουσα απέτυχε να εισάξει τις μετοχές της στο ΧΑΚ μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία των τριών μηνών (ή και μεταγενέστερα) και ότι ο αποβιώσας απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων του με επιστολές, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς κατέληξε ότι ετύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 58(Α)(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου αξιών Νόμου 14(Ι)/1993 όπως τροποποιήθηκε.

 

Χρηματιστήριο ― Αγορά μετοχών με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο ΧΑΚ ― Επιστροφή χρημάτων επενδυτή ― Άρθρο 58(Α)(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου αξιών Νόμου 14(Ι)/1993 όπως τροποποιήθηκε ― Είναι αδιάφορο το κατά πόσο ο επενδυτής με τις επιστολές του τερμάτισε ή όχι την οποιαδήποτε σύμβαση καθότι ό,τι απαιτεί ο Νόμος για την ενεργοποίηση της επιστροφής των χρημάτων ενός επενδυτή, είναι η υποβολή γραπτώς σχετικής απαίτησης  εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή 4106/2005, με την οποία καταδικάστηκε η εφεσείουσα-εναγόμενη να επιστρέψει στους εφεσίβλητους-ενάγοντες - διαχειριστές της περιουσίας του Μιχάλη Ιωάννου ο οποίος απεβίωσε μετά την καταχώριση της αγωγής, το ποσό των £24.975,00 (€42.672,32) δυνάμει του Άρθρου 58A(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου αξιών Νόμου 14(Ι)/1993 όπως τροποποιήθηκε.

 

Ουσιώδες μέρος του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης δεν αμφισβητήθηκε. Ο αποβιώσας, ανταποκρινόμενος σε δημόσια πρόσκληση που απηύθυνε η εφεσείουσα προς το κοινό στις 27.3.2000, αγόρασε μέσα στο Μάϊο του 2000 33.000 συνήθεις μετοχές της εφεσείουσας καταβάλλοντας το ποσό των £24.975,00. Και αυτό με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της εφεσείουσας στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), η οποία όμως δεν έγινε κατορθωτή εφόσον η σχετική αίτηση που υπέβαλε η εφεσείουσα στις 14.6.2000 δεν έγινε αποδεκτή μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία των τριών μηνών ή μεταγενέστερα.

 

Δύο και πλέον έτη μετά την αγορά των μετοχών, στις 29.8.2002, ο απoβιώσας αξίωσε με επιστολή την επιστροφή των χρημάτων του, αξίωση που επανέλαβε και με δεύτερη επιστολή ημερ. 27.7.2004, πλην όμως η εφεσείουσα απέρριψε την αξίωση του, με αποτέλεσμα την καταχώριση της αγωγής.

 

Για απόδειξη της αξίωσης των εφεσειόντων - εναγόντων κατέθεσε ο εγγονός του αποβιώσαντα Mιχάλης Ιωάννου (ΜΕ), ενώ για την εφεσείουσα-εναγόμενη κατέθεσε ο διευθυντής της Στ. Στυλιανού (ΜΥ).  Με βασική διαφωνία κατά πόσο η αγορά των μετοχών ήταν αποτέλεσμα των διαβεβαιώσεων του Στυλιανού προς τον αποβιώσαντα και τον εγγονό του ΜΕ οι οποίες, κατ' ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, δόθηκαν σε συνάντηση που είχαν το Μάρτιο του 2000 στα γραφεία της εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, δέχτηκε «χωρίς κανένα δισταγμό»  ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΥ κατέληξε σε ανάλογα ευρήματα. Με ουσιώδες το εύρημα ότι ο αποβιώσας αποφάσισε να προβεί στην αγορά των επίδικων μετοχών ως αποτέλεσμα των διαβεβαιώσεων του διευθυντή της εφεσείουσας Στ. Στυλιανού (ΜΥ) κατά τη συνάντηση που είχαν το Μάρτιο του 2000 στα γραφεία της εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο ετύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 58Α(3)(β) του Νόμου και με αναφορά στη σχετική νομολογία έδωσε θετική απάντηση.   Απορρίπτοντας δε στη συνέχεια τις νομικές υπερασπίσεις που προέβαλε η εφεσείουσα κατέληξε πως ο αποβιώσας κατέβαλε στην εναγομένη το ποσό των Λ. Κ. 24.975 κατόπιν των παραστάσεων του Μ.Υ. αλλά και με την προοπτική ότι οι τίτλοι της εναγόμενης θα εισάγονταν στο ΧΑΚ. Λαμβανομένων τούτων υπόψη και ότι εν τέλει οι επίδικες μετοχές δεν εισήχθηκαν στο ΧΑΚ και, περαιτέρω, ότι ο εφεσείων αξίωσε γραπτώς την επιστροφή του ποσού που κατέβαλε, εξέδωσε προς όφελος των εφεσιβλήτων-εναγόντων την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα:

 

α)  Αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΕ ως αξιόπιστη και απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΥ ως αναξιόπιστη (λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 8).

 

β)  Έκρινε ότι βάσει του Ν.42(Ι)/2000 η εφεσείουσα ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ ή να επιστρέψει στον αποβιώσαντα τα χρήματα του και εσφαλμένα προσέγγισε και εφάρμοσε τον εν λόγω Νόμο (λόγοι έφεσης 4 και 6).

 

γ)  Αποφάσισε ότι υπήρξε συμβατική σχέση μεταξύ εφεσείουσας και αποβιώσαντα σε σχέση με τις μετοχές που μεταβιβάστηκαν στον εφεσείοντα από τον ΜΕ και την Ε. Καζαμία και εσφαλμένα έκρινε ότι η επιστολή ημερ. 29.8.2002 που απέστειλε ο αποβιώσας στην εφεσείουσα αποτελούσε τερματισμό της κατ' ισχυρισμό μεταξύ τους συμφωνίας (λόγοι έφεσης 9 και 11).

 

δ)  Αποφάσισε ότι ο αποβιώσας υπέστη ζημία ίση με το ποσό που κατέβαλε για την απόκτηση των επιδίκων μετοχών εφόσον καμιά μαρτυρία επί του προκειμένου δόθηκε (λόγος έφεσης 12).

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Αναφορικά με τους  λόγους έφεσης με τους οποίους προσβαλλόταν βασικά η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, θα έπρεπε να υπομνησθεί πως κατά πάγια νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός και εάν αυτά δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα.

2.  Στην παρούσα περίπτωση, η βασική διαφωνία των δύο μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν κατά πόσο η αγορά των μετοχών ήταν αποτέλεσμα ή όχι των διαβεβαιώσεων του διευθυντή της εφεσείουσας (ΜΥ) στην κατ' ισχυρισμό συνάντηση που είχε με τον ΜΕ και τον παππού του.

3.  Επ' αυτού του ζητήματος το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ και το σχετικό συμπέρασμα του δεν μπορούσε να κριθεί εξ αντικειμένου ανυπόστατο ή παράλογο ώστε να δικαιολογούσε επέμβαση του Εφετείου.

4.  Επιπρόσθετα τούτου, το κατά πόσο η αγορά των επιδίκων μετοχών ήταν αποτέλεσμα των ισχυρισθέντων από το ΜΕ διαβεβαιώσεων του ΜΥ ή κατ' ακολουθία της δημόσιας πρόσκλησης,  ως ήταν η μαρτυρία του ΜΥ, δεν θα είχε επιπτώσεις στην τύχη της αγωγής ενόψει των προνοιών του Άρθρου 58(Α)(3)(β) του Νόμου, βάσει των οποίων τελικώς η αγωγή έγινε αποδεκτή.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Τρύφωνος (κατωτέρω) στο πλαίσιο εξέτασης ισχυρισμού της εφεσείουσας ότι δεν είχε δημοσιοποιήσει προς το κοινό πρόθεση για άμεση ένταξη της στο ΧΑΚ.  Πέραν όμως από την αίτηση της ημερ. 7.4.00 για ένταξη της στο ΧΑΚ, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του και τα τεκμ. 15Α, 15Β και 15Γ με τα οποία η εφεσείουσα γνωστοποιούσε προς το κοινό ότι στόχος της ήταν η ένταξη της στο ΧΑΚ μέσα στο 2000 και κατά συνέπεια οι αιτιάσεις της για σφάλμα ή σύγχυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου στερούνταν παντελώς ερείσματος.

6.  Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η πληρωμή των επιδίκων μετοχών έγινε στις 11.5.00, δηλαδή μετά που τέθηκε σε ισχύ ο τροποποιητικός Ν.42(1)/00, ότι η εφεσείουσα απέτυχε να εισάξει τις μετοχές της στο ΧΑΚ μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία των τριών μηνών (ή και μεταγενέστερα) και ότι ο αποβιώσας απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων του με τις επιστολές ημερ. 29.8.02 και 27.7.04 ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ετύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 58(Α)(3)(β) του Νόμου.

7.  Αναφορικά με τους λόγους έφεσης 9, 11 και 12, ούτε αυτοί ευσταθούσαν. Το Άρθρο 58Α(3)(β) δεν προϋποθέτει απόκτηση των μετοχών άμεσα από την εκδότρια εταιρεία ώστε να εγείρεται άμεση συμβατική σχέση επενδυτή και εκδότριας εταιρείας. Ό,τι προϋποθέτει είναι η αγορά μετοχών για την οποία ο επενδυτής « κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα σε εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο» και αυτό με την προοπτική εισαγωγής των σχετικών τίτλων στο ΧΑΚ και επομένως είναι αδιάφορο το γεγονός ότι ο αποβιώσας απέκτησε ή όχι τις μετοχές από την εφεσείουσα ή από τον ΜΕ και τη συνέταιρο του τελευταίου.

8.  Όπως είναι αδιάφορο το κατά πόσο ο αποβιώσαντας με την επιστολή ημερ. 29.8.02 (ή με τη μεταγενέστερη ημερ. 27.7.04) τερμάτισε ή όχι την οποιαδήποτε σύμβαση καθότι ό,τι απαιτεί ο Νόμος για την ενεργοποίηση της επιστροφής των χρημάτων ενός επενδυτή είναι η υποβολή γραπτώς σχετικής απαίτησης  εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο.

9.    Τέλος, σ' ό,τι αφορούσε τον δωδέκατο λόγο έφεσης  ήταν αρκετό να σημειωθεί ότι με την επιστολή ημερ. 29.8.2002 ο αποβιώσας αναλάμβανε όπως με την πληρωμή από την εφεσείουσα του ποσού των Λ.Κ.24.975,00 θα της μεταβίβαζε τους σχετικούς τίτλους και κατά συνέπεια δεν εγειρόταν θέμα απόδειξης οποιασδήποτε ζημίας αλλά εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 58Α(3)(β).

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Καλησπέρας v. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 867,

 

Ηarvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683,

 

Ιnvestylia Ltd v. Livadhiotis Bros Investments Ltd (2005) 1 A.A.Δ. 704,

 

Αnaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 691,

 

Ιnvestylia Ltd v. Ταμπούρη (2006) 1(B) Α.Α.Δ. 1325,

 

Κωνσταντίνου κ.ά. v. Karaolis Group Ltd (2007) 1(B) A.A.Δ. 756,

 

Τρύφωνος v. Ιnvestylia Ltd (2008) 1(B) A.A.Δ. 875,

 

Anaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1(Α) A.A.Δ. 691,

 

Παπακοκκίνου v. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 236,

 

Μαυροσκούφη ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (πρώην Arab Bank Plc) (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 839, ECLI:CY:AD:2014:A267,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Πάλμα κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2489, ECLI:CY:AD:2015:A765,

 

Νakery Trading Ltd κ.ά. v. Σιαηλή κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2940, ECLI:CY:AD:2015:A871,

 

Μαρίνου v. Σοφοκλέους (2016) 1 Α.Α.Δ. 967, ECLI:CY:AD:2016:A192.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Θωμά, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4106/2005), ημερομηνίας 25/5/2011.

Λ. Λουκαΐδης, για την Eφεσείουσα-Eναγόμενη.

 

Τ. Κουκούνης, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή 4106/2005, με την οποία καταδικάστηκε η εφεσείουσα-εναγόμενη να επιστρέψει στους εφεσίβλητους-ενάγοντες - διαχειριστές της περιουσίας του Μιχάλη Ιωάννου ο οποίος απεβίωσε μετά την καταχώριση της αγωγής (στο εξής ο αποβιώσας) - το ποσό των £24.975,00 (€42.672,32) δυνάμει του Άρθρου 58A(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου αξιών Νόμου του 1993 (Ν.14(Ι)/1993 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος).

 

Ουσιώδες μέρος του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης δεν αμφισβητείται. Ο αποβιώσας, ανταποκρινόμενος σε δημόσια πρόσκληση που απηύθυνε η εφεσείουσα προς το κοινό στις 27.3.2000, αγόρασε μέσα στο Μάϊο του 2000 33.000 συνήθεις μετοχές της εφεσείουσας καταβάλλοντας το ποσό των £24.975,00.  Και αυτό με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της εφεσείουσας στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), η οποία όμως δεν έγινε κατορθωτή εφόσον η σχετική αίτηση που υπέβαλε η εφεσείουσα στις 14.6.2000 δεν έγινε αποδεκτή μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία των τριών μηνών ή μεταγενέστερα.

 

Δύο και πλέον έτη μετά την αγορά των μετοχών, στις 29.8.2002, ο απoβιώσας αξίωσε με επιστολή την επιστροφή των χρημάτων του αξίωση που επανέλαβε και με δεύτερη επιστολή ημερ. 27.7.2004, πλην όμως η εφεσείουσα απέρριψε την αξίωση του με αποτέλεσμα την καταχώριση της αγωγής.

 

Για απόδειξη της αξίωσης των εφεσειόντων - εναγόντων κατέθεσε ο εγγονός του αποβιώσαντα Mιχάλης Ιωάννου (ΜΕ), ενώ για την εφεσείουσα-εναγόμενη κατέθεσε ο διευθυντής της Στ. Στυλιανού (ΜΥ).  Με βασική διαφωνία κατά πόσο η αγορά των μετοχών ήταν αποτέλεσμα των διαβεβαιώσεων του Στυλιανού προς τον αποβιώσαντα και τον εγγονό του ΜΕ οι οποίες, κατ' ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, δόθηκαν σε συνάντηση που είχαν το Μάρτιο του 2000 στα γραφεία της εφεσείουσας.

Σχετικά ο ΜΕ κατέθεσε πως το Μάρτιο του 2000, συνοδευόμενος από τη συνέταιρο του στο περιοδικό «Χρηματιστηριακά Βήματα» Ε. Καζαμία, πήρε συνέντευξη από το διευθυντή της εφεσείουσας Στ. Στυλιανού ενόψει της εισαγωγής των μετοχών της εφεσείουσας στο ΧΑΚ. Με όσα, ισχυρίστηκε, του ανέφερε ο Στυλιανού κατά τη συνέντευξη σχημάτισε την άποψη πως η επένδυση σε μετοχές της εφεσείουσας ήταν συμφέρουσα και παρότρυνε τον παππού του να αγοράσει μετοχές. Πράγματι ο παππούς του επέδειξε ενδιαφέρον, κατ' ακολουθία του οποίου τον συνόδευσε στα γραφεία της εφεσείουσας όπου ο Στυλιανού τους ανέφερε πως σύντομα οι τίτλοι της εφεσείουσας θα ετύγχαναν διαπραγμάτευσης στο ΧΑΚ και ότι επρόκειτο για εξαιρετική επένδυση. Είναι, ισχυρίστηκε, αποτέλεσμα των διαβεβαιώσεων αυτών που ο παππούς του αποφάσισε να προβεί στην αγορά των μετοχών, την πληρωμή των οποίων διενήργησε ο ίδιος τον Απρίλιο με επιταγές ύψους £16.650 και £8.325 που εκδόθηκαν από τη συνέταιρο του στο περιοδικό Ε. Καζαμία και τον παππού του και για τις οποίες η εφεσείουσα εξέδωσε επ' ονόματι της Καζαμία, του ιδίου και του παππού του αντίστοιχες αποδείξεις (τεκμ. 1Α και 1Β). Eπειδή όμως καθυστερούσε η εισαγωγή των μετοχών στο ΧΑΚ, κατέληξε, ο ίδιος και ο παππούς του, προς τον οποίο τελικά μεταβιβάστηκαν οι επίδικες μετοχές, μίλησαν τηλεφωνικώς με το Στυλιανού ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε κάποιες τυπικές διαδικασίες και να μην ανησυχούν καθότι σύντομα όλα θα κυλούσαν ομαλά.  Όμως οι διαβεβαιώσεις του τελικώς δεν υλοποιήθηκαν, εξ ου και ο παππούς του αξίωσε την επιστροφή των χρημάτων του, αρχικώς με επιστολές και ακολούθως με αγωγή.

 

Με τη σειρά του ο Στυλιανού (ΜΥ) ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν συνάντησε τον αποβιώσαντα και οι επίδικες μετοχές, οι οποίες εν τέλει εκδόθηκαν τον Οκτώβριο του 2001 επ' ονόματι του αποβιώσαντα, αγοράστηκαν κατόπιν υποβολής αίτησης ημερ. 14.4.2000 (τεκμ.20) από τον αποβιώσαντα και τον ΜΕ κατ' ακολουθία της δημόσιας πρόσκλησης της εφεσείουσας ημερ. 27.3.2000. Σ' ό,τι δε αφορά τη συνέντευξη προς τον ΜΕ, αυτή ισχυρίστηκε παραχωρήθηκε τον Οκτώβριο του 2000 και δημοσιεύτηκε στο τεύχος του περιοδικού Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2000 (τεκμ.19).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, δέχτηκε «χωρίς κανένα δισταγμό» ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΥ κατέληξε σε ανάλογα ευρήματα. Με ουσιώδες το εύρημα ότι ο αποβιώσας αποφάσισε να προβεί στην αγορά των επίδικων μετοχών ως αποτέλεσμα των διαβεβαιώσεων του διευθυντή της εφεσείουσας Στ. Στυλιανού (ΜΕ) κατά τη συνάντηση που είχαν το Μάρτιο του 2000 στα γραφεία της εφεσείουσας.

 

Με συμπληρωμένο το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης ως ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο ετύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 58Α(3)(β) του Νόμου και με αναφορά στη σχετική νομολογία (Καλησπέρας v. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 867, Ηarvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683, Ιnvestylia Ltd v. Livadhiotis Bros Investments Ltd (2005) 1 A.A.Δ. 704, Αnaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 691, Ιnvestylia Ltd v. Ταμπούρη (2006) 1(B) Α.Α.Δ. 1325, Κωνσταντίνου κ.ά. v. Karaolis Group Ltd (2007) 1(B) A.A.Δ. 756 και Τρύφωνος v. Ιnvestylia Ltd (2008) 1(B) A.A.Δ. 875) έδωσε θετική απάντηση. Απορρίπτοντας δε στη συνέχεια τις νομικές υπερασπίσεις που προέβαλε η εφεσείουσα - την αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 58Α(3)(β) του Νόμου, την ασυμβατότητα των προνοιών του με την Οδηγία 77/91/ΕΟΚ ημερ. 13.12.1976, το περιορισμό της αξίωσης του αποβιώσαντος για αποζημίωση στο ποσό των £20.000 δυνάμει του Ν.168(Ι)/2002 και την κατ' ισχυρισμό απεμπόληση του δικαιώματος (waiver) του για αποζημιώσεις λόγω καθυστέρησης στην υποβολή της απαίτησης - κατέληξε πως «. ο αποβιώσας κατέβαλε στην εναγομένη το ποσό των Λ. Κ. 24.975 κατόπιν των παραστάσεων του Μ.Υ. αλλά και με την προοπτική ότι οι τίτλοι της εναγόμενης θα εισάγονταν στο ΧΑΚ. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραπέμψω και στην υπόθεση Anaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1(Α) A.A.Δ. 691 σύμφωνα με την οποία το Άρθρο 58Α(3)(β) δεν προϋποθέτει την απόδειξη "παραστάσεων εισαγωγής τίτλων στο ΧΑΚ". Είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι έγινε νόμιμη πληρωμή και είσπραξη των χρημάτων, κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 58Α(1)(α)-(γ) είτε με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο ΧΑΚ είτε άλλως πως». Λαμβανομένων τούτων υπόψη και ότι εν τέλει οι επίδικες μετοχές δεν εισήχθηκαν στο ΧΑΚ και, περαιτέρω, ότι ο εφεσείων αξίωσε γραπτώς την επιστροφή του ποσού που κατέβαλε, εξέδωσε προς όφελος των εφεσιβλήτων-εναγόντων την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Η εφεσείουσα διατυπώνει στο εφετήριο είκοσι (20) λόγους έφεσης, τους οποίους αιτιολογεί με τέτοιο τρόπο ώστε ο ευπαίδευτος συνήγορος της να θεωρεί πως «. παρέχουν επαρκή στοιχεία για το Ανώτατο Δικαστήριο που ικανοποιούν πλήρως και τους σκοπούς του περιγράμματος» και ως εκ τούτου με το εκ 13 γραμμών περίγραμμα του περιορίζεται απλώς σε υιοθέτηση τους. Ωστόσο, μετά την επιφύλαξη της απόφασης στις 3.6.2016, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας απέσυρε με επιστολή που κατάθεσε στο Πρωτοκολλητείο στις 10.6.2016 έντεκα (11) λόγους έφεσης - τους υπ' αρ. 5, 7, 10 και 13 μέχρι και 20 - από τους οποίους οι υπ' αρ. 13-20 αφορούν τις νομικές υπερασπίσεις που είχε εγείρει η εφεσείουσα πρωτοδίκως και απορρίφθηκαν (ανωτέρω), ο υπ' αρ. 5 την κατ' ισχυρισμό αντινομική αποδοχή και λανθασμένη αξιολόγηση επιστολής της εφεσείουσας ημερ. 2.3.2000, ο υπ' αρ. 7 το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επίδικες μετοχές  αγοράστηκαν από τον αποβιώσαντα με την προοπτική ένταξης της εφεσείουσας στο ΧΑΚ και με τον υπ' αρ. 10 ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι η εφεσείουσα είχε παραλάβει επιστολή του αποβιώσαντα ημερ. 29.8.2002.

 

Κατ' ακολουθία της απόσυρσης των προαναφερθέντων λόγων έφεσης παρέμειναν προς εξέταση οι υπόλοιποι εννέα (9) λόγοι, με τους οποίους καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα:-

 

1. Αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΕ ως αξιόπιστης και απόρριψε τη μαρτυρία του ΜΥ ως αναξιόπιστης (λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 8),

 

2. Έκρινε ότι βάσει του Ν.42(Ι)/2000 η εφεσείουσα ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ ή να επιστρέψει στον αποβιώσαντα τα χρήματα του και εσφαλμένα προσέγγισε και εφάρμοσε τον εν λόγω Νόμο (λόγοι έφεσης 4 και 6),

 

3. Αποφάσισε ότι υπήρξε συμβατική σχέση μεταξύ εφεσείουσας και αποβιώσαντα σε σχέση με τις μετοχές που μεταβιβάστηκαν στον εφεσείοντα από τον ΜΕ και την Ε. Καζαμία και εσφαλμένα έκρινε ότι η επιστολή ημερ. 29.8.2002 που απέστειλε ο αποβιώσας στην εφεσείουσα αποτελούσε τερματισμό της κατ' ισχυρισμό μεταξύ τους συμφωνίας (λόγοι έφεσης 9 και 11) και

 

4. Αποφάσισε ότι ο αποβιώσας υπέστη ζημία ίση με το ποσό που κατέβαλε για την απόκτηση των επιδίκων μετοχών εφόσον καμιά μαρτυρία επί του προκειμένου δόθηκε (λόγος έφεσης 12),

 

Αντίθετα με την επιλογή του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας να περιοριστεί απλώς στην υιοθέτηση των λόγων έφεσης και της συνοδευτικής αιτιολογίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων αντέκρουσε με εκτεταμένο περίγραμμα αγόρευσης ένα προς ένα όλους τους λόγους έφεσης, με το οποίο δίδεται πλήρης στήριξη στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης και της συνοδευτικής αιτιολογίας, καθώς επίσης και υπό το πρίσμα των αντίστοιχων θέσεων των εφεσιβλήτων με τις οποίες υποστηρίζεται η ορθότητα της.

 

Αρχίζοντας από τους λόγους έφεσης 1, 2, 3 και 8, με τους οποίους προσβάλλεται βασικά η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, να υπενθυμίσουμε κατ' αρχάς πως κατά πάγια νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός και εάν αυτά δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα (βλ. μεταξύ άλλων Παπακοκκίνου v. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 236, Μαυροσκούφη v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (πρώην Arab Bank Plc) (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 839, ECLI:CY:AD:2014:A267, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Πάλμα κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2489, ECLI:CY:AD:2015:A765 και Νakery Trading Ltd κ.ά. v. Σιαηλή κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2940, ECLI:CY:AD:2015:A871 και Μαρίνου v. Σοφοκλέους (2016) 1 Α.Α.Δ. 967, ECLI:CY:AD:2016:A192). Στην παρούσα περίπτωση η βασική διαφωνία των δύο μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν κατά πόσο η αγορά των μετοχών ήταν αποτέλεσμα ή όχι των διαβεβαιώσεων του διευθυντή της εφεσείουσας (ΜΥ) στην κατ' ισχυρισμό συνάντηση που είχε με τον ΜΕ και τον παππού του. Επ' αυτού του ζητήματος το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ και το σχετικό συμπέρασμα του δεν μπορεί να κριθεί εξ αντικειμένου ανυπόστατο ή παράλογο ώστε να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου. Επιπρόσθετα τούτου, για τους λόγους που θα δοθούν στη συνέχεια, το κατά πόσο η αγορά των επιδίκων μετοχών ήταν αποτέλεσμα των ισχυρισθέντων από το ΜΕ διαβεβαιώσεων του ΜΥ ή κατ' ακολουθία της δημόσιας πρόσκλησης, ως ήταν η μαρτυρία του ΜΥ, δεν θα είχε επιπτώσεις στην τύχη της αγωγής ενόψει των προνοιών του Άρθρου 58(Α)(3)(β) του Νόμου βάσει των οποίων τελικώς η αγωγή έγινε αποδεκτή.

 

Για τους πιο πάνω λόγους οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 8 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Στο επίκεντρο των λόγων έφεσης 4 και 6 βρίσκονται οι πρόνοιες του Άρθρου 3(1) και 3(2) του Ν.42(Ι)/2000, με τον οποίο εισάγεται στο (βασικό) Νόμο το Άρθρο 58Α. Επί του προκειμένου η εφεσείουσα διατύπωσε δύο θέσεις. Η πρώτη ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με αναφορά στην Τρύφωνος v. Investylia (ανωτέρω) ότι η εφεσείουσα είχε υποχρέωση βάσει του Ν.42(Ι)/2000 να υποβάλει αίτηση για ένταξη της στο ΧΑΚ ή να επιστρέψει στον αποβιώσαντα τα χρήματα του (λόγος έφεσης 4) και η δεύτερη πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει συγχίσει την πρόθεση της εφεσείουσας να υποβάλει την υπό αναφορά αίτηση εν ενθέτω χρόνο με το γεγονός ότι εξαναγκάστηκε από το Ν.42(Ι)/2000 να υποβάλει την αίτηση στις 14.6.2000 και στη συνέχεια να ζητήσει εξαίρεση από το ΧΑΚ σχετικά με τον Κανονισμό 61.

 

Οι δύο πιο πάνω θέσεις της εφεσείουσας αιτιολογούνται στη βάση ότι τα Άρθρα 3(1) και 3(2) του Ν.42(Ι)/2000 ποινικοποιούν τη μη υποβολή αίτησης εντός της  προβλεπόμενης τακτής προθεσμίας των δύο μηνών, αλλά «. καμία διέξοδο με επιστροφή χρημάτων στους επενδυτές δεν αφήνουν».  Κατά συνέπεια, υπέβαλε, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με αναφορά στην Τρύφωνος (ανωτέρω) ότι η πρόθεση της εφεσείουσας για εισαγωγή στο ΧΑΚ φαίνεται και από το γεγονός ότι υπέβαλε σχετική αίτηση στο ΧΑΚ στις 7.4.2000 και εσφαλμένα παράβλεψε το γεγονός ότι η εφεσείουσα  «. δεν είχε άλλη επιλογή από το να αιτηθεί εξαίρεση από το ΧΑΚ σχετικά με τον Κανονισμό 61 και να προχωρήσει σε άμεση ένταξη των τίτλων της στο ΧΑΚ (under duress) αλλιώς διέπραττε ποινικό αδίκημα».

 

Oι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων, δεν ευσταθούν καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο το μόνο που έκρινε, με αναφορά και στην Τρύφωνος (ανωτέρω),  ήταν την πρόθεση της εφεσείουσας για ένταξη της στο ΧΑΚ και σε καμία περίπτωση δεν σύγχυζε την πρόθεση αυτή με τον κατ' ισχυρισμό εξαναγκασμό της να υποβάλει την επίδικη αίτηση εφόσον η πρόθεση της για άμεση ένταξη της στο ΧΑΚ καταδεικνύεται και από τα τεκμ. 15Α, 15Β και 15Γ.

 

Εξετάσαμε και επί αυτών των παραπόνων της εφεσείουσας την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.  Καταλήξαμε ότι αμφότερα τα παράπονα της δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Τρύφωνος (ανωτέρω) στο πλαίσιο εξέτασης ισχυρισμού της εφεσείουσας ότι δεν είχε δημοσιοποιήσει προς το κοινό πρόθεση για άμεση ένταξη της στο ΧΑΚ. Πέραν όμως από την αίτηση της ημερ. 7.4.2000 για ένταξη της στο ΧΑΚ, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του και τα τεκμ. 15Α, 15Β και 15Γ με τα οποία η εφεσείουσα γνωστοποιούσε προς το κοινό ότι στόχος της ήταν η ένταξη της στο ΧΑΚ μέσα στο 2000 και κατά συνέπεια οι αιτιάσεις της για σφάλμα ή σύγχυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου στερούνται παντελώς ερείσματος. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η πληρωμή των επιδίκων μετοχών έγινε στις 11.5.2000 (τεκμ.4), δηλαδή μετά που τέθηκε σε ισχύ ο τροποποιητικός Ν.42(Ι)/2000, ότι η εφεσείουσα απέτυχε να εισάξει τις μετοχές της στο ΧΑΚ μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία των τριών μηνών (ή και μεταγενέστερα) και ότι ο αποβιώσας απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων του με τις επιστολές ημερ. 29.8.2002 και 27.7.2004 ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ετύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 58(Α)(3)(β)* του Νόμου.

 

Με τους εναπομείναντες λόγους έφεσης 9, 11 και 12, καταλογίζονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο τρία επιπλέον σφάλματα.  Ότι δηλαδή εσφαλμένα έκρινε ότι (α) υπήρξε συμβατική σχέση μεταξύ της εφεσείουσας και του αποβιώσαντος εφόσον οι επίδικες μετοχές μεταβιβάστηκαν στον αποβιώσαντα από τον εγγονό του (ΜΕ) και τη συνέταιρο του τελευταίου Ε. Καζαμία (9ος λόγος έφεσης), (β) η επιστολή ημερ. 29.8.2002 του αποβιώσαντος αποτελούσε τερματισμό της μεταξύ τους σύμβασης (λόγος έφεσης 11) και (γ) πως οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν σε αποζημίωση ίση με το ποσό που κατέβαλε ο αποβιώσας για απόκτηση των μετοχών, τη στιγμή που δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για τη ζημία που υπέστη λαμβανομένου υπόψη και της αξίας των επιδίκων μετοχών που ουδέποτε ήταν μικρότερη των Λ.Κ.0,42 για κάθε μετοχή.

 

Ούτε οι λόγοι αυτοί ευσταθούν.  Το Άρθρο 58Α(3)(β) δεν προϋποθέτει απόκτηση των μετοχών άμεσα από την εκδότρια εταιρεία ώστε να εγείρεται άμεση συμβατική σχέση επενδυτή και εκδότριας εταιρείας.  Ό,τι προϋποθέτει είναι η αγορά μετοχών για την οποία ο επενδυτής «. κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα σε εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο.» και αυτό με την προοπτική εισαγωγής των σχετικών τίτλων στο ΧΑΚ και επομένως είναι αδιάφορο το γεγονός ότι ο αποβιώσας απέκτησε ή όχι τις μετοχές από την εφεσείουσα ή από τον ΜΕ και τη συνέταιρο του τελευταίου. Όπως είναι αδιάφορο το κατά πόσο ο αποβιώσαντας με την επιστολή ημερ. 29.8.2002 (ή με τη μεταγενέστερη ημερ. 27.7.2004) τερμάτισε ή όχι την οποιαδήποτε σύμβαση καθότι ό,τι απαιτεί ο Νόμος για την ενεργοποίηση της επιστροφής των χρημάτων ενός επενδυτή είναι η υποβολή γραπτώς σχετικής απαίτησης «. εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο». Τέλος, σ' ό,τι αφορά το λόγο έφεσης 12 είναι αρκετό να σημειώσουμε ότι με την επιστολή ημερ. 29.8.2002 ο αποβιώσας αναλάμβανε όπως με την πληρωμή από την εφεσείουσα του ποσού των Λ.Κ.24.975,00 θα της μεταβίβαζε τους σχετικούς τίτλους και κατά συνέπεια δεν εγείρεται θέμα απόδειξης οποιασδήποτε ζημίας αλλά εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 58Α(3)(β).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2.500 πλέον ΦΠΑ έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο