ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D517
(2016) 1 ΑΑΔ 2580
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 132/2016
14 Νοεμβρίου 2016
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΙΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ PROHIBITION ΚΑΙ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ' ΑΡ. 2003/16 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
1. ΜΑΡΙΑΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ, ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
2. ΙΩΑΝΝΗ ΑΛΛΩΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ/ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ
ΚΑΙ
1. ΠΕΤΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
2. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ/ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ
-------------------------------------
Για τους Εφεσείοντες: κ. Α. Ποιητής
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ.: Οι Αιτητές αιτούνται Άδειας προκειμένου να καταχωρήσουν αίτηση για έκδοση CERTIORARI για ακύρωση πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 31.10.2016 με την οποία διατάσσεται η διαγραφή του Αιτητή 2/Ενάγοντα 2 από τον τίτλο της αγωγής και κατά συνέπεια και η απαίτηση του εναντίον των Εναγομένων 1 & 2. Ως λόγος προβάλλεται η ύπαρξη προφανούς νομικού λάθους στην πρωτόδικη απόφαση διότι το Δικαστήριο «διέγραψε τον 2ο Ενάγοντα από διάδικο και απόρριψε την απαίτηση του παρά το γεγονός ότι ο 2ος Ενάγοντας είναι επικαρπωτής και η αγωγή είναι εναντίον επεμβασιών εις το επικαρπία ακίνητο».
Προκειμένου να γίνει κατανοητό το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζεται η αίτηση εν συντομία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Οι Αιτητές/Ενάγοντες 1 & 2 κατεχώρησαν την υπ΄ αριθμό 2003/2016 αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπό την ιδιότητα τους ως ιδιοκτήτρια και εγγεγραμμένου δικαιούχου επικαρπίας αντίστοιχα. Με αυτήν αξιώνουν διάφορες θεραπείες εναντίον των δύο Εναγομένων με κύριο άξονα οι τελευταίοι να εκκενώσουν και παραδώσουν κενή κατοχή του διαμερίσματος που βρίσκεται στην οδό Τσερίου 37, Πάνω Λακατάμεια, Λευκωσία όπου «ζουν» με την Αιτήτρια 1/Ενάγουσα 1 που είναι και η μητέρα τους.
Στις 31.10.2016, κατόπιν ακρόασης σχετικής αιτήσεως που κατεχωρήθη από τους Εναγόμενους και ενστάσεως που κατεχώρησαν οι Αιτητές/Ενάγοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση του. Σ΄ αυτή, μεταξύ άλλων αναφέρονται:
«Η συνήγορος των Εναγόντων στην αγόρευση της, ισχυρίστηκε ότι δίδεται στο πρόσωπο που έχει την επικαρπία αγώγιμο δικαίωμα για κατ΄ ισχυρισμό παράνομη επέμβαση στο ακίνητο. Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω άποψη. Μπορεί το δικαίωμα επικαρπίας να δίνει αξίωση κατοχής του ακινήτου όπως άλλωστε συμβαίνει και με το δικαίωμα κυριότητας. Δεν παρέχει όμως αυτόματα και δικαίωμα αγωγής για παράνομη επέμβαση, στην περίπτωση που δεν υπάρχει κατοχή του ακινήτου. Επιπλέον, η κατοχή ενός ακινήτου είναι ζήτημα πραγματικό και δεν αποδεικνύεται αυτόματα με την απόδειξη της κυριότητας ή του δικαιώματος επικαρπίας.
Στην παρούσα περίπτωση, είναι σαφές από το ίδιο το δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης ότι ο ενάγοντας 2 δεν άσκησε το δικαίωμα επικαρπίας και δεν κατέχει ως εκ τούτου το επίδικο διαμέρισμα, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή της ενάγουσας 1 που είναι και η ιδιοκτήτρια. Ούτε κύριος του διαμερίσματος είναι για να επικαλεστεί μόνιμη ζημιά στο ακίνητο. Εξ΄ άλλου, τέτοιος ισχυρισμός δεν αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης. Συνεπακόλουθα, ο ενάγοντας 2 δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εναγομένων για το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στο επίδικο διαμέρισμα, του οποίου δεν έχει την κατοχή. Κρίνω ως εκ τούτου ότι λανθασμένα συμπεριλήφθηκε στην αγωγή ως ενάγοντας 2 μαζί με την κάτοχο του διαμερίσματος ενάγουσα 1.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών εις την αγόρευση του τόνισε ότι η άνω προσέγγιση είναι λανθασμένη και περιέχει νομικό λάθος καθότι ο επικαρπωτής έχει πάντοτε το δικαίωμα κατοχής με περαιτέρω αποτέλεσμα να έχει δικαίωμα αγωγής εναντίον επεμβασία.
Ήταν περαιτέρω η εισήγηση του ότι παρόλο που στη διάθεση του Αιτητή υπάρχει το ένδικο μέσο της Έφεσης εντούτοις στην παρούσα υπόθεση υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν την παροχή της αιτούμενης άδειας. Η προσβολή της πρωτόδικης απόφασης, ως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος, με το ένδικο μέσο της Έφεσης δεν είναι ικανοποιητική λύση καθότι αυτή κατά πάσα πιθανότητα θα δικασθεί μετά την ουσία της υπόθεσης στο Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι αρχές βάσει των οποίων παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι καλά θεμελιωμένες. Στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. ν. Παντελίδου, (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 878 λέχθηκαν τ' ακόλουθα σχετικά:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State (1986) 1 All E.R. 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλιδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
(βλ. Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, ERIN RESOURCES S.A. κ.α. ν. Prime Int. Alliance Inc., Πολ. Έφεση 104/2013 και 124/2013, ημερ. 10/1/14).
Περαιτέρω σύμφωνα με τη νομολογία, (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd. (1992) 1 A.A.Δ. 116), αντικείμενο της διαδικασίας όπως η παρούσα δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά της νομιμότητας της. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (βλ. Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398). Το ίδιο συμβαίνει εκεί όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα. Δεν τίθεται θέμα αντικατάστασης, της κρίσης που διαμόρφωσε κατώτερο δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 127-128, αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατωτέρων Δικαστηρίων με ένταλμα της φύσεως certiorari δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία νόμου. Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι το certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μεταμφιεσμένη Έφεση ούτε ως δεύτερη ευκαιρία επανακρόασης των ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο Δικαστήριο (βλ. Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).
Στην Γεώργιος Λάμπρου κ.α. ν. Ελένη Κεφάλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 516 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι ουσιαστικά αδίκημα εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας του ακινήτου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Adamou v. Christofi (1974) 1 C.L.R. 100, έστω και μικρός βαθμός κατοχής είναι αρκετός για να νομιμοποιεί τον ενάγοντα να εγείρει αγωγή εναντίον του εναγομένου. Στην υπόθεση Liasidou and Another v. Papademetriou (1975) 1 C.L.R. 122, λέχθηκε ότι κατοχή (possession) σημαίνει πραγματική κατοχή (occupation) ή φυσικό έλεγχο της περιουσίας. Ο ιδιοκτήτης που δεν έχει κατοχή δεν μπορεί να ενάγει σε σχέση με παράνομη επέμβαση στην ιδιοκτησία του, με εξαίρεση την περίπτωση όπου υπάρχει πρόκληση ζημιάς στην περιουσία ή όπου η επέμβαση έχει μόνιμο χαρακτήρα.»
Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω, και χωρίς βέβαια να αποφασίζω οτιδήποτε επί της ουσίας της διαφοράς ή άλλου ένδικου μέσου, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας και μόνο, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η υπό εξέταση περίπτωση είναι κατάλληλη για να δοθεί η αιτούμενη θεραπεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός της εξουσίας του και εκείνο που επιχειρείται με την παρούσα αίτηση είναι ο έλεγχος της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και όχι η νομιμότητα της. Τονίζεται για ακόμη μια φορά ότι η παρούσα διαδικασία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μεταμφιεσμένη Έφεση ούτε ως δεύτερη ευκαιρία επανακρόασης των ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο Δικαστήριο (βλ. Λυσιώτης & Υιός (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).
Η φυσιολογική πορεία ελέγχου κατωτέρου Δικαστηρίου είναι το ένδικο μέσο της Έφεσης, θέση με την οποία συμφωνεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος, ότι δηλαδή εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης χωρεί Έφεση. Τα όσα αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος περί καθυστέρησης εξέτασης της Έφεσης δεν επιτρέπουν παράκαμψη της ορθόδοξης διαδικασίας. Ακόμη και αν διαπιστώνετο στα περιστατικά της παρούσας αίτησης, εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, που τονίζω δεν έχει καταδειχθεί και πάλι δεν θα χορηγείτο άδεια καθότι δεν έχουν αποδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (βλ. Αίτηση Γεώργιου Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41).
Η αίτηση απορρίπτεται.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/γκ