ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D537
(2016) 1 ΑΑΔ 2717
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.138/16
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
2 Δεκεμβρίου, 2016
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟLVI ESTATES LTD, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 21.11.2016 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ.4531/15
----------------------
ΜΟLVI ESTATES LTD
Ενάγουσα
και
1. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΙΜΩΝΟΣ
2. HELLENIC BANK PUBLIC CO. LTD.
3. WINPORT SERVICES LTD
4. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εναγόμενοι
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΘΡΟ 30, ΑΡΘΡΑ 31, 32 ΚΑΙ 47 ΤΟΥ Ν.14/60, ΕΠΙ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΑΤΑΓΗ 35, ΘΕΣΜΟΙ 18 ΚΑΙ 19, ΔΙΑΤΑΓΗ 48, ΘΕΣΜΟΙ 2-4 ΚΑΙ 8(1)ee, Δ.40, θθ.7,11 ΚΑΙ 15 ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ.6, ΑΡΘΡΟ 9, ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟΥ ΟΠΩΣ ΑΥΤΕΣ ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ERINFORD PROPERTIES LTD v. CHESHIRE COUNTY COUNCIL (1974)2 ALL E.R.448, KANONIΣMOYΣ TOY ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ 1883, ΔΙΑΤΑΓΗ 59, 4 (2) 5, 9, 18(1) ΚΑΙ 19(2) (3), ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
---------------------
Αλ.Μελάς, για τους αιτητές
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.: Η αιτήτρια με την αίτηση της ζητά τις ακόλουθες θεραπείες, ως παρατίθενται αυτούσια:
«Α. Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην παρούσα Αίτηση, που εξεδόθει στις 21/11/16 στα πλαίσια της αγωγής με αριθμό 4531/15, με την οποία το Δικαστήριο παρέλειψε να ασκήσει την δικαιοδοσία που έχει, εξετάζοντας και δικάζοντας την ενδιάμεση αίτηση της αιτήτριας ημερ. 6/9/16 για έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων εκκρεμούσης έφεσης ("injunctions pending appeal"), αποφασίζοντας ότι η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει λόγω δεδικασμένου ένεκα της απορριπτικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου ημερ. 12/7/16 σε σχέση με την ίδια θεραπεία και επίσης θεώρησε εμφανώς λανθασμένα ότι η δικαιοδοσία αυτή δεν μπορεί να έχει αντικείμενο την έκδοση προσωρινού διατάγματος, λόγω του ότι προηγουμένως αρνήθηκε το Δικαστήριο να το εκδώσει, χωρίς να εντοπίσει και να ασχοληθεί καν με το ότι αυτή ακριβώς είναι η φιλοσοφία αυτής της δικαιοδοσίας.
Β. Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Ε.Δ. Λεμεσού όπως ασκήσει την αρμοδιότητα που του παρέχεται και να εκδικάσει μέσα στα πλαίσια αυτής της δικαιοδοσίας του και της νομικής της βάσης, την αίτηση της αιτήτριας ημερ. 6/9/16 για έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων εκκρεμούσης έφεσης. ("injunctions pending appeal") καθώς δεν εμποδίζεται να το πράξει αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει δεδικασμένο ένεκα προηγούμενης απορριπτικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου και επίσης ακριβώς είναι αυτή η φιλοσοφία της ύπαρξης αυτής της δικαιοδοσίας, να εκδοθεί δηλαδή προσωρινό διάταγμα όμοιο με αυτό που το ίδιο Δικαστήριο αρνήθηκε να εκδώσει στα πλαίσια ενδιάμεσης αίτησης.
Γ. Άδεια του Δικαστηρίου για τη μεταφορά του φακέλου της αγωγής του Ε.Δ. Λεμεσού με αριθμό 4531/2015 στο Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπούς εξέτασης της Αίτησης Certiorari για ακύρωση της προαναφερθείσας Απόφασης ημερ. 21/11/16 και έκδοσης Διατάγματος Mandamus».
Η αίτηση στηρίζεται σε έκθεση γεγονότων και ένορκη δήλωση δικηγόρου που συνεργάζεται με το γραφείο του κ.Μελά.
Τα κυριότερα γεγονότα που προκύπτουν από την παρούσα δικογραφία έχουν ως εξής:
Η αιτήτρια είναι η ενάγουσα στην αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού 4531/15 και στις 12.11.2015 καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζητούσε μονομερώς - μεταξύ άλλων - εναντίον της εναγομένης 3 (Winport Services Ltd) προσωρινό διάταγμα που να απαγορεύει σ΄αυτήν να επεμβαίνει ή να προβαίνει σε οποιανδήποτε δικαιοπραξία για 3 συγκεκριμένα ακίνητα τα οποία και περιγράφονται.
Η αίτηση εκρίθη ότι έπρεπε να επιδοθεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τα μέρη ως προς το πιο πάνω θέμα απέρριψε στις 12.7.2016 την αίτηση κυρίως επί τo ότι δεν αποδείχθηκε η πλήρωση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60.
Η ενάγουσα επανήλθε επί του ιδίου αιτήματος με αίτηση της ημερ. 6.9.2016 αιτούμενη την έκδοση του ιδίου διατάγματος πλην όμως «όχι μέχρι την ολοκλήρωση της αγωγής» αλλά «μέχρι την ολοκλήρωση της έφεσης που καταχωρήθηκε στις 26.7.2016 εναντίον της ως άνω απόφασης»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και τα δύο μέρη, απέρριψε στις 21.11.2016 την αίτηση με αιτιολογία που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Είναι επ΄αυτής της απόφασης που επιδιώκονται οι αιτούμενες θεραπείες για να ενεργοποιηθεί βασικά η εξαιρετική δικαιοδοσία προνομιακών ενταλμάτων. Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να καταγράψουμε συνοπτικά τις αρχές που αφορούν τα προνομιακά εντάλματα κυρίως ως προς την αφετηρία της διαδικασίας με την παραχώρηση ή μη σχετικής άδειας.
Η διαδικασία αυτής της φύσης δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της εφετειακής λειτουργίας. Μπορεί και πρέπει να έχει αντικείμενο αυτής τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Λυσιώτης (1996)1Β Α.Α.Δ. 739, και Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Co. Ltd IT (1992) 1 Α.Α.Δ. 116).
Το θέμα λοιπόν που πρώτιστα αναφύεται είναι αν, εκ πρώτης όψεως ως άνω, η αιτήτρια έχει τεκμηριώσει την αίτηση της. Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ΄εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση Κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464 και Easygroup Holdings Ltd, πολιτ. εφ. 61/14 ημερ. 28.6.2016).
Σημειώνεται ακόμη ότι εκεί όπου υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό ένδικο μέσο, οι πιθανότητες έγκρισης τέτοιας αίτησης ουσιωδώς αναιρούνται και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις - όπου ακριβώς συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις - δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης προνομιακού ένταλμα ή χορηγείται το ένταλμα. (βλ. Γεν. Εισ.(αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, Μεστάνας (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1469 και Aνδρονίκη Παντελίδου και 1. Τράπεζα Κύπρου, 2. Ταμείο Προνοίας Τράπεζας Κύπρου, (2012)1Α Α.Α.Δ. 878).
Κατά την εφαρμογή των πιο πάνω αρχών στην πιο πάνω υπόθεση είναι σημαντικό να τεθούν οι λόγοι που η αιτήτρια προβάλλει ως προς την αναγκαιότητα παροχής των αιτουμένων θεραπειών και για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των λόγων θεωρώ ορθότερο να τους μεταφέρω αυτούσιους ως καταγράφονται στην έκθεση γεγονότων και επιβεβαιώνονται ενόρκως:
«Α) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού παρέλειψε να ασκήσει την δικαιοδοσία που του προσέδιδε η νομική βάση της αίτησης της αιτήτριας ημερ. 6/9/16. Θεώρησε ότι εμποδίζεται να επιληφθεί της ουσίας της αίτησης λόγω δεδικασμένου από την απορριπτική απόφαση ημερ. 12/7/16 που αφορούσε το ίδιο αιτητικό με τους ίδιους διαδίκους. Αυτό ήταν εντελώς λανθασμένο αφού αντικείμενο της συγκεκριμένης δικαιοδοσίας ΕΙΝΑΙ η έκδοση ενός απαγορευτικού διατάγματος ίδιου ή παρόμοιου με εκείνο το οποίο το Δικαστήριο ακύρωσε προηγουμένως ή αρνήθηκε να εκδώσει με την απορριπτική του απόφαση η οποία εφεσιβάλλεται. Έτσι ασκείται αυτή η δικαιοδοσία. Συνεπώς η έκδοση της απορριπτικής απόφασης ΗΜΕΡ. 12/7/16 δεν θα μπορούσε να αποτελέσει δεδικασμένο και να προσδώσει καταχρηστικό χαρακτήρα στην αίτηση. Απεναντίας είναι αυτή καθ αυτή η έκδοση της απορριπτικής απόφασης σε συνδυασμό με την καταχώρηση Έφεσης που αποτελούν τα θεμέλια και τα πλαίσια στα οποία κινείται αυτή η δικαιοδοσίας την οποία το Ε.Δ Λεμεσού δεν άσκησε αφού στην ουσία απέρριψε εκ προοιμίου χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της αίτησης .
Β) Στην απόφαση του Ε.Δ Λεμεσού υπάρχει έκδηλη νομική πλάνη η οποία επηρέασε και την κρίση του να μην ασκήσει και να μην προβεί σε ανάληψη της συγκεκριμένης δικαιοδοσίας θεωρώντας ότι αντικείμενο της αίτησης που είχε ενώπιον μπορούσε να αποτελέσει μόνο διάταγμα αναστολής εκδοθέντος διατάγματος του οποίου η μη αναστολή επηρεάζει ουσιωδώς το αντικείμενο της Έφεσης. Οι 3 αποφάσεις όμως τις οποίες το ίδιο αναφέρει ξεκάθαρα υποδεικνύουν το αντίθετο. Το συμπέρασμα αυτό δε προκύπτει από μια απλή ανάγνωση των 3 αποφάσεων από την οποία επίσης προκύπτει ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ισχυρισμός περί δεδικασμένου ή καταχρηστικότητας.
Γ) Υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις ένεκα των προβαλλόμενων λόγων των αιτητών καθώς και από την φύση της συγκεκριμένης δικαιοδοσίας η οποία πρέπει να ασκείται σε εξαιρετικές περιστάσεις. Το Ε.Δ Λεμεσού όμως δεν επιλήφθηκε της συγκεκριμένης δικαιοδοσίας αφού με την νομική πλάνη στην οποία υπέπεσε θεώρησε ότι εμποδίζεται να το πράξει λόγω δεδικασμένου. Αυτή δε η νομική του πλάνη είναι έκδηλη στο πρακτικό. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι το έκδηλο αυτό νομικό σφάλμα οδήγησε τελικά στο να μην ασκηθεί από το Δικαστήριο η συγκεκριμένη δικαιοδοσία αποδεικνύει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Η ύπαρξη του εναλλακτικού μέσου της Εφεσης δεν θα έχει τα ίδια αποτελέσματα καθώς στην ουσία το Ε.Δ Λεμεσού δεν άσκησε την δικαιοδοσία του ώστε να υπάρχει απόφαση επί της ουσία της αίτησης για τους λόγους που αναφέραμε. Λόγω δε της έκδηλα λανθασμένης νομικής ερμηνείας των 3 αποφάσεων που ανέφερε το ίδιο καθίσταται βέβαιο ότι η οποιαδήποτε απόφαση επί 'Εφεσης θα διατάξει την επανεκδίκαση της αίτησης όπως στην ουσία αυτό επιδιώκουμε να ζητήσουμε με το διάταγμα mandamus εάν και εφόσον μας δοθεί η αιτούμενη άδεια. Εάν το Δικαστήριο ασκούσε την δικαιοδοσία του και αποφάσιζε επί της αίτησης τότε σίγουρα δεν θα μπορούσε να πετύχει η παρούσα αίτηση και θα ήταν αναγκαία η καταχώρηση ΄Εφεσης.»
΄Εχουν μελετηθεί οι πιο πάνω θέσεις της αιτήτριας και κρίνω ότι δεν μπορούν να επιτύχουν για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια.
΄Εχει κατ΄αρχήν δίκαιο ο κ.Μελάς ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου για δεδικασμένο εκ της προηγούμενης απόφασης δεν έχει εν αυστηρή εννοία περιθώριο εφαρμογής με την κλασσική τουλάχιστον έννοια σε τέτοιας φύσεως αιτήσεις, αφ΄ης στιγμής ομιλούμε για τις αρχές που πηγάζουν από την αγγλική υπόθεση Erinford Properties Ltd & Another v. Cheshire County Council (1974)2 All E.R. 448. H Erinford είναι η κλασσική αγγλική αυθεντία που αφορά παρεμπίπτον διάταγμα εκκρεμούσης έφεσης. (βλ. το Σύγγραμμα Γιώργος Ερωτοκρίτου και Πέτρος Αρτέμης, ΔΙΑΤΑΓΜΑΤA INJUNCTIONS, έκδ.2016, σελ.173-174 και επίσης την Πολιτική Αίτηση 160/15 Aναφορικά με την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου, ημερ. 13.1.2016).
Η Erinford απασχόλησε τον Νικολάου Δ (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Ocean Corporation Ltd v. Novorossijkrybpromo Company Ltd (No.2) (1996) 1B A.A.Δ. 1154, όπου αναφέρει τα εξής:
«Η διαφύλαξη του δικαιώματος έφεσης με τη διατήρηση του αντικειμένου αποτελεί βέβαια μείζον ζήτημα προς το οποίο το Δικαστήριο δεν παραμένει αδιάφορο. Με εκλαμβανόμενη ως δεδομένη τη δικαιοδοτική δυνατότητα έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων την οποία υποστηρίζει η εν λόγω απόφαση, χωρίς όμως να αποφαίνομαι επ' αυτής οριστικά, το Δικαστήριο οφείλει ακολούθως να εξετάσει το κατά πόσο συντρέχουν λόγοι και είναι δίκαιο να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα. Το που κλίνει η πλάστιγγα σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι πάντοτε εύκολο να το διακρίνει κανείς. Στην εν λόγω απόφασή του ο δικαστής Megarry φαίνεται να θεωρεί πως η έκδοση τέτοιου διατάγματος δικαιολογείται ως σχεδόν ζήτημα ρουτίνας με εξαίρεση μόνο όπου συντρέχουν ειδικοί λόγοι. Κατονομάζει δύο. Ο ένας είναι όπου η αίτηση δεν ενέχει σοβαρότητα και ο άλλος είναι όπου το ισοζύγιο ευκολίας δεν θα καθιστούσε σκόπιμη την έκδοση. Αυτή η τόσο ευρεία προσέγγιση δεν με βρίσκει σύμφωνο.»
Η ως άνω επιφύλαξη είναι ενδεικτική του βάρους που οι αιτητές έχουν να αποσείσουν σε τέτοιου τύπου αιτήσεις, βάρους που δεν σχετίζεται τόσο με την βασιμότητα της έφεσης αλλά που άπτεται της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων.
Από την αγγλική νομολογία προκύπτει ότι η συναφής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις που αφορούν σε διατήρηση περιουσίας ή χρηματικού ποσού ως αντικειμένου της αγωγής, αλλά βασίζεται σε μια ευρύτερη αρχή, ότι για να διασφαλιστούν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου και για να μη καταστούν άνευ αξίας με αδικαιολόγητη διάθεση της περιουσίας ή άλλως πως, θα πρέπει το Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. (Βλ. Ketchum International Plc v. Group Public Relations Holdings Ltd and others (1996) 4 All E.R. 374, η οποία υιοθέτησε την Pollini v. Gray (1879) 12 Ch. D. 439).
Η υπόθεση Aspis Liberty Life Insurance Public Co. Ltd ν. Λεονώρας άλλως γνωστή Νόρα Σιακατίδου, (2011)1Γ Α.Α.Δ. 1816 που επικαλέσθηκε και ο κ.Μελάς, εν προκειμένω αλλά και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, τοποθετεί το θέμα με μεγαλύτερη σαφήνεια ως προς το τι μπορεί να ισχύει στην Κύπρο σαν καθοδήγηση από την αγγλική νομολογία, αφού, όπως είναι φανερό στην Αγγλία, τέτοιου είδους διατάγματα μπορούν να εκδοθούν με συγκεκριμένη περιορισμένη χρονική περίοδο ώστε το θέμα να το επιληφθεί το Εφετείο. Μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα από την Aspis ότι εν πάση περιπτώσει στην Κύπρο, η εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με ακόμη περισσότερη φειδώ και περίσκεψη, χωρίς όμως να αποκλείεται η ούτως εξυπακουομένη εξουσία του Δικαστηρίου.
Είναι σκόπιμο και χρήσιμο να δώσουμε την εκτεταμένη ανάλυση του Δικαστηρίου στην Aspis, ώστε να γίνει το θέμα πιο κατανοητό. Στην αρχή ξεκαθαρίζεται ότι δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων ότι το πρώτο διάταγμα δεν έχει συνταχθεί επίσημα.
Παρατηρεί σχετικά το Ανώτατο Δικαστήριο:
«Εξάλλου, και σε αριθμό Κυπριακών αποφάσεων, στις οποίες έγινε δεκτή η γενική αρχή που τέθηκε στην υπόθεση Erinford, οι αιτήσεις με τις οποίες εζητείτο η αναστολή εκτέλεσης διατάγματος, ή η έκδοση νέου διατάγματος εκκρεμούσας έφεσης, είχαν γίνει μεταγενέστερα της έκδοσης της αρχικής απόφασης, χωρίς αυτό το στοιχείο να θεωρηθεί ως κώλυμα. (Βλ. Tafco v. Ship "Lambros L" (No.2) (1977) 1 CLR 159, Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ.3) (2005) 1(Β) ΑΑΔ 1255, Ocean Corporation Ltd v. Novorossijskrybprom Company Ltd (Αρ. 2) (1996) 1 Β ΑΑΔ 1154.»
Ως προς την ουσία της εξουσίας διαταγμάτων τύπου Erinford το Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα:
«..η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε την ουσία και τις αρχές που τέθηκαν στην προαναφερθείσα υπόθεση Erinford, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση του ότι το αποτέλεσμα της έφεσης δεν θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Όπως υποστηρίζει η εφεσείουσα, στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη έλαβε την προειδοποίηση ότι η εφεσείουσα έχει πιθανότητα να επιτύχει στην απαίτησή της και με την ίδια απόφαση όμως, έφυγε από πάνω της το βάρος του ενδιάμεσου διατάγματος επιβάρυνσης της περιουσίας της, οπότε έχει κάθε λόγο να αποξενώσει την περιουσία της εκκρεμούσας της έφεσης που καταχωρήθηκε, και η έφεση θα καταστεί έτσι άνευ αντικειμένου. Κατ΄ εφαρμογή δε και τηρουμένων των αναλογιών, των αρχών που διέπουν τα της αναβολής εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων εκκρεμούσας έφεσης, το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε εκδώσει το επίδικο διάταγμα.
Από την άλλη, η πλευρά της εφεσίβλητης επικαλείται κατά κύριο λόγο την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (ανωτέρω) και ισχυρίζεται ότι, με βάση αυτή την απόφαση και σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν είναι δυνατό ένα Κυπριακό Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα που να διατηρεί σε ισχύ και/ή να παρατείνει την ισχύ του ακυρωθέντος παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.
Εκείνο το οποίο θα πρέπει κατ΄ αρχάς να επισημανθεί είναι ότι η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (ανωτέρω), δεν μπορεί να βοηθήσει τη θέση της εφεσίβλητης, εφόσον διαφορετικά ήσαν εκεί τα γεγονότα και διαφορετική ήταν η αρχή που τέθηκε. Εκείνη η υπόθεση αναφερόταν σε έφεση η οποία ασκήθηκε κατά της απόφασης Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία είχε ακυρωθεί με ένταλμα τύπου Certiorari παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας επειδή δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση του άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ως προς την παροχή εγγύησης. Ο εφεσείων-αιτητής αποτάθηκε, τόσο στον πρωτόδικο Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και στο Εφετείο με μονομερή αίτησή του ζητώντας την έκδοση διατάγματος προς "διατήρησιν σε ισχύν και/ή παράτασιν της ισχύος του διατάγματος ημερομ. 27.7.2005". Ο πρωτόδικος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου με απόφασή του ημερομηνίας 29.9.2005, (2005) 1 Β ΑΑΔ 1523 αποφάνθηκε ότι δεν είχε εξουσία έκδοσης ενός τέτοιου διατάγματος. Στην απόφαση της Ολομέλειας, την οποία επικαλείται η εφεσίβλητη, εκείνο το οποίο αποφασίστηκε δεν είναι αυτό που ισχυρίζεται, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατό για ένα Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα που να διατηρεί σε ισχύ και/ή να παρατείνει την ισχύ ακυρωθέντος παρεμπίπτοντος διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Εκείνο το οποίο αποφάσισε, ή καλύτερα διέγνωσε, η Ολομέλεια ήταν ότι η υπό εξέταση περίπτωση διαφοροποιείτο από την Erinford καθότι το πρόβλημα δεν ήταν κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ή όχι εξουσία να εκδώσει ένα τέτοιο διάταγμα, αλλά κατά πόσο το Εφετείο στο πλαίσιο έφεσης θα μπορούσε να το εκδώσει. Αφού δε απέδωσε πλήρη αιτιολογία η Ολομέλεια, αποφάνθηκε ότι στην Κύπρο δεν φαίνεται να παρέχεται σε εφεσείοντα το δικαίωμα όπως επιζητεί την έκδοση τέτοιου είδους διατάγματος από το Εφετείο.
Το θέμα όμως το οποίο εδώ εξετάζεται στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης δεν αφορά τυχόν εξουσία του Εφετείου όπως εκδίδει τέτοιο διάταγμα στο πλαίσιο της έφεσης, παρά μόνο εξετάζεται η δυνατότητα έκδοσης και η ορθότητα της άρνησης έκδοσης του διατάγματος από το πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο. Όμως, από την άλλη, οι παρατηρήσεις στις οποίες προέβηκε το Εφετείο στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (ανωτέρω) ως προς την διαφορετικότητα του Κυπριακού νομοθετικού πλαισίου και την ανυπαρξία νομοθετικής ρύθμισης για παροχή τέτοιας θεραπείας από το Κυπριακό Εφετείο, δεν μπορούν παρά να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Όπως ορθά διαπίστωσε το Εφετείο, στην Αγγλία ένα τέτοιο θέμα, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 69(1) του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act 1925 μπορούσε να ρυθμισθεί από το ίδιο το Εφετείο. Επομένως, το μόνο θέμα το οποίο εξετάστηκε στην υπόθεση Erinford ήταν κατά πόσο ενδιάμεσα, μέχρι δηλαδή να μπορεί να επιληφθεί του θέματος το Εφετείο, μπορούσε να παρασχεθεί στους αιτητές μια προσωρινή, περιορισμένης έκτασης θεραπεία μερικών ημερών που θα απέτρεπε την πρόκληση τετελεσμένων. Συγκεκριμένα, το Κυπριακό Εφετείο προέβηκε στις ακόλουθες επισημάνσεις, [(2005) 1 Β ΑΑΔ 1534]:
"Να δούμε λοιπόν την Erinford η οποία, καθώς μας φαίνεται, στην Κύπρο σε ορισμένες περιπτώσεις θεωρήθηκε πως απεικόνιζε αρχές που ίσχυαν και στο δικό μας σύστημα (βλ. π.χ. την Tafco v. Ship "Lambros L" (No.2) (1977) 1 C.L.R. 159) σε άλλες αντικρίστηκε με επιφυλακτικότητα (βλ. Stavros Makrís Ltd v. Ports Authority (1985) 1 C.L.R. 731) ενώ σε μια τέθηκε ερωτηματικό (βλ. Ocean Corp. Ltd v. Novorossijkrybprom Co Ltd (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1154). Για να κατανοήσει κανείς την Erinford χρειάζεται όχι μόνο να συλλάβει τη λεπτομέρεια των στοιχείων της αλλά και το πλαίσιο των αγγλικών νομοθετικών διατάξεων στις οποίες εντασσόταν η περίπτωση και οι οποίες, σε ουσιώδη πτυχή, στην οποία θα αναφερθούμε αργότερα, διέφεραν από τις Κυπριακές. Στην Erinford είχε απορριφθεί, στις 14 Μαρτίου 1974, αίτημα των εναγόντων για προσωρινό διάταγμα με το οποίο να εμποδιζόταν η τοπική Αρχή να εξετάσει τις αιτήσεις τους για πολεοδομική άδεια, χωρίς συνάρτηση με παρόμοια εκκρεμούσα αίτηση άλλων προσώπων, μη διαδίκων στην αγωγή, σε σχέση με παρακείμενη γη. Μετά την απόρριψη του αρχικού αιτήματος, οι ενάγοντες αποτάθηκαν αμέσως στο πρωτόδικο δικαστήριο για διάταγμα με τους ίδιους όρους για σκοπούς έφεσης την οποία, καθώς δήλωσαν, είχαν πρόθεση να καταχωρίσουν αλλά χρειάζονταν μερικές ημέρες, ήτοι μέχρι τις 20 Μαρτίου το αργότερο. Ας σημειωθεί ότι μεταγενέστερα το ζήτημα θα μπορούσε να ρυθμιστεί με βάση το άρθρο 69(1) του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act, 1925 και εναγομένων εισηγήθηκε, χωρίς όμως να παραπέμψει σε αυθεντίες, πως σύμφωνα με την πρακτική τέτοιο διάταγμα μόνο το εφετείο είχε εξουσία να εκδώσει. Το δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς στις αποφάσεις οι οποίες αφορούσαν στο ζήτημα και στις οποίες εμφανιζόταν κάποια διάσταση. Κατέληξε, με την ερμηνεία που τους έδωσε, ότι επειδή καθίστατο αναγκαία η προστασία του δικαιώματος έφεσης, παρεχόταν ανάλογα και εξουσία για την έκδοση σχετικού διατάγματος και ότι, επιπλέον, ήταν προτιμότερο, για λόγους ευκολίας, το ζήτημα να εξεταζόταν αρχικά από το πρωτόδικο δικαστήριο."
Το θέμα λοιπόν το οποίο είχε απασχολήσει στην Erinford ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε να δοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο μια πολύ περιορισμένης χρονικής έκτασης θεραπεία διατήρησης του status quo έξι ημερών, μέχρις ότου να μπορούσε να επιληφθεί του ίδιου θέματος το Αγγλικό Εφετείο και να αποφασίσει κατά πόσο εκείνο να δώσει μακρύτερης χρονικής διάρκειας θεραπεία εκκρεμούσης της έφεσης. Εκείνος δε ο παράγοντας ήταν που τελικά μέτρησε και επενήργησε θετικά στην σκέψη του Megarry J. ώστε να εκδώσει το ζητηθέν προσωρινό διάταγμα. Όπως ο ίδιος ο Megarry J. ανέφερε στην απόφασή του στη σελίδα 449:
"The county council had previously been bound by an undertaking in similar terms, but this came to an end with the dismissal of the motion and counsel of the county council had no instructions to renew it or offer any other undertaking. He volunteered, however, that the next meeting of the appropriate body of the county council would not be until 28th March and in the end counsel for the plaintiffs was content to seek an ex parte injunction only over 20th March, which, he said would allow time for him to give notice of appeal and to serve notice of motion to extend the injunction. Ultimately, I held that I should grant the injunction in this modified form..."
Επανερχόμενη στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης παρατηρώ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στο θέμα του δεδικασμένου ή της κατάχρησης ως το μόνο αιτιολογικό απόρριψης της αίτησης. Παρά το ότι η περαιτέρω αιτιολογία ως προς την απόρριψη δεν είναι η πλέον υποδειγματική στη δομή και στο περιεχόμενο αυτής, ωστόσο περιέχει τα προαπαιτούμενα της δικανικής κρίσης - και πέραν από το θέμα του δεδικασμένου και της κατάχρησης. Περαιτέρω αφού η νομική βάση της αίτησης περιείχε τη Δ.35 θ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν έχει δίκαιο ο κ.Μελάς που θεωρεί λάθος την ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το θέμα αυτό. Δεν αποκλείεται να παρεισφρύουν λάθη στην αντίληψη και στην εφαρμογή των πιο πάνω αρχών στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όμως στην κρινόμενη περίπτωση δεν εξετάζεται η ορθότητα της κρίσης αλλά η νομιμότητα αυτής, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα. Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς ομιλεί και εξετάζει την εφαρμογή ή όχι της Erinford. Προφανώς στο ίδιο πλαίσιο σκέψης διατυπώνει την κρίση ότι στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση εκφράζεται «μια γενική τοποθέτηση χωρίς να συγκεκριμενοποιεί γιατί η έφεση οποιαδήποτε και να είναι η κατάληξη αυτής δεν θα έχει αποτέλεσμα ή αντίκρισμα». Τονίζεται παρακάτω ότι το ζητούμενο είναι η διαφύλαξη του αντικειμένου της έφεσης με τη διατύπωση της τελικής του κρίσης ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Με όλο το σεβασμό στη θέση της αιτήτριας προκύπτει και από τις πιο πάνω αναφορές στη νομολογία ότι ακριβώς το κύριο ζητούμενο είναι η διαφύλαξη του αντικειμένου της έφεσης. Στην κρινόμενη περίπτωση θα ήταν δύσκολο να ομιλούμε για άρνηση δικαιοδοσίας με βάση τις αρχές της Erinford, αφού ουδέποτε είχε εκδοθεί διάταγμα ώστε με την ακύρωση του να έπρεπε ενδεχομένως να εξευρεθεί τρόπος ενδιάμεσης θεραπείας ώσπου να εκδικαστεί η έφεση. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία λαμβανομένου υπόψη του διαρρεύσαντος συνολικά χρόνου με αφετηρία την πρώτη αίτηση.
Στο σημείο ακριβώς αυτό υπεισέρχονται ακόμη δύο θέματα που λειτουργούν ωσαύτως αρνητικά ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης των αιτουμένων θεραπειών. Το πρώτο είναι η καθυστέρηση η οποία δεν θα κριθεί από την ημερομηνία της δεύτερης (υπό κρίση) απόφασης ημερ. 21.11.2016 αλλά από την πρώτη απόφαση ημερ. 12.7.2016, και σε συνάρτηση με το ότι η πρώτη αίτηση για έκδοση διατάγματος καταχωρείται ένα χρόνο πριν. Η ανάγκη διαφύλαξης του αντικειμένου της έφεσης, εάν υπήρχε, συνέτρεχε από τότε. Εν πάση περιπτώσει, η αιτήτρια από τις 12.7.2016 παραλείπει να προβεί σε άμεση ενέργεια και το πράττει δύο μήνες μετά. Δεν δικαιολογείται αυτή η καθυστέρηση. Το δεύτερο θέμα αφορά στο ότι ακριβώς για τους λόγους που επεσήμανα πιο πάνω (κυρίως ότι δεν είχε εκδοθεί ποτέ διάταγμα και ο χρόνος που έχει διαρρεύσει) δεν συντρέχουν ούτε εξαιρετικές περιστάσεις που θα συνηγορούσαν υπέρ των αιτουμένων θεραπειών ακόμη και αν υπήρχε συζητήσιμη υπόθεση.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.