ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2016:5
(2016) 1 ΑΑΔ 2349
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 13/2015)
5 Οκτωβρίου 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Καθ΄ ου η αίτηση
- ΚΑΙ -
XIAODAN LIU,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας
------------------------------------
Μ. Βορκάς, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη.
------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.
Την απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί
και ο Χριστοδούλου, Δ. θα δώσει ο Ναθαναήλ, Δ.
Απόφαση μειοψηφίας θα δώσει η Παναγή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο, υπό μονομελή σύνθεση στη δικαιοδοσία πατρικής αναγνώρισης, εξέδωσε στις 3.4.2015 απόφαση με την οποία αποδέχθηκε την αίτηση της εφεσίβλητης - αιτήτριας πρωτοδίκως - αναγνωρίζοντας την ανήλικη Χριστίνα Λιού που γεννήθηκε στις 19.8.2003, ως τέκνο του εφεσείοντος - καθ΄ ου η αίτηση πρωτοδίκως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πολυσέλιδη απόφαση του κατέγραψε ως δεδομένο ότι η εκδίκαση της αίτησης ενώπιον του ήταν το αποτέλεσμα απόφασης του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία, μετά από έφεση από την εδώ εφεσίβλητη, διατάχθηκε επανεκδίκαση της Αίτησης Πατρότητας, (πρόκειται για την απόφαση στην Xiaodan Liu v. Τριφταρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 1000). Καταγράφηκαν επίσης τα βασικά γεγονότα όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του από τη μαρτυρία των διαδίκων. Υπήρξε η θέση της εφεσίβλητης ότι διατηρούσε δεσμό με τον εφεσείοντα κατά την περίοδο της σύλληψης της ανήλικης, τώρα θυγατέρας της χωρίς να είχε οποιοδήποτε παράλληλο δεσμό, δηλώνοντας την ετοιμότητα της για τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων για διαπίστωση της πατρότητας. Η μαρτυρία της εφεσίβλητης μπορεί να συνοψιστεί στο ότι γνώρισε τον εφεσείοντα το καλοκαίρι του 2002, όταν αυτός είχε δεσμό με μια εκ των συγκατοίκων της, την Zhang Yong, ο οποίος το Σεπτέμβριο του ιδίου χρόνου προσφέρθηκε να της παρέχει βοήθεια για προβλήματα που η ίδια αντιμετώπιζε με το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Εκ των συναντήσεων και της επαφής που είχαν δημιουργήθηκε μεταξύ τους ερωτικός δεσμός που διήρκησε μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου του 2003. Οι χωρίς προφυλάξεις ερωτικές επαφές γίνονταν σε διαμέρισμα στο οποίο την έπαιρνε ο εφεσείων τρεις με τέσσερεις φορές εβδομαδιαίως. Αντιλήφθηκε την εγκυμοσύνη της μετά τη διάλυση του δεσμού τους σε στάδιο που ήταν τεσσάρων με πέντε μηνών έγκυος. Ένοιωθε φόβο και ντροπή για το γεγονός και δεν ανέφερε την εγκυμοσύνη σε κανένα, ούτε και επισκέφθηκε γιατρό, προτιμώντας στο τέλος της ημέρας να γεννήσει εντελώς μόνη της στο σπίτι της στις 19.8.2003, παίρνοντας το πρωί της επόμενης ημέρας, το νεογέννητο έξω από την κύρια είσοδο του χώρου εργασίας του εφεσείοντος όπου και το άφησε. Παραδέχθηκε αργότερα όταν την επισκέφθηκε η αστυνομία την ίδια ημέρα ότι το παιδί ήταν δικό της και ότι δεν σκεφτόταν λογικά όταν άφησε το παιδί στο χώρο εργασίας του εφεσείοντος.
Ο εφεσείων αρνήθηκε ολοκληρωτικά στη δική του μαρτυρία την οποιαδήποτε ερωτική επαφή με την εφεσίβλητη, συμφωνώντας μόνο ως προς το ότι πράγματι την είχε γνωρίσει μέσω της Zhang Yong, συγκατοίκου της, με την οποία όντως διατηρούσε δεσμό από τον Ιούνιο του 2002 μέχρι τον Απρίλιο του 2003. Ουδέποτε ενημερώθηκε περί της ύπαρξης παιδιού από την εφεσίβλητη και όπως ήταν σε θέση να γνωρίζει από την Zhang Yong, η εφεσίβλητη συνευρισκόταν ερωτικά με άνδρες επί πληρωμή. Το διαμέρισμα για το οποίο έγινε αναφορά από την εφεσίβλητη το αγόρασε μόλις τον Ιανουάριο του 2003, λαμβάνοντας κατοχή στις αρχές Μαρτίου του ιδίου χρόνου. Η εφεσίβλητη γνώριζε για την ύπαρξη του, λόγω του ότι όταν ο ίδιος παρέλαβε κατοχή πήγε μαζί με την Zhang Yong για να το καθαρίσουν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε με θετικό τρόπο τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, η οποία του έκανε «πολύ καλή εντύπωση ότι ήταν το πρόσωπο που είπε την αλήθεια», αποδεχόμενο τη θέση της ότι ο εφεσείων είχε πρόσβαση στο διαμέρισμα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης της ανήλικης, σε αντίθεση με τη μαρτυρία του εφεσείοντος την οποία χαρακτήρισε «επιτηδευμένη», η οποία και δεν «έπεισε», χαρακτηρίζοντας τη γενικότερη εντύπωση που άφησε ο εφεσείων στο εδώλιο του μάρτυρα ως «πενιχρή». Το Δικαστήριο εξέτασε όλους τους σχετικούς ισχυρισμούς και εισηγήσεις του εφεσείοντα ως προς εκείνα τα δεδομένα που θα έπρεπε να το οδηγήσουν να καταλήξει σε εύρημα αναξιοπιστίας της εφεσίβλητης. Ιδιαίτερα ως προς την ύπαρξη ενός οδοντιατρικού τροχού στο διαμέρισμα που αγόρασε ο εφεσείων εφόσον το διαμέρισμα αυτό χρησιμοποιείτο προηγουμένως από την οδοντίατρο Έλενα Πέτρου, η οποία είχε δημοσιεύσει αγγελία πώλησης του διαμερίσματος στις 9.1.2003. Την ίδια όμως ημέρα είχε υπογραφεί και πωλητήριο έγγραφο μεταξύ της Έλενας Πέτρου και του εφεσείοντος με μεταβίβαση στον τελευταίο να είχε γίνει στις 28.1.2003, ενώ η αποσύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος από το όνομα της Πέτρου είχε γίνει στις 24.2.2003 και επανασύνδεση του στο όνομα του εφεσείοντος, στις 4.3.2003. Ως προς αυτά τα δεδομένα το Δικαστήριο έκρινε ότι τα τεκμήρια και η μαρτυρία του Μιχάλη Χρίστου, διαχειριστή της πολυκατοικίας που είχε δώσει μαρτυρία υπέρ του εφεσείοντος, δεν απέκλειαν την πρόσβαση του εφεσείοντος στο διαμέρισμα κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο είχε αναφερθεί η εφεσίβλητη. Δέχθηκε παράλληλα τη μαρτυρία της Ελένης Αντωνίου, υπεύθυνης του ιατρείου του ορθοδοντικού Μιχάλη Παπαδημητρίου, ότι από τον Αύγουστο του 2002, το εν λόγω ιατρείο είχε συγχωνευθεί με το ιατρείο της Έλενας Πέτρου, μετονομαζόμενο σε Ορθοδοντικό Κέντρο Λευκωσίας. Η Έλενα Πέτρου από το Σεπτέμβριο 2002 πάνω σε καθημερινή βάση παρακολουθούσε πλέον τους πελάτες της στο νέο ιατρείο όπου είχε μεταφέρει σχετικό εξοπλισμό, αλλά και τους φακέλους των πελατών της, εργαζόμενη από 9.00 π.μ.-7.30 μ.μ., από δε το Σεπτέμβριο του 2002 υπήρξαν δημοσιεύσεις στο «Φιλελεύθερο» περί της εν λόγω συνεργασίας των δύο ιατρών.
Χαρακτήρισε το Δικαστήριο ως «παράλειψη» της εφεσίβλητης να αναφερθεί στον οδοντιατρικό τροχό, η οποία όμως δεν αλλοίωνε ή έπληττε σε ιδιαίτερο βαθμό την κατά τα άλλα αξιόπιστη μαρτυρία της. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης και σε αριθμό άλλων λεπτομερειών που κατά τη θέση του εφεσείοντος έδειχναν διάσταση και ρωγμές στην όλη μαρτυρία της, κρίνοντας ότι αυτές ήταν επουσιώδεις και ότι το αληθές των ερωτικών συνευρέσεων και του δεσμού της εφεσίβλητης με τον εφεσείοντα προέκυπτε από ένα σύνολο δεδομένων. Το Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι παρά την εκτενή αντεξέταση στην οποία υπεβλήθη η εφεσίβλητη και παρά την πίεση που προκαλούσε η ανάκληση των οδυνηρών γεγονότων της γέννησης του παιδιού της, εκφράζοντας και ανησυχίες για το τι θα απογινόταν η θυγατέρα της ως άπατρις, εφόσον δεν μπορούσε να αποκτήσει ούτε την Κυπριακή υπηκοότητα, αλλά ούτε και την Κινέζικη, «άρθρωσε σωστό λόγο γιατί απλούστατα βασίστηκε σε ό,τι γνώριζε και έζησε και δεν απέκρυψε οτιδήποτε, ούτε προσπάθησε να καλύψει κάποια κενά μνήμης με επίπλαστες δικαιολογίες.». Δεν παρέλειψε το Δικαστήριο να σημειώσει επίσης την κόπωση που επήλθε στην εφεσίβλητη μέσα από τα πολλά χρόνια δικαστικών αγώνων.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο μετά την κρίση αξιοπιστίας της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στο έτερο μεγάλο ζήτημα που τέθηκε ενώπιον του, αυτό της παντελούς άρνησης του εφεσείοντος να υποβληθεί σε οποιαδήποτε αιματολογική ή γενετική εξέταση ως ήταν η υποχρέωση του στη βάση ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 16.2.2009, το οποίο μετά από αίτηση της εφεσίβλητης και ένσταση του εφεσείοντος, αποδεχόμενο την αίτηση, όρισε τον Δρα Μάριο Καριόλου ως το πρόσωπο που θα ήταν υπεύθυνο για την υλοποίηση των οδηγιών του. Ήταν η μαρτυρία του Δρος Καριόλου πρωτοδίκως ότι μια αιματολογική ή γενετική εξέταση η οποία θα μπορούσε να είχε γίνει με απλούστατο τρόπο, θα καθόριζε επιστημονικά και με ελαχιστότατο ποσοστό λάθους κατά πόσο ο εφεσείων ήταν ή όχι ο βιολογικός πατέρας της ανήλικης. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομική πτυχή του θέματος αυτού, στην αταλάντευτη προσήλωση της εφεσίβλητης από την αρχή της υπόθεσης να υποβληθεί σε αιματολογικές ή γενετικές εξετάσεις και στην ολοκληρωτική αρνητική στάση του εφεσείοντος και τις διαφορετικές αιτιολογίες που έδωσε στην πορεία της υπόθεσης. Έκρινε εντελώς αδικαιολόγητο τον εφεσείοντα στο να μην αποδεχθεί τις εξετάσεις, απορρίπτοντας και τον κύριο λόγο της άρνησης ότι δηλαδή ουδέποτε είχε ερωτικές σχέσεις με την εφεσίβλητη.
Η απόφαση του Δικαστηρίου βάλλεται ως λανθασμένη με 17 λόγους έφεσης. Σχετίζονται κατ΄ ουσία με την κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης ως αξιόπιστης. Αρκετοί από τους λόγους έφεσης πλήττουν διάφορες ενδιάμεσες αποφάσεις του Δικαστηρίου στις οποίες θα γίνει αναφορά στη συνέχεια. Ο συνήγορος του εφεσείοντος στο περίγραμμα του και στη διά ζώσης αγόρευση του ενώπιον του Εφετείου ανέπτυξε τους λόγους της έφεσης με λεπτομέρεια, εστιάζοντας την προσοχή του στα όλα δεδομένα που προέκυψαν από τη μαρτυρία που έδειχναν ότι η εφεσίβλητη ψεύδετο. Συνεπώς αυθαίρετα ήταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της. Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης προέρχεται από το δικό της περίγραμμα στο οποίο αναλύονται τα γεγονότα, αλλά δίδεται ιδιαίτερη έμφαση και στη νομική πτυχή του θέματος αναφορικά με το εύλογο συμπέρασμα που το Δικαστήριο εξήγαγε στη βάση της νομοθεσίας μετά τη σταθερή άρνηση του εφεσείοντος να υποβληθεί σε οποιεσδήποτε εξετάσεις που πολύ απλά θα μπορούσαν να διαπιστώσουν κατά πόσο ήταν ή όχι ο βιολογικός πατέρας της ανήλικης.
Είναι πασίγνωστη η νομολογία ότι την πρωταρχική ευθύνη αξιολόγησης της μαρτυρίας τη φέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είναι σε θέση να κρίνει τους μάρτυρες υπό το φως του λογικού των απαντήσεων τους, του τρόπου με τον οποίο τοποθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης και του τρόπου με τον οποίο έδιδαν τις διάφορες απαντήσεις τους. Από τη στιγμή που η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των διαδίκων και των μαρτύρων τους δεν μολύνεται από λογικές ανακολουθίες ή αντιφατικές κρίσεις, το εύλογο ή μη των συμπερασμάτων και ευρημάτων του κρίνεται στην ολότητα της αξιολόγησης και όχι κατά απομονώμενο ή αποσπασματικό τρόπο, (Avacom Computer Services Ltd ν. Νικολάου (2006) 1 Α.Α.Δ. 359, A.N. Stasis Estates Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 860 και Σοφοκλέους ν. Τσεμέλογλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 1153).
Η μαρτυρία της εφεσίβλητης όπως αυτή απορρέει από τα πρακτικά της διαδικασίας παρουσιάζει μια λογική αλληλουχία, η οποία παρέμεινε ακλόνητη παρά την επίμονη αντεξέταση της επί όλων των πτυχών αυτής. Η εφεσίβλητη έδωσε ιδιαίτερες λεπτομέρειες του τρόπου γνωριμίας της με τον εφεσείοντα, ότι αυτός την προσέγγισε με το αυτοκίνητο του ένα απόγευμα ενώ περπατούσε στο δρόμο για να της υπενθυμίσει ότι ήταν γνωστός ή σύντροφος της συγκατοίκου της Zhang Yong και ότι ήταν πρόθυμος να τη βοηθήσει με προβλήματα που η ίδια αντιμετώπιζε με τις αρμόδιες αρχές ως προς την παραμονή της στη Δημοκρατία. Ανέφερε με ειλικρίνεια στην πορεία ότι δημιούργησε ερωτικό δεσμό με τον εφεσείοντα πιστεύοντας, όπως ο ίδιος της είχε πει, ότι είχε τερματίσει τη σχέση του με τη συγκάτοικο της, προσθέτοντας ότι διέκοψε το δεσμό της μαζί του δύο φορές στην πορεία όταν αντιλήφθηκε ότι εξακολουθούσε να είχε ενδιαμέσως ερωτικό δεσμό με την Zhang Yong. Πρόσθεσε ότι αγάπησε τον εφεσείοντα, στην πορεία όμως έμαθε ότι ήταν πολύ μεγαλύτερης ηλικίας από ό,τι της είχε αρχικά πει και είχε καταδικαστεί και για ανθρωποκτονία παλαιότερα με αποτέλεσμα στην πορεία να νοιώσει φοβερά απογοητευμένη και να θεωρεί ότι καταστράφηκε η ζωή της.
Ιδιαίτερο σημείο αναξιοπιστίας θεωρεί ο εφεσείων την πτυχή εκείνη της μαρτυρίας της κατά την οποία η εφεσίβλητη δεν ανεφέρθη στην ύπαρξη του οδοντιατρικού μηχανήματος στο διαμέρισμα. Και μάλιστα ότι ερωτούμενη ειδικά για αυτό, η εφεσίβλητη επέμενε, περιγράφοντας το περιεχόμενο του διαμερίσματος ότι αυτό δεν είχε τίποτε άλλο μέσα εκτός από ντουλάπια στον τοίχο με γυαλιά γύρω και ένα διπλό στρώμα στο δωμάτιο. Η θέση της αυτή διέφερε από τη θέση της, μέσω του συνηγόρου της, κατά την αντεξέταση των μαρτύρων του εφεσείοντος, ότι βρίσκονταν στο διαμέρισμα και οδοντιατρικά μηχανήματα. Κατά τον Μιχάλη Χρίστου, Μ.Υ.4, το μηχάνημα μεταφέρθηκε μέσα στο Φεβρουάριο του 2003. Αυτή η μαρτυρία, κατά το συνήγορο του εφεσείοντος, έδειχνε την αναξιοπιστία της εφεσίβλητης, η οποία σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση της στο Δικαστήριο επισκεπτόταν το διαμέρισμα με τον εφεσείοντα τρεις με τέσσερεις φορές την εβδομάδα.
Είναι γεγονός ότι το ζήτημα δεν αναλύθηκε ιδιαιτέρως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρώντας ότι «η χρήση του διαμερίσματος με σκοπό τη συνεύρεση των διαδίκων δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη ή μη εξοπλισμού σ΄ αυτό». Δέχθηκε βεβαίως στη βάση και των θέσεων του συνηγόρου της εφεσίβλητης, ότι στο διαμέρισμα είχε παραμείνει τουλάχιστον ο τροχός, ένα μεγάλο μηχάνημα, το οποίο σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ. Χρίστου, την οποία παρά τις επιφυλάξεις του, το Δικαστήριο, την αποδέχθηκε, μετακινήθηκε μετά τη συμφωνία πώλησης του διαμερίσματος ημερ. 9.1.2003. Η εφεσίβλητη, κατά το Δικαστήριο, «παρέλειψε» να αναφέρει την ύπαρξη του τροχού, χωρίς όμως αυτό να έπληττε την αξιοπιστία της σε βαθμό επηρεασμού της βασικής της θέσης ότι σ΄ εκείνο το διαμέρισμα λάμβαναν χώραν οι συνευρέσεις με τον εφεσείοντα.
Το Εφετείο, σύμφωνα με τη Δ.35 θ.8, και τη σχετική νομολογία, ναι μεν έχει την εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα επί γεγονότων ή, άλλως πως, αλλά τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι αναστρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και αν είναι αδύνατο να λεχθεί ότι ήσαν εσφαλμένα, (Star Fiberglass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 875 και Χειμώνα ν. Γεωργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 108).
Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε παράλογα αποτελέσματα, ούτε όμως και αυθαίρετα. Η σχετική, πράγματι, αδυναμία της εφεσίβλητης να τοποθετήσει τον τροχό στο διαμέρισμα δεν μπορεί να απομονωθεί από την ολότητα της μαρτυρίας. Το συγκεκριμένο διαμέρισμα στοχοποιήθηκε από την εφεσίβλητη ως ο χώρος όπου γίνονται οι ερωτικές συνευρέσεις. Οι αναφορές της για τόσο συχνές συναντήσεις δεν θα είχαν νόημα αν η άντληση της γνώσης της ήταν μόνο από τη μια φορά που επισκέφθηκε, κατά τον εφεσείοντα, το διαμέρισμα για να το καθαρίσει μέσα στο Μάρτιο του 2003. Το ότι το διαμέρισμα ήταν στην ιδιοκτησία του εφεσείοντος δεν αμφισβητήθηκε. Όλες όμως οι θέσεις του ότι δεν είχε πρόσβαση σ΄ αυτό πριν το Μάρτιο, εύλογα δεν έπεισαν το Δικαστήριο. Η ιδιοκτήτρια και κάτοχος του διαμερίσματος Έλενα Πέτρου, η οποία για άγνωστο ακόμη λόγο εν τέλει δεν παρουσιάστηκε από τον εφεσείοντα ως μάρτυρας, παρά μόνο επιχειρήθηκε κατάθεση γραπτής δήλωσης της μέσω της δικής του δήλωσης κατά την έναρξη της κυρίως εξέτασης του, σύμφωνα με την αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία της Ελένης Αντωνίου, είχε ήδη μετακινηθεί από τον Αύγουστο του προηγούμενου χρόνου, το 2002, στο χώρο του νέου συνεταιρισμού που η ίδια έκαμε με τον ορθοδοντικό Δρ. Παπαδημητρίου, παίρνοντας μαζί της τους κλίβανους και διάφορα άλλα αντικείμενα εξοπλισμού, καθώς και τους φακέλους των πελατών. Η εύλογη συναγωγή είναι ότι η Έλενα Πέτρου δεν λειτουργούσε πλέον το παλιό της οδοντιατρείο και η θέση του Μ. Χρίστου ότι ερχόταν στο γραφείο της δεν σήμαινε ότι εργαζόταν εκεί. Η αξιόπιστη μαρτυρία της Ελένης Αντωνίου ήταν ότι δεν θα μπορούσε να εργαζόταν τουλάχιστον τις κανονικές ώρες, αφού όλος ο χρόνος της αναλωνόταν στο νέο ιατρείο. Να σημειωθεί και έχει αυτό την ιδιαίτερη σημασία του, ότι ο εφεσείοντας με κανένα λόγο έφεσης δεν προσβάλλει το εύρημα αξιοπιστίας της Ελένης Αντωνίου ή την εν γένει μαρτυρία της.
Η μαρτυρία της Ελ. Αντωνίου δεν είναι περιθωριακής φύσεως, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με την έλλειψη μαρτυρίας της Έλενας Πέτρου. Η μαρτυρία της τελευταίας θα απέβαινε καταλυτική σε ορισμένα θέματα και θα διαφώτιζαν το όλο σκηνικό. Υπαρχόντος σχετικού λόγου έφεσης, θα πρέπει να λεχθεί ότι η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί την κατάθεση της δήλωσης της Έλενας Πέτρου μέσω της κύριας δήλωσης του εφεσείοντος, δεν μπορεί να κριθεί λανθασμένη. Ηγέρθηκε ένσταση στην κατάθεση του σχετικού αυτού εγγράφου με αιτιολογία ότι θα έπρεπε να εξηγηθεί ο λόγος που δεν προσέρχετο η ίδια η Έλενα Πέτρου να καταθέσει ώστε να τύχει αντεξέτασης. Ερωτούμενος ο συνήγορος του εφεσείοντος από το Δικαστήριο κατά πόσο υπήρχε εκ μέρους του πρόθεση να κληθεί η συντάκτρια του εγγράφου για αντεξέταση, δόθηκε η απάντηση ότι αν δεν επιτραπεί η κατάθεση, θα κλητευθεί. Το Δικαστήριο απέρριψε την κατάθεση παρόλο που βρισκόταν στην κατοχή του μάρτυρα εφόσον θα μπορούσε να καταθέσει η ίδια και να αντεξεταστεί.
Επομένως επιχειρήθηκε να κατατεθεί η δήλωση της Έλενας Πέτρου, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιμονή ή επιχειρηματολογία, εφόσον διαφάνηκε ότι ο εφεσείων μπορούσε και ήταν πρόθυμος να καλέσει την Έλενα Πέτρου. Συνάγεται ότι παρά τις διατάξεις του άρθρου 24 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9., ως προς τη δυνατότητα πλέον αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας, η οποία μπορεί να τύχει ανάλογης αξιολόγησης στη βάση των κριτηρίων που καταγράφει το άρθρο 27, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας να είχε προσφερθεί η καλύτερη δυνατή μαρτυρία (προφανώς σ΄ αυτό στόχευε το Δικαστήριο εφόσον η παρουσία της ίδιας της Έλενας Πέτρου θα ήταν το ιδανικό), η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι θα κλητεύετο η Έλ. Πέτρου, υπερκάλυψε τα όποια προβλήματα. Μάλιστα, έγινε σχετική δήλωση από το συνήγορο στη συνέχεια ότι είχε κλητεύσει την Έλενα Πέτρου, η οποία όμως «.. εξέφρασε την επιθυμία να μην εμπλακεί σε αυτή την υπόθεση, έχει κάποιες πληροφορίες συγκεχυμένες και δεν θα καταθέσει.». Ακολούθησε δήλωση του συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι στη βάση της θέσης του αντιδίκου του, η Έλενα Πέτρου «απαλλάσσεται πλέον γιατί είναι με κλήση που ήρθε.». Αυτό στην πράξη σήμαινε, δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 26, ότι η εφεσίβλητη απαλλασσόταν της ευθύνης να κλητεύσει η ίδια τη μάρτυρα να αντεξεταστεί επί της δήλωσης, η οποία δεν κατατέθηκε, εφόσον η Έλ. Πέτρου εν τέλει κλητεύθηκε από το διάδικο που ήθελε να καταθέσει τη δήλωση της, αλλά στη συνέχεια την απάλλαξε, θεωρούμενης πλέον της μαρτυρίας της ως μη αναγκαίας.
Μπορεί εδώ, εν πάση περιπτώσει, να υπομνηνθεί ότι η πρωτογενής μαρτυρία, ιδιαιτέρως όπου αυτή μπορεί να προσφερθεί χωρίς πρόβλημα (και εδώ διαφάνηκε ότι ήταν ευχερής η κλήτευση και παρουσία της Έλενας Πέτρου), προσφέρει στο Δικαστήριο τη μοναδική ευκαιρία να την κρίνει υπό το φως της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα από την εξέταση και αντεξέταση όπου οι μάρτυρες δοκιμάζονται ως προς την αλήθεια των λόγων τους. Η αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας είναι και παραμένει η εξαίρεση στον κανόνα και η αποδοχή της επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σ΄ αυτό στόχευε η τροποποίηση που επέφερε ο νομοθέτης με το Νόμο αρ. 32(Ι)/2004 στο Κεφ. 9, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων απόδειξης, (Pakistan Cables Ltd v. NBS General Trading (Overseas) Co. Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1711). Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Υπό το φως των ανωτέρω, τα τυπικά της κατοχής του διαμερίσματος από τον εφεσείοντα, η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος με την αποσύνδεση του από το όνομα της Έλενας Πέτρου και η επανασύνδεση του στο όνομα του εφεσείοντος, η πληρωμή των κοινοχρήστων από την Έλ. Πέτρου μέχρι και το Φεβρουάριο του 2003, θα αποκτούσαν ενδεχομένως άλλη διάσταση, αν έπρεπε να ιδωθούν κατ΄ απομόνωση των υπολοίπων γεγονότων και μαρτυρίας. Στην ολότητα όμως των δεδομένων, πολύ ορθά το Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων είχε πρόσβαση στο διαμέρισμα πριν το Μάρτιο 2003, απορρίπτοντας επί του προκειμένου την περί του αντιθέτου εκδοχή του. Η συλλογιστική του Δικαστηρίου διερωτούμενο ως προς την ύπαρξη άλλης συμφωνίας που επέτρεπε αυτή την πρόσβαση του εφεσείοντος, δεν ήταν η βάση της κρίσης της εφεσίβλητης ως αξιόπιστης μάρτυρας. Ήταν ένα ερώτημα που το Δικαστήριο έθεσε στον εαυτό του στην προσπάθεια του να εντοπίσει την αλήθεια στις διϊστάμενες εκδοχές των πρωταγωνιστών της υπόθεσης. Ο ταυτόχρονος με τη δημοσίευση της αγγελίας πώλησης του διαμερίσματος στις 9.1.2003, καταρτισμός του πωλητηρίου εγγράφου που έλαβε χώραν αυθημερόν, όντως αφήνει ερωτηματικά. Η σχετική μαρτυρία του Μιχάλη Χρίστου, σε σχέση με την ίδια υπόθεση στην προηγούμενη εκδίκαση της, ήταν ότι πολύ πιθανόν η Έλενα Πέτρου να είχε πωλήσει από τον προηγούμενο χρόνο το διαμέρισμα στον εφεσείοντα και η μεταβίβαση να έγινε τον Φεβρουάριο 2003, μαρτυρία που ουσιαστικά επανέλαβε και στην πρωτόδικη διαδικασία, με την προσθήκη ότι το Φεβρουάριο του 2003, η Έλενα Πέτρου του είχε πει ότι τον προηγούμενο μήνα, δηλαδή τον Ιανουάριο, είχε επέλθει συμφωνία για πώληση. Αλλά, όπως ο μάρτυρας πρόσθεσε, δεν απέκλειε η συμφωνία πώλησης να είχε προηγηθεί προ πολλού, με την ιδιοκτήτρια να δηλώνει ότι θα πλήρωνε η ίδια τα κοινόχρηστα μέχρι και το Φεβρουάριο 2003 και μετά ο εφεσείων (σελ. 178-179 των πρακτικών). Η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ. Χρίστου από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέκλειε συνεπώς τη δυνατότητα της πρόσβασης του εφεσείοντος στο διαμέρισμα κατά το χρόνο που είχε καθορίσει η εφεσίβλητη. Έτσι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υποκατέστησε, ούτε «έφτιαξε» μαρτυρία κατά παράβαση της νομολογίας, (Damalona Ltd v. Αχιλλέα Φεραίου Εισαγωγές - Εξαγωγές Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1082 και Φαλάς ν. Κωνσταντινίδη (2005) 1 Α.Α.Δ. 200). Ούτε και η ίδια η συμφωνία πώλησης ήταν το επίδικο θέμα ώστε να είναι δυνατόν να θεωρηθεί, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται το γραπτό κείμενο. Το ζητούμενο ήταν και παρέμεινε η ύπαρξη ερωτικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων και όχι η αγοραπωλησία του διαμερίσματος, τα δεδομένα της οποίας είχαν περιορισμένη σημασία.
Ίδιας περιορισμένης σημασίας είναι και οι υπόλοιπες αιτιάσεις περί αντιφάσεων στην όλη συμπεριφορά της εφεσίβλητης ώστε εξ αυτών να πλήττεται καίρια η αξιοπιστία της. Αφορούν ζητήματα ως προς το χρόνο των συναντήσεων, το χρόνο έναρξης των ερωτικών επαφών, το φόβο της έναντι του εφεσείοντος, την προσπάθεια της να αφήσει το νεογέννητο έξω από το χώρο εργασίας του χωρίς ποτέ προηγουμένως να του είχε αποκαλύψει την εγκυμοσύνη της, αλλά χωρίς αιδώ άφησε το βρέφος στον ανυποψίαστο εφεσείοντα κάνοντας το «δώρο» σ΄ αυτόν, το πότε έμαθε για την καταδίκη και φυλάκιση του εφεσείοντος, την ηλικία του εφεσείοντος, των προβλημάτων με το γραφείο αλλοδαπών και μετανάστευσης, τις σχέσεις της με τη Zhang Yong, καθώς και τις σχέσεις του ίδιου του εφεσείοντος με την Yong.
Αποτελεί τη γενική εισήγηση του εφεσείοντος επί όλων των πιο πάνω ζητημάτων που με λεπτομέρεια και αναφορά στα πρακτικά αναλύει και παραπέμπει στο περίγραμμα του ο ευπαίδευτος συνήγορος του, ότι οι παλινδρομήσεις και αμφιταλαντεύσεις ήταν τόσες και σημαντικές που καθιστούσαν τη μαρτυρία της εφεσίβλητης εώλη, ευάλωτη και απορριπτέα ως εκ των υστέρων σκέψεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο σύνολο των πιο πάνω θεμάτων στις σελ. 22-26 και τα σχολίασε θεωρώντας είτε ότι η εφεσίβλητη έδωσε απλές και πειστικές αιτιολογίες, είτε ότι δεν πλήττετο η αξιοπιστία της, σημειώνοντας, ότι όλη η μαρτυρία έπρεπε να ιδωθεί «υπό το πρίσμα των επιδίκων θεμάτων ...», με θεμελιακό το ερώτημα «.. κατά πόσο οι διάδικοι διατηρούσαν σεξουαλικές σχέσεις, κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης της Χριστίνας.». Δεν θα ήταν δυνατή η με ευκολία ανατροπή της πιο πάνω θέσης του Δικαστηρίου. Όπως προαναφέρθηκε, το εύλογο των ευρημάτων του και η κρίση του επί της αξιοπιστίας των διαδίκων, βασιζόταν πρωτίστως στην πρωτογενή εντύπωση της επισταμένης παρακολούθησης των διά ζώσης καταθέσεων τους ενώπιον του. Αποτιμούμενη η εντύπωση αυτή στο σκεπτικό της απόφασης και εκφρασμένη με τον τρόπο που πρωτοδίκως καταγράφηκε, περιθώρια για απόκλιση δεν υπάρχουν. Το Δικαστήριο είχε υπόψη του, γεγονός που σημείωσε, τις αδυναμίες στη μαρτυρία της εφεσίβλητης, οι οποίες όμως δεν ήταν ικανές να διαφοροποιήσουν την όλη αξιόπιστη εικόνα της.
Μετά την ανάλυση που έχει γίνει πιο πάνω σε σχέση με το ζήτημα της αξιοπιστίας των διαδίκων, παραμένει ως έτερο σημαντικό ζήτημα, η νομική πτυχή του θέματος. Η όλη υπόθεση στηρίχθηκε στο άρθρο 24Α(1) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου αρ. 187/91, μετά την τροποποίηση που επήλθε στο βασικό Νόμο, με τον Τροποποιητικό Νόμο αρ. 78(Ι)/2006. Το άρθρο 24Α(1) προνοεί ότι σε οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου για αναγνώριση πατρότητας τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο με τον πατέρα, το Δικαστήριο μπορεί να δώσει σχετικές οδηγίες, μετά από σχετική αίτηση, με στόχο τη διαπίστωση κατά πόσο διάδικος είναι ή όχι βιολογικός πατέρας του τέκνου. Το Δικαστήριο εγκρίνοντας την αίτηση τάσσει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί δείγμα αίματος ή άλλο γενετικό υλικό από το τέκνο, τη μητέρα του και οποιονδήποτε άλλο διάδικο, ο οποίος με βάση την αίτηση που γίνεται δυνάμει των προνοιών του άρθρου 20(1) του Νόμου, φέρεται να είναι ο πατέρας του τέκνου. Το εδάφιο (7) του άρθρου 24Α, προνοεί ότι σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια που είναι αναγκαία για την υλοποίηση των οδηγιών του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δύναται να εξάγει οποιοδήποτε συμπέρασμα το οποίο φαίνεται να είναι εύλογο υπό τις περιστάσεις.
Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 16.2.2009, η οποία αποτελεί το αντικείμενο δύο χωριστών λόγων έφεσης, εξέδωσε οδηγίες για τη διεξαγωγή αιματολογικών ή γενετικών εξετάσεων. Υπεύθυνος για την υλοποίηση των οδηγιών του Δικαστηρίου ορίστηκε ο Δρ Μάριος Καριόλου. Είναι παραδεκτό ότι ο εφεσείων αρνήθηκε κατηγορηματικά να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του Δικαστηρίου και ουδέποτε προσήλθε στο Δρ Καριόλου και το Ινστιτούτο Γενετικής για να υποβληθεί στις αναγκαίες εξετάσεις, σε αντίθεση με την προθυμία της εφεσίβλητης να υποβληθεί άμεσα σε οποιαδήποτε εξέταση κρινόταν αναγκαία προς υλοποίηση των οδηγιών του Δικαστηρίου με στόχο τον προσδιορισμό του βιολογικού πατέρα της ανήλικης ή, τον αποκλεισμό στην ουσία του εφεσείοντος από οποιαδήποτε βιολογική σχέση με την ανήλικη. Οι σχετικές εξετάσεις θα ήταν πολύ απλές εφόσον θα μπορούσαν να γίνουν είτε με τη λήψη αίματος, είτε με τη λήψη παρειακού επιχρίσματος από το εσωτερικό του μάγουλου του ενδιαφερομένου με τη χρήση μιας μικρής βούρτσας. Σύμφωνα με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εξετάσεις αυτές, οποιαδήποτε μέθοδος και να επιλεγόταν, ήταν πολύ απλές και ανώδυνες. Ο δε Δρ. Καριόλου είχε καταθέσει ότι οι γενετικές αυτές εξετάσεις θα έδειχναν κατά πόσο ο εφεσείων ήταν ή όχι βιολογικός πατέρας της ανήλικης, με ακρίβεια που ξεπερνούσε το 99.95%.
Οι σχετικοί λόγοι έφεσης είναι ανυπόστατοι. Κατ΄ αρχάς να λεχθεί ότι οι λόγοι που αφορούν την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 16.2.2009 που σχετίζονται με την κατ΄ ισχυρισμόν λανθασμένη απόφαση του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί την ένσταση του εφεσείοντος ότι η εφεσίβλητη με την αίτηση της δεν απέδειξε τις ικανότητες του Δρ. Καριόλου να προβαίνει σε τέτοιου είδους αιματολογικές ή γενετικές εξετάσεις, είναι παντελώς αβάσιμοι διότι το ζήτημα των προσόντων του Δρ. Καριόλου και της ικανότητας του Ινστιτούτου Γενετικής να διενεργεί τέτοιες εξετάσεις κατέστη ακαδημαϊκό από τη στιγμή που κατά την αντεξέταση του Δρος Καριόλου στην πρωτόδικη διαδικασία ουδόλως αμφισβητήθηκαν τα προσόντα του και μάλιστα στη σελ. 9 των πρακτικών, ρητά ο συνήγορος του εφεσείοντος αναγνώρισε την εμπειρία και τις γνώσεις του Δρ. Καριόλου τις οποίες και επικαλέστηκε ως υπόβαθρο για την περαιτέρω αντεξέταση του. ’νευ σημασίας είναι και ο έτερος λόγος έφεσης ως προς το ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έδωσε άδεια να προστεθεί διά χειρός στη νομική βάση της ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 29.5.2008, κατά το στάδιο απαγγελίας της απόφασης ημερ. 16.2.2009, ο αριθμός (2) πριν από το άρθρο 4(Α) του Νόμου ώστε το άρθρο να διαβάζεται ως «24(Α)». Πρόκειτο εμφανώς περί τυπογραφικού λάθους στην αίτηση της εφεσίβλητης χωρίς οποιαδήποτε επίπτωση επί της ουσίας αυτής.
Ως προς τους λόγους που ο εφεσείων επικαλέστηκε για να εξηγήσει την άρνηση του να υποβληθεί σε οποιεσδήποτε εξετάσεις, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολο του τις αιτιάσεις αυτές με ειδική αναφορά στις αντιφατικές θέσεις που παρουσιάστηκαν ενώπιον του από τον εφεσείοντα. Πράγματι, η ανάγνωση των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας εντυπωσιάζει από την παλινδρόμηση του εφεσείοντος και τις πολλαπλές και διαφορετικές θέσεις που υποστήριξε για να δικαιολογήσει την άρνηση αυτή. Υποστήριξε από τη μια ότι η υποβολή σε γενετικές εξετάσεις θα ήταν προσβλητικό για τον ίδιο και τα παιδιά του, μετέπειτα ότι η εξέταση θα μπορούσε να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του, διότι ως υποστήριζε στην πρώτη δίκη δεν γνώριζε τι χημικές ουσίες υπάρχουν στο βουρτσάκι (τον συμβούλεψε και η θυγατέρα του Χημικός στη Γαλλία να μην δεχθεί τέτοια επέμβαση στο σώμα του), θέση όμως που διαφοροποιήθηκε στη δεύτερη αφού άκουσε τη μαρτυρία του Δρ. Καριόλου, ενώ υποστήριξε ταυτόχρονα ότι ως μελετητής της Γραφής με τους Μάρτυρες του Ιαχωβά θεωρούσε ότι δεν θα ήταν ορθό και θα ήταν μεγάλη αμαρτία να δώσει ή να βγάλει αίμα. Οι εξηγήσεις αυτές πέραν του ότι είχαν διαφορές από τη μαρτυρία του κατά την πρώτη δίκη και κατά την ένσταση του στην αίτηση προς έκδοση οδηγιών του Δικαστηρίου για αιματολογικές ή γενετικές εξετάσεις, ορθά χαρακτηρίστηκαν από το Δικαστήριο ως μη σοβαροί λόγοι που να δικαιολογούσαν την άρνηση.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του σχολίασε ότι οι πιθανότητες λάθους στη βάση της μαρτυρίας του Δρος Καριόλου ήταν πολύ μικρές και εν πάση περιπτώσει το ενδεχόμενο λάθους θα τύγχανε εκ νέου εξέτασης από το Δικαστήριο, αν προβαλλόταν τέτοιος λόγος, μετά το αποτέλεσμα της εξέτασης και της έκθεσης του Δρος Καριόλου. Η αιτιολογία ότι η χρησιμοποίηση μιας μικρής βούρτσας ως αποτελούσα επέμβαση στο σώμα του εφεσείοντος, κρίθηκε πρωτοδίκως ως εντελώς αδικαιολόγητη, ενώ, όπως ορθά σημείωσε το Δικαστήριο, ο εφεσείων δήλωσε στην κατάθεση του ότι αν ήταν η Zhang Yong που θα τον καλούσε για τέτοια εξέταση θα προέβαινε στη διενέργεια της εξέτασης επειδή δέχθηκε ότι είχε δεσμό μαζί της. Όσον αφορά τη θέση ότι διασυρόταν και εξευτελιζόταν ο ίδιος και η οικογένεια του, η απάντηση του Δικαστηρίου ήταν ότι εάν η θέση του εφεσείοντος ήταν ορθή, ότι, δηλαδή, ουδέποτε είχε σχέση με την εφεσίβλητη, θα έπρεπε, λογικά, να συναινέσει οικειοθελώς στη γενετική εξέταση για να αποδείξει τα ψεύδη της εφεσίβλητης και να αποκαταστήσει το δικό του όνομα, το οποίο είχε ήδη αμαυρωθεί από τη στιγμή που είχε αναγκαστεί να παραδεχθεί στα παιδιά του, όπως ο ίδιος είπε, την ερωτική του σχέση του με τη Zhang Yong. Τέλος, ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι η εφεσίβλητη προσπαθούσε να τον καταστήσει πατέρα του νεογέννητου διότι δεν γνώριζε η ίδια ποιος ήταν ο πραγματικός πατέρας επειδή εκδιδόταν επί πληρωμή και είχε πολλούς ερωτικούς συντρόφους, παρέμεινε εντελώς ατεκμηρίωτος και ορθά απερρίφθη ως αιτιολογία από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον αυτή η θέση βασιζόταν στο τι του είχε πει η Zhang Yong, με την οποία είχε διακόψει σχέσεις προ πολλού και δεν γνώριζε καν πού βρισκόταν για να την καλέσει ως μάρτυρα στο Δικαστήριο.
Στη βάση της πιο πάνω κατάληξης του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του εφεσείοντος σε αυτό τον τομέα, ορθά το Δικαστήριο κατέληξε στο σύνολο της μαρτυρίας ότι το αναπόφευκτο συμπέρασμα ήταν ότι ο εφεσείων είναι ο βιολογικός πατέρας της ανήλικης. Αυτή η θέση ως νομικό συμπέρασμα δεν είναι αυθαίρετη διότι η σχετική νομοθεσία επιτρέπει αυτή την εξαγωγή του συμπεράσματος και γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο έγινε η σχετική τροποποίηση ώστε να αρθούν τα προβλήματα τα οποία διαπιστώθηκαν σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και ιδιαίτερα στις Ξενοφώντος ν. Κκέλη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1307, Κωσιάρη ν. Νικολάου (1998) 1 Α.Α.Δ. 234 και Θρασυβούλου ν. Φικάρδου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1822. Η θέσπιση της νομοθετικής πρόνοιας με την επελθούσα τροποποίηση έλυσε τα όποια προβλήματα με την εισαγωγή ανάλογης διάταξης με αυτή που υπάρχει στο Family Law Reform Act 1969 της Αγγλίας. Η ευθυγράμμιση αυτή με τις σύγχρονες αντιλήψεις συνάδει και με την επιστημονική εξέλιξη στο χώρο όπως αναγνωρίζεται και από το άρθρο 5 του περί της Συμβάσεως επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 50/70, το οποίο προνοεί για την αποδοχή επιστημονικής μαρτυρίας που δύναται να βοηθήσει στην απόδειξη ή ανταπόδειξη της πατρότητας.
Στην υπόθεση M.G. Supatan v. Περιστιάνη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1417, λέχθηκε με αναφορά στο νέο άρθρο 24Α, ότι η εφαρμογή της σχετικής διάταξης δεν εξαναγκάζει το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται σχετικό δικαστικό διάταγμα να συμμορφωθεί και έτσι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση κεκτημένων δικαιωμάτων, ενώ στη Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου (2004) 2 Α.Α.Δ. 51, αποφασίστηκε ότι η χρήση γενετικού υλικού δεν προσκρούει στο δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης. Όμως η μη συγκατάθεση του διαδίκου δικαιολογεί το Δικαστήριο, ανάλογα βέβαια με τις περιστάσεις, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα, τα οποία μπορεί και να είναι αναπόφευκτα όπως έχει αναφερθεί στην Αγγλική απόφαση In re A (A Minor) (Paternity: Refusal of Blood Test (1994) 2 F.L.R. 463.
Συνάγεται από το σύνολο των γεγονότων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρυσε με ορθή νομική προσέγγιση το όλο ζήτημα. Δεν προτάχθηκαν βάσιμοι λόγοι που να καθιστούσαν την άρνηση του εφεσείοντα να υποβληθεί στις γενετικές εξετάσεις δικαιολογημένη. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη Supatan v. Περιστιάνη - ανωτέρω - το μόνο που μπορεί να κάμει, στην άρνηση του διαδίκου να υποβληθεί σε εξέταση παρά τη σχετική έκδοση οδηγιών, είναι, εφόσον δεν μπορεί ο διάδικος να εξαναγκαστεί προς τούτο, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα. Τα οποία βεβαίως πρέπει να είναι νομικά και λογικά ορθά. Πέραν του ότι οι προταθέντες λόγοι του εφεσείοντος για την άρνηση του να υποβληθεί σε εξετάσεις έπλητταν καίρια αυτή τούτη την αξιοπιστία του, εύλογο ήταν το συμπέρασμα ότι ο κύριος λόγος άρνησης ότι δεν είχε ποτέ ερωτικές επαφές με την εφεσίβλητη λογικά θα έπρεπε να οδηγήσει τον εφεσείοντα να σπεύσει να υποβληθεί στην εξέταση. Έτσι, η άρνηση, υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας, οδηγούσε στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι ήταν ο βιολογικός πατέρας της ανήλικης. Αυτό, ως νομικό ζήτημα, καλύπτει τις θέσεις του εφεσείοντος περί της διαφορετικότητας της Κυπριακής πρόνοιας του άρθρου 24Α(7) του Νόμου αρ. 187/91, με την Ελληνική νομοθεσία. Δεν πρόκειται για αμάχητο βέβαια τεκμήριο, αλλά για εξαγωγή εύλογου συμπεράσματος επί των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης, στη βάση του νομικού πλαισίου που καλύπτει το θέμα.
Υπολείπονται ορισμένοι άλλοι λόγοι έφεσης που αφορούν ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα προσβάλλονται οι ενδιάμεσες αποφάσεις ημερ. 21.1.2008 και 12.5.2008, που αφορούσαν την επαναφορά απορριφθείσας ενακτήριας κλήσης της εφεσίβλητης και στην οποία δεν συμπεριλαμβάνετο η Δ.26 θ.14, η οποία πρόνοια συμπληρώθηκε ως νομική βάση με σχετική ενδιάμεση απόφαση. Θεωρείται ότι η απόφαση αυτή είναι νομικά εσφαλμένη όπως και η απόφαση για επαναφορά της ενακτήριας κλήσης εφόσον δεν εδραζόταν στην ορθή και αναγκαία νομική βάση. Δεν υπάρχει βάση σε αυτές τις αιτιάσεις καθότι πρόκειτο περί τυπικών προβλημάτων που καλύφθηκαν με άσκηση διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των αποφάσεων Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και Φαλέκκου ν. Χριστοφίδη (2013) 1 Α.Α.Δ. 2534, ως θεραπεύσιμες παρατυπίες δυνάμει της Δ.64.
Προσβάλλεται επίσης η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 23.12.2008 για παράταση προθεσμίας καταχώρησης ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης προς υποστήριξη της ενακτήριας αίτησης της. Ο εφεσείων αναφέρει στο περίγραμμα του το ιστορικό της υπόθεσης και θεωρεί λανθασμένη τη θέση του Δικαστηρίου να δώσει τέτοια έγκριση. Ούτε αυτή η αιτίαση είναι ορθή και το όλο ζήτημα καλυπτόταν από τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου την οποία άσκησε δικαστικά προς όφελος της ουσίας της υπόθεσης ώστε στο τέλος της ημέρας να ακουστεί το αίτημα της εφεσίβλητης προς αναγνώριση της πατρότητας της ανήλικης θυγατέρας της. Όλα αυτά τα ζητήματα έχουν υπερκαλυφθεί από την τελική πρωτόδικη απόφαση που προσβάλλεται με την παρούσα έφεση.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση στερείται ερείσματος και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
/ΕΘ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 13/2015
5 Oκτωβρίου, 2016
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/Δ]
METAΞΥ:
IΩΑΝΝΗ ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗ,
Εφεσείοντα/Καθ΄ ου η Αίτηση,
- ΚΑΙ -
ΧΙΑODAN LIU,
Eφεσίβλητης/Αιτήτριας.
----------------------
Μιχάλης Βορκάς, για τον Εφεσείοντα.
Λάρης Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση, μετά από επανεκδίκαση, με την οποία αναγνωρίστηκε ως τέκνο του εφεσείοντα, η ανήλικη θυγατέρα της εφεσίβλητης Χριστίνα Λιού, η οποία γεννήθηκε στις 19.8.2003 χωρίς γάμο των γονέων της. Η απόφαση ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των διαδίκων και της υπόλοιπης μαρτυρίας που προσκόμισε η κάθε πλευρά προς υποστήριξη των αντίστοιχων θέσεων της.
Βασική εκδοχή της εφεσίβλητης, ήταν ότι γνώρισε τον εφεσείοντα το καλοκαίρι του 2002 και περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, αρχές Οκτωβρίου, άρχισαν να έχουν σεξουαλικές επαφές, οι οποίες λάμβαναν χώρα σε συγκεκριμένο διαμέρισμα του, τρεις με τέσσερις φορές την βδομάδα, χωρίς να παίρνουν προφυλάξεις. Οι σχέσεις αυτές, ως αποτέλεσμα των οποίων έμεινε έγκυος η εφεσίβλητη, συνεχίστηκαν μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου του 2003, με μια μικρή διακοπή από το Δεκέμβριο 2002, πριν από τα Χριστούγεννα, μέχρι τις 6.1.2003. Μόνο με τον εφεσείοντα είχε σεξουαλικές σχέσεις κατά το χρονικό διάστημα της σύλληψης της θυγατέρας της, ο οποίος είναι και ο βιολογικός πατέρας της.
Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με την εφεσίβλητη. Ως εκ τούτου, υποστήριξε, δεν θα μπορούσε να είναι ο πατέρας της ανήλικης θυγατέρας της εφεσίβλητης. Αναφερόμενος δε στο διαμέρισμα στο οποίο η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι γίνονταν οι σεξουαλικές τους συνευρέσεις, προέβαλε ότι το αγόρασε τον Ιανουάριο του 2003, δηλαδή μετά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης της Χριστίνας, αλλά δεν είχε πρόσβαση σε αυτό πριν από το Μάρτιο του ιδίου έτους, κατά τον οποίο έλαβε και την κατοχή του.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία των διαδίκων, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την εφεσίβλητη απόλυτα αξιόπιστη και σταθερή στις βασικές της θέσεις, ενώ περίγραψε την εντύπωση που άφησε ο εφεσείων στο εδώλιο του μάρτυρα ως «πενιχρή». Κατέληξε μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας, πως τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν όπως είχε καταθέσει η εφεσίβλητη και σε εύρημα ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης της Χριστίνας, οι διάδικοι διατηρούσαν σεξουαλικές σχέσεις. Έκρινε, περαιτέρω πως η άρνηση του εφεσείοντα να ακολουθήσει τις οδηγίες του Δικαστηρίου όπως οι διάδικοι υποβληθούν σε αιματολογικές ή γενετικές εξετάσεις, για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο εφεσείων είναι ή όχι ο βιολογικός πατέρας της ανήλικης, σε συνάρτηση με το σύνολο της μαρτυρίας που είχε αποδεχτεί, οδηγούσαν στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν ο πατέρας της ανήλικης θυγατέρας της εφεσίβλητης.
Με την έφεση προβάλλονται δεκαεπτά λόγοι έφεσης. Αφορούν στον τρόπο που προσεγγίστηκε και αξιολογήθηκε η μαρτυρία της εφεσίβλητης και που εκτιμήθηκαν έγγραφα τεκμήρια και τα γεγονότα της υπόθεσης, στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την άρνηση του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αιματολογικές ή γενετικές εξετάσεις και την αξιολόγηση της σχετικής με το θέμα αυτό μαρτυρίας. Προσβάλλεται δε ως λανθασμένη και η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δεχτεί την επιχειρούμενη από τον εφεσείοντα κατάθεση γραπτής δήλωσης της Έλενας Πέτρου, οδοντίατρου, ενώ αμφισβητείται και η ορθότητα τεσσάρων ενδιάμεσων αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κάλυψε όλα τα θέματα που συζητήθηκαν. Καίριο θέμα που το απασχόλησε ήταν ο χρόνος κατοχής του προαναφερθέντος διαμερίσματος από τον εφεσείοντα, το οποίο ενεγράφη επ' ονόματι του στις 28.1.2003. Αυτό, λόγω της θέσης της εφεσίβλητης για την περίοδο έναρξης και λήξης της μεταξύ των διαδίκων ερωτικής σχέσης, εντός της οποίας ενέπιπτε το χρονικό διάστημα σύλληψης της θυγατέρας της, Χριστίνας, και ότι στο διαμέρισμα αυτό έλαβαν χώρα όλες οι σεξουαλικές μεταξύ των διαδίκων επαφές και επειδή σ΄ αυτό το θέμα εστίασε ουσιαστικά την υπεράσπιση του ο εφεσείων. Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από τη μαρτυρία του εφεσείοντα, θεωρώντας την επιτηδευμένη «με τρόπο μάλιστα που να αποκλείει την πρόσβαση του σ' αυτό [το διαμέρισμα] ακόμα και όταν ήταν ήδη ιδιοκτήτης του». Έκρινε δε, πως η αλήθεια ήταν με το μέρος της εφεσίβλητης, καταλήγοντας σε εύρημα ότι ο εφεσείων κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης της Χριστίνας, είχε πρόσβαση στο διαμέρισμα. Ταυτόχρονα, όμως, είχε πρόσβαση και η μέχρι τις 28.1.2003 ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος, Έλενα Πέτρου, οδοντίατρος, η οποία επισκεπτόταν το διαμέρισμα κατά τη διάρκεια της ημέρας, στο οποίο στεγαζόταν το οδοντιατρείο της, χωρίς όμως να το λειτουργεί, αφού από το Σεπτέμβρη 2002 το ιατρείο της είχε συγχωνευτεί με άλλο και έβλεπε τους πελάτες της στο χώρο που στεγαζόταν το νέο της ιατρείο. Κατά το Δικαστήριο, η πρόσβαση της Έλενας Πέτρου στο διαμέρισμα, δεν εμπόδιζε τη χρήση του και από τον εφεσείοντα, αφού, όπως υποστήριξε η εφεσίβλητη, οι διάδικοι πήγαιναν εκεί το βράδυ, μετά τη δουλειά του εφεσείοντα.
Αμφισβητώντας την κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων παραπέμπει στη θέση της εφεσίβλητης για το περιεχόμενο του διαμερίσματος, τις αντίθετες περί τούτου εισηγήσεις του συνηγόρου της στους μάρτυρες υπεράσπισης κατά την αντεξέταση και την αποδοχή, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, της θέσης του εφεσείοντα για το ζήτημα. Εισηγείται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε εκ συμφώνου ενώπιον του. Ειδικότερα, το πωλητήριο έγγραφο του διαμερίσματος από την Έλενα Πέτρου προς τον εφεσείοντα, ημερομηνίας 9.1.2003 - δηλαδή μετά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης της Χριστίνας - στο οποίο, μάλιστα, είναι απαλειμμένος ο όρος ότι ο αγοραστής (εφεσείων) ελάμβανε την κατοχή του διαμερίσματος με την υπογραφή του εγγράφου· την αγγελία της Έλενας Πέτρου σε εφημερίδα για πώληση του ιατρείου με τον εξοπλισμό του, επίσης ημερομηνίας 9.1.2003· βεβαίωση της Αρχής Ηλεκτρισμού ότι η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο εν λόγω διαμέρισμα αποσυνδέθηκε από τον προηγούμενο καταναλωτή στις 24.2.2003 και συνδέθηκε στο όνομα του εφεσείοντα στις 4.3.2003 και μπλοκ αποδείξεων του διαχειριστή της πολυκατοικίας όπου βρίσκεται το διαμέρισμα, Μιχάλη Χρίστου, σύμφωνα με τον οποίο τα κοινόχρηστα του διαμερίσματος μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2003 πληρώνονταν από την Έλενα Πέτρου και από τον Μάρτιο 2003, από τον εφεσείοντα.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί συναφώς το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού έλαβε υπόψη ιδιαίτερα τις σχετικές υποβολές του συνηγόρου της εφεσίβλητης κατά την αντεξέταση του Μιχάλη Χρίστου, ότι από τα έπιπλα που υπήρχαν στο εν λόγω διαμέρισμα παρέμεινε, μετά την μετακόμιση της Έλενας Πέτρου στο νέο της ιατρείο, τουλάχιστον το μεγάλο οδοντιατρικό μηχάνημα, ο τροχός, το οποίο μετακινήθηκε μετά τη συμφωνία πώλησης του διαμερίσματος στον εφεσείοντα ημερομηνίας 9.1.2003. Σημείωσε, παράλληλα, το Δικαστήριο, την «παράλειψη» της εφεσίβλητης, περιγράφοντας τη διαρρύθμιση του διαμερίσματος, να αναφέρει τον τροχό. Ωστόσο, θεώρησε πως το θέμα του εξοπλισμού του ιατρείου της Έλενας Πέτρου και ο χρόνος μετακίνησης του, δεν ήταν θέμα που θα έπρεπε να το απασχολήσει, γιατί η χρήση του διαμερίσματος με σκοπό τη συνεύρεση των διαδίκων δεν επηρεαζόταν, έκρινε, από την ύπαρξη ή μη του εξοπλισμού αυτού. Ούτε έπληττε η παράλειψη αυτή σε τέτοιο βαθμό την αξιοπιστία της εφεσίβλητης ώστε να επηρεάζεται η βασική της θέση ότι σε αυτό το διαμέρισμα ήταν που λάμβαναν χώρα οι συνευρέσεις των διαδίκων «εφόσον το ένα δεν αποκλείει το άλλο».
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν με βρίσκει σύμφωνη. Καταρχάς σημειώνω ότι δεν επρόκειτο για απλή παράλειψη της εφεσίβλητης να αναφερθεί στον τροχό. Ερωτήθηκε συγκεκριμένα κατά την αντεξέταση αν «Υπάρχει και κανένα κάθισμα οδοντίατρου, το μηχάνημα που κάθεται ο ασθενής με τον οδοντίατρο . η καρέκλα του οδοντίατρου;» και τοποθετήθηκε αρνητικά λέγοντας «Δεν υπάρχει, εκείνο που είπα, μόνον άσπρα ντουλάπια μαζί με γυαλί», έχοντας διευκρινίσει προηγουμένως ότι το διαμέρισμα αποτελείτο από ένα χολ, το οποίο συναντούσε κάποιος μόλις εισερχόταν στο διαμέρισμα, και ένα μικρό δωμάτιο δεξιά, «που είναι ο οδοντίατρος», στο οποίο υπήρχε ένα στρώμα και τίποτε που να θυμίζει οδοντιατρείο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε το θέμα της κατοχής του διαμερίσματος ως ουσιαστικής σημασίας ενόψει της θέσης της εφεσίβλητης ότι μόνο σε αυτό λάμβαναν χώρα οι συνευρέσεις των διαδίκων. Θέση την οποία ο εφεσείων αμφισβητούσε, προβάλλοντας πως ό, τι γνώριζε η εφεσίβλητη για το διαμέρισμα ήταν από επίσκεψη της μαζί με συγκεκριμένη συγκάτοικο της, τον Μάρτιο 2003, για να το καθαρίσουν. Επομένως, το περιεχόμενο του διαμερίσματος ήταν ζήτημα άμεσα συνυφασμένο με την αξιοπιστία της εφεσίβλητης για το χώρο των συνευρέσεων των διαδίκων και με τη θέση της ότι είχε σεξουαλικές επαφές εκεί, με τον εφεσείοντα. Δεδομένης μάλιστα της διάρκειας της κατ' ισχυρισμό σχέσης και της συχνότητας των σεξουαλικών συνευρέσεων των διαδίκων, αποκλειστικά στο εν λόγω διαμέρισμα, και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο τροχός είναι μεγάλο μηχάνημα, η δυνατότητα της εφεσίβλητης να περιγράψει το περιεχόμενο του συγκεκριμένου χώρου, αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε αναγκαίο να τοποθετηθεί ούτε για το θέμα της απάλειψης του όρου στο πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 9.1.2003, που αφορούσε στην κατοχή του διαμερίσματος, σημειώνοντας ότι ακόμα και τα ρητώς συμφωνηθέντα δεν φαινόταν να είχαν τηρηθεί, αφού η μεταβίβαση του διαμερίσματος επ' ονόματι του εφεσείοντα έγινε, τελικά, στις 28.1.2003 και όχι στις 13.1.2003, όπως προνοούσε το πωλητήριο έγγραφο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε, συναφώς, το ερώτημα πώς ο εφεσείων, επιχειρηματίας ον, ανέχθηκε να είναι ιδιοκτήτης του διαμερίσματος χωρίς να έχει την κατοχή του μέχρι τον Μάρτιο 2003; Καταλήγοντας, πως οι λόγοι που ο εφεσείων ανέφερε, ότι θα έπρεπε να αδειάσει το διαμέρισμα η Έλενα Πέτρου από τα μηχανήματα και εξοπλισμό και να διορθωθούν οι ζημιές, δεν έπειθαν.
Στη συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δόθηκε σημασία στη μαρτυρία που το ίδιο αποδέχτηκε, πως στο διαμέρισμα παρέμεινε «τουλάχιστον ο τροχός», ένα μεγάλο μηχάνημα που ανήκε στην Έλενα Πέτρου, ο οποίος μετακινήθηκε μετά τις 9.1.2003, σε χρόνο που το Δικαστήριο δεν καθορίζει, αλλά που σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του Μιχάλη Χρίστου, ήταν το Φεβρουάριο 2003, όταν μετακινήθηκε από την εταιρεία Νίκος Οικονομίδης, που το είχε αρχικά προμηθεύσει, προκαλώντας κατά τη μετακίνηση του ζημιές στο πάτωμα του διαμερίσματος και τη σκάλα από την οποία το κατέβασαν. Αγνοήθηκε και η μαρτυρία του Μιχάλη Χρίστου ότι η Έλενα Πέτρου πλήρωσε τα κοινόχρηστα του διαμερίσματος μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2003. Tα στοιχεία αυτά δεν φαίνεται να είχαν προβληματίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως θα έπρεπε, προτού αυτό προχωρήσει στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έθεσε στη συνέχεια και δεύτερο ερώτημα, μήπως μεταξύ της Έλενας Πέτρου και του εφεσείοντα υπήρξε κάποια άλλη, προηγούμενη της 9.1.2003 συμφωνία, βάσει της οποίας ο εφεσείων εξασφάλιζε πρόσβαση στο διαμέρισμα, αλλά η μη τήρηση της από τον εφεσείοντα οδήγησε την Πέτρου στη δημοσίευση της αγγελίας πώλησής του και τον εφεσείοντα στην κατάρτιση πωλητηρίου εγγράφου του διαμερίσματος την ίδια μέρα; Επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι τέτοιο ενδεχόμενο δεν αποκλείστηκε από το διαχειριστή της πολυκατοικίας, στην οποία βρισκόταν το διαμέρισμα, Mιχάλη Χρίστου, ο οποίος χαρακτήρισε την πώληση ημερομηνίας 9.1.2003 ως «επίσημη πώληση», υπό την έννοια ότι δόθηκε προκαταβολή και το διαμέρισμα θα μεταβιβαζόταν.
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η έγγραφη μαρτυρία (πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 9.1.2003, τίτλος ιδιοκτησίας ημερομηνίας 27.1.2003, αγγελία σε εφημερίδα ημερομηνίας 9.1.2003 για την πώληση του διαμερίσματος ως οδοντιατρίου με τον εξοπλισμό του, αποδείξεις πληρωμής κοινοχρήστων - μέχρι Φεβρουάριο 2003 από την Πέτρου και από Μάρτιο 2003 από τον εφεσείοντα - και βεβαιώσεις ΑΗΚ για τη σύνδεση και αποσύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος στις 4.3.2003 και 24.2.2003 αντίστοιχα), δεν απέκλειε το ενδεχόμενο ο εφεσείων, κατόπιν συμφωνίας με την Έλενα Πέτρου, να είχε πρόσβαση στο διαμέρισμα πριν από την «επίσημη» αγορά του στις 9.1.2003, είναι ορθή. Ούτε υπήρχε, όμως, μαρτυρία που να αποκαλύπτει την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας ως γεγονός - αφού η Έλενα Πέτρου, η οποία θα μπορούσε να διαφωτίσει για το ζήτημα, δεν προσήλθε στο Δικαστήριο να καταθέσει ως μάρτυρας παρόλο που είχε κλητευθεί από την πλευρά του εφεσείοντα - ή από την οποία θα μπορούσε να εξαχθεί η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας ως λογικό συμπέρασμα. Η αναφορά του διαχειριστή σε «επίσημη πώληση», ο οποίος δεν φαίνεται να είχε οποιαδήποτε εμπλοκή ή σχέση με το αγοραπωλητήριο έγγραφο του διαμερίσματος, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση εκ μέρους του, δεν βοηθούσε την υπόθεση της εφεσίβλητης, ούτε πρόσφερε βάση για τους συλλογισμούς του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έθεσε το παραπάνω ερώτημα το οποίο δεν είχε έρεισμα στην ενώπιον του μαρτυρία και η οποία, βέβαια, δεν πρόσφερε οποιαδήποτε απάντηση. Θέτοντας και απαντώντας το, όμως, έστω και με τη θεώρηση του μη αποκλεισμού του ενδεχόμενου ύπαρξης άλλης, προηγούμενης της 9.1.2003, συμφωνίας μεταξύ της Έλενας Πέτρου και του εφεσείοντα που να εξασφάλιζε στον τελευταίο πρόσβαση στο διαμέρισμα κατά τον ουσιώδη χρόνο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα άφησε να παρεισφρήσει στη σκέψη και στην κρίση του για την αξιοπιστία των διαδίκων ένα άσχετο παράγοντα.
Σφάλμα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαπιστώνεται και σε σχέση με τον αποκλεισμό της κατάθεσης ως μαρτυρία από τον εφεσείοντα, ένορκης δήλωσης της Έλενας Πέτρου. Στο αίτημα για κατάθεση της ένορκης δήλωσης - προφανώς για το αληθές του περιεχομένου της - ηγέρθη ένσταση από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης, ο οποίος υποστήριξε πως θα έπρεπε να εξηγηθεί «για ποιο λόγο δεν έρχεται η ίδια η Έλενα Πέτρου να κάμει τη δήλωση της». Απαντώντας, ο τότε συνήγορος του εφεσείοντα, ανέφερε ότι η ένορκη δήλωση μπορούσε να κατατεθεί και να αξιολογηθεί η βαρύτητα που θα της αποδοθεί από το Δικαστήριο, αν η ενόρκως δηλούσα δεν προσερχόταν στο Δικαστήριο να καταθέσει ως μάρτυρας. Στην ερώτηση του Δικαστηρίου «Έχετε πρόθεση να καλέσετε τη συντάκτρια;», ο συνήγορος του εφεσείοντα δήλωσε: «Αν δεν το επιτρέψετε θα την καλέσουμε». Το αίτημα για την κατάθεση του εγγράφου απορρίφθηκε με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Δε θα το επιτρέψω, πρόκειται για έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του μάρτυρα, μπορεί όμως να προσφερθεί και να κατατεθεί η σχετική, από την υπογράφουσα, φερόμενη ως δήλωση, ούτως ώστε και η άλλη πλευρά να μπορέσει να εξασκήσει το δικαίωμα αντεξέτασης του προσώπου αυτού»
Ο περί Αποδείξεως Νόμος, Κεφ. 9, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία από οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την κατάθεση της ένορκης δήλωσης της Έλενας Πέτρου ως μαρτυρία, ουσιαστικά παραγνώριζε τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου αφού η προτεινόμενη μαρτυρία ήταν και αποδεκτή και υπαγόμενη σε αξιολόγηση. Η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι θα έπρεπε να δοθεί εξήγηση κατά την κατάθεση της μαρτυρίας, για ποιο λόγο επιλέγηκε να κατατεθεί αυτή η μαρτυρία αντί να κληθεί ως μάρτυρας η Έλενα Πέτρου, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να προβεί στην αξιολόγηση της με βάση το άρθρο 27 του εν λόγω Νόμου, δεν έχει νομολογιακό ή νομοθετικό έρεισμα και, εν πάση περιπτώσει, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Το στάδιο της αποδοχής της ένορκης δήλωσης ως μαρτυρίας και της βαρύτητας που θα απέδιδε το Δικαστήριο σε αυτή, είναι διακριτά μεταξύ τους στάδια. Η αποδεκτότητα της μαρτυρίας αποφασίζεται στο στάδιο που επιχειρείται η προσαγωγή της, ενώ η αξιολόγηση της βαρύτητας που θα της προσδοθεί γίνεται στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, όταν το Δικαστήριο έχει το σύνολο της μαρτυρίας ενώπιον του. Το τελευταίο είναι προφανές και από την αναφορά στο άρθρο 27 - στο οποίο καθορίζονται, όχι εξαντλητικά, παράγοντες που συνυπολογίζονται «κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία» - ότι «το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας». Ήταν δε πάντα εφικτό για την εφεσίβλητη, εφόσον κατατίθετο η ένορκη δήλωση, να ζητήσει από το Δικαστήριο να επιτραπεί η αντεξέταση της Έλενας Πέτρου επί της εν λόγω ένορκης δήλωσής της, δυνάμει του άρθρου 26 του Κεφ. 9.
Θεωρώ αβάσιμη και την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι το ζήτημα έχει, εν πάση περιπτώσει καταστεί ακαδημαϊκό, μετά την κλήτευση της Πέτρου σε επόμενη δικάσιμο και τη δήλωση της ότι δεν επιθυμούσε να καταθέσει, αφού, συνεχίζει η εισήγηση, με αυτό ως δεδομένο το έγγραφο δεν θα είχε οποιαδήποτε αποδεικτική αξία διότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδώσει σε αυτό οποιαδήποτε βαρύτητα. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόταν την ένορκη δήλωση της Έλενας Πέτρου όταν επιχειρήθηκε η κατάθεση της και πώς θα την αξιολογούσε το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το «σύνολο των περιστάσεων», που θα είχε ενώπιον του αργότερα στον κατάλληλο χρόνο. Η όποια δυνατότητα του εφεσείοντα να επαναφέρει το θέμα, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, μετά που η Έλενα Πέτρου εξέφρασε την επιθυμία της να μην «εμπλακεί» στην υπόθεση, δεν αναιρεί το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εσφαλμένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί την ένορκη δήλωση καθιστά το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχτηκε η πρωτόδικη κρίση ελλιπές.
Για τους παραπάνω λόγους, θεωρώ αναπόφευκτο τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και την επανεκδίκαση της υπόθεσης, αφού αυτό επιβάλλει η φύση της, και το συμφέρον της θυγατέρας της εφεσίβλητης, Χριστίνας, να γνωρίζει ποιος είναι ο πατέρας της.
Δεν μου διαφεύγει, βέβαια, η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, ότι το ξεκάθαρο συμπέρασμα ως προς την άρνηση του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αιματολογικές ή γενετικές εξετάσεις είναι ότι φοβάται το αποτέλεσμα της εξέτασης και άρα είχε σεξουαλικές σχέσεις με την εφεσίβλητη, το οποίο «από μόνο του» θα έπρεπε να οδηγήσει, χωρίς άλλο, σε εύρημα υπέρ της αίτησης της εφεσίβλητης για αναγνώριση.
Το εδάφιο 7 του άρθρου 24Α του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου, Ν.187/1991 προβλέπει ότι:
«(7) Όταν το ∆ικαστήριο δώσει οδηγίες ΅ε βάση το εδάφιο (1) ανωτέρω και οποιοδήποτε πρόσωπο αρνηθεί ή παραλείψει να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία είναι αναγκαία για την υλοποίηση των οδηγιών αυτών, το ∆ικαστήριο δύναται να εξάγει οποιοδήποτε συ΅πέρασ΅α από την άρνηση ή παράλειψη αυτή το οποίο φαίνεται στο ∆ικαστήριο να είναι εύλογο υπό τις περιστάσεις .»
Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, βασίζεται στη νομολογία επί της αντίστοιχης, σχεδόν ταυτόσημης, αγγλικής νομοθετικής πρόνοιας, ιδιαίτερα στις αποφάσεις Re A (A Minor) (Paternity: Refusal of Blood Test) [1994] 2 F.L.R. 463 και Re G (A Minor) (Paternity: Blood Tests) [1997] 1 F.L.R. 360. Λέχθηκε στην πρώτη, από το δικαστή Waite, LJ ότι δεδομένης της εξέλιξης της επιστήμης, εάν εγείρεται αξίωση εναντίον κάποιου ο οποίος θα μπορούσε πιθανώς να είναι ο πατέρας και αυτός αποφασίζει να ασκήσει το δικαίωμα του να μην υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, τότε, στην απουσία σαφών και πειστικών λόγων για την άρνηση του, το συμπέρασμα ότι είναι όντως ο πατέρας, θα είναι ουσιαστικά αναπόφευκτο (virtually inescapable). Στην υπόθεση εκείνη, σε αντίθεση με την παρούσα, αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι ο φερόμενος ως πατέρας, ήταν ένας από τρεις άντρες που είχαν σεξουαλικές σχέσεις με τη μητέρα της ανήλικης, περί ης η αίτηση για αναγνώριση, κατά τον ουσιώδη χρόνο της σύλληψης. Στη δεύτερη δε, στην οποία υιοθετήθηκε το σκεπτικό της Re A (ανωτέρω), ο αιτητής επιδίωξε την αναγνώριση του ως πατέρας του ανηλίκου, άρα ήταν παραδεκτή και σ' αυτήν η σεξουαλική επαφή του με τη μητέρα του παιδιού, η οποία με αίτηση της ζητούσε από το Δικαστήριο όπως διεξαχθούν σχετικές ιατρικές εξετάσεις. Αίτημα στο οποίο ο αιτητής αντιτίθετο. Σχολιάζοντας το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου «I cannot be satisfied that intercourse did not take place at the relevant time», ο δικαστής Ward LJ παρατήρησε πως το εύρημα «is hardly a forthright finding of a fact which is vital to the determination of the issue before him».
Η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο οι διάδικοι είχαν ή όχι σεξουαλικές σχέσεις κατά τον ουσιώδη χρόνο της σύλληψης είναι ζωτικής σημασίας για τη αποτελεσματική εκδίκαση της αίτησης αναγνώρισης. Ερώτημα το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε θετικά, συναρτώντας στη συνέχεια την άρνηση του εφεσείοντα με το εύρημα του για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είναι ο βιολογικός πατέρας της Χριστίνας. Οι δικές μου διαπιστώσεις βέβαια θα απογύμνωναν την υπόθεση από το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ύπαρξη σεξουαλικών σχέσεων των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο και από τις περιστάσεις στα πλαίσια των οποίων θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί η άρνηση του εφεσείοντα να ακολουθήσει τις οδηγίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ιατρικές εξετάσεις.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου