ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D512
(2016) 1 ΑΑΔ 2554
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 130/2016)
4 Νοεμβρίου, 2016
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤO ΑΡΘΡO 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 8711/2007 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑ Ε. ΕΦΡΑΙΜ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/9/2016
- - - - - -
Γ. Χριστοδούλου με Κ. Αυγουστή, για τον Αιτητή.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής είναι εναγόμενος στην Αγωγή υπ΄ αρ. 8711/2007, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Στις 20.9.2016, μετά από ακροαματική διαδικασία, εκδόθηκε απόφαση εναντίον του για το ποσό των Δολλ.ΗΠΑ 1.001.502,70 ή το αντίστοιχο σε Ευρώ, με νόμιμο τόκο και έξοδα.
Με την παρούσα αίτηση, ζητείται άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης, αναστολή εκτέλεσης αυτής, μέχρι αποπεράτωσης της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή μέχρι νεωτέρας απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οποιανδήποτε άλλη συναφή θεραπεία που ήθελε θεωρηθεί δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Αποτελεί θέση του αιτητή ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και/ή χωρίς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να έχει δικαιοδοσία και/ή να κέκτηται εξουσίας και/ή κατά παράβαση των αρχών της δίκαιης δίκης και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και/ή των προνοιών του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, στη βάση του ότι υπήρξε εξαφάνιση ουσιαστικού αποδεικτικού υλικού και απώλεια μνήμης σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα, δεδομένου ότι αυτά διαδραματίστηκαν την περίοδο 1995 μέχρι 2000. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν ήταν αμερόληπτο και αποφάσισε για ουσιαστικά ζητήματα, τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιόν του, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί και να υποβάλει τις θέσεις του.
Σύμφωνα με τον αιτητή, το γεγονός ότι έχουν παρέλθει 17 μέχρι 21 έτη από το χρόνο που διαδραματίστηκαν τα επίδικα γεγονότα, συνιστά αφ΄ εαυτού εξαιρετικές περιστάσεις για παραχώρηση της αιτούμενης θεραπείας. Η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης, εάν και εφόσον εφεσιβάλει ο αιτητής την απόφαση, θα περιορίζεται σε θέματα που αφορούν την ουσία της απόφασης και όχι σε θέματα υπέρβασης δικαιοδοσίας και/ή στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Η δικαστική δαπάνη, σπατάλη δικαστικού χρόνου και ταλαιπωρία των διαδίκων, για γεγονότα τα οποία έχουν γίνει πολλά χρόνια προηγουμένως, καθιστούν την επιλογή της διαδικασίας του προνομιακού εντάλματος ορθή έναντι της άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης. Περαιτέρω, υπάρχει οικονομική αδυναμία ικανοποίησης της δικαστικής απόφασης από τον αιτητή. Η ενάγουσα εταιρεία δεν διεξάγει οποιανδήποτε εργασία και, σε περίπτωση ικανοποίησης της απαίτησης μερικώς, τα ποσά που θα ληφθούν θα εξαφανιστούν στο εξωτερικό, χωρίς δυνατότητα επιστροφής.
Τόσο στην έκθεση, όσο και στην ένορκη δήλωση του αιτητή, που συνοδεύουν την αίτηση, παρατίθενται τα γεγονότα επί των οποίων αυτή στηρίζεται. Επισυνάπτονται δε, μεταξύ άλλων, τα δικόγραφα της αγωγής, τα πρακτικά, η επίδικη απόφαση, καθώς και οι δηλώσεις του ΜΕ1 και του αιτητή που κατατέθηκαν στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης.
Ο αιτητής, δικηγόρος στο επάγγελμα, ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την ίδρυση υπεράκτιων εταιρειών στις οποίες παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης και διοίκησης. Στα πλαίσια των καθηκόντων του ενέγραψε την ενάγουσα εταιρεία, μετά από οδηγίες του κύριου μάρτυρα στην υπόθεση ΜΕ1. Περαιτέρω, ενεργούσε ως συνυπογραφέας στους τραπεζικούς λογαριασμούς της ενάγουσας. Η βάση της επίδικης αγωγής είναι ισχυριζόμενη οικειοποίηση χρημάτων και/ή απάτη και/ή παράβαση σχέσης εμπιστοσύνης και/ή παράβαση σύμβασης παροχής εταιρικών υπηρεσιών και αξιώνετο ποσό Δολλ.ΗΠΑ1.250.152 ως αποζημιώσεις και, επιπλέον, γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις, καθώς επίσης και διάταγμα για πλήρεις λογαριασμούς και απόφαση για το ανάλογο ποσό.
Με την αγωγή καταλογιζόταν στον αιτητή ότι προέβη σε αντικατάσταση του ΜΕ1 ως Διευθυντή της ενάγουσας και διορισμό του ιδίου περί τις 18.11.1999, άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού επ΄ ονόματι της ενάγουσας στην Τράπεζα Κύπρου, παρασύροντας το ΜΕ1 προς τούτο, πρόκληση υπογραφής από το ΜΕ1 εντύπων εν λευκώ, παραπλανώντας τον ως προς τη σημασία και τη χρήση τους για απόσυρση χρημάτων από τον εν λόγω λογαριασμό της ενάγουσας προς όφελος του αιτητή και επένδυση χρημάτων στο ΧΑΚ, με την μεταγενέστερη δημιουργία ψεύτικης εικόνας ότι αυτές είχαν εξουσιοδοτηθεί από το ΜΕ1.
Με την υπεράσπισή του ο αιτητής απέρριπτε όλους τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, ισχυριζόμενος ότι ο διορισμός του ως Διευθυντή έγινε κατόπιν συγκατάθεσης των πραγματικών ιδιοκτητών της ενάγουσας, πως ανοίχθηκαν τραπεζικοί λογαριασμοί με τη συγκατάθεση του ΜΕ1, πως ουδέποτε ζήτησε από το ΜΕ1 να υπογράφει λευκές κόλλες και πως οι επενδύσεις της ενάγουσας στο ΧΑΚ έγιναν κατόπιν συμφωνίας με το ΜΕ1, υπό τον όρο ότι ο αιτητής θα ελάμβανε 30% επί των κερδοφόρων συναλλαγών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, ικανοποιήθηκε πως η ενάγουσα απέδειξε την υπόθεσή της και εξέδωσε απόφαση ως ανωτέρω.
Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός στην υπόθεση ότι ο φάκελος της ενάγουσας εταιρείας που διατηρείτο στην Τράπεζα Κύπρου είχε χαθεί, με αποτέλεσμα πολλά στοιχεία που θα έριχναν φως σε ουσιώδη ζητήματα της υπόθεσης να έχουν παραμείνει αναπάντητα. Τα ουσιώδη γεγονότα έλαβαν χώρα την περίοδο 1995 μέχρι 2000, με αποτέλεσμα να απωλεσθεί η μνήμη των μαρτύρων επί αυτών. Αποτελεί θέση του αιτητή ότι, παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αντί να απορρίψει την υπόθεση, εφόσον δεν θα μπορούσε να προβεί σε οποιαδήποτε ευρήματα που να στηρίζονται σε ασφαλή μαρτυρία, έκρινε ότι αποδείχθηκε η υπόθεση και εξέδωσε απόφαση εναντίον του αιτητή. Παρατίθενται αποσπάσματα από την απόφαση τα οποία, σύμφωνα με τον αιτητή, καταδεικνύουν ότι η Δικαστής δεν ενήργησε με αμεροληψία. Γίνεται, επίσης, αναφορά σε επτά περιπτώσεις, όπου το Δικαστήριο δικαιολόγησε την έλλειψη μνήμης του κύριου μάρτυρα των εναγόντων, ενώ δεν δικαιολόγησε ούτε μία φορά τον αιτητή, λόγω της παρέλευσης του χρόνου, ούτε έλαβε υπόψη αυτόν τον παράγοντα όταν αξιολογούσε τους ανεξάρτητους μάρτυρες. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά σε κατ΄ ισχυρισμό πρόδηλα λάθη που έγιναν και φαίνονται στην απόφαση του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο, όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο αιτητής, προέβη σε υπολογισμό της επιδικασθείσας ζημιάς με τρόπο που δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία των διαδίκων, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να υποβάλει τη θέση του, κάτι που αποτελεί παράβαση του κανόνα φυσικής δικαιοσύνης. Τόσο στην έκθεση, όσο και στην ένορκη δήλωση, γίνεται αναφορά στα σχετικά αποσπάσματα της απόφασης προς υποστήριξη των θέσεων του αιτητή, τα οποία όμως δεν θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην αγόρευσή του ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους αξιώνονται οι αιτούμενες θεραπείες. Αναγνώρισε την ύπαρξη της υπαλλακτικής θεραπείας της έφεσης, τόνισε, όμως, ότι στην παρούσα περίπτωση τα υπό κρίση ζητήματα αφορούν υπέρβαση της δικαιοδοσίας της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και την έλλειψη αμεροληψίας, τα οποία μπορούν να ελεγχθούν με προνομιακό ένταλμα. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στις εξαιρετικές περιστάσεις που παρατίθενται με λεπτομέρεια στην έκθεση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει. Παρέπεμψε προς υποστήριξη των θέσεών του στις υποθέσεις Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 609, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2009) 1 ΑΑΔ 1114 και Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 2025.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Τζεννάρο Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Περαιτέρω, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535).
Είναι νομολογημένο ότι αντικείμενο της διαδικασίας για έκδοση διαταγμάτων Certiorari δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μίας απόφασης, αλλά της νομιμότητάς της (Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116). Εκεί όπου το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα ή ακόμα αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία (Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 ΑΑΔ 398), ή τέλος αν παραπλανήθηκε ως προς τα γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση το ένταλμα τύπου Certiorari δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της κρίσης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Εξέτασα τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν μου τόσο με την έκθεση, όσο και με την ένορκη δήλωση του αιτητή, καθώς και την εμπεριστατωμένη αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και δεν θεωρώ ότι αυτή η υπόθεση είναι κατάλληλη για να δοθεί η αιτούμενη θεραπεία.
Το Δικαστήριο εκδίκασε την Αγωγή 8711/2007 στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά και εκδόθηκε μία μακροσκελής απόφαση που καταλαμβάνει 76 σελίδες. Αυτά τα στοιχεία δεν αμφισβητούνται. Το Δικαστήριο κατέγραψε τη μαρτυρία και προέβη σε λεπτομερή αξιολόγησή της. Τονίστηκε από το Δικαστήριο το γεγονός ότι η μη ανεύρεση του φακέλου της ενάγουσας στα αρχεία της τράπεζας κατέστησε αδύνατο τον εντοπισμό αρκετών πληροφοριών οι οποίες θα έριχναν φως σε ουσιώδη θέματα της υπόθεσης. Τονίστηκε επίσης στα πλαίσια της αξιολόγησης ότι τα ουσιώδη γεγονότα έλαβαν χώρα μέχρι το έτος 2000 με αποτέλεσμα να μην αναμένεται από τους μάρτυρες να τα θυμούνται όχι μόνο σε λεπτομέρεια αλλά ίσως και καθόλου. Το παράπονο του αιτητή ότι παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις το Δικαστήριο δεν δικαιολόγησε τον αιτητή/εναγόμενο για την πάροδο τόσου μεγάλου χρόνου από τα διαδραματισθέντα ούτε τους ανεξάρτητους μάρτυρες, ενώ σε επτά περιπτώσεις δικαιολόγησε τον ΜΕ1, καθώς και το ότι κατέληξε σε αποδοχή της αξίωσης της ενάγουσας, παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, θεωρώ ότι άπτονται της ορθότητας της απόφασης και όχι της νομιμότητας της. Ούτε το κατά πόσον το Δικαστήριο δεν ήταν αμερόληπτο, για τους λόγους που επικαλείται ο αιτητής, άπτονται της νομιμότητας της απόφασης.
Πέραν και ανεξάρτητα από αυτό, το σκεπτικό της απόφασης είναι λεπτομερές και εκτενές και δε θα μπορούσε στα πλαίσια της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να γίνει αποτελεσματικός έλεγχος. Αναφορικά με το ποσό των επιδικασθέντων αποζημιώσεων, επίσης, αναλύεται ο τρόπος που το Δικαστήριο κατέληξε σ΄ αυτό. Ακόμα και σε περίπτωση που ο τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα ή που δεν συζητήθηκε κατά την ακρόαση, είναι θέμα που άπτεται της ορθότητας της απόφασης και δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί με αυτή τη διαδικασία. Το Δικαστήριο προέβη σε εκτεταμένη νομική ανάλυση των επίδικων θεμάτων προτού καταλήξει στα τελικά του συμπεράσματα και ακόμα και λανθασμένη εφαρμογή του Νόμου ή παραπλάνηση ως προς τα γεγονότα δεν μπορεί να ελεγχθεί με την προνομιακή διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει, για να αποφασιστούν τα ζητήματα που εγείρει ο αιτητής, θα πρέπει να γίνει πρωτογενής ανάμειξη υπό την εφετειακή ιδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο κατά πόσο δικαιολογημένα εκδόθηκε η επίδικη απόφαση στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του. Η εξέταση του κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν αμερόληπτο, ή ακόμα κατά πόσο υπήρξε παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης, υπό το φως των ισχυριζομένων σφαλμάτων στα οποία περιέπεσε το Δικαστήριο όπως για παράδειγμα το ότι ο υπολογισμός της επιδικασθείσας αποζημίωσης έγινε με τρόπο που δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία ούτε δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να υποβάλει τη θέση του, θα σήμαινε τη χρησιμοποίηση της διαδικασίας για την έκδοση διατάγματος Certiorari για σκοπούς ελέγχου της απόφασης, υπό μορφή έφεσης. Κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (πιο πάνω):
«Όμως, αντικείμενο της διαδικασίας για την έκδοση διατάγματος certiorari δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητάς της. Δε τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οπως χαρακτηριστικά λέχθηκε, δεν εκδίδεται διάταγμα certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση διατάγματος certiorari προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. (Βλ. Rex ν. Northumberland Compensation Appeal Tribunal The Ex parte Shaw (1952) 1 K.B. 338(C.A.), The Attorney-General v. Panayiotis Christou (ανωτέρω) Αναφορικά με την αίτηση του Graham Hartman, Αίτηση 112/90 της 19.7.90, Αναφορικά με την αίτηση του Chr. Karaolis Developments Ltd Αίτηση 149/90 της 28 Νοεμβρίου 1990, Bazu 5η έκδοση, Τόμος 3, σελ. 583 και 659.) Δεν είναι ακόμα επιτρεπτό να εκδίδεται διάταγμα certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλ. In Re Andreas Constantinou (1983) 1(A) CLR 410, In Re Aeroporos and others (1998) 1 CLR 302, Αφρικάνα Δισκοθήκη Ατό, (1991) 1 A.A.Δ. 901.»
Στη βάση της πιο πάνω ανάλυσης δεν αποφαίνομαι επί των ισχυρισμών του αιτητή οι οποίοι μπορούν να κριθούν κατ΄ έφεση, αλλά ακόμα και σε περίπτωση που ήθελε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για παραχώρηση άδειας, υπάρχει η υπαλλακτική θεραπεία της έφεσης, όπου μπορούν να τεθούν τα εγειρόμενα ζητήματα. Τόσο η υπόθεση Ιερείδης ν. Παναγιώτου (2006) 1 ΑΑΔ 498, που με παρέπεμψε ο κ. Χριστοδούλου ως προς την καθυστέρηση, όσο και η υπόθεση Herbosh-Kiere Marine Contractors Limited v. Dover Harbour Board (1912) EWHC 84 (TSS), που αφορά τον υπολογισμό της ζημιάς επί τη βάση μη δικογραφημένης θέσης, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στον εναγόμενο να ακουστεί επί αυτής της μεθόδου, ήταν αποφάσεις επί εφέσεων. Άλλωστε, έγινε αποδεκτό από τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι υπάρχει στην παρούσα περίπτωση η υπαλλακτική θεραπεία της έφεσης. Στα πλαίσια της έφεσης το Εφετείο θα μπορεί να εξετάσει το σύνολο της ακροαματικής διαδικασίας, πώς λειτούργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, κατά πόσο ήταν αμερόληπτο, την ορθότητα της νομικής του ανάλυσης ως προς το νομικό πλαίσιο της διαφοράς, καθώς και κατά πόσο δικαιολογημένα κατέληξε στην επιδίκαση των αποζημιώσεων.
Ως προς τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης που επικαλείται ο αιτητής, δεν κρίνω ότι μπορούν να επενεργήσουν υπέρ της έγκρισης της αίτησης. Οι υποθέσεις στις οποίες με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος διαφοροποιούνται από την παρούσα ως προς τα γεγονότα. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι ο αιτητής, μετά την καταχώρηση της έφεσης, δύναται να ζητήσει την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης.
Σχετική με την υπό κρίση υπόθεση είναι και η πολύ πρόσφατη απόφαση του Ναθαναήλ Δ. στην Ι + Α Φιλίππου Αρχιτέκτονες κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 118/2016, ημερομηνίας 26.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:D499, η οποία επίσης αφορούσε αίτηση για άδεια έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari, μετά από τελική απόφαση Δικαστηρίου. Αντί άλλης αναφοράς, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση, όπου πραγματεύεται το ζήτημα της υπαλλακτικής θεραπείας και των εξαιρετικών περιστάσεων:
«Επομένως έστω και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ελλείπουν οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις. Το ένδικο μέσο της έφεσης είναι δεδομένο ότι υφίσταται και αυτό είναι αποδεκτό από τους αιτητές. Έχει δε νομολογηθεί ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας έφεσης ή η οικονομική δυσκολία που επέρχεται στο διάδικο λόγω της εναντίον του απόφασης δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις. Το χρονοβόρο της εφετειακής διαδικασίας έχει νομολογηθεί ότι δεν αποτελεί εξαιρετική περίσταση, (Λάντου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1017, Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Βαλεντίνα Μιχαήλ (2013) 1 Α.Α.Δ. 260). Άλλωστε οι αιτητές δύνανται μετά την καταχώρηση έφεσης να αιτηθούν την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης και ταυτόχρονα να ζητήσουν, για καλό πάντοτε λόγο, επίσπευση της ακρόασης της έφεσης. Η νομολογία επίσης υποδεικνύει ακόμη ότι αν το ζήτημα της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί αργότερα κατ΄ έφεση, αυτό το δεδομένο επενεργεί εναντίον της χορήγησης της άδειας (Μάριος Κίττου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1376).
Ο συνήγορος των αιτητών αναφέρθηκε σε Αγγλική νομολογία (R. v. Hillingdon (London Borough) (1974) 2 All E.R. 643), ότι το certiorari ως όπλο της δικαιοδοσίας για judicial review είναι διαθέσιμο όπου αυτό θα ήταν πιο αποτελεσματική, πιο φθηνή και πιο γρήγορη μέθοδος ελέγχου. Όμως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν έχει ακολουθήσει αυτή τη θέση, ακριβώς διότι τα προνομιακά εντάλματα εισάγονται με μεγάλη ευκολία από τους διαδίκους ως υποκατάστατα της ορθόδοξης μεθόδου ελέγχου του κατώτερου Δικαστηρίου διά εφέσεως. Η εποπτική εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων, είναι επίσης διαθέσιμη όπου σε ανοικτή διαδικασία έχει γίνει παραδοχή του λάθους ώστε το Δικαστήριο να έχει εκτραπεί από την ορθή δικαιοδοσία του (R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal Ex Parte Shaw (1952) 1 All E.R. 122).
Δεν υπάρχουν όμως στερεότυποι κανόνες. Όπως λέχθηκε και στην R. v. Hallstrom and another ex parte W (1985) 1 All E.R. 775,
«Whether the alternative statutory remedy will resolve the question at issue fully and directly, whether the statutory procedure would be quicker, or slower, than procedure by way of judicial review, whether the matter depends on some particular or technical knowledge which is more readily available to the alternative appellate body, these are amongst the matters which a court should take into account when deciding whether to grant relief by way of judicial review when an alternative remedy is available.»
Υπό το φως των πιο πάνω, δεν θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη για να δοθεί άδεια για έλεγχο της απόφασης του Δικαστηρίου με προνομιακή διαδικασία.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
/ΧΤΘ Δ.