ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D258
(2016) 1 ΑΑΔ 1279
26 Μαΐου, 2016
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ KONSTANTIN MESHKOV ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/04/2016 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 156/2015.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 53/2016)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, για ακύρωση απορριπτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε Γενική Αίτηση, με την οποία ο αιτητής ζητούσε όπως επιτραπεί η εκπρόθεσμη κατάθεση σύμβασης αγαραπωλητηρίου, συμφώνως του Άρθρου 12 του Νόμου 81(Ι)/2011 ως έχει τροποποιηθεί ― Απορριπτική κατάληξη ― Διαθέσιμο το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης και απουσία εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και εξαιρετικών περιστάσεων.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Εφαρμοστέες αρχές ― Πότε ενεργοποιείται η σχετική δικαιοδοσία με την παροχή άδειας καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος.
Ο αιτητής αιτήθηκε την παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, για ακύρωση απορριπτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε Γενική Αίτηση που είχε προωθήσει, με την οποία ζητούσε όπως επιτραπεί η εκπρόθεσμη κατάθεση σύμβασης αγαραπωλητηρίου.
Στήριζε δε το αίτημά του στο Άρθρο 12 του Νόμου 81(Ι)/2011 ως έχει τροποποιηθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση ήταν ανεδαφική θεωρόντας πως ο προαναφερθείς Νόμος και, ειδικά, το Άρθρο 12, αφορά σε σύμβαση, η οποία συνάπτεται μετά που αυτός έχει τεθεί σε ισχύ στις 29.7.2011. Ως εκ τούτου, δεν παρεχόταν στο Δικαστήριο η εξουσία που επικαλέστηκε ο αιτητής, ήτοι για εκπρόθεσμη κατάθεση της υπό αναφορά σύμβασης στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο.
Η θέση δε, η οποία προτάθηκε εκ μέρους του αιτητή, ήταν πως οι σχετικές πρόνοιες, του Άρθρου 12 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τα Άρθρα 16 και 16Α, ώστε να μπορεί να ζητηθεί εκπρόθεσμη κατάθεση σύμβασης σε σχέση και με αυτές.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, προβλέπει για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων και ασκείται πάνω σε διακριτική βάση.
2. Η επίκλησή της είναι, σε κάθε περίπτωση, δυνατή, εφόσον δεν παρέχεται άλλο κατάλληλο μέσο για επιδίωξη του προαναφερθέντος σκοπού, εκτός, πάλι, και εάν διαπιστώνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικές προς τούτο περιστάσεις.
3. Στην παρούσα περίπτωση, η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου λήφθηκε στην εν λόγω Γενική Αίτηση, η οποία αφορά πρωτογενή εναρκτήρια διαδικασία, και είναι τελική. Αναμφίβολα δε, ως τέτοια, μπορεί να προσβληθεί με έφεση, δυνάμει του Άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960).
4. Δεν είχε προταθεί οτιδήποτε, από μέρους του αιτητή, από το οποίο να μπορούσε να διαπιστωθεί ότι συνέτρεχαν περιστάσεις τέτοιες, οι οποίες, οπωσδήποτε, καθιστούσαν αναγκαία την επίκληση της σχετικής δικαιοδοσίας, του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
5. Επομένως, για το λόγο αυτό και μόνο, η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει. Ο αιτητής έχει δικαίωμα έφεσης, το οποίο μπορεί να ασκήσει. Μάλιστα, στο πλαίσιο έφεσης, θα παρασχεθεί η δυνατότητα για οριστική επίλυση του ζητήματος, που έχει ηγέρθη με την προαναφερθείσα Γενική Αίτηση και την υπό αναφορά απόφαση.
6. Ως προς την ουσία του αιτήματος, σχετικές είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 12, ανωτέρω. Στο πλαίσιο της απόφασής του, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, επίσης, ότι ο υπό αναφορά Νόμος, πρώτα, με το Άρθρο 16, που υπήρχε σε αυτόν εξαρχής, και, στη συνέχεια, με το Άρθρο 16Α, το οποίο εισήγαγε σε αυτόν ο τροποποιητικός Ν. 32(1)/2012, προέβλεψε για τη δυνατότητα κατάθεσης έγκυρων συμβάσεων πώλησης γης, οι οποίες είχαν συνομολογηθεί πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 81(Ι)/2011 και του Ν. 32(Ι)/2012, αλλά δεν είχαν κατατεθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας του καταργηθέντος Νόμου, Κεφ. 232, ή του Ν. 81(Ι)/2011, αντίστοιχα.
7. Τα εν λόγω άρθρα, όμως, έθεταν χρονικά όρια, εντός των οποίων μπορούσαν να κατατεθούν τέτοιες συμβάσεις, τα οποία έχουν παρέλθει προ πολλού.
8. Ένταλμα Certiorari εκδίδεται, μεταξύ άλλων, όταν διαπιστώνεται να υπάρχει πασίδηλο νομικό σφάλμα στο πρακτικό του κατώτερου δικαστηρίου, το οποίο αφορά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα της υπόθεσης.
9. Δε διαπιστωνόταν, όμως, κάτι τέτοιο στην προκειμένη περίπτωση, η δε ερμηνεία, που το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε στο Άρθρο 12, ήταν, λογικά, εφικτή, με βάση τους καθιερωμένους κανόνες ερμηνείας νομοθετημάτων.
10. Από το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου, δε διαπιστώνεται να ήταν η πρόθεση του νομοθέτη να επεκτείνει την εφαρμογή του στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα Άρθρα 16 και 16Α. Αυτά αφορούσαν μεταβατικές περιόδους, που έδιναν την ευκαιρία για κατάθεση στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο συμβάσεων, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν ο Ν. 81(Ι)/2011 και, στη συνέχεια, ο τροποποιητικός Ν. 32(Ι)/2012 τεθούν σε ισχύ.
11. Περαιτέρω, ο αιτητής είχε την ευκαιρία να επωφεληθεί των προνοιών των άρθρων αυτών, όμως, προφανώς, δεν το έπραξε και, έτσι, δεν μπορούσε να ισχυρίζεται ότι, εξαιτίας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, υπήρξε παραβίαση, σε βάρος του, των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Επομένως, δεν είχε καταδειχθεί η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, σε σχέση και με την πτυχή αυτή.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,
Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,
R. v. Chief Constable of the Merseyside [1986] 1 All ER 257,
R. v. Preston Appeal Tribunal [1975] 2 All ER 807.
Αίτηση.
Ντ. Βαρωσιώτου (κα), για Γ. Γεωργιάδη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής στην παρούσα αίτηση, κατά τον Ιούνιο του 2010, συνήψε συμφωνία με κάποια εταιρεία, για την αγορά από αυτή μιας κατοικίας, η οποία βρίσκεται στην περιοχή του χωριού Πύλα, της επαρχίας Λάρνακας. Ό,τι συμφωνήθηκε, σχετικά, καταγράφηκε σε έγγραφο, ημερομηνίας 28.6.2010, το οποίο αποτελεί τη σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Η σύμβαση αυτή δεν κατατέθηκε στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, με βάση τον περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232, ο οποίος βρισκόταν τότε σε ισχύ.
Στις 29.7.2011, ο πιο πάνω Νόμος αντικαταστάθηκε από τον περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο του 2011, (Ν. 81(Ι)/2011). Ισχύοντος, πλέον, του νέου αυτού νομοθετήματος, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί από το Ν. 32(Ι)/2012, ο αιτητής, με Γενική Αίτηση, αρ. 156/2015, την οποία καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 23.12.2015, ζήτησε όπως επιτραπεί η εκπρόθεσμη κατάθεση της προαναφερθείσας σύμβασης. Προφανώς, βάσισε το αίτημά του στο Άρθρο 12 του Ν. 81(Ι)/2011, το οποίο προβλέπει τα εξής:-
«12. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 3 και της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του Άρθρου 6, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν σχετικής αίτησης, να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης ή την έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό χρονική περίοδος, σύμφωνα με τις υπό αναφορά διατάξεις*, όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή.»
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, ο οποίος επιλήφθηκε της εν λόγω αίτησης, έκρινε ότι αυτή ήταν ανεδαφική και την απέρριψε. Συγκεκριμένα, θεώρησε πως ο προαναφερθείς Νόμος και, ειδικά, το Άρθρο 12 αυτού, αφορά σε σύμβαση, η οποία συνάπτεται μετά που αυτός έχει τεθεί σε ισχύ∙ στις 29.7.2011. Ως εκ τούτου, δεν παρεχόταν στο Δικαστήριο η εξουσία που επικαλέστηκε ο αιτητής, ήτοι για εκπρόθεσμη κατάθεση της υπό αναφορά σύμβασης στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο. Όπως το έθεσε στην απόφασή του:-
«Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, με δεδομένη την ημερομηνία συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης την 28.6.2010, η περίπτωση δεν καλύπτεται από τη νομοθεσία, οπόταν και δεν εγείρεται ζήτημα άσκησης διακριτικής ευχέρειας από το Δικαστήριο.»
Η απόφαση αυτή του ευπαίδευτου Προέδρου επιδιώκεται να ελεγχθεί, ως προς τη νομιμότητά της, με την έκδοση, συναφώς, εντάλματος certiorari. Εγχείρημα, όπως το πιο πάνω, αναλαμβάνεται, σε πρώτο στάδιο, με μονομερή αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας ζητείται άδεια για καταχώριση, σε δεύτερο στάδιο, εφόσον αυτή δοθεί, διά κλήσεως αίτησης, μέσω της οποίας επιδιώκεται η έκδοση εντάλματος certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου. Η παρούσα μονομερής αίτηση αφορά στο πρώτο στάδιο, ανωτέρω, για την εξασφάλιση της εν λόγω άδειας. Αυτή δίδεται, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο αιτητής, με τα όσα παραθέτει στα έγγραφα που συνοδεύουν τη μονομερή αίτησή του, αποκαλύπτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή, όπως αλλιώς έχει τεθεί, συζητήσιμη υπόθεση, ώστε να δικαιολογείται η εξέταση, περαιτέρω, του παραπόνου του κατά της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου, στο πλαίσιο διά κλήσεως αίτησης, (βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Οι αναφορές, πιο πάνω, παραπέμπουν στην προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων και ασκείται πάνω σε διακριτική βάση. Βέβαια, η επίκλησή της είναι, σε κάθε περίπτωση, δυνατή, εφόσον δεν παρέχεται άλλο κατάλληλο μέσο για επιδίωξη του προαναφερθέντος σκοπού, εκτός, πάλι, και εάν διαπιστώνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικές προς τούτο περιστάσεις, (βλ. Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878 και R. v. Chief Constable of the Merseyside [1986] 1 All ER 257).
Στην παρούσα περίπτωση, η απόφαση του ευπαίδευτου Προέδρου λήφθηκε στην εν λόγω Γενική Αίτηση, η οποία αφορά πρωτογενή εναρκτήρια διαδικασία, και είναι τελική. Αναμφίβολα δε, ως τέτοια, μπορεί να προσβληθεί με έφεση, δυνάμει του Άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960). Δεν έχει προταθεί οτιδήποτε, από μέρους του αιτητή, από το οποίο να μπορεί να διαπιστωθεί ότι συντρέχουν περιστάσεις τέτοιες, οι οποίες, οπωσδήποτε, καθιστούν αναγκαία την επίκληση της δικαιοδοσίας, ανωτέρω, του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως, για το λόγο αυτό και μόνο, η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει∙ ο αιτητής έχει δικαίωμα έφεσης, το οποίο μπορεί να ασκήσει. Μάλιστα, στο πλαίσιο έφεσης, θα παρασχεθεί η δυνατότητα για οριστική επίλυση του ζητήματος, που έχει ηγέρθη με την προαναφερθείσα Γενική Αίτηση και την υπό αναφορά απόφαση, σχετικά, του Προέδρου.
Ως προς την ουσία του αιτήματος, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, σχετικές είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 12, ανωτέρω, και η ερμηνεία που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έδωσε σε αυτές, η οποία, παρατίθεται πιο πάνω. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της απόφασής του, ο Πρόεδρος υπέδειξε, επίσης, ότι ο υπό αναφορά Νόμος, πρώτα, με το Άρθρο 16, που υπήρχε σε αυτόν εξαρχής, και, στη συνέχεια, με το Άρθρο 16Α, το οποίο εισήγαγε σε αυτόν ο τροποποιητικός Ν. 32(1)/2012, προέβλεψε για τη δυνατότητα κατάθεσης έγκυρων συμβάσεων πώλησης γης, οι οποίες είχαν συνομολογηθεί πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 81(Ι)/2011 και του Ν. 32(Ι)/2012, αλλά δεν είχαν κατατεθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας του καταργηθέντος Νόμου, Κεφ. 232, ή του Ν. 81(Ι)/2011, αντίστοιχα. Τα εν λόγω άρθρα, όμως, έθεταν χρονικά όρια, εντός των οποίων μπορούσαν να κατατεθούν τέτοιες συμβάσεις, τα οποία έχουν παρέλθει προ πολλού. Η θέση δε, η οποία προτάθηκε εκ μέρους του αιτητή, είναι πως οι πρόνοιες, ανωτέρω, του Άρθρου 12 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τα Άρθρα 16 και 16Α, ώστε να μπορεί να ζητηθεί εκπρόθεσμη κατάθεση σύμβασης σε σχέση και με αυτές.
Ένταλμα certiorari εκδίδεται, μεταξύ άλλων, όταν διαπιστώνεται να υπάρχει πασίδηλο νομικό σφάλμα στο πρακτικό του κατώτερου δικαστηρίου, το οποίο αφορά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα της υπόθεσης, (βλ. R. v. Preston Appeal Tribunal [1975] 2 All ER 807, σελίδα 810). Δε διαπιστώνεται, όμως, κάτι τέτοιο στην προκειμένη περίπτωση, η δε ερμηνεία, ανωτέρω, που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έδωσε στο Άρθρο 12, είναι, λογικά, εφικτή, με βάση τους καθιερωμένους κανόνες ερμηνείας νομοθετημάτων∙ από το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου, δε διαπιστώνεται να ήταν η πρόθεση του νομοθέτη να επεκτείνει την εφαρμογή του στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα Άρθρα 16 και 16Α. Αυτά αφορούσαν μεταβατικές περιόδους, που έδιναν την ευκαιρία για κατάθεση στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο συμβάσεων, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν ο Ν. 81(Ι)/2011 και, στη συνέχεια, ο τροποποιητικός Ν. 32(Ι)/2012 τεθούν σε ισχύ.
Περαιτέρω, ο αιτητής είχε την ευκαιρία να επωφεληθεί των προνοιών των άρθρων αυτών, όμως, προφανώς, δεν το έπραξε και, έτσι, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι, εξαιτίας της απόφασης του Προέδρου, υπήρξε παραβίαση, σε βάρος του, των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Επομένως, δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, σε σχέση και με την πτυχή αυτή, οπότε η αίτηση θα απορριπτόταν και για το λόγο αυτό.
Η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.