ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2016:2
(2016) 1 ΑΑΔ 1167
12 Μαΐου, 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
MARLA BRIDGET THEOCHARIDES,
Εφεσείουσα,
v.
ΧΑΡΗ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Έφεση Αρ. 13/2014)
Πολιτική Δικονομία ― Αναβολή ακρόασης ― Οικογενειακό Δικαστήριο ― Σχέσεις Γονέων και Τέκνων ― Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου, το οποίο αφού απέρριψε αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρησης ένστασης σε αίτηση, για την καταχώρηση της οποίας είχαν παρασχεθεί προηγουμένως παρατάσεις, προχώρησε στην Ακρόαση της αίτησης που αφορούσε αναστολή διατάγματος και ήταν ορισμένη για καθορισμό επίδικων θεμάτων, εκδίδοντας επιτρεπτική κατάληξη ― Επέμβαση Εφετείου.
Πολιτική Δικονομία ― Αναβολή Ακρόασης ― Εφαρμοστέες Αρχές ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο στην άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Πολιτική Δικονομία ― Αναβολή Ακρόασης ― Εφαρμοστέες Αρχές ― Εάν η άρνηση της αναβολής θα προκαλέσει σοβαρή αδικία στο διάδικο που την επιδιώκει, τότε το Δικαστήριο θα πρέπει να αρνηθεί την αναβολή, μόνο εάν αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποδοθεί δικαιοσύνη στον αντίδικο ― Αν και η χορήγηση ή η άρνηση της αναβολής αποτελεί θέμα ευχέρειας, ένα Εφετείο έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να αναθεωρήσει τον τρόπο άσκησης αυτής της ευχέρειας εάν ικανοποιηθεί ότι η ευχέρεια ασκήθηκε κατά τρόπο που απέληξε σε αδικία για ένα από τους διαδίκους.
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο παραμένει προσηλωμένο στο κύριο μέλημα του που είναι η διασφάλιση της τελεσιδικίας των διαφορών των διαδίκων και του δικαιώματος του διαδίκου να τύχει δίκαιης δίκης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, κατά τρόπο εξισορροπητικό των εκατέρωθεν δικαιωμάτων, όρος που υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης, δεν τηρήθηκε.
Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου, το οποίο αφού απέρριψε αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρησης ένστασης σε αίτηση, για την καταχώρηση της οποίας είχαν παρασχεθεί προηγουμένως παρατάσεις, προχώρησε στην Ακρόαση της αίτησης που αφορούσε αναστολή διατάγματος και ήταν ορισμένη για καθορισμό επίδικων θεμάτων, εκδίδοντας επιτρεπτική κατάληξη.
Το Δικαστήριο, σε μια σύντομη απόφαση του, απορρίπτοντας το αίτημα για αναβολή, εξέδωσε προσωρινό διάταγμα αναστολής της εφαρμογής οριστικής ρύθμισης επικοινωνίας της εφεσείουσας με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, αιτιολόγησε δε την απόφαση του ως ακολούθως:
«Λόγω της φύσεως της υπόθεσης, η καθ' ης η αίτηση θα έπρεπε ήδη να είχε καταχωρήσει την ένστασή της δυνάμει της Δ.48 θ.4 δύο ημέρες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ορίστηκε η αίτηση για πρώτη εμφάνιση, ήτοι δύο ημέρες πριν από τις 25/4/14. Αντ' αυτού, έχουν περάσει 50 ημέρες από την καταχώριση της ανωτέρω ενδιάμεσης αίτησης και δεν καταχωρίστηκε καμιά ένσταση.
Η αδικαιολόγητη παράταση για την καταχώριση της ένστασης επηρεάζει σοβαρότητα τα δικαιώματα και των δύο πλευρών, για να μην επεκταθώ, να αναφέρω απλώς ότι ο ενδιάμεσος επηρεασμός δικαιωμάτων μπορεί να έχει και δυσμενές αποτέλεσμα ως προς το μόνιμο επηρεασμό δικαιωμάτων. Να σημειωθεί ότι δεν έχει καταχωριστεί από την καθ' ης η αίτηση ούτε υπεράσπιση στην κυρίως αίτηση, η οποία επίσης καταχωρίστηκε στις 23/4/14 και της επιδόθηκε επίσης από τις 28/4/14.»
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Υπήρξε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και ειδικότερα, εσφαλμένα, αντινομικά και καθ' υπέρβαση εξουσίας εξεδόθη το διάταγμα ενώ η αίτηση ήταν ορισμένη για «καθορισμό επίδικων θεμάτων», ήτοι, για οδηγίες και όχι για ακρόαση.
β) Ενώ το Δικαστήριο γνώριζε ότι καταβάλλονταν προσπάθειες και από τις δύο πλευρές για συνολική διευθέτηση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης και της εκκρεμούσης αίτησης στην Αίτηση 83/14, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου, λανθασμένα εκρίθη η καθυστέρηση ως αδικαιολόγητη, με αποτέλεσμα να αποστερηθεί η εφεσείουσα του δικαιώματος της ακρόασης.
γ) Λανθασμένα εξέλαβε το Δικαστήριο ως «άγνωστο γεγονός την ύπαρξη της Αίτησης 83/14, εφόσον τούτο δεν αναφέρεται σε έγγραφη ένσταση και ένορκη δήλωση της καθ' ης η αίτηση που θα έπρεπε να είχε ήδη καταχωριστεί», το οποίο περιήλθε ή θα έπρεπε να είχε περιέλθει εις γνώση του Δικαστηρίου, όπως καταγράφηκε στην ένορκη δήλωση του ίδιου του αιτητή που υποστήριζε την αίτηση.
δ) Το Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα για αναβολή παραβίασε τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης αποστερώντας από την εφεσείουσα το δικαίωμα ν' ακουστεί, ενώ η φύση της υπόθεσης απαιτούσε ιδιαίτερη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων των μερών, αλλά ιδιαιτέρως των δικαιωμάτων των ανηλίκων και το καλώς νοούμενο συμφέρον τους.
ε) Τούτο μάλιστα, αν ληφθεί υπόψη ότι επρόκειτο για αίτηση αναστολής εφαρμογής οριστικής ρύθμισης επικοινωνίας της εφεσείουσας, δυνάμει διατάγματος το οποίο είχε εκδοθεί εκ συμφώνου στα πλαίσια της Αίτησης Γονικής Μέριμνας Αρ. 28/11, και ως εκ τούτου η αίτηση για αναστολή θα έπρεπε να είχε καταχωριστεί στα πλαίσια της ανωτέρω Γενικής Αίτησης και όχι στα πλαίσια νέας αίτησης, ως έπραξε ο εφεσίβλητος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Έχει νομολογηθεί επανειλημμένα ότι η απόφαση για αναβολή μιας υπόθεσης εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά και ελέγχεται σε περίπτωση λανθασμένης εξάσκησης της κρίσης του.
2. Το Ανώτατο Δικαστήριο, νοουμένου ότι πρόκειται για άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, όπως η υπό κρίση έφεση, δεν επεμβαίνει, παρά μόνο σε περιπτώσεις όπου δεν λήφθηκαν υπόψη σχετικοί παράγοντες ή ελήφθησαν άλλοι παράγοντες άσχετοι με την υπόθεση ώστε να κριθεί ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε αντινομικά και λανθασμένα. Ευρεία βέβαια εξουσία που η άσκηση και οι παράγοντες που τη διέπουν δεν είναι εξαντλητικοί.
3. Θα πρέπει την ίδια στιγμή να επανατονιστεί και το ανεπιθύμητο των αναβολών, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εκλαμβάνονται ως δεδομένες, ακόμα και σε περίπτωση που τα διάδικα μέρη συμφωνούν.
4. Άλλωστε είναι καθήκον των διαδίκων και των συνηγόρων τους να είναι έτοιμοι για την ακρόαση κατά την ημέρα που όρισε το Δικαστήριο το οποίο έχει και την υποχρέωση και την ευθύνη του προγραμματισμού της.
5. Από αναδρομή στην επίδικη αίτηση, την ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου που τη συνόδευε και τα όσα καταγράφουν τα πρακτικά, τόσο των προηγούμενων εμφανίσεων αλλά και της τελευταίας ημερομηνίας, προέκυπτε ότι το Δικαστήριο έσφαλλε θεωρώντας ως «άγνωστο» το γεγονός ότι εκκρεμεί άλλη αίτηση (η υπ' αρ. 83/14) ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρίστηκε προγενέστερα της παρούσας αίτησης.
6. Το γεγονός αυτό όντως είχε αποκαλυφθεί μέσω της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου που συνόδευε την αίτηση, και είχε ή θα έπρεπε να είχε περιέλθει σε γνώση του Δικαστηρίου, το οποίο λανθασμένα θεώρησε το γεγονός της εκκρεμοδικίας στην ως άνω αίτηση ως άγνωστο.
7. Δεν ήταν όμως αυτή η μόνη πλημμέλεια του Δικαστηρίου. Ενώ ορθά το Δικαστήριο ανήγαγε σε σπουδαίο παράγοντα τη φύση της υπόθεσης, ως ενδιάμεσης αίτησης, και το σοβαρό επηρεασμό των δικαιωμάτων των δύο πλευρών, με ενδεχόμενο «μόνιμο επηρεασμό των δικαιωμάτων τους», παραγνώρισε τον πλέον ουσιαστικό παράγοντα: επρόκειτο για προσωρινή αναστολή εφαρμογής οριστικής ρύθμισης επικοινωνίας της εφεσείουσας με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, σύμφωνα με το διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 20.6.2013, που εκδόθηκε στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης, υπ' αρ. 28/2011, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της κυρίως αίτησης του αιτητή και ότι εκ του Νόμου από τη φύση της προβάλλει ως καταλυτικός παράγοντας η ευημερία των ανηλίκων.
8. Από μόνη της η ύπαρξη της αίτησης υπ' αρ. 28/2011 στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα του οποίου σκοπείτο η ανάκληση, θα έπρεπε να είχε προβληματίσει σοβαρά το Δικαστήριο, το οποίο είχε υποχρέωση να μην αναλάβει δικαιοδοσία.
9. Η επιλογή του συνηγόρου του εφεσίβλητου να καταχωρίσει την υπό κρίση αίτηση στα πλαίσια νέας αίτησης, της υπ' αρ. 184/2014, χωρίς μάλιστα να δοθεί προς τούτο κάποια ιδιαίτερη εξήγηση, αντί στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης αρ. 28/2011 για τροποποίηση του διατάγματος ως ανωτέρω, συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας.
10. Όπως και θα έπρεπε να προβληματίσει το Δικαστήριο η ύπαρξη της άλλης αίτησης, της υπ' αρ. 83/2014 και μάλιστα ιδιαιτέρως εν όψει των προηγούμενων δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων όπως καταγράφησαν στα πρακτικά, για ενδεχόμενη εξεύρεση συνολικής διευθέτησης όλων των εκκρεμουσών αιτήσεων, εξ ου και η εκδίκαση της αίτησης αναβλήθηκε από το Δικαστήριο για «καθορισμό επίδικων θεμάτων» με ταυτόχρονη οδηγία για καταχώριση ένστασης.
11. Σε καμιά από τις προηγούμενες εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υποβλήθηκε αίτημα από το συνήγορο του εφεσείοντος για ορισμό της αίτησης για ακρόαση ως εκ του επείγοντος του αιτήματος. Η εκ των υστέρων εμμονή του εφεσιβλήτου στην τήρηση των προνοιών της Δ.48 υπό τις περιστάσεις, ως τυπολατρική και μόνο μπορεί να ιδωθεί.
12. Αν το Δικαστήριο επιθυμούσε να βάλει τέλος στις επανειλημμένες αναβολές τις οποίες το ίδιο ενέκρινε, θεωρώντας τις εννοείται, δικαιολογημένες, όφειλε να ορίσει την αίτηση για ακρόαση.
13. Με αυτά τα δεδομένα και ανεξαρτήτως από την αδιαμφισβήτητη υποχρέωση της εφεσείουσας να καταχωρίσει την ένσταση της είτε δυνάμει των προνοιών της Δ.48 θ.4, είτε δυνάμει των αυτοτελών οδηγιών του Δικαστηρίου, η εφεσείουσα και η συνήγορος που είχε μόλις αναλάβει την υπόθεση, βρέθηκε προ εκπλήξεως.
14. Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο παραμένει προσηλωμένο στο κύριο μέλημα του: τη διασφάλιση της τελεσιδικίας των διαφορών των διαδίκων και του δικαιώματος του διαδίκου να τύχει δίκαιης δίκης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, κατά τρόπο εξισορροπητικό των εκατέρωθεν δικαιωμάτων, όρος που υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης, δεν τηρήθηκε.
15. Για τους πιο πάνω εκτεθέντες λόγους και υπό τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, προκλήθηκε αδικία στην εφεσείουσα ως εκ της άρνησης χορήγησης ολιγοήμερης αναβολής με σκοπό την καταχώριση ένστασης, με αποτέλεσμα να της αποστερηθεί το δικαίωμα να ακουστεί κατόπιν διεξαγωγής ακροαματικής διαδικασίας και μάλιστα κατά τρόπο που να μην ικανοποιείται ο κύριος παράγοντας: η ευημερία των ανηλίκων.
16. Αν και ευρεία η ευχέρεια του Δικαστηρίου να αρνηθεί την αναβολή εκ των πραγμάτων, λόγω της αδικίας που προκλήθηκε στην εφεσείουσα, το Εφετείο ήταν υποχρεωμένο στην παρούσα να αναθεωρήσει τον τρόπο άσκηση της.
Η έφεση επέτυχε. Το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα αναστολής ακυρώθηκε και η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Fekkas v. Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 C.L.R. 173,
Kier (Cyprus) v. Trenco Constructions (1981) 1 C.L.R.30,
Kranidiotis v. Ship "Amor" (1980) 1 C.L.R. 297,
Poltava Petroleum Ltd v. Mexana Oil Ltd κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1301,
Αrizona Trading Co Ltd v. Λεωνίδα Κίμωνος, ως εκκαθαριστή της εταιρείας Ανδρέας Θεμιστοκλέους & Υιοί Λτδ κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 806,
Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130,
Δημοκρατική Εργατική Ομοσπονδία Κύπρου (Δ.Ε.Ο.Κ.) v. Σωτηριάδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1829,
Παρίσση v. Στυλιανού κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1936.
Έφεση.
Έφεση από την Καθ' ης η αίτηση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δημητρίου, Δικαστής), (Αίτηση Αρ. 184/2014), ημερομηνίας 12/6/2014.
Χ. Αργυρού (κα) για Χ. Αργυρού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Λ. Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Μιχαηλίδου, Δ..
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων, που δυστυχώς αφορούν άμεσα τα δύο ανήλικα παιδιά που αποκτήθηκαν από το γάμο τους και την άσκηση των γονικών τους δικαιωμάτων, ανάγονται σε βάθος χρόνου. Διαφορές που προσωρινά, όπως φανερώνουν τα γεγονότα, ρυθμίστηκαν στα πλαίσια της Αιτ. 28/2011, με την έκδοση διατάγματος ημερ. 20.6.2013 από δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Ό,τι επακολούθησε καταγράφεται με λεπτομέρεια στην απόφαση του Εφετείου ημερ. 18.11.2015, στα πλαίσια της υπό κρίση Έφεσης, η οποία αφορούσε σε εξέταση αιτήματος για έκδοση διατάγματος για το διορισμό του Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, ως αντιπροσώπου των ανηλίκων στην ενώπιον του Εφετείου διαδικασία, απ' όπου και τα κατωτέρω αποσπάσματα:
«Η πιο πάνω, εκ συμφώνου υπενθυμίζεται διευθέτηση που έλαβε τη μορφή Δικαστικού Διατάγματος, δεν έμελλε να τελεσφορήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις 23.4.2014, ο πατέρας ζήτησε με αίτηση την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της εφαρμογής οριστικής ρύθμισης της επικοινωνίας της μητέρας με τα ανήλικα. Η αίτηση που έλαβε τον αριθμό 184/14, στηρίχθηκε στη θέση ότι οι συνθήκες στη βάση των οποίων εκδόθηκε το προαναφερθέν εκ συμφώνου Διάταγμα της 12.6.2013, είχαν στο μεταξύ μεταβληθεί. Τα τέκνα, ως αναφέρθηκε, αντιδρούσαν έντονα στην επικοινωνία της μητέρας μαζί τους, καθώς και στη διανυκτέρευση τους, λόγω της «... επιθετικής, υβριστικής και καταπιεστικής συμπεριφοράς ...» της μητέρας έναντι του πατέρα, των γονέων του και του περιβάλλοντος του, όσο και «.. έναντι των παιδιών καθώς και στην αδυναμία της να κατανοήσει τις ανάγκες των παιδιών και να προσεγγίσει σωστά τα παιδιά.». Ο πατέρας, σύμφωνα με τη θέση του στην αίτηση, αδυνατούσε να αλλάξει αυτή την αρνητική συμπεριφορά των ανηλίκων χωρίς την αναγκαία συνεργασία της μητέρας, αλλά και την εμπλοκή ειδικών. Ήταν επομένως αναγκαία η αναστολή της επιτευχθείσας προηγούμενης διευθέτησης μέχρις ότου τα παιδιά «... μπορέσουν να επεξεργαστούν και αποβάλουν τα αρνητικά συναισθήματα τους σε σχέση με την καθ' ης η αίτηση ...».
Άλλη Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αφού διαπίστωσε ότι παρά τις οδηγίες που δόθηκαν για την καταχώρηση ένστασης (σημειωτέον ότι την υπόθεση της μητέρας σ' εκείνο το στάδιο ανέλαβε άλλη δικηγόρος), ένσταση δεν καταχωρήθηκε, εξέδωσε το Διάταγμα ημερ. 12.6.2014 αναστέλλοντας την οριστική διευθέτηση επικοινωνίας. Παρά την μη καταχώρηση ένστασης, αλλά ούτε και σημειώματος εμφάνισης ως συνάγεται από τα τηρηθέντα πρακτικά, το Δικαστήριο άκουσε τη νέα συνήγορο της μητέρας ως προς τους λόγους που δεν καταχωρήθηκε ένσταση, που άγγιζαν και την ουσία της αίτησης για αναστολή. Έκρινε όμως ότι δικαιολογείτο η έκδοση του Διατάγματος αναστολής για τους λόγους που εξήγησε στο σύντομο ex-tempore σκεπτικό του. Είναι αυτή την απόφαση που αφορά η εκκρεμούσα έφεση, η οποία με έξι λόγους επιδιώκει τον παραμερισμό της απόφασης.»
Προσθέτουμε στα ανωτέρω για καλύτερη παρακολούθηση των λόγων έφεσης, ότι η επίδικη αίτηση αναστολής του διατάγματος υπ' αρ. 184/2014, καταχωρίστηκε μονομερώς στις 23.4.2014, τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 25.4.2014 και αναβλήθηκε για τις 28.4.2014, για να της επιληφθεί ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης. Κατά την τελευταία ημερομηνία το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να ορίσει την αίτηση για σύντομη επίδοση, ώστε να δοθεί ευκαιρία στην πλευρά της εφεσείουσας να ακουστεί και ακριβώς λόγω των σοβαρών ζητημάτων που εγείρονταν, η αίτηση ορίστηκε σε σύντομη ημερομηνία για επίδοση στις 2.5.2014. Αφού η αίτηση επιδόθηκε στην εφεσείουσα αυθημερόν, ορίστηκε στις 16.5.2014 για «καθορισμό των επίδικων θεμάτων». Η εφεσείουσα παρέλειψε να καταχωρίσει την ένσταση, παρά ταύτα, με δεδομένο το σύντομο της αναβολής, το Δικαστήριο έδωσε στην εφεσείουσα προθεσμία 14 ακόμα ημερών για την καταχώριση της, ορίζοντας την αίτηση για τις 16.5.2014 για «καθορισμό επίδικων θεμάτων». Η παράλειψη της εφεσείουσας να καταχωρίσει την ένσταση της, οδήγησε σε νέα αναβολή της υπόθεσης η οποία ορίστηκε εκ νέου για τις 12.6.2014 και πάλι για «καθορισμό επίδικων θεμάτων», με νέες οδηγίες για καταχώριση ένστασης. Μη καταχωρηθείσας και κατά την εν λόγω ημερομηνία της ένστασης, το Δικαστήριο έδωσε δικαίωμα αγόρευσης στη συνήγορο της εφεσείουσας, η οποία, όπως είδαμε, μόλις είχε αναλάβει την υπόθεση. Η τελευταία, επεξηγώντας τους λόγους για τη μη καταχώριση της ένστασης υπέβαλε αίτημα αναβολής της ακρόασης σε σύντομη ημερομηνία, μια εβδομάδα, ώστε το Δικαστήριο να έχει όλα τα στοιχεία ενώπιον του ώστε να είναι σε θέση, όπως το έθεσε, να πάρει «συλλογική απόφαση όλων των διαδικασιών». Αναφερόταν, όπως γίνεται αντιληπτό, σε άλλη διαδικασία που εκκρεμούσε κατά την ίδια ακριβώς ημέρα, ενώπιον άλλου Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στα πλαίσια της Αίτησης υπ' αρ. 83/2014 και αφορούσε σε αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος για διορισμό λειτουργού κοινωνικής ευημερίας και προσωρινό διάταγμα για εκπροσώπηση των ανηλίκων από την Επίτροπο ή σε διορισμό ειδικού ψυχολόγου.
Ο εφεσίβλητος, αντιθέτως, λόγω της επειγούσης, όπως έκρινε, φύσεως της αίτησης και των πολλών αναβολών που δόθηκαν με σκοπό να καταχωριστεί η ένσταση, προβάλλοντας την τεράστια ταλαιπωρία των ανηλίκων, αιτήθηκε την άμεση έκδοση του διατάγματος, ως η αίτηση.
Το Δικαστήριο, σε μια ιδιαίτερα σύντομη απόφαση του, απορρίπτοντας το αίτημα για αναβολή, εξέδωσε προσωρινό διάταγμα αναστολής της εφαρμογής οριστικής ρύθμισης επικοινωνίας της εφεσείουσας με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, αιτιολόγησε δε την απόφαση του ως ακολούθως:
«Λόγω της φύσεως της υπόθεσης, η καθ' ης η αίτηση θα έπρεπε ήδη να είχε καταχωρήσει την ένστασή της δυνάμει της Δ.48 θ.4 δύο ημέρες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ορίστηκε η αίτηση για πρώτη εμφάνιση, ήτοι δύο ημέρες πριν από τις 25/4/2014. Αντ' αυτού, έχουν περάσει 50 ημέρες από την καταχώριση της ανωτέρω ενδιάμεσης αίτησης και δεν καταχωρίστηκε καμιά ένσταση.
Η αδικαιολόγητη παράταση για την καταχώριση της ένστασης επηρεάζει σοβαρότητα τα δικαιώματα και των δύο πλευρών, για να μην επεκταθώ, να αναφέρω απλώς ότι ο ενδιάμεσος επηρεασμός δικαιωμάτων μπορεί να έχει και δυσμενές αποτέλεσμα ως προς το μόνιμο επηρεασμό δικαιωμάτων. Να σημειωθεί ότι δεν έχει καταχωριστεί από την καθ' ης η αίτηση ούτε υπεράσπιση στην κυρίως αίτηση, η οποία επίσης καταχωρίστηκε στις 23/4/2014 και της επιδόθηκε επίσης από τις 28/4/2014.»
Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου προσβάλλεται με επίκεντρο τη λανθασμένη άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και ειδικότερα, ότι εσφαλμένα, αντινομικά και καθ' υπέρβαση εξουσίας εξεδόθη το διάταγμα ενώ η αίτηση ήταν ορισμένη για «καθορισμό επίδικων θεμάτων», ήτοι, για οδηγίες και όχι για ακρόαση. Και μάλιστα, ενώ το Δικαστήριο γνώριζε ότι καταβάλλονταν προσπάθειες και από τις δύο πλευρές για συνολική διευθέτηση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης και της εκκρεμούσης αίτησης στην Αίτηση Αρ. 83/2014, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου, ώστε λανθασμένα να κριθεί η καθυστέρηση ως αδικαιολόγητη, με αποτέλεσμα να αποστερηθεί η εφεσείουσα του δικαιώματος της ακρόασης (Άρθρο 30.1 του Συντάγματος). Όπως και ότι λανθασμένα εκλαμβάνει το Δικαστήριο ως «άγνωστο γεγονός την ύπαρξη της Αίτησης υπ' αρ. 83/2014, εφόσον τούτο δεν αναφέρεται σε έγγραφη ένσταση και ένορκη δήλωση της καθ' ης η αίτηση που θα έπρεπε να είχε ήδη καταχωριστεί», το οποίο περιήλθε ή θα έπρεπε να είχε περιέλθει εις γνώση του Δικαστηρίου, όπως καταγράφηκε στην ένορκη δήλωση του ίδιου του αιτητή που υποστήριζε την αίτηση (Τεκμ. Β).
Εν κατακλείδι, ότι το Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα για αναβολή παραβίασε τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης αποστερώντας από την εφεσείουσα το δικαίωμα ν' ακουστεί, ενώ η φύση της υπόθεσης απαιτούσε ιδιαίτερη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων των μερών, αλλά ιδιαιτέρως των δικαιωμάτων των ανηλίκων και το καλώς νοούμενο συμφέρον τους. Τούτο μάλιστα, αν ληφθεί υπόψη ότι επρόκειτο για αίτηση αναστολής εφαρμογής οριστικής ρύθμισης επικοινωνίας της εφεσείουσας, δυνάμει διατάγματος το οποίο είχε εκδοθεί εκ συμφώνου στα πλαίσια της Αίτησης Γονικής Μέριμνας Αρ. 28/2011, και ως εκ τούτου η αίτηση για αναστολή θα έπρεπε να είχε καταχωριστεί στα πλαίσια της ανωτέρω Γενικής Αίτησης και όχι στα πλαίσια νέας αίτησης, ως έπραξε ο εφεσίβλητος.
Ο συνήγορος του εφεσίβλητου αναπτύσσοντας τη δική του συλλογιστική, εν πολλοίς επί της ουσίας της διαφοράς των διαδίκων και αιτιολόγησης του δίκαιου αιτήματος του εντολέα του, εισηγείται ότι τα γεγονότα, όπως είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τον εφεσίβλητο, έθεταν το υπόβαθρο για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ώστε να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, σε περίπτωση που ο αντίδικος παρέλειψε να καταχωρίσει την ένσταση του. Παραπέμπει δε ο συνήγορος στη Fekkas v. Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 C.L.R. 173, για να τονίσει ότι η αναγκαιότητα τήρησης των προθεσμιών ουδόλως αντίκειται στις διατάξεις του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος, νοουμένου ότι η προθεσμία που τέθηκε επανειλημμένα από το Δικαστήριο, για σκοπούς καταχώρισης της ένστασης, δεν ήταν περιοριστική σε βαθμό που να αντιστρατεύεται την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος της αντιδίκου, εφεσείουσας. Δεδομένου δε ότι τίποτε δεν έχει καταδειχθεί που να υποστηρίζει τη θέση ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε εσφαλμένα, ο σχετικός λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Πολύς λόγος γίνεται εκ μέρους του συνηγόρου του εφεσίβλητου στις πρόνοιες της Δ.48 θ.4, στις πρόνοιες της οποίας παραπέμπει και το Δικαστήριο, η οποία προβλέπει ρητά τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί σε διαδικασία ενδιάμεσης αίτησης. Διάδικος λοιπόν, θεωρεί ο συνήγορος, ο οποίος παραβαίνει τις ξεκάθαρες πρόνοιες της Δ.48 θ.4 απεμπολεί το δικαίωμα του να ακουστεί επί της ουσίας. Ορθά λοιπόν το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει την αίτηση, χωρίς να παραχωρήσει την αναβολή και συνακόλουθα, ορθά εξέδωσε το επίδικο διάταγμα.
Έχει νομολογηθεί επανειλημμένα ότι η απόφαση για αναβολή μιας υπόθεσης εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά και ελέγχεται σε περίπτωση λανθασμένης εξάσκησης της κρίσης του. Ένα τέτοιο διάβημα δεν εξετάζεται in abstracto, αλλά υπό το φως όλων των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσηςˑ Kier (Cyprus) v. Trenco Constructions (1981) 1 C.L.R. 30, στην οποία υιοθετήθηκε ο λόγος της Kranidiotis v. Ship "Amor" (1980) 1 C.L.R. 297, όπου τονίστηκε ότι οι αναβολές μιας ακρόασης είναι ιδιαίτερα ανεπιθύμητες, γι' αυτό θα πρέπει να αποφεύγονται κατά το δυνατό και να εγκρίνονται σε ασυνήθεις περιπτώσεις. Να λεχθεί ότι η υπόθεση Fekkas v. E.A.C., (ανωτέρω) στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, ουδεμία σχέση έχει με τα υπό εξέταση εδώ γεγονότα. Εκεί το αντικείμενο εξέτασης ήταν η περίοδος παραγραφής που καθοριζόταν στο Κεφ. 171 για έγερση αγωγής εναντίον της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, νοουμένου ότι πρόκειται για άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, όπως η υπό κρίση έφεση, δεν επεμβαίνει, παρά μόνο σε περιπτώσεις όπου δεν λήφθηκαν υπόψη σχετικοί παράγοντες ή ελήφθησαν άλλοι παράγοντες άσχετοι με την υπόθεση ώστε να κριθεί ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε αντινομικά και λανθασμένα. Ευρεία βέβαια εξουσία που η άσκηση και οι παράγοντες που τη διέπουν δεν είναι εξαντλητικοί. (Poltava Petroleum Ltd v. Mexana Oil Ltd κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1301 και Αrizona Trading Co Ltd v. Λεωνίδα Κίμωνος, ως εκκαθαριστή της εταιρείας Ανδρέας Θεμιστοκλέους & Υιοι Λτδ κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 806).
Θα πρέπει την ίδια στιγμή βεβαίως, να επανατονιστεί και το ανεπιθύμητο των αναβολών, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εκλαμβάνονται ως δεδομένες, ακόμα και σε περίπτωση που τα διάδικα μέρη συμφωνούν. Άλλωστε είναι καθήκον των διαδίκων και των συνηγόρων τους να είναι έτοιμοι για την ακρόαση κατά την ημέρα που όρισε το Δικαστήριο το οποίο έχει και την υποχρέωση και την ευθύνη του προγραμματισμού της.
Από αναδρομή στην επίδικη αίτηση, την ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου που τη συνοδεύει και τα όσα καταγράφουν τα πρακτικά, τόσο των προηγούμενων εμφανίσεων αλλά και της τελευταίας ημερομηνίας, προκύπτει ότι το Δικαστήριο έσφαλλε θεωρώντας ως «άγνωστο» το γεγονός ότι εκκρεμεί άλλη αίτηση (η υπ' αρ. 83/2014) ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρίστηκε προγενέστερα της παρούσας αίτησης. Διαπιστώνουμε ότι το γεγονός αυτό όντως είχε αποκαλυφθεί μέσω της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου που συνόδευε την αίτηση, (§21, Τεκμ. Β και Γ) και είχε ή θα έπρεπε να είχε περιέλθει σε γνώση του Δικαστηρίου, το οποίο λανθασμένα θεώρησε το γεγονός της εκκρεμοδικίας στην ως άνω αίτηση ως άγνωστο. Δεν είναι όμως αυτή η μόνη πλημμέλεια του Δικαστηρίου. Ενώ ορθά το Δικαστήριο ανήγαγε σε σπουδαίο παράγοντα τη φύση της υπόθεσης, αντιλαμβανόμαστε ως ενδιάμεσης αίτησης, και το σοβαρό επηρεασμό των δικαιωμάτων των δύο πλευρών, με ενδεχόμενο «μόνιμο επηρεασμό των δικαιωμάτων τους», παραγνώρισε, θεωρούμε, τον πλέον ουσιαστικό παράγοντα: επρόκειτο για προσωρινή αναστολή εφαρμογής οριστικής ρύθμισης επικοινωνίας της εφεσείουσας με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, σύμφωνα με το διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 20.6.2013, που εκδόθηκε στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης, υπ' αρ. 28/2011, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της κυρίως αίτησης του αιτητή και ότι εκ του Νόμου από τη φύση της προβάλλει ως καταλυτικός παράγοντας η ευημερία των ανηλίκων (Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130).
Από μόνη της θεωρούμε η ύπαρξη της αίτησης υπ' αρ. 28/2011 στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα του οποίου σκοπείτο η ανάκληση, θα έπρεπε να είχε προβληματίσει σοβαρά το Δικαστήριο, το οποίο θεωρούμε ότι είχε υποχρέωση να μην αναλάβει δικαιοδοσία. Η επιλογή του συνηγόρου του εφεσίβλητου να καταχωρίσει την υπό κρίση αίτηση στα πλαίσια νέας αίτησης, της υπ' αρ. 184/2014, χωρίς μάλιστα να δοθεί προς τούτο κάποια ιδιαίτερη εξήγηση, αντί στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης αρ. 28/2011 για τροποποίηση του διατάγματος ως ανωτέρω, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.
Όπως και θα έπρεπε να προβληματίσει το Δικαστήριο η ύπαρξη της άλλης αίτησης, της υπ' αρ. 83/2014 και μάλιστα ιδιαιτέρως εν όψει των προηγούμενων δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων όπως καταγράφησαν στα πρακτικά, οι οποίοι συζητούσαν την πιθανότητα να συμφωνηθεί διαδικασία αξιολόγησης των ανηλίκων από ειδικούς παιδοψυχίατρους και παιδοψυχολόγους ή για ενδεχόμενη εξεύρεση συνολικής διευθέτησης όλων των εκκρεμουσών αιτήσεων, εξ ου και η εκδίκαση της αίτησης αναβλήθηκε από το Δικαστήριο για «καθορισμό επίδικων θεμάτων» με ταυτόχρονη οδηγία για καταχώριση ένστασης. Ξενίζει η παρατήρηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι είναι άγνωστος ο ορισμός υπόθεσης για καθορισμό επίδικων θεμάτων και ότι ανεξαρτήτως του τι καταγράφεται από το Δικαστή ως «ΚΕΘ» δεν αναιρεί την υποχρέωση διαδίκου για καταχώριση της ένστασης όπως τάσσει η Δ.48 ή οι σχετικές οδηγίες του Δικαστηρίου. Δεν συζητούμε βέβαια το αυτονόητο της υποχρέωσης διαδίκου προς συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Δ.48 ή τις οδηγίες του Δικαστηρίου. Ό,τι σχολιάζουμε αφορά στο δεύτερο όρο της εισήγησης του συνηγόρου. Όχι μόνο τέτοιο ζήτημα δεν ηγέρθη πρωτοδίκως αλλά αντιθέτως από κοινού συζητούσαν οι συνήγοροι για εξεύρεση διευθέτησης όπως καταγράψαμε ανωτέρω. Σε καμιά από τις προηγούμενες εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υποβλήθηκε αίτημα από το συνήγορο του εφεσείοντος για ορισμό της αίτησης για ακρόαση ως εκ του επείγοντος του αιτήματος. Η εκ των υστέρων εμμονή του εφεσιβλήτου στην τήρηση των προνοιών της Δ.48 υπό τις περιστάσεις, ως τυπολατρική και μόνο μπορεί να ιδωθεί. Σε τελευταία δε ανάλυση αν το Δικαστήριο επιθυμούσε να βάλει τέλος στις επανειλημμένες αναβολές τις οποίες το ίδιο ενέκρινε, θεωρώντας τις εννοείται, δικαιολογημένες, όφειλε να ορίσει την αίτηση για ακρόαση. Με αυτά τα δεδομένα και ανεξαρτήτως από την αδιαμφισβήτητη υποχρέωση της εφεσείουσας να καταχωρίσει την ένσταση της είτε δυνάμει των προνοιών της Δ.48 θ.4, είτε δυνάμει των αυτοτελών οδηγιών του Δικαστηρίου, η εφεσείουσα και η συνήγορος που είχε μόλις αναλάβει την υπόθεση, βρέθηκε προ εκπλήξεως.
Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο παραμένει προσηλωμένο στο κύριο μέλημα του: τη διασφάλιση της τελεσιδικίας των διαφορών των διαδίκων και του δικαιώματος του διαδίκου να τύχει δίκαιης δίκης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος (Άρθρο 30 του Συντάγματος, Δημοκρατική Εργατική Ομοσπονδία Κύπρου (Δ.Ε.Ο.Κ.) v. Σωτηριάδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1829), κατά τρόπο εξισορροπητικό των εκατέρωθεν δικαιωμάτων, όρος που υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης, δεν τηρήθηκε.
Θεωρούμε για τους λόγους που έχουμε εκθέσει ανωτέρω και κάτω από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, ότι προκλήθηκε αδικία στην εφεσείουσα ως εκ της άρνησης χορήγησης ολιγοήμερης αναβολής με σκοπό την καταχώριση ένστασης, με αποτέλεσμα να της αποστερηθεί το δικαίωμα να ακουστεί κατόπιν διεξαγωγής ακροαματικής διαδικασίας και μάλιστα κατά τρόπο που να μην ικανοποιείται ο κύριος παράγοντας: η ευημερία των ανηλίκων (Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130).
Αν και ευρεία η ευχέρεια του Δικαστηρίου να αρνηθεί την αναβολή εκ των πραγμάτων, λόγω της αδικίας που προκλήθηκε στην εφεσείουσα, θεωρούμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αναθεωρήσουμε τον τρόπο άσκηση της, Παρίσση ν. Στυλιανού κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1936:
«Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Walker v. Walker [1967] 1 All E.R. 411 με αναφορά στην υπόθεση Maxwell v. Keun [1928] 1 Κ.Β. 645, εάν η άρνηση της αναβολής θα προκαλέσει σοβαρή αδικία στο διάδικο που την επιδιώκει, τότε το Δικαστήριο θα πρέπει να αρνηθεί την αναβολή, μόνο εάν αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποδοθεί δικαιοσύνη στον αντίδικο. Και περαιτέρω, ότι αν και η χορήγηση ή η άρνηση της αναβολής αποτελεί θέμα ευχέρειας, ένα Εφετείο έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να αναθεωρήσει τον τρόπο άσκησης αυτής της ευχέρειας εάν ικανοποιηθεί ότι η ευχέρεια ασκήθηκε κατά τρόπο που απέληξε σε αδικία για ένα από τους διαδίκους.»
Για τους λόγους που έχουμε αναπτύξει ανωτέρω η έφεση επιτυγχάνει.
Το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα αναστολής ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου.
Η ίδια η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτυγχάνει Το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα αναστολής ακυρώνεται και η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου.