ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A343
(2016) 1 ΑΑΔ 1691
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 245/2010)
8 Ιουλίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ P.S. SPORTS,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητη.
_________________________
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Ραφτοπούλου (κα.) για Αλ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο εφεσείων καταχώρησε την Αγωγή 6971/95 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στα πλαίσια της οποίας εξασφάλισε, στις 27.11.95, προσωρινό διάταγμα (το διάταγμα) με το οποίο δεσμευόταν ποσόν μέχρι Λ.Κ.300.000.- (€512.580,43.-), που είχαν ή θα είχαν λαμβάνειν τρεις εναγόμενες Ελλαδικές εταιρείες, από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ο εφεσείων καταχώρησε επίσης την Αγωγή υπ. αρ. 8986/05 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην οποίαν εναγόμενη ήταν η εφεσίβλητη Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Κατ΄ ισχυρισμόν το προαναφερόμενο διάταγμα κοινοποιήθηκε και επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 8.12.2005, ωστόσο «η εναγόμενη, ενεργώντας αμελώς και/ή δόλια, επέτρεψε την αποδέσμευση των ποσών που ήταν κατατεθημένα σ΄ αυτή προς όφελος των Ελλαδικών εταιρειών, με αποτέλεσμα να του προξενήσει ζημία ύψους Λ.Κ.270.000.- (€461.322,39.-) με τόκο 8% ετησίως από 29.11.96», όπως ισχυριζόταν ο ενάγων-εφεσείων, στην αγωγή του.
Με την αγωγή του υπ΄ αρ. 8986/05, που είναι αντικείμενο της παρούσας έφεσης, ο ενάγων-εφεσείων αξίωνε από την εναγόμενη-εφεσίβλητη το προαναφερόμενο ποσό, πλέον παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του ενάγοντα-εφεσείοντα (την 8986/05) για δύο βασικά λόγους:
1. Διότι οι εταιρείες εναντίον των οποίων εκδόθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα, οι εναγόμενες στην Αγωγή 6971/95, δεν είχαν καταστρατηγήσει το διάταγμα, και
2. Διότι η εναγόμενη-εφεσίβλητη, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, δεν αποδείχθηκε ότι, εν γνώσει της και ηθελημένα, παρότρυνε ή συνήργησε στην παρακοή του διατάγματος σύμφωνα με το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60).
Ως προς το πρώτο ζήτημα, της κατ΄ ισχυρισμόν καταστρατήγησης ή παρακοής του παρεμπίπτοντος διατάγματος από τις Ελλαδικές εταιρείες, και συγκεκριμένα την ECON, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι η εφεσίβλητη Κεντρική Τράπεζα, στις 9.10.95, άνοιξε ανέκκλητη ενέγγυα πίστωση (irrevocable documentary credit) προς όφελος της ECON, αλλά η ECON εκχώρησε τα δικαιώματα που είχε από την προαναφερόμενη πίστωση, προς όφελος της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, πριν από την έκδοση του διατάγματος. Το διάταγμα εκδόθηκε στις 27.11.95 και σ΄ αυτό δεν γίνεται οποιαδήποτε, ρητή, αναφορά στην ανέκκλητη ενέγγυα πίστωση που εξέδωσε η Κεντρική Τράπεζα από τις 9.10.95, παρόλον που ο ενάγων-εφεσείων γνώριζε, από τον Οκτώβριο του 1995, ότι είχε ανοιχθεί τέτοια πίστωση.
Με το προαναφερόμενο διάταγμα οι τρεις Ελλαδικές εταιρείες ECON Βιομηχανίες ΑΒΕ, ECON Optics Mechanics και Χρήστος Οικονομίδης και Υιοί, εμποδίζονταν «να μετακινήσουν και/ή μεταφέρουν εκτός Κύπρου και/ή μεταβιβάσουν και/ή διαθέσουν και/ή παραχωρήσουν και/ή καταβάλουν και/ή αποξενώσουν με οποιοδήποτε τρόπο και/ή προς οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε κινητή τους περιουσία στην Κύπρο μέχρι ποσού Λ.Κ.300.000.- από την κινητή περιουσία και/ή τα χρήματα που έχουν και/ή διατηρούν σε οποιαδήποτε μορφή στην Κύπρο και/ή σε οποιαδήποτε εμπορική τράπεζα και/ή από τα ποσά που έχουν λάβει και/ή λαμβάνουν και/ή θα λάβουν από την Κυπριακή Κυβέρνηση για την πώληση εμπορευμάτων προς αυτή .».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά σε αγγλική και κυπριακή νομολογία, και συγκεκριμένα στις αποφάσεις Edward Owen Engineering Ltd v. Barclays Bank International (1978) 1 All E.R. 976 και Carna Plants Ltd v. Misaleha Brothers Ltd κ.α. (1990) 1 ΑΑΔ 28, έκρινε ότι η προαναφερόμενη γενική, όπως την χαρακτήρισε, απαγόρευση στο διάταγμα, δεν συμπεριλάμβανε και την προαναφερόμενη ανέκκλητη ενέγγυα πίστωση που είχε ήδη εκδοθεί, και τα δικαιώματα επί της οποίας, η ECON είχε ήδη εκχωρήσει στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. Κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού έλαβε υπόψιν τη φύση της πίστωσης αλλά και το γεγονός ότι, με την εκχώρηση των δικαιωμάτων της ECON, επί της πιστώσεως, στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, η ECON έπαυσε να είναι δικαιούχος (beneficiary) των ποσών της πίστωσης.
Εν πάση όμως περιπτώσει ακόμα και αν υπήρχε καταστρατήγηση και επομένως παρακοή του διατάγματος από την ECON, η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να είναι υπόλογη, στη βάση του άρθρου 42 του Ν 14/60, επειδή για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη τρίτου προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο εκείνο, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι το τρίτο πρόσωπο, εν προκειμένω η εφεσίβλητη, εν γνώσει του και ηθελημένα, παρότρυνε ή συνήργησε στην παρακοή του διατάγματος. Κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε.
Με την έφεση του ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους έφεσης:
1. Επειδή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε καταστρατήγηση και παρακοή του διατάγματος ημερ. 27.11.95 από τις εναγόμενες Ελλαδικές εταιρείες στην Αγωγή 6971/95 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, και
2. Επειδή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του εφεσείοντα για αποζημιώσεις εναντίον της εφεσίβλητης.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι.
Είναι θεμελιωμένο ότι η παρακοή διατάγματος του δικαστηρίου πρέπει να αποδεικνύεται αυστηρά, εφόσον πρόκειται για οιωνεί ποινική διαδικασία, με πολύ σοβαρές συνέπειες για το πρόσωπο που είναι υπόλογο για τέτοια παρακοή. Το βάρος της απόδειξης όλων των συστατικών στοιχείων του οιωνεί αδικήματος, της παρακοής διατάγματος του δικαστηρίου, το φέρει ο αιτητής, στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων-εφεσείων.
Είναι επίσης θεμελιωμένο ότι ένα διηνεκές ή παρεμπίπτον διάταγμα του δικαστηρίου θα πρέπει να είναι ακριβές και σαφές ώστε να γνωρίζει το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται τι ακριβώς οφείλει να πράξει ή να αποφεύγει να πράττει. Ο σκοπός αυτής της απαίτησης είναι προφανής βασίζεται στη λογική ότι, εφόσον η παρακοή σε διάταγμα του δικαστηρίου είναι σοβαρό «αδίκημα» το οποίο τιμωρείται συνήθως με ποινή φυλάκισης, το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται θα πρέπει να γνωρίζει επακριβώς τι οφείλει να πράξει ή να αποφύγει. Οποιαδήποτε αμφιβολία ή ασάφεια επενεργεί υπέρ του προσώπου προς το οποίον απευθύνεται το διάταγμα.
Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα του δικαστηρίου δεν κάμνει οποιαδήποτε ρητή αναφορά σε οποιαδήποτε ανέκκλητη ενέγγυα πίστωση της οποίας οι προαναφερόμενες εναγόμενες Ελλαδικές εταιρείες ήταν δικαιούχες, όπως ορθά παρατήρησε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής. Η φύση των πιστώσεων αυτών έχει επεξηγηθεί στη νομολογία και ειδικά στην υπόθεση Owen (ανωτέρω) όπου τονίστηκε ότι η τραπεζική πίστωση προσομοιάζει με εγγύηση καλής εκτέλεσης. Στην υπόθεση εκείνη υιοθετήθηκαν δύο προηγούμενες αγγλικές αποφάσεις, οι R.D. Harbottle (Merchantile) Ltd v. National Westminster Bank (1977) 2 All E.R. 862 και Howe Richardson Scale Co. Ltd v. Polimex-Cekop (1977) Court of Appeal Transcrit 270, στις οποίες τονίστηκε ότι μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις τα δικαστήρια επεμβαίνουν στον μηχανισμό των ανέκκλητων υποχρεώσεων τις οποίες αναλαμβάνουν οι τράπεζες. Τέτοιες υποχρεώσεις συνιστούν την πηγή ζωής του διεθνούς εμπορίου και αποτελούν την εγγύηση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εμπορευομένων πωλητών και αγοραστών.
Καθοδηγούμενο από τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως ένα απαγορευτικό διάταγμα, το οποίο εμποδίζει κάποιο διάδικο να εισπράξει τα χρήματα μιας ανέκκλητης πίστωσης που ανοίχθηκε προς όφελος του και, κατ΄ επέκταση, εμποδίζει την εμπλεκόμενη τράπεζα να πληρώσει τα χρήματα της ανέκκλητης πίστωσης, πρέπει να το αναφέρει ρητά. Τούτο λόγω της φύσης της ανέκκλητης πίστωσης. Διαφορετικά, με ένα διάταγμα γενικής απαγόρευσης, όπως είναι το επίδικο, θα καταστρατηγούνταν οι εξαιρετικά σημαντικοί σκοποί και στόχοι που επιτυγχάνονται, στο διεθνές εμπόριο, μέσω τέτοιων πιστώσεων. Επομένως στην προκείμενη περίπτωση, όπου το διάταγμα δεν απαγόρευε ρητά την πληρωμή οποιασδήποτε ανέκκλητης πίστωσης, (την οποία μόνο με επίκληση δόλου ενδεχομένως να μπορούσε να απαγορεύσει), δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί παρακοή του διατάγματος στη βάση της πληρωμής της επίδικης πίστωσης, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο και συμφωνούμε απόλυτα με αυτό.
Πέραν όμως των προαναφερομένων η ECON είχε συνάψει σύμβαση ενεχυρίασης απαιτήσεων με την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, πριν την έκδοση του διατάγματος, και με αυτό τον τρόπο έπαυσε να είναι δικαιούχος των ποσών της πίστωσης. Επομένως, οποιεσδήποτε μεταγενέστερες πληρωμές έγιναν προς την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία με τη σύμβαση ενεχυρίασης-εκχώρησης δικαιωμάτων είχε καταστεί δικαιούχος των ποσών της πίστωσης, δεν δημιουργούν οποιαδήποτε ευθύνη για την ECON και κατ΄ επέκταση την εφεσίβλητη.
Στην υπόθεση Carna Plants Ltd v. Masalcha & Others (1990) 1 ΑΑΔ 28 επεξηγήθηκε η έννοια του όρου «δικαιούχος» (beneficially interested).
Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή επί όλων των προαναφερόμενων σημείων, ότι δηλαδή το διάταγμα ήταν γενικό και σε αυτό δεν γινόταν οποιαδήποτε ρητή αναφορά σε ανέκκλητη ενέγγυα πίστωση της οποίας η ECON ήταν δικαιούχος, και εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι πριν την έκδοση του διατάγματος είχε γίνει συμφωνία ενεχυρίασης-εκχώρησης των δικαιωμάτων της ECON στην πίστωση, προς όφελος της προαναφερόμενης τράπεζας, η ECON έπαυσε να είναι δικαιούχος της πίστωσης και επομένως το διάταγμα δεν μπορούσε να επεκτείνεται και σε χρήματα που δεν ανήκαν πλέον δικαιωματικά (beneficially) στην ECON.
Το πρωτόδικο δικαστήριο όμως ήταν και απόλυτα ορθό όταν έκρινε ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν πληρούνταν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 42 του Ν 14/60. Το άρθρο 42 προνοεί, μεταξύ άλλων, για τον εξαναγκασμό σε υποταγή στα διατάγματα των δικαστηρίων. Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ή να απαγορεύσει την εκτέλεση οποιασδήποτε πράξεως δια προστίμου ή φυλακίσεως ή μεσεγγυήσεως πραγμάτων. Το δικαστήριο επίσης έχει εξουσία να επιδικάσει προς όφελος του προσώπου υπέρ του οποίου εκδόθηκε ένα διάταγμα, το οποίο καταστρατηγήθηκε, τέτοιο ποσόν υπό μορφή αποζημίωσης, το οποίο το δικαστήριο θα θεωρήσει πρέπον.
Στην επιφύλαξη του άρθρου 42 προνοείται ότι το δικαστήριο έχει και εξουσία τιμωρίας για παρακοή ή/και εξαναγκασμού σε υπακοή σε οποιοδήποτε διάταγμα και στις περιπτώσεις που η παρακοή αφορά σε οποιονδήποτε άλλο πρόσωπο (όχι διάδικο) «νοουμένου ότι αυτό έλαβε γνώση του διατάγματος και εν γνώσει του και ηθελημένα παροτρύνει ή συνεργεί στη μη υπακοή διατάγματος».
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι η εφεσίβλητη είχε παροτρύνει ή είχε συνεργήσει στην παρακοή του διατάγματος που εκδόθηκε εναντίον των εναγομένων στην Αγωγή 6971/95, αλλά απλώς τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι αυτή δεν εμπόδισε την πληρωμή μιας αμετάκλητης ενέγγυας πίστωσης που, η ίδια είχε ανοίξει, πριν την έκδοση του διατάγματος του δικαστηρίου.
Ως προς την απόδειξη της υποκειμενικής υπόστασης ή της πρόθεσης καταστρατήγησης διατάγματος του δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 42 του Ν 14/60 δέστε Sazen Fast Food Ltd v. Χ. Λειβαδιώτη & Σία Λτδ κ.α. (2006) 1 ΑΑΔ 472.
Η αυθεντία στην οποίαν αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, απόφαση στην υπόθεση Αθανασίου κ.α. ν. Οντόνι, Πολιτική Έφεση αρ. Ε103/14, ημερ. 2.12.14, δεν έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη σχέση με την παρούσα υπόθεση εφόσον αφορά σε διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 32 του Ν 14/60. Στις υποθέσεις διαταγμάτων Norwich Pharmacal είναι διαφορετικά που κρίνεται η εμπλοκή τρίτων προσώπων, αθώων ή μη, όπως κρίθηκε και στην υπόθεση Ashworth Security Hospital v. MGN (2002) WL 1310757.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.