ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D287
(2016) 1 ΑΑΔ 1508
16 Ioυνίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ ΤΟΦΑΡΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
1. Ε & Κ ELIAN DEVELOPERS LTD,
2. ECTORAS PROPERTIES LTD,
3. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΤΑΚΚΑ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 14.5.2015
ΜΑΡΙΑ ΤΟΦΑΡΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
1. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Ε & Κ ELIAN
DEVELOPERS LTD,
2. ECTORAS PROPERTIES LTD,
3. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΤΑΚΚΑ,
Εναγομένων-Εφεσιβλήτων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 14/2013)
Έφεση ― Αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας κατά το στάδιο της έφεσης ― Μόνο σε δύο περιπτώσεις, απαντάται στην Κυπριακή νομολογία, η παροχή τέτοιας άδειας.
Έφεση ― Αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας κατά το στάδιο της έφεσης ― Αίτηση παροχής άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας στο στάδιο της έφεσης με την οποία θα αποδεικνυόταν ότι μάρτυρας που κατέθεσε για την ενάγουσα ως εμπερογνώμονας επιμετρητής ποσοτήτων, δεν ήταν ποτέ εγεγραμμένος στο Ε.Τ.Ε.Κ ― Απορριπτική κατάληξη επί τω ότι, η επιδιωκόμενη προς προσκόμιση μαρτυρία, θα μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εντοπιστεί από την πλευρά του αιτητή και των συνηγόρων του και εν πάση περιπτώσει αποτελούσε μαρτυρία η οποία και δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Έφεση ― Αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας κατά το στάδιο της έφεσης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Επισκόπηση νομολογίας ― Δεν επιτρέπεται η προσαγωγή μαρτυρίας που με εύλογη επιμέλεια θα μπορούσε να είχε προσαχθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
O αιτητής/εφεσίβλητος 3 με την αίτηση του αιτείτο την παροχή άδειας από το Εφετείο, με το οποίο να επιτρεπόταν η προσκόμιση στην κατ' έφεση διαδικασία, νέας και/ή περαιτέρω μαρτυρίας ώστε να καθίστατο δυνατή η απόδειξη ενός σημαντικού, κατά τους εφεσείοντες, γεγονότος.
Αυτό συνίστατο στην απόδειξη ότι ο Μ.Ε.4 που κατέθεσε για την ενάγουσα και παρουσιάστηκε ως Επιμετρητής Ποσοτήτων, με βάση τα αρχεία του Τεχνικού Επιμελητηρίου δεν υπήρξε ποτέ εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ.
Με βάση δε, τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας Άρθρο 25(1) του Περί ΕΤΕΚ Νόμου, κανένας δεν δικαιούται να ασκεί επάγγελμα σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, εκτός αν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ και του έχει εκδοθεί η αναγκαία άδεια άσκησης επαγγέλματος.
Συνακόλουθα σύμφωνα με την υποστηρικτική δήλωση στην αίτηση, η όλη η μαρτυρία του εν λόγω προσώπου, στο Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι παράνομη και δεν πρέπει να ληφθεί καθόλου υπόψη.
Ο εν λόγω μάρτυρας, όπως αναφερόταν, ήταν ο βασικός μάρτυρας εμπειρογνώμονας της ενάγουσας και τις μετρήσεις του, τις χρησιμοποίησαν και οι υπόλοιποι μάρτυρες εμπειρογνώμονες της ενάγουσας Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3.
Με βάση την υποστηρικτική δήλωση στην αίτηση, δυνάμει της σχετικής ένορκης ομολογίας, «μόλις πρόσφατα σε άλλη υπόθεση και συγκεκριμένα στην αγωγή 818/2014 Ε.Δ. Αμμοχώστου μετά σχετική αποκάλυψη εγγράφων που έγινε την 1.12.2015 παρουσιάστηκαν έγγραφα που κατά τον ενόρκως δηλούντα «καταδεικνύουν και βεβαιώνουν ότι ο Μ.Ε.4 δεν υπήρξε ποτέ εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ».
Το ΕΤΕΚ μετά από αίτηση του δικηγόρου του αιτητή στις 9.12.2015 με επιστολή του τον πληροφόρησε ότι τον εν λόγω πρόσωπο, με βάση τα αρχεία του Τεχνικού Επιμελητηρίου δεν υπήρξε ποτέ εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ και σύμφωνα με το Άρθρο 2 και το Άρθρο 25(1) του Νόμου, κανείς δεν δικαιούται να ασκεί επάγγελμα σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης εκτός αν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ και του έχει δοθεί αναγκαία άσκηση επαγγέλματος.
Αφού τονίστηκε το πρόσφατο της γνώσης της πλευράς του αιτητή, αναφερόταν επίσης ότι η μαρτυρία που επιδιωκόταν να προσαχθεί από τον αιτητή είναι σχετική και πολύ σημαντική «διότι ενδεχόμενα να επηρέαζε το πρωτόδικο Δικαστήριο αν τη γνώριζε». Ακόμη επισημαίνεται ότι η μαρτυρία ήταν προγενέστερη της πρωτόδικης απόφασης, δηλαδή υφίστατο κατά την πρωτόδικη κρίση και δεν θα μπορούσε να εγερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με την άσκηση εύλογης επιμέλειας, διότι δεν ήταν τότε στην κατοχή του αιτητή.
Στην αντίπερα πλευρά η εφεσείουσα/καθ' ης η αίτηση προέβαλε ότι η μαρτυρία αυτή, μπορούσε να είχε εξασφαλιστεί έγκαιρα και με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.
Προβλήθηκε δε ότι στον Μ.Ε.4, δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα στην πρωτόδικη διαδικασία. Στη σχετική αγόρευση του ο δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση, παραθέτει μέρος των πρακτικών που αφορούσαν τον μάρτυρα αυτό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σύμφωνα με τη νομολογία, η εφετειακή διαδικασία δεν αποτελεί υποκατάστατο της πρωτόδικης διαδικασίας. Γι' αυτό και η δυνατότητα προσαγωγής μαρτυρίας στο Εφετείο περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που η μαρτυρία υφίστατο κατά το χρόνο της δίκης αλλά δεν ήταν γνωστή και ούτε μπορούσε να καταστεί γνωστή με τη λήψη εύλογων μέτρων.
2. Περαιτέρω, μαρτυρία που δεν υφίστατο κατά το χρόνο της πρωτόδικης δίκης δηλαδή μαρτυρία που προκύπτει μετά τη δίκη δεν είναι εν πάση περιπτώσει παραδεκτή, εφόσον η προσαγωγή της δεν θα μπορούσε να είχε επιπτώσεις θεωρούμενη ως άσχετη με το αποτέλεσμα της.
3. Η παροχή άδειας προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας είναι διαδικασία που πολύ σπάνια θα πρέπει να ακολουθείται και μόνο όταν υπάρχουν περιστάσεις που δικαιολογούν παρέκκλιση από την αρχή της τελεσιδικίας. Για την ακρίβεια, η νομολογιακή έρευνα έδειξε ότι μόνο δύο φορές στο παρελθόν παραχωρήθηκε παρόμοια άδεια.
4. Οι σχετικές προϋποθέσεις, όπως καθορίστηκαν από τη νομολογία, απαιτούν όπως η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας, η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης, αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας. Επίσης η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.
5. Το κυρίως ζητούμενο ήταν αν ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο της πρωτόδικης δίκης, μπορούσε με άσκηση εύλογης επιμέλειας να είναι κάτοχος της σχετικής μαρτυρίας.
6. Με βάση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, η επιδιωκόμενη να ακουστεί μαρτυρία ως προϋπάρχουσα της δίκης, θα μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εντοπιστεί από την πλευρά του αιτητή και των συνηγόρων του.
7. Αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι ένας δικηγόρος ο οποίος αντεξετάζει μάρτυρα της άλλης πλευράς, θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση για όλα τα θέματα που αφορούν στην αντεξέταση. Πολλώ δε μάλλον, να είναι σε θέση να αμφισβητήσει, αν πρέπει, τα προσόντα του μάρτυρα.
8. Το ότι εν προκειμένω ο συνήγορος εξέλαβε τα προσόντα ως δεδομένα και δεν υπέβαλε καν σχετικές αμφισβητήσεις στο μάρτυρα ή ερωτήσεις που θα αφορούσαν εγγραφή του στο ΕΤΕΚ, δεν θα μπορούσε να ενεργοποιήσει την εξαιρετική διαδικασία του Δικαστηρίου δυνάμει των πιο πάνω και να επιτραπεί η προσαγωγή μαρτυρίας.
9. Ωστόσο θα έπρεπε να σημειωθεί ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.4 δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οπότε δεν προέκυπτε τι νόημα είχε η παρούσα αίτηση εν πάση περιπτώσει.
Η αίτηση απορρίφθηκε μερικώς με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Simadhiakos v. The Police (1961) 1 C.L.R. 621,
Pavlidou a.o. v. Yerolemou a.o. (1982) 1 C.L.R. 912,
Λαπέρτας v. Semio Production Ltd (Aρ.2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 249,
Pernell v. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1998) 2 Α.Α.Δ. 177,
A.G. v. Birmingham, Tame etc Drainage Board [1912] A.C. 788,
Egiazaryan Ashot κ.ά. v. Denoro Investments Ltd κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 409,
Ανδρέου v. Psaras Shipping Agency Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1379,
Ιωάννου v. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 2) (2014) 1 Α.Α.Δ. 1838, ECLI:CY:AD:2014:A586.
Έφεση-Αίτηση.
Αίτηση από τον Εφεσίβλητο 3 για άδεια για προσκόμιση νέας και/ή περαιτέρω μαρτυρίας στα πλαίσια της έφεσης από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Μουγής, Ε.Δ.) (Αίτηση Αρ. 299/2008), ημερομηνίας 7/11/2012.
Κ. Μουτσουρής, για τον Aιτητή-Eφεσίβλητο 3.
Κ. Χατζηϊωάννου, για την Kαθ' ης η αίτηση-Eφεσείουσα.
Ex tempore
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: O αιτητής/εφεσίβλητος 3 με την παρούσα αίτηση του αιτείται από το Δικαστήριο τα ακόλουθα:
Α. Άδεια και/ή Διάταγμα το οποίο να επιτρέπει την προσκόμιση στην κατ' έφεση διαδικασία νέας και/ή περαιτέρω μαρτυρίας από τον κ. Χριστόδουλο Χατζηοδυσσέως, Γενικό Διευθυντή του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ), η οποία μαρτυρία είτε να δοθεί υπό μορφή προφορικής μαρτυρίας είτε δια μέσου ενόρκου δήλωσης και προσκόμισης εγγράφων ως φαίνεται στην ένορκη δήλωση ώστε να καταστεί δυνατή η απόδειξη του πιο κάτω σημαντικού γεγονότος που αφορούν άμεσα την παρούσα έφεση και την πρωτόδικη απόφαση για τους πιο κάτω λόγους:
1. Να δοθεί μαρτυρία ότι ο κ. Νίκος Ταλιαδώρος, που ήταν εμπειρογνώμονας μάρτυρας στην αγωγή 299/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, που η απόφαση του εφεσιβλήθηκε από την ενάγουσα και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης και ο οποίος κατέθεσε ως Μ.Ε.4 για την ενάγουσα και παρουσιάστηκε ως Επιμετρητής Ποσοτήτων, με βάση τα αρχεία του Τεχνικού Επιμελητηρίου δεν υπήρξε ποτέ εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ.
2. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί ΕΤΕΚ Νόμου ο κλάδος της Επιμέτρησης και Εκτίμησης Γης, περιλαμβάνεται στους κλάδους Μηχανικής Επιστήμης που ρυθμίζονται από το Τεχνικό Επιμελητήριο.
3. Με βάση τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας Άρθρο 25(1) του περί ΕΤΕΚ Νόμου , κανένας δεν δικαιούται να ασκεί επάγγελμα σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, εκτός αν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ και του έχει εκδοθεί η αναγκαία άδεια άσκησης επαγγέλματος.
4. Η παρουσία του κ. Χριστόδουλου Χατζηοδυσσέως, Γενικός Διευθυντής του ΕΤΕΚ και η παρουσίαση εκ μέρους του έγγραφα που καταδεικνύουν ότι ο κ. Νίκος Ταλιαδώρος δεν υπήρξε ποτέ μέλος του ΙΞΤΕΚ είναι ουσιαστικής σημασίας σε σχέση με την υπόθεση , διότι όλη η μαρτυρία του κ. Νίκου Ταλιαδώρου στο Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι παράνομη και δεν πρέπει να ληφθεί καθόλου υπόψη. Ο κ. Νίκος Ταλιαδώρος ήταν ο βασικός μάρτυρας εμπειρογνώμονας της ενάγουσας και τις μετρήσεις του τις χρησιμοποίησαν και οι υπόλοιποι μάρτυρες εμπειρογνώμονες της ενάγουσας Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3.
Β. Άδεια και/ή Διάταγμα, ώστε να παραταθεί για 45 ημέρες ή όσο χρόνο ήθελε το Δικαστήριο κρίνει υπό τις περιστάσεις σκόπιμο, η προθεσμία υποβολής του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσίβλητου 3/αιτητή.
Η αίτηση βασίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960 Άρθρα 1-3, 21, 22, 25(1)-(3), 29, στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.35 θ.8 , Δ.48 θ.1,2,3,4,7,8,9,11, Δ.63 θ.2, Δ.64, στον περί Εφέσεων (Προδικασία Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, όπως τροποποιήθηκε το 1997, ειδικότερα στο Κ.12, στα Άρθρα 2, 9, 11 και 12 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμος Ν.33/1964, στο δίκαιο της επείκειας, στις συμφυείς εξουσίες, στη Νομολογία, στην πρακτική και διακριτική ευχέρεια και εξουσία του Σεβαστού Δικαστηρίου.
Η αίτηση στην πραγματική της βάση στηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Ανδρέα Μουτσουρή, εκ των δικηγόρων του αιτητή, ο οποίος δηλώνει ενήμερος των γεγονότων και δεόντως εξουσιοδοτημένος.
Με βάση τη δήλωση του κ. Μουτσουρή στις 7.11.2012 εξεδόθη απόφαση στην αγωγή υπ' αριθμό 299/2008 του Ε.Δ. Αμμοχώστου. Στις 14.12.2012 η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση η οποία στρέφεται εναντίον τόσο του αιτητή όσο και της εφεσίβλητης 1. Πρωτοδίκως, μεταξύ των μαρτύρων που κατέθεσαν για λογαριασμό της εφεσείουσας (καθ' ης η αίτηση εν προκειμένω) ήταν και ο κ. Νίκος Ταλιαδώρος Μ.Ε.4 ο οποίος δήλωσε ότι είναι Επιμετρητής Ποσοτήτων και Κοστολόγος, παρουσιαζόμενος ως εμπειρογνώμονας. Δυνάμει της σχετικής ένορκης ομολογίας «μόλις πρόσφατα σε άλλη υπόθεση και συγκεκριμένα στην αγωγή 818/2014 Ε.Δ. Αμμοχώστου μετά σχετική αποκάλυψη εγγράφων που έγινε την 1.12.2015 παρουσιάστηκαν έγγραφα που κατά τον ενόρκως δηλούντα «καταδεικνύουν και βεβαιώνουν ότι ο κ. Νίκος Ταλιαδώρος Μ.Ε.4 δεν υπήρξε ποτέ εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ». (Επισυνάπτονται δε σχετικά ως τεκμήρια σχετικές «βεβαιωτικές επιστολές»). Λόγω της αποκάλυψης αυτής, πάντα κατά τον ενόρκως δηλούντα, ο Μ.Ε.4 ως μη εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ ως εκ της νομοθεσίας δεν μπορεί να ασκεί καθήκοντα Επιμετρητή Ποσοτήτων. Προβάλλεται δε ως σχετικό το Άρθρου 25(1) του περί ΕΤΕΚ Νόμου. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σε μετρήσεις ενός εμπειρογνώμονα που δεν είναι εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ «και η μαρτυρία που έδωσε είναι παράνομη». Το ΕΤΕΚ μετά από αίτηση του δικηγόρου του αιτητή στις 9.12.2015 με επιστολή του τον πληροφόρησε ότι ο κ. Νίκος Ταλιαδώρος με βάση τα αρχεία του Τεχνικού Επιμελητηρίου δεν υπήρξε ποτέ εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ και σύμφωνα με το Άρθρο 2 και το Άρθρο 25(1) του Νόμου κανείς δεν δικαιούται να ασκεί επάγγελμα σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης εκτός αν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ και του έχει δοθεί αναγκαία άσκηση επαγγέλματος. Ως εκ τούτου ο Μ.Ε.4 παράνομα παρουσιάστηκε ως εμπειρογνώμονας επιμετρητής ποσοτήτων και η εφεσείουσα κατά παράβαση της νομοθεσίας τον χρησιμοποίησε ως Register Quantity Surveyor (βλ. τεκμήριο 21 επιστολή e-mail εφεσείουσας). Συνεπώς είναι η θέση του αιτητή ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.4 δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. Αφού τονίζεται το πρόσφατο της γνώσης της πλευράς του αιτητή αναφέρεται ακόμη ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί από τον αιτητή είναι σχετική και πολύ σημαντική «διότι ενδεχόμενα να επηρέαζε το πρωτόδικο Δικαστήριο αν τη γνώριζε». Ακόμη επισημαίνεται ότι η μαρτυρία ήταν προγενέστερη της πρωτόδικης απόφασης δηλαδή υφίστατο κατά την πρωτόδικη κρίση και δεν θα μπορούσε να εγερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με την άσκηση εύλογης επιμέλειας διότι δεν ήταν τότε στην κατοχή του αιτητή.
Τα πιο πάνω γεγονότα τονίζονται και αντικρίζονται και από τη νομική τους πτυχή με παραπομπή σε σχετική νομολογία και στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή.
Στην αντίπερα πλευρά η εφεσείουσα/καθ' ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία αυτή μπορούσε να είχε εξασφαλιστεί έγκαιρα και με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας. Όπως εύκολα αποκτήθηκε η γνώση κατά το χρόνο που περιγράφεται μόνο με αποστολή μιας σχετικής επιστολής στο ΕΤΕΚ, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο με τον ίδιο τρόπο. Επίσης τονίζεται ότι στο Μ.Ε.4 δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα στην πρωτόδικη διαδικασία. Μάλιστα στη σχετική αγόρευση του ο κ. Χ"Ιωάννου καταγράφει μέρος των πρακτικών που αφορούν τον μάρτυρα αυτό.
Ο πυρήνας της αίτησης είναι η Δ.35 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ο οποίος έχει ως εξής:
«8. The Court of Appeal shall have all the powers and duties as to amendment and otherwise of the Trial Court, together with full discretionary power to receive further evidence upon questions of fact, such evidence to be either by oral examination in Court, by affidavit, or by deposition taken before an examiner or commissioner. Such further evidence may be given without special leave upon interlocutory applications, or in any case as to matters which have occurred after the date of the decision from which the appeal is brought. Upon appeals from a judgment after trial or hearing of any cause or matter upon the merits, such further evidence (save as to matters subsequent as aforesaid) shall be admitted on special grounds only, and not without special leave of the Court. The Court of Appeal shall have power to draw inferences of fact and to give any judgment and make any order which ought to have been made, and to make such further or other order as the case may require. The powers aforesaid may be exercised by the said Court notwithstanding that the notice of appeal may be that a part only of the decision may be reversed or varied, and such powers may also be exercised in favour of all or any of the respondents or parties, although such respondents or parties may not have appealed from or complained of the decision. The Court of Appeal shall have power to make such order as to the whole or any part of the costs of the appeal as may be just».
Επίσης σχετικό είναι το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960 το οποίο ως δικαιοδοτικό άρθρο περικλείει την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εν γένει δικαιοδοσία του ως Εφετείο και μεταξύ άλλων αναφέρεται στη δυνατότητα του Εφετείου να δέχεται περαιτέρω μαρτυρία ή και να επανακροάται μαρτύρων με στόχο να αποδίδεται δικαιοσύνη, περιορίζοντας την εξουσία αποδοχής περαιτέρω μαρτυρίας «όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης απαιτούσιν ούτω». (βλ. Simadhiakos v. the Police (1961) 1 C.L.R. 621, Pavlidou a.o. v. Yerolemou a.o. (1982) 1 C.L.R. 912, και Λαπέρτας v. Semio Production Ltd (Aρ.2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 249).
Στην ως άνω υπόθεση Λαπέρτας έχει τονιστεί ότι η εφετειακή διαδικασία δεν αποτελεί υποκατάστατο της πρωτόδικης διαδικασίας. Γι' αυτό και η δυνατότητα προσαγωγής μαρτυρίας στο Εφετείο περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που η μαρτυρία υφίστατο κατά το χρόνο της δίκης αλλά δεν ήταν γνωστή και ούτε μπορούσε να καταστεί γνωστή με τη λήψη εύλογων μέτρων.
Στην Pernell v. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1998) 2 Α.Α.Δ. 177 εξηγήθηκε ότι μαρτυρία που δεν υφίστατο κατά το χρόνο της πρωτόδικης δίκης δηλαδή μαρτυρία που προκύπτει μετά τη δίκη δεν είναι εν πάση περιπτώσει παραδεκτή εφόσον η προσαγωγή της δεν θα μπορούσε να είχε επιπτώσεις θεωρούμενη ως άσχετη με το αποτέλεσμα της. Το ίδιο προκύπτει και από το περιεχόμενο της Δ.35 θ.8 (βλ. Αnnual Practice 1970, σελ.794 ως προς τα σχόλια του Ο.59 r.10 (παλαιόν O.58 r.9) και A.G. v. Birmingham, Tame etc Drainage Board [1912] A.C. 788).
Όπως καταγράφεται στην Ashot Egiazaryan κ.ά. v. Denoro Investments Limited κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 409:
«Τόσο το Άρθρο 25(3), όσο και η Δ.35 θ.8, συναρτούν λοιπόν την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λειτουργούντος ως Εφετείου, με ευρύτατη μέχρι απόλυτη διακριτική ευχέρεια στην αποδοχή νέας μαρτυρίας. Κατά παρόμοιο τρόπο προς τη λήψη μαρτυρίας όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης το απαιτούν, κατά το Άρθρο 25(3), έτσι και το εναρκτήριο λεκτικό της Δ.35 θ.8 επιβεβαιώνει το εξαιρετικό του μέτρου λήψης νέας μαρτυρίας».
Στην υπόθεση Ανδρέου v. Psaras Shipping Agency Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1379 αναφέρονται τα ακόλουθα:
Το Ανώτατο Δικαστήριο όταν συνέρχεται ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν επιτρέπει την προσαγωγή μαρτυρίας που με εύλογη επιμέλεια θα μπορούσε να είχε προσαχθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία. (Rena Pavlidou and Another v. Elisavet Yerolemou and Others (1982) 1 C.L.R. 912, 917. Βλέπε επίσης Andromachi Ioannou HadjiSavva and Others v. Andreas Panayiotou (1966) 1 C.L.R. 6). Από την πλούσια νομολογία επί του θέματος επισημαίνουμε την υπόθεση Ashiotis v. Weiner (1966) 1 C.L.R. 274, Papadopoulos v. Kouppis (1969) 1 C.L.R. 584, Paraskevas v. Mouzoura (1973) 1 C.L.R. 88 και Kyriacou v. C. D. Hay & Sons (1978) 1 C.L.R. 100. Εξ άλλου στην υπόθεση Moumdjis v. Michaelidou and Others (1974) 1 C.L.R. 226, τονίστηκε ότι η παροχή άδειας προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας είναι διαδικασία που πολύ σπάνια θα πρέπει να ακολουθείται και μόνο όταν υπάρχουν περιστάσεις που δικαιολογούν παρέκκλιση από την αρχή της τελεσιδικίας. Για την ακρίβεια η ερευνά μας έδειξε ότι μόνο δύο φορές στο παρελθόν παραχωρήθηκε παρόμοια άδεια».
Στην Ιωάννου v. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 2) (2014) 1 Α.Α.Δ. 1838, ECLI:CY:AD:2014:A586 συνοψίζονται οι σχετικές προϋποθέσεις, όπως καθορίστηκαν από τη νομολογία:
1. Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.
2. Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.
3. Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.
Έχοντας πάντα κατά νου τη σχετική νομολογία καθώς και το γεγονός ότι η εξουσία του Εφετείου να εκδίδει τέτοιας φύσεως διατάγματα πρέπει να ασκείται με περισσή φειδώ εγκύψαμε στην παρούσα με προσοχή. Το κυρίως ζητούμενο κατά την κρίση μας είναι αν ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο της πρωτόδικης δίκης μπορούσε με άσκηση εύλογης επιμέλειας να είναι κάτοχος της σχετικής μαρτυρίας.
Με βάση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές θεωρούμε ότι η επιδιωκόμενη να ακουστεί μαρτυρία ως προϋπάρχουσα της δίκης θα μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εντοπιστεί από την πλευρά του αιτητή και των συνηγόρων του. Αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι ένας δικηγόρος ο οποίος αντεξετάζει μάρτυρα της άλλης πλευράς θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση για όλα τα θέματα που αφορούν την αντεξέταση. Πολλώ δε μάλλον να είναι σε θέση να αμφισβητήσει, αν πρέπει, τα προσόντα του μάρτυρα. Το ότι εν προκειμένω ο συνήγορος εξέλαβε τα προσόντα ως δεδομένα και δεν υπέβαλε καν σχετικές αμφισβητήσεις στο μάρτυρα ή ερωτήσεις που θα αφορούσαν εγγραφή του στο ΕΤΕΚ δεν θα μπορούσε να ενεργοποιήσει την εξαιρετική διαδικασία του Δικαστηρίου δυνάμει των πιο πάνω και να επιτραπεί η προσαγωγή μαρτυρίας.
Δεν μπορούμε δε να μη σχολιάσουμε, παρά το γεγονός δεν μας ετέθη ειδικά, ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.4 Νίκου Ταλιαδώρου δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οπότε δεν βλέπουμε κατ' αρχήν τι νόημα είχε η παρούσα αίτηση εν πάση περιπτώσει.
Ως εκ των πιο πάνω κρίνουμε ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει, ως «Α» και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή/εφεσίβλητου 3 και υπέρ της καθ' ης η αίτηση/εφεσείουσας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο πληρωτέα στο τέλος της έφεσης.
Για το θέμα όμως της παράτασης της προθεσμίας ως το «Β» του παρακλητικού θα ακούσουμε τους δικηγόρους, αφού ανεξαρτήτως των πιο πάνω, έχει παρέλθει ο χρόνος υποβολής του περιγράμματος αγόρευσης για την πλευρά του εφεσίβλητου.
Η αίτηση απορρίπτεται μερικώς με έξοδα.