ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:D270

(2016) 1 ΑΑΔ 1419

8 Ιουνίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ (Ν. 33/1964 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ),

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ NORTH FINANCIAL

OVERSEAS CORP., ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΕΣ ΠΑΡΘΕΝΕΣ ΝΗΣΟΥΣ (ΠΙΟ ΚΑΤΩ Η «ΑΙΤΗΤΡΙΑ»), ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ

 CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΜΟΝΟΜΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΕΦΡΑΙΜ, Π.Ε.Δ.), ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 11.5.2016 ΚΑΤΟΠΙΝ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ AKLIA TRADING LIMITED, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.5.2016, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 279/2015 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 57/2016)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας  καταχώρησης αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari, το οποίο θα στόχευε στην ακύρωση επιβαρυντικού μονομερούς διατάγματος το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο στα πλαίσια Αίτησης, η οποία στηρίχθηκε στον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο 31(Ι)/1992 ― Απορριπτική κατάληξη ― Απουσία προϋποθέσεων για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων ― Διαθέσιμο εναλλακτικό ένδικο μέσο, απουσία εξαιρετικών περιστάσεων και άσκηση στην προκειμένη, διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου Δικαστηρίου η οποία ελέγχεται μόνο με έφεση.

 

Οι Αιτητές αιτήθηκαν άδεια προς καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari, με στόχο να ακυρώσουν επιβαρυντικό μονομερές διάταγμα που εξέδωσε  κατώτερο Δικαστήριο, στα πλαίσια  Αίτησης Επαρχιακού Δικαστηρίου η οποία στηρίχθηκε στον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο 31(Ι)/1992.

 

Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το κατώτερο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε δεύτερο επιβαρυντικό διάταγμα μονομερώς, δυνάμει του Άρθρου 3(2)(α) του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου 31(Ι)/1992, χωρίς να ακούσει και την πλευρά των αιτητών, τουλάχιστον σε σχέση με τη ζημιά που πιθανό να τους προκαλείτο.

 

β)  Παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Επαρχιακό Δικαστήριο τελούσε «υπό καταφανή πλάνη ως προς το νόμο, ειδικά ενόψει των προνοιών του Άρθρου 10(3)» και του Άρθρου 3 του Νόμου 31(Ι)/1992.

 

γ)  Το Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας αφού το διάταγμα δεν καθορίζει το σκοπό και την έκταση της επιβάρυνσης, δηλαδή μέχρι ποιου ποσού και υπέρ ποιου επιβαρύνθηκαν οι επίδικες μετοχές.

 

δ)  Δεν υπήρχε εναλλακτικό ένδικο μέσο για θεραπεία της κατάστασης που δημιουργήθηκε και ως εκ τούτου δικαιολογείτο η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, μεταξύ άλλων αναφορικά με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, δόλο, προκατάληψη και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

  2.   Όμως η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, δεν είναι αρκετή. Όπου φαίνεται να υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, δεν δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα.

  3.   Η διαδικασία που χαράσσεται δυνάμει του Νόμου 31(Ι)/1992 είναι μια ιδιόμορφη διαδικασία διακριτή από αυτή που προβλέπεται στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6 που αφορά την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων εκκρεμούσης της αγωγής.

  4.   Σε τέτοιες περιπτώσεις το δικαστήριο για διασφάλιση των δικαιωμάτων του εναγομένου, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6 ορίζει το διάταγμα επιστρεπτέο. Όμως για την έκδοση «επιβαρυντικών διαταγμάτων» ως μέτρο εκτέλεσης, ο Νόμος δεν ορίζει παρόμοια διαδικασία.

  5. Αντίθετα, διά του Άρθρου 3(3) του Νόμου, ορίζεται διαφορετική διαδικασία προβλέποντας ότι το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει όρους σχετικά με την πληροφόρηση του οφειλέτη ή σχετικά με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα. Πέραν τούτου, το Άρθρο 3(4) του Νόμου δεν προβλέπει για καταχώρηση ένστασης για αμφισβήτηση του διατάγματος, αλλά για υποβολή αίτησης για ακύρωση ή διαφοροποίηση του διατάγματος.  Πρόκειται για άλλη μια ουσιαστική διαφορά που τονίζει το ιδιόμορφο της διαδικασίας δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου.

  6.   Στην προκειμένη περίπτωση οι Αιτητές ήγειραν διάφορα θέματα τα οποία περισσότερο αποσκοπούσαν στον έλεγχο της ορθότητας παρά της νομιμότητας της απόφασης. Όμως, για να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια εκείνο που προέχει είναι η διαπίστωση κατά πόσον οι Αιτητές έχουν στη διάθεσή τους άλλο ή άλλα ένδικα μέσα.

  7.   Προέκυπτε ότι οι Αιτητές μπορούσαν να καταχωρήσουν αίτηση για παραμερισμό του πρωτόδικου τελικού διατάγματος, σύμφωνα με το Άρθρο 3(4) του Νόμου 31(Ι)/1992 και σε περίπτωση αποτυχίας θα είχαν στη διάθεσή τους το ένδικο μέσο της έφεσης.

  8.   Από τη στιγμή που διαπιστωνόταν ότι οι Αιτητές είχαν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο, για να επιτύχουν την εξασφάλιση άδειας για καταχώρηση αίτησης για Certiorari, οφείλουν να αποδείξουν ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που υπαγορεύουν την κατ' εξαίρεση χορήγηση άδειας. Όμως, όχι μόνο δεν προβλήθηκε ένας τέτοιος ισχυρισμός, αλλά ούτε και φαίνεται να υπήρχαν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις.

  9.   Πέραν των πιο πάνω, είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι όπου το δικαστήριο ασκεί διακριτική ευχέρεια, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ο τρόπος άσκησής της δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα, αλλά με έφεση.

10. Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο εξέδωσε για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικής απόφασης τελικό διάταγμα δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Ν. 31(Ι)/1992 και όχι προσωρινό διάταγμα, ενώ εκκρεμούσε αγωγή στα πλαίσια του Άρθρου 9 του Ν. 31(Ι)/1992.

11. Επομένως, δεν ετίθετο καν θέμα να διατάξει επίδοση της αίτησης, εκτός αν το έθετε ως όρο δυνάμει του Άρθρου 9(3) του Ν. 31(Ι)/1992. Όμως και αυτό θα αφορούσε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου που ελέγχεται με έφεση.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Συνεργατικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (Αρ. 2) (2013) 1 Α.Α.Δ. 2090.

Αίτηση.

 

Τ. Παντελή με Μ. Βιολάρη (κα) για Α. Μ. Σοφοκλέους και Ν. Μακρίδης για Α. Μαρκίδη, για τους Αιτητές.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Αιτητές που είναι εγγεγραμμένοι στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, ζητούν δύο θεραπείες. Πρώτον, άδεια για να καταχωρήσουν δια κλήσεως αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari με στόχο να ακυρώσουν το μονομερές διάταγμα ημερ. 11.5.2016 που εξέδωσε το κατώτερο δικαστήριο στα πλαίσια της Αίτησης 279/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Δεύτερον, διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς του πιο πάνω μονομερούς διατάγματος μέχρι αποπεράτωσης της παρούσας διαδικασίας.

 

Το σύντομο ιστορικό όπως αναδύεται από τα στοιχεία του φακέλου είναι ότι στις 5.8.2015 η Aklia Trading Ltd (στο εξής «η Aklia»), καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αίτηση 279/15 για αναγνώριση εγγράφου και εκτέλεση δύο αποφάσεων ρωσικού δικαστηρίου. Η αίτηση στρεφόταν έναντι του Maxim Y. Nogotkov, ο οποίος είναι ο πλειοψηφών μέτοχος της κυπριακής εταιρείας Trellas Enterprises Ltd (στο εξής «η Trellas»). Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του κατώτερου δικαστηρίου (10.9.2015) εμφανίστηκε δικηγόρος και δήλωσε εκ μέρους του Nogotkov ότι αποδεχόταν την έκδοση διατάγματος για την αναγνώριση της εγγραφής και εκτέλεσης των δύο αποφάσεων του ρωσικού Δικαστηρίου.

 

Στις 7.10.2015 η Aklia καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία αιτήθηκε διάταγμα για επιβάρυνση επί των μετοχών που κατείχε ο Nogotkov στην Trellas. Στις 9.10.2015 το κατώτερο δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς το διάταγμα επιβάρυνσης (πρώτο διάταγμα επιβάρυνσης). Στις 15.2.2016 οι Αιτητές καταχώρησαν αίτηση παραμερισμού του διατάγματος επιβάρυνσης και η Aklia έφερε ένσταση στο αίτημα. Μετά από ακρόαση της αίτησης το κατώτερο δικαστήριο στις 10.5.2016 ακύρωσε το πρώτο επιβαρυντικό διάταγμα, θεωρώντας ότι η Aklia παρέλειψε να αποκαλύψει ότι ο Nogotkov είχε και άλλους πιστωτές και ότι γνώριζε από τις αρχές του 2015 ότι η Αιτήτρια είναι πιστωτής του Nogotkov. Την ίδια ημέρα (10.5.2016) η Aklia καταχώρησε δεύτερη αίτηση για έκδοση διατάγματος επιβάρυνσης μετοχών.  Και πάλιν η αίτηση ήταν μονομερής. Στις 11.5.2016 το κατώτερο δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς το αιτούμενο διάταγμα.

 

Το παράπονο των Αιτητών είναι ότι το κατώτερο δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε το δεύτερο επιβαρυντικό διάταγμα μονομερώς, δυνάμει του Άρθρου 3(2)(α) του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου του 1992 (Ν. 31(Ι)/1992), χωρίς να ακούσει και την πλευρά των αιτητών, τουλάχιστον σε σχέση με τη ζημιά που πιθανό να τους προκαλείτο. Συγκεκριμένα, προβάλλουν ότι με την έκδοση μονομερώς του Δεύτερου Διατάγματος Επιβάρυνσης, (α) παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, (β) παραβιάστηκε το Άρθρο 30 του Συντάγματος, (γ) το δικαστήριο τελούσε «υπό καταφανή πλάνη ως προς το νόμο, ειδικά ενόψει των προνοιών του Άρθρου 10(3)» και του Άρθρου 3 του Νόμου 31(Ι)/1992, και (δ) το δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας αφού το διάταγμα δεν καθορίζει το σκοπό και την έκταση της επιβάρυνσης, δηλαδή μέχρι ποιου ποσού και υπέρ ποιου επιβαρύνθηκαν οι μετοχές.

 

Οι συνήγοροι των Αιτητών υποστήριξαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο για θεραπεία της κατάστασης που δημιουργήθηκε και ως εκ τούτου δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Με την αγόρευσή του ο κ. Παντελή έθεσε και πρόσθετο θέμα, ότι το κατώτερο δικαστήριο δεν διέταξε την Aklia να παράσχει εγγύηση, ενόψει των προνοιών του Άρθρου 13 του Νόμου. Όμως δεν θα εξετάσω τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, εφόσον δεν διατυπώθηκε στην αίτηση, έκθεση και ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για ύπαρξη, μεταξύ άλλων, έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, έκδηλης πλάνης περί το νόμο, δόλος, προκατάληψης και παράβασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

 

Όμως η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή. Όπου φαίνεται να υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, δεν δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα.

 

Όπως εξήγησα στη Συνεργατικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (Αρ. 2) (2013) 1 Α.Α.Δ. 2090, η διαδικασία που χαράσσεται δυνάμει του Νόμου 31(Ι)/1992 είναι μια ιδιόμορφη διαδικασία διακριτή από αυτή που προβλέπεται στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6 που αφορά την έκδοση «προσωρινών διαταγμάτων εκκρεμούσης της αγωγής». Όπως αναφέρω στη σελίδα 9 της πιο πάνω απόφασής μου:-

 

«Δυνάμει του συγκεκριμένου Νόμου μπορούν, μεταξύ άλλων να εκδοθούν δύο ειδών διατάγματα: τελικά «διατάγματα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 3 και «προσωρινά διατάγματα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 9 του Νόμου 31(Ι)/1992. Τα πρώτα εκδίδονται για σκοπούς εκτέλεσης, όπως είναι η παρούσα περίπτωση και τα δεύτερα εκκρεμούσης της αγωγής. Το Άρθρο 3 του Νόμου 31(Ι)/1992 που αφορά σε τελικά «διατάγματα επιβάρυνσης» προβλέπει ότι:-

 

«3.-(1) Όταν κατόπιν απόφασης ή διατάγματος Δικαστηρίου πρόσωπο καλείται να πληρώσει χρηματικό ποσό (οφειλέτης) σε άλλο πρόσωπο (πιστωτή), τότε, προς το σκοπό εκτέλεσης της απόφασης ή του διατάγματος, το Δικαστήριο, με βάση τις διατάξεις του Νόμου αυτού, δύναται να εκδώσει διάταγμα (το οποίο θα αναφέρεται ως επιβαρυντικό διάταγμα), με το οποίο επιβάλλει επιβάρυνση σε οποιοδήποτε συμφέρον, το οποίο ο εξ αποφάσεως οφειλέτης έχει επί περιουσιακών στοιχείων για τα οποία ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται και τα οποία καθορίζονται στο διάταγμα, με σκοπό την εξασφάλιση πληρωμής του οφειλόμενου ποσού.

 

(2) Το Δικαστήριο, προτού αποφασίσει κατά πόσο θα εκδώσει επιβαρυντικό διάταγμα, εξετάζει όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ειδικότερα οποιαδήποτε ενώπιον του αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με-

(α) Την προσωπική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη· και

(β) το ενδεχόμενο ζημιάς άλλου πιστωτή του οφειλέτη από την έκδοση του διατάγματος.

 

(3) Το Δικαστήριο δύναται κατά την έκδοση του διατάγματος να επιβάλει όρους σχετικά με την πληροφόρηση του οφειλέτη και άλλου ενδιαφερόμενου ή επηρεαζόμενου προσώπου ή σχετικά με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, οι οποίοι κατά την κρίση του είναι αναγκαίοι και υπό τις περιστάσεις δίκαιοι.

 

(4) Το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το επιβαρυντικό διάταγμα δύναται οποτεδήποτε, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη ή άλλου προσώπου που δυνατό να έχει συμφέρον σε περιουσιακό στοιχείο στο οποίο αναφέρεται το διάταγμα, να εκδώσει διάταγμα δυνάμει του οποίου να ακυρώνει ή να διαφοροποιεί το επιβαρυντικό διάταγμα.

 

(5) Όταν επιβάλλεται επιβάρυνση με βάση τις πρόνοιες του Νόμου αυτού, το Δικαστήριο εκδίδοντας το διάταγμα δύναται να προβλέψει όπως η επιβάρυνση επεκτείνεται σε οποιοδήποτε μέρισμα ή άλλο εισόδημα πληρωτέο σε σχέση με το βαρυνόμενο στοιχείο.

 

(6) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του Άρθρου 5 διάταγμα επιβάρυνσης εκδιδόμενο με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου θα έχει τις συνέπειες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του ίδιου άρθρου.»

 

Από την άλλη, το Άρθρο 9 του Νόμου 31(Ι)/1992 προβλέπει ότι:-

 

«9.-(1) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή για αποζημιώσεις δύναται κατόπιν αίτησης του ενάγοντος σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να εκδώσει προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης με όλες ή μερικές από τις συνέπειες του διατάγματος επιβάρυνσης, όπως αυτό θα καθορίσει.

 

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το πιο πάνω διάταγμα, μόνο αφού ικανοποιηθεί ότι ο ενάγων έχει βάσιμη αξίωση και ότι με τη μεταβίβαση ή αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 4 δυνατό να μείνει ανικανοποίητη η απόφαση του Δικαστηρίου.

 

(3) Κάθε διάταγμα που εκδίδεται βάσει των πιο πάνω προνοιών πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων που επηρεάζονται από αυτό, καθώς επίσης και το πρόσωπο (ή πρόσωπα) προς το οποίο το εν λόγω διάταγμα πρέπει να επιδοθεί.

 

(4) Οι πρόνοιες των Άρθρων 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου εφαρμόζονται στην περίπτωση διατάγματος επιβάρυνσης που εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.»

 

Είναι φανερό από το περιεχόμενο του Άρθρου 3 ότι η διαδικασία που χαράσσεται με το Νόμο 31(Ι)/1992 είναι μια ιδιόμορφη διαδικασία διακριτή από αυτή που προβλέπεται στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6 και αφορά στην έκδοση «προσωρινών διαταγμάτων» εκκρεμούσης της αγωγής (βλ. Ψάλτης v. Χ"Λόη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1454, 1458). Σε τέτοιες περιπτώσεις το δικαστήριο για διασφάλιση των δικαιωμάτων του εναγομένου, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6 ορίζει το διάταγμα επιστρεπτέο. Όμως για την έκδοση «επιβαρυντικών διαταγμάτων» ως μέτρο εκτέλεσης, ο Νόμος δεν ορίζει παρόμοια διαδικασία. Αντίθετα, δια του Άρθρου 3(3) του Νόμου, ορίζεται διαφορετική διαδικασία προβλέποντας ότι το Δικαστήριο δύναται «να επιβάλει όρους σχετικά με την πληροφόρηση του οφειλέτη .. ή σχετικά με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα.». Πέραν τούτου, το Άρθρο 3(4) του Νόμου δεν προβλέπει για καταχώρηση ένστασης για αμφισβήτηση του διατάγματος, αλλά για υποβολή αίτησης για ακύρωση ή διαφοροποίηση του διατάγματος. Πρόκειται για άλλη μια ουσιαστική διαφορά που τονίζει το ιδιόμορφο της διαδικασίας δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι Αιτητές εγείρουν διάφορα θέματα τα οποία περισσότερο αποσκοπούν στον έλεγχο της ορθότητας παρά της νομιμότητας της απόφασης. Όμως, για να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια εκείνο που προέχει είναι η διαπίστωση κατά πόσον οι Αιτητές έχουν στη διάθεσή τους άλλο ή άλλα ένδικα μέσα. Κατά την κρίση μου, οι Αιτητές μπορούν να καταχωρήσουν αίτηση για παραμερισμό του πρωτόδικου τελικού διατάγματος, σύμφωνα με το Άρθρο 3(4) του Νόμου 31(Ι)/1992 και σε περίπτωση αποτυχίας θα έχουν στη διάθεσή τους το ένδικο μέσο της έφεσης.

 

Από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι οι Αιτητές έχουν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο, για να επιτύχουν την εξασφάλιση άδειας για καταχώρηση αίτησης για Certiorari, οφείλουν να αποδείξουν ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που υπαγορεύουν την κατ' εξαίρεση χορήγηση άδειας. Όμως, όχι μόνο δεν προβλήθηκε ένας τέτοιος ισχυρισμός, αλλά ούτε και φαίνεται να υπάρχουν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Πέραν των πιο πάνω, είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι όπου το δικαστήριο ασκεί διακριτική ευχέρεια, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ο τρόπος άσκησής της δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα, αλλά με έφεση.  Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο εξέδωσε για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικής απόφασης τελικό διάταγμα δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Ν. 31(Ι)/1992 και όχι προσωρινό διάταγμα, ενώ εκκρεμεί αγωγή στα πλαίσια του Άρθρου 9 του Ν. 31(Ι)/1992. Επομένως, δεν ετίθετο καν θέμα να διατάξει επίδοση της αίτησης, εκτός αν το έθετε ως όρο δυνάμει του Άρθρου 9(3) του Ν. 31(Ι)/1992. Όμως και αυτό θα αφορούσε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου που ελέγχεται με έφεση.

 

Υπό τις περιστάσεις, η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί και απορρίπτεται.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο