ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A379
(2016) 1 ΑΑΔ 1901
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10/2010 και 11/2010)
26 Ιουλίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Πολιτική Εφεση Αρ. 10/2010)
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ, ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΔΙΑΘΕΣΕΩΝ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝ ΛΤΔ,
Εφεσείων,
ν.
ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ,
Εφεσίβλητου.
(Πολιτική Εφεση Αρ. 11/2010)
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ, ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΔΙΑΘΕΣΕΩΝ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝ ΛΤΔ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΝΔΡΟΥΛΑΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Κότσαπα (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες.
Καμία εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες με αγωγή τους που καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 8.12.2003 αξίωναν, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, εναντίον επτά εναγομένων, μεταξύ των οποίων και των Εφεσιβλήτων, ως εναγομένων 2 και 3, σημαντικά ποσά στη βάση υπόλοιπου αξίας διαφόρων τσιμέντων πωληθέντων και παραδοθέντων προς αυτούς και/ή ως υπόλοιπο λογαριασμού.
Την 18.10.2005, στην απουσία του εναγομένου 1, εκδόθηκε εις βάρος του απόφαση για το ποσό των τότε ΛΚ135.854,66 πλέον τόκων και εξόδων. Ένα μήνα αργότερα, την 18.11.2005, λόγω μη εμφάνισης, εκδόθηκε εις βάρος των εναγομένων 4, 5, 6 και 7 απόφαση για το ποσό των ΛΚ120.000,00 πλέον σχετικών τόκων και εξόδων. Την 8.2.2007 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση εις βάρος των Εφεσιβλήτων, επίσης για το ποσό των ΛΚ120.000,00 πλέον σχετικών τόκων και εξόδων. Σε σχέση με την εν λόγω απόφαση προβλεπόταν περίοδος αναστολής εκτέλεσης, υπό τον όρο ότι θα καταβαλλόταν συγκεκριμένο ποσό μηνιαίως. Η πρώτη δόση θα έπρεπε να καταβληθεί την 22.2.2008. Συμφωνήθηκε περαιτέρω, ότι εάν και εφόσον το συνολικό ποσό των ΛΚ75.750,00 καταβαλλόταν από τους Εφεσίβλητους, τότε ολόκληρο το εναντίον τους ποσό της απόφασης και των δικηγορικών εξόδων θα θεωρείτο ως πλήρως εξοφληθέν. Την 12.10.2007, προτού δηλαδή καταστεί πληρωτέα η πρώτη δόση των εξ αποφάσεως οφειλετών - Εφεσιβλήτων, ο τότε εναγόμενος 4 κατέβαλε στους Εφεσείοντες - ενάγοντες το ποσό των ΛΚ78.000 έναντι του χρέους του και προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του ως εγγυητής και εξ αποφάσεως οφειλέτης.
Στη συνέχεια οι Εφεσείοντες καταχώρησαν δύο Ειδοποιήσεις Πτώχευσης εναντίον των Εφεσιβλήτων, οι οποίοι, αντιδρώντας, προχώρησαν στην καταχώρηση αιτήσεων παραμερισμού και/ή ακύρωσης των εν λόγω Ειδοποιήσεων Πτώχευσης, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι το εξ αποφάσεως χρέος τους είχε εξοφληθεί, δεδομένου ότι ο εναγόμενος 4, οφειλέτης και συνεγγυητής τους, κατέβαλε το προρρηθέν ποσό των ΛΚ 78,000 την 11.10.2007.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την 3.12.2009 την απόφασή του, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Αφού ανέλυσε τη νομική βάση των ενώπιόν του αιτήσεων, κατέληξε ότι ο ισχυρισμός της εξόφλησης θα μπορούσε να εγερθεί μόνο στα πλαίσια ξεχωριστής αίτησης για παραμερισμό της Ειδοποίησης Πτώχευσης. Εκρινε, συναφώς, ότι η επίκληση από τους Εφεσίβλητους εξόφλησης του χρέους, έθετε το όλο ζήτημα εκτός των πλαισίων του άρθρου 3(1)(g) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφάλαιο 5, της προβολής δηλαδή ανταξίωσης, ανταπαίτησης ή συμψηφισμού. Ακολούθως, επί της ουσίας της ενώπιόν του αίτησης, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ως ακολούθως:
«Επί της ουσίας της αίτησης, όσον αφορά δηλαδή την ισχυριζόμενη εξόφληση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους, με την καταβολή των £78.000 εκ μέρους του εναγομένου 4, το θέμα της απαλλαγής ενός μόνο συνεναγομένου-συνεγγυητού, πραγματεύονται οι Halsbury΄s Laws of England 4th Edition V.9 σελίς 432 όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«627. Release of one joint debtor. A release given to one of a number of persons who is jointly or jointly and severally liable discharges the others .. Where a joint debtor is released by a deed which does not reserve the rights of the creditor against the others, oral evidence is not admissible to prove an agreement that the others would remain liable notwithstanding the release, for such evidence would contradict the written instrument.»
Η ισχυριζόμενη απαλλαγή ενός συνεγγυητού χωρίς οι αιτητές να επιφυλάξουν τα δικαιώματα τους εναντίον των υπολοίπων, συνεπάγεται αυτόματα απαλλαγή όλων των συνεγγυητών, οι δε αιτητές δεν μπορούν να επικαλούνται οποιανδήποτε προφορική μαρτυρία ότι εξακολουθούν να παραμένουν υπόχρεοι για το υπόλοιπο του χρέους οι λοιποί συνεγγυητές. Η οφειλή του εναγομένου 4 αν ακολουθηθεί η λογική της κυρίας Κότσαπα, που εμφανίστηκε για τους αιτητές ήταν πολύ μεγαλύτερη (£120.000) από αυτή των συνεγγυητών - καθ΄ ων η αίτηση, ενώ η οφειλή των εναγομένων 2 και 3 πολύ μικρότερη (£75.750). Κατά συνέπεια, θα ήταν εντελώς αδικαιολόγητη η απαλλαγή ενός συνεγγυητού ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο και εναντίον του εκδόθηκε απόφαση για πολύ μεγαλύτερο ποσό το οποίο στη συνέχεια διαπραγματεύθηκαν συνεγγυητές του (οι καθ΄ ων η αίτηση), και το οποίο κατάφεραν να μειώσουν. Είναι αδιάφορο το ότι το χρέος εξόφλησε ένας άλλος συνεναγόμενος-συνεγγυητής αφού αυτό θα μπορούσε να το εξοφλήσει όπως είχε περιοριστεί οποιοσδήποτε από τους συνεναγόμενους περιλαμβανομένων των καθ΄ ων η αίτηση ή και οποιοσδήποτε τρίτος. Είναι η θέση μου, ότι όλοι οι συνεγγυητές-συνεναγόμενοι όφειλαν από την ημερομηνία έκδοσης απόφασης εναντίον των εναγομένων 2 και 3 - καθ΄ ων η αίτηση, προσωπικά, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα το ποσό της απόφασης μειωμένο ως διαλαμβάνετο εις την απόφαση που αποδέχθηκαν οι καθ΄ ων η αίτηση - πρώην εναγόμενοι 2 και 3 στην αγωγή. Αν οι ενάγοντες-αιτητές ήθελαν αν είναι διαφορετικά τα πράγματα θα έπρεπε να είχαν επιφυλάξει τα δικαιώματά τους για είσπραξη ολόκληρου του εξ αποφάσεως χρέους εναντίον των συνεναγομένων 4, 5, 6 και 7.»
Να σημειωθεί ότι μετά την έκδοση απόφασης εναντίον όλων των εναγομένων, τα πρόσωπα που ο πρωτόδικος Δικαστής αποκαλεί ως συνεγγυητές, κατέστησαν πλέον εξ αποφάσεως συνοφειλέτες.
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι Ειδοποιήσεις Πτώχευσης συνιστούσαν κατάχρηση της διαδικασίας και αποδέχτηκε τις αιτήσεις για παραμερισμό και/ή ακύρωσή τους με έξοδα προς όφελος των Εφεσιβλήτων.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με εννέα συνολικά λόγους έφεσης ως λανθασμένη. Πυρήνας των θέσεων των Εφεσειόντων είναι η προσέγγιση ότι είναι εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την καταβολή του ποσού των ΛΚ78.000 εκ μέρους του εναγομένου 4 είχε εξοφληθεί το εξ αποφάσεως χρέος και των υπολοίπων, συμπεριλαμβανομένων των Εφεσιβλήτων. Αναλυτικότερη παράθεση των λόγων έφεσης και της αιτιολόγησής τους είναι αχρείαστη, στο παρόν στάδιο. Θα επικεντρωθούμε στην εξέταση του κεντρικού θέματος, όπως έχει πιο πάνω προσδιοριστεί.
Στην ουσία τους οι λόγοι έφεσης, οι οποίοι, όπως ήδη λέχθηκε, στο σύνολό τους, συμπλέκονται, περιστρέφονται γύρω από τη θέση ότι είναι λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η απαλλαγή ενός εκ των συνεγγυητών - εξ αποφάσεως οφειλετών, χωρίς επιφύλαξη των δικαιωμάτων των Εφεσειόντων, είχε ως αποτέλεσμα και την απαλλαγή των υπολοίπων.
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίχθηκε στα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 627, vol. 9, των Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, που πραγματεύεται το ζήτημα της απαλλαγής ενός εκ των συνοφειλετών. Αντίστοιχη είναι και η παράγραφος 650, vol. 22, της 5ης έκδοσης του ιδίου συγγράμματος και έχει ως εξής:
«650. Release of one joint debtor. A release given to one of a number of persons who is jointly or jointly and severally liable discharges the others. However, if the intention of the creditor was to reserve his rights against the other persons liable on the contract, such release will be treated as a covenant not to sue and will not discharge the others. Where a joint debtor is released by a deed which does not reserve the rights of the creditor against the others, oral evidence is not admissible to prove an agreement that the others would remain liable notwithstanding the release, for such evidence would contradict the written instrument.»
Το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση In re E. W. A. (1901) 2 KB 642, εξέτασε παρόμοιο ζήτημα με το υπό κρίση. Δύο πρόσωπα κατέστησαν από κοινού και κεχωρισμένα εγγυητές σε δάνειο το οποίο όφειλε εταιρεία σε τράπεζα. Η τράπεζα έλαβε απόφαση εναντίον των προσώπων αυτών από κοινού και κεχωρισμένα. Επειδή δεν είχε ικανοποιηθεί η υπό αναφορά απόφαση, η τράπεζα καταχώρησε αίτηση πτώχευσης εναντίον του ενός εκ των οφειλετών για ολόκληρο το ποσό της απόφασης. Η αίτηση αυτή απεσύρθη μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και αφού ο εν λόγω οφειλέτης κατέβαλε συμφωνηθέν ποσό στην τράπεζα, η οποία το απεδέχθη προς πλήρη απαλλαγή των διεκδικήσεών της εναντίον του σε σχέση με την εταιρεία και όλες τις εγγυήσεις που το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε δώσει στην τράπεζα και προς διευθέτηση των ποσών που οφειλόντουσαν. Ας σημειωθεί ότι το καταβληθέν ποσό ήταν το ½ του εξ αποφάσεως χρέους. Ακολούθως η τράπεζα καταχώρησε άλλη αίτηση πτώχευσης εναντίον του άλλου συνεγγυητή και εξ αποφάσεως οφειλέτη σε σχέση με το υπόλοιπο ½ ποσό της απόφασης που είχε εκδοθεί, αφαιρουμένου δηλαδή του ποσού που είχε ήδη καταβάλει ο πρώτος συνεγγυητής. Το δικαστήριο κατέληξε ότι η προηγηθείσα διευθέτηση και απόδειξη εξόφλησης και η απαλλαγή του συνοφειλέτη ισοδυναμούσε με εξάλειψη του χρέους και υπό τις συνθήκες δεν υφίστατο πλέον οποιοδήποτε εξ αποφάσεως χρέος προς υποστήριξη αίτησης πτώχευσης εις βάρος του δεύτερου προσώπου. Ηταν η κατάληξη του δικαστηρίου ότι ο κανόνας δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο η απαλλαγή του ενός εκ των δύο συνοφειλετών, οι οποίοι βαρύνοντο με από κοινού και κεχωρισμένη υποχρέωση επενεργεί ως απαλλαγή και του άλλου, εφαρμόζεται τόσο σε εξ αποφάσεως οφειλή όσο και σχετικά με οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Υπό τις συνθήκες και στην απουσία οποιασδήποτε σχετικής επιφύλαξης των δικαιωμάτων των Εφεσειόντων σε σχέση με το εξ αποφάσεως χρέος των λοιπών συνεναγομένων - συνεγγυητών, η απαλλαγή του πρώην εναγόμενου 4 είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή και των Εφεσιβλήτων.
Σημειώνουμε, ολοκληρώνοντας, ότι κατά τη συζήτηση ενώπιόν μας της έφεσης έγινε αναφορά στο ζήτημα της αυτοδίκαιης αποκατάστασης πτωχεύσαντος, κατ΄ ακολουθία των διαλαμβανομένων στο άρθρο 27Α του Κεφαλαίου 5, ως τροποποιήθηκε από το Νόμο 61(Ι)/2015. Υπό το φως όμως των όσων έχουν αποφασισθεί στο προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας, δεν χρειάζεται να εξετασθεί ποια θα ήταν η επίδραση των προνοιών του πιο πάνω Νόμου, αφού, όπως κρίθηκε, οι Εφεσίβλητοι δεν οφείλουν οποιοδήποτε μέρος του εξ αποφάσεως χρέους.
Καταληκτικά και δεδομένης της συνάφειας των λόγων έφεσης, η έφεση απορρίπτεται. Καμία διαταγή όσον αφορά τα έξοδα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΣΦ.