ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2016:D117

(2016) 1 ΑΑΔ 600

24 Φεβρουαρίου, 2016

 

(ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές)

 

1. ΡΕΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,

2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

 

v.

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΧΟΡΗΓΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥΣ,

 

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 168/2010)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για διαγραφή αγωγής ― Διάταξη 27 θ.3  ― H διαπίστωση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει την εξαιρετική δικαιοδοσία του για προδικαστική απόρριψη αγωγής επί τω ότι δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής ― Επικύρωση κατά πλειοψηφία των μελών του Εφετείου, πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διαγραφής αγωγής επί τω ότι, η εισαχθείσα αίτηση εκ μέρους των εφεσειόντων είχε υποβληθεί καθυστερημένα, αλλά και λόγω του ότι η εφεσίβλητη είχε νομική οντότητα και δεν ήταν ανύπαρκτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ― Απόφανση μειοψηφίας περί μη ύπαρξης άκαμπτων κανόνων στη υπάρχουσα νομολογία.

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για διαγραφή αγωγής ― Διάταξη 27 θ.3  ― Καθυστέρηση στην υποβολή της ― Η καταχώριση της αίτησης πέντε μόνο εβδομάδες πριν από την ημερομηνία ακρόασης, με βέβαιη την ανατροπή της, συνιστούσε αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

 

Η αγωγή στην οποία αφορούσε η παρούσα έφεση, στηριζόταν σε έγγραφο που φερόταν να είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου το οποίο υπέγραψε στις 10.3.2005 η εφεσείουσα 1, με εγγυητή τον εφεσείοντα 2, για ΛΚ9.500.000 (Λίρες Κύπρου εννέα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες) ως ποσό οφειλόμενο στο Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, με τόκο προς 9% ετησίως από 11.4.2005.

Η πορεία της αγωγής διεκόπη συνεπεία αίτησης που στις 11.2.2010 καταχώρισαν οι εφεσείοντες ζητώντας διαγραφή της αγωγής ως καταχρηστικής, ισχυριζόμενοι ότι η εφεσίβλητη στερείται νομικής προσωπικότητας και ότι είναι ανίκανη να δώσει διοριστήριο δικηγόρου. Αντίστοιχες θέσεις είχαν περιληφθεί στις Υπερασπίσεις, ήτοι ότι τόσο το Ταμείο, όσο και η εφεσίβλητη Επιτροπή στερούνται νομικής προσωπικότητας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση  λόγω καθυστερημένης υποβολής της, κατά παράβαση των θεσμών και των νομικών αρχών που τους διέπουν.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση η εισαχθείσα αίτηση εκ μέρους των εφεσειόντων είχε υποβληθεί καθυστερημένα, αλλά και λόγω του ότι η εφεσίβλητη είχε νομική οντότητα και δεν ήταν ανύπαρκτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Το Δικαστήριο με αναφορά στις υποθέσεις Mepa Underwriting Managemnet Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997)1 Α.Α.Δ. 772 και Lioufis and Co. Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773, έκρινε ακόμα ότι η νομική ύπαρξη της εφεσίβλητης Επιτροπής ως οντότητας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αντιδικίας μέσω των δικογράφων τα οποία ως λόγο έχουν τον προσδιορισμό των επιδίκων ζητημάτων δηλαδή των γεγονότων μεταξύ των διαδίκων. Η όποια αντιδικία προϋποθέτει ύπαρξη διαδίκων και επομένως κατέληξε, η έγερση αγωγής εκ μέρους ανύπαρκτου προσώπου αναμφίβολα συνιστά κατάχρηση διαδικασίας, το μέσο όμως για την αμφισβήτηση της νομικής αυτής οντότητας είναι αίτηση για διαγραφή της αγωγής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ορθό παρά την απορριπτική του κατάληξη λόγω της διαπιστωθείσας, ως έκρινε, καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης, να προχωρήσει να εξετάσει και τους υπόλοιπους λόγους στην ουσία τους ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη η προσέγγιση του. Και σε αυτή την πτυχή το Δικαστήριο δεν δικαίωσε τους εφεσείοντες υιοθετώντας μεταξύ άλλων στην ουσία άλλη ενδιάμεση απόφαση που είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην αγωγή 2430/05 ημερ. 28.12.2007. Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι η εφεσίβλητη Επιτροπή που ήταν επίσης, μαζί με άλλους, ενάγουσα στην προαναφερθείσα αγωγή, αποτελούσε δεόντως συγκροτημένο σώμα, («corporated body»).

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της νομολογίας απέρριψε την αίτηση για διαγραφή της αγωγής κρίνοντας ότι η αίτηση είχε υποβληθεί καθυστερημένα.

β)  Το δεσμευτικό μέρος των αποφάσεων στις οποίες στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν σχετίζεται με την καθυστέρηση.

γ)  Δεν αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία  δικονομικό εμπόδιο η καθυστέρηση. Ο μόνος περιορισμός, είναι ότι τέτοιες αιτήσεις δεν πρέπει να υποβάλλονται κατά την ημέρα της ακρόασης, όταν είναι παρόντες οι διάδικοι με τους μάρτυρές τους, ώστε να αποφεύγεται η ταλαιπωρία των διαδίκων και η επαύξηση των εξόδων.

δ)  Δεδομένου ότι η διαγραφή της αγωγής ζητείτο και για λόγους ανικανότητας χορήγησης διορισμού δικηγόρου,  εφόσον εγείρεται τέτοιο θέμα, το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιτρέψει να προχωρήσει η αγωγή.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Οικονόμου Δ. συμφωνησάσης και της Μιχαηλίδου Δ.:

 

  1. Η ουσία έγκειτο στη διαπίστωση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει την εξαιρετική δικαιοδοσία του για προδικαστική απόρριψη αγωγής επί τω ότι δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής, κατά τα προβλεπόμενα από τη Δ.27, Κ.3.

  2. Το έγκαιρο ως προϋπόθεση υφίσταται κατά πάγια αρχή, προκύπτει δε από τον ίδιο το σκοπό της εξαιρετικής αυτής διαδικασίας που έγκειται στην συνοπτική και προδικαστική επίλυση της διαφοράς άπαξ και δια παντός προς εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων.

  3.   Τέτοιος σκοπός δεν εξυπηρετείται και, αντιθέτως, ανατρέπεται, όταν με καθυστερημένες αιτήσεις όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται η συνοπτική επίλυση της όλης υπόθεσης στο προδικαστικό στάδιο, αλλά, ως αποτέλεσμα της προδικαστικής αίτησης, στην πράξη ανατρέπεται αυτή τούτη η κανονική πορεία της δίκης. Η ανάγκη δε για περιορισμό της υπό συζήτηση εξαιρετικής διαδικασίας στο αρχικό, υπό την παραπάνω έννοια, στάδιο, καθίσταται στις μέρες μας περισσότερο επίκαιρη και επιτακτική, λόγω της επίτασης του φαινομένου να παραμερίζεται η εκδίκαση της αγωγής, χάριν ενδιαμέσων διαδικασιών.

  4.   Με αυτό το σκεπτικό,  δεν μπoρούσε να γίνει δεκτή η εισήγηση των εφεσειόντων ότι ο μόνος περιορισμός που η νομολογία αναγνωρίζει, είναι να μην υποβάλλονται τέτοιες αιτήσεις κατά την ημέρα της ακρόασης.

  5.   Ο κατάλληλος κανονικά χρόνος σύμφωνα με τη νομολογία είναι ο χρόνος της κλήσης για οδηγίες, κάτι που υποδηλώνει εμμονή στην παγιωμένη αρχή περί εγκαίρου διαβήματος.

  6.   Εν προκειμένω, οι εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να λάβουν μέτρα ακόμα και πριν από την καταχώριση των υπερασπίσεων τους τις οποίες καταχώρισαν με καθυστέρηση μηνών και αφού προηγήθηκε, ως άνω, αίτηση για απόφαση.

  7.   Δεν πρόβαλαν όμως μέχρι τότε οποιαδήποτε ένσταση περί ανυπαρξίας των εναγόντων οι οποίοι προχώρησαν και ζήτησαν απόφαση εναντίον τους.

  8.   Έθεσαν θέμα στις υπερασπίσεις, που δεν ήταν το ορθό πλαίσιο, χωρίς και πάλιν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα. Αντ' αυτού ζήτησαν και έλαβαν από τους ανύπαρκτους, κατά τον ισχυρισμό που δεν προωθούσαν, αντιδίκους τους, αποκάλυψη εγγράφων, ένα διαδικαστικό διάβημα που εντάσσεται στην προετοιμασία της υπόθεσης για ακρόαση.

  9.   Υπ' αυτές τις περιστάσεις, ορθή ήταν η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καταχώριση της αίτησης όχι απλώς μετά που η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση, αλλά 5 μόνο εβδομάδες πριν από την ημερομηνία ακρόασης, με βέβαιη την ανατροπή της, όπως και έγινε, συνιστούσε αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

10. Ως προς την εισήγηση ότι η απόρριψη της αίτησης λόγω καθυστέρησης θα ισοδυναμούσε με συνέχιση της αγωγής με ανύπαρκτο ενάγοντα, σημειώνεται ότι, με βάση τη νομολογία, όπως στην περίπτωση που αμφισβητείται η εξουσιοδότηση του δικηγόρου του ενάγοντα έτσι και εν προκειμένω, εναπόκειται στον εναγόμενο να εγείρει το ζήτημα εγκαίρως και δεόντως.

11. Αν δεν λάβει μέτρα ή αν ενεργήσει με αδικαιολόγητη καθυστέρηση με αποτέλεσμα ν' απορριφθεί η αίτησή του, τέτοια απόρριψη δεν ισοδυναμεί με συνέχιση της αγωγής από ανύπαρκτο διάδικο, ως η εισήγηση των εφεσειόντων, αλλά απλώς έχει ως συνέπεια τη συνέχιση της αγωγής χωρίς να είναι πλέον δυνατό για τον εναγόμενο να ισχυρίζεται ότι ο ενάγοντας είναι ανύπαρκτο πρόσωπο.

12. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση ήταν καταδικασμένη να αποτύχει λόγω μακράς και αδικαιολόγητης, χωρίς καμιά εξήγηση, καθυστέρησης. Εν πάση περιπτώσει, το ζητούμενο δεν είναι η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με βάση την υποκειμενική κρίση του Εφετείου.

13. Η αξιολόγηση της καθυστέρησης ήταν ζήτημα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του ευπαιδεύτου Προέδρου και κατά πάγια νομολογία η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης στις περιπτώσεις όπου ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκησή της εξωγενείς παράγοντες, και όπου  οδηγεί σε πασιφανή αδικία.

14. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την ευχέρειά του στα πλαίσια των εξουσιών του και αφού εφάρμοσε τη νομολογία επί γεγονότων που δεν αμφισβητήθηκαν, κατέληξε σε συμπέρασμα στο οποίο δεν μπορεί εξ αντικειμένου να λεχθεί ότι δεν θα κατέληγε κανένα δικαστήριο, αλλά αντίθετα εναρμονίζεται με τη νομολογία.

15. Ενόψει της παραπάνω κατάληξης, ήταν αχρείαστη η εξέταση των άλλων λόγων έφεσης.

 

Β. Υπό Ναθαναήλ Δ.:

 

  1.   Η κρίση του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση ως καθυστερημένη ήταν λανθασμένη. Οι αποφάσεις στη Mepa Underwriting Ltd και Lioufis and Co Ltd - ανωτέρω - δεν έθεσαν άκαμπτους κανόνες. Η Lioufis and Co Ltd αφορούσε περίπτωση στην οποία το ζήτημα της καθυστέρησης αιτήσεως για διαγραφή διαδίκου ή για απόρριψη αγωγής εγειρόμενης από ανύπαρκτο διάδικο δεν είχε εγερθεί, ούτε αποτέλεσε το αντικείμενο της εκεί διαφοράς και αντιδικίας.

  2.   Η απόφαση του Εφετείου επί των ανωτέρω ήταν ομόφωνη ότι το ζήτημα της ύπαρξης των εναγόντων - της εφεσείουσας εταιρείας - δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αντιδικίας μέσω των δικογράφων. Και ότι το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας ενάγοντος είναι αίτηση για τη διαγραφή της αγωγής. Η θεραπεία θα μπορούσε να αναζητηθεί με σχετική προς τούτο αίτηση κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας με στόχο τη διαγραφή του ενάγοντα και τον τερματισμό της περαιτέρω διαδικασίας.

  3.   Το ίδιο ισχύει και όπου εγείρεται θέμα ύπαρξης του ιδίου του ενάγοντα. Επομένως ο μηχανισμός που παρέχεται από τη Δ.27 θ. 3, πρέπει να χρησιμοποιείται για τη διαγραφή αγωγής που εγείρεται από ανύπαρκτο ενάγοντα.

  4.   Συνάγεται ότι η θέση που εκφράστηκε ανωτέρω δεν αποτελούσε το ratio decidendi της απόφασης, αλλά ήταν obiter εφόσον δεν ήταν εκείνη το αντικείμενο της υπό εξέταση έφεσης.

  5.   Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι όπως λέχθηκε και στη Mepa Underwriting Management Ltd, η αίτηση για διαγραφή πρέπει να εισάγεται το ενωρίτερο. Στη Mepa, απόσπασμα της οποίας παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το αντικείμενο που απασχόλησε το Εφετείο προς επίλυση ήταν αίτηση για διαγραφή εναγομένου όχι λόγω ανυπαρξίας της αντασφαλιστικής εταιρείας, αλλά λόγω διάστασης θέσεων ως προς το ποιοι ήσαν οι ορθοί αντασφαλιστές.  Υποστηρίχθηκε ότι τροποποίηση του κλητηρίου με την προσθήκη νέου εναγομένου δεν ήταν δυνατή εφόσον είχε διαπιστωθεί το λανθασμένο της σχέσης που θεμελίωνε το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα με τον υφιστάμενο εναγόμενο. Το επιχείρημα απερρίφθη, καθώς και η σχετική επί του σημείου έφεση.

  6.   Επομένως και πάλι το ζητούμενο ήταν διαφορετικό από την άποψη ότι αφορούσε στη δυνατότητα προσθήκης αναγκαίου εναγομένου. Στο πλαίσιο εκείνο έγινε επίκληση της νομολογίας που επιβάλλει την εισαγωγή αίτησης για απόρριψη αγωγής εγκαίρως. Με παραπομπή σε Αγγλικές αυθεντίες καταγράφηκε η θέση ότι τέτοια αίτηση μπορεί να καταχωρηθεί πριν την υπεράσπιση, αλλά όχι πριν την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης, (A.G. of Dutcy of Lancaster v. L & N.W. Ry [1892] 3 Ch 374 και Wright v. Prescot UDC 115 LT 772).

  7. Παρεμβάλλεται ότι στη Lioufis - ανωτέρω - η θέση των Πική, Π., και Χρυσοστομή, Δ., ήταν ότι τα στοιχεία που ο ενάγων υποχρεώνεται να θέσει για την ταυτότητα του στον τίτλο της αγωγής «.. σκοπούν στον προσδιορισμό τόσο της οντότητας όσο και της ταυτότητας του ενάγοντα», έτσι ώστε ο εναγόμενος να μπορεί να ελέγξει και αμφισβητήσει, την οντότητα αυτή. Αυτό βεβαίως δεν είναι πάντοτε ευχερές, όπως στην παρούσα περίπτωση, όπου είναι αναγκαίος ο περαιτέρω προσδιορισμός με την έκθεση απαίτησης που, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, ανάγεται τελικά στην ερμηνεία ενός περίπλοκου μηχανισμού δημιουργίας ενός σχεδίου ταμείου συντάξεων στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου. Εξ ου και στη Mepa έγινε λόγος με αναφορά στην Tucker v. Collinson 34 WR 354, ότι τέτοια αίτηση μπορεί να καταχωρηθεί και μετά το κλείσιμο της δικογραφίας.

  8.   Συνάγεται και πάλι ότι δεν καθιερώθηκε άκαμπτος κανόνας. Οι Αγγλικές υποθέσεις που μνημονεύθηκαν στην Mepa είναι του προπερασμένου αιώνα. Η σύγχρονη τάση είναι να παρέχεται πιο εύκολα η ευχέρεια να συζητηθούν θέματα νομικής οντότητας τα οποία νομιμοποιούν την καθόλα έγερση της αγωγής.

  9.   Θα ήταν παράδοξο εάν ζητήματα νομιμοποίησης, έστω και αν εγείρονται καθυστερημένα αποκλείονται εντελώς από τη βάσανο της δικαστικής κρίσης εξ υπαρχής.

10. Η νομική δυνατότητα ο ενάγων να νομιμοποιείται να εγείρει αγωγή είναι προαπαιτούμενο της τελικής απόφασης διότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, ο ενάγων δεν θα μπορεί νομίμως να αναζητήσει τους καρπούς της δίκης, όπως και αντίστροφα, ο επιτυχών εναγόμενος δεν θα μπορεί να εισπράξει τα έξοδα του, ή, ακόμη, και το προϊόν τυχόν επιτυχούς ανταπαίτησης.

11. Παρόλο που στην υπό κρίση περίπτωση η αίτηση εισήχθηκε όντως καθυστερημένα, η ουσία ήταν ότι έγινε πριν την ημερομηνία έναρξης της ακρόασης. Και παρόλο που ηγέρθηκε και στο δικόγραφο της υπεράσπισης, προηγήθηκε, και ορθά, η αίτηση για διαγραφή πριν η υπόθεση προχωρήσει ώστε να εξεταστεί η νομική δυνατότητα της Επιτροπής να εγείρει την αγωγή προς διεκδίκηση της οφειλής επί του γραμματίου.

12.     Η σημειωθείσα καθυστέρηση ουδόλως επηρέαζε την ουσία διότι, η δυνατότητα δικαιοπραξίας και έγερσης αγωγής από την Επιτροπή διέρχεται μέσα από σωρεία ζητημάτων που δεν ήταν δυνατό να εξεταστούν σε βάθος με μόνο την έγερση της αγωγής και χωρίς ιδιαίτερη μελέτη επί των θεμάτων. Επομένως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση λόγω καθυστέρησης κρίνεται ότι ασκήθηκε λανθασμένα.

13. Επί της ουσίας τώρα, από το συνδυασμό όλων των σχετικών  κανονιστικών διατάξεων δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί κατά Νόμο ή κατ' εξουσιοδότηση Νόμου, να θεωρηθεί βάσιμα ως «corporate body» ως αυτοτελές δηλαδή νομικά συγκροτημένο πρόσωπο που έχει τη δυνατότητα αυτόνομης έγερσης αγωγής. Ο σχετικός Ο Καν. 3(1) δεν ιδρύει την Επιτροπή, αλλά το Σχέδιο Συντάξεων και Χορηγημάτων.

14. Το Ταμείο είναι ιδρυμένο από τον Καν. 30(1) για σκοπούς του Σχεδίου. Το Σχέδιο όμως δεν έχει αυτόνομη νομική προσωπικότητα ούτε και με το εξουσιοδοτικό Άρθρο 44(1)(α) του Νόμου, Κεφ. 171, δημιουργείται κατ' άμεσο και ευθύ τρόπο η ίδρυση του ιδίου του Ταμείου ή ακόμη και του Σχεδίου.

15. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ίδια η Αρχή αποτελεί κατά το Άρθρο 3, σώμα νομικό με διαρκή διαδοχή. Κατ' ανάλογο τρόπο θα αναμενόταν είτε από τον νομοθέτη, τη Βουλή των Αντιπροσώπων, είτε από τον Κανονιστικό νομοθέτη, το Υπουργικό Συμβούλιο, να θέσπιζε ρητώς και σαφώς, νομικό πρόσωπο με διαρκή διαδοχή και για την περίπτωση του Ταμείου ή ακόμη και του Σχεδίου.

16. Αυτό που στην ουσία επιτρέπεται κατά τον νομοθέτη είναι η θέσπιση κανονισμών που να αφορούν, μεταξύ άλλων, στην ίδρυση και σύσταση Ταμείου Προνοίας. Η θέσπιση όμως Κανονισμών εξυπακούει, την προηγούμενη συγκρότηση του νομικού σώματος που θα διέπεται από τους Κανονισμούς.

17. Δεν νοείται η εκ συναγωγής ή ακόμη και διά αντίστροφης λογικής, θεώρηση ότι ιδρύεται «body corporate» διά των κανονισμών όταν ο ίδιος ο Νόμος δεν δημιουργεί εν πρώτοις το εν λόγω σώμα. Νομική και λογική αναγκαιότητα που παραπέμπει και στην ανάλογη ορθή ερμηνευτική άσκηση, επιτάσσει την ύπαρξη του body corporate διά της νομοθετικής βούλησης με επακόλουθη τη δυνατότητα επί μέρους έκδοσης κανονιστικών ρυθμίσεων, οι οποίες βεβαίως και πάλι πρέπει να ερείδονται επί ουσιαστικής νομοθετικής διάταξης.

18. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με όλη την εκτίμηση, ακολούθησε λανθασμένη πορεία στην αναδίπλωση της νομικής ακολουθίας που χρησιμοποίησε, υιοθετώντας προς τούτο την αντίστοιχη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή υπ' αρ. 2430/05. Οι παραπομπές από τον Halsbury' s Laws of England σελ. 700 παρ. 1231, όσον αφορά τα «statutory corporations», έφερε ακριβώς το στίγμα ότι δεν επιτρέπεται η συναγωγή σώματος εκτός στο βαθμό και έκταση που το ίδιο το νομοθέτημα το επιτρέπει.

19. Το Άρθρο 44(1) ουδέποτε δημιούργησε ή σύστησε οποιοδήποτε Σχέδιο, παρά μόνο προνόησε για την θέσπιση Κανονισμών περί του Ταμείου Προνοίας και σχεδίου (δύο διαφορετικά εν πάση περιπτώσει ζητήματα). Οι Κανονισμοί, όμως, ως δευτερογενής νομοθεσία δεν υπερισχύει του Νόμου.

20. Ο Νόμος per se δεν δημιούργησε οποιοδήποτε corporate body ως αυτοτελή και ανεξάρτητη οντότητα, είτε υπό την ονομασία Ταμείου Προνοίας, είτε υπό την ονομασία Σχεδίου Συντάξεων και Χορηγημάτων. Οι Κανονισμοί, ως διάταξη δευτερογενούς νομοθετικής δυνάμεως, σκοπό έχουν να ρυθμίζουν τα επί μέρους της λειτουργίας ενός σώματος και όχι να το ιδρύουν.

21. Ως ακόλουθο των ανωτέρω, ούτε η Επιτροπή που απλώς διαχειρίζεται και επιλαμβάνεται των υποθέσεων του Σχεδίου έχει αποκτήσει διά του Καν. 32(1), οποιαδήποτε αυτόνομη υπόσταση και κατά συνέπεια δεν μπορούσε νομίμως να εγείρει την πρωτόδικη αγωγή. Συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης του ονόματος του ορθού διαδίκου. Από τη στιγμή που ούτε το Ταμείο, ούτε το Σχέδιο, αποτελούν corporate bodies τότε είναι σαφές ότι δεν μπορεί να ενάγει ή να ενάγεται με οποιοδήποτε τέτοιο όνομα.

22. Μόνο τα corporate bodies μπορούν να χρησιμοποιούν νόμιμα το όνομα με το οποίο είναι θεσπισμένα η εγγεγραμμένα (Halsbury's Laws of England 4η έκδ. Τόμος 9(2) παρ. 1286), διαφορετικά ένα μη συγκροτημένο σώμα δεν μπορεί να ενάγει και να ενάγεται παρά μόνο στο όνομα όλων των προσώπων που το αποτελούν και υπό τις πρόνοιες των όποιων συμβατικών όρων τυχόν υπάρχουν σε μια συμφωνία.

 

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Lioufis and Co Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773,

 

Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.ά. v. Alpha Bank Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 990,

 

Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 Α.Α.Δ. 772,

 

Daimler & Co v. Continental Tyre Co Ltd [1916] 2 A.C. 307,

 

Χατζηοικονόμου v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949,

 

The heirs of late Theodora Panayi v. The Administrators of the Estate of the late Stylianos Mandriotis (1963) 2 C.L.R. 167,

 

Michaelides v. Diakou (1968) 1 C.L.R. 392,

 

Κρεμμού v. Κρεμμού κ.ά., Αγωγή αρ. 2788/2003 ημερ. 10.10.2005,

 

Κρεμμού v. Κρεμμού, Πολ. Έφεση 55/2006, ημερ. 21.6.2007 (μη δημοσιευθείσα),

 

Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D' Escompte de Mulhouse [1925] A.C. 112 (HL),

 

Richmond v. Branson & Son [1914] 1 Ch. 968,

 

Union Des Cooperatives Agricoles de Cereales de Semences v. Apak Agro Industries Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 542,

 

Sutton v. GE Capital Commercial Finance Ltd & Ors [2004] EWCA Civ (19 March 2004),

 

Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,

 

Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1 Α.Α.Δ. 1298,

 

K.S.R. Commercio S.A. κ.ά. v. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309,

 

A.G. of Dutcy of Lancaster v. L & N.W. Ry [1892] 3 Ch 374,

 

Wright v. Prescot UDC 115 LT 772,

 

Tucker v. Collinson 34 WR 354,

 

West End Hotels Syndicate Ltd v. Bayer [1912] 29 TLR 92,

 

Fergus Navigation & Embankment Co v. Kingdon [1861] 4 LT 262,

 

John Morley Building Co v. Barras [1891] 2 Ch 386,

 

Marshall' s Valve Gear Co Ltd v. Manning Wardle & Co. Ltd [1909] 1 Ch. 267,

Ταλιάνου v. Διαχειριστικής Επιτροπής Belmar Complex (2002) 1 Α.Α.Δ. 102,

 

Κάρμιος κ.ά. v. B.E.M.R.S. of ECO κ.ά. (1996) 1(B) Α.Α.Δ. 1123.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4461/08), ημερομηνίας 27/5/2010.

 

Xρ. Κληρίδης και Κ. Καλλής, για τους Εφεσείοντες.

 

Γ. Τριανταφυλλίδης με Χρ. Κότσαπα (κα) και Γ. Θεοδοσίου για Α. Μαρκίδη, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ. Με αυτή συμφωνεί και η Δ. Μιχαηλίδου, Δ. H απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η αγωγή στην οποία αφορά η παρούσα έφεση, στηρίζεται σε έγγραφο που φέρεται να είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου το οποίο υπέγραψε στις 10.3.2005 η εφεσείουσα 1, με εγγυητή τον εφεσείοντα 2, για ΛΚ9.500.000 (Λίρες Κύπρου εννέα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες) ως ποσό οφειλόμενο στο Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, με τόκο προς 9% ετησίως από 11.4.2005.

 

Η αγωγή καταχωρίστηκε την 1.8.2008 με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Οι εφεσείοντες κατεχώρισαν σημειώματα εμφανίσεως στις 7.8.2008. Καθυστέρησαν όμως για μήνες να καταχωρίσουν υπερασπίσεις, τις οποίες κατεχώρισαν στις 7.5.2009, αφού προηγήθηκε αίτηση για απόφαση. Ακολούθησε αποκάλυψη εγγράφων εκ μέρους των εναγόντων και στις 20.11.2009 η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 18.3.2010. Όμως, ούτε 18.3.2010, όπως προγραμματίστηκε, ούτε οποτεδήποτε στα χρόνια που διέρρευσαν μέχρι σήμερα άρχισε η ακρόαση.

 

Η πορεία της αγωγής διεκόπη συνεπεία αίτησης που στις 11.2.2010 καταχώρισαν οι εφεσείοντες ζητώντας διαγραφή της αγωγής ως καταχρηστικής, ισχυριζόμενοι ότι η εφεσίβλητη στερείται νομικής προσωπικότητας και ότι είναι ανίκανη να δώσει διοριστήριο δικηγόρου. Αντίστοιχες θέσεις είχαν περιληφθεί στις Υπερασπίσεις, ήτοι ότι τόσο το Ταμείο, όσο και η εφεσίβλητη Επιτροπή στερούνται νομικής προσωπικότητας.

 

Αυτά βέβαια τα ζητήματα δεν μπορούσαν να αποτελέσουν επίδικα θέματα στην αγωγή εφόσον, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Lioufis and Co Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773:

 

«.η ύπαρξη των εναγόντων δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αντιδικίας μέσω των δικογράφων. Οι έγγραφες προτάσεις έχουν ως λόγο τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων μεταξύ των διαδίκων. Η αντιδικία προϋποθέτει την ύπαρξη των διαδίκων. Αν ο ενάγων δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, δεν τίθεται, ούτε θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα αντιδικίας με τον εναγόμενο. Αγωγή εκ μέρους ανύπαρκτου προσώπου συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.  Το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας του ενάγοντα είναι αίτηση για τη διαγραφή της αγωγής. Η θέση αυτή ευρίσκει έρεισμα στην απόφαση Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D'Escompte de Mulhouse [1925] A.C. 112 (ΗL). Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι η αμφισβήτηση εξουσίας του ενάγοντα να κινήσει αγωγή εξ ονόματος της ενάγουσας εταιρείας δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντιδικίας, με την έγερση του θέματος στην Υπεράσπιση. Η θεραπεία έγκειτο στη λήψη μέτρων, σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας, για τη διαγραφή του ενάγοντα και τον τερματισμό της  διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που αμφισβητείται η ύπαρξη του ενάγοντα - (βλ. Τhe Annual Practice 1958, σελ. 574 και 575).»

 

Τα παραπάνω υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.ά. v. Alpha Bank Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 990, με παραπομπή και στα ακόλουθα από το Annual Practice 1958, σελ. 574, 575:

 

«αν ο εναγόμενος επιθυμεί να αμφισβητήσει την εξουσία έγερσης αγωγής στο όνομα του ενάγοντα πρέπει ν' αποταθεί για διαγραφή του ονόματος του ενάγοντα στο αρχικό στάδιο. δεν μπορεί να αμφισβητεί την εξουσία με την υπεράσπιση του, ούτε μπορεί να κάμει κάτι τέτοιο στη δίκη.»

 

Γενικότερα δε, όποτε τίθεται ζήτημα απόρριψης της αγωγής, η σχετική αίτηση πρέπει να κατατίθεται εγκαίρως. Kατά τη νομολογία τέτοια αίτηση:

 

«Παρόλο ότι μπορεί να κατατεθεί πριν την καταχώριση της υπεράσπισης, δεν μπορεί να κατατεθεί πριν την καταχώριση της έκθεσης απαιτήσεως (Βλ. A.G. of Duchy of Lancaster v. L. & N. W. Ry [1892] 3 Ch. 374 και Wright v. Prescot U.D.C. 115 L.T. 772). Μπορεί να καταχωρηθεί και μετά το κλείσιμο της δικογραφίας (Βλ. Tucker v. Collinson, 34 W.R. 354). Μετά που η αγωγή ορίζεται για ακρόαση η αίτηση απορρίπτεται (Βλ. Cross v. Earl Howe, 62 L.J. Ch. 342, Fletcher v. Bethom, 68 L.T. 438).»

 

(Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 Α.Α.Δ. 772).

 

Τα ίδια αναφέρονται, με παραπομπή ειδικότερα στις υποθέσεις Cross και Fletcher, στο Annual Practice 1958, σελ. 575.

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που εκδίκασε την αίτηση κατέγραψε τα σχετικά γεγονότα ως εξής:

 

«Στην παρούσα υπόθεση η αγωγή καταχωρήθηκε την 1.8.2008, οι εναγόμενοι καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης λίγες μέρες μετά και μήνες αργότερα, την 7.5.2009 - και αφού προηγήθηκε εναντίον τους αίτηση για απόφαση λόγω μη κατάχρησης υπεράσπισης - την έκθεση υπεράσπισής τους. Ακολούθησε αποκάλυψη εγγράφων εκ μέρους των εναγόντων, στις 20.11.2009, και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 18.3.2010.  Μετά τον ορισμό αυτό, και πριν από την ημερομηνία ακρόασης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση.»

 

Έχοντας δε κατά νου τη σχετική, ως άνω νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Τα πιο πάνω αναντίλεκτα δεδομένα, αντικριζόμενα υπό το πρίσμα της αναλυθείσας νομικής διάστασης που καλύπτει το εξεταζόμενο ζήτημα της καθυστέρησης, ιχνηλατούν και το αποτέλεσμα της αίτησης. Την απόρριψή της ως αποτέλεσμα της καθυστερημένης υποβολής της, κατά παράβαση των θεσμών και των νομικών αρχών που τους διέπουν.»

 

Η κατάληξη αυτή προσβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της νομολογίας είχε απορρίψει την αίτηση για διαγραφή της αγωγής κρίνοντας ότι η αίτηση είχε υποβληθεί καθυστερημένα.

 

Ειδικότερα, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι υποθέσεις Μepa και Αλωνεύτης, επί των οποίων βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχαν διαφορετικό αντικείμενο. Η Mepa αφορούσε αίτημα για προσθήκη διαδίκου και για τροποποίηση, ενώ στην Αλωνεύτης το αντικείμενο της αίτησης ήταν η διαγραφή της αγωγής ως μη αποκαλύπτουσας αιτία αγωγής. Ούτε στη μια, ούτε στην άλλη απορρίφθηκε το επίδικο αίτημα λόγω καθυστέρησης. Το δεσμευτικό μέρος των αποφάσεων (ratio) δεν σχετίζεται με την καθυστέρηση, καταλήγει η εισήγηση.

 

Κατά τους εφεσείοντες, με δεδομένη την αρχή της Lioufis ότι το μέσο αμφισβήτησης της οντότητας ενάγοντα είναι η αίτηση για διαγραφή της αγωγής, τυχόν απόρριψη της αίτησης λόγω καθυστέρησης θα ισοδυναμούσε με συνέχιση της αγωγής από ανύπαρκτο ενάγοντα και με τον εναγόμενο να βρίσκεται σε θέση αντιδικίας με «διάδικο φάντασμα».

 

Εισηγούνται περαιτέρω οι εφεσείοντες ότι η νομολογία υποστηρίζει πως η καθυστέρηση δεν αποτελεί δικονομικό εμπόδιο.  Ο μόνος περιορισμός που προκύπτει από τη νομολογία, λέγουν, είναι ότι τέτοιες αιτήσεις δεν πρέπει να υποβάλλονται κατά την ημέρα της ακρόασης, όταν είναι παρόντες οι διάδικοι με τους μάρτυρές τους, ώστε να αποφεύγεται η ταλαιπωρία των διαδίκων και η επαύξηση των εξόδων.

 

Τέλος, υποδεικνύοντας ότι η διαγραφή της αγωγής ζητείται και για λόγους ανικανότητας χορήγησης διορισμού δικηγόρου, εισηγούνται ότι εφόσον εγείρεται τέτοιο θέμα, το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιτρέψει να προχωρήσει η αγωγή (Daimler & Co v. Continental Tyre Co Ltd [1916] 2 A.C. 307).

 

Οι εφεσίβλητοι με αναφορά στην προαναφερθείσα νομολογία και τονίζοντας ότι ήδη η υπόθεση είχε ορισθεί για ακρόαση, εισηγήθηκαν ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση, ώστε ο πρώτος λόγος έφεσης να μην ευσταθεί.

 

Έχοντας καταγράψει τις εκατέρωθεν θέσεις, θα πρέπει κατ' αρχάς να λεχθεί πως η ουσία έγκειται στη διαπίστωση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει την εξαιρετική δικαιοδοσία του για προδικαστική απόρριψη αγωγής επί τω ότι δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής, κατά τα προβλεπόμενα από τη Δ.27, κ.3.

 

Αναφορικά με το επιχείρημα των εφεσειόντων ότι οι υποθέσεις Mepa και Αλωνεύτης δεν αποτελούν δεσμευτικά προηγούμενα για την υπό εξέταση περίπτωση, σημειώνεται ότι, επιπρόσθετα προς τις υποθέσεις εκείνες, στην υπόθεση Χ"Οικονόμου v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949, υπό παρόμοιες περιστάσεις όπως στην παρούσα, κρίθηκε, ευθέως και επί τούτου, ότι η αίτηση για εκδίκαση νομικού σημείου δυνάμει της Δ.27 που καταχωρίστηκε μετά που η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση δεν μπορούσε να επιτύχει και λόγω της αδικαιολόγητης καθυστέρησης, επί της αρχής ότι τέτοιες αιτήσεις καταχωρούνται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα και ότι κανονικά η προκαταρκτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες. Το έγκαιρο ως προϋπόθεση υφίσταται κατά πάγια αρχή (βλ. Annual Practice 1958, ανωτέρω και Russian Commercial and Industrial Bank, ανωτέρω) προκύπτει δε από τον ίδιο το σκοπό της εξαιρετικής αυτής διαδικασίας που έγκειται στην συνοπτική και προδικαστική επίλυση της διαφοράς άπαξ και δια παντός προς εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων. Τέτοιος σκοπός δεν εξυπηρετείται και, αντιθέτως, ανατρέπεται, όταν με καθυστερημένες αιτήσεις όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται η συνοπτική επίλυση της όλης υπόθεσης στο προδικαστικό στάδιο, αλλά, ως αποτέλεσμα της προδικαστικής αίτησης, στην πράξη ανατρέπεται αυτή τούτη η κανονική πορεία της δίκης. Η ανάγκη δε για περιορισμό της υπό συζήτηση εξαιρετικής διαδικασίας στο αρχικό, υπό την παραπάνω έννοια, στάδιο, καθίσταται στις μέρες μας περισσότερο επίκαιρη και επιτακτική, λόγω της επίτασης του φαινομένου να παραμερίζεται η εκδίκαση της αγωγής, χάριν ενδιαμέσων διαδικασιών.

 

Με αυτό το σκεπτικό, με το δέοντα σεβασμό, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η εισήγηση των εφεσειόντων ότι ο μόνος περιορισμός που η νομολογία αναγνωρίζει είναι να μην υποβάλλονται τέτοιες αιτήσεις κατά την ημέρα της ακρόασης. Η σχετική εισήγηση έγινε με αναφορά στις υποθέσεις The heirs of late Theodora Panayi v. The Administrators of the Estate of the late Stylianos Mandriotis (1963) 2 C.L.R. 167 και Michaelides v. Diakou (1968) 1 C.L.R. 392, στις οποίες το Εφετείο δια στόματος Ιωσηφίδη, Δ., υπέδειξε τα εξής:

 

«We would like to add that in cases where an objection is taken in the defence the interested party must apply to the Court to have a particular point of law under Order 27 formulated and set down for hearing before the date of trial, and be should not wait until the day of trial when all the parties and their witnesses are before the Court, when considerable costs may be incurred. An application under Order 27 should normally be made on the summons for directions.»

 

Η αναφορά όμως αυτή δεν μπορεί, για τους λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί, να ερμηνευθεί τόσο στενά ως η εισήγηση των εφεσειόντων. Χαρακτηριστική, άλλωστε, είναι η ταυτόχρονη υπενθύμιση από τον Ιωσηφίδη, Δ., πως ο κατάλληλος κανονικά χρόνος είναι ο χρόνος της κλήσης για οδηγίες, κάτι που υποδηλώνει εμμονή στην παγιωμένη αρχή περί εγκαίρου διαβήματος.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η προαναφερθείσα υπόθεση Χ"Οικονόμου αφορούσε περίπτωση που η αίτηση καταχωρίστηκε 3 μήνες πριν την ορισθείσα ημερομηνία ακρόασης (εν προκειμένω 5 εβδομάδες). Το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνοντας ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση σημείωσε τα εξής:

 

«Αιτήσεις για προκαταρκτική εκδίκαση νομικών σημείων, όπως και άλλες ενδιάμεσες αιτήσεις, θα πρέπει να καταχωρούνται νωρίτερα, όπως έχουμε αναφέρει και όχι σε μεταγενέστερο στάδιο, που μόνο καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης μπορούν να επιφέρουν και όχι διευκόλυνση ή συντόμευση της διαδικασίας.»

 

Εν προκειμένω, οι εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να λάβουν μέτρα ακόμα και πριν την καταχώριση των υπερασπίσεων τους τις οποίες καταχώρισαν με καθυστέρηση μηνών και αφού προηγήθηκε, ως άνω, αίτηση για απόφαση. Δεν πρόβαλαν όμως μέχρι τότε οποιαδήποτε ένσταση περί ανυπαρξίας των εναγόντων οι οποίοι προχώρησαν και ζήτησαν απόφαση εναντίον τους. Έθεσαν θέμα στις υπερασπίσεις, που δεν ήταν το ορθό πλαίσιο, χωρίς και πάλιν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα. Αντ' αυτού ζήτησαν και έλαβαν από τους ανύπαρκτους, κατά τον ισχυρισμό που δεν προωθούσαν, αντιδίκους τους, αποκάλυψη εγγράφων, ένα διαδικαστικό διάβημα που εντάσσεται στην προετοιμασία της υπόθεσης για ακρόαση. Υπ' αυτές τις περιστάσεις, ορθή ήταν η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καταχώριση της αίτησης όχι απλώς μετά που η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση, αλλά 5 μόνο εβδομάδες πριν από την ημερομηνία ακρόασης, με βέβαιη την ανατροπή της, όπως και έγινε, συνιστούσε αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Παρέπεμψαν βέβαια οι εφεσείοντες και στην Αγωγή Αρ. 2788/2003 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Σταύρου Κρεμμού v. Ελένης Κρεμμού κ.α., ημερ. 10.10.2005, στην οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης η επίδικη αίτηση ακούστηκε έγκαιρα πριν την ακρόαση. Η επικυρωτική όμως απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κρεμμού v. Κρεμμού, Πολ. Έφεση 55/2006, ημερ. 21.6.2007, μη δημοσιευθείσα) περιορίστηκε στο να υιοθετήσει πλήρως μεν την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς όμως άλλη αιτιολόγηση ώστε να προσδιοριστεί ο λόγος της απόφασης Εφετείου σε συνάρτηση και ως μέρος της μέχρι τότε νομολογίας. Εν πάση περιπτώσει, ήταν σαφής η διαπίστωση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, επί της οποίας διέκρινε την περίπτωση, ότι η παρεμβολή της αίτησης δεν επηρέασε, στη συγκεκριμένη εκείνη περίπτωση, την ακρόαση, εφόσον, «η επίδικη αίτηση ακούστηκε έγκαιρα πριν την ακρόαση». Ενώ, εν προκειμένω, είναι χαρακτηριστικό ότι η εκδίκαση της επίδικης αίτησης περατώθηκε 2 και πλέον μήνες μετά το χρόνο που ήταν προγραμματισμένη να αρχίσει η ακρόαση της αγωγής.

 

Ως προς την εισήγηση ότι η απόρριψη της αίτησης λόγω καθυστέρησης θα ισοδυναμούσε με συνέχιση της αγωγής με ανύπαρκτο ενάγοντα, σημειώνεται ότι, με βάση τη νομολογία*, όπως στην περίπτωση που αμφισβητείται η εξουσιοδότηση του δικηγόρου του ενάγοντα έτσι και εν προκειμένω, εναπόκειται στον εναγόμενο να εγείρει το ζήτημα εγκαίρως και δεόντως. Αν δεν λάβει μέτρα ή αν ενεργήσει με αδικαιολόγητη καθυστέρηση με αποτέλεσμα ν' απορριφθεί η αίτησή του, τέτοια απόρριψη δεν ισοδυναμεί με συνέχιση της αγωγής από ανύπαρκτο διάδικο, ως η εισήγηση των εφεσειόντων, αλλά απλώς έχει ως συνέπεια τη συνέχιση της αγωγής χωρίς να είναι πλέον δυνατό για τον εναγόμενο να ισχυρίζεται ότι ο ενάγοντας είναι ανύπαρκτο πρόσωπο.

 

Τα παραπάνω καλύπτουν ήδη και το ζήτημα του διορισμού των δικηγόρων των εφεσειόντων που τέθηκε κατά τρόπο συνεπακόλουθο. Δεν είναι αχρείαστο όμως να σχολιαστεί περαιτέρω η θέση των εφεσειόντων, με αναφορά στην υπόθεση Daimler & Co v. Continental Tyre Co Ltd [1916] 2 A.C. 307, ότι εφόσον εγείρεται θέμα ανικανότητας χορήγησης διορισμού δικηγόρου, το Δικαστήριο θα πρέπει, ακόμα και αυτεπαγγέλτως, να εξετάσει το θέμα και δεν θα πρέπει να επιτρέψει να συνεχίσει η αγωγή.  Στην εν λόγω υπόθεση αναγνωρίστηκε όντως η εξαιρετική εξουσία του Δικαστηρίου να διαγράψει την αγωγή χωρίς τυπικό αίτημα όταν διαπιστώσει ότι ο ενάγοντας είναι ανίκανος να χορηγήσει διοριστήριο. Σαφώς όμως η εξουσία αυτή περιορίζεται σε ιδιαίτερες περιπτώσεις όπου η αδυναμία προβάλλει αναντίλεκτη, όπως ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Daimler, όπου η αγωγή κινήθηκε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επ' ονόματι εταιρείας, της οποίας όλοι οι διευθυντές ήταν «Alien Enemies», ως υπήκοοι και κάτοικοι εχθρικής χώρας (Γερμανίας) «and as such incapable of exercising any of the powers vested in them as directors of a company incorporated in the United Kingdom.».

 

Είναι υπ' αυτές τις ασυνήθεις περιστάσεις* που αναγνωρίστηκε η εξουσία και καθήκον του Δικαστηρίου να ανακόψει την αγωγή. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα από την ομόφωνη απόφαση του Lord Parker of Waddington, στη σελ. 337:

 

«It follows that this action was instituted without authority from the company, and in my opinion the Court having notice of the fact should have refused relief. It is true that a question whether the plaintiff's solicitor has or has not been validly retained is in general brought before the Court by motion to which the solicitor is made a party. But when the Court in the course of an action becomes aware that the plaintiff is incapable of giving any retainer at all, it ought not to allow the action to proceed. It clearly would not do so in the case of an infant plaintiff, and I can see no difference in principle between the case of an infant and the case of a company which has no directors or other officers capable of giving instructions for the institution of legal proceedings. This is more especially so when, by reason of all the shareholders (with one exception) being the King's enemies, no agent or other officer capable of giving such instructions can be validly appointed.»

 

Είναι φανερό ότι εν προκειμένω δεν συντρέχουν περιστάσεις που να δικαιολογούσαν παρέμβαση του Δικαστηρίου ανεξάρτητα ακόμα και από το διάβημα των εφεσειόντων.

 

Ως εκ των άνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση ήταν καταδικασμένη να αποτύχει λόγω μακράς και αδικαιολόγητης, χωρίς καμιά εξήγηση, καθυστέρησης. Εν πάση περιπτώσει, το ζητούμενο δεν είναι η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με βάση την υποκειμενική κρίση του Εφετείου. Η αξιολόγηση της καθυστέρησης ήταν ζήτημα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του ευπαιδεύτου Προέδρου και κατά πάγια νομολογία:

 

«. όπου η επίλυση επίδικου θέματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποκλειστικός κριτής της άσκησης της εξουσίας είναι ο δικαστής στον οποίο εναποτίθεται η δικαιοδοσία. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δυο μόνο περιπτώσεις:

(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκησή της εξωγενείς παράγοντες, και

(β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο.»

(Βλ. Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984)

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την ευχέρειά του στα πλαίσια των εξουσιών του και αφού εφάρμοσε τη νομολογία επί γεγονότων που δεν αμφισβητήθηκαν, κατέληξε σε συμπέρασμα στο οποίο δεν μπορεί εξ αντικειμένου να λεχθεί ότι δεν θα κατέληγε κανένα δικαστήριο, αλλ' αντίθετα εναρμονίζεται με τη νομολογία.

 

Ενόψει της παραπάνω κατάληξης, είναι αχρείαστη η εξέταση των άλλων λόγων έφεσης που αφορούν ζητήματα τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε για την περίπτωση που η απόρριψη της αίτησης λόγω καθυστέρησης θα εκρίνετο εσφαλμένη.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στην πρωτόδικη αξίωση της εφεσίβλητης εναντίον των εφεσειόντων για ποσό €15.034.183,99 πλέον τόκο 9% από 16.6.07 δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου το οποίο υπέγραψε ως οφειλέτης η εφεσείουσα 1 και ως εγγυητής ο εφεσείων 2, ηγέρθηκαν προδικαστικές ενστάσεις στην υπεράσπιση με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να καταχωρήσουν αίτηση ημερ. 11.2.2010, εισηγούμενοι τη διαγραφή και απόρριψη της αγωγής.  Ως λόγοι προτάθηκε η ανικανότητα της εφεσίβλητης Επιτροπής να δώσει διοριστήριο σε δικηγόρους, ότι η Επιτροπή ήταν ανύπαρκτη νομική οντότητα και/ή ανύπαρκτο φυσικό πρόσωπο, ότι αυτή δεν είχε εν πάση περιπτώσει νομική προσωπικότητα και ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως καταχρηστική λόγω δεδικασμένου και λόγω μη αποκάλυψης αιτίας αγωγής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση δεχόμενο τη θέση της εφεσίβλητης Επιτροπής ότι η εισαχθείσα αίτηση εκ μέρους των εφεσειόντων είχε υποβληθεί καθυστερημένα, αλλά και λόγω του ότι η εφεσίβλητη είχε νομική οντότητα και δεν ήταν ανύπαρκτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Το Δικαστήριο με αναφορά στις υποθέσεις Mepa Underwriting Managemnet Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997)1 Α.Α.Δ. 772 και Lioufis and Co. Ltd v. Μιχαλάκη Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773, έκρινε ότι η νομική ύπαρξη της εφεσίβλητης Επιτροπής ως οντότητας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αντιδικίας μέσω των δικογράφων τα οποία ως λόγο έχουν τον προσδιορισμό των επιδίκων ζητημάτων δηλαδή των γεγονότων μεταξύ των διαδίκων.  Η όποια αντιδικία προϋποθέτει ύπαρξη διαδίκων και επομένως η έγερση αγωγής εκ μέρους ανύπαρκτου προσώπου αναμφίβολα συνιστά κατάχρηση διαδικασίας, το μέσο όμως για την αμφισβήτηση της νομικής αυτής οντότητας είναι αίτηση για διαγραφή της αγωγής.

 

Το Δικαστήριο με γνώμονα τα όσα λέχθηκαν στις πιο πάνω αυθεντίες, αλλά και στις υποθέσεις Ταλιάνου ν. Διαχειριστικής Επιτροπής BELMAR Complex (2002) 1 Α.Α.Δ. 102 και Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.ά. ν. Alpha Bank Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 990, θεώρησε καθυστερημένη την αίτηση με αποτέλεσμα να την απορρίψει εφόσον εισήχθηκε κατά παράβαση των Θεσμών και των νομικών αρχών που τους διέπουν. Τα αναντίλεκτα δεδομένα που το οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη ήταν ότι η αγωγή καταχωρήθηκε την 1.8.2008 με τους εφεσείοντες-εναγόμενους να καταχωρούν σημείωμα εμφάνισης λίγες μέρες μετά και μόνο στις 7.5.2009 έκθεση υπεράσπισης και αυτό αφού προηγήθηκε αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης της υπεράσπισης τους. Η εφεσίβλητη Επιτροπή προχώρησε να αποκαλύψει έγγραφα στις 20.11.2009 και η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση στις 18.3.2010. Πριν την ακρόαση και συγκεκριμένα στις 11.2.2010 καταχωρήθηκε η αίτηση, η οποία επιδίωκε την απόρριψη της αγωγής και η οποία όπως ήδη ελέχθη απερρίφθη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ορθό παρά την απορριπτική του κατάληξη λόγω της διαπιστωθείσας, ως έκρινε, καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης, να προχωρήσει να εξετάσει και τους υπόλοιπους λόγους στην ουσία τους ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη η προσέγγιση του. Και σε αυτή την πτυχή το Δικαστήριο δεν δικαίωσε τους εφεσείοντες υιοθετώντας στην ουσία άλλη ενδιάμεση απόφαση που είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην αγωγή 2430/05 ημερ. 28.12.2007.  Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι η εφεσίβλητη Επιτροπή που ήταν επίσης, μαζί με άλλους, ενάγουσα στην προαναφερθείσα αγωγή, αποτελούσε δεόντως συγκροτημένο σώμα, («corporated body»).

 

Παραθέτοντας μεγάλο μέρος της δικαστικής κρίσης και απόφασης στην προαναφερθείσα αγωγή, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ανεδαφική την εκ νέου εισήγηση των εφεσειόντων περί του νομικού ανυπόστατου της εφεσίβλητης Επιτροπής, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι η ύπαρξη του γραμματίου πληρωτέου σε διαταγή του «Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου» και όχι στο περιγραφόμενο πρωτοδίκως ως ενάγουσα, δηλαδή, την εφεσίβλητη Επιτροπή, έδιδε αγώγιμο δικαίωμα διότι δικαιούχος είσπραξης του γραμματίου ήταν το αναφερόμενο Ταμείο, τα δικαιώματα του οποίου είχαν εκχωρηθεί για σκοπούς δικαστικής διαδικασίας ανάκτησης των χρημάτων, στην Επιτροπή.

 

Απερρίφθη τέλος και ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου ώστε να αποκλείεται η έγερση της αγωγής. Με επίκληση των αποφάσεων Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1 Α.Α.Δ. 1298 και K.S.R. Commercio S.A. κ.ά. v. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξέταση του δεδικασμένου δεν μπορούσε να τελεσφορήσει διότι οι εφεσείοντες πρόταξαν ζητήματα δεδικασμένου σε σχέση με τα δεδομένα προηγηθείσας αγωγής, της υπ' αρ. 3244/2005, στην υπό κρίση αίτηση τους, ενώ στην καταχωρηθείσα έκθεση υπεράσπισης η αναφορά σε δεδικασμένο προβαλλόταν να κάλυπτε την αγωγή αρ. 2430/2005. Εξέλιπε λοιπόν το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων που θα έδιδε δικαίωμα στους εφεσείοντες, ως αιτητές, να υποστηρίξουν στη βάση κοινών παραδεκτών γεγονότων, ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για προεκδίκαση κάτω από την Δ.27 θθ 1 και 2.

Η έφεση καλύπτει όλη την ανωτέρω θεματολογία. Οι τέσσερεις εφετειακές αιτιάσεις ανατροπής της πρωτόδικης κρίσης, στοχεύουν να εκθεμελιώσουν τους λόγους που οδήγησαν το Δικαστήριο στην απορριπτική της αίτησης απόφαση του.

 

Αρχή εξέτασης πρέπει να είναι η θεωρηθείσα πρωτοδίκως καθυστέρηση. Διαφέροντας από την απόφαση της πλειοψηφίας, θεωρώ ότι η κρίση του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση ως καθυστερημένη ήταν λανθασμένη. Οι αποφάσεις στη Mepa Underwriting Ltd και Lioufis and Co Ltd - ανωτέρω - δεν έθεσαν άκαμπτους κανόνες. Η Lioufis and Co Ltd αφορούσε περίπτωση στην οποία το ζήτημα της καθυστέρησης αιτήσεως για διαγραφή διαδίκου ή για απόρριψη αγωγής εγειρόμενης από ανύπαρκτο διάδικο δεν είχε εγερθεί, ούτε αποτέλεσε το αντικείμενο της εκεί διαφοράς και αντιδικίας.

 

Η εφεσείουσα εταιρεία ήγειρε αγωγή εναντίον του εναγομένου-εφεσίβλητου για ζημιές που όχημα που ανήκε στην εταιρεία υπέστη λόγω αμέλειας του εφεσιβλήτου σε τροχαίο δυστύχημα. Υπήρξε μια γενική άρνηση στην έκθεση υπεράσπισης ότι το όχημα της εφεσείουσας πράγματι ανήκε στην εφεσείουσα εταιρεία, η οποία, όπως έκρινε το Εφετείο, δεν κάλυπτε ούτε αναφερόταν στη νομιμοποίηση της ίδιας της εφεσείουσας ως υπαρκτής νομικής οντότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ ικανοποιήθηκε ως προς τη ζημιά που υπέστη το όχημα, απέρριψε την αγωγή κρίνοντας, εξ ιδίων του και χωρίς το θέμα να είχε εγερθεί, ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε την εταιρική ιδιότητα της. Το Εφετείο, αποδεχόμενο την έφεση, αποφάσισε ότι υπήρχε αρκετή και αναντίλεκτη μαρτυρία που πιστοποιούσε την νομική ύπαρξη της εφεσείουσας ως εταιρείας, η οποία ήταν αρκετή για την έγερση του μαχητού τεκμηρίου  omnia praesumuntur rite ac solemniter esse acta, ότι, δηλαδή, υπάρχει κανονικότητα και επισημότητα στην εκτέλεση των πραγμάτων, έτσι ώστε όπου υπάρχει μαρτυρία ότι εταιρεία ενεργεί ως τέτοια, η εταιρεία θεωρείται ως δεόντως εγγραφείσα, (Cross on Evidence, 5η έκδ. σελ. 46).

 

Η απόφαση του Εφετείου επί των ανωτέρω ήταν ομόφωνη.  Ο Πικής, Π., συμφωνώντας με το σκεπτικό που εξέδωσε ο Κρονίδης, Δ., προσέθεσε και τη θέση (με την οποία συμφώνησε και ο Χρυσοστομής, Δ.), ότι το ζήτημα της ύπαρξης των εναγόντων - της εφεσείουσας εταιρείας - δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αντιδικίας μέσω των δικογράφων. Και ότι το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας ενάγοντος είναι αίτηση για τη διαγραφή της αγωγής. Έρεισμα παρείχε η Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D' Escompte de Mulhouse [1975] AC 112, όπου λέχθηκε ότι η αμφισβήτηση της εξουσίας ενάγοντα να κινήσει αγωγή εξ ονόματος της ενάγουσας εταιρείας δεν ήταν ζήτημα προς επίλυση μέσω της υπεράσπισης. Η θεραπεία θα μπορούσε να αναζητηθεί με σχετική προς τούτο αίτηση κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας με στόχο τη διαγραφή του ενάγοντα και τον τερματισμό της περαιτέρω διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και όπου εγείρεται θέμα ύπαρξης του ιδίου του ενάγοντα. Επομένως ο μηχανισμός που παρέχεται από τη Δ.27 θ. 3, πρέπει να χρησιμοποιείται για τη διαγραφή αγωγής που εγείρεται από ανύπαρκτο ενάγοντα.

 

Συνάγεται ότι η θέση που εκφράστηκε ανωτέρω δεν αποτελούσε το ratio decidendi της απόφασης, αλλά ήταν obiter εφόσον δεν ήταν εκείνη το αντικείμενο της υπό εξέταση έφεσης. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι όπως λέχθηκε και στη Mepa Underwriting Management Ltd, η αίτηση για διαγραφή πρέπει να εισάγεται το ενωρίτερο. Στη Mepa, απόσπασμα της οποίας παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το αντικείμενο που απασχόλησε το Εφετείο προς επίλυση ήταν αίτηση για διαγραφή εναγομένου όχι λόγω ανυπαρξίας της αντασφαλιστικής εταιρείας, αλλά λόγω διάστασης θέσεων ως προς το ποιοι ήσαν οι ορθοί αντασφαλιστές. Υποστηρίχθηκε ότι τροποποίηση του κλητηρίου με την προσθήκη νέου εναγομένου δεν ήταν δυνατή εφόσον είχε διαπιστωθεί το λανθασμένο της σχέσης που θεμελίωνε το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα με τον υφιστάμενο εναγόμενο.  Το επιχείρημα απερρίφθη, καθώς και η σχετική επί του σημείου έφεση.

 

Επομένως και πάλι το ζητούμενο ήταν διαφορετικό από την άποψη ότι αφορούσε στη δυνατότητα προσθήκης αναγκαίου εναγομένου. Στο πλαίσιο εκείνο έγινε επίκληση της νομολογίας που επιβάλλει την εισαγωγή αίτησης για απόρριψη αγωγής εγκαίρως. Με παραπομπή σε Αγγλικές αυθεντίες καταγράφηκε η θέση ότι τέτοια αίτηση μπορεί να καταχωρηθεί πριν την υπεράσπιση, αλλά όχι πριν την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης, (A.G. of Dutcy of Lancaster v. L & N.W. Ry [1892] 3 Ch 374 και Wright v. Prescot UDC 115 LT 772). Παρεμβάλλεται ότι στη Lioufis - ανωτέρω - η θέση των Πική, Π., και Χρυσοστομή, Δ., ήταν ότι τα στοιχεία που ο ενάγων υποχρεώνεται να θέσει για την ταυτότητα του στον τίτλο της αγωγής «.. σκοπούν στον προσδιορισμό τόσο της οντότητας όσο και της ταυτότητας του ενάγοντα», έτσι ώστε ο εναγόμενος να μπορεί να ελέγξει και αμφισβητήσει, την οντότητα αυτή. Αυτό βεβαίως δεν είναι πάντοτε ευχερές, όπως στην παρούσα περίπτωση, όπου είναι αναγκαίος ο περαιτέρω προσδιορισμός με την έκθεση απαίτησης που, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, ανάγεται τελικά στην ερμηνεία ενός περίπλοκου μηχανισμού δημιουργίας ενός σχεδίου ταμείου συντάξεων στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου. Εξ ου και στη Mepa έγινε λόγος με αναφορά στην Tucker v. Collinson 34 WR 354, ότι τέτοια αίτηση μπορεί να καταχωρηθεί και μετά το κλείσιμο της δικογραφίας.

 

Συνάγεται και πάλι ότι δεν καθιερώθηκε άκαμπτος κανόνας.  Οι Αγγλικές υποθέσεις που μνημονεύθηκαν στην Mepa είναι του προπερασμένου αιώνα. Η σύγχρονη τάση είναι να παρέχεται πιο εύκολα η ευχέρεια να συζητηθούν θέματα νομικής οντότητας  τα οποία νομιμοποιούν την καθόλα έγερση της αγωγής. Θα ήταν παράδοξο εάν ζητήματα νομιμοποίησης, έστω και αν εγείρονται καθυστερημένα αποκλείονται εντελώς από τη βάσανο της δικαστικής κρίσης εξ υπαρχής. Η νομική δυνατότητα ο ενάγων να νομιμοποιείται να εγείρει αγωγή είναι προαπαιτούμενο της τελικής απόφασης διότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, ο ενάγων δεν θα μπορεί νομίμως να αναζητήσει τους καρπούς της δίκης, όπως και αντίστροφα, ο επιτυχών εναγόμενος δεν θα μπορεί να εισπράξει τα έξοδα του, ή, ακόμη, και το προϊόν τυχόν επιτυχούς ανταπαίτησης.

 

Απορρέει από τον τρόπο συγγραφής της πρωτόδικης απόφασης ότι στην ουσία το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε το προβληματικό της απόρριψης της αίτησης με μόνο τον παράγοντα του χρόνου, εξ ου και προχώρησε να θέσει την κρίση του και επί της ουσίας της νομικής οντότητας της Επιτροπής. Ιδιαιτέρως όταν εξετάζονται αιτήματα που στηρίζονται στη νομική ανυπαρξία διαδίκου και κατ' επέκταση στη θέση ότι δεν έχει νομότυπα και ορθά χορηγηθεί διοριστήριο σε δικηγόρο ή δικηγόρους να χειρίζονται δικαστικά την εκ μέρους των διαδίκων αυτών υπόθεση στο Δικαστήριο, όπως είναι και η παρούσα περίπτωση, είναι με ιδιαίτερη φειδώ που πρέπει να ασκείται η διακριτική ευχέρεια υπέρ της απόρριψης της αίτησης λόγω καθυστέρησης. Η νομολογία είναι σαφής. Τέτοια ζητήματα πρέπει να επιλύονται ώστε το Δικαστήριο να μην επιτρέπει στην αγωγή να προχωρήσει (Daimler & Co. v. Continental Tyre Co. Ltd [1916] 2 A.C. 307). Γνώμονας είναι πάντοτε και παραμένει η περίσωση δικαστικού χρόνου και αχρείαστων εξόδων εάν όντως υπάρχει θεμελιακό πρόβλημα στην έγερση της ίδιας της αγωγής.  Άλλως καθίσταται ατελέσφορη η εν εκτάσει μαρτυρία που θα ακολουθήσει για την επίλυση της ουσίας της διαφοράς. Όπου τα γεγονότα είναι περίπλοκα, όπως εδώ, η ύπαρξη της νομιμοποίησης του ενάγοντα πρέπει εκ των προτέρων να αποσαφηνιστεί (Κρεμμού v. Κρεμμού κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 55/2006, ημερ. 21.6.2007 - μη δημοσιευθείσα). Η ανικανότητα διαδίκου να υπογράψει ή να δώσει έγκυρο διοριστήριο είναι ζήτημα θεμελιακής φύσεως. Επηρεάζει αυτό τούτο το δικαίωμα έγερσης αγωγής, (Annual Practice 1970, Τόμος 2, σελ. 840, παρ. 3224, West End Hotels Syndicate Ltd v. Bayer [1912] 29 TLR 92, Fergus Navigation & Embankment Co v. Kingdon [1861] 4 LT 262, John Morley Building Co v. Barras [1891] 2 Ch 386 και Marshall's Valve Gear Co Ltd v. Manning Wardle & Co. Ltd [1909] 1 Ch. 267).

 

Παρόλο που στην υπό κρίση περίπτωση η αίτηση εισήχθηκε όντως καθυστερημένα, η ουσία ήταν ότι έγινε πριν την ημερομηνία έναρξης της ακρόασης. Και παρόλο που ηγέρθηκε και στο δικόγραφο της υπεράσπισης, προηγήθηκε, και ορθά, η αίτηση για διαγραφή πριν η υπόθεση προχωρήσει ώστε να εξεταστεί η νομική δυνατότητα της Επιτροπής να εγείρει την αγωγή προς διεκδίκηση της οφειλής επί του γραμματίου. Η σημειωθείσα καθυστέρηση ουδόλως επηρέαζε την ουσία διότι όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, η δυνατότητα δικαιοπραξίας και έγερσης αγωγής από την Επιτροπή διέρχεται μέσα από σωρεία ζητημάτων που δεν ήταν δυνατό να εξεταστούν σε βάθος με μόνο την έγερση της αγωγής και χωρίς ιδιαίτερη μελέτη επί των θεμάτων. Επομένως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση λόγω καθυστέρησης κρίνεται ότι ασκήθηκε λανθασμένα.

 

Επί της ουσίας τώρα.

 

Ως προς το ζήτημα της νομικής οντότητας της εφεσίβλητης Επιτροπής, το θέμα διέρχεται από μια σειρά νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, η ερμηνεία των οποίων θα δώσει και την απάντηση. Είναι σημαντικό να καταγραφεί εξ αρχής ότι στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχώρησε η Επιτροπή εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων, η εν λόγω Επιτροπή περιγράφεται με τις παρ. 1 και 2 της ενσωματωμένης Έκθεσης Απαίτησης να είναι το αρμόδιο όργανο που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του «Σχεδίου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και Εξαρτωμένων τους»  Η αρμοδιότητα αυτή προκύπτει κατά την Επιτροπή από τους Κανονισμούς 32 και 46 της Κ.Δ.Π. 188/1997. Το δε Σχέδιο ιδρύθηκε με τον Κανονισμό 3(1) με σκοπό την παροχή ωφελημάτων στα μέλη του, ενώ στη βάση του Καν. 31, η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου διορίζει δύο ή περισσότερα πρόσωπα ως Διαχειριστές του Ταμείου για να επενδύσουν τα κεφάλαια του Ταμείου για λογαριασμό της Α.Η.Κ., αλλά και προς όφελος του Ταμείου.

 

Τα πιο πάνω είναι κατά τη θέση της Επιτροπής η νομιμοποιητική βάση της εφεσίβλητης στην έγερση της αγωγής. Υπεισέρχονται λοιπόν στον καθορισμό της νομικής οντότητας της Επιτροπής οι έννοιες του Σχεδίου, της Επιτροπής και των Διαχειριστών. Πριν γίνει ανάλυση των εννοιών αυτών ως προνοούνται από τη σχετική νομοθεσία και τους Κανονισμούς πρέπει να διαγνωσθεί γενικά η έννοια του «body corporate» στην οποία κρίθηκε να εμπίπτει η Επιτροπή από το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο σκεπτικό της αγωγής υπ' αρ. 2430/05.

 

Σύμφωνα με το Oxford Dictionary of Law (2002), a corporation (body corporate), είναι:

 

«An entity that has legal personality i.e. it is capable of enjoying and being subject to legal rights and duties (e.g. a company registered under the Companies Acts) consists of a number of members who fluctuate from time to time. A corporation sole (e.g. the Crown) consists of one member only and his or her successors.»

 

Στον Osborn: A Concise Legal Dictionary 5η έκδ. σελ. 90, αναφέρονται τα εξής σε σχέση με την έννοια του «corporation»:

 

«A body of persons having in law an existence and rights and duties distinct from those of the individual persons who from time to time form it.  It has perpetual succession, a name and a common seal ....  Corporations other than companies may enter into contracts with no more formality than an individual (Corporate Bodies' Contracts Act 1960, ss 1, 2).»

 

Απορρέει από τα πιο πάνω, ότι το body corporate έχει, όπως και κάθε συνήθης εταιρεία, διαφορετική νομική οντότητα από τα μέλη που το απαρτίζουν, ώστε κατ' αυτόνομο τρόπο να αποκτά δικαιώματα και υποχρεώσεις τις οποίες δύναται να εφαρμόσει νομικά, έχει δε και το ευεργέτημα της διαδοχής ανεξάρτητα από την εναλλαγή των μελών που το απαρτίζουν. Για να αποκτήσει τέτοια αυτόνομη δυνατότητα, το body corporate πρέπει να έχει αποκτήσει την χωριστή νομική προσωπικότητα του με ένα από τους τρόπους που περιγράφεται στον Halsbury's Laws of England, 4η έκδ., Τόμος 37, παρ. 241, ήτοι:

 

«241. Corporations. A corporation, whether incorporated by Charter, statute or registration, or a company, whether incorporated by special statute or registered under the Companies Act, must sue and be sued in its corporate title or registered name, as the case may be.  A corporation which has ceased to have any juristic existence cannot sue or be sued.»        

 

Στο ίδιο σύγγραμμα Halsbury's Law of England (Reissue) 4η έκδ. Τόμος 9(2) σελ. 661, παρ. 1143, αναφέρεται ότι τα «corporations» δύνανται να διαχωριστούν σε τέσσερεις κατηγορίες: (i) σώματα που ιδρύονται απευθείας από το Νόμο, (ii) σώματα που ιδρύονται δι' εγγραφής δυνάμει Νόμου που εξουσιοδοτεί τα μέλη τους να αιτούνται την εγγραφή σύστασης, (iii) σώματα που ιδρύονται δυνάμει ειδικού Νόμου και (iv) σώματα που ιδρύονται δυνάμει εξουσίας που παρέχεται από το Νόμο. Αυτή ήταν και η διατυπωθείσα θέση του Δικαστηρίου στην αγωγή υπ' αρ. 2430/05, το σκεπτικό του οποίου επισυνάπτεται αυτούσιο στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσίβλητης Επιτροπής.

 

Το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα υπόθεση προχώρησε να ερμηνεύσει τα σχετικά νομοθετικά και κανονιστικά κείμενα κατά τρόπο που ενέδυαν την Επιτροπή με την αναφαίρετη εξουσία να επιλαμβάνεται τις υποθέσεις του Σχεδίου, περιλαμβανομένης και της εξουσίας να ενάγει, ενώ το ίδιο το Σχέδιο αποτελούσε σώμα ιδρυθέν κατ' εξουσιοδότηση Νόμου. Αυτά, με ερμηνευτική άσκηση του Άρθρου 44 του περί Αρχής Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, ως τροποποιήθηκε και τους κανονισμούς της Κ.Δ.Π. 188/97, ιδιαιτέρως των Κανονισμών 3, 31, 32(1) και 46.

 

Τα σχετικά Άρθρα που διέπουν το όλο θέμα έχουν ως εξής:  Το Άρθρο 44 του Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ. 171, προνοεί ότι η Αρχή μπορεί με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου να θεσπίζει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου, μεταξύ άλλων, και για την ίδρυση και σύσταση ταμείου προνοίας για την πληρωμή επιδομάτων αφυπηρέτησης και φιλοδωρημάτων σε τέτοια μέλη, λειτουργούς και υπαλλήλους της και με τους όρους και προϋποθέσεις που ήθελαν οριστεί στους Κανονισμούς. Να σημειωθεί ότι με το Άρθρο 3, ιδρύθηκε σώμα που,

 

«καλείται η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου το οποίο είναι νομικό πρόσωπο με διαρκή διαδοχή και κοινή σφραγίδα και με εξουσία να αποκτά, κατέχει και διαθέτει ιδιοκτησία, να συνάπτει συμβάσεις, να ενάγει και να ενάγεται στο όνομα της και να κάνει οτιδήποτε το οποίο είναι απαραίτητο για τους σκοπούς του Νόμου αυτού.».

 

Προβάλλει επομένως αμέσως το συγκροτημένο του σώματος της ίδιας της Αρχής δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, ως «body corporate».

 

Το πρόβλημα δημιουργείται με τη θέσπιση των Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 188/97 ως προς την ίδρυση της Επιτροπής:

 

Ο Κανονισμός 3(1), προνοεί ως εξής:

 

«3(1). Με τους παρόντες κανονισμούς ιδρύεται Σχέδιο Συντάξεων και Χορηγημάτων σε Υπαλλήλους της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και Εξαρτώμενους τους (Όμοιο με το Σχέδιο Συντάξεως της Κυβέρνησης) (που στο εξής θα αναφέρεται ως το "Σχέδιο") και παρέχει ωφελήματα προς ή σε σχέση προς μέλη, όπως προνοείται στους παρόντες Κανονισμούς.»

 

Ο Κανονισμός 30(1), αναφέρει ότι:

 

«30(1) Για τους σκοπούς του Σχεδίου, ιδρύεται Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων (που στο εξής θα αναφέρεται ως το "Ταμείο").»

 

Ο Κανονισμός 32(1), λέγει:

 

«32(1) Των υποθέσεων του σχεδίου επιλαμβάνεται Επιτροπή που απαρτίζεται από πέντε μέλη τα οποία διορίζονται από την Αρχή από τα οποία ένα θα είναι Πρόεδρος, ένα ο Γραμματέας και ένα ο Ταμίας.»

 

Τέλος, ο Κανονισμός 46, προβλέπει ότι:

 

«46. Η Επιτροπή αποφασίζει πάνω σε όλες τις απαιτήσεις επί του Ταμείου και ασκεί τις εξουσίες, αρμοδιότητες ή διακριτικές εξουσίες τις χορηγούμενες σ' αυτή από τους παρόντες Κανονισμούς όταν αποφασίζει πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα ..»

 

Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω κανονιστικών διατάξεων δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί κατά Νόμο ή κατ' εξουσιοδότηση Νόμου, να θεωρηθεί βάσιμα ως «corporate body» ως αυτοτελές δηλαδή νομικά συγκροτημένο πρόσωπο που έχει τη δυνατότητα αυτόνομης έγερσης αγωγής. Ο Καν. 3(1) δεν ιδρύει την Επιτροπή, αλλά το Σχέδιο Συντάξεων και Χορηγημάτων.

 

Το Ταμείο είναι ιδρυμένο από τον Καν. 30(1) για σκοπούς του Σχεδίου. Το Σχέδιο όμως δεν έχει αυτόνομη νομική προσωπικότητα ούτε και με το εξουσιοδοτικό Άρθρο 44(1)(α) του Νόμου, Κεφ. 171, δημιουργείται κατ' άμεσο και ευθύ τρόπο η ίδρυση του ιδίου του Ταμείου ή ακόμη και του Σχεδίου. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ίδια η Αρχή αποτελεί κατά το Άρθρο 3, σώμα νομικό με διαρκή διαδοχή. Κατ' ανάλογο τρόπο θα αναμενόταν είτε από τον νομοθέτη, τη Βουλή των Αντιπροσώπων, είτε από τον Κανονιστικό νομοθέτη, το Υπουργικό Συμβούλιο, να θέσπιζε ρητώς και σαφώς, νομικό πρόσωπο με διαρκή διαδοχή και για την περίπτωση του Ταμείου ή ακόμη και του Σχεδίου.

 

Το Άρθρο 44(1)(α) του Νόμου προνοεί ότι:

 

«44.-(1) Η Αρχή δύναται, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, να θεσπίζει κανονισμούς, που δεν είναι αντίθετοι προς τις διατάξεις του νόμου αυτού, ή κάθε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για την καλύτερη εφαρμογή του νόμου αυτού και, χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των εξουσιών που παρέχονται διά του νόμου αυτού, θα θεσπίζονται κανονισμοί σε σχέση προς κάθε ή οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ζητήματα:

 

(α) την ίδρυση και σύσταση ταμείου προνοίας και σχεδίου για την πληρωμή τέτοιων επιδομάτων αφυπηρέτησης και φιλοδωρημάτων σε τέτοια μέλη, λειτουργούς και υπαλλήλους της Αρχής και, με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις οι οποίες ήθελαν οριστεί στους κανονισμούς.»

 

Επομένως αυτό που στην ουσία επιτρέπεται κατά τον νομοθέτη είναι η θέσπιση κανονισμών που να αφορούν, μεταξύ άλλων, στην ίδρυση και σύσταση Ταμείου Προνοίας. Η θέσπιση όμως Κανονισμών εξυπακούει, την προηγούμενη συγκρότηση του νομικού σώματος που θα διέπεται από τους Κανονισμούς.  Δεν νοείται η εκ συναγωγής ή ακόμη και διά αντίστροφης λογικής, θεώρηση ότι ιδρύεται «body corporate» διά των κανονισμών όταν ο ίδιος ο Νόμος δεν δημιουργεί εν πρώτοις το εν λόγω σώμα. Νομική και λογική αναγκαιότητα που παραπέμπει και στην ανάλογη ορθή ερμηνευτική άσκηση, επιτάσσει την ύπαρξη του body corporate διά της νομοθετικής βούλησης με επακόλουθη τη δυνατότητα επί μέρους έκδοσης κανονιστικών ρυθμίσεων, οι οποίες βεβαίως και πάλι πρέπει να ερείδονται επί ουσιαστικής νομοθετικής διάταξης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με όλη την εκτίμηση, ακολούθησε λανθασμένη πορεία στην αναδίπλωση της νομικής ακολουθίας που χρησιμοποίησε, υιοθετώντας προς τούτο την αντίστοιχη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή υπ' αρ. 2430/05. Οι παραπομπές από τον Halsbury's Laws of England σελ. 700 παρ. 1231, όσον αφορά τα «statutory corporations», έφερε ακριβώς το στίγμα ότι δεν επιτρέπεται η συναγωγή σώματος εκτός στο βαθμό και έκταση που το ίδιο το νομοθέτημα το επιτρέπει.  Όπως αναφέρεται:

 

«What the statute does not expressly or impliedly authorize is to be taken to be prohibited.»

 

Η θεώρηση του Δικαστηρίου ότι το Σχέδιο ήταν «Σώμα ιδρυθέν κατ' εξουσιοδότηση Νόμου», δεν ήταν συμβατή με την  ορθή ερμηνεία των προαναφερθέντων νομοθετικών διατάξεων.  Έρεισμα προς τούτο παρείχε κατά το Δικαστήριο η τέταρτη κατηγορία τρόπου δημιουργίας «corporation» που αναφέρεται στον Halsbury's.  Όπως στο αυθεντικό Αγγλικό κείμενο αναφέρεται (Halsbury's  5η έκδ. Τόμος 24 (2010) σελ. 209-210, παρ. 344:

 

«Corporations created by authority of Parliament may be divided into four classes:

.......................

(4)  corporations created under authority delegated by Act of Parliament.»

 

Στη συνέχεια το σύγγραμμα ρητά αναφέρει ότι «Creation of corporations by delegated authority is relatively unusual.». Αναφέρονται στην υποσημείωση 12, ως παραδείγματα, σώματα ιδρυόμενα από το Local Government Act 1972 «(community councils in Wales to be established by the appropriate principal council: see Local Government Vol. 69 (2009) ..».

 

Αυτό λοιπόν που εννοείται με την τέταρτη κατηγορία είναι η ύπαρξη εξουσίας σε άλλο σώμα που δημιουργείται το ίδιο με Νόμο, να συστήσει corporations κατ' εξουσιοδότηση.

 

Το Άρθρο 44(1) ουδέποτε δημιούργησε ή σύστησε οποιοδήποτε Σχέδιο, παρά μόνο προνόησε για την θέσπιση Κανονισμών περί του Ταμείου Προνοίας και σχεδίου (δύο διαφορετικά εν πάση περιπτώσει ζητήματα). Οι Κανονισμοί, όμως, ως δευτερογενής νομοθεσία δεν υπερισχύει του Νόμου. Ο Νόμος per se δεν δημιούργησε οποιοδήποτε corporate body ως αυτοτελή και ανεξάρτητη οντότητα, είτε υπό την ονομασία Ταμείου Προνοίας, είτε υπό την ονομασία Σχεδίου Συντάξεων και Χορηγημάτων. Οι Κανονισμοί, ως διάταξη δευτερογενούς νομοθετικής δυνάμεως, σκοπό έχουν να ρυθμίζουν τα επί μέρους της λειτουργίας ενός σώματος και όχι να το ιδρύουν. Άλλωστε, το Σχέδιο που ιδρύθηκε με τον Καν. 3(1) δεν μπορεί να είναι corporate body, διότι ως Σχέδιο έχει απλώς σκοπό την πρόβλεψη του τρόπου παροχής ωφελημάτων και των λειτουργικών δεδομένων αυτού. Αν το Σχέδιο μπορούσε αυτόνομα να θεωρηθεί ως body corporate, προς τι η διά του Καν. 30(1) ίδρυση Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων. Αλλά, όπως ήδη υποδείχθηκε, ούτε το Ταμείο ιδρύθηκε διά Νόμου. Και δεν είναι ούτε το Ταμείο, ούτε το Σχέδιο, ιδρυμένα «κατ' εξουσιοδότηση» Νόμου, ο οποίος μόνο προέβλεψε, και εδώ είναι το lacuna, τη θέσπιση Κανονισμών ως προς αυτά.

 

Ως ακόλουθο των ανωτέρω, ούτε η Επιτροπή που απλώς διαχειρίζεται και επιλαμβάνεται των υποθέσεων του Σχεδίου έχει αποκτήσει διά του Καν. 32(1), οποιαδήποτε αυτόνομη υπόσταση και κατά συνέπεια δεν μπορούσε νομίμως να εγείρει την πρωτόδικη αγωγή. Συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης του ονόματος του ορθού διαδίκου. Από τη στιγμή που ούτε το Ταμείο, ούτε το Σχέδιο, αποτελούν corporate bodies τότε είναι σαφές ότι δεν μπορεί να ενάγει ή να ενάγεται με οποιοδήποτε τέτοιο όνομα.  Μόνο τα corporate bodies μπορούν να χρησιμοποιούν νόμιμα το όνομα με το οποίο είναι θεσπισμένα η εγγεγραμμένα (Halsbury's Laws of England 4η έκδ. Τόμος 9(2) παρ. 1286), διαφορετικά ένα μη συγκροτημένο σώμα δεν μπορεί να ενάγει και να ενάγεται παρά μόνο στο όνομα όλων των προσώπων που το αποτελούν και υπό τις πρόνοιες των όποιων συμβατικών όρων τυχόν υπάρχουν σε μια συμφωνία. Η αυθεντία Ταλιάνου v. Διαχειριστικής Επιτροπής Belmar Complex (2002) 1 Α.Α.Δ. 102, είναι βοηθητική με αναφορά και στην Κάρμιος κ.ά. v. B.E.M.R.S. of ECO κ.ά. (1996) 1(B) Α.Α.Δ. 1123, ότι μη συγκροτημένα σώματα δεν μπορούν να ενάγουν και να ενάγονται. Ακριβώς στην υπόθεση Ταλιάνου κρίθηκε ότι η εφεσίβλητη Διαχειριστική Επιτροπή μπορούσε να εγείρει πρωτόδικα αγωγή διότι ο νομοθέτης είχε προσδώσει με σχετικό άρθρο του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 6(Ι)/93, νομική υπόσταση και δικαιοπρακτική ικανότητα στις Διαχειριστικές Επιτροπές. Επομένως και η εφεσίβλητη ήταν ένα τέτοιο εκ του Νόμου συγκροτημένο σώμα που δικαιούτο να ενάγει την εναγομένη-εφεσείουσα.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω δεν παρίσταται λόγος εξέτασης οποιωνδήποτε άλλων εγερθέντων με την έφεση ζητημάτων εφόσον το ανυπόστατο της εφεσίβλητης Επιτροπής ως σώματος συγκροτημένου εκ του Νόμου εκθεμελιώνει τη βάση πάνω στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων.

 

Θα αποδεχόμουν συνεπώς την έφεση, παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση με αποτέλεσμα η αγωγή να έδει να είχε διαγραφεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο