ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A467
(2016) 1 ΑΑΔ 2339
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 315/2010)
5 Οκτωβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
Α/ΦΟΙ ΧΡΙΣΤΟΦΗ (ΧΑΛΙΑ, ΕΙΔΗ ΠΡΟΙΚΑΣ) ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Χριστοφή, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Παναγιώτου, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη, εταιρεία η οποία ασχολείται μεταξύ άλλων με την τοποθέτηση πατωμάτων και με άλλες συναφείς κατασκευές, με αγωγή της, η οποία καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, διεκδικούσε από τον Εφεσείοντα το ποσό των τότε ΛΚ5.648,20 ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή ως υπόλοιπο λογαριασμού και/ή ως υπόλοιπο αξίας εμπορευμάτων πωληθέντων και/ή παραδοθέντων έναντι συμφωνηθείσας και/ή εύλογης τιμής και/ή ως συμφωνηθείσα και/ή εύλογη αμοιβή για εργασία προσφερθείσα και/ή εκτελεσθείσα από την Εφεσίβλητη προς όφελος του Εφεσείοντα σύμφωνα με τις οδηγίες του.
Συνιστούσε δικογραφημένη θέση της Εφεσίβλητης ότι κατά ή περί το Νοέμβριο του 2001 και δυνάμει προφορικής συμφωνίας με τον Εφεσείοντα και/ή σύμφωνα με οδηγίες του, προέβη στην τοποθέτηση πατώματος τύπου linoleum και στην παροχή άλλων συναφών υπηρεσιών έναντι συμφωνηθέντος και/ή εύλογου ποσού και/ή αμοιβής. Μετά το πέρας των πιο πάνω εργασιών ο Εφεσείοντας τις επιθεώρησε και τις βρήκε της απόλυτης αρεσκείας του. Ακολούθως, στις 14.12.2001 η Εφεσίβλητη εξέδωσε και απέστειλε στον Εφεσείοντα σχετικό τιμολόγιο, τεκμήριο 2, για το ποσό των ΛΚ6.448,20, έναντι του οποίου ο Εφεσείοντας κατέβαλε το ποσό των ΛΚ800, παραλείποντας να καταβάλει το υπόλοιπο, το οποίο συνιστούσε και το ποσό της αξίωσης.
Η υπεράσπιση του Εφεσείοντα κινήθηκε γύρω από τη θέση ότι ο ίδιος ουδέποτε συμβλήθηκε προσωπικά με την Εφεσίβλητη και πως αντισυμβαλλόμενο μέρος ήταν η εταιρεία Widehorizon Cinema Enterprises Ltd. Ως εκ τούτου, ο Εφεσείοντας, απορρίπτοντας τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς, προέβαλλε ότι ο ίδιος δεν ευθυνόταν προσωπικά για τα χρέη της πιο πάνω εταιρείας και πως η εναντίον του αγωγή ηγέρθηκε κακόπιστα και ότι ήταν κατά νόμο και ουσία αβάσιμη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία - η οποία συνίστατο στα όσα κατέθεσαν αφενός ο διευθυντής της Εφεσίβλητης ως ΜΕ1 και η σύζυγός του ως ΜΕ2 και αφετέρου ο Εφεσείοντας ως ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης - κατέληξε στην αποδοχή της εκδοχής της Εφεσίβλητης και στην απόρριψη αυτής του Εφεσείοντα. Εκρινε, κατά συνέπεια, ότι ο Εφεσείοντας συμβλήθηκε υπό την προσωπική του ιδιότητα και, ως επακόλουθο, ήταν προσωπικά υπεύθυνος έναντι της Εφεσίβλητης, προς όφελος της οποίας και επιδίκασε το αξιούμενο ποσό, πλέον νόμιμο τόκο και σχετικά έξοδα.
Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης, αλληλένδετους μεταξύ τους και οι οποίοι απολήγουν στην προσπάθεια ανατροπής της κατάληξης του δικαστηρίου ότι ο Εφεσείοντας συμβλήθηκε υπό την προσωπική του ιδιότητα. Πιο συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της αξιολόγησης των μαρτύρων της Εφεσίβλητης και ειδικά του διευθυντή της, ΜΕ1. Με το δεύτερο προβάλλεται η θέση ότι είναι εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, ήτοι του Εφεσείοντα, και με τον τρίτο γίνεται εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα τα οποία δεν υποστηρίζονται από τη δοθείσα μαρτυρία. Επιπρόσθετα, μέσω του περιγράμματος του Εφεσείοντα, προωθήθηκε η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε, εσφαλμένα, μαρτυρία εκ μέρους της εφεσίβλητης η οποία ήταν εκτός δικογράφων και βασίστηκε επ΄ αυτής στην πορεία έκδοσης απόφασης. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης τίθεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε εσφαλμένα την υπόθεση, επικεντρώνοντας την προσοχή του σε μέρος μόνο της μαρτυρίας και αγνοώντας τη σφαιρική διάστασή της.
Όπως έχει ήδη καταγραφεί, κορυφαίο ζήτημα της υπό κρίση υπόθεσης είναι το κατά πόσο ο Εφεσείοντας συμβλήθηκε υπό την προσωπική του ιδιότητα με την Εφεσίβλητη σε σχέση με τις προσφερθείσες υπηρεσίες.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απεδέχθη ένα ουσιώδες στοιχείο της μαρτυρίας του ΜΕ1, το οποίο οδήγησε ουσιαστικά και στην κατάληξη ότι ο Εφεσείοντας ευθύνεται προσωπικά. Ηταν η θέση του ΜΕ1 ότι κατά την πρώτη επίσκεψή του στο χώρο διεξαγωγής των εργασιών, η αρχιτέκτονας του έργου του είχε συστήσει τον Εφεσείοντα ως ιδιοκτήτη της επιχείρησης και όχι ως εκπρόσωπο οποιασδήποτε εταιρείας. Το δικαστήριο απεδέχθη επίσης τη θέση του ΜΕ1 ότι ο Εφεσείοντας του είχε πει να προχωρήσει στις εργασίες, αφού προηγουμένως, ο ΜΕ1, του είχε αναφέρει το κόστος. Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη η προσπάθεια της πλευράς του Εφεσείοντα να πλήξει με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης ως λανθασμένη την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο και ως πρόδηλα εσφαλμένα τα ευρήματά του.
Είναι καθιερωμένη η αρχή ότι η αξιολόγηση ενός μάρτυρα συνιστά καθαρά θέμα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Η επέμβασή του στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας τέτοιας κατάστασης πραγμάτων. Το πρωτόδικο δικαστήριο δικαιολόγησε επαρκώς την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ1 και την απόρριψη αυτής του Εφεσείοντα, με αναφορά στις δικογραφημένες θέσεις και προβαίνοντας σε λεπτομερή καταγραφή των αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσε ο Εφεσείοντας. Ούτε και υπάρχει κάτι το επιλήψιμο στο γεγονός ότι ο ΜΕ1 δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ή να ανακαλέσει στη μνήμη του όλα τα δεδομένα που κάλυπταν τη συνεργασία των διαδίκων. Αυτό ήταν απόλυτα φυσιολογικό, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που παρήλθε από τότε μέχρι και την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Φυσιολογικό όμως ήταν να θυμάται ο ΜΕ1 το βασικό γεγονός, με ποιον δηλαδή συμφώνησε, στοιχείο που ήταν άμεσα συναρτημένο με την αναφορά της αρχιτέκτονος ως προς το ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης.
Το παράπονο του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα ως προς την ύπαρξη τεκμηρίων τα οποία αντιστρατεύονται τις δικογραφημένες θέσεις του ΜΕ1, καθώς επίσης και τους βασικούς ισχυρισμούς του, ήτοι τιμολόγια και αποδείξεις που εκδόθηκαν στο όνομα άλλων προσώπων και όχι του Εφεσείοντα, δεν είναι βάσιμο. Στο κλητήριο ένταλμα καταγράφεται ότι η Εφεσίβλητη εξέδωσε και παρέδωσε στον Εφεσείοντα το τιμολόγιο τεκμήριο 2 και ότι ο τελευταίος κατέβαλε έναντι της οφειλής του το ποσό των ΛΚ800. Όπως εντοπίζεται από το τεκμήριο 2, αυτό εκδόθηκε στο όνομα της επιχείρησης για την οποία παρουσιάστηκε (από την αρχιτέκτονα) ως ιδιοκτήτης ο Εφεσείοντας, η δε πληρωμή των ΛΚ800 έγινε με επιταγή, τεκμήριο 3, της προαναφερθείσας εταιρείας Widehorizon Cinema Enterprises Ltd, στο όνομα της οποίας εκδόθηκε και η απόδειξη είσπραξης, τεκμήριο 4. Δεν εντοπίζουμε, υπό τις συνθήκες, οιονδήποτε ολίσθημα στη δικογράφηση. Η Εφεσίβλητη εταιρεία με δεδομένη τη θέση ότι συνεβλήθη με τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης, τον Εφεσείοντα, ανέγραψε στο τιμολόγιο το όνομα της επιχείρησης «Envy Club», εξέδωσε δε την απόδειξη είσπραξης στο όνομα του προσώπου που εξέδωσε την επιταγή και κατέβαλε το ποσό, εκ μέρους του Εφεσείοντα. Ούτε και αντιστρατεύονται τα τεκμήρια αυτά τον βασικό ισχυρισμό του ΜΕ 1, ως προς το πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου μέρους. Τα προαναφερθέντα τεκμήρια αφορούν μεταγενέστερες ημερομηνίες. Ο,τι προβάλλει ως καθοριστικό στην υπό κρίση περίπτωση είναι τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη προφορική συμφωνία κατά τον χρόνο συνομολόγησής της, με προεξάρχον τον καθορισμό του Εφεσείοντα ως ιδιοκτήτη της επιχείρησης, κατά τη χρονική στιγμή της σύναψης της συμφωνίας προσφοράς των επίδικων υπηρεσιών. Ούτε και το τεκμήριο 10 μεταβάλλει το όλο ζήτημα. Αφορά σε κατάλογο αντιγράφων τιμολογίων και αποδείξεων από το αρχείο της πιο πάνω εταιρείας Widehorizon Cinema Enterprises Ltd, σε σχέση με εργασίες που έλαβαν χώραν στο προαναφερθέν Envy Club. Ηταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να συναχθεί ως λογικό συμπέρασμα πως, εφόσον για όλες τις εργασίες που αναφέρονται στο τεκμήριο 10 καταγράφεται ως συμβαλλόμενο μέρος η πιο πάνω εταιρεία, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και στην υπό κρίση περίπτωση. Η κάθε όμως περίπτωση και η κάθε συμφωνία καθορίζεται από τα δικά της ιδιαίτερα στοιχεία και δεδομένα. Υπό το πρίσμα αυτό και στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας, θα ήταν εντελώς αυθαίρετη και αβάσιμη η εξαγωγή συμπερασμάτων στη βάση των όσων η πλευρά του Εφεσείοντα εισηγείται.
Με βάση τα πιο πάνω οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης δεν έχουν περιθώριο επιτυχίας και απορρίπτονται. Το πρωτόδικο δικαστήριο, έχοντας την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες, ορθά εκτίμησε την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της διαδικασίας, τα δε ευρήματά του εδράζονται στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και συνάδουν με τις δικογραφημένες θέσεις της Εφεσίβλητης και την κοινή λογική.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του σε ένα μεμονωμένο και μόνο γεγονός, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείοντας ευθύνεται προσωπικά, αγνοώντας άλλα γεγονότα που οδηγούσαν σε αντίθετο συμπέρασμα.
Όπως ήδη λέχθηκε το ουσιαστικό στοιχείο που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο και το οποίο οδήγησε στην τελική του κρίση περί προσωπικής ευθύνης του Εφεσείοντα ήταν το γεγονός ότι η αρχιτέκτονας του έργου, στην παρουσία του, και κατά τον κρίσιμο χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ανέφερε στον ΜΕ1 ότι αυτός (ο Εφεσείοντας) είναι ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης.
Προτού επανέλθουμε στα σχετικά γεγονότα, παραθέτουμε τη νομική διάσταση που καλύπτει το ενώπιόν μας ζήτημα, υπενθυμίζοντας ότι βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης επίκλησης προφορικής συμφωνίας και όχι γραπτής.
Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 1, παρα. 853, αναφέρονται τα ακόλουθα, σε σχέση με την ευθύνη αντιπροσώπου:
«Where a person makes a contract in his own name without disclosing either the name or the existence of a principal, he is personally liable on the contract to the other contracting party, though he may be in fact acting on a principal's behalf. He will continue to be liable even after the discovery of the agency by the other party, unless and until there has been an unequivocal election by the other contracting party to look to the principal alone.»
Οπου η συμφωνία δεν είναι γραπτή, αλλά προφορική, το ερώτημα κατά πόσο ο αντιπρόσωπος ευθύνεται προσωπικά θα πρέπει να αποφασίζεται στα πλαίσια των όλων δεδομένων και υπό το φως του όλου υπόβαθρου επί του οποίου η συμφωνία έλαβε χώραν (N & J Vlassopulos Ltd v. Ney Shipping Ltd, The Santa Carina [1977] 1 Lloyd's Rep. 478, CA). Προσθέτουμε, ολοκληρώνοντας τη νομική πλευρά, ότι όπου η άλλη συμβαλλόμενη πλευρά γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει ότι το αντισυμβαλλόμενο μέρος ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου, έστω και αν η ταυτότητα του αντιπροσωπευομένου δεν αποκαλύπτεται, ο αντιπρόσωπος δεν υπέχει προσωπική ευθύνη και ως εκ τούτου η άλλη συμβαλλόμενη πλευρά θα μπορεί να στραφεί μόνο εναντίον του αντιπροσωπευομένου, ως υπευθύνου.
Συνηγορούν τα όλα δεδομένα ότι η Εφεσίβλητη γνώριζε ή θα έπρεπε να γνωρίζει ότι ο Εφεσείων ενεργούσε ως αντιπρόσωπος άλλου;
Εθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να αξιολογήσει ως ουσιαστικής σημασίας το γεγονός ότι ο Εφεσείοντας δεν είχε κανένα προσωπικό όφελος στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ήταν υπάλληλος της προαναφερθείσας εταιρείας Widehorizon Cinema Enterprises Ltd, στην οποία δεν είχε οποιαδήποτε ιδιοκτησιακή ή μετοχική σχέση και ότι δεν είχε συμφέρον στο προαναφερθέν club.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση. Κατ΄ αρχάς διαφεύγει, με όλο το σεβασμό, του ευπαίδευτου συνήγορου ότι τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν τέθηκαν, ούτε ήταν σε γνώση της Εφεσίβλητης, κατά τον ουσιώδη χρόνο σύναψης της επίδικης προφορικής συμφωνίας. Παραλείπει επίσης ο ευπαίδευτος συνήγορος να εστιάσει στο ουσιαστικό γεγονός ότι το μόνο στοιχείο το οποίο έγινε αποδεκτό από το πρωτόδικο δικαστήριο και οδήγησε σε σχετικό εύρημα, ήταν ο καθορισμός του Εφεσείοντα ως ιδιοκτήτη της επιχείρησης, κατά την κρίσιμη στιγμή συνομολόγησης της συμφωνίας. Τίποτε άλλο σχετικό δεν γνώριζε ή θα μπορούσε να γνωρίζει η πλευρά της Εφεσίβλητης κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι ασχέτως οποιασδήποτε μεταγενέστερης γνώσης, η Εφεσίβλητη δεν γνώριζε ούτε ήταν δυνατό να γνωρίζει, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο,τιδήποτε περί αντιπροσωπείας. Συνεπώς, δεν επηρεαζόταν το δικαίωμά της να εγείρει την αγωγή, προσωπικά, εναντίον του Εφεσείοντα, όπως και έπραξε.
Καταλήγουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν υπό το φως των ενώπιον του γεγονότων ορθή. Βάσιμα κατέληξε ότι υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων και, κατ΄ ακολουθία, ότι ο Εφεσείων είχε προσωπική ευθύνη. Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.