ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Cyprus Sulphur κ.α. ν. Παραρλάμα Λτδ. (1990) 1 ΑΑΔ 1051
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.48
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:D5
(2016) 1 ΑΑΔ 8
12 Ιανουαρίου, 2016
[ΠAΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ (2) ΑΡΧΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI, PROHIBITION ΚΑΙ MANDAMUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/12/2015 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 905/2015.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 178/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσεως Certiorari και Prohibition προς ακύρωση ισχυριζόμενης άρνησης Επαρχιακού Δικαστηρίου να εξετάσει μονομερώς αίτηση για έκδοση διατάγματος ειδικής εκκαθάρισης Τράπεζας με βάση τις πρόνοιες των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως 2015, Ν.66(Ι)/1997 ― Απορριπτική κατάληξη ― Η αίτηση επιτράπηκε σε ότι αφορούσε στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να δώσει άδεια στους πιστωτές της Τράπεζας να ενστούν στη διαδικασία.
Προνομιακά εντάλματα ― Xορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης ― Ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και/ή την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας ― H διαδικασία δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, αλλά της νομιμότητας της απόφασης.
Oι αιτητές καταχώρησαν μονομερή αίτηση για την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατασσόταν η ειδική εκκαθάριση συγκεκριμένης Τράπεζας συμφώνως, μεταξύ άλλων, των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως 2015, Ν.66(Ι)/1997. Η άδεια λειτουργίας της Τράπεζας είχε προηγουμένως ανακληθεί σύμφωνα με το Άρθρο 4Α(1) του Νόμου.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου τέθηκε η αίτηση, την όρισε για εξέταση την επόμενη μέρα, όπου και εμφανίστηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, δικηγόροι που εκπροσωπούσαν την καθ' ης η αίτηση Τράπεζα και ορισμένους πιστωτές της, οι οποίοι έχοντας λάβει γνώση για την καταχώρηση της αίτησης, ζήτησαν όπως μη προχωρούσε η εξέταση της μονομερώς και τους επιτρεπόταν να καταχωρήσουν ένσταση αφού πρώτα τους επιδιδόταν η αίτηση.
Το Δικαστήριο αφού άκουσε τα διάδικα μέρη και τη σχετική επιχειρηματολογία σε ένσταση που προεβλήθη στο αίτημα, έκρινε ορθό όπως δινόταν η δυνατότητα στην Τράπεζα και στους συγκεκριμένους πιστωτές της να προβάλουν τις θέσεις τους στα πλαίσια ενστάσεων κατά της αίτησης.
Στη συνέχεια επιδιώχθηκε η εξασφάλιση άδειας για την καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία αρνήθηκε, όπως αναφερόταν στη σχετική αίτηση, να εξετάσει τη μονομερή αίτηση των αιτητών και διέταξε την επίδοση της στην Τράπεζα και στο δικηγόρο των «κατ' ισχυρισμόν πιστωτών» της, καθώς και την ακύρωση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε μετά την καταχώρηση της αίτησης.
Επιδιώχθηκε, επίσης η εξασφάλιση άδειας για έκδοση συναφών διαταγμάτων Prohibition και Μandamus ως και η σχετική αναστολή κάθε δικαστικής ενέργειας.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το Επαρχιακό Δικαστήριο, ενεργώντας έξω από την εξουσία του και καθ' υπέρβαση αυτής, αρνήθηκε να εξετάσει τη μονομερή αίτηση για διάταγμα ειδικής εκκαθάρισης, αγνοώντας την επιτακτική πρόνοια του Άρθρου 33Βδις του Νόμου, σύμφωνα με την οποία το διάταγμα για ειδική εκκαθάριση «εκδίδεται» ύστερα από μονομερή αίτηση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης του.
β) Ήταν έκδηλα παράνομη η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι είχε εξουσία δυνάμει του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 και της Δ.48,θ.8(3) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών να διατάξει την επίδοση της αίτησης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προκύπτει με σαφήνεια από το Άρθρο 33Βδις(2)(β)(ι) ότι η αίτηση για ειδική εκκαθάριση υποβάλλεται μονομερώς. Δεν είναι υποχρεωτική, όμως, η μονομερής εξέτασή της.
2. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να καταστήσει υποχρεωτική τη μονομερή εξέταση τέτοιας αίτησης από το Δικαστήριο, στερώντας από αυτό τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το Άρθρο 9 του Κεφ. 6 και η Δ.48,θ.8(3) να διατάξει τη γνωστοποίηση της στο άλλο μέρος, θα το προνοούσε ρητά.
3. Μια τέτοια πρόνοια όμως δεν έχει εισαχθεί στο κείμενο του Άρθρου 33Βδις(2)(β)(ι).
4. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το στοιχείο του κατεπείγοντος ή της ύπαρξης ιδιαζουσών περιστάσεων σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δεδομένο, έχει νομολογιακά καθιερωθεί πως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προχωρήσει μονομερώς στην εξέταση της ουσίας της αίτησης και να διαγνώσει εάν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Νόμο για την έκδοση του διατάγματος, αλλά διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχεται από τη Δ.48,θ.8(3) να δώσει οδηγίες ώστε η αίτηση να γίνει δια κλήσεως για να λάβει γνώση η άλλη πλευρά. Η αίτηση, στο βαθμό και έκταση που αφορούσε στην Τράπεζα, απορρίφθηκε.
5. Η περίπτωση των πιστωτών της Τράπεζας, στους οποίους επίσης επιτράπηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο να καταχωρήσουν ένσταση, ήταν διαφορετική.
6. Λόγω της διατύπωσης του Άρθρου 33Βδις(2)(β)(ιι), το οποίο εκ πρώτης όψεως ερμηνευμένο, παρέχει στο ΑΠΙ (αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα) τη δυνατότητα να καταχωρήσει ένσταση ή να καταδείξει λόγο γιατί το εκδοθέν διάταγμα να μη παραμείνει σε ισχύει, ανάλογα με την περίπτωση, προέκυπτε ότι αποκαλυπτόταν εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση και κατά συνέπεια παραχωρήθηκε η αιτούμενη άδεια για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition ως επίσης και διαταγμάτων αναστολής.
Η αίτηση για άδεια επιτράπηκε μερικώς.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116,
Cyprus Sulphur κ. ά. v. Παραλάμα Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ.1051,
Ουζουνιάν v. Κωνσταντινίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 177.
Αίτηση.
Ν. Γεωργιάδης, για τους Αιτητές.
Ex tempore
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Oι αιτητές οι οποίοι είναι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (στο εξής «η Κεντρική Τράπεζα»), καθώς και η Αρχή Εξυγίανσης δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, Ν.17(Ι)/2013, στις 22.12.2015 καταχώρησαν μονομερή αίτηση για την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η ειδική εκκαθάριση της εταιρείας FBME Bank Ltd (στο εξής «η Τράπεζα»), συμφώνως, μεταξύ άλλων, του Άρθρου 33Βδις των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως 2015, Ν.66(Ι)/1997 (στο εξής «ο Νόμος»), και άλλων συναφών διαταγμάτων. Η άδεια λειτουργίας της Τράπεζας έχει ανακληθεί στις 21.12.2015 σύμφωνα με το Άρθρο 4Α(1) του Νόμου.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ενώπιον του οποίου τέθηκε η αίτηση, την όρισε για εξέταση την επόμενη μέρα, 23.12.2015. Την ημέρα εκείνη, εκτός από το δικηγόρο της Κεντρικής Τράπεζας, εμφανίστηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δικηγόροι εκπροσωπώντας την καθ' ης η αίτηση Τράπεζα και ορισμένους πιστωτές της, οι οποίοι έχοντας λάβει γνώση για την καταχώρηση της αίτησης, ζήτησαν όπως μη προχωρήσει η εξέταση της μονομερώς και τους επιτραπεί να καταχωρήσουν ένσταση αφού πρώτα τους επιδοθεί η αίτηση. Υπήρξε ένσταση από μέρους του δικηγόρου της Κεντρικής Τράπεζας στο αίτημα και αφού το Δικαστήριο άκουσε την επιχειρηματολογία όλων των πλευρών για το ζήτημα, επιφύλαξε την απόφαση του την οποία εξέδωσε στις 29.12.2015. Με την απόφαση του το Δικαστήριο έκρινε ορθό όπως δοθεί η δυνατότητα στην Τράπεζα και στους συγκεκριμένους πιστωτές της να προβάλουν τις θέσεις τους στα πλαίσια ενστάσεων κατά της αίτησης.
Στόχος της αίτησης, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, είναι η εξασφάλιση άδειας για την καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 29.12.2015, με την οποία «αρνήθηκε», όπως αναφέρεται στην αίτηση, να εξετάσει την μονομερή αίτηση των Αιτητών ημερομηνίας 22.12.2015 και διέταξε την επίδοση της στην Τράπεζα και στο δικηγόρο των «κατ' ισχυρισμόν πιστωτών» της, καθώς και την ακύρωση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε μετά την καταχώρηση της αίτησης. Επιδιώκεται, επίσης, η εξασφάλιση άδειας για έκδοση διατάγματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να προχωρήσει με την εκδίκαση της αίτησης ως να είναι αίτηση δια κλήσεως, καθώς και άδεια για έκδοση διατάγματος mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να αποφασίσει ex parte στη βάση της αίτησης κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Τέλος ζητείται η αναστολή κάθε ενέργειας σε σχέση ή/και η οποία απορρέει από την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μέχρι την αποπεράτωση της παρούσας διαδικασίας.
Η χορήγηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης για προνομιακά εντάλματα της φύσης certiorari και prohibition συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία ασκείται με φειδώ. Ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο για την ύπαρξη «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» και/ή την ύπαρξη «συζητήσιμης υπόθεσης» που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. H διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116).
Κεντρική θέση των αιτητών είναι ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, ενεργώντας έξω από την εξουσία του και καθ' υπέρβαση αυτής, αρνήθηκε να εξετάσει την μονομερή αίτηση για διάταγμα ειδικής εκκαθάρισης, αγνοώντας την επιτακτική πρόνοια του Άρθρου 33Βδις του Νόμου, σύμφωνα με την οποία το διάταγμα για ειδική εκκαθάριση «εκδίδεται» μετά από μονομερή αίτηση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης του. Συνακόλουθα, είναι έκδηλα παράνομη η απόφαση του ότι είχε εξουσία δυνάμει του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 και της Δ.48,θ.8(3) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών να διατάξει την επίδοση της αίτησης.
Με την αίτηση δεν αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης αλλά η νομιμότητα ανάληψης εξουσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο να αποφασίσει για την παρέμβαση αφενός της Τράπεζας και αφετέρου των συγκεκριμένων πιστωτών της στη διαδικασία που είχε ενώπιον του.
Για να είναι καλύτερα κατανοητά τα όσα θα απασχολήσουν στη συζήτηση που θα ακολουθήσει, παραθέτω το Άρθρο 33Βδις του Νόμου, στο βαθμό που ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:
«33Βδις. (1) Ανεξάρτητα από το Άρθρο 33Β, η Κεντρική Τράπεζα καταχωρεί αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος ειδικής εκκαθάρισης και διορισμό ειδικού εκκαθαριστή τράπεζας ή ΣΠΙ αντίστοιχα ως το εδάφιο (2) στις περιπτώσεις όπου -
(α) έχει ανακληθεί άδεια λειτουργίας ΑΠΙ δυνάμει του Άρθρου 30(1Α) ή δυνάμει του Άρθρου 4Α ή έχει παραδοθεί άδεια λειτουργίας ΑΠΙ δυνάμει του Άρθρου 4(6)· και
(β) το εν λόγω ΑΠΙ διατηρεί καταθέσεις που καλύπτονται σε περίπτωση που αυτό είναι τράπεζα από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων Τραπεζών και σε περίπτωση που αυτό είναι ΣΠΙ από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων ΣΠΙ όπως προβλέπονται από τον περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται· και
(γ) η ειδική εκκαθάριση του εν λόγω ΑΠΙ εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον ......................................................................................
[..]
(2)(α) Το Δικαστήριο εκδίδει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα, εφόσον πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο εν λόγω εδάφιο και διορίζει ειδικό εκκαθαριστή, και το Δικαστήριο διορίζει ειδικό εκκαθαριστή άλλο από τον Επίσημο Παραλήπτη κατόπιν σύστασης της Κεντρικής Τράπεζας και αφού ακούσει τις απόψεις της, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 229 του περί Εταιρειών Νόμου.
(β)(i) Το εν λόγω διάταγμα εκδίδεται από το Δικαστήριο µμετά από µμονομερή (ex parte) αίτηση κατ' εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών κανονισμών
(ii) Για σκοπούς καταχώρησης ένστασης ή για να καταδειχθεί εκ µμέρους του ΑΠΙ ο λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από το οικείο Δικαστήριο καθορίζεται σε διάστημα που δεν υπερβαίνει τις τρεις (3) ημέρες.»
Αποτελεί βασική αρχή δικαίου, η οποία εκφράζεται με το λατινικό αξίωμα «audi alteram partem», ότι κανείς δεν δικάζεται χωρίς να ακουστεί. Κατά παρέκκλιση όμως, ο νομοθέτης, με το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, επιτρέπει την έκδοση διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος εφόσον καταδειχθεί το επείγον ή άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις. Πρόκειται για εξαιρετικό αλλά και σπάνιο μέτρο.
Οι εξουσίες του Δικαστηρίου, με βάση το Άρθρο 9(1) του Κεφ.6, ασκούνται σύμφωνα με τον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό (βλ. Cyprus Sulphur κ.ά. v. Παραλάμα Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 1051). Διαδικαστικοί Κανονισμοί επιτρέπουν στο Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αίτησης που καταχωρήθηκε ex parte να διατάξει όπως αυτή γίνει δια κλήσεως και κοινοποιηθεί στο άλλο μέρος. Τέτοιος κανονισμός είναι η Δ.48,θ.8(3) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Έχει δε επικρατήσει η πρακτική, ασκώντας την εξουσία που του παρέχεται από τη Δ.48,θ.8(3), το Δικαστήριο να διατάσσει την επίδοση της μονομερούς αίτησης, κυρίως προς εξοικονόμηση χρόνου. Σε περίπτωση δε που αμφισβητείται η αίτηση, να καταχωρείται ένσταση.
Εν προκειμένω οι αιτητές εισηγούνται, υπογραμμίζοντας τη φράση «τηρουμένων των αναλογιών» στο Άρθρο 33Βδις (2)(β)(ι), το επιτακτικό της λέξης «εκδίδει», σε αντιδιαστολή με τη φράση «δύναται να εκδώσει», και το σκοπό του Νόμου, ότι ο νομοθέτης δεν αναφέρεται σε εκείνες τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 ή των διαδικαστικών κανονισμών που αναιρούν ή ακυρώνουν τις πρόνοιες του δικαιοδοτικού Νόμου αλλά μόνο στο κατάλοιπο των προνοιών τους οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, είναι διαδικαστικής φύσεως. Με το Άρθρο 33Βδις(2)(β)(ι) ο νομοθέτης αφαίρεσε, υποστηρίζουν, τη διακριτική ευχέρεια που παρέχει στο Δικαστήριο το εδάφιο 1 του Άρθρου 9 του Κεφ. 6, και το εδάφιο 3 ως προς το χρόνο καταχώρησης ένστασης, αφήνοντας μόνο τις πρόνοιες του εδαφίου 2.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Προκύπτει με σαφήνεια από το Άρθρο 33Βδις(2)(β)(ι) ότι η αίτηση για ειδική εκκαθάριση υποβάλλεται μονομερώς. Δεν είναι υποχρεωτική, όμως, η μονομερής εξέτασή της. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να καταστήσει υποχρεωτική τη μονομερή εξέταση τέτοιας αίτησης από το Δικαστήριο, στερώντας από αυτό τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το Άρθρο 9 του Κεφ. 6 και η Δ.48,θ.8(3) να διατάξει τη γνωστοποίηση της στο άλλο μέρος, θα το προνοούσε ρητά. Μια τέτοια πρόνοια όμως δεν έχει εισαχθεί στο κείμενο του Άρθρου 33Βδις(2)(β)(ι). Η πιο πάνω θεώρηση για το ζήτημα που απασχολεί υποστηρίζεται, κατά την άποψη μου, και από το γεγονός ότι το Άρθρο 33Βδις(2)(β)(ιι) προνοεί διαζευκτικά για την καταχώρηση ένστασης ή την κατάδειξη εκ μέρους του ΑΠΙ, του λόγου για τον οποίο το εκδοθέν διάταγμα πρέπει να παύσει να παραμένει σε ισχύ.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μου η θέση των αιτητών, με παραπομπή στη γνωμάτευση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ουζουνιάν v. Κωνσταντινίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 177, (Νομικό Ερώτημα αρ.364), ότι η φράση «τηρουμένων των αναλογιών», σημαίνει να τηρηθούν οι αναλογίες και δεν σημαίνει «mutatis mutandis». Εκεί, βέβαια, απασχόλησε η φράση, «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω» όπως εμφανίζεται στο Άρθρο 111.3 του Συντάγματος, με αναφορά στη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων. Θεωρώ, εν προκειμένω, ότι η φράση «τηρουμένων των αναλογιών» στο Άρθρο 33Βδις(2)(β)(ι), δεν αναφέρεται στις ίδιες τις διατάξεις του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, αλλά στα δεδομένα της εκάστοτε υπόθεσης που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου τα οποία, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να δικαιολογούν ή όχι τη μονομερή εξέταση της αίτησης. ¨
Να σημειωθεί περαιτέρω, ότι ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το στοιχείο του κατεπείγοντος ή της ύπαρξης ιδιάζουσων περιστάσεων σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δεδομένο, έχει νομολογιακά καθιερωθεί πως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προχωρήσει μονομερώς στην εξέταση της ουσίας της αίτησης και να διαγνώσει εάν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Νόμο για την έκδοση του διατάγματος, αλλά διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχεται από τη Δ.48,θ.8(3) να δώσει οδηγίες ώστε η αίτηση να γίνει δια κλήσεως για να λάβει γνώση η άλλη πλευρά (βλ. Cyprus Sulphur κ.ά v. Παραλάμα Λτδ ανωτέρω).
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι η παρούσα αίτηση, στο βαθμό και έκταση που αφορά στην Τράπεζα, δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Η περίπτωση των πιστωτών της Τράπεζας, στους οποίους επίσης επιτράπηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο να καταχωρήσουν ένσταση, είναι διαφορετική. Λόγω της διατύπωσης του Άρθρου 33Βδις(2)(β)(ιι), το οποίο εκ πρώτης όψεως ερμηνευμένο, παρέχει στο ΑΠΙ (αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα) τη δυνατότητα να καταχωρήσει ένσταση ή να καταδείξει λόγο γιατί το εκδοθέν διάταγμα να μη παραμείνει σε ισχύει, ανάλογα με την περίπτωση, κρίνω ότι αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση και κατά συνέπεια παραχωρείται η αιτούμενη άδεια για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition. Η περαιτέρω συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στο βαθμό και έκταση που αφορά τους εν λόγω πιστωτές της Τράπεζας, αναστέλλεται μέχρι την εκδίκαση της δια κλήσεως αίτησης και την έκδοση απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η αίτηση να καταχωρηθεί εντός 3 ημερών από σήμερα και να οριστεί στις 18.1.2016 η ώρα 8.30 π.μ. για οδηγίες.
Η αίτηση για άδεια επιτρέπεται μερικώς.