ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D224
(2016) 1 ΑΑΔ 1107
27 Aπριλίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
NIΚΟΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ (ΤΣΙΗΚΚΟΣ) ΛΤΔ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΠΕΤΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Πoλιτική Έφεση Aρ. 172/2011)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Έφεση εναντίον απόφασης Δικαστηρίου Εργατικών διαφορών, με την οποία εκρίθη παράνομη η απόλυση του εφεσίβλητου ― Απορριπτική κατάληξη επί τω ότι, όλοι οι λόγοι έφεσης άμεσα ή έμμεσα, έπλητταν το θέμα της αξιοπιστίας και μόνο «εικονικά», παρουσιάζονταν ως νομικοί λόγοι.
Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Έφεση εναντίον αποφάσεως Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ― Είναι παραδεκτή μόνο επί νομικών σημείων ― Εφαρμοστέες αρχές ― Λόγος έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν στρέφεται κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης και όπου η αιτιολογία η οποία παρέχεται προς υποστήριξη λόγου έφεσης, απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό συνθήκες.
Οι εφεσείοντες κατά πάντα χρόνο ασχολούνταν, μεταξύ άλλων, με την παρασκευή και πώληση έτοιμου σκυροδέματος. Ο εφεσίβλητος ήταν μέρος του προσωπικού τους, εργαζόμενος ως οδηγός και χειριστής μηχανοκίνητης αντλίας σκυροδέματος και ως οδηγός μπετονιέρας. Η εργασιακή του σχέση με τους εφεσείοντες άρχισε το 1981 και έληξε με την αποστολή τερματισμού απασχόλησης ημερ. 31.10.2008 με την οποία οι εφεσείοντες τον ενημέρωναν ότι είχαν δεχθεί επιστολή από εταιρεία και τον πληροφορούσαν ότι κατά την ώρα των καθηκόντων του, είχε προβεί σε ενέργειες αντίθετες με τις οδηγίες που είχε και αντιφατικές με τα καθήκοντα του. Η στάση του και η συμπεριφορά του, εξέθεταν ανεπανόρθωτα τους εφεσείοντες, όπως του ανέφεραν, προς τους πελάτες.
Γινόταν δε υπόμνηση ότι είναι ανεπίτρεπτο να γίνονται τέτοια περιστατικά και να πλήττεται το κύρος της εταιρείας των εφεσειόντων, ένεκα της απρεπούς συμπεριφοράς του, όπως χαρακτηρίστηκε.
Γινόταν επίσης λόγος σε δύο προηγούμενες επιστολές που του αποστάληκαν και του εφιστάτο η προσοχή στο γεγονός ότι με την επιστολή ημερομηνίας 10.9.08, του δόθηκε τελευταία γραπτή προειδοποίηση για να αλλάξει τη στάση και συμπεριφορά του και να εκτελεί τις εργασίες του ως είθισται, ωστόσο εκείνος το είχε αγνοήσει αφήνοντας τους, χωρίς άλλη επιλογή παρά, όπως αναφερόταν, από την απόλυση του.
Με αίτηση του που καταχώρησε στο Δικαστήριο Εργατικών διαφορών, ο εφεσίβλητος διεκδίκησε αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.
Ως αποτέλεσμα δε της διεργασίας του Δικαστηρίου επί του θέματος της αξιοπιστίας, κρίθηκε ότι ο τερματισμός υπήρξε παράνομος και ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο των αξιούμενων αποζημιώσεων.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι, εν σύνοψη, λόγους:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες ήταν αναξιόπιστη.
β) Λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα γεγονότα της επιστολής αποτέλεσαν και τους ουσιαστικούς λόγους που οδήγησαν τους εφεσείοντες στην τελική τους κρίση για την απόλυση του εφεσίβλητου και ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να του γνωστοποιήσουν εκ των προτέρων τους λόγους που τους οδήγησαν στην τελική τους απόφαση να τερματίσουν την απασχόληση του.
γ) Το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τίποτε το συγκεκριμένο που επισυνέβη κατά το χρόνο της απόλυσης δεν τέθηκε ενώπιον του.
δ) Λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόλυση του εφεσίβλητου, δεν έγινε εντός λογικού χρονικού διαστήματος αφότου προέκυψε το γεγονός.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο πρώτος σκόπελος που πρέπει να υπερπηδηθεί σε περιπτώσεις εφέσεων επί αποφάσεων Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ως εν προκειμένω, είναι το ότι πρέπει το Εφετείο να πεισθεί, πως είναι παραδεκτή η αναθεώρηση της απόφασης επειδή πρόκειται για νομικό σημείο.
2. Mε βάση τις σχετικές νομολογημένες αρχές, θα έπρεπε να εξεταστεί και η προβαλλόμενη υπό του εφεσίβλητου θέση, ότι στην πραγματικότητα οι πιο πάνω λόγοι αποτελούν προσβολή ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τεχνηέντως παρουσιάζονται ως νομικοί λόγοι.
3. Το πρωταρχικό που έπρεπε να διαγνωστεί από την πρωτόδικη απόφαση ήταν ότι το Δικαστήριο θεωρώντας αναξιόπιστη τη μαρτυρία της πλευράς των εφεσειόντων, προέβη στο βασικό και κύριο εύρημα ότι η απόλυση υπήρξε παράνομη και οι λόγοι που παρουσιάζονταν κυρίως στους λόγους απόλυσης, ήταν προσχηματικοί της πραγματικής τους πρόθεσης να τον απολύσουν, άνευ νομίμου αιτίας.
4. Πρωτοδίκως τέθηκαν τόσο συγκεκριμένοι λόγοι απόρριψης του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά αλλά και συλλήβδην, σε συνάρτηση με σωρεία αντιφάσεων, ελλείψεων και κενών που εμπεριστατωμένα καταγράφoνταν και αναλύονταν.
5. Η πλευρά των εφεσειόντων απομόνωνε από τη δοθείσα μαρτυρία συγκεκριμένα τεκμήρια, αποδίδοντας τους αυτόνομα βαρύνουσα σημασία. Ειδικά στη βάση της λογικής ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να «αντιδράσει» στις αποστολές των επιστολών-τεκμηρίων.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε επισημάνσεις όπως ότι, ενώ ο Μ1 με τη μαρτυρία του ισχυρίστηκε ότι τα προβλήματα με τον εφεσίβλητο άρχισαν ένα χρόνο πριν από την απόλυση, όταν ο τελευταίος τους ζητούσε πλεονασμό και αυτοί αρνούνταν, ο Μ2, ανέφερε ότι το θέμα με τον εφεσίβλητο προέκυψε 7 χρόνια πριν από την απόλυση του.
7. Αντίφαση παρατηρείτο και στο πώς οι δύο μάρτυρες απέδωσαν ότι ετοιμάζεται το σκυρόδεμα με άμεσο αποτέλεσμα την αντίφαση και στον τρόπο που ο εφεσίβλητος ενεργούσε, κατά τις εκατέρωθεν θέσεις, για να βλάψει τους εργοδότες του.
8. Περαιτέρω, ενώ αποδιδόταν εσκεμμένη συμπεριφορά του εφεσίβλητου με γνώση των εργοδοτών του δια της μαρτυρίας του Μ1, παράλληλα δια της υπολοίπου μαρτυρίας διδόταν ιδιαίτερη βαρύτητα στο ότι, οι εφεσείοντες αναζητούσαν έρεισμα από πελάτες για να διατυπωθούν παράπονα εναντίον του.
9. Διατυπώθηκε ακόμη εύλογο ερώτημα από το Δικαστήριο πώς είναι δυνατό, ενώ υπήρχε σαν δεδομένο ότι δίδονταν οδηγίες του υπεύθυνου εργοταξίου, στις καθημερινές εργασίες, ο εφεσίβλητος να έχει τέτοια «ισχύ» ώστε να ανατρέπει τις οδηγίες αυτές με σκοπό και πάλι τη ζημιά των εφεσειόντων.
10. Ανάλογο ερώτημα διατυπώθηκε και στο πώς ήταν δυνατό, οι εφεσείοντες, ενώ είχαν αυτά τα προβλήματα και δημιουργούνταν αξιώσεις αποζημιώσεων, να συνεχίζουν να στέλνουν τον εφεσίβλητο στις δουλειές τους. Πληθώρα τέτοιων αντιφάσεων καταγράφονται στην εκκαλούμενη απόφαση.
11. Ήταν βάσιμη η θέση της πλευράς του εφεσίβλητου ότι όλοι οι λόγοι έφεσης άμεσα ή έμμεσα έπλητταν το θέμα της αξιοπιστίας και μόνο «εικονικά», παρουσιάζονταν ως νομικοί λόγοι.
12. Προσθέτως, ο τέταρτος λόγος έφεσης περί του λανθασμένου του συμπεράσματος του Δικαστηρίου ότι η απόλυση του αιτητή δεν έγινε εντός λογικού χρόνου, παραγνώριζε τον κύριο πυρήνα της εκκαλούμενης απόφασης, ότι δηλαδή ο τερματισμός υπήρξε παράνομος. Ως εκ τούτου, μόνο παρεμπιπτόντως, τέθηκε το σχετικό σχόλιο του Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
In Re Hadjicostas (1984) 1 C.L.R. 513,
Αντέννα Λτδ v. Κωνσταντίνου (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 392,
Μαρκαντώνη v. Καρυόλαιμου (2015) 1 Α.Α.Δ. 2845, ECLI:CY:AD:2015:A839.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας (Χατζητζιοβάννης, Πρόεδρος), (Αίτηση Αρ. 418/2008), ημερομηνίας 23/3/2011.
Ζ. Νικολάου, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Αργυρού (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με βάση το Άρθρο 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Ν.24/1967), όπως διαμορφώθηκε από τον Τροποποιητικό Νόμο 6/1973, (ο «Νόμος»), «καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτούμενου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίον, ως μη γενόμενος δια τινά των εν τω Άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων». Δηλαδή των λόγων που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση και δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης. Ως εκ τούτου είναι οι εφεσείοντες/καθ' ων η αίτηση αυτοί που έφεραν πρωτοδίκως το βάρος ανατροπής του πιο πάνω τεκμηρίου και της απόδειξης ότι δικαιολογημένα τερμάτισαν την απασχόληση του εφεσίβλητου/αιτητή. Ο εφεσίβλητος έφερε απλώς το βάρος να αποδείξει την περίοδο της απασχόλησης και τις απολαβές του. Οι εφεσείοντες κατά πάντα χρόνο ασχολούνταν, μεταξύ άλλων, με την παρασκευή και πώληση έτοιμου σκυροδέματος. Ο εφεσίβλητος ήταν μέρος του προσωπικού τους εργαζόμενος ως οδηγός και χειριστής μηχανοκίνητης αντλίας σκυροδέματος και ως οδηγός μπετονιέρας. Η εργασιακή του σχέση με τους εφεσείοντες αρχίζει από το 1981 και λήγει με την αποστολή τερματισμού απασχόλησης ημερ. 31.10.2008 (τεκμήριο 5) με την οποία οι εφεσείοντες τον ενημερώνουν ότι είχαν δεχθεί «...επιστολή από την εταιρεία AELIUS DEVELOPERS LTD με την οποία μας πληροφορούν ότι κατά την ώρα των καθηκόντων σας είχατε προβεί σε ενέργειες αντίθετες με τις οδηγίες που έχετε και αντιφατικές με τα καθήκοντα σας. Η στάση σας και η συμπεριφορά σας μας έχουν εκθέσει ανεπανόρθωτα προς τους πελάτες.
Είναι ανεπίτρεπτο να γίνονται τέτοια περιστατικά και να πλήττεται το κύρος της εταιρείας μας ένεκα της απρεπούς συμπεριφοράς σας.
Αυτή είναι η τρίτη (πρώτη με επιστολή ημερομηνίας 11.12.07) και (δεύτερη με επιστολή ημερομηνίας 10.9.08) επιστολή που σας αποστέλλετε.
Σας εφιστώ την προσοχή στο γεγονός ότι με την επιστολή ημερομηνίας 10.9.08 σας δόθηκε τελευταία γραπτή προειδοποίηση για να αλλάξετε τη στάση σας και τη συμπεριφορά σας και να εκτελείτε τις εργασίες σας ως είθισται, πλέον εσείς το έχετε αγνοήσει αφήνοντας μας χωρίς άλλη επιλογή παρά να σας απολύσουμε ...».
Με την αίτηση του στο πρωτόδικο Δικαστήριο λιγότερο από 1½ μήνα μετά τη λήψη της επιστολής, ο εφεσίβλητος προβάλλει τη θέση ότι οι λόγοι που τίθενται στο τεκμ.5 δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και είναι προσχηματικοί για να δικαιολογήσουν την απόλυση του η οποία είναι παράνομη και κακόπιστη. Εξαιτείται δε σχετικές αποζημιώσεις και πληρωμή αντί προειδοποίησης σύμφωνα με το Νόμο. Εν αντιθέσει, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον του Εφετείου ότι η πιο πάνω απόλυση ήταν καθόλα νόμιμη και αιτιολογημένη «καθότι με τη διαγωγή του κατέστησε τον εαυτό του υποκείμενο σε απόλυση χωρίς προειδοποίηση λόγω μη ικανοποιητικής εκτέλεσης των καθηκόντων του, ασύγγνωστης ή απρεπούς συμπεριφοράς προς τους ίδιους και πελάτες τους και άλλα συναφή». Ως συνέπεια των ενεργειών του έθιγε την εικόνα και το κύρος των εφεσειόντων «οι οποίοι κινδύνευαν να χάσουν πελάτες και ή οι τελευταίοι να υποστούν ζημία .».
Οι εφεσείοντες προς απόδειξη των ισχυρισμών τους προσκόμισαν μαρτυρία 4 ατόμων, του κ. Νίκου Οδυσσέως Μ1, μετόχου και διευθυντή τους, του κ. Ανδρέα Κυριάκου Μ2, υπεύθυνου λογιστηρίου, των πελατών τους κ. Αντρέα Παπαδόπουλου Μ3 και του κ. Αντώνη Μαρτή Μ4 υπεργολάβου για πισίνες, (καθώς και της κας.Μαρίας Ευθυμίου υπαλλήλου του Γραφείου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων). Για την πλευρά του εφεσίβλητου κατέθεσε μόνο ο ίδιος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με εκτεταμένη αιτιολογία εξηγεί γιατί απορρίπτει ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία των Μ1-4 και γιατί εν αντιθέσει θεωρεί ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Ως αποτέλεσμα δε της διεργασίας του Δικαστηρίου επί του θέματος της αξιοπιστίας κρίθηκε ότι ο τερματισμός υπήρξε παράνομος και ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο των αξιούμενων αποζημιώσεων.
Η πλευρά των εφεσειόντων θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση την οποία προσβάλλει με 4 λόγους έφεσης:
Πρώτος Λόγος Έφεσης:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες είναι αναξιόπιστη. Δηλαδή, όπως εξηγείται στην αιτιολογία, θεωρείται λανθασμένο ότι, ενώ τα τεκμήρια ως τέτοια δεν έχουν αμφισβητηθεί, το Δικαστήριο σε κανένα σημείο της απόφασης του δεν προβαίνει σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος απέρριψε το περιεχόμενο των τεκμηρίων και περαιτέρω αναλύοντας τη μαρτυρία «δεν επικεντρώνεται στο περιεχόμενο των τεκμηρίων αλλά στα κίνητρα αυτών που τα έχουν συντάξει». Όποια όμως και να είναι τα κίνητρα, παραμένει γεγονός ότι τα τεκμήρια αυτά παρελήφθησαν από τον εφεσίβλητο ο οποίος τα αποδέκτηκε χωρίς να αντιδράσει. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το συμπέρασμα ότι η μαρτυρία είναι γενικά αναξιόπιστη είναι λανθασμένο και δεν συνάδει με τα ευρήματα του.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης:
Το Δικαστήριο λανθασμένα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα γεγονότα της επιστολής (τεκμ.3) αποτέλεσαν και τους ουσιαστικούς λόγους που οδήγησαν τους εφεσείοντες στην τελική τους κρίση για την απόλυση του εφεσίβλητου και ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να του γνωστοποιήσουν εκ των προτέρων τους λόγους που τους οδήγησαν στην τελική τους απόφαση να του τερματίσουν την απασχόληση.
Στην αιτιολογία του λόγου αυτού γίνεται συσχετισμός του τεκμ.3 με το τεκμ.5 με την κατάληξη ότι δεν είναι τα γεγονότα της επιστολής τερματισμού τεκμ.5 που αποτέλεσαν τους λόγους της τελικής απόφασης για τερματισμό αλλά «η επαναλαμβανόμενη παράβαση ή παραγνώριση κανόνων εργασίας εκ μέρους του εφεσίβλητου». Αν το μόνο παράπτωμα του εφεσίβλητου, καταλήγουν οι εφεσείοντες, ήταν τα γεγονότα του τεκμ.3, τότε δεν θα προέβαιναν στον τερματισμό της απασχόλησης του.
Τρίτος λόγος:
Το Δικαστήριο λανθασμένα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τίποτε το συγκεκριμένο που επισυνέβη κατά το χρόνο της απόλυσης δεν τέθηκε ενώπιον του. Επανέρχονται επ' αυτού του λόγου τα τεκμ.3 και 5 στα οποία σύμφωνα με τους εφεσείοντες τίθενται συγκεκριμένα και με χρονική ακρίβεια τα γεγονότα που επεσυνέβησαν και αποτέλεσαν το λόγο απόλυσης του εφεσίβλητου.
Τέταρτος Λόγος:
Το Δικαστήριο λανθασμένα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απόλυση του εφεσίβλητου δεν έγινε εντός λογικού χρονικού διαστήματος αφότου προέκυψε το γεγονός. Και εδώ η αιτιολογία στηρίζεται στα εν λόγω τεκμήρια 3 και 5.
Έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη απόφαση υπό το πρίσμα των πιο πάνω λόγων έφεσης.
Ο πρώτος σκόπελος που πρέπει να υπερπηδηθεί σε περιπτώσεις εφέσεων επί αποφάσεων Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ως εν προκειμένω, είναι το ότι πρέπει το Εφετείο να πεισθεί πως είναι παραδεκτή η αναθεώρηση της απόφασης επειδή πρόκειται για νομικό σημείο. (βλ. Άρθρο 12(11Α) των περί Ετησίων Αδειών μετ' Aπολαβών Νόμου του 1967, (Ν.8/1967), ως έχει τροποποιηθεί και In Re Hadjicostas (1984) 1 C.L.R. 513).
Στην υπόθεση Αντέννα Λτδ v. Κωνσταντίνου (2010) Α 1 Α.Α.Δ. 392 αναφέρθηκε:
«Όπως είχε επεξηγηθεί και στην παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, λόγος έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν στρέφεται κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης και όπου η αιτιολογία η οποία παρέχεται προς υποστήριξη λόγου έφεσης, απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό συνθήκες. Αυτή η αρχή επαναβεβαιώθηκε και στην Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ v. Γεωργίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 980, στην οποία τονίστηκε ότι είναι πάγια καθιερωμένο από τη νομολογία, αλλά και τον οικείο νόμο, ότι δεν είναι επιτρεπτή έφεση για ανατροπή των γεγονότων και των επ' αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. (Βλ. επίσης Spinneys Cyprus Ltd v. Χρ. Χρίστου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1833).»
Mε βάση τις πιο πάνω αρχές θα πρέπει να εξετάσουμε και την προβαλλόμενη υπό του εφεσίβλητου θέση ότι στην πραγματικότητα οι πιο πάνω λόγοι αποτελούν προσβολή ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τεχνηέντως παρουσιάζονται ως νομικοί λόγοι. (βλ. σελίδα 4 και αλλού του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσίβλητου).
Το πρωταρχικό που πρέπει να διαγνωστεί από την πρωτόδικη απόφαση είναι ότι το Δικαστήριο θεωρώντας αναξιόπιστη τη μαρτυρία της πλευράς των εφεσειόντων προβαίνει στο βασικό και κύριο εύρημα ότι η απόλυση υπήρξε παράνομη και οι λόγοι που παρουσιάζονται κυρίως στο τεκμ.5 είναι προσχηματικοί της πραγματικής τους πρόθεσης να τον απολύσουν, άνευ νομίμου αιτίας. Πρωτοδίκως τίθενται τόσο συγκεκριμένοι λόγοι απόρριψης του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά αλλά και συλλήβδην σε συνάρτηση με σωρεία αντιφάσεων, ελλείψεων και κενών που εμπεριστατωμένα καταγράφoνται και αναλύονται. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων έδωσαν δια της ειδοποίησης έφεσης αλλά και του περιγράμματος τους, καλύπτοντας μάλιστα και τους 4 λόγους έφεσης, ιδιαίτερη σημασία στα κατατεθέντα τεκμήρια - και δη τα τεκμήρια 3 και 5. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι το τεκμ.1 δεν έγινε αποδεκτό πρωτόδικα, καθότι εστάλη από άλλη εταιρεία, και αναφερόταν κυρίως σε γεγονότα του Σεπτέμβρη του 2008 χωρίς εξηγήσεις από οποιονδήποτε σε σχέση με το περιεχόμενο του και κυρίως όχι από το συντάκτη της.
Κατά τα λοιπά θεωρούμε ότι η πλευρά των εφεσειόντων απομονώνει από τη δοθείσα μαρτυρία τα τεκμήρια και ειδικά τα τεκμ. 3 και 5 αποδίδοντας τους αυτόνομα βαρύνουσα σημασία. Ειδικά στη βάση της λογικής ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να «αντιδράσει» στις αποστολές των επιστολών-τεκμηρίων.
Η προσέγγιση αυτή η οποία αφορά και τους 4 λόγους έφεσης έμμεσα ή άμεσα αδικεί την πρωτόδικη απόφαση, αφού ακριβώς με βάση το ορθά νοούμενο καθήκον του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν θα έπρεπε με κανένα τρόπο να απομονώσει τα συγκεκριμένα τεκμήρια, από το σύνολο της δοθείσας μαρτυρίας, όπως την αντιλήφθηκε και τη βίωσε στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, αποδίδοντας, όπως έχουμε αναφέρει, σωρεία πλημμελημάτων στη μαρτυρία της πλευράς των εφεσειόντων. Ειδικά το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε επισημάνσεις τις οποίες και μεταφέρουμε για να καταδειχθεί του λόγου το ασφαλές. Ενώ ο Μ1 Οδυσσέως με τη μαρτυρία του ισχυρίστηκε ότι τα προβλήματα με τον εφεσίβλητο άρχισαν ένα χρόνο πριν την απόλυση, όταν ο τελευταίος τους ζητούσε πλεονασμό και αυτοί αρνούνταν, ο Μ2 Κυριάκου ανέφερε ότι το θέμα με τον εφεσίβλητο προέκυψε 7 χρόνια πριν την απόλυση του. Αντίφαση παρατηρείται και στο πώς οι δύο μάρτυρες απέδωσαν ότι ετοιμάζεται το σκυρόδεμα με άμεσο αποτέλεσμα την αντίφαση και στον τρόπο που ο εφεσίβλητος ενεργούσε, κατά τις εκατέρωθεν θέσεις, για να βλάψει τους εργοδότες του. Περαιτέρω ενώ αποδίδεται εσκεμμένη συμπεριφορά του εφεσίβλητου με γνώση των εργοδοτών του δια της μαρτυρίας του Μ1 Οδυσσέως, παράλληλα δια της υπολοίπου μαρτυρίας δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο ότι οι εφεσείοντες αναζητούσαν έρεισμα από πελάτες για να διατυπωθούν παράπονα εναντίον του. Διατυπώνεται ακόμη εύλογο ερώτημα από το Δικαστήριο πώς είναι δυνατό, ενώ έχουμε σαν δεδομένο ότι εδίδοντο οδηγίες του υπεύθυνου εργοταξίου, στις καθημερινές εργασίες, ο εφεσίβλητος να έχει τέτοια «ισχύ» ώστε να ανατρέπει τις οδηγίες αυτές με σκοπό και πάλι τη ζημιά των εφεσειόντων. Ανάλογο ερώτημα διατυπώνεται και στο πώς είναι δυνατό, οι εφεσείοντες, ενώ είχαν αυτά τα προβλήματα και δημιουργούνταν αξιώσεις αποζημιώσεων, να συνεχίζουν να στέλνουν τον εφεσίβλητο στις δουλειές τους. Πληθώρα τέτοιων αντιφάσεων καταγράφεται από τις σελ.9 έως 18 της εκκαλούμενης απόφασης. Δεν προτιθέμεθα να τις επαναλάβουμε. Είναι αρκετό να πούμε σ' αυτό το στάδιο ότι θα δεκτούμε ως βάσιμη τη θέση της πλευράς του εφεσίβλητου ότι όλοι οι λόγοι έφεσης άμεσα ή έμμεσα πλήττουν το θέμα της αξιοπιστίας και μόνο «εικονικά», αν μας επιτρέπεται ο όρος, παρουσιάζονται ως νομικοί λόγοι. Συγκεκριμένα αυτό καλύπτει όλους τους λόγους έφεσης. Ειδικά ως προς τον τρίτο λόγο έφεσης για το παράπονο της πλευράς των εφεσειόντων ότι είναι λανθασμένο το συμπέρασμα ότι «τίποτε το συγκεκριμένο που επεσυνέβη κατά το χρόνο της απόλυσης δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου» και πάλι διαπιστώνουμε ότι γίνεται απομόνωση της σχετικής πρότασης του Δικαστηρίου, ενώ στη συνέχεια το Δικαστήριο εξηγεί με ανάλυση της μαρτυρίας γιατί δεν καταδείχθησαν οι λόγοι απόλυσης εκ μέρους των εφεσειόντων. Σαφώς και πάλιν δεν πρόκειται για νομικό σημείο. Σχετική είναι η υπόθεση Κουντουρίδης (ανωτέρω), από την οποία ισχύουν πλήρως και εν προκειμένω τα σχόλια «ότι ο λόγος συνιστά προσβολή των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, κεκαλυμμένη υπό το μανδύα της αιτιολόγησης των ευρημάτων του».
(βλ. επίσης Μαρκαντώνη v. Καρυολαίμου (2015) 1 Α.Α.Δ. 2845, ECLI:CY:AD:2015:A839).
Προσθέτως, ο τέταρτος λόγος έφεσης περί του λανθασμένου του συμπεράσματος του Δικαστηρίου ότι η απόλυση του αιτητή δεν έγινε εντός λογικού χρόνου, παραγνωρίζει τον κύριο πυρήνα της εκκαλούμενης απόφασης, ότι δηλαδή ο τερματισμός υπήρξε παράνομος. Ως εκ τούτου, μόνο παρεμπιπτόντως θα λέγαμε, τίθεται το σχετικό σχόλιο του Δικαστηρίου.
Με βάση τους πιο πάνω λόγους, όπως τους εξηγήσαμε, θεωρούμε ότι η έφεση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα €2,500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.