ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2016:A303

(2016) 1 ΑΑΔ 1590

27 Ιουνίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΕΩΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1965, ΑΡΘΡΟ 51,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (ΔΙΑΚΑΤΟΧΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ) ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 224, ΑΡΘΡΟ 80,

 

ΚΑΙ

 

ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΕΙΑ ΠΑΛΑΙΚΥΘΡΟΥ "Ο ΓΙΓΑΣ" ΛΤΔ,

 

Εφεσείουσα,

 

ΚΑΙ

 

1. ΧΑΛΙΛ ΜΟΥΣΤΑΦΑ,

2. ΙΜΠΡΑΧΙΜ ΜΟΥΣΤΑΦΑ,

3. ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ

  ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

 

Εφεσίβλητοι.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 45/2010)

 

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Αίτηση έφεσης εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου ― Εξέταση προδικαστικού σημείου κατ' έφεση ― Κατά πόσον υπήρχε απόφαση του Διευθυντή και συνακόλουθα δικαιοδοσία του αρμοδίου Δικαστηρίου ― Με την επιστολή που απέστειλε ο Διευθυντής του Κτηματολογίου στην προκειμένη, ουσιαστικά κοινοποιούσε στην εφεσείουσα την απόφαση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με την οποία το αίτημα της εφεσείουσας δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί ― Δεν επρόκειτο, συνεπώς, για απόφαση του Διευθυντή, δυνάμει του Άρθρου 51 του Ν.9/1965 ή του Άρθρου 80 του Κεφ. 224 ― Απορριπτική κατάληξη λόγω απουσίας αντικειμένου της έφεσης.

 

Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες Τεμαχίου, στο χωριό Δάλι, της επαρχίας Λευκωσίας. Το ακίνητο περιήλθε στη διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δυνάμει των προνοιών του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/1991, καθότι μέχρι την Τουρκική εισβολή οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ήταν κάτοικοι Ιδαλίου και, ακολούθως, μετοίκησαν στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, στο Αργάκι Μόρφου, όπου διαμένουν έκτοτε.

 

Η εφεσείουσα, η οποία ασχολείται με την παραγωγή και εμπορία κεραμιδιών, διαθέτει εργοστάσιο το οποίο γειτνιάζει με το επίδικο ακίνητο. Μέρος του ακινήτου ενοικιάζεται από τον Κηδεμόνα στην εφεσείουσα και χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του εργοστασίου της. Με πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 5.10.2006, η εφεσείουσα συμφώνησε να αγοράσει από τους εφεσίβλητους 1 και 2 το ακίνητο έναντι του ποσού των €200.000. Αφού κατεβλήθη το τίμημα πώλησης και οι σχετικοί φόροι, έγινε προσπάθεια κατάθεσης του πωλητηρίου εγγράφου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και μεταβίβασης.

 

Ο Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας  με επιστολή του ημερομηνίας 22.4.2008, ενημέρωσε την εφεσείουσα και τους εφεσίβλητους 1 και 2 ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί το πωλητήριο έγγραφο και τη δήλωση μεταβίβασης για κατάθεση, επειδή το ακίνητο τελούσε υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ο οποίος δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του, επειδή: «Για την εν λόγω αγοραπωλησία, όπως προκύπτει, δεν συντρέχουν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίζονται με σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις ο Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών μπορεί να επιτρέπει κατ' εξαίρεση την πώληση ορισμένων Τ/Κ περιουσιών, των οποίων οι ιδιοκτήτες αποδεδειγμένα είχαν μεταβεί για μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό πριν την Τουρκική Εισβολή ή δεν έχουν εγκαταλείψει τις ελεύθερες περιοχές. Οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες της υπό αναφορά πωλούμενης περιουσίας μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή εγκατέλειψαν την περιουσία τους αυτή και εγκαταστάθηκαν στην κατεχόμενη περιοχή, όπου διαμένουν μέχρι σήμερα.»

 

Με αίτηση/έφεση η εφεσείουσα επεδίωξε την ακύρωση της επίδικης απόφασης του Διευθυντή, καθώς και την έκδοση διαταγμάτων αποδοχής του πωλητηρίου και της δήλωσης μεταβίβασης, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και μεταβίβασης. Πρωτοδίκως, υπεβλήθησαν εκ μέρους του Διευθυντή και του εφεσίβλητου 3 προδικαστικές ενστάσεις, μεταξύ των οποίων και ότι η απόφαση του Διευθυντή δεν αποτελεί «απόφαση» και δεν εφεσιβάλλεται, σύμφωνα με το Άρθρο 80 του Κεφ. 224, ούτε με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 51 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965, οι οποίες όμως αποσύρθηκαν στην πορεία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση/έφεση, κρίνοντας ότι η απόφαση του Κηδεμόνα να μη δώσει τη συγκατάθεσή του για την πώληση, όπως και του Διευθυντή να μην αποδεχθεί το πωλητήριο έγγραφο για κατάθεση, είτε για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, είτε για μεταβίβαση, ήταν απόλυτα ορθές και δικαιολογημένες και πως η απόφασή τους ήταν το αποτέλεσμα της ορθής εφαρμογής και ερμηνείας των διατάξεων του Νόμου 139/1991. Θεώρησε, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ως δεδομένο, ότι ο Νόμος 139/1991 είναι συνταγματικός ως έχει κριθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Με ένα λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Διευθυντή να μην αποδεχθεί το πωλητήριο έγγραφο για κατάθεση, δεν βρισκόταν σε αντίθεση με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο.

 

Η προδικαστική ένσταση που υποβλήθηκε πρωτοδίκως ως προς το θέμα της δικαιοδοσίας και αποσύρθηκε, επαναφέρθηκε κατ' έφεση και οι δύο πλευρές προέβησαν σε συμπληρωματικές αγορεύσεις. Με δεδομένο ότι το θέμα της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης, εξετάστηκε πρώτο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Εξετάστηκαν με προσοχή οι εκατέρωθεν θέσεις και προέκυπτε ότι η υπόθεση Basma, (κατωτέρω), είναι καθοριστική ως προς το εγειρόμενο ζήτημα. Σε εκείνη την υπόθεση, με αντίστοιχα γεγονότα, εκρίθη από την Ολομέλεια ότι η υπό αναφορά επιστολή ο Διευθυντής, ουσιαστικά, δεν κοινοποίησε στον ενδιαφερόμενο δική του απόφαση, αλλά απόφαση του Κηδεμόνα σύμφωνα με την οποία το αίτημά του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί καθότι δεν πληρούνταν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 15.9.04 και κατά συνέπεια η εν λόγω επιστολή κατέστησε την απόφαση του Κηδεμόνα υποκείμενη σε προσβολή με προσφυγή ως εκτελεστή διοικητική πράξη.

2.  Το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης εφαρμόζεται και στα γεγονότα της παρούσας. Τα γεγονότα των δύο υποθέσεων προσομοιάζουν, παρόλο που στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων επέλεξε να καταχωρήσει αίτηση/έφεση εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Διευθυντή και όχι προσφυγή.

3.    Το γεγονός αυτό δεν αλλοιώνει τα πράγματα, ούτε το γεγονός ότι στην υπόθεση Basma δεν εφεσιβλήθηκε η πρωτόδικη κρίση ότι η απόφαση του Διευθυντή εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο. Το σκεπτικό της απόφασης, το οποίο υιοθετήθηκε και στην παρούσα, καθιστά σαφές πότε θα μπορούσε η απόφαση του Διευθυντή να ενταχθεί στο ιδιωτικό δίκαιο, που δεν είναι η παρούσα περίπτωση.

4.  Η απορριπτική απόφαση του Διευθυντή στην παρούσα περίπτωση, δεν αφορούσε διατυπώσεις που απαιτεί ο Ν.9/1965, ούτε επρόκειτο για άσκηση διακριτικής ευχέρειας του ίδιου του Διευθυντή, στη βάση του Άρθρου 14(γ) του Νόμου, έτσι ώστε να προκύπτει θέμα ιδιωτικού δικαίου.

5.  Με την επιστολή που απέστειλε ο Διευθυντής, στις 22.4.2008, ουσιαστικά κοινοποιούσε στην εφεσείουσα την απόφαση του Κηδεμόνα με την οποία το αίτημα της εφεσείουσας δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί. Δεν επρόκειτο, συνεπώς, για απόφαση του Διευθυντή, δυνάμει του Άρθρου 51 του Ν.9/1965 ή του Άρθρου 80 του Κεφ. 224.

6.  Για τους πιο πάνω λόγους,  δεν υπήρχε δικαιοδοσία στο πρωτόδικο Δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης/έφεσης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε ως άνευ αντικειμένου χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Basma v. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 619.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καλογήρου, Π.Ε.Δ.) (Αίτηση Αρ. 383/2008), ημερομηνίας 30/12/2009.

 

Α. Αιμιλιανίδης, για την Εφεσείουσα.

 

Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Λ. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του Τεμαχίου 1138, με αριθμό εγγραφής 12/1058 Φ/Σχ. 47 Ε 2, στο χωριό Δάλι, της επαρχίας Λευκωσίας, στο εξής «το ακίνητο». Το ακίνητο περιήλθε στη διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δυνάμει των προνοιών του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/1991, καθότι μέχρι την Τουρκική εισβολή οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ήταν κάτοικοι Ιδαλίου και, ακολούθως, μετοίκησαν στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, στο Αργάκι Μόρφου, όπου διαμένουν έκτοτε.

 

Η εφεσείουσα, η οποία ασχολείται με την παραγωγή και εμπορία κεραμιδιών, διαθέτει εργοστάσιο το οποίο γειτνιάζει με το επίδικο ακίνητο. Μέρος του ακινήτου ενοικιάζεται από τον Κηδεμόνα στην εφεσείουσα και χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του εργοστασίου της. Με πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 5.10.2006, η εφεσείουσα συμφώνησε να αγοράσει από τους εφεσίβλητους 1 και 2 το ακίνητο έναντι του ποσού των €200.000. Αφού κατεβλήθη το τίμημα πώλησης και οι σχετικοί φόροι, έγινε προσπάθεια κατάθεσης του πωλητηρίου εγγράφου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και μεταβίβασης.

 

Ο Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (στο εξής «ο Διευθυντής»), με επιστολή του ημερομηνίας 22.4.2008, ενημέρωσε την εφεσείουσα και τους εφεσίβλητους 1 και 2 ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί το πωλητήριο έγγραφο και τη δήλωση μεταβίβασης για κατάθεση, επειδή το ακίνητο τελούσε υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ο οποίος δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του, επειδή: «Για την εν λόγω αγοραπωλησία, όπως προκύπτει, δεν συντρέχουν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίζονται με σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις ο Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών μπορεί να επιτρέπει κατ' εξαίρεση την πώληση ορισμένων Τ/Κ περιουσιών, των οποίων οι ιδιοκτήτες αποδεδειγμένα είχαν μεταβεί για μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό πριν την Τουρκική Εισβολή ή δεν έχουν εγκαταλείψει τις ελεύθερες περιοχές. Οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες της υπό αναφορά πωλούμενης περιουσίας μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή εγκατέλειψαν την περιουσία τους αυτή και εγκαταστάθηκαν στην κατεχόμενη περιοχή, όπου διαμένουν μέχρι σήμερα.»

 

Με αίτηση/έφεση η εφεσείουσα επεδίωξε την ακύρωση της επίδικης απόφασης του Διευθυντή, καθώς και την έκδοση διαταγμάτων αποδοχής του πωλητηρίου και της δήλωσης μεταβίβασης, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και μεταβίβασης. Πρωτοδίκως, υπεβλήθησαν εκ μέρους του Διευθυντή και του εφεσίβλητου 3 προδικαστικές ενστάσεις, μεταξύ των οποίων και ότι η απόφαση του Διευθυντή δεν αποτελεί «απόφαση» και δεν εφεσιβάλλεται, σύμφωνα με το Άρθρο 80 του Κεφ. 224, ούτε με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 51 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965, οι οποίες όμως αποσύρθηκαν στην πορεία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση/έφεση, κρίνοντας ότι η απόφαση του Κηδεμόνα να μη δώσει τη συγκατάθεσή του για την πώληση, όπως και του Διευθυντή να μην αποδεχθεί το πωλητήριο έγγραφο για κατάθεση, είτε για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, είτε για μεταβίβαση, ήταν απόλυτα ορθές και δικαιολογημένες και πως η απόφασή τους ήταν το αποτέλεσμα της ορθής εφαρμογής και ερμηνείας των διατάξεων του Νόμου 139/1991. Θεώρησε, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως δεδομένο ότι ο Νόμος 139/1991 είναι συνταγματικός ως έχει κριθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Με ένα λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Διευθυντή να μην αποδεχθεί το πωλητήριο έγγραφο για κατάθεση, δεν βρισκόταν σε αντίθεση με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο. Στην αιτιολογία του λόγου αυτού αναφέρεται ότι η απόφαση του Διευθυντή στηρίχθηκε στις διατάξεις του Νόμου 139/1991, οι οποίες βρίσκονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο.

 

Η προδικαστική ένσταση που υποβλήθηκε πρωτοδίκως ως προς το θέμα της δικαιοδοσίας και αποσύρθηκε, επαναφέρθηκε κατ' έφεση και οι δύο πλευρές προέβησαν σε συμπληρωματικές αγορεύσεις. Με δεδομένο ότι το θέμα της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης, θα το εξετάσουμε πρώτο.

 

Η πλευρά της Δημοκρατίας εισηγείται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την καταχώρηση αίτησης/έφεσης είναι η ύπαρξη απόφασης του Διευθυντή που εκδόθηκε στα πλαίσια του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν.9/1965, ή του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ. 224. Με αναφορά στο Άρθρο 14(γ) του Ν.9/1965, το οποίο αφορά άρνηση του Διευθυντή για εγγραφή μεταβίβασης όταν αυτή «θα αντέβαινε ή αντέκειτο προς τας διατάξεις οποιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου», η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι στην παρούσα περίπτωση η απόφαση του Διευθυντή είναι διαπιστωτική της απόφασης του Κηδεμόνα και, ως τέτοια, δεν θα μπορούσε να εφεσιβληθεί με αίτηση/έφεση. Προς τούτο, παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Basma v. Δημοκρατίας κ.ά., (2013) 3 Α.Α.Δ. 619.

 

Αντίθετη υπήρξε η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας. Στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο κ. Αιμιλιανίδης τόνισε ότι οι θεραπείες που επιδιώκονται με την αίτηση/έφεση είναι η προσβολή της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να μην αποδεχθεί την κατάθεση για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης το πωλητήριο έγγραφο. Το γεγονός ότι κατά την αποδοχή ενός πωλητηρίου εγγράφου ο Διευθυντής μπορεί να λάβει υπόψη του την ύπαρξη διοικητικών οργάνων, όπως είναι ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δεν μεταβάλλουν, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, τη φύση της απόφασής του η οποία εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο. Βεβαίως, κατά την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει κατά πόσο ο Διευθυντής είχε άλλη επιλογή από του να λάβει την απόφαση που πήρε, δυνάμει της κειμένης νομοθεσίας και ενόψει της ύπαρξης απόφασης του Κηδεμόνα. Αυτό, όμως, είναι θέμα που άπτεται της ουσίας της υπόθεσης και όχι της δικαιοδοσίας. Το μοναδικό ερώτημα που καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο, ανέφερε, είναι το κατά πόσο η κρίση του Διευθυντή ότι εφαρμόζεται το Άρθρο 14(γ) του Ν.9/1965 είναι ή όχι ορθή και όχι η ανατροπή οποιασδήποτε κρίσης του Κηδεμόνα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος, με αναφορά σε νομολογία, εισηγήθηκε ότι η παρούσα περίπτωση εντάσσεται στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Περαιτέρω, διέκρινε την υπόθεση Basma από την παρούσα ως προς τα γεγονότα. Τόνισε ο συνήγορος ότι η απόφαση που εφεσιβλήθηκε στην υπόθεση εκείνη ήταν απόρριψη προσφυγής εναντίον της απόφασης του Κηδεμόνα. Η απόρριψη της προσφυγής εναντίον του Διευθυντή του Κτηματολογίου, η οποία ήταν το αποτέλεσμα πρωτόδικης κρίσης ότι η εν λόγω πράξη ανήκε στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, δεν εφεσιβλήθηκε.

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και θεωρούμε ότι η υπόθεση Basma, πιο πάνω, είναι καθοριστική ως προς το εγειρόμενο ζήτημα. Στην υπόθεση εκείνη ο εφεσείων, πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας και μέλος της Τουρκικής κοινότητας, ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης σημαντικής ακίνητης ιδιοκτησίας στις ελεύθερες περιοχές, την οποία εγκατέλειψε το 1974 στο πλαίσιο της μαζικής μετακίνησης των Τουρκοκυπρίων στις κατεχόμενες περιοχές. Το 2007 ο εφεσείων εγκαταστάθηκε στις ελεύθερες περιοχές, πώλησε σε Ελληνοκυπριακή εταιρεία κτήματα που βρίσκονταν στο χωριό Άγιος Θεόδωρος Λάρνακας και επιχείρησε να καταθέσει σχετικό πωλητήριο έγγραφο μαζί με δήλωση μεταβίβασης στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας. Το αίτημά του απορρίφθηκε με επιστολή που του απέστειλε ο Διευθυντής, καθότι, όπως αναφέρετο στην επιστολή, ο Κηδεμόνας είχε αποφασίσει πως στην περίπτωσή του δεν πληρούνταν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίστηκαν με σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για αποδοχή της δήλωσης. Ο εφεσείων πρόσβαλε την απόφαση εκείνη με προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε πρωτοδίκως, όπως απορρίφθηκε και η προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέπιπτε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, αλλά του ιδιωτικού, καθότι η μη αποδοχή της δήλωσης ήταν απόφαση του Διευθυντή και, ως τέτοια, δεν συνιστούσε, σύμφωνα με τη νομολογία, εκτελεστή διοικητική πράξη. Καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν εφέσεις και η Ολομέλεια, εξετάζοντας την προδικαστική ένσταση, ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά, στη σελίδα 625:

 

«Η άρνηση του Διευθυντή να αποδεχθεί τη Δήλωση θα ήταν ζήτημα του ιδιωτικού δικαίου (α) εάν αφορούσε τις διατυπώσεις που απαιτεί ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος του 1965 (Ν. 9/1965, όπως τροποποιήθηκε) για αποδοχή τέτοιας δήλωσης, ή, (β) εάν ήταν απόρροια άσκησης της διακριτικής εξουσίας που παραχωρείται στο Διευθυντή από το Άρθρο 14(γ) για μη αποδοχή δήλωσης όπου «η σκοπούμενη μεταβίβασις ή υποθήκευσις θα αντέβαινεν ή αντέκειτο προς τας διατάξεις οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύι νόμου». Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης είναι προφανές ότι η επιστολή του Διευθυντή ημερ. 29.7.08 δεν αφορούσε τις διατυπώσεις του νόμου και το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν αντικείμενο της εν λόγω επιστολής ήταν η κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο - τον Basma - απόφαση του για απόρριψη του αιτήματος του κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 14(γ) του Ν. 9/1965. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι αρνητική. Με την υπό αναφορά επιστολή ο Διευθυντής, ουσιαστικά, δεν κοινοποίησε στον ενδιαφερόμενο δική του απόφαση, αλλά απόφαση του Κηδεμόνα σύμφωνα με την οποία το αίτημά του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί καθότι δεν πληρούνταν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 15.9.04 και κατά συνέπεια η εν λόγω επιστολή κατέστησε την απόφαση του Κηδεμόνα υποκείμενη σε προσβολή με προσφυγή ως εκτελεστή διοικητική πράξη.»

 

Θεωρούμε ότι το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης εφαρμόζεται και στα γεγονότα της παρούσας, με όλο το σεβασμό προς την αντίθετη άποψη που εξέφρασε ενώπιόν μας ο κ. Αιμιλιανίδης. Τα γεγονότα των δύο υποθέσεων προσομοιάζουν, παρόλο που στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων επέλεξε να καταχωρήσει αίτηση/έφεση εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Διευθυντή και όχι προσφυγή. Θεωρούμε ότι το γεγονός αυτό δεν αλλοιώνει τα πράγματα, ούτε το γεγονός ότι στην υπόθεση Basma δεν εφεσιβλήθηκε η πρωτόδικη κρίση ότι η απόφαση του Διευθυντή εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο. Το σκεπτικό της απόφασης, το οποίο υιοθετούμε, καθιστά σαφές πότε θα μπορούσε η απόφαση του Διευθυντή να ενταχθεί στο ιδιωτικό δίκαιο, που δεν είναι η παρούσα περίπτωση. Η απορριπτική απόφαση του Διευθυντή στην παρούσα περίπτωση δεν αφορούσε διατυπώσεις που απαιτεί ο Ν.9/1965, ούτε επρόκειτο για άσκηση διακριτικής ευχέρειας του ίδιο του Διευθυντή, στη βάση του Άρθρου 14(γ) του Νόμου, έτσι ώστε να προκύπτει θέμα ιδιωτικού δικαίου. Με την επιστολή που απέστειλε ο Διευθυντής, στις 22.4.2008, ουσιαστικά κοινοποιούσε στην εφεσείουσα την απόφαση του Κηδεμόνα με την οποία το αίτημα της εφεσείουσας δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί. Δεν επρόκειτο, συνεπώς, για απόφαση του Διευθυντή, δυνάμει του Άρθρου 51 του Ν.9/1965 ή του Άρθρου 80 του Κεφ. 224.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι δεν υπήρχε δικαιοδοσία στο πρωτόδικο Δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης/έφεσης. Ως εκ τούτου, η έφεση παραμένει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται. Αναφορικά με τα έξοδα, έχοντας υπόψη ότι το θέμα της δικαιοδοσίας είχε αποσυρθεί από τη Δημοκρατία στο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, δεν θα επιδικάσουμε οποιαδήποτε έξοδα στην έφεση.

 

Η έφεση απορρίπτεται ως άνευ αντικειμένου χωρίς έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο