ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D262
(2016) 1 ΑΑΔ 1305
31 Μαΐου, 2016
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
1. ΜΑΡΙΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ,
2. XΡΙΣΤΙΑΝΑ ΚΝΑΗ,
3. ΣΤΑΘΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Ενάγοντες,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εναγομένου.
(Αγωγή Αρ. 1/2014)
Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. ― Ο περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμος 2(1)/2010 ― Ποιες παράμετροι λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει παραβίαση εύλογου χρόνου.
Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Η πολυπλοκότητα, είναι ορθό ότι καθορίζεται κυρίως υπό το πρίσμα των πραγματικών γεγονότων της κάθε υπόθεσης και από τα νομικά ζητήματα που εγείρονται σε αυτή ― Ακόμη μπορεί να αποφασιστεί ως τέτοια, εάν, για παράδειγμα, εμπλέκονται πολλοί διάδικοι ή ακόμη και σε υποθέσεις που θεωρείται αναγκαία η συλλογή πολλών και διαφόρων στοιχείων.
Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Απορριπτική κατάληξη σε αγωγή για παραβίαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης ― Υπόθεση ιδιαίτερα πολύπλοκη ― Mεγάλος αριθμός διαδίκων, συχνή αλλαγή ή προσθήκη δικηγόρων, καταχώριση συμπληρωματικών περιγραμμάτων και αίτημα όπως εκδικαστεί από την Πλήρη Ολομέλεια ― Έκδοση τριών αποφάσεων από την Πλήρη Ολομέλεια ― Η παράμετρος της ίδιας της συμπεριφοράς των διαδίκων.
Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Το πολύπλοκο ή σύνθετο των νομικών ερμηνειών σαφώς και εντάσσεται στον παράγοντα της πολυπλοκότητας μιας υπόθεσης ― Δεν υπάρχουν στερεότυπες παράμετροι για τη διαπίστωση του εύλογου χρόνου. Ανάλογα με την περίσταση και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης ο εύλογος χρόνος μπορεί να επεκτείνεται ή να σμικρύνεται.
Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Ο παράγοντας του τι διακυβεύεται για τον αιτητή δηλαδή αν υπάρχουν ειδικές συνθήκες τέτοιες που η αναγκαιότητα της γρήγορης εκδίκασης έχει δεσπόζουσα σημασία, όπως εκρίθη από τη νομολογία του ΕΔΑΔ, αυτές αφορούσαν, είτε θέματα εργοδότησης είτε πολιτικών δικαιωμάτων, είτε φύλαξη παιδιών, ή τίτλους σε ιδιοκτησία, ή αποζημιώσεις για τροχαίο ατύχημα.
Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Ο όγκος των υποθέσεων και εν γένει της δικαστικής εργασίας δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για την παραβίαση του δικαιώματος δίκης σε εύλογο χρόνο ― Μπορεί να ληφθεί υπόψη ωστόσο, εάν είναι απρόβλεπτα μεγάλος ― Νομολογία ΕΔΑΔ.
Οι ενάγοντες ήσαν κατά πάντα χρόνο διοικητικοί σύμβουλοι και ή μέτοχοι στην εταιρεία CYBER GROUP LIMITED η οποία κατά ή περί τον Μάιο του 2000 εξήγγειλε πρόθεση να εισάξει τους τίτλους της στο ΧΑΚ.
Η παρούσα αγωγή προωθήθηκε βάση τον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο του 2010 (Ν.2(Ι)/2010) και σκοπούσε στην παροχή θεραπειών αποζημίωσης λόγω καθυστέρησης στην εκδίκαση έφεσης αρ. 319/08 η οποία καταχωρήθηκε από τους αντίδικους των εναγόντων στην πρωτόδικη διαδικασία την 1.9.2008 εναντίον της απόφασης ημερ. 29.7.2008 με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εκεί εναγόντων δικαιώνοντας ουσιαστικά τη θέση της υπεράσπισης των εκεί εναγομένων και νυν εναγόντων. Το Εφετείο εξέδωσε τη δική του απόφαση στις 7.7.2014.
Ήταν η θέση των εναγόντων ότι ο διαρρεύσας χρόνος μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρισης της έφεσης (1.9.2008) και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης του Εφετείου (7.7.2014) υπήρξε τόσο μεγάλος ώστε στοιχειοθετείται το αίτημα των εναγόντων για αποζημιώσεις λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης δυνάμει του πιο πάνω Νόμου.
Η Έκθεση Απαίτησης των εναγόντων αναφερόταν στο ιστορικό αφενός της πιο πάνω αγωγής και αφετέρου κυρίως στο ιστορικό της εκδίκασης της πιο πάνω έφεσης.
Η απόφαση επί της πιο πάνω έφεσης τελικά εκδικάστηκε μετά από αίτημα των εναγόντων από την Πλήρη Ολομέλεια. Στην απόφαση αυτή, ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόρριψη της αγωγής και επιδικάστηκαν ποσά εναντίον των εκεί εφεσιβλήτων (νυν εναγόντων).
Η απόφαση ήταν εναντίον όλων των εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως.
Το ιστορικό της υπόθεσης αποτελούσε το βάθρο στο να κριθεί αν το διαρρεύσαν αδιαμφισβήτητα μεγάλο χρονικό διάστημα συνιστούσε καθυστέρηση, πέραν του πραγματικά και νομικά αποδεκτού εύλογου χρόνου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην Προκοπίου v. Γενικού Εισαγγελέα (2015) 1 Α.Α.Δ. 2609, ECLI:CY:AD:2015:A805 η οποία αφορούσε τον ίδιο Νόμο και με αναφορά σε σχετική νομολογία τόσο του ΕΔΑΔ όσο και άλλων κυπριακών αυθεντιών, έχει τεθεί ότι οι ίδιοι παράγοντες, που λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει παραβίαση εύλογου χρόνου έχουν περιληφθεί στο Άρθρο 11 του Νόμου, το οποίο και έχει βασιστεί στη διαχρονική νομολογία του ΕΔΑΔ.
2. Η πολυπλοκότητα, είναι ορθό ότι καθορίζεται κυρίως υπό το πρίσμα των πραγματικών γεγονότων της κάθε υπόθεσης και από τα νομικά ζητήματα που εγείρονται σε αυτή.
3. Ακόμη μπορεί να αποφασιστεί ως τέτοια, εάν, για παράδειγμα, εμπλέκονται πολλοί διάδικοι ή ακόμη και σε υποθέσεις που θεωρείται αναγκαία η συλλογή πολλών και διαφόρων στοιχείων. Στην υπόθεση Boddaert v. Belgium, 65/1991/317/389, 6 χρόνια και 3 μήνες δεν θεωρήθηκαν μη εύλογος χρόνος από το Δικαστήριο διότι αφορούσε μια δύσκολη έρευνα για φόνο και την παράλληλη εξέλιξη 2 υποθέσεων.
4. Προέκυψε ως αδήριτη ανάγκη παρά το ότι φυσικά η πορεία της διαδικασίας της έφεσης διαγράφεται από τα παραδεκτά γεγονότα, η σχολαστική εξέταση όλου του φακέλου της έφεσης 319/08 ο οποίος και κατατέθηκε.
5. Από τα πρακτικά του φακέλου καθίστατο περισσότερο από σαφές ότι η υπόθεση ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκη. Εκτός του γεγονότος ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός διαδίκων και συχνή αλλαγή ή προσθήκη δικηγόρων στη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, υπήρξε ανάγκη καταχώρισης συμπληρωματικών περιγραμμάτων και εντέλει διατυπώθηκε από την ίδια την πλευρά των εναγόντων η ανάγκη όπως εκδικαστεί η υπόθεση από την Πλήρη Ολομέλεια.
6. Η ίδια η αίτηση για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια δεικνύει ακριβώς την πολυπλοκότητα της σε νομικό σημείο το οποίο παρουσιάζετο και αμφισβητούμενο, ως εκ της προηγούμενης νομολογίας.
7. Αποτελούσε σχήμα οξύμωρο να ζητείται και να επιδιώκεται είτε παράταση χρόνου καταχώρησης περιγραμμάτων, είτε κυρίως παραπομπή του θέματος στην Ολομέλεια και ταυτόχρονα να διατυπώνεται ισχυρισμός ότι η υπόθεση είναι απλή.
8. Η πολυπλοκότητα της εμμέσως προκύπτει και από την έκδοση τριών αποφάσεων από την Πλήρη Ολομέλεια σε σχέση με την ερμηνεία των επίδικων άρθρων. Είναι η κατάληξη ότι η υπόθεση ήταν πολύπλοκη με συστατικά στοιχεία ιδιομορφίας που οδήγησε τους ίδιους τους εφεσίβλητους να επιδιώξουν διεύρυνση του Εφετείου με παραπομπή στην Ολομέλεια. Όπως έχει λεχθεί, η πολυπλοκότητα είναι από τα στοιχεία που λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό του ευλόγου χρόνου εκδίκασης.
9. Η δε συμπεριφορά των εναγόντων ως εφεσιβλήτων η οποία είναι ένας άλλος παράγοντας που έχει καθοριστεί ως σχετικός, θα έπρεπε να συσχετιστεί με όλα τα στάδια της διαδικασίας και γι' αυτό το λόγο παρατέθηκαν σχολαστικά τα επιμέρους διαβήματα της εφετειακής υπόθεσης. Προέκυπτε ότι οι ενάγοντες στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας μεταξύ δηλαδή της καταχώρησης της έφεσης μέχρι την πρώτη ημερομηνία προδικασίας, δεν είχαν οποιονδήποτε βαθμό ευθύνης, και αφορούσε το πρώτο διάστημα ως (α) ανωτέρω των 21 μηνών.
10. Αναφορικά με το δεύτερο στάδιο, η αναγκαιότητα επαναορισμού της υπόθεσης για οδηγίες από τις 22.6.2010 σε μεταγενέστερη ημερομηνία καθορίστηκε μεταξύ άλλων και από τη δήλωση εκ μέρους του συνηγόρου για τον εφεσίβλητο 1 ότι επίκειτο αλλαγή δικηγόρου πλην όμως η διαδικασία δεν είχε ολοκληρωθεί. Είναι στις 13.10.2010 που καταχωρείται τελικά έντυπο αλλαγής δικηγόρου για κάποιους από τους εφεσίβλητους, ενώ στις 10.5.2011 διαπιστώνεται μεταξύ άλλων η απουσία πέντε από τους εφεσίβλητους, απουσία συναρτώμενη με την αλλαγή της εκπροσώπησης τους.
11. Το κώλυμα που αναφέρεται από την Παπαδοπούλου, Δ. εκείνη την ημέρα τίθεται, με δεδομένα τα πιο πάνω προβλήματα, γι' αυτό και δίδονται περαιτέρω οδηγίες για επίδοση στους εφεσίβλητους λόγω της απουσίας τους.
12. Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά της πλευράς των εναγόντων υπό την ιδιότητα τους ως εφεσιβλήτων τότε δεν συσχετίζεται με την ανάγκη αναβολής της υπόθεσης και της ανάσχεσης, έτσι, της πορείας της, για περίοδο έντεκα, περίπου, μηνών, κατά την οποία δεν είχε καταστεί δυνατό να δοθούν οδηγίες για την καταχώρηση περιγραμμάτων. Αυτό ισχύει και για το τρίτο στάδιο. Δηλαδή για τους 4 μήνες που χρειάστηκε να ξαναοριστεί η υπόθεση.
13. Αναφορικά τώρα με τα στάδια (δ), (ε), (στ) (ανωτέρω) τα οποία καλύπτουν σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος του διαρρεύσαντα χρόνου δηλαδή από 15.9.2011 μέχρι ημερομηνία της απόφασης 7.7.2014, παρατηρείτο ότι ήταν κυρίως η πλευρά των εφεσιβλήτων που ενεργούσε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ώστε η υπόθεση να εκτραπεί από τον προγραμματισμό ακρόασης της. Εκτός των αιτήσεων παράτασης των περιγραμμάτων αγόρευσης και της αναγκαιότητας αναβολής λόγω νομολογίας που εξεδόθη και ενώ τίθεται περιθωριακά η ανάγκη εκδίκασης από την Ολομέλεια είναι μόνο λίγες ημέρες πριν την ακρόαση που τελικά τίθεται γραπτώς το αίτημα.
14. Σχετικά ήταν αυτά που αναφέρθησαν πιο πάνω και έλαβαν χώρα μεταξύ των ημερομηνιών 15.9.2011 και 7.11.2013. Ως προς την παράμετρο (δ) του Άρθρου 11 του Νόμου το οποίο ετέθη πιο πάνω, η συμπεριφορά του ενάγοντα είναι σχετική και λαμβάνεται υπόψη ως προς την επιμήκυνση του χρόνου εκδίκασης.
15. Ενώ θα μπορούσε να λεχθεί ότι σε σχέση με τα στάδια (α) και (β) πιο πάνω η ευθύνη, θα βάραινε κυρίως τις δικαστικές αρχές ως προς τον ορισμό της υπόθεσης, ωστόσο συνολικά κρινόμενη η πορεία της υπόθεσης σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά των εναγόντων στα υπόλοιπα στάδια διαδικασίας, δεν προέκυπτε ότι δημιουργεί έρεισμα εύλογου παραπόνου ως προς τις αιτούμενες θεραπείες.
16. Τόσο ο παράγοντας της πολυπλοκότητας όσο και ο παράγοντας της συμπεριφοράς των εναγόντων, που σε κάποιο σημείο τέμνονται και αλληλοεπηρεάζονται οδηγούν την υπόθεση σε κατάταξη τέτοια ώστε να μη μπορεί υπό τις περιστάσεις να στοιχειοθετηθεί εκτροπή από τον εύλογο χρόνο εκδίκασης.
17. Επρόκειτο για μια ιδιόμορφη περίπτωση και αφού και οι ίδιοι οι ενάγοντες την αντιμετώπισαν ως τέτοια, δεν έχουν δίκαιο να παραπονούνται για καθυστέρηση.
18. Το πολύπλοκο ή σύνθετο των νομικών ερμηνειών σαφώς και εντάσσεται στον παράγοντα της πολυπλοκότητας μιας υπόθεσης. Είναι φανερό ότι τα περιστατικά της παρούσας διαφοροποιούνται από τη Δημητρίου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 716, ECLI:CY:AD:2014:A219 αφού το στοιχείο της πολυπλοκότητας δεν συνέτρεχε στην τελευταία αυτή υπόθεση.
19. Όπως παρατήρησε το Εφετείο «δεν υπάρχουν στερεότυπες παράμετροι για τη διαπίστωση του εύλογου χρόνου. Ανάλογα με την περίσταση και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης ο εύλογος χρόνος μπορεί να επεκτείνεται ή να σμικρύνεται».
20. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι, εν προκειμένω, η αποδοχή, τελικώς, της θέσης των εναγόντων οδήγησε την υπόθεση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας. Αυτό ήταν φυσιολογικό να επιβραδύνει την πορεία της υπόθεσης, με δεδομένο ότι το Σώμα αυτό συνέρχεται σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, μία εκ των οποίων κρίθηκε ότι ήταν και η περίπτωση της συγκεκριμένης έφεσης.
21. Όταν δε η Πλήρης Ολομέλεια συνεδριάζει στο Δικαστήριο ή τα Μέλη της συσκέπτονται, προκειμένου να αποφασίσουν σε σχέση με μια υπόθεση, οι συνεδρίες και οι συσκέψεις, σχετικά, είναι φυσικό να είναι αραιές, αφού, σε διαφορετική περίπτωση, θα προκαλούνται συχνές διακοπές στις εργασίες των Εφετείων. Επομένως, όταν συνέρχεται η Πλήρης Ολομέλεια, για να επιληφθεί μιας υπόθεσης, αυτό συμβαίνει εκτάκτως και όχι ως μέρος του συνήθους προγράμματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
22. Ερχόμενοι στον παράγοντα του τι διακυβεύεται για τον αιτητή δηλαδή αν υπάρχουν ειδικές συνθήκες τέτοιες που η αναγκαιότητα της γρήγορης εκδίκασης έχει δεσπόζουσα σημασία, όπως εκρίθη από τη νομολογία του ΕΔΑΔ αυτές αφορούσαν είτε θέματα εργοδότησης είτε πολιτικών δικαιωμάτων, είτε φύλαξη παιδιών, ή τίτλους σε ιδιοκτησία, ή αποζημιώσεις για τροχαίο ατύχημα.
23. Στην κρινόμενη υπόθεση είχε εκδοθεί χρηματική απόφαση για το ίδιο ποσό εναντίον της εταιρείας και η ευθύνη, πάντοτε χρηματικής υφής, αφορούσε πολλά άτομα οι οποίοι ενάγονταν υπό την ιδιότητα τους κυρίως ως διευθυντές της εταιρείας και ως αλληλέγγυοι οφειλέτες.
24. Μάλιστα στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου κ. Ανδρέα Χατζηδημητρίου ημερ. 22.1.2013 η οποία συνοδεύει το αίτημα αναβολής εκ μέρους των δικηγόρων του εφεσίβλητου 7 στην παραγρ.6 αναφέρεται ότι «υπάρχει προθυμία μεταξύ των διαδίκων μερών στην παρούσα υπόθεση για εξεύρεση πιθανής εξώδικης λύσης μέσω των δικηγόρων τους. Ενδεχομένως η αναβολή της παρούσας ακρόασης να υποβοηθήσει, παρέχοντας ευχέρεια χρόνου, τις σχετικές διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων με σκοπό την εξεύρεση εξώδικης συμβιβαστικής λύσης». Αυτός ο παράγοντας δεν συνέτρεχε στην προκείμενη περίπτωση.
25. Εν τέλει σε σχέση με το θέμα του όγκου των υποθέσεων. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία, τεκμ.Β, διαφαίνεται αυξητική τάση ως προς την καταχώρηση εφέσεων.
26. Όπως είναι νομολογημένο από το ΕΔΑΔ ο όγκος των υποθέσεων και εν γένει της δικαστικής εργασίας δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για την παραβίαση του δικαιώματος δίκης σε εύλογο χρόνο.
27. Τέτοιος όγκος υποθέσεων μπορεί να ληφθεί υπόψη ωστόσο, εάν είναι απρόβλεπτα μεγάλος. Αποτελεί υποχρέωση του κράτους να διασφαλίσει τέτοιον αριθμό δικαστών ώστε η εκδίκαση των υποθέσεων να γίνεται σε εύλογο χρόνο.
28. Παρά τον αδιαμφισβήτητα μεγάλο όγκο των εφέσεων ως φαίνεται από το τεκμ.Β δεν μπορούμε να oμιλούμε για απρόβλεπτο όγκο (a backlog of cases that was not reasonable forceable) ώστε να είμαστε δικαιολογημένοι να θεωρήσουμε ότι συντρέχει αυτός ο παράγοντας.
29. Έχοντας συνεπώς όλα τα πιο πάνω κατά νου, το δικαίωμα των εναγόντων για διάγνωση των αστικών υποχρεώσεων τους σε εύλογο χρόνο δεν παραβιάστηκε.
30. Τέλος ήταν εντελώς αβάσιμη είναι η θέση της πλευράς των εναγόντων για επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων σε αυτούς με βάση την κατάθεση ενός εγγράφου στα πλαίσια των αγορεύσεων ως προς την πληρωμή τόκων επί των επιδικασθέντων ποσών λόγω της καθυστέρησης.
31. Δεν πρέπει να λησμονούμε την πάγια νομολογιακή αρχή που προηγείται οποιασδήποτε άλλης η οποία αφορά το προαπαιτούμενο της δικογράφησης ειδικών ζημιών. Αυτή η δικογράφηση εν προκειμένω δεν υπήρχε. Συνεπώς δεν θα ετίθετο τέτοιο θέμα, ακόμη και αν θεωρείοτο ότι το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων είχε στοιχειοθετηθεί.
Η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Προκοπίου v. Γενικού Εισαγγελέα (2015) 1 Α.Α.Δ. 2609, ECLI:CY:AD:2015:A805,
Katte Klitsche de la Grange v. Italy, 21/1993/416/495 para 55,
Papachelas v. Greece [GC], Application no.31423/96, 25/3/1999, para 39,
H. v. The United Kingdom, Application no. 31423/96, 25/3/1999, para 72,
Humen v. Poland [GC] Application no. 26614/15, 15/10/1999, para 63,
Boddaert v. Belgium, 65/1991/317/389,
CNH Capital Markets Ltd κ.ά. v. Shanghailink Investment Co Ltd (2012) 1(A) Α.Α.Δ. 384,
Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ v. Parson Emporio Ltd κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 286,
Newmeister v. Austria A 8 [1968],
Δημητρίου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 716, ECLI:CY:AD:2014:A219,
Frydlender v. France [2001] 31 EHRR 1152,
Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298,
Πίριλλου v. Κονναρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 1153,
Παναγή κ.ά. ν. Κακόψιτου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 839,
R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1071,
Galatariotis Telecommunications Ltd v. Δ. Σιουκιούρογλου Λτδ κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 29.
Αγωγή.
Αλ. Μαρκίδης και Μ. Καραολιά (κα), για Μ. Ηλιάδη, για τους Ενάγοντες.
Μ. Τσαγγάρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τoν Εναγόμενo.
Cur. adv. vult.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι ενάγοντες ήσαν κατά πάντα χρόνο διοικητικοί σύμβουλοι και ή μέτοχοι στην εταιρεία CYBER GROUP LIMITED (για σκοπούς ευκολίας από τώρα και στο εξής «εταιρεία») η οποία κατά ή περί τον Μάιο του 2000 εξήγγειλε πρόθεση να εισάξει τους τίτλους της στο ΧΑΚ. Η παρούσα αγωγή διατυπώνεται και έχει βάση τον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο του 2010 (Ν.2(Ι)/2010) και σκοπεί στην παροχή θεραπειών αποζημίωσης λόγω καθυστέρησης στην εκδίκαση έφεσης αρ. 319/2008 η οποία καταχωρήθηκε από τους αντίδικους των εναγόντων στην πρωτόδικη διαδικασία την 1.9.2008 (αρ.αγωγής 12189/2002 Ε.Δ. Λευκωσίας) εναντίον της απόφασης ημερ. 29.7.2008 με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εκεί εναγόντων δικαιώνοντας ουσιαστικά τη θέση της υπεράσπισης των εκεί εναγομένων και νυν εναγόντων. Το Εφετείο εξέδωσε τη δική του απόφαση στις 7.7.2014. Είναι η θέση των εναγόντων ότι ο διαρρεύσας χρόνος μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρισης της έφεσης (1.9.2008) και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης του Εφετείου (7.7.2014) υπήρξε τόσο μεγάλος ώστε στοιχειοθετείται το αίτημα των εναγόντων για αποζημιώσεις λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης δυνάμει του πιο πάνω Νόμου.
Η Έκθεση Απαίτησης των εναγόντων αναφέρεται στο ιστορικό αφενός της πιο πάνω αγωγής και αφετέρου κυρίως στο ιστορικό της εκδίκασης της πιο πάνω έφεσης. Τα γεγονότα είναι εν πολλοίς κοινά και θα αναφερθούμε στη συνέχεια σε αυτά. Χρήσιμο είναι να αναφερθούμε από τώρα στο τι περιλάμβανε η απόφαση επί της πιο πάνω έφεσης η οποία τελικά εκδικάστηκε μετά από αίτημα των εναγόντων από την Πλήρη Ολομέλεια. Στην απόφαση αυτή αφού ακυρώνεται η πρωτόδικη απόρριψη της αγωγής επιδικάζονται τα εξής ποσά εναντίον των εκεί εφεσιβλήτων (νυν εναγόντων).
A. Απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος 1, για ποσό €83.688,87 το οποίο αντιστοιχεί σε £49.000, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 20.5.2000.
Β. Απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος 2, για ποσό €27.326,98 το οποίο αντιστοιχεί σε £16.000, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 20.5.2000.
Γ. Απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος 3. για ποσό €42.698,41 το οποίο αντιστοιχεί σε £25.000, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 20.5.2000.
Δ. Απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος 4, για ποσό €17.079,36 το οποίο αντιστοιχεί σε £10.000, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 20.5.2000.
E. Απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος 5, για ποσό €42.698,41 το οποίο αντιστοιχεί σε £25.000, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 20.5.2000.
Η απόφαση ήταν εναντίον όλων των εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως.
Το ιστορικό της υπόθεσης θα πρέπει να τεθεί με λεπτομέρεια γιατί αποτελεί το βάθρο στο να κριθεί αν το διαρρεύσαν αδιαμφισβήτητα μεγάλο χρονικό διάστημα συνιστά καθυστέρηση στη βάση των δεδομένων που εδώ είναι σχετικά, δηλαδή πέραν του πραγματικά και νομικά αποδεκτού εύλογου χρόνου.
Στην Προκοπίου v. Γενικού Εισαγγελέα (2015) 1 Α.Α.Δ. 2609, ECLI:CY:AD:2015:A805 η οποία αφορούσε τον ίδιο Νόμο και με αναφορά σε σχετική νομολογία τόσο του ΕΔΑΔ όσο και άλλων κυπριακών αυθεντιών, έχει τεθεί ότι οι ίδιοι παράγοντες, που λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει παραβίαση εύλογου χρόνου έχουν περιληφθεί στο Άρθρο 11 του Νόμου το οποίο και έχει βασιστεί στη διαχρονική νομολογία του ΕΔΑΔ. Το Άρθρο 11 έχει ως εξής:
"11. Το δικαστήριο προκειμένου να κρίνει κατά πόσο παραβιάστηκε το δικαίωμα του ενάγοντα ή του αιτητή σε διάγνωση σε εύλογο χρόνο αστικών του δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε αγωγή δυνάμει των Άρθρων 4 και 5 και σε πρωτογενή αίτηση δυνάμει των Άρθρων 7 και 8, λαμβάνει υπόψη -
(α) το συνολικό χρόνο που εκκρεμεί ή που διήρκεσε η διάγνωση των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στην υπόθεση λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο καταχώρισης της στο δικαστήριο και, όπου είναι σχετικός, οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο,
(β) τη φύση της υπόθεσης στην οποία κατά τον ισχυρισμό του ενάγοντα ή του αιτητή παραβιάστηκε το δικαίωμά του,
(γ) την τυχόν πολυπλοκότητα της εν λόγω υπόθεσης,
(δ) τη συμπεριφορά του ενάγοντα ή αιτητή στη διαδικασία της υπόθεσης,
(ε) τη συμπεριφορά των δικαστικών αρχών στα διάφορα στάδια και διαδικασίες της υπόθεσης, περιλαμβανομένων, όπου είναι σχετικές, των διαδικασιών εκτέλεσης, και την προώθηση της υπόθεσης στα εν λόγω στάδια και διαδικασίες,
(στ) τη συμπεριφορά άλλων αρχών της Δημοκρατίας, όπου είναι σχετική, στο στάδιο και στις διαδικασίες εκτέλεσης, όπως και σε τυχόν σχετικά στάδια και διαδικασίες που προηγήθηκαν της καταχώρισης της υπόθεσης στο δικαστήριο,
(ζ) οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες που εκάστοτε λαμβάνει υπόψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως σχετικούς με το υπό κρίση ζήτημα όπως προκύπτουν από τη σχετική με το θέμα νομολογία του».
Αναφορικά με το εν λόγω ιστορικό από τα κοινά παραδεκτά γεγονότα προκύπτουν τα κατ' αρχήν αδιαμφισβήτητα δεδομένα της υπόθεσης.
Α. Η πρωτόδικη διαδικασία
Κατά /ή περί την 7/11/2002 καταχωρήθηκε η υπ' αρ. 12189/2002 Αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εναντίον της εταιρείας και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της, μεταξύ των οποίων εναγόμενοι ήσαν και οι Ενάγοντες στην παρούσα Αγωγή, με την οποία οι Ρόναλντ Γουότς, Ανδρέας Καραολή, Πέτρος Γουότς, Παύλος Γουότς, Kατερίνα Γουότς, ενδιαφερόμενοι αγοραστές μετοχών (στο εξής αναφερόμενοι «οι αγοραστές»), αξίωναν επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν στην εταιρεία για την απόκτηση μετοχών, υπό μορφή αποζημιώσεων, ως αποτέλεσμα, κατά τους ισχυρισμούς τους, δολίων, αμελών ή παραπλανητικών παραστάσεων της εταιρείας και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της, μεταξύ των οποίων και οι Ενάγοντες.
Σε αρχικό στάδιο της υπόθεσης, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση του Δικαστηρίου εναντίον της εταιρείας και στις 21/7/2008, το Δικαστήριο, με απόφαση του, απέρριψε την αγωγή εναντίον των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, περιλαμβανομένων και των Εναγόντων στην παρούσα αγωγή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν ευθύνονται για τις πράξεις ή παραλείψεις της εταιρείας με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 58Β του Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου 14(I)/1993 ως είχε τροποποιηθεί και ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Β. Η Έφεση
Με βάση το ιστορικό της υπόθεσης και παρά το γεγονός ότι οι ενάγοντες ομιλούν για 4 στάδια προβαλλόμενης καθυστέρησης (βλ. σελίδα 1 και 2 της αγόρευσης τους) μπορούμε με ασφάλεια να ομιλούμε για 6 στάδια διαδικασίας για τα οποία μπορεί να υπάρξει ισχυρισμός καθυστέρησης.
(α) Το διάστημα των 21 μηνών στον ορισμό της υπόθεσης από την καταχώρηση της έφεσης μέχρι την πρώτη ημερομηνία της προδικασίας. Να θυμίσουμε ότι η έφεση κατεχωρήθη την 1.9.2008 και ορίστηκε αρχικά στις 16.6.2010 και ξανά στις 22.6.2010, σύνολο 21 μήνες.
(β) Το διάστημα των 11 μηνών που χρειάστηκε για επαναορισμό της υπόθεσης για προδικασία από 16.6.2010 μέχρι 10.5.2011. Στις 22.6.2010 που η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για προδικασία μετά τις 16.6.2010, δόθηκαν οδηγίες από το Δικαστήριο να επαναοριστεί η υπόθεση για προδικασία το Σεπτέμβριο του 2010 σε ημερομηνία που θα καθοριζόταν από τον πρωτοκολλητή ώστε να δοθεί χρόνος στους εφεσείοντες να προβούν σε επίδοση της ειδοποίησης έφεσης στους εφεσίβλητους και για να αποσυρθεί ο δικηγόρος του εφεσίβλητου 1 του οποίου ο πελάτης απουσίαζε στο εξωτερικό. Το πρωτοκολλητείο όρισε την υπόθεση για προδικασία στις 10.5.2011. Κατ' αυτή την ημερομηνία η Δικαστής Ε.Παπαδοπούλου δήλωσε την εξαίρεση της λόγω προσωπικού κωλύματος, (αδελφή του ενάγοντα 1, τότε εφεσίβλητου 1). Δόθηκαν οδηγίες για να οριστεί νέο Εφετείο.
(γ) Το διάστημα των 4 περίπου μηνών από 10.5.2011 μέχρι τις 15.9.2011 για να ειδοποιηθούν οι διάδικοι ότι η υπόθεση τέθηκε ενώπιον εφετείου με νέα σύνθεση. Μετά την εξαίρεση της Ε.Παπαδοπούλου, Δ. χρειάστηκαν 4 μήνες για να οριστεί εκ νέου η υπόθεση για προδικασία. Αυτό έγινε στις 15.9.2011 οπότε και δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση περιγραμμάτων.
(δ) Το διάστημα από 15.9.2011 μέχρι την πρώτη ημερομηνία ακρόασης της έφεσης, την 1.11.2012. Στο διάστημα αυτό υπήρξε βέβαια η υποχρέωση των διαδίκων για καταχώρηση περιγραμμάτων συμφώνως με τους σχετικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
Οι εφεσείοντες κατεχώρησαν το περίγραμμα αγόρευσης τους στις 20.10.2011. Ο εφεσίβλητος 1 καταχώρησε το δικό του εμπρόθεσμα. Ο εφεσίβλητος 2 μετά από αίτημα παράτασης υπέβαλε το δικό του περίγραμμα στις 10.1.2012. Οι δε εφεσίβλητοι 3, 4, 10 και 11 κατά ή περί την 12.1.2012. Στις 8.10.2012 οι εφεσείοντες κατέθεσαν αίτηση παράτασης χρόνου για 7 ημέρες από της έκδοσης του σχετικού διατάγματος για καταχώρηση δευτέρου περιγράμματος αγόρευσης σε απάντηση της αντέφεσης. Οι εφεσίβλητοι δεν έφεραν ένσταση σ' αυτό. Η ακρόαση της έφεσης ορίστηκε την 1.11.2012.
(ε) Το διάστημα των δώδεκα, περίπου, μηνών από την πρώτη ημερομηνία ακρόασης δηλαδή την 1.11.2012 ενώπιον του Εφετείου μέχρι την εκδίκασή της, τελικά, από την Πλήρη Ολομέλεια στις 7.11.2013. Η ακρόαση της έφεσης αρχικά ορίστηκε την 1.11.2012 ημερομηνία κατά την οποία οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων υπέβαλαν αίτημα για καταχώρηση επιπρόσθετου περιγράμματος αγόρευσης. Κατά τη θέση τους το αίτημα ήταν δικαιολογημένο διότι μετά την καταχώρηση των πρώτων περιγραμμάτων εξεδόθησαν από το Ανώτατο Δικαστήριο δύο σχετικές αποφάσεις που είχαν ως αντικείμενο την ερμηνεία του Άρθρου 58Β των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμων 1993 έως 2000, η νομική ερμηνεία του οποίου ήταν ουσιαστικά το επίδικο ζήτημα στην έφεση 319/2008. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα των εφεσιβλήτων και έδωσε οδηγίες για καταχώρηση επιπρόσθετων αγορεύσεων σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο καλείτο από τους εφεσίβλητους, να αποκλίνει από δικαστικό προηγούμενο. Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση, αρχικά, στις 28.1.2013, μετά, σε δύο άλλες διαδοχικές ημερομηνίες, ήτοι στις 11.6.2013 και στις 3.10.2013, και, τελικά, στις 7.11.2013, οπότε και πραγματοποιήθηκε.
(στ) Το διάστημα των 9 περίπου μηνών μεταξύ της ημερομηνίας ακρόασης της έφεσης στις 7.11.2013 ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας μέχρι τις 7.7.2014 ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.
Eίναι ορθό βεβαίως ότι αντικειμενικά ο χρόνος που έχει παρέλθει για την αποπεράτωση της έφεσης είναι μεγάλος. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν συντρέχουν παράγοντες τέτοιοι που λειτουργούν αντισταθμιστικά στο αντικειμενικό γεγονός της παρέλευσης του χρόνου, ώστε να στοιχειοθετούν ή μη εύρημα υπέρμετρης καθυστέρησης υποκειμενικά και in concreto.
Ο κ. Μαρκίδης εισηγήθηκε ότι το όλο θέμα ήταν απλό παρά το γεγονός ότι υπήρχαν πολλοί εφεσίβλητοι. Ως ισχυρίζεται «η υπόθεση βρισκόταν στο στάδιο της έφεσης όπου ουσιαστικά ετίθετο μόνο ένα πραγματικό νομικό ζήτημα και αυτό σε σχέση με την ερμηνεία του Άρθρου 58(Β) ανωτέρω και του Άρθρου 3 του Ν.141(Ι)/2000».
Η πολυπλοκότητα, είναι ορθό ότι καθορίζεται κυρίως υπό το πρίσμα των πραγματικών γεγονότων της κάθε υπόθεσης και από τα νομικά ζητήματα που εγείρονται σε αυτή. (βλ. Katte Klitsche de la Grange v. Italy, 21/1993/416/495 para 55, Papachelas v. Greece [GC], Application no.31423/96, 25/3/1999, para 39). Ακόμη μπορεί να αποφασιστεί ως τέτοια, εάν, για παράδειγμα, εμπλέκονται πολλοί διάδικοι (H. v. The United Kingdom, Application no. 31423/96, 25/3/1999, para 72) ή ακόμη και σε υποθέσεις που θεωρείται αναγκαία η συλλογή πολλών και διαφόρων στοιχείων (Humen v. Poland [GC] Application no. 26614/15, 15/10/1999, para 63). Στην υπόθεση Boddaert v. Belgium, 65/1991/317/389, 6 χρόνια και 3 μήνες δεν θεωρήθηκαν μη εύλογος χρόνος από το Δικαστήριο διότι αφορούσε μια δύσκολη έρευνα για φόνο και την παράλληλη εξέλιξη 2 υποθέσεων.
Προέκυψε ως αδήριτη ανάγκη παρά το ότι φυσικά η πορεία της διαδικασίας της έφεσης διαγράφεται βασικά από τα παραδεκτά γεγονότα, να εξετάσουμε σχολαστικά όλο το φάκελο της έφεσης 319/2008 ο οποίος και κατατέθηκε ως τεκμ.Γ στην παρούσα.
Να σημειώσουμε επίσης ότι κατόπιν οδηγιών μας κατατέθηκε κατάσταση στατιστικών από την οποία φαίνεται ότι ο συνολικός αριθμός εκκρεμουσών εφέσεων στις 31.12.2014 είναι 2.497.
Επανερχόμενοι στο φάκελο της έφεσης είμαστε υποχρεωμένοι να καταγράψουμε βήμα προς βήμα τη διαδικασία ώστε να δοθεί μια πλήρης εικόνα των πραγμάτων.
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει η έφεση καταχωρείται την 1.9.2008. Ειδοποίηση αντέφεσης καταχωρείται στις 26.9.2008. Γίνονται ενέργειες για ετοιμασία των πρακτικών μεταξύ των πρωτοκολλητείων του Ανωτάτου και του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στις 16.6.2010 ορίζεται η υπόθεση πρώτη φορά για προδικασία. Διαπιστώνεται εκείνη την ημέρα πρόβλημα στην εμφάνιση κάποιου από τους εφεσίβλητους και αναβάλλεται για προδικασία και επίδοση στις 22.6.2010. Στις 22.6.2010 ο συνήγορος που εμφανίζεται για τον εφεσίβλητο 1 αναφέρει ότι θα γίνουν διαδικασίες αλλαγής δικηγόρου πλην όμως δεν υπήρχε εκείνη την ημέρα δυνατότητα ολοκλήρωσης των διαδικασιών. Οι οδηγίες του Δικαστηρίου τη δικάσιμο αυτή είναι ότι δεν μπορεί η υπόθεση να προχωρήσει και θα πρέπει να αναβληθεί το Σεπτέμβρη για προδικασία, η ημερομηνία θα εδίδετο από το πρωτοκολλητείο. Στις 13.10.2010 καταχωρείται έντυπο αλλαγής δικηγόρου για τους εφεσίβλητους 2, 3, 4, 10 και 11* (μεταξύ των οποίων και οι παρόντες ενάγοντες). Η επόμενη δικάσιμος που παρουσιάζεται στο φάκελο είναι αυτή με ημερομηνία 10.5.2011 στην οποία και δηλώνεται από τον πρωτοκολλητή ότι ενώ υπάρχει ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου εκ των εφεσιβλήτων και έχει ειδοποιηθεί από το πρωτοκολλητείο εντούτοις δεν ήταν παρών. Ταυτόχρονα το Δικαστήριο δια της Παπαδοπούλου, Δ. αναφέρεται στο κώλυμα το οποίο σημειώσαμε πιο πάνω. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι η υπόθεση θα παραμείνει για προδικασία στο νέο δικαστικό έτος ενώπιον άλλης σύνθεσης και ενόψει της απουσίας των εφεσιβλήτων 1, 2, 3, 6 και 7 δόθηκαν περαιτέρω οδηγίες για επίδοση και πάλι σ' αυτούς.
Στις 15.9.2011 με την εμφάνιση πλέον των νέων δικηγόρων για τους εφεσίβλητους δίδονται οδηγίες για καταχώριση περιγραμμάτων αγόρευσης μέσα στα πλαίσια των διαδικαστικών κανονισμών και με τη σημείωση ότι η υπόθεση θα οριστεί για ακρόαση μετά τη συμπλήρωση των περιγραμμάτων.
Στις 29.11.2011 υποβάλλεται αίτηση εκ μέρους του εφεσίβλητου 2 για παράταση του χρόνου για την υποβολή περιγράμματος αγόρευσης. Σημειώνουμε ότι ο δικηγόρος του εφεσίβλητου 2 ήταν ο ίδιος με τους δικηγόρους των εναγόντων στην παρούσα. Στις 30.11.2011 εγκρίνεται η αίτηση.
Στις 2.12.2011 υποβάλλεται αίτηση εκ μέρους της εφεσίβλητης 9 (ενάγουσας 2 στην παρούσα) για παράταση του χρόνου καταχώρησης περιγράμματος αγόρευσης στην οποία δηλώνεται ότι δεν υπάρχει ένσταση και εγκρίνεται από το Δικαστήριο.
Να σημειώσουμε επίσης ότι εντός του φακέλου υπάρχει αίτηση ημερ. 8.10.2012 εκ μέρους των δικηγόρων των εφεσειόντων χωρίς ένσταση των εφεσιβλήτων με την οποία ζητείτο παράταση της προθεσμίας για καταχώρηση δευτέρου περιγράμματος αγόρευσης από τους εφεσείοντες το οποίο και ομοίως εγκρίνεται από το Δικαστήριο.
Το επόμενο πρακτικό το οποίο υπάρχει εντός του φακέλου είναι ημερ. 1.11.2012 στο οποίο καταγράφεται η κύρια θέση της συνηγόρου που εμφανίστηκε για τους εφεσίβλητους (μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες στην παρούσα) για υποβολή αιτήματος αναβολής αλλά και περαιτέρω άδεια για καταχώρηση επιπρόσθετης αγόρευσης για τους λόγους που το Δικαστήριο δύναται να αποκλίνει από προηγούμενη νομολογία του, αναφερόμενη στις CNH Capital Markets Ltd κ.ά. v. Shanghailink Investment Co Ltd (2012) 1(A) Α.Α.Δ. 384 και Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ v. Parson Emporio Ltd κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 286. Μετά από εκτεταμένη συζήτηση που διεξάγεται στο Δικαστήριο και παρά την ένσταση της πλευράς των εφεσειόντων εντέλει δίδεται αναβολή σύμφωνα με το αίτημα της κας. Καραολιά και η υπόθεση επαναορίζεται για ακρόαση στις 28.1.2013.
Στις 22.1.2013 καταχωρείται ειδοποίηση προσθήκης δικηγόρου ώστε το γραφείο του κ. Μαρκίδη να διοριστεί επιπρόσθετα ως δικηγόρος του εφεσίβλητου 7 (νυν ενάγοντα 1). Την ίδια ημέρα καταχωρείται εκ μέρους του κ. Μαρκίδη και του πρώτου δικηγόρου του εφεσιβλήτου 7 (κ. Χ΄Γεωργίου) γραπτό αίτημα για αναβολή της υπόθεσης. Το αίτημα συναντά την ένσταση της πλευράς των εφεσειόντων. Στις 28.1.2013, ημερομηνία της ακρόασης της έφεσης επαναλαμβάνεται το αίτημα και μετά από συζήτηση σε σχέση με την πορεία της υπόθεσης και των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν από την εμφάνιση πολλών δικηγόρων και καταχώρηση πολλών διαγραμμάτων τίθεται για πρώτη φορά (αν και κάπως περιθωριακά θα λέγαμε) από τους συνηγόρους του εφεσίβλητου 7 (νυν ενάγοντα 1) και η ανάγκη εκδίκασης της υπόθεσης από την Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Εντέλει δίδεται η αναβολή και επαναορίζεται για ακρόαση στις 11.6.2013.
Στις 4.6.2013 καταχωρείται γραπτό αίτημα εκ μέρους των εφεσιβλήτων (μεταξύ των οποίων και οι παρόντες ενάγοντες) με την οποία ζητείται η παραπομπή της έφεσης για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια.
Το Εφετείο αφού άκουσε όλες τις πλευρές εξέδωσε απόφαση με την οποία θεωρούσε ως ενδεδειγμένη και ασφαλέστερη οδό να διευρυνθεί το Εφετείο ώστε να ακούσει την υπόθεση ως Πλήρης Ολομέλεια. Τονίστηκε ότι παρά το ότι η υπόθεση είναι παλαιά σημαντική παράμετρος είναι η διευκρίνιση της ορθής αρχής δικαίου ώστε να μην είναι υπό αμφισβήτηση. Όπως συγκεκριμένα ετέθη από τον Πρόεδρο του Εφετείου (Χατζηχαμπή, Π.) «προέχει και θα προβούμε σε ανάλογες διευθετήσεις ώστε η υπόθεση να τεθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας». Αυτό εν τέλει συμβαίνει στις 3.10.2013, κατά την οποία τίθεται κάποιο προδικαστικό θέμα προκύπτον από τα περιγράμματα αγόρευσης των εφεσιβλήτων για το οποίο εκδίδεται η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στις 15.10.2013. Η υπόθεση επαναπρογραμματίζεται για τις 7.11.2013 όπου οι ευπαίδευτοι συνήγοροι όλων των πλευρών αγορεύουν. Η απόφαση επιφυλάσσεται την ίδια ημέρα και εκδίδεται εντέλει στις 7.7.2014. Συγκεκριμένα εξεδόθη η απόφαση της πλειοψηφίας από τον Ερωτοκρίτου, Δ. συμφωνούντων άλλων τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου. Ο Χατζηχαμπής, Π. εξέδωσε δική του απόφαση με διαφορετικό σκεπτικό, συμφωνούντων τριών άλλων μελών του Δικαστηρίου, ενώ διιστάμενη απόφαση εξεδόθη υπό του Νικολάτου, Δ. (όπως ήταν τότε) με την οποία συμφωνούσαν άλλα δύο μέλη του Δικαστηρίου.
Από τα πιο πάνω πάνω καθίσταται περισσότερο από σαφές ότι η υπόθεση ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκη. Εκτός του γεγονότος ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός διαδίκων και συχνή αλλαγή ή προσθήκη δικηγόρων στη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, υπήρξε ανάγκη καταχώρισης συμπληρωματικών περιγραμμάτων και εντέλει διατυπώθηκε από την ίδια την πλευρά των εναγόντων η ανάγκη όπως εκδικαστεί η υπόθεση από την Πλήρη Ολομέλεια. Η ίδια η αίτηση για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια δεικνύει ακριβώς την πολυπλοκότητα της σε νομικό σημείο το οποίο παρουσιάζετο και αμφισβητούμενο, ως εκ της προηγούμενης νομολογίας. Με όλο το σέβας θεωρούμε σχήμα οξύμωρο να ζητείται και να επιδιώκεται είτε παράταση χρόνου καταχώρησης περιγραμμάτων, είτε κυρίως παραπομπή του θέματος στην Ολομέλεια και ταυτόχρονα να διατυπώνεται ισχυρισμός ότι η υπόθεση είναι απλή. Θα προσθέταμε ότι η πολυπλοκότητα της εμμέσως προκύπτει και από την έκδοση τριών αποφάσεων από την Πλήρη Ολομέλεια σε σχέση με την ερμηνεία των επίδικων άρθρων. Είναι λοιπόν η κατάληξη μας ότι η υπόθεση ήταν πολύπλοκη με συστατικά στοιχεία ιδιομορφίας που οδήγησε τους ίδιους τους εφεσίβλητους να επιδιώξουν διεύρυνση του Εφετείου με παραπομπή στην Ολομέλεια. Όπως έχουμε ήδη πει η πολυπλοκότητα είναι από τα στοιχεία που λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό του ευλόγου χρόνου εκδίκασης.
Ερχόμενοι στην ίδια τη συμπεριφορά των εναγόντων ως εφεσιβλήτων η οποία είναι ένας άλλος παράγοντας που έχει καθοριστεί ως σχετικός είμαστε υποχρεωμένοι να τη συσχετίσουμε με όλα τα στάδια της διαδικασίας και γι' αυτό το λόγο έχουμε παραθέσει σχολαστικά τα επιμέρους διαβήματα της εφετειακής υπόθεσης. Παρατηρούμε ότι οι ενάγοντες στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας μεταξύ δηλαδή της καταχώρησης της έφεσης μέχρι την πρώτη ημερομηνία προδικασίας δεν έχουν οποιονδήποτε βαθμό ευθύνης, ομιλούμε φυσικά για το πρώτο διάστημα ως (α) ανωτέρω των 21 μηνών.
Αναφορικά με το δεύτερο στάδιο ως (β) ανωτέρω, σημειώνουμε ότι η αναγκαιότητα επαναορισμού της υπόθεσης για οδηγίες από τις 22.6.2010 σε μεταγενέστερη ημερομηνία καθορίστηκε μεταξύ άλλων και από τη δήλωση εκ μέρους του συνηγόρου για τον εφεσίβλητο 1 ότι επίκειτο αλλαγή δικηγόρου πλην όμως η διαδικασία δεν είχε ολοκληρωθεί. Είναι στις 13.10.2010 που καταχωρείται τελικά έντυπο αλλαγής δικηγόρου για κάποιους από τους εφεσίβλητους, ενώ στις 10.5.2011 διαπιστώνεται μεταξύ άλλων η απουσία πέντε από τους εφεσίβλητους, απουσία συναρτώμενη με την αλλαγή της εκπροσώπησης τους. Το κώλυμα που αναφέρεται από την Παπαδοπούλου, Δ. εκείνη την ημέρα τίθεται, με δεδομένα τα πιο πάνω προβλήματα, γι' αυτό και δίδονται περαιτέρω οδηγίες για επίδοση στους εφεσίβλητους λόγω της απουσίας τους. Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά της πλευράς των εναγόντων υπό την ιδιότητα τους ως εφεσιβλήτων τότε δεν συσχετίζεται με την ανάγκη αναβολής της υπόθεσης και της ανάσχεσης, έτσι, της πορείας της, για περίοδο έντεκα, περίπου, μηνών, κατά την οποία δεν είχε καταστεί δυνατό να δοθούν οδηγίες για την καταχώρηση περιγραμμάτων. 425-160Αυτό ισχύει και για το τρίτο στάδιο, (γ) ανωτέρω. Δηλαδή για τους 4 μήνες που χρειάστηκε να ξαναοριστεί η υπόθεση.
Αναφορικά τώρα με τα στάδια (δ), (ε), (στ) (ανωτέρω) τα οποία καλύπτουν σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος του διαρρεύσαντα χρόνου δηλαδή από 15.9.2011 μέχρι ημερομηνία της απόφασης 7.7.2014, παρατηρούμε ότι είναι κυρίως η πλευρά των εφεσιβλήτων που ενεργεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ώστε η υπόθεση να εκτραπεί από τον προγραμματισμό ακρόασης της. Εκτός των αιτήσεων παράτασης των περιγραμμάτων αγόρευσης και της αναγκαιότητας αναβολής λόγω νομολογίας που εξεδόθη και ενώ τίθεται περιθωριακά η ανάγκη εκδίκασης από την Ολομέλεια είναι μόνο λίγες ημέρες πριν την ακρόαση που τελικά τίθεται γραπτώς το αίτημα. Σχετικά είναι αυτά που αναφέραμε πιο πάνω και έλαβαν χώρα μεταξύ των ημερομηνιών 15.9.2011 και 7.11.2013 και δεν θα τα επαναλάβουμε. Είναι κατάληξη μας λοιπόν ότι ως προς την παράμετρο (δ) του Άρθρου 11 του Νόμου το οποίο ετέθη πιο πάνω, η συμπεριφορά του ενάγοντα είναι σχετική και λαμβάνεται υπόψη ως προς την επιμήκυνση του χρόνου εκδίκασης. Ενώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε σχέση με τα στάδια (α) και (β) πιο πάνω η ευθύνη, θα βάραινε κυρίως τις δικαστικές αρχές ως προς τον ορισμό της υπόθεσης, ωστόσο συνολικά κρινόμενη η πορεία της υπόθεσης σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά των εναγόντων στα υπόλοιπα στάδια διαδικασίας, δεν θεωρούμε ότι δημιουργεί έρεισμα εύλογου παραπόνου ως προς τις αιτούμενες θεραπείες. Θα προσθέταμε δε ότι τόσο ο παράγοντας της πολυπλοκότητας όσο και ο παράγοντας της συμπεριφοράς των εναγόντων, που σε κάποιο σημείο τέμνονται και αλληλοεπηρεάζονται οδηγούν την υπόθεση σε κατάταξη τέτοια ώστε να μη μπορεί υπό τις περιστάσεις να στοιχειοθετηθεί εκτροπή από τον εύλογο χρόνο εκδίκασης. Πρόκειτο για μια ιδιόμορφη περίπτωση και αφού και οι ίδιοι οι ενάγοντες την αντιμετώπισαν ως τέτοια, δεν έχουν δίκαιο να παραπονούνται για καθυστέρηση. Το πολύπλοκο ή σύνθετο των νομικών ερμηνειών σαφώς και εντάσσεται στον παράγοντα της πολυπλοκότητας μιας υπόθεσης (βλ. Newmeister v. Austria A 8 (1968). Είναι φανερό ότι τα περιστατικά της παρούσας διαφοροποιούνται από τη Δημητρίου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 716, ECLI:CY:AD:2014:A219 αφού το στοιχείο της πολυπλοκότητας δεν συνέτρεχε στην τελευταία αυτή υπόθεση. Όπως παρατήρησε το Εφετείο «δεν υπάρχουν στερεότυπες παράμετροι για τη διαπίστωση του εύλογου χρόνου. Ανάλογα με την περίσταση και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης ο εύλογος χρόνος μπορεί να επεκτείνεται ή να σμικρύνεται». (Βλ. επίσης Frydlender v. France [2001] 31 EHRR 1152). Όπως τίθεται στο Σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights ed.1995, by DJ Harris, M O' Boyle, C Warbrich, p.223:
"No particular factor is conclusive, the approach must be to examine them separately and then to assess their cumulative effect."
Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι, εν προκειμένω, η αποδοχή, τελικώς, της θέσης των εναγόντων οδήγησε την υπόθεση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας. Αυτό ήταν φυσιολογικό να επιβραδύνει την πορεία της υπόθεσης, με δεδομένο ότι το Σώμα αυτό συνέρχεται σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, μία εκ των οποίων κρίθηκε ότι ήταν και η περίπτωση της συγκεκριμένης έφεσης. Όταν δε η Πλήρης Ολομέλεια συνεδριάζει στο Δικαστήριο ή τα Μέλη της συσκέπτονται, προκειμένου να αποφασίσουν σε σχέση με μια υπόθεση, οι συνεδρίες και οι συσκέψεις, σχετικά, είναι φυσικό να είναι αραιές, αφού, σε διαφορετική περίπτωση, θα προκαλούνται συχνές διακοπές στις εργασίες των Εφετείων. Επομένως, όταν συνέρχεται η Πλήρης Ολομέλεια, για να επιληφθεί μιας υπόθεσης, αυτό συμβαίνει εκτάκτως και όχι ως μέρος του συνήθους προγράμματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ερχόμενοι στον παράγοντα του τι διακυβεύεται για τον αιτητή δηλαδή αν υπάρχουν ειδικές συνθήκες τέτοιες που η αναγκαιότητα της γρήγορης εκδίκασης έχει δεσπόζουσα σημασία, όπως εκρίθη από τη νομολογία του ΕΔΑΔ αυτές αφορούσαν είτε θέματα εργοδότησης είτε πολιτικών δικαιωμάτων, είτε φύλαξη παιδιών, ή τίτλους σε ιδιοκτησία, ή αποζημιώσεις για τροχαίο ατύχημα. (βλ. Δημητρίου ανωτέρω). Στην κρινόμενη υπόθεση είχε εκδοθεί χρηματική απόφαση για το ίδιο ποσό εναντίον της εταιρείας και η ευθύνη, πάντοτε χρηματικής υφής, αφορούσε πολλά άτομα οι οποίοι ενάγονταν υπό την ιδιότητα τους κυρίως ως διευθυντές της εταιρείας και ως αλληλέγγυοι οφειλέτες. Μάλιστα στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου κ. Ανδρέα Χατζηδημητρίου ημερ. 22.1.2013 η οποία συνοδεύει το αίτημα αναβολής εκ μέρους των δικηγόρων του εφεσίβλητου 7 στην παραγρ.6 αναφέρεται ότι «υπάρχει προθυμία μεταξύ των διαδίκων μερών στην παρούσα υπόθεση για εξεύρεση πιθανής εξώδικης λύσης μέσω των δικηγόρων τους. Ενδεχομένως η αναβολή της παρούσας ακρόασης να υποβοηθήσει, παρέχοντας ευχέρεια χρόνου, τις σχετικές διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων με σκοπό την εξεύρεση εξώδικης συμβιβαστικής λύσης». Κρίνουμε ότι αυτός ο παράγοντας δεν συνέτρεχε στην προκείμενη περίπτωση.
Εν τέλει θα σχολιάσουμε το θέμα του όγκου των υποθέσεων. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία, τεκμ.Β, διαφαίνεται αυξητική τάση ως προς την καταχώρηση εφέσεων. Όπως είναι νομολογημένο από το ΕΔΑΔ ο όγκος των υποθέσεων και εν γένει της δικαστικής εργασίας δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για την παραβίαση του δικαιώματος δίκης σε εύλογο χρόνο. Τέτοιος όγκος υποθέσεων μπορεί να ληφθεί υπόψη ωστόσο, εάν είναι απρόβλεπτα μεγάλος. (βλ. στο ίδιο Σύγγραμμα ανωτέρω, 2η όμως έκδοση, 2009, σελ.282 κ.επ.). Αποτελεί υποχρέωση του κράτους να διασφαλίσει τέτοιον αριθμό δικαστών ώστε η εκδίκαση των υποθέσεων να γίνεται σε εύλογο χρόνο. Παρά το αδιαμφισβήτητα μεγάλο όγκο των εφέσεων ως φαίνεται από το τεκμ.Β δεν μπορούμε να oμιλούμε για απρόβλεπτο όγκο (a backlog of cases that was not reasonable forceable) ώστε να είμαστε δικαιολογημένοι να θεωρήσουμε ότι συντρέχει αυτός ο παράγοντας.
Έχοντας συνεπώς όλα τα πιο πάνω κατά νου, θεωρούμε πως το δικαίωμα των εναγόντων για διάγνωση των αστικών υποχρεώσεων τους σε εύλογο χρόνο δεν παραβιάστηκε.
Εν πάση περιπτώσει θεωρούμε καθήκον μας να αναφέρουμε ότι εντελώς αβάσιμη είναι η θέση της πλευράς των εναγόντων για επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων σε αυτούς με βάση την κατάθεση ενός εγγράφου στα πλαίσια των αγορεύσεων ως προς την πληρωμή τόκων επί των επιδικασθέντων ποσών λόγω της καθυστέρησης. Το κονδύλι αυτό μας ετέθη μόνο στα πλαίσια της αγόρευσης - το τονίζουμε - μάλιστα υπό τη σαφή τοποθέτηση του κ. Μαρκίδη ότι οι ειδικές αποζημιώσεις ως κονδύλι δεν έχουν νομικό ή νομολογιακό υπόστρωμα, καλώντας μας ουσιαστικά να εδραιώσουμε νομολογιακά αυτού του είδους τη θεραπεία. Όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε την πάγια νομολογιακή αρχή που προηγείται οποιασδήποτε άλλης η οποία αφορά το προαπαιτούμενο της δικογράφησης ειδικών ζημιών. (βλ. Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Πίριλλου v. Κονναρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 1153, Παναγή κ.ά. v. Κακόψιτου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 839, R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1071 και Galatariotis Telecommunications Ltd v. 1. Δ. Σιουκιούρογλου Λτδ κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 29). Αυτή η δικογράφηση εν προκειμένω δεν υπάρχει. Συνεπώς δεν θα ετίθετο τέτοιο θέμα ακόμη και αν θεωρούσαμε ότι το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων έχει στοιχειοθετηθεί.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εναγομένου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα.