ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2016) 1 ΑΑΔ 25
13 Ιανουαρίου, 2016
(ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στής)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3
ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΠΟΥ
ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 13.11.2015 ΣΤΑ
ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΑΡ. 1813/15,
ΜΕΤΑΞΥ:
1. ASTARTI DEVELOPMENT PLC,
2. D.H. CYPROTELS PLC,
3. LAOURA ESTATES LIMITED,
4. ΣΥΠΡΟΤΕΛ-ΡΟΔΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ,
5. LIBRA GROUP PLC,
Εναγόντων,
ΚΑΙ
1. ΑΛΚΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ,
2. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
3. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
4. ΓΙΟΥΑΝ ΧΑΜΙΛΤΟΝ,
5. JOHN GROUP PLC,
Εναγομένων,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ:
ΜΕΤΑΞΥ:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Αιτητών,
ΚΑΙ
1. ASTARTI DEVELOPMENT PLC,
2. D.H. CYPROTELS PLC,
3. LAOURA ESTATES LIMITED,
Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 160/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari προς ακύρωση προσωρινού διατάγματος παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο αγωγής η οποία αφορούσε αξιώσεις προκύψασες από πιστωτικές διευκολύνσεις που έλαβαν οι ενάγουσες εταιρείες από εναγόμενη Τράπεζα ― Απουσία εξαιρετικών περιστάσεων ― Απορριπτική κατάληξη.
Με την αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε κατόπιν παροχής σχετικής αδείας, επιδιώχθηκε η έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση προσωρινού διατάγματος παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο αγωγής που αφορούσε αξιώσεις προκύψασες από πιστωτικές διευκολύνσεις που έλαβαν οι ενάγουσες εταιρείες από την εναγόμενη 3 Τράπεζα, κάποιες εκ των οποίων εξασφαλίστηκαν με Ομόλογα Κυμαινόμενης Επιβάρυνσης.
Στις 10.1.2014 η Τράπεζα διόρισε, δυνάμει των εν λόγω Ομολόγων, τους εναγόμενους 1 και 2 ως Παραλήπτες/Διαχειριστές για ολόκληρη την περιουσία των εταιρειών και στις 21.1.2014 τερμάτισε τη λειτουργία των λογαριασμών τους απαιτώντας άμεση εξόφληση.
Στις 8.10.2015 καταχωρίστηκε η εν λόγω αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, όπου στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ζητείτο σωρεία θεραπειών, περιλαμβανομένων αποζημιώσεων λόγω αντισυμβατικού διορισμού των Παραληπτών/Διαχειριστών, στο πλαίσιο της οποίας εξεδόθη το προσωρινό διάταγμα.
Στις 3.11.2015 το Επαρχιακό Δικαστήριο ακύρωσε το προαναφερόμενο προσωρινό διάταγμα κρίνοντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στερείτο τοπικής αρμοδιότητας.
Δύο μέρες αργότερα, οι ενάγοντες επανήλθαν με μονομερή και πάλι αίτηση, ζητώντας την ίδια θεραπεία, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης που την ίδια ημέρα καταχωρίστηκε κατά της προαναφερθείσας απορριπτικής απόφασης. Το Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση επελήφθη της αίτησης, χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά και εξέδωσε το ζητούμενο διάταγμα με ισχύ μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία το όρισε επιστρεπτέο.
Ακολούθως η εναγόμενη Τράπεζα έλαβε άδεια και καταχώρισε την παρούσα αίτηση με παράλληλη, μέχρι την εκδίκασή της, αναστολή του τελευταίους διατάγματος.
Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Τη δεύτερη φορά το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου άσκησε αρμοδιότητα που δεν είχε, ενόψει της προηγούμενης απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, υπό άλλη σύνθεση, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου δεν είχε κατά τόπο αρμοδιότητα να επιληφθεί:
Αποφασίστηκε ότι:
Ακόμα και αν θεωρείτο ότι η ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 3.11.2015 είχε την έννοια της οριστικής και επί τούτου απόφασης περί έλλειψης αρμοδιότητας, ακόμα και τότε, δεν θα υπήρχε δικαιοδοτικό κώλυμα ή αντινομία για την έκδοση του δευτέρου διατάγματος ενόψει σύμφυτης εξουσίας που φαίνεται ότι έχουν τα πρωτόδικα Δικαστήρια να διατηρούν το status quo εκκρεμούσης εφέσεως, υπό εξαιρετικές περιστάσεις.
β) Παραβιάστηκε το δικαίωμα των αιτητών που πηγάζει από τη φυσική δικαιοσύνη να ακουστούν πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, δοθέντος ότι ήταν γνωστό πως είχαν προηγουμένως ενστεί στην έκδοση του ιδίου, κατ' ουσίαν, διατάγματος:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όντως, η δεύτερη αίτηση αφορούσε τη διατήρηση του status quo εκκρεμούσης της εφέσεως, ενώ η πρώτη αίτηση αφορούσε στην εκκρεμοδικία της αγωγής.
2. Όμως, το αντικείμενο, ήτοι η διατήρηση της περιουσίας, ήταν το ίδιο και η στάση των καθ' ων η αίτηση, ως δεδηλωμένη αντίθεση σε τέτοιο ενδεχόμενο, ήταν δεδομένη. Η ιδιομορφία δε της δεύτερης αίτησης, ως εξαιρετικής διαδικασίας, είναι υπέρ της τήρησης της ανάγκης να ακουστεί η άλλη πλευρά, προτού με την απαιτούμενη φειδώ ασκηθεί τέτοια εξαιρετική εξουσία, που θα έπρεπε να συνηγορήσει.
γ) Αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως διαπίστωση ότι δεν είχαν αποκαλυφθεί περιστάσεις που να στοιχειοθετούσαν το κατεπείγον:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εν προκειμένω, η ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση προερχόταν από δικηγόρο που εργάζεται στη δικηγορική εταιρεία που είναι το γραφείο επίδοσης και συνεργάζεται με το δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των καθ' ων η αίτηση.
2. Το κατεπείγον της θεραπείας συναρτάται προς την αμεσότητα του κινδύνου, στην αποτροπή του οποίου η θεραπεία αποσκοπεί. Εν προκειμένω, ουδέν αναφερόταν σε σχέση με την αμεσότητα τέτοιου κινδύνου, παρά μόνο γινόταν αναφορά ότι σε αντίθετη περίπτωση η έφεση θα καθίστατο άνευ αντικειμένου. Τέτοια όμως εξέλιξη έχει ευστόχως περιγραφεί από τη νομολογία ως «η συνήθης περίπτωση κατά την οποία η μη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων με απαγορευτικό διάταγμα δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα τη μη ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσείουσας».
3. Προς απόδοση μονομερώς θεραπείας και μάλιστα στα στενά πλαίσια που επιβάλλει η φύση της υπό εξέταση αίτησης, θα έπρεπε να προβληθούν συγκεκριμένοι και σαφείς ισχυρισμοί που να διαφοροποιούν τα πράγματα από τη «συνήθη περίπτωση» και να δικαιολογούν την ύπαρξη του κατεπείγοντος με τέτοια ένταση, ώστε να μην μπορούσε να δοθεί ο χρόνος λίγων ημερών για να κοινοποιηθεί η αίτηση στην άλλη πλευρά.
4. Παρά τα πιο πάνω, όμως, αυτοτελής και επιπρόσθετη προϋπόθεση, όταν προσφέρεται εναλλακτική θεραπεία, είναι η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν την προσφυγή στην εφεδρεία της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως είναι η παρούσα διαδικασία.
5. Η εκ πρώτης όψεως θεώρηση του πράγματος, στο στάδιο της παροχής άδειας, διασυνδέθηκε με τη θέση των αιτητών περί αντινομίας μεταξύ των δύο δικαστικών πράξεων.
6. Αλλά, πέραν τούτου, στην πραγματικότητα η πρώτη απόφαση δεν μπορούσε, ως άνω, να έχει την έννοια της τελικής διαπίστωσης περί έλλειψης αρμοδιότητας με συνεπακόλουθη, μάλιστα, αφαίρεση της υπόθεσης από την ύλη και το πινάκιο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ώστε να τίθενται τα διλήμματα που οι αιτητές επικαλέστηκαν ως εξαιρετικές περιστάσεις.
7. Τούτο γιατί, ανεξάρτητα από το ζήτημα του εύρους των θεμάτων που δυνατόν να προσφέρονται προς εξέταση στα πλαίσια ενδιάμεσης διαδικασίας για παρεμπίπτον διάταγμα, εν προκειμένω, η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστή που επελήφθη της δεύτερης αίτησης, περιοριζόταν, ούτως ή άλλως, σε θέματα μη διαγνωστικά της ουσίας της αγωγής και, αντιστοίχως, σε θέματα μη καθοριστικά της δικαιοδοσίας ή της αρμοδιότητας, θέματα τα οποία εμπίπτουν, ως εκ του ύψους της απαίτησης, στη δικαιοδοσία Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου.
8. Εν τέλει καταδεικνυόταν πως ό,τι θεωρήθηκε εκ πρώτης όψεως να παρέχει έρεισμα για διαπίστωση εξαιρετικών περιστάσεων, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
In Re Θεοδούλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 756,
Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1816,
Erinford Properties Ltd v. Cheshire County Council [1974] 2 All ER 448,
In Re Θεοδώρου (2010) 1 Α.Α.Δ. 572,
Fligate Credit Enterprises Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 512, ECLI:CY:AD:2014:A162,
Resola (Cyprus) Ltd v. Χρήστου (1998) 1 Α.Α..Δ 598,
Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beogradska Banka DD. (1999) 1 Α.Α.Δ. 225,
Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015,
ΡΙΚ κ.ά. v. Νικολαΐδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 364.
Αίτηση.
Στ. Πολυβίου με Γ. Μίτλετον, για τους Αιτητές.
Κ. Μελάς με Α. Μελά, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α. Ανδρέου, για τους εναγόμενους 1 και 2 στην πρωτόδικη διαδικασία.
Cur. adv. vult.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η αγωγή 1813/2015 Ε.Δ. Πάφου, σχετίζεται με πιστωτικές διευκολύνσεις που έλαβαν οι ενάγουσες εταιρείες από την εναγόμενη 3 Τράπεζα, κάποιες εκ των οποίων εξασφαλίστηκαν με Ομόλογα Κυμαινόμενης Επιβάρυνσης.
Στις 10.1.2014 η Τράπεζα διόρισε, δυνάμει των εν λόγω Ομολόγων, τους εναγόμενους 1 και 2 ως Παραλήπτες/Διαχειριστές για ολόκληρη την περιουσία των εταιρειών και στις 21.1.2014 τερμάτισε τη λειτουργία των λογαριασμών τους απαιτώντας άμεση εξόφληση.
Στις 8.10.2015 καταχωρίστηκε η εν λόγω αγωγή, όπου στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ζητείται σωρεία θεραπειών, περιλαμβανομένων αποζημιώσεων λόγω αντισυμβατικού διορισμού των Παραληπτών/Διαχειριστών.
Στις 12.10.2015 οι ενάγοντες 1, 2 και 3 ζήτησαν και έλαβαν με μονομερή αίτηση τους διάταγμα που να απαγορεύει στους εναγόμενους 1, 2 και 3 από του να επεμβαίνουν και/ή επιβαρύνουν και/ή προβαίνουν σε προσφορές και/ή αποξενώσουν και/ή πωλήσουν και/ή να προβαίνουν σε οποιαδήποτε δικαιοπραξία σε σχέση με τρία συγκεκριμένα ακίνητα «της ενάγουσας εταιρείας», ως επίσης και σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο ακίνητο και/ή γραφείο και/ή περιουσία «της ενάγουσας εταιρείας».
Όταν, όμως, το Δικαστήριο άκουσε και την άλλη πλευρά, στις 3.11.2015 ακύρωσε το διάταγμα θεωρώντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στερείται τοπικής αρμοδιότητας. Έδωσε μάλιστα οδηγίες στο Πρωτοκολλητείο όπως θέσει το φάκελο της αγωγής ενώπιον της Εντίμου Προέδρου του Δικαστηρίου για να επιληφθεί περαιτέρω σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του περί Δικαστηρίων Νόμου.
Δύο μέρες μετά, στις 5.11.2015, οι ενάγοντες επανήλθαν με μονομερή και πάλιν αίτηση, ζητώντας την ίδια θεραπεία σε σχέση με τα τρία εν λόγω τεμάχια, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης που την ίδια ημέρα καταχωρίστηκε κατά της προαναφερθείσας απορριπτικής απόφασης ημερ. 3.11.2015. Το Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση επελήφθη της αίτησης, χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά και στις 13.11.2015 εξέδωσε το ζητούμενο διάταγμα με ισχύ μέχρι την 20.11.2015, ημερομηνία κατά την οποία το όρισε επιστρεπτέο.
Ακολούθως η Τράπεζα έλαβε άδεια και καταχώρισε την παρούσα αίτηση με παράλληλη, μέχρι την εκδίκασή της, αναστολή του διατάγματος ημερομ. 13.11.2015.
Στην ένσταση στην παρούσα αίτηση περιλήφθηκαν διάφορες ενστάσεις για τυπικούς λόγους, οι οποίες δεν προωθήθηκαν με την αγόρευση, οπότε και δεν θα εξεταστούν. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι με την παρούσα αίτηση προωθήθηκε ως λόγος ακύρωσης και ζήτημα κατάχρησης της διαδικασίας. Τέτοιος όμως λόγος δεν καλύπτεται από την άδεια που δόθηκε για καταχώριση της παρούσας και συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί (In Re Σταυρή Θεοδούλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 756).
Ο πρώτος λόγος για τον οποίο δόθηκε άδεια αφορούσε το επιχείρημα των αιτητών ότι τη δεύτερη φορά το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου άσκησε αρμοδιότητα που δεν είχε, ενόψει της προηγούμενης απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, υπό άλλη σύνθεση, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου δεν είχε κατά τόπον αρμοδιότητα να επιληφθεί.
Ακόμα όμως και αν θεωρηθεί ότι η ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 3.11.2015 είχε την έννοια της οριστικής και επί τούτου απόφασης περί έλλειψης αρμοδιότητας, που για τους λόγους που θα εξηγηθούν κατωτέρω φαίνεται ότι δεν θα μπορούσε να ήταν έτσι, ακόμα και τότε, δεν θα υπήρχε δικαιοδοτικό κώλυμα ή αντινομία για την έκδοση του δευτέρου διατάγματος ενόψει σύμφυτης εξουσίας που φαίνεται ότι έχουν τα πρωτόδικα δικαστήρια να διατηρούν το status quo εκκρεμούσης εφέσεως, υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Η αρχή αυτή αναγνωρίσθηκε πιο πρόσφατα στην υπόθεση Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1816, που συζητήθηκε στα πλαίσια της παρούσας πλέον αίτησης, στην οποία, αφού ανασκοπήθηκε η σχετική νομολογία, επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη τέτοιας σύμφυτης εξουσίας, επί τη βάσει της αγγλικής αυθεντίας Erinford Properties Ltd v. Cheshire County Council [1974] 2 All ER 448. Συνεπώς, έστω και αν θα επρόκειτο για διαπίστωση, την πρώτη φορά, περί έλλειψης αρμοδιότητας, φαίνεται ότι τη δεύτερη φορά το Δικαστήριο είχε συμφυή εξουσία να διατηρήσει, παρά ταύτα, το αντικείμενο της έφεσης. Η ύπαρξη τέτοιας εξουσίας έγινε άλλωστε δεκτή και από τους ευπαιδεύτους δικηγόρους των αιτητών, οι οποίοι στην αγόρευσή τους αναγνώρισαν τέτοια διακριτική ευχέρεια τονίζοντας όμως ότι πρέπει να ασκείται σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Είναι αυτή η συμφυής εξουσία διατήρησης του αντικειμένου της έφεσης που θα διαφοροποιούσε τα πράγματα από την υπόθεση In Re Θεοδώρου (2010) 1 Α.Α.Δ. 572, στην οποία οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των αιτητών παρέπεμψαν εισηγούμενοι ότι έχει ευθεία εφαρμογή. Εκεί το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε αποφασίσει ότι κατά τόπο αρμόδιο ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στο οποίο και παρέπεμψε την αγωγή. Παρά ταύτα, ανεπίτρεπτα όπως κρίθηκε, παρέτεινε την ισχύ παρεμπίπτοντος διατάγματος που είχε προηγουμένως εκδώσει και το όρισε για οδηγίες. Εν προκειμένω, όμως, η ειδοποιός διαφορά θα ήταν η συμφυής εξουσία για παροχή συντηρητικής θεραπείας κατά την εκκρεμοδικία της έφεσης. Όταν δε, διαπιστώνεται η ύπαρξη δικαιοδοσίας, ο έλεγχος των προϋποθέσεων άσκησης της εκφεύγει των πλαισίων της παρούσας διαδικασίας.
Μια τελευταία πτυχή του πρώτου αυτού ζητήματος, αφορά την εισήγηση των αιτητών ότι η υπό συζήτηση διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί μόνο σε περιπτώσεις όπου το διάταγμα δεν έχει ακόμα συνταχθεί, εφόσον μετά τη σύνταξή του δεν μπορεί να μεταβληθεί, καθότι κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στην αρχή της τελεσιδικίας. Θεωρώ ότι για τους σκοπούς της παρούσας αρκεί να υποδειχθεί ότι στην υπόθεση Aspis (απόφαση Εφετείου) αναφέρθηκε ότι:
«. σε αριθμό Κυπριακών αποφάσεων, στις οποίες έγινε δεκτή η γενική αρχή που τέθηκε στην υπόθεση Erinford, οι αιτήσεις με τις οποίες εζητείτο η αναστολή εκτέλεσης διατάγματος, ή η έκδοση νέου διατάγματος εκκρεμούσας έφεσης, είχαν γίνει μεταγενέστερα της έκδοσης της αρχικής απόφασης, χωρίς αυτό το στοιχείο να θεωρηθεί ως κώλυμα.»
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δόθηκε άδεια, αφορούσε τον ισχυρισμό των αιτητών ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα τους που πηγάζει από τη φυσική δικαιοσύνη να ακουστούν πριν από την έκδοση του επιδίκου διατάγματος, δοθέντος ότι ήταν γνωστό πως είχαν προηγουμένως ενστεί στην έκδοση του ιδίου, κατ' ουσίαν, διατάγματος. Επικαλέστηκαν ως προς τούτο την απόφαση της Ολομέλειας Αναφορικά με την αίτηση της Fligate Credit Enterprises Ltd (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A162Α.Α.Δ. 512, με την οποία είχε δοθεί άδεια για καταχώριση αίτησης certiorari προς ακύρωση (δευτέρου) ενδιαμέσου διατάγματος που είχε δοθεί στα πλαίσια μονομερούς αίτησης, παρά την προηγούμενη εμφάνιση και παρά τη δεδηλωμένη πρόθεση για ένσταση των καθ' ων η αίτηση, ως εκ της όλης στάσης τους έναντι προηγούμενης αίτησης για (πρώτο) ενδιάμεσο διάταγμα, σε σχέση προς το οποίο το δεύτερο διάταγμα συνιστούσε όχι μόνο επέκταση, αλλά και εντάσσετο στα ίδια πλαίσια, ως προς το αντικείμενό τους.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, απάντησε ότι η ιδιόμορφη φύση της δεύτερης αίτησης διαφοροποιεί τα πράγματα. Η δεύτερη αίτηση, είπε, έχοντας σκοπό να διαφυλάξει το αντικείμενο της έφεσης, βασίζεται σε διαφορετικές νομικές αρχές και ουδόλως μπορεί να λεχθεί ότι σχετίζεται με την πρώτη αίτηση, έστω και αν εκδόθηκε πανομοιότυπο διάταγμα με εκείνο που ακυρώθηκε.
Όντως, η δεύτερη αίτηση αφορούσε τη διατήρηση του status quo εκκρεμούσης της εφέσεως, ενώ η πρώτη αίτηση αφορούσε την εκκρεμοδικία της αγωγής. Όμως, το αντικείμενο, ήτοι η διατήρηση της περιουσίας, ήταν το ίδιο και η στάση των καθ' ων η αίτηση, ως δεδηλωμένη αντίθεση σε τέτοιο ενδεχόμενο, ήταν δεδομένη. Η ιδιομορφία δε της δεύτερης αίτησης, ως εξαιρετικής διαδικασίας, είναι υπέρ της τήρησης της ανάγκης να ακουστεί η άλλη πλευρά, προτού με την απαιτούμενη φειδώ ασκηθεί τέτοια εξαιρετική εξουσία, που θα έπρεπε να συνηγορήσει.
Σε σχέση με τη μη ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι δεν θα μπορούσε, τη στιγμή που εζητείτο από το Δικαστήριο άμεση και επείγουσα θεραπεία, η αίτηση να είχε επιδοθεί. Η επιδίωξη, είπε, των πελατών του ήταν να εκδοθεί αμέσως απαγορευτικό διάταγμα το οποίο ακολούθως να επιδοθεί στους επηρεαζομένους που θα μπορούσαν στη συνέχεια να εκθέσουν τις θέσεις τους. Αυτά όμως, σχετίζονται με τον τρίτο λόγο για τον οποίο δόθηκε άδεια, παρά απαντούν στο επιχείρημα της άλλης πλευράς που προκύπτει από την υπόθεση Fligate.
Ο τρίτος λόγος αφορούσε την εκ πρώτης όψεως διαπίστωση ότι δεν είχαν αποκαλυφθεί περιστάσεις που να στοιχειοθετούσαν το κατεπείγον. Το κατεπείγον αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για παροχή θεραπείας μονομερώς (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρήστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598).
Εν προκειμένω, η ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση ημερομηνίας 5.11.2015 προερχόταν από τον κ. Τηλέμαχο Γεωργιάδη που εργάζεται στη δικηγορική εταιρεία Τηλέμαχος και Μιλτιάδης Γεωργιάδης ΔΕΠΕ, που είναι το γραφείο επίδοσης και συνεργάζεται με το δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των καθ' ων η αίτηση. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ανέφερε ότι οι λόγοι που στοιχειοθετούν την κατεπείγουσα ανάγκη περιέχονται στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης του κ. Τ. Γεωργιάδη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Όπως με πληροφορεί ο κ. Μελάς και όπως πιστεύω οι περιστάσεις και δεδομένα της παρούσας υπόθεσης είναι τέτοια που είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα μέχρι να εκδικασθεί η καταχωρηθείσα Έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, αφού σε αντίθετη περίπτωση η έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου και χωρίς αντίκρισμα σε περίπτωση πώλησης των ξενοδοχείων των αιτητών Cypria Maris και Cypria Bay από τους εναγόμενους 1 και 2 ως ήταν και είναι η πρόθεσή τους. Το μόνο που θα τους σταματούσε ήταν το εκδοθέν διάταγμα. Τίποτα πια δεν τους σταματά και έτσι στην ουσία θα αποστερηθούν οι αιτητές του δικαιώματος αποτελεσματικής ακροάσεως από το Ανώτατο Δικαστήριο.»
Το κατεπείγον της θεραπείας συναρτάται προς την αμεσότητα του κινδύνου, στην αποτροπή του οποίου η θεραπεία αποσκοπεί. Εν προκειμένω, ουδέν αναφέρεται σε σχέση με την αμεσότητα τέτοιου κινδύνου, παρά μόνο γίνεται αναφορά ότι σε αντίθετη περίπτωση η έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Τέτοια όμως εξέλιξη έχει ευστόχως περιγραφεί στην υπόθεση Aspis ως «η συνήθης περίπτωση κατά την οποία η μη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων με απαγορευτικό διάταγμα δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα τη μη ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσείουσας».
Προς απόδοση μονομερώς θεραπείας και μάλιστα στα στενά πλαίσια που επιβάλλει η φύση της υπό εξέταση αίτησης, θα έπρεπε να προβληθούν συγκεκριμένοι και σαφείς ισχυρισμοί που να διαφοροποιούν τα πράγματα από τη «συνήθη περίπτωση» και να δικαιολογούν την ύπαρξη του κατεπείγοντος με τέτοια ένταση, ώστε να μην μπορούσε να δοθεί ο χρόνος λίγων ημερών για να κοινοποιηθεί η αίτηση στην άλλη πλευρά. Αόριστοι, όπως εν προκειμένω, ισχυρισμοί δεν στοιχειοθετούν την ύπαρξη ανάγκης για παροχή θεραπείας άνευ καθυστερήσεως (Βλ. Resola). Τη στιγμή μάλιστα που αναλώθηκε χρόνος πέραν του χρόνου που εκ των Θεσμών απαιτείτο για κοινοποίηση στην άλλη πλευρά, εφόσον, όπως ανέφερε ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, η αίτηση καταχωρίστηκε στις 5.11.2015, ο Δικαστής της επελήφθη για πρώτη φορά στις 9.11.2015 και εξέδωσε τελικά το διάταγμα, μέρες μετά, στις 13.11.2015.
Παρά τα πιο πάνω, όμως, αυτοτελής και επιπρόσθετη προϋπόθεση, όταν προσφέρεται εναλλακτική θεραπεία, είναι η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν την προσφυγή στην εφεδρεία της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως είναι η παρούσα διαδικασία. Η εκ πρώτης όψεως θεώρηση του πράγματος, στο στάδιο της παροχής άδειας, διασυνδέθηκε με τη θέση των αιτητών περί αντινομίας μεταξύ των δύο δικαστικών πράξεων. Το βασικό επιχείρημα των αιτητών σε εκείνα τα πλαίσια, ήταν ότι εάν καταχωρούσαν ένσταση στη μονομερή αίτηση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποδέχονταν τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και ότι αυτό συνιστούσε εξαιρετική περίσταση.
Το επιχείρημα όμως αυτό, όπως και άλλες συναφείς θέσεις των αιτητών, αποδεικνύεται εν τέλει αβάσιμο ενόψει της διαπίστωσης ότι θα μπορούσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου να ασκήσει τη συγκεκριμένη δικαιοδοσία υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην υπόθεση Aspis.
Αλλά, πέραν τούτου, στην πραγματικότητα η πρώτη απόφαση δεν μπορούσε, ως άνω, να έχει την έννοια της τελικής διαπίστωσης περί έλλειψης αρμοδιότητας με συνεπακόλουθη, μάλιστα, αφαίρεση της υπόθεσης από την ύλη και το πινάκιο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ώστε να τίθενται τα διλήμματα που οι αιτητές επικαλέστηκαν ως εξαιρετικές περιστάσεις. Τούτο γιατί, ανεξάρτητα από το ζήτημα του εύρους των θεμάτων που δυνατόν να προσφέρονται προς εξέταση στα πλαίσια ενδιάμεσης διαδικασίας για παρεμπίπτον διάταγμα (βλ. αφενός Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beogradska Banka DD. (1999) 1 Α.Α.Δ. 225 και αφετέρου Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015), εν προκειμένω, η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστή που επελήφθη της δεύτερης αίτησης, περιοριζόταν, ούτως ή άλλως, σε θέματα μη διαγνωστικά της ουσίας της αγωγής και, αντιστοίχως, σε θέματα μη καθοριστικά της δικαιοδοσίας ή της αρμοδιότητας, θέματα τα οποία εμπίπτουν, ως εκ του ύψους της απαίτησης, στη δικαιοδοσία Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου (βλ. ΡΙΚ κ.ά. v. Νικολαΐδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 364). Διευκρινίζεται ότι αυτά λέγονται όχι βέβαια υπό την έννοια ότι τελεί υπό έλεγχο η πρώτη απόφαση, αλλά ως αναγκαίος σχολιασμός για τις απαιτήσεις της παρούσας, εφόσον εν τέλει καταδεικνύεται πως ό,τι θεωρήθηκε εκ πρώτης όψεως να παρέχει έρεισμα για διαπίστωση εξαιρετικών περιστάσεων, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Σημειώνεται, τέλος, ότι η υπόθεση Fligate (ανωτέρω) δεν μπορεί να αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο ότι σε περίπτωση παράλειψης τέτοιας φύσεως, να μπορούσε να δοθεί άδεια ανεξάρτητα από τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, γιατί τέτοιο ζήτημα δεν εξετάστηκε.
Κατά τ' άλλα, δεν αμφισβητήθηκε εν προκειμένω η δυνατότητα προσβολής του δευτέρου διατάγματος με ένσταση, εφόσον τούτο ορίστηκε επιστρεπτέο και σ' αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να επιστρέψουν οι διάδικοι, αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ορίσει χωρίς καθυστέρηση την υπόθεση γι΄αυτό το σκοπό.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα πλέον ΦΠΑ όπως θα υπολογιστούν, υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.