ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 340
BARCLAYS BANK PLC ν. JGL (CONSTRUCTIONS) LTD κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1726
Ανδρέου Παναγιώτης ν. P & D Crystal Line Co Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 1521
Παπακόκκινου Βερεγγάρια Π. και Άλλες ν. Σάκη Ν. Κουρέα και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 1833
Κόμπου Αντώνης ν. Universal Bank Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 194
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 479
Μαρκίδης Στέλιος ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 324
Σενέκκης Πανίκος ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 417
Παπαπέτρου Γιαννάκης ν. Λαϊκή Φάκτορς Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 328, ECLI:CY:AD:2015:A121
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2016:D225
(2016) 1 ΑΑΔ 1097
27 Aπριλίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΜΠΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 173/2011)
Συμβάσεις ― Συμφωνία παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων προς τον εφεσείοντα για συμμετοχή του στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής» με σκοπό την αγορά και πώληση χρηματιστηριακών αξιών ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκδόθηκε απόφαση επί αξίωσης οφειλομένου ποσού εκ του ειδικού λογαριασμού με πιστωτικό όριο που ανοίχθηκε ― Επικύρωση απόφανσης, ότι δεν μπορούσε να επωφελείται ο εφεσείων το ποσό καθ' υπέρβαση του ορίου είτε με κέρδη είτε με την αγορά μετοχών και εκ των υστέρων να αρνείται να το εξοφλήσει διότι ήταν πέραν του συμφωνηθέντος ορίου.
Συμβάσεις ― Συμφωνία πιστωτικών διευκολύνσεων με σκοπό την αγορά και πώληση χρηματιστηριακών αξιών ― Τερματισμός ― Δεδομένου ότι η επιστολή τερματισμού απεστάλη στη διεύθυνση που αναγραφόταν στη συμφωνία και δεν επεστράφη, ενεργοποιείτο το τεκμήριο της ορθής παραλαβής στο πρόσωπο που απευθυνόταν.
To πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων εναγόντων κρίνοντας ότι απέδειξαν την απαίτηση τους εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου για το ποσό των €48.752,74 (ΛΚ28.533,71) με τόκο 11.5% από 1.1.2007 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα. Επίσης απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντα.
Η αγωγή αφορούσε στην αξίωση του ως άνω ποσού, δυνάμει παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων τις οποίες έδωσαν οι εφεσίβλητοι προς τον εφεσείοντα κατόπιν αιτήσεως του ημερ. 21.1.1999 για συμμετοχή του στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής» με σκοπό την αγορά και πώληση χρηματιστηριακών αξιών. Οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν τις διευκολύνσεις αυτές μέσω ειδικού λογαριασμού με πιστωτικό όριο και ή δικαίωμα παρατραβήγματος μέχρι ΛΚ20.000. Στις 3.2.1999 ο εφεσείων υπέγραψε επιστολή αποδοχής των όρων της αίτησης και διόρισε πληρεξούσιους αντιπροσώπους του. Επίσης την ίδια ημέρα υπέγραψε έγγραφα ενεχυρίασης μετοχών. Στα πλαίσια δε των πιο πάνω συμφωνιών, ανοίχτηκε σχετικός λογαριασμός ο οποίος κατά τις 23.6.2006, παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ποσό ΛΚ26.877,67 και την ίδια ημέρα οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη μεταξύ τους συμφωνία.
Στην καταχωρηθείσα έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης, ο εφεσείων πρόβαλε θέμα παράβασης εκ μέρους των εφεσιβλήτων των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας και παράλειψης τους να τον προειδοποιήσουν για το περιεχόμενο τους ή για τους κινδύνους που διέτρεχε, ως επίσης και ότι επέτρεψαν τη λειτουργία του λογαριασμού κατά παράβαση της συμφωνίας και ειδικά καθ' υπέρβαση του ορίου.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Δεύτερος λόγος έφεσης:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη μαρτυρία που ήταν εκτός δικογράφων, αποφασίζοντας ότι ουσιώδεις ισχυρισμοί των τελευταίων ήταν δικογραφημένοι.
Αποφασίστηκε ότι:
Σε συνάρτηση και με την εξέταση του πρώτου λόγου, σχετική υπάρχουσα αναφορά στην έκθεση απαίτησης ήταν επαρκές δικογραφικό βάθρο για την πιο πάνω θέση. Ο σχετικός λόγος έφεσης ήταν απορριπτέος.
Πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης:
α) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ενώ ήταν απόλυτα ταυτισμένη με το περιεχόμενο και τους όρους της επίδικης συμφωνίας και του επίδικου πληρεξουσίου και εντός των δικογράφων.
β) Ήταν εσφαλμένα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το εύρημα ότι ο εφεσείων συγκατατέθηκε ή εξουσιοδότησε τους εφεσίβλητους να πληρώνουν τους χρηματιστές καθ' υπέρβαση των συμφωνηθέντων ορίων ή της μεταξύ τους συμφωνία.
γ) Ως επίσης και το εύρημα ότι τα συμφωνηθέντα όρια του επίδικου λογαριασμού δεν υπέβαλλαν υποχρέωση στους εφεσίβλητους να μη παρέχουν πίστωση καθ' υπέρβαση των ορίων αυτών και το παράλληλο εύρημα ότι εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων γνώριζε για την πιο πάνω υπέρβαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όσον αφορούσε γενικά στο αποδιδόμενο σφάλμα του Δικαστηρίου ως προς την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, η αιτιολογία επ' αυτού του λόγου δεν ήταν καθόλου πειστική και φαινόταν να μη λάμβανε υπόψη το σύνολο του έργου του Δικαστηρίου επί της αξιολόγησης.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε κανένα σφάλμα ως προς την αντιμετώπιση του εφεσείοντος ως μάρτυρα και όσα ελέχθηκαν από την πλευρά του, πόρρω απείχαν από του να είναι πειστικά.
3. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι ο εφεσείων συγκατατέθηκε ή εξουσιοδότησε τους εφεσίβλητους να πληρώνουν τους χρηματιστές ειδικά καθ' υπέρβαση των συμφωνηθέντων ορίων και όρων της συμφωνίας.
4. Το σημαντικό ήταν ότι το Δικαστήριο συμπέρανε ότι εφόσον ο εφεσείων γνώριζε ότι γίνονταν πράξεις πέραν του ορίου και επέτρεψε αυτές, δεν μπορούσε εκ των υστέρων να ισχυρίζεται ότι οι εφεσίβλητοι και οι χρηματιστές τους δεν μπορούσαν να προβαίνουν σε πράξεις πέραν του ορίου.
5. Δεν μπορούσε να επωφελείται ο εφεσείων το ποσό καθ' υπέρβαση του ορίου είτε με κέρδη είτε με την αγορά μετοχών και εκ των υστέρων να αρνείται να το εξοφλήσει διότι ήταν πέραν του συμφωνηθέντος ορίου.
6. Η εξουσιοδότηση του χρηματιστή για διεξαγωγή πράξεων οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα το χρεωστικό υπόλοιπο πέραν του ορίου, δεν είναι δυνατό να λειτουργεί με τον τρόπο που ισχυρίζεται η πλευρά του εφεσείοντα.
7. Το ίδιο ίσχυε και για τον τέταρτο λόγο, αφού και δια του λόγου αυτού, προβάλλονταν συναφή ευρήματα. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ξεκάθαρο από τη μαρτυρία, ότι ο εφεσείων γνώριζε για την υπέρβαση του ορίου του λογαριασμού του, λάμβανε τις καταστάσεις λογαριασμών και ως εκ τούτου εμποδιζόταν να ισχυρίζεται ότι δεν υποχρεούται να εξοφλήσει το υπόλοιπο που ο ίδιος χρησιμοποίησε μέσω του χρηματιστή του.
Πέμπτος λόγος έφεσης:
Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε νόμιμο τερματισμό της επίδικης συμφωνίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι δεν αποδείχτηκε ότι η επιστολή εστάλη και παραλήφθηκε από αυτόν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας στο Άρθρο 5 της επίδικης συμφωνίας, ότι δηλαδή οι εφεσίβλητοι είχαν το δικαίωμα να τερματίσουν τη λειτουργία του λογαριασμού οποτεδήποτε θελήσουν, έκρινε ότι αυτό έγινε με την επιστολή 23.6.2006, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο.
2. Αφ' ης στιγμής η εν λόγω επιστολή εστάλη στη διεύθυνση που αναγραφόταν στη συμφωνία (την οποία ο ίδιος ο εφεσείων έδωσε στους εφεσίβλητους) και δεν επεστράφη, ενεργοποιείται το τεκμήριο της ορθής παραλαβής στο πρόσωπο που απευθυνόταν.
3. Αξιοσημείωτο ήταν επίσης ότι στην ίδια διεύθυνση έπαιρνε και τις καταστάσεις λογαριασμού του.
Έκτος λόγος έφεσης:
Ήταν εσφαλμένη η επιδίκαση επιτοκίου 11.5% ετησίως ενώ το συμφωνηθέν επιτόκιο ήταν 8.5% και εν πάση περιπτώσει δεν δικαιολογείτο η χρέωση επιτοκίου πέραν του 9% ετησίως, εφόσον δεν υπάρχει με βάση την ισχύουσα νομοθεσία ανώτατο ποσοστό επιτοκίου αλλά ούτε και υπήρξε μαρτυρία για ύπαρξη τέτοιου ανώτατου ποσοστού.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι όταν έγινε η συμφωνία το ανώτατο επιτόκιο με το Ν.2/1997 ήταν 9%. Τα επιτόκια ελευθεροποιήθηκαν από 1.1.2001 με το Ν.160(1)/1999. Δεν υπάρχει πλέον απαγόρευση σχετικά με το μέγιστο ποσοστό επιτοκίου.
2. Προκύπτει ευχέρεια των πιστωτικών ιδρυμάτων για αλλαγή στο επιτόκιο, νοουμένου ότι θα ενημερώνουν τους οφειλέτες είτε με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο είτε με γραπτή ειδοποίηση.
3. Στην προκειμένη περίπτωση, με ανακοινώσεις οι ενάγοντες κοινοποίησαν την αύξηση του επιτοκίου. Περαιτέρω με τον τερματισμό της συμφωνίας, οι ενάγοντες μεταξύ άλλων κοινοποιούσαν ότι ο λογαριασμός θα επιβαρυνόταν με επιτόκιο 11,5%.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σενέκκης v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 417,
Παπακόκκινου κ.ά. v. Κουρέα κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1833,
Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,
Παπαπέτρου v. Λαϊκή Φάκτορς Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 328, ECLI:CY:AD:2015:A121,
Μαρκίδης και Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 324,
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479,
Barclays Bank Plc v. JGL (constructions) Ltd κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1726,
Ανδρέου v. P & D Crystal Line Co. Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 1521.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Γεωργίου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 526/2007), ημερομηνίας 17/2/2011.
Α. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Κότσαπα, (κα), για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: To πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες απέδειξαν την απαίτηση τους εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου και εξέδωσε απόφαση υπέρ των πρώτων και εναντίον του δεύτερου για το ποσό των €48.752,74 (ΛΚ28.533,71) με τόκο 11.5% από 1.1.2007 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα. Επίσης απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντα.
Η αγωγή αφορούσε την αξίωση του ως άνω ποσού δυνάμει παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων τις οποίες έδωσαν οι εφεσίβλητοι προς τον εφεσείοντα κατόπιν αιτήσεως του ημερ. 21.1.1999 για συμμετοχή του στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής» με σκοπό την αγορά και πώληση χρηματιστηριακών αξιών. Οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν τις διευκολύνσεις αυτές μέσω ειδικού λογαριασμού με πιστωτικό όριο και ή δικαίωμα παρατραβήγματος μέχρι ΛΚ20.000. Στις 3.2.1999 ο εφεσείων υπέγραψε επιστολή αποδοχής των όρων της αίτησης και διόρισε πληρεξούσιους αντιπροσώπους του. Επίσης την ίδια ημέρα υπέγραψε έγγραφα ενεχειρίασης μετοχών. Στα πλαίσια δε των πιο πάνω συμφωνιών ανοίχτηκε σχετικός λογαριασμός ο οποίος κατά τις 23.6.2006 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ποσό ΛΚ26.877,67 και την ίδια ημέρα οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη μεταξύ τους συμφωνία.
Στην καταχωρηθείσα έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης ο εφεσείων πρόβαλε θέμα παράβασης εκ μέρους των εφεσιβλήτων των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας και παράλειψης τους να τον προειδοποιήσουν για το περιεχόμενο τους ή για τους κινδύνους που διέτρεχε, επίσης επέτρεψαν τη λειτουργία του λογαριασμού κατά παράβαση της συμφωνίας και ειδικά καθ' υπέρβαση του ορίου. Αποδίδοντας δε αμέλεια στους εφεσίβλητους αξίωνε δια της ανταπαίτησης περίπου το υπόλοιπο που παρουσίαζε ο επίδικος λογαριασμός.
Το Δικαστήριο δικαίωσε τις θέσεις των εφεσιβλήτων θεωρώντας αξιόπιστη την προσφερθείσα υπ' αυτούς μαρτυρία, ενώ αντίθετα απέρριψε τις θέσεις και τη μαρτυρία της πλευράς του εφεσείοντα.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου προσβάλλεται με 6 λόγους έφεσης. Θεωρούμε ορθό να αρχίσουμε με την εξέταση του 2ου λόγου έφεσης με τον οποίο αποδίδεται λάθος στο πρωτόδικο Δικαστήριο επί του ότι έλαβε υπόψη μαρτυρία που ήταν «εκτός δικογράφων των εφεσιβλήτων», αποφασίζοντας ότι ουσιώδεις ισχυρισμοί των τελευταίων ήταν δικογραφημένοι, ενώ αυτό δεν είναι σωστό, κατά τη θέση του εφεσείοντα. Σύμφωνα με τη δοθείσα αιτιολογία ο κ. Μαθηκολώνης προβάλλει τη θέση ότι ενώ με βάση την έκθεση απαίτησης τους οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι ο λογαριασμός είχε όριο μέχρι ΛΚ20.000 και ότι ο λογαριασμός έπρεπε να λειτουργεί μέσα στα συμφωνηθέντα όρια, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία των ίδιων των εφεσιβλήτων ότι ο λογαριασμός λειτούργησε πέραν των συμφωνηθέντων ορίων. Αυτό κατά την κρίση του κ. Μαθηκολώνη θα έπρεπε να θεωρηθεί ως, εκτός δικογράφων, θέση.
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά εις απάντηση αυτού του λόγου έφεσης. Όπως ετέθη και στην υπόθεση Σενέκκης v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 417 η συμπερίληψη στην έκθεση απαίτησης ισχυρισμού υπέρβασης συμφωνηθέντος ορίου υπήρξε ικανοποιητική για να κριθεί ότι υπάρχει δικογραφική θέση, όπως εν προκειμένω στην παραγρ.9 της έκθεσης απαίτησης η θέση ότι ανοίχθη αφενός λογαριασμός στο όνομα του εφεσείοντα που παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο πέραν του αρχικώς συμφωνηθέντος ορίου. Εμμέσως αυτός ο λόγος θα μας απασχολήσει και στην εξέταση άλλων λόγων έφεσης. Σε συνάρτηση με την εξέταση του 1ου λόγου η σχετική αναφορά στην έκθεση απαίτησης είναι επαρκές δικογραφικό βάθρο για την πιο πάνω θέση. Έπεται ότι ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον 3ο λόγο έφεσης αποδίδεται μομφή στο πρωτόδικο Δικαστήριο για το ότι απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ενώ «ήταν απόλυτα ταυτισμένη με το περιεχόμενο και τους όρους της επίδικης συμφωνίας και του επίδικου πληρεξουσίου και εντός των δικογράφων». Πέραν αυτού, κατά τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, η μαρτυρία του τελευταίου δεν είχε αντικρουστεί με οποιανδήποτε αντίθετη μαρτυρία σε ό,τι αφορά τους όρους της συμφωνίας και τον τρόπο λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού. Συναφείς με το λόγο αυτό κρίνουμε ότι είναι οι 1ος και 4ος αφού δι' αυτών επίσης κρίνονται ως εσφαλμένα ειδικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το εύρημα ότι ο εφεσείων συγκατατέθηκε ή εξουσιοδότησε τους εφεσίβλητους να πληρώνουν τους χρηματιστές καθ' υπέρβαση των συμφωνηθέντων ορίων ή της μεταξύ τους συμφωνία (1ος λόγος) και αναφορικά με το εύρημα ότι τα συμφωνηθέντα όρια του επίδικου λογαριασμού δεν υπέβαλλαν υποχρέωση στους εφεσίβλητους να μη παρέχουν πίστωση καθ' υπέρβαση των ορίων αυτών και το παράλληλο εύρημα ότι εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων γνώριζε για την πιο πάνω υπέρβαση. (4ος λόγος).
Όσον αφορά γενικά το αποδιδόμενο σφάλμα του Δικαστηρίου ως προς την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, όπως είναι γνωστό και εδραιωμένο από τη νομολογία, η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων ανήκει πρωταρχικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους, στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης. Η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου γίνεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται τη κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με τα αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. (βλ. Παπακόκκινου κ.ά. v. Κουρέα κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1833, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340 και Παπαπέτρου v. Λαϊκή Φάκτορς Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 328, ECLI:CY:AD:2015:A121).
Οφείλουμε να πούμε ότι η αιτιολογία επ' αυτού του λόγου δεν είναι καθόλου πειστική και φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη το σύνολο του έργου του Δικαστηρίου επί της αξιολόγησης. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε κανένα σφάλμα ως προς την αντιμετώπιση του εφεσείοντος ως μάρτυρα και όσα ελέχθηκαν από την πλευρά του πόρρω απέχουν από του να είναι πειστικά.
Ως προς τον 1ο λόγο έφεσης σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι ο εφεσείων συγκατατέθηκε ή εξουσιοδότησε τους εφεσίβλητους να πληρώνουν τους χρηματιστές ειδικά καθ' υπέρβαση των συμφωνηθέντων ορίων και όρων της συμφωνίας. Το θέμα καλύπτεται από το σχετικό απόσπασμα στις σελ.10 και 11 της εκκαλούμενης απόφασης, το οποίο θεωρούμε ορθό να παραθέσουμε αυτούσιο:
«Τα συμφωνηθέντα σε σχέση με το όριο εξασφάλισης αλλά και το όριο του λογαριασμού δεν τέθηκαν υπό την έννοια ότι η πληρωμή από τους ενάγοντες πέραν των ορίων θα γινόταν εξ ιδίων χωρίς να δημιουργείται υποχρέωση στον εναγόμενο. Τα όρια δεν επέβαλαν υποχρέωση στους ενάγοντες να μην παρέχουν πίστωση καθ' υπέρβαση τους. Ο εναγόμενος μέσω των πληρεξουσίων χρηματιστών του προέβη σε αγορές και οι ενάγοντες τις κάλυψαν. Ο εναγόμενος γνώριζε την όλη κατάσταση του λογαριασμού του αφού κάθε μήνα οι ενάγοντες του απέστελλαν καταστάσεις λογαριασμού. Η συμφωνία συνεχίστηκε με αυτά τα δεδομένα και ο εναγόμενος έλαβε και όφελος. Κατ' αρχήν οι ουσιώδεις ισχυρισμοί είναι δικογραφημένοι. Δεν μπορεί να επικαλείται τα όρια που οι ενάγοντες έθεσαν έναντι του, για δική τους εξασφάλιση για να μη πληρώσει τις πράξεις του που οι ενάγοντες πλήρωσαν. Ο εναγόμενος κατά τρόπο γενικό και αόριστο ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες χρέωσαν το λογαριασμό του πάνω από το συμφωνηθέν όριο. Δεν έχει εξειδικεύσει. Οι ενάγοντες προσέφεραν μαρτυρία που αποδίδει στον απαιτούμενο βαθμό το τι ακριβώς οφείλεται σ' αυτούς από τον εναγόμενο. Συνεπώς η εισήγηση του συνηγόρου του εναγόμενου δεν με βρίσκει σύμφωνο και απορρίπτεται».
Το σημαντικό λοιπόν ήταν ότι το Δικαστήριο συμπέρανε ότι εφόσον ο εφεσείων γνώριζε ότι γίνονταν πράξεις πέραν του ορίου και επέτρεψε αυτές, δεν μπορεί εκ των υστέρων να ισχυρίζεται ότι οι εφεσίβλητοι και οι χρηματιστές τους δεν μπορούσαν να προβαίνουν σε πράξεις πέραν του ορίου. (βλ. επίσης Σενέκκης (ανωτέρω) και Μαρκίδης και Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 324) Όπως σωστά υποδεικνύει η πλευρά των εφεσιβλήτων δεν μπορεί να επωφελείται ο εφεσείων το ποσό καθ' υπέρβαση του ορίου είτε με κέρδη είτε με την αγορά μετοχών και εκ των υστέρων να αρνείται να το εξοφλήσει διότι ήταν πέραν του συμφωνηθέντος ορίου. Η εξουσιοδότηση του χρηματιστή για διεξαγωγή πράξεων οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα το χρεωστικό υπόλοιπο πέραν του ορίου, δεν είναι δυνατό να λειτουργεί με τον τρόπο που ισχυρίζεται η πλευρά του εφεσείοντα. Έπεται ότι και ο λόγος αυτός απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει και για τον τέταρτο λόγο, αφού και δια του λόγου αυτού προβάλλονται συναφή ευρήματα. Εν πάση περιπτώσει είναι ξεκάθαρο από τη μαρτυρία, όπως ορθά εκρίθη πρωτοδίκως ότι ο εφεσείων γνώριζε για την υπέρβαση του ορίου του λογαριασμού του, λάμβανε τις καταστάσεις λογαριασμών και ως εκ τούτου εμποδίζεται να ισχυρίζεται ότι δεν υποχρεούται να εξοφλήσει το υπόλοιπο που ο ίδιος χρησιμοποίησε μέσω του χρηματιστή του.
Ο 5ος λόγος έφεσης αφορά το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε νόμιμο τερματισμό της επίδικης συμφωνίας. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι δεν αποδείχτηκε ότι η επιστολή εστάλη και παραλήφθηκε απ' αυτόν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας στο Άρθρο 5 της επίδικης συμφωνίας - τεκμ.1 - ότι δηλαδή οι εφεσίβλητοι είχαν το δικαίωμα να τερματίσουν τη λειτουργία του λογαριασμού οποτεδήποτε θελήσουν, περαιτέρω έκρινε ότι αυτό έγινε με την επιστολή 23.6.2006, τεκμ.19. Αφ' ης στιγμής η εν λόγω επιστολή εστάλη στη διεύθυνση που αναγράφετο στη συμφωνία (την οποία ο ίδιος ο εφεσείων έδωσε στους εφεσίβλητους) και δεν επεστράφη ενεργοποιείται το τεκμήριο της ορθής παραλαβής στο πρόσωπο που απευθυνόταν. (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1(Α) 479, Barclays Bank Plc v. JGL (constructions) Ltd κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1726, Ανδρέου v. P & D Crystal Line Co. Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 1521).
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στην ίδια διεύθυνση έπαιρνε και τις καταστάσεις λογαριασμού του.
Ο 6ος λόγος αφορά την εσφαλμένη κατά την πλευρά του εφεσείοντα επιδίκαση επιτοκίου 11.5% ετησίως ενώ το συμφωνηθέν επιτόκιο ήταν 8.5% και εν πάση περιπτώσει δεν εδιακολογείτο η χρέωση επιτοκίου πέραν του 9% ετησίως, εφόσον δεν υπάρχει με βάση την ισχύουσα νομοθεσία ανώτατο ποσοστό επιτοκίου αλλά ούτε και υπήρξε μαρτυρία για ύπαρξη τέτοιου ανώτατου ποσοστού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετωπίζει το θέμα στις σελ. 16 και 17 της απόφασης του ως εξής:
«Όταν έγινε η συμφωνία το ανώτατο επιτόκιο με το Ν.2/1997 ήταν 9%. Τα επιτόκια ελευθεροποιήθηκαν από 1.1.2001 με το Ν.160(Ι)/1999. Δεν υπάρχει πλέον απαγόρευση σχετικά με το μέγιστο ποσοστό επιτοκίου. Προκύπτει ευχέρεια των πιστωτικών ιδρυμάτων για αλλαγή στο επιτόκιο νοουμένου ότι θα ενημερώνουν τους οφειλέτες είτε με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο είτε με γραπτή ειδοποίηση. Οι ενάγοντες είχαν το δικαίωμα σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας να τροποποιήσουν το επιτόκιο μέχρι το επιτρεπόμενο νόμιμο επιτόκιο. Στην προκειμένη περίπτωση η κα Τ. Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι με ανακοινώσεις οι ενάγοντες κοινοποίησαν την αύξηση του επιτοκίου (βλ. τεκμ. 8 μέχρι 18). Περαιτέρω με τον τερματισμό της συμφωνίας (τεκμ. 19) οι ενάγοντες μεταξύ άλλων κοινοποιούσαν ότι ο λογαριασμός θα επιβαρύνεται με επιτόκιο 11,5%. (σχετικές είναι οι αποφάσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.ά., Πολ. Έφεση αρ. 163/2006 ημερ. 5.5.2009 και Κόμπου v. Universal Bank Ltd, Πολ. Έφεση αρ. 340/2006 ημερ.27.2.2009). Συνεπώς και πάλιν η σχετική εισήγηση του συνηγόρου του εναγόμενου δεν με βρίσκει σύμφωνο και απορρίπτεται.»
Υιοθετούμε την πιο πάνω προσέγγιση η οποία είναι απόλυτα συμβατή με τη νομολογία και απορρίπτουμε το σχετικό λόγο έφεσης.
Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.500 πλέον έξοδα με ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.