ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A507
(2016) 1 ΑΑΔ 2530
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 248/2010)
3 Νοεμβρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΔΕΣΠΩ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΑΒΒΑ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
A. TSOKKOS HOTELS (PUBLIC) LTD,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Γιολάντα Ζαχαρίου (κα), για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Μαρία Χατζηκωνσταντή (κα), για Γιώργο Φ. Πιττάτζη, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά εργατική διαφορά, η οποία ανέκυψε μεταξύ της εφεσείουσας και των εργοδοτών της A. Tsokkos Hotels (Public) Ltd., εφεσιβλήτων, κατά την περίοδο των μηνών Απριλίου και Μαΐου του 2007. Η κορύφωση, σε σχέση με αυτή, επήλθε με την υποβολή, από την εφεσείουσα, παραίτησης από την υπηρεσία των εφεσιβλήτων, με επιστολή ημερομηνίας 14.5.2007.
Ακολούθως, η εφεσείουσα καταχώρισε, στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, αίτηση για αποζημίωση, λόγω παράνομου τερματισμού της απασχόλησής της. ΄Οπως ισχυρίζεται, είχε εξαναγκαστεί να υποβάλει την παραίτησή της, για το λόγο ότι οι εφεσίβλητοι, ως οι εργοδότες της, κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας εργοδότησης, δεν την κάλεσαν «... να επανέλθει στην εργασία της μετά την λήξη της περιόδου αναστολής που έληγε την 21.3.2007». Οι εφεσίβλητοι απάντησαν πως ο τερματισμός της απασχόλησής της προκλήθηκε από την ίδια, όταν αυτή εγκατέλειψε οικειοθελώς την υπηρεσία τους και ανέλαβε εργασία σε άλλο εργοδότη.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο δέχτηκε τη θέση, ανωτέρω, των εφεσιβλήτων και, με την αιτιολογημένη απόφασή του, απέρριψε τη σχετική αίτηση της εφεσείουσας. Από την έφεση, την οποία αυτή υπέβαλε, επιδιώκοντας την ανατροπή της πιο πάνω απόφασης, θα εξεταστούν, βεβαίως, μόνο οι λόγοι οι οποίοι αφορούν σε νομικά σημεία. Ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται από το άρθρο 12(11Α)[1] του περί Ετήσιων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/1967), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Συνεπώς, δεδομένων των προνοιών του, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα, σχετικά, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου λαμβάνονται ως δεδομένα. ΄Οπως έχει επιβεβαιωθεί πρόσφατα στην υπόθεση Faber Hoist Chemicals Ltd ν. Κωνσταντίνου Καλημέρα, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 190/2010, 24.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:A126, δεν υπάρχει δυνατότητα αμφισβήτησής τους, στο πλαίσιο έφεσης κατά απόφασης του εν λόγω Δικαστηρίου, (βλ., επίσης, Χρίστου ν. Fairways Larnaca Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 300).
Επομένως, κατά την έναρξη της ακρόασης της έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσείουσα, συμμορφούμενη με τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες και τις υποδείξεις της σχετικής νομολογίας, απέσυρε μέρος του πρώτου λόγου έφεσης και τη σχετική με αυτό αιτιολογία. Παρέμεινε, έτσι, προς εξέταση η θέση ότι είναι λανθασμένη η κρίση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου πως η εργοδότηση της εφεσείουσας σε άλλο εργοδότη ισοδυναμούσε με οικειοθελή αποχώρησή της από την υπηρεσία των εφεσιβλήτων. Υπό το φως των προηγηθεισών παρατηρήσεων, η θέση, ανωτέρω, της εφεσείουσας, αναπόφευκτα, θα εξεταστεί επί αδιαμφισβήτητων γεγονότων, όπως αυτά προκύπτουν από τα σχετικά ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το άρθρο 7(2)[2] του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, (Ν. 24/1967), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, ο τερματισμός, από εργοδοτούμενο, της εργοδότησής του τεκμαίρεται ότι δε γίνεται νόμιμα. Λαμβανομένου αυτού υπόψη, η εφεσείουσα, εν προκειμένω, έφερε το βάρος να αποδείξει το περί του αντιθέτου.
Τα γεγονότα που είναι σχετικά με το εν λόγω ζήτημα είναι τα ακόλουθα: Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εργαζόταν στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων, έχοντας αρχίσει από τις 17.3.1988, ως υπάλληλος υποδοχής. Συνήθως, ασκούσε τα καθήκοντα της εν λόγω θέσης της στη ξενοδοχειακή μονάδα Maria Tourist Apts, η οποία, τα τελευταία χρόνια, με βάση συλλογική σύμβαση εργασίας, ανέστελλε τη λειτουργία της και, συγχρόνως, την απασχόληση του προσωπικού της, κατά τη χειμερινή περίοδο. Η πιο πάνω διευθέτηση εφαρμοζόταν σε σχέση και με αρκετές άλλες ξενοδοχειακές μονάδες των εφεσιβλήτων και διαρκούσε από τις αρχές Νοεμβρίου, κάθε έτους, μέχρι το τέλος Μαρτίου του επόμενου έτους. Επομένως, το προσωπικό των εν λόγω ξενοδοχειακών μονάδων των εφεσιβλήτων, περιλαμβανομένης της μονάδας στην οποία εργαζόταν η εφεσείουσα, αναλάμβανε κανονικά εργασία την 1ην Απριλίου κάθε έτους.
Από το 2004, όμως, και μετά, δεν ήταν δυνατή η πιστή εφαρμογή της πιο πάνω διευθέτησης, το δε προσωπικό κάθε επηρεαζόμενης μονάδας των εφεσιβλήτων καλείτο για εργασία, όταν η μονάδα στην οποία αυτό εργαζόταν άρχιζε τη λειτουργία της. Στο πλαίσιο αυτό, γίνονταν κάποιες ρυθμίσεις, ώστε οι επηρεαζόμενοι υπάλληλοι να μη ζημίωναν, όσον αφορούσε τις απολαβές τους. Οι ίδιες δε ρυθμίσεις φαίνεται ότι είχαν γίνει και για τη μονάδα στην οποία εργαζόταν η εφεσείουσα, όσον αφορούσε το έτος 2007, όπως και για τα προηγούμενα έτη. ΄Οπως έχουν τα γεγονότα, η συγκεκριμένη μονάδα, τελικώς, λειτούργησε περί το τέλος Μαΐου του 2007. Αυτά είναι, σε γενικές γραμμές, τα γεγονότα σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε, ειδικά, κατά την περίοδο που αφορά η παρούσα υπόθεση, δηλαδή από την 1.4.2007 και εντεύθεν.
΄Ολοι οι επηρεαζόμενοι υπάλληλοι των εφεσιβλήτων, πλην της εφεσείουσας, επέστρεψαν στην εργασία τους, αφού προηγουμένως, περί τα μέσα Απριλίου, είχαν προβεί και σε κάποια διαμαρτυρία ως προς την κατάσταση που είχε επικρατήσει, όπως αναφέρεται πιο πάνω. Η εφεσείουσα, όπως αναφέρθηκε, ήδη, με επιστολή της προς τους εφεσίβλητους ημερομηνίας 14.5.2007, υπέβαλε την παραίτησή της, ισχυριζόμενη ότι είχε εξαναγκαστεί προς τούτο, δεδομένου ότι δεν είχε κληθεί να αναλάβει εργασία την 1.4.2007, όπως προβλεπόταν από την προαναφερθείσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Σύμφωνα, όμως, με σχετικό εύρημα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, η εφεσείουσα είχε, στο μεταξύ, από τις 20.4.2007, εργοδοτηθεί σε μια άλλη εταιρεία, η οποία ήταν, πλέον, κανονικά η εργοδότριά της.
Με βάση τα ισχύοντα στον τομέα αυτόν του Δικαίου, σύμβαση εργασίας διέπεται από τον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149, (βλ. Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703, σελίδα 706). Επομένως, στην περίπτωση που συμβαλλόμενο μέρος, με τη συμπεριφορά του, παραβιάζει ουσιώδη όρο τέτοιας σύμβασης, το αναίτιο μέρος δικαιούται να θεωρήσει ότι η σύμβαση έχει τερματιστεί και ότι το ίδιο έχει αποδεσμευτεί από αυτή, λόγω της συγκεκριμένης παραβίασης (discharge by breach)∙ πόσο μάλλον δε όταν η κατάσταση που δημιουργείται είναι, στην πραγματικότητα, αμετάκλητη, ώστε να μην αφήνεται στο αναίτιο μέρος οποιαδήποτε δυνατότητα επιλογής, να μην μπορεί, δηλαδή, αυτό να θεωρήσει ότι η σύμβαση, παρά το ότι έχει παραβιαστεί ουσιωδώς, θα συνεχίσει να ισχύει. Τα ίδια, ασφαλώς, ισχύουν και στην περίπτωση που το αναίτιο μέρος πληροφορείται για την παραβίαση μετά την αποχώρηση του υπαίτιου μέρους από την εργοδοσία του, με την πρόφαση ότι αυτό έχει εξαναγκαστεί σε παραίτηση.
Τέτοια κρίνεται ότι είναι η παρούσα περίπτωση, δεδομένων των γεγονότων που έχουν προαναφερθεί. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα, ενώ η σύμβαση εργοδότησής της από τους εφεσίβλητους εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ, με την ενέργειά της να εργοδοτηθεί σε άλλο εργοδότη από τις 20.4.2007, παρέβη, ουσιωδώς, τη σύμβαση αυτή. Για την ακρίβεια, εγκατέλειψε οικειοθελώς, ανεπιστρεπτί, την εργασία της, προκαλώντας, έτσι, την αποκήρυξη της σύμβασης εργοδότησης που είχε με τους εφεσίβλητους, χωρίς να αφήσει οποιοδήποτε περιθώριο σε αυτούς για αποδοχή ή μη του συνακόλουθου τερματισμού της.
΄Οπως κρίθηκε στην υπόθεση Nicolaos Marcoullis v. C. D. Hay & Sons Ltd. (1977) 1 C.L.R. 134, της οποίας τα γεγονότα ήταν πολύ παρόμοια με αυτά της παρούσας, σε τέτοια περίπτωση, ο εργοδοτούμενος δε δικαιούται σε αποζημίωση για παράνομη απόλυση, αφού ο τερματισμός της εργοδότησής του επέρχεται συνεπεία της ανάληψης εργασίας από αυτό σε άλλο εργοδότη. Συγκεκριμένα, στην πιο πάνω υπόθεση, κρίθηκε, όπως και εδώ, ότι ο εφεσείων είχε ο ίδιος αποχωρήσει οικειοθελώς από την υπηρεσία των εφεσιβλήτων, θέτοντας, έτσι, τέρμα στη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας.
Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης, κρίνεται αχρείαστη η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τον έτερο λόγο έφεσης. Με αυτόν, προσβάλλεται, ως λανθασμένο, το συμπέρασμα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα, αποδεχόμενη το μισθό της για τις τελευταίες δεκαπέντε ημέρες του μηνός Απριλίου, αποδέχτηκε τη διευθέτηση η οποία εφαρμόστηκε, όπως έχει προαναφερθεί, για την περίοδο εκείνη και, έτσι, παραιτήθηκε (waived) του δικαιώματός της να υποβάλει την παραίτησή της, συνεπεία της συμπεριφοράς των εργοδοτών της, εφεσιβλήτων. Η παρατήρηση, που μπορεί εδώ να γίνει, είναι πως, με βάση τα λεχθέντα σε σχέση με τον προηγούμενο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα είχε, στο μεταξύ, από τις 20.4.2007, αποκηρύξει τη σύμβαση εργοδότησής της, όπως έχει, ήδη, εξηγηθεί, οπότε το θέμα τελειώνει.
Για τους λόγους, λοιπόν, που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, καθοριζόμενα στο ποσό των €2.000,00, συν Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] «Οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο, εντός σαράντα δύο ημερών από της ημέρας της απόφασης.»
[2] «Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησίν του νομίμως.»