ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
BNK East Med Limited (1997) 1 ΑΑΔ 1302
Kυριακίδου Xλόη (1997) 1 ΑΑΔ 1459
Χαραλαμπίδης Δημήτρης και άλλοι (2012) 1 ΑΑΔ 2563
Δρουσιώτη Μάριος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2016) 1 ΑΑΔ 516, ECLI:CY:AD:2016:D108
HELLENIC BANK ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 481
Ζέμπασιης Παντελής και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2010) 3 ΑΑΔ 442
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.1302
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 33/1964 - Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος του 1964
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ν. ΘΩΜΑΣ ΣΑΒΒΑ ΛΤΔ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 285/2016, 22/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:A314
Δρουσιώτη Μάριος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2016) 1 ΑΑΔ 516, ECLI:CY:AD:2016:D108
ECLI:CY:AD:2016:D107
(2016) 1 ΑΑΔ 504
23 Φεβρουαρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/64,
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ,
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜAΤΟΣ MANDAMUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΩΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΝΑ ΔΙΕΞΑΓΕΙ ΕΡΕΥΝΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ, ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 60(2)(Α), 73(Β), 81(2)(Β) ΚΑΙ 83(1) ΚΑΙ ΜΕΡΟΣ Ι ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1990. (ΑΡ. 1)
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 149/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Mandamus, με το οποίο να διατασσόταν ο αρμόδιος Υπουργός να διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο 1/90, αναφορικά με τη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από στέλεχος του Υπουργείου ― Απορριπτική κατάληξη επί τω ότι, το ζήτημα ενέπιπτε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και κατ' αποκλειστικότητα στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Eκδίδεται κατά κύριο λόγο για να διαταχθούν κατώτερα δικαστήρια να ασκήσουν συγκεκριμένη εξουσία της αρμοδιότητάς τους ― Μπορεί επίσης να εκδοθεί και εναντίον διοικητικής αρχής ή άλλου οργάνου ή προσώπου που ασκεί δημόσια εξουσία, για να υποχρεωθεί να εκτελέσει δημόσιο καθήκον που επιβάλλεται από νόμο, το οποίο αρνείται να εκτελέσει.
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Δεν υπάρχει δικαιοδοσία στην έκδοση προνομιακού εντάλματος για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν κατά αποκλειστικότητα στη σφαίρα του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε ― Μπορεί να εκδοθεί αν το καθήκον δημόσιας αρχής αφορά σε θέμα ιδιωτικού δικαίου και όχι δημοσίου ― Σε τέτοια περίπτωση, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να αποδείξει ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εφαρμογή του Νόμου ― Το γενικό ενδιαφέρον, δεν παρέχει αυτόματα και locus standi ― Ο δε διαχωρισμός του δημοσίου με το ιδιωτικό δίκαιο δεν είναι πάντα εύκολος.
Κατόπιν αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο Αιτητής καταχώρησε αίτηση ζητώντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus, με το οποίο να διατασσόταν ο Υπουργός Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, ως αρμόδια Αρχή, να διατάξει έρευνα βάσει των προνοιών των Άρθρων 2, 60(2)(α), 73(β), 81(2)(β) και 83(1) και Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1//90), αναφορικά με τις καταγγελίες του Αιτητή, Ανώτερου Λειτουργού στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, εναντίον του Πάμπου Χαραλάμπους, Διευθυντή στο πιο πάνω Υπουργείο.
Το ιστορικό το οποίο οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης καταγράφεται στην Έκθεση Γεγονότων και σε ένορκη δήλωση του Αιτητή. Όπως αναφέρεται, στις 14.10.2014 ο Αιτητής με γραπτή καταγγελία του στην αρμόδια Αρχή, κατήγγειλε γραπτώς τον κ. Στέλιο Χειμώνα, Γενικό Διευθυντή του πιο πάνω Υπουργείου, για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Στις 22.5.2015 ο Υπουργός με επιστολή του, απάντησε στις καταγγελίες του Αιτητή εναντίον του Διευθυντή, αναφέροντας ότι μετά από «έρευνα που διεξήγαγε» έκρινε ότι οι καταγγελίες του Αιτητή δεν ευσταθούν, χωρίς να γίνει καμιά αναφορά στην καταγγελία του Αιτητή σε σχέση με τη σύνταξη της υπηρεσιακής του έκθεσης. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι με την πιο πάνω απάντηση διαφαινόταν ότι ο Υπουργός διεξήγαγε «δική του» έρευνα, με την οποία κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, κατά παράβαση του Άρθρου 81(2)(β) του Ν. 1/90. Την 1.6.2015 ο Αιτητής απάντησε στον Υπουργό ότι δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα της έρευνας. Επίσης υποστήριξε ότι κανένας δεν τον πληροφόρησε ότι ορίστηκε ως Ερευνών Λειτουργός, αφού κανένας δεν τον προσέγγισε για να δώσει μαρτυρία.
Ο Αιτητής ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων προς υποστήριξη της αίτησης ότι η άρνηση του Υπουργού να προβεί σε έρευνα αναφορικά με τις καταγγελίες εναντίον του Διευθυντή, όπως προνοούν οι διατάξεις του Άρθρου 81(2)(β), είναι παράνομη και έχει ως αποτέλεσμα την ατιμωρησία των υπευθύνων, την πρόκληση αισθήματος αδικίας στον ίδιο, τη δημιουργία αισθήματος μεροληπτικού και κακόπιστου διωγμού εναντίον του που πλήττει το περί δικαίου αίσθημα όχι μόνο του ίδιου, αλλά και του κάθε πολίτη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το προνομιακό ένταλμα Mandamus εκδίδεται κατά κύριο λόγο για να διαταχθούν κατώτερα δικαστήρια να ασκήσουν συγκεκριμένη εξουσία της αρμοδιότητάς τους.
2. Όμως μπορεί επίσης να εκδοθεί και εναντίον διοικητικής αρχής ή άλλου οργάνου ή προσώπου που ασκεί δημόσια εξουσία, για να υποχρεωθεί να εκτελέσει δημόσιο καθήκον που επιβάλλεται από νόμο, το οποίο αρνείται να εκτελέσει.
3. Σύμφωνα με τη νομολογία, δεν υπάρχει δικαιοδοσία στην έκδοση προνομιακού εντάλματος για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν κατά αποκλειστικότητα στη σφαίρα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε.
4. Όμως προνομιακό ένταλμα μπορεί να εκδοθεί αν το καθήκον δημόσιας αρχής αφορά σε θέμα ιδιωτικού δικαίου και όχι δημοσίου.
5. Στην προκειμένη περίπτωση το θέμα για το οποίο παραπονείται ο Αιτητής, εμπίπτει σαφώς στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Εκείνο που επιζητεί ο Αιτητής είναι να διαταχθεί ο Υπουργός να διατάξει έρευνα εναντίον του Διευθυντή Εμπορίου, κ. Πάμπου Χαραλάμπους.
6. Πρόκειται για ζήτημα που αφορά τη Δημόσια Υπηρεσία και τη λειτουργία του κράτους, ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.
7. Πέραν τούτου, ο Υπουργός δεν αρνήθηκε να εξετάσει το αίτημα για διεξαγωγή έρευνας. Αντίθετα, προέβη σε προκαταρκτική έρευνα και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κατέληξε ότι οι καταγγελίες του Αιτητή δεν ευσταθούν και ότι δεν ενδείκνυτο η περαιτέρω εξέταση του θέματος δυνάμει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90).
8. Δεν ευσταθούσε η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι για κάθε καταγγελία που υποβάλλεται στη Δημόσια Υπηρεσία θα πρέπει απαραιτήτως να διορίζεται Ερευνών Λειτουργός, που είναι το πρώτο στάδιο έναρξης της πειθαρχικής έρευνας. (Το εν λόγω ζήτημα δεν αποφασίστηκε ωστόσο τελεσίδικα εφόσον είναι θέμα που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και ενδεχομένως να αποφασιζόταν σε άλλες διαδικασίες).
9. Όμως, ανεξάρτητα από την ορθότητα της απόφασης του Υπουργού, το παράπονο του Αιτητή (διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από στέλεχος του Υπουργείου και η αναγκαιότητα διεξαγωγής έρευνας σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο 1/90), σαφώς εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και κατ' αποκλειστικότητα στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
10. Εκεί ο Αιτητής θα έχει τη δυνατότητα, αν αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον, να εγείρει όλα τα νομικά σημεία και παραβιάσεις του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90.
11. Πέραν των πιο πάνω, υπήρχε και ένα δεύτερο κώλυμα για την εξέταση της αίτησης. Ο Αιτητής όντως παρέλειψε να αποκαλύψει στην Έκθεση Γεγονότων και στην ένορκη δήλωσή του, γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα πριν τον Οκτώβρη του 2014.
12. Τα γεγονότα αυτά ήταν και σημαντικά και ουσιώδη και θα έπρεπε να είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μη αποκάλυψή τους και μόνο θα ήταν αρκετή για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή, ακόμα και αν δεν υπήρχε το προαναφερθέν δικαιοδοτικό κώλυμα.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Re Χαραλαμπίδης κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2563,
Re Κυριακίδου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1459,
Re BNK East Μed Ltd (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1302,
Δημοκρατία v. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218,
Ζέμπασιης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442,
Hellenic Bank Ltd v. Republic (1986) 3(Α) C.L.R. 481.
Δρουσιώτης (2016) 1 Α.Α.Δ. 516, ECLI:CY:AD:2016:D108.
Αίτηση.
Ρ. Βραχίμης, για τον Αιτητή.
Ε. Φλωρέντζου (κα), για τους Καθ'ων η αίτηση.
Λ. Παπαφιλίππου με Α. Κόρτα (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-
Η αίτηση
Μετά από άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση, ζητώντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus, με το οποίο να διατάσσεται ο Υπουργός Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, ως αρμόδια Αρχή, να διατάξει έρευνα βάσει των προνοιών των Άρθρων 2, 60(2)(α), 73(1)(β), 81(2)(β) και 83(1) και Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1//90), αναφορικά με τις καταγγελίες του Αιτητή, Ανώτερου Λειτουργού στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (στο εξής «το Υπουργείο»), εναντίον του Πάμπου Χαραλάμπους, Διευθυντή στο πιο πάνω Υπουργείο.
Τα γεγονότα
Το ιστορικό το οποίο οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης καταγράφεται στην Έκθεση Γεγονότων και σε ένορκη δήλωση του Αιτητή. Όπως αναφέρεται, στις 14.10.2014 ο Αιτητής με γραπτή καταγγελία του στην αρμόδια Αρχή, κατήγγειλε γραπτώς τον κ. Στέλιο Χειμώνα, Γενικό Διευθυντή του πιο πάνω Υπουργείου, για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων. Οι καταγγελίες του Αιτητή αφορούσαν:-
(α) Ενέργειες και παραλείψεις του Γενικού Διευθυντή κατά τρόπο που ισοδυναμούσαν με παράβαση των καθηκόντων ή των υποχρεώσεών του ως δημόσιου υπαλλήλου, βάσει του Άρθρου 73(1)(β) του Ν. 1/90.
(β) Το γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν άσκησε τα καθήκοντά του αμερόληπτα και δίκαια και μόνο βάσει αντικειμενικών κριτηρίων βάσει του Άρθρου 60(2)(α) του πιο πάνω Νόμου.
Αυτό φαίνεται, σύμφωνα με τον Αιτητή, να δημιούργησε αρνητικά συναισθήματα στον Γενικό Διευθυντή,* ο οποίος έδωσε οδηγίες να μην εμφανίζεται ο Αιτητής στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), ακύρωσε την τελευταία στιγμή προγραμματισμένες εμφανίσεις του αιτούντος στα ΜΜΕ και έδωσε οδηγίες να ακυρωθεί ο συντονιστικός ρόλος του Αιτητή στην Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης του νέου Διευθυντή της Υπηρεσίας, από τις 22-25.4.2014, όπως είχε προηγουμένως καθοριστεί.
Επιπρόσθετα ο Γενικός Διευθυντής στις 9.2.2015, μετακίνησε τον Αιτητή από την Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών, την οποία υπηρέτησε για 42 συνεχή χρόνια, στην Υπηρεσία Βιομηχανικής Ανάπτυξης και συγκεκριμένα στον Κλάδο Μονοθυριδικής Πρόσβασης, χωρίς ο Αιτητής να ενημερωθεί προηγουμένως. Στην Υπηρεσία αυτή ο Αιτητής δεν ασκεί τα καθήκοντά του, ούτε του αποστέλλεται εργασία και ο ρόλος του παραμένει υποτυπώδης και διακοσμητικός, κατά παράβαση του Άρθρου 60(3) του Ν. 1/90, το οποίο προνοεί ότι ο δημόσιος υπάλληλος δικαιούται να ασκεί τα καθήκοντα της θέσης του.
Σε συνέχεια των πιο πάνω, στις 9.3.2015, παραδόθηκε στον Αιτητή αντίγραφο της υπηρεσιακής του έκθεσης για το έτος 2014, στην οποία η αξιολόγησή του μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, χωρίς να υπάρχει καμιά αιτιολογία για το γεγονός αυτό. Η υπηρεσιακή έκθεση συντάχθηκε από τον κ. Πάμπο Χαραλάμπους, Διευθυντή, από κοινού με τον Γενικό Διευθυντή του πιο πάνω Υπουργείου.
Στις 11.3.2015 ο Αιτητής με επιστολή του προς τον Γενικό Διευθυντή υπέβαλε αίτημα για αιτιολόγηση της μειωμένης αξιολόγησής του. Στις 7.4.2015 ο Γενικός Διευθυντής, με επιστολή του πληροφόρησε τον Αιτητή ότι η αξιολόγησή του έγινε βάσει της διαδικασίας αξιολόγησης, όπως προνοείται από το Ν. 1/90 και σχολίασε ξεχωριστά κάθε τομέα στον οποίο αξιολογήθηκε ο Αιτητής, καθώς και τους κατά την κρίση του λόγους της μείωσης της αξιολόγησής του. Ο Αιτητής με επιστολή του στις 13.4.2015 προς τον Γενικό Διευθυντή, υποστήριξε ότι η υπηρεσιακή του έκθεση δεν συντάχθηκε με αντικειμενικά κριτήρια και ότι ήταν το αποτέλεσμα εκδικητικών ενεργειών εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή και του Διευθυντή, λόγω των προγενέστερων καταγγελιών στις οποίες είχε προβεί ο Αιτητής εναντίον του Γενικού Διευθυντή.
Την ίδια ημέρα (13.4.2015) κοινοποίησε την πιο πάνω επιστολή του στον Υπουργό, καταγγέλλοντας τον Διευθυντή για πειθαρχικά παραπτώματα, σύμφωνα με το Άρθρο 73(1) του Ν. 1/90. Η καταγγελία έγινε στον Υπουργό, ως αρμόδια Αρχή για πειθαρχικά παραπτώματα του Διευθυντή του Υπουργείου, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 2 του Ν. 1/90.
Στις 16.4.2015 ο Αιτητής προέβη σε πρόσθετες καταγγελίες προς τον Υπουργό εναντίον του Διευθυντή, για πειθαρχικά παραπτώματα σύμφωνα με το Άρθρο 73(1) του Ν. 1/90. Οι επιπρόσθετες καταγγελίες εναντίον του Διευθυντή αφορούσαν:- (α) την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του Διευθυντή, όσον αφορά την απόφασή του να αποστείλει αυστηρή επιστολή στην εταιρεία Παπαντωνίου Λτδ, η οποία επανειλημμένα βρέθηκε να παραβιάζει πρόνοιες του περί Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμου του 2007 (Ν. 103(Ι)/07), ενώ είχε 14 συνολικά προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον της. Ο Αιτητής θεωρεί την αποστολή από τον Διευθυντή αυστηρής επιστολής και μόνο, ως ακόμα μια χαριστική ποινή προς την πιο πάνω εταιρεία.
Στις 22.5.2015 ο Υπουργός με επιστολή του, απάντησε στις καταγγελίες του Αιτητή εναντίον του Διευθυντή, αναφέροντας ότι μετά από «έρευνα που διεξήγαγε» έκρινε ότι οι καταγγελίες του Αιτητή δεν ευσταθούν, χωρίς να γίνει καμιά αναφορά στην καταγγελία του Αιτητή σε σχέση με τη σύνταξη της υπηρεσιακής του έκθεσης. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι με την πιο πάνω απάντηση διαφαίνεται ότι ο Υπουργός διεξήγαγε «δική του» έρευνα, με την οποία κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, κατά παράβαση του Άρθρου 81(2)(β) του Ν. 1/90. Την 1.6.2015 ο Αιτητής απάντησε στον Υπουργό ότι δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα της έρευνας. Επίσης υποστήριξε ότι κανένας δεν τον πληροφόρησε ότι ορίστηκε ως Ερευνών Λειτουργός, αφού κανένας δεν τον προσέγγισε για να δώσει μαρτυρία.
Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η άρνηση του Υπουργού να προβεί σε έρευνα αναφορικά με τις καταγγελίες εναντίον του Διευθυντή, όπως προνοούν οι διατάξεις του Άρθρου 81(2)(β), είναι παράνομη και έχει ως αποτέλεσμα την ατιμωρησία των υπευθύνων, την πρόκληση αισθήματος αδικίας στον ίδιο, τη δημιουργία αισθήματος μεροληπτικού και κακόπιστου διωγμού εναντίον του που πλήττει το περί δικαίου αίσθημα όχι μόνο του ίδιου, αλλά και του κάθε πολίτη.
Οι ισχυρισμοί των Καθ'ων η αίτηση και του ΕΜ
Οι Καθ'ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση. Με αυτήν εγείρουν δύο προδικαστικές ενστάσεις και σειρά λόγων επί της ουσίας. H πρώτη προδικαστική ένσταση είναι ότι η παρούσα διαδικασία είναι άνευ αντικειμένου, αφού μετά τις καταγγελίες του Αιτητή, οι αρχές προχώρησαν σε διοικητική έρευνα και έκριναν μη αναγκαία τη λήψη άλλων μέτρων. Η δεύτερη είναι ότι οι καταγγελίες έτυχαν ορθού χειρισμού και οδήγησαν στην έναρξη ερευνών με διοικητική έρευνα από αρμόδιο διοικητικό Ερευνώντα Λειτουργό, με αποτέλεσμα να κριθεί μη αναγκαία λήψη οποιωνδήποτε περαιτέρω μέτρων.
Ως προς την ουσία των ζητημάτων, οι Καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι:-
«(1) Τα γεγονότα στα οποία στηρίχτηκε ο αιτητής δεν είναι ορθά ή και παρουσιάζονται ελλιπή. Αγνοεί ή και δεν περιλαμβάνει τις ενέργειες που έγιναν μετά την καταγγελία του.
(2) Οι καταγγελίες του αιτητή έχουν τύχει χειρισμού από τις αρμόδιες αρχές στα πλαίσια διοικητικής έρευνας και οδήγησαν σε αποτέλεσμα μη έναρξης οποιασδήποτε πειθαρχικής έρευνας κατά του καταγγελλόμενου προσώπου.
(3) Ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης μετά το πέρας των ερευνών και κρίθηκε ορθή η μη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων.
(4) Ενόψει αυτών των ενεργειών η υπό εκδίκαση αίτηση είναι άνευ αντικειμένου.
(5) Η έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος από το σεβαστό Δικαστήριο, με δεδομένες τις έρευνες και ενέργειες της διοίκησης μετά τις καταγγελίες του αιτητή, θα ισοδυναμούσε σε επέμβαση της δικαστικής εξουσίας στις εξουσίες της διοίκησης/εκτελεστικής εξουσίας, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
(6) Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης προνομιακού διατάγματος της φύσεως mandamus, δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
(7) Όπως προκύπτουν τα γεγονότα τα οποία εκτίθενται στην συνημμένη ένορκη δήλωση, ευσεβάστως υποβάλλω ότι τόσο από την αίτηση όσο και τα συνημμένα σε αυτήν γεγονότα δεν αποκαλύπτονται βάσιμοι λόγοι ή και στοιχεία ή και γεγονότα που να στοιχειοθετούν τις τιθέμενες προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος φύσεως mandamus και η αίτηση είναι νομικά ή και πραγματικά αβάσιμη γι' αυτό και απορριπτέα.»
Στη διαδικασία υπήρξε, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, παρέμβαση από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, κ. Στ. Χειμώνα, ο δικηγόρος του οποίου καταχώρησε γραπτή ένσταση και γραπτή αγόρευση. Με την ένστασή του προβάλλει μεταξύ άλλων ότι:- (1) Τα γεγονότα εμπίπτουν στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, (2) τα γεγονότα δεν δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος mandamus, (3) ο αιτητής εμφορείται από πάθος κατά του Γενικού Διευθυντή και άλλων προσώπων του Υπουργείου, (4) ο Αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να διεκδικήσει την έκδοση εντάλματος mandamus, (5) η αίτηση είναι άνευ αντικειμένου μετά τη διοικητική έρευνα που διεξήχθη και την κατάληξη ότι δεν εδικαιολογείτο η περαιτέρω έρευνα κατά του Γενικού Διευθυντή.
Την ένσταση συνοδεύει ένορκη δήλωση του ιδίου του Γενικού Διευθυντή στην οποία, μεταξύ άλλων, προβάλλει γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν τον Οκτώβρη του 2014 για να ισχυριστεί ότι ο Αιτητής παρέλειψε να τα αποκαλύψει στην αίτησή του, με αποτέλεσμα την ενδεχόμενη παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Ένα παράδειγμα των όσων αναφέρει ο Γενικός Διευθυντής είναι η διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας κατά του Αιτητή στις αρχές του 2014, η οποία κατέδειξε ενδεχόμενα πειθαρχικά παραπτώματα εκ μέρους του Αιτητή, με αποτέλεσμα να διατυπωθούν εναντίον του σχετικές καταγγελίες και μετά από εκδίκαση της υπόθεσης να του επιβληθεί η ποινή της «προφορικής επίπληξης». Ο Γενικός Διευθυντής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι μετά την επιβολή της πιο πάνω πειθαρχικής ποινής, ο Αιτητής τον κατάγγειλε στο Υπουργικό Συμβούλιο, με αποτέλεσμα ο Υπουργός, ο οποίος έλαβε γνώση της καταγγελίας, στις 10.11.2014 να δώσει οδηγίες προς την Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου του Υπουργείου να ετοιμάσει έκθεση γεγονότων αναφορικά με την καταγγελία του Αιτητή στο Υπουργικό Συμβούλιο. Η έκθεση της Μονάδας ετοιμάστηκε και στις 7.1.2015 διαβιβάστηκε από τον Υπουργό στο Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου. Όπως ισχυρίζεται ο Γενικός Διευθυντής η έκθεση της Μονάδας δικαίωνε τον ίδιο ως προς τον τρόπο που χειρίστηκε τα συγκεκριμένα υπηρεσιακά θέματα και όχι τον Αιτητή. Ο Γενικός Διευθυντής ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι από αυτό το χρονικό σημείο και μετά ο Αιτητής ενέτεινε τις καταγγελίες εναντίον του.
Η νομική πτυχή
Το προνομιακό ένταλμα Mandamus εκδίδεται κατά κύριο λόγο για να διαταχθούν κατώτερα δικαστήρια να ασκήσουν συγκεκριμένη εξουσία της αρμοδιότητάς τους. Όμως το ένταλμα μπορεί επίσης να εκδοθεί και εναντίον διοικητικής αρχής ή άλλου οργάνου ή προσώπου που ασκεί δημόσια εξουσία, για να υποχρεωθεί να εκτελέσει δημόσιο καθήκον που επιβάλλεται από νόμο, το οποίο αρνείται να εκτελέσει (βλ. Re Χαραλαμπίδης κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2563 και Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, 1η Έκδοση (2004) σελ. 248-254).
Σύμφωνα με τη νομολογία, δεν υπάρχει δικαιοδοσία στην έκδοση προνομιακού εντάλματος για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν κατά αποκλειστικότητα στη σφαίρα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε. Όμως προνομιακό ένταλμα μπορεί να εκδοθεί αν το καθήκον δημόσιας αρχής αφορά σε θέμα ιδιωτικού δικαίου και όχι δημοσίου. Σχετική είναι η Re Χλόη Κυριακίδου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1459. Σε τέτοια περίπτωση, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να αποδείξει ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εφαρμογή του Νόμου. Το γενικό ενδιαφέρον που μπορεί ένας να έχει στην εκτέλεση νομικού καθήκοντος, δεν του παρέχει αυτόματα και locus standi (βλ. Re BNK East Μed Ltd (1997) 1(Γ) A.A.Δ.1302).
Όπως τονίστηκε στη Δημοκρατία v. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218, ο διαχωρισμός του δημοσίου με το ιδιωτικό δίκαιο δεν είναι πάντα εύκολος:- «Η εγγενής φύση της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου, αποτελεί το βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση των αντίστοιχων τομέων του δικαίου.». Νομολογιακά, προκύπτει ότι η φύση και ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης είναι πιο καθοριστικός, παρά το όργανο που την εξέδωσε. Όπως αναφέρθηκε στη Ζέμπασιης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442, 447, «αν με την πράξη που εκδίδει διοικητικό όργανο επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου, και μπορεί να προσβληθεί βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος» (βλ. επίσης Hellenic Bank Ltd v. Republic (1986) 3(Α) C.L.R. 481).
Κατάληξη
Στην προκειμένη περίπτωση το θέμα για το οποίο παραπονείται ο Αιτητής, εμπίπτει σαφώς στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Εκείνο που επιζητεί ο Αιτητής είναι να διαταχθεί ο Υπουργός να διατάξει έρευνα εναντίον του Διευθυντή Εμπορίου, κ. Πάμπου Χαραλάμπους. Πρόκειται για ζήτημα που αφορά τη Δημόσια Υπηρεσία και τη λειτουργία του κράτους, ζητήματα τα οποία κατά την άποψή μου εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.
Πέραν τούτου, ο Υπουργός δεν αρνήθηκε να εξετάσει το αίτημα για διεξαγωγή έρευνας. Αντίθετα, προέβη σε προκαταρκτική έρευνα και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κατέληξε ότι οι καταγγελίες του Αιτητή δεν ευσταθούν και ότι δεν ενδείκνυται η περαιτέρω εξέταση του θέματος δυνάμει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90). Δεν έχω πεισθεί ότι ευσταθεί η εισήγηση του κ. Βραχίμη ότι για κάθε καταγγελία που υποβάλλεται στη Δημόσια Υπηρεσία θα πρέπει απαραιτήτως να διορίζεται Ερευνών Λειτουργός, που είναι το πρώτο στάδιο έναρξης της πειθαρχικής έρευνας. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο όπως το εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, δηλαδή αυτόματα με τη λήψη του παραπόνου και χωρίς οποιοδήποτε προκαταρκτικό έλεγχο, να διατάσσεται πειθαρχική έρευνα, θα κατακλύζετο η Δημόσια Υπηρεσία με πειθαρχικές έρευνες, κάτι που δεν νομίζω είναι μέσα στους σκοπούς των Άρθρων 81 και 83 του Νόμου 1/90. Όμως, για όλα αυτά τα ζητήματα δεν αποφασίζω τελεσίδικα, εφόσον είναι θέματα που εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και ενδεχομένως να αποφασιστούν σε άλλες διαδικασίες που πιθανώς να ακολουθήσουν.
Όμως, ανεξάρτητα από την ορθότητα της απόφασης του Υπουργού, όπως έχω ήδη αναφέρει, το παράπονο του Αιτητή (διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από στέλεχος του Υπουργείου και η αναγκαιότητα διεξαγωγής έρευνας σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο 1/90), σαφώς εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και κατ' αποκλειστικότητα στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Εκεί ο Αιτητής θα έχει τη δυνατότητα, αν αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον, να εγείρει όλα τα νομικά σημεία και παραβιάσεις του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90.
Πέραν των πιο πάνω, υπάρχει και ένα δεύτερο κώλυμα για την εξέταση της αίτησης. Ο Αιτητής όντως παρέλειψε να αποκαλύψει στην Έκθεση Γεγονότων και στην ένορκη δήλωσή του, γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα πριν τον Οκτώβρη του 2014. Κατά την κρίση μου, τα γεγονότα αυτά είναι και σημαντικά και ουσιώδη και θα έπρεπε να είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μη αποκάλυψή τους και μόνο θα ήταν αρκετή για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή, ακόμα και αν δεν υπήρχε το δικαιοδοτικό κώλυμα στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω. Δεν το έπραξα, επειδή σε κάποιο στάδιο αντιλήφθηκα ότι ορισμένα γεγονότα αποκαλύπτονται στην Δρουσιώτης (2016) 1 Α.Α.Δ. 516, ECLI:CY:AD:2016:D108, η οποία όμως είναι ξεχωριστή Αίτηση και καταχρηστικά τέθηκε ενώπιον μου από το Πρωτοκολλητείο, ταυτόχρονα με την παρούσα. Οι δύο Αιτήσεις δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
Με βάση όλα τα πιο πάνω είναι η κατάληξή μου ότι το παράπονο του Αιτητή εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε πρόσφατα και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει παράλληλη δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος για να χορηγήσει την αιτούμενη θεραπεία.
Υπό τις περιστάσεις η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση (Δημοκρατία), τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του Ενδιαφερομένου Μέρους.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.