ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Π. Αριστοτέλους, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή. Μ. Ιακώβου (κα), για την Εφεσίβλητη-Καθ΄ ης η αίτηση. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2016-06-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΚΛΕΙΤΟΥ ν. ΕΛΕΝΑΣ ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΠΠΟΥΡΟΥ, Έφεση Αρ. 16/2010, 7/6/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2016:3

(2016) 1 ΑΑΔ 1370

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(Έφεση Αρ. 16/2010)

 

7 Ιουνίου 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΚΛΕΙΤΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής

-      ΚΑΙ  -

 

ΕΛΕΝΑΣ ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΠΠΟΥΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ΄ ης η αίτηση

----------------------------------------

 

Αίτηση ημερ. 18 Φεβρουαρίου 2015

Π. Αριστοτέλους, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

Μ. Ιακώβου (κα), για την Εφεσίβλητη-Καθ΄ ης η αίτηση.

 

-----------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, δικαιοδοσία διατροφής, ημερ. 23.2.2010, έμελλε να προκαλέσει σωρεία προβλημάτων στην πορεία, με αποτέλεσμα μετά την παρέλευση έξι ετών, η έφεση να εκκρεμεί ακόμη με ανεπίλυτα προβλήματα δικονομικής υφής. 

 

   Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού με απόφαση του, ημερ. 23.2.2010, διαφοροποίησε, μετά από αίτηση της εφεσίβλητης, το ποσό διατροφής που ο εφεσείων όφειλε να καταβάλλει προς τα ανήλικα τέκνα του.  Το διάταγμα διατροφής που προηγήθηκε ημερ. 10.1.2003, με το οποίο ο εφεσείων κατέβαλλε το ποσό των 393 ευρώ προς την εφεσίβλητη ως συνεισφορά του στη διατροφή των τριών ανήλικων τέκνων του, τροποποιήθηκε ούτως ώστε ο εφεσείων να είναι πλέον υπόχρεος να καταβάλλει το συνολικό ποσό των 800 ευρώ για τα τρία τέκνα του ως εξής: Ποσό 230 ευρώ για τον Γιάννη από 21.9.2007, όταν καταχωρήθηκε η αίτηση τροποποίησης μέχρι τις 28.9.2008, ημερομηνία ενηλικίωσης του.  Επιπρόσθετα,  ποσό 320 ευρώ μηνιαίως από 21.9.2007 για την ανήλικη θυγατέρα του, Αννίτα και ποσό 250 ευρώ για την ανήλικη θυγατέρα του, Χρυστάλλα. 

 

   Ο εφεσείων στις 31.3.2010 καταχώρησε μόνος του έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης στον τύπο «Ειδοποιήσεως Εφέσεως εξ Αποφάσεως Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου» από τις κεντρικές φυλακές όπου είχε εγκλειστεί μετά από καταδίκη του στις 7.8.2009 σε οκταετή ποινή φυλάκισης από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού. Για την υπόθεση που αντιμετώπιζε στο ποινικό Δικαστήριο, ο εφεσείων βρισκόταν υπό κράτηση από 10.3.2009 στο πλαίσιο της υπόθεσης υπ΄ αρ. 25525/2008.

 

  Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, με άλλη σύνθεση, εξέτασε στις 7.9.2010 αίτηση Νομικής Αρωγής του εφεσείοντος και στο πλαίσιο της έγκρισης της αίτησης εκείνης, προέβη σε σχόλια προς τον διορισθέντα δικηγόρο ότι θα έπρεπε να μεριμνήσει ώστε:

 

 «.. να καταχωρηθεί έφεση όπως προβλέπουν οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί, διότι αυτό που έχει καταχωρηθεί ουσιαστικά δεν είναι τίποτε.  Δεν λέει τίποτε.  Είναι το έντυπο το οποίο τους δίνουν στις Κεντρικές Φυλακές και απλώς συμπλήρωσε ότι υπήρξε κακοδικία με μια λέξη, επομένως, θα πρέπει να καταχωρήσετε Ειδοποίηση Έφεσης και μόλις αυτό γίνει, θα τεθεί ξανά ενώπιον μας η υπόθεση από το Πρωτοκολλητείο, την οποία θέτουμε τώρα εκτός πινακίου.»

 

        Ο τότε διορισθείς δικηγόρος του εφεσείοντος κατέθεσε Ειδοποίηση Έφεσης μόλις στις 16.9.2011 σύμφωνα με τον Τύπο αρ. 28, τύπος που παραπέμπει στη Δ.35 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Στον τύπο αυτό οι λέξεις «Εν τω Ανωτάτω Δικαστηρίω» που είναι τυποποιημένες, είχαν διαγραφεί, χωρίς να προστεθεί όμως οτιδήποτε  άλλο, όπως είχαν επίσης διαγραφεί και οι λέξεις «Κατ΄ έφεσιν του Πταισματοδίκου εν Αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου υπ΄ αριθμό».  Στον τύπο περιέχεται επίσης η τυποποιημένη φράση, «Κατ΄ έφεσιν εκ του Οικογενειακού Δικαστηρίου» με συμπληρωμένη τη λέξη «Λευκωσίας» στην Αίτηση με αρ. 16/2010, που είναι ο αριθμός της υπό εξέταση έφεσης.  Προστέθηκε, ως «συμπληρωματικοί λόγοι έφεσης», ένας μόνο λόγος έφεσης που χαρακτηρίζεται ως «πρώτος λόγος», ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι κατά τη διάρκεια της δίκης, ο εφεσείων ήταν αρχικά  υπόδικος και μετά κατάδικος, δίνονται δε προς τούτο λεπτομέρειες που στοχεύουν  να καταδείξουν ότι από την ημέρα της καταδίκης του στις 7.8.2009, ο εφεσείων είχε απωλέσει κάθε εισόδημα. 

 

          Μετά από διάφορες αναβολές, την αποχώρηση του διορισθέντος με νομική αρωγή δικηγόρου και την έγκριση νέας νομικής αρωγής για το διορισμό νέου δικηγόρου και στη συνέχεια, μετά την αποχώρηση και εκείνου, του νυν δικηγόρου του εφεσείοντος, καταχωρήθηκε στις 18.2.2015 η υπό κρίση αίτηση με την οποία επιδιώκεται διάταγμα ώστε να επιτρέπεται στον εφεσείοντα να καταχωρήσει νέα ειδοποίηση έφεσης σε αντικατάσταση της προηγηθείσας που καταχωρήθηκε το 2010, στην οποία να αναγράφεται «Εν τω Δευτεροβαθμίω Οικογενειακώ Δικαστηρίω» και όχι «Εν τω Ανωτάτω Δικαστηρίω».  Διαζευκτικά, ζητείται διάταγμα τροποποίησης και διόρθωσης της ειδοποίησης εφέσεως που καταχωρήθηκε το 2010 κατά τον τρόπο που έχει ήδη περιγραφεί πιο πάνω.  Περαιτέρω και εφόσον επιτραπούν οι θεραπείες Α και Β, επιδιώκεται και διάταγμα τροποποίησης του λόγου έφεσης που καταχωρήθηκε στις 16.9.2011 με την αντικατάσταση ουσιαστικά του λόγου έφεσης, με επτά λόγους έφεσης με ανάλογες αιτιολογίες. 

 

Η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση εισηγούμενη ότι ουδέποτε το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο απέκτησε δικαιοδοσία εκδίκασης της παρούσας έφεσης εφόσον στην ειδοποίηση έφεσης που καταχωρήθηκε, ουδεμία αναφορά γίνεται στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Περαιτέρω, εγείρεται και άλλη προδικαστική ένσταση ότι, εν πάση περιπτώσει, η καταχωρηθείσα ειδοποίηση έφεσης είναι παράτυπη καθότι αναφέρεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αντί του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που εκδίκασε και εξέδωσε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση.  Τρίτη προδικαστική ένσταση αφορά την εκπρόθεσμη καταχώρηση της έφεσης χωρίς προηγούμενο διάταγμα επέκτασης του χρόνου.  Ανεξάρτητα από τις προδικαστικές ενστάσεις, η εφεσίβλητη εισηγείται ότι υπάρχει υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της επίδικης αίτησης, η οποία επιχειρεί την εισαγωγή τέτοιων νέων λόγων έφεσης που θα οδηγήσουν σε εκ βάθρων αλλαγή της δίκης και τον επαναπροσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων και μάλιστα σε χρόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας έφεσης. 

 

 Δόθηκαν οδηγίες και καταχωρήθηκαν αντίστοιχα οι γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων.  Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο συνήγορος του εφεσείοντος εστίασε την προσοχή του σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τη βασική θέση ότι δεν πρέπει φορμαλιστικοί λόγοι να αποτρέψουν την εκδίκαση της ουσίας της έφεσης και την πρόσβαση στο Εφετείο.  Η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν θα πρέπει να ακολουθηθεί, ιδιαιτέρως στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, εφόσον η ειδοποίηση έφεσης καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα από τον ίδιο τον εφεσείοντα, ο δε μετέπειτα τύπος εφέσεως που καταχωρήθηκε από τον προηγούμενο δικηγόρο του εφεσείοντος προφανώς είχε την έννοια ότι καταχωρήθηκε στο αρμόδιο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, εφόσον είχε διαγραφεί η αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Η υπερβολική τυπολατρική προσέγγιση στο να θεωρηθεί ότι το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο δεν απέκτησε καν δικαιοδοσία να εξετάσει την έφεση, προσκρούει στο δικαίωμα αφενός της πρόσβασης σε Εφετείο και αφετέρου στο δικαίωμα της δίκαιης δίκης και, εν ανάγκη, θα πρέπει να υπάρξει απόκλιση από την προηγούμενη νομολογία.  Ως προς το καθυστερημένο της καταχώρησης της αίτησης τροποποίησης των λόγων έφεσης, η εισήγηση είναι ότι δεν μπορεί βάσιμα να γίνεται λόγος για υπέρμετρη καθυστέρηση εφόσον ο εφεσείων βρισκόταν στις φυλακές, είχε εκ μέρους του διοριστεί άλλος δικηγόρος, ο οποίος όμως παρέλειψε να διορθώσει το έντυπο «Ειδοποίηση Έφεσης» που καταχωρήθηκε από τις αρχές των Κεντρικών Φυλακών, με τον εφεσείοντα να βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να ελέγξει τη διαδικασία.

 

Η αντίθετη θέση της συνηγόρου της εφεσίβλητης είναι ότι κάθε μια από τις προδικαστικές της ενστάσεις είναι βάσιμη και η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί συμπαρασύροντας στην ουσία και την ίδια την έφεση, η οποία εκπρόθεσμα καταχωρήθηκε και ασφαλώς λανθασμένα, με μη ορθό προσδιορισμό του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, το οποίο συνεπώς ποτέ δεν απέκτησε δικαιοδοσία.  Η οποιαδήποτε προσπάθεια καταχώρησης νομότυπης Ειδοποίησης Έφεσης κατέστη προβληματική διότι καταχωρήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση, πέραν του έτους, χωρίς να ληφθεί η προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου για επέκταση του χρόνου.  Οι δε λόγοι που επικαλείται ο εφεσείων για τροποποίηση του υφιστάμενου λόγου έφεσης είναι ανεπαρκείς διότι η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε τέσσερα χρόνια μετά την καταχώρηση της Ειδοποίησης Έφεσης, διευρύνει ανεπίτρεπτα το πεδίο εξέτασης της έφεσης και θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην εφεσίβλητη.

 

Θα εξεταστεί πρωτίστως το ζήτημα του εκπροθέσμου της έφεσης ως προεξάρχον δικαιοδοτικό ζήτημα συνέχισης της διαδικασίας.  Σύμφωνα με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο αρ. 23/90, ο οποίος εγκαθίδρυσε τα Οικογενειακά Δικαστήρια, έφεση ασκείται εναντίον αποφάσεων των Οικογενειακών Δικαστηρίων ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, το οποίο κατά το άρθρο 21 απαρτίζεται από τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ορίζονται για περίοδο δύο χρόνων από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά το άρθρο 26 του Νόμου, το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να εκδίδει Διαδικαστικό Κανονισμό δημοσιευμένο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου.

 

Πράγματι το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε στις 10.4.1990 τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό Αρ. 2/90, ο οποίος τροποποιήθηκε κατά καιρούς.  Προβλέπεται η διαδικασία ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, για δε τις εφέσεις ο Κανονισμός 10 προνοεί ότι η διαδικασία εφέσεων διεξάγεται με κατ΄ αναλογίαν εφαρμογή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Η Δ.35 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει την καταχώρηση έφεσης εντός δεκατεσσάρων ημερών επί οποιουδήποτε ενδιαμέσου διατάγματος ή διατάγματος είτε τελικού είτε ενδιαμέσου σε οποιαδήποτε διαδικασία που δεν θεωρείται «αγωγή» και την καταχώρηση έφεσης εντός έξι εβδομάδων σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, εκτός εάν το Δικαστήριο  κατά την ώρα της έκδοσης της διαταγής ή απόφασης, ή, το Εφετείο, επεκτείνει το χρόνο.  Οι προθεσμίες αυτές  υπόκεινται και στην εξουσία του Εφετείου να επεκτείνει το χρόνο δυνάμει της Δ.57 θ.2. Ο θεσμός 3 της Διαταγής 35, προνοεί ότι όλες οι εφέσεις καταχωρούνται με γραπτή ειδοποίηση έφεσης στο Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου από την απόφαση του οποίου καταχωρείται η έφεση.  Προς τούτο χρησιμοποιείται το Έντυπο αρ. 28.  Το εν λόγω έντυπο είναι τυποποιημένο όπως απαντάται στις σελ. 256-257 της Δευτερογενούς Νομοθεσίας της Κύπρου Τόμος II και έχει ως τίτλο, «Notice of Appeal» και «In the Supreme Court», κλπ. 

 

  Δεν έχει προνοηθεί οποιοδήποτε στοχευμένο έντυπο ειδοποίησης εφέσεως που να αφορά ειδικά τις εφέσεις από τα Οικογενειακά Δικαστήρια.  Ούτε και στα Πρωτοκολλητεία των Επαρχιακών Δικαστηρίων ή στη γραμματεία των Οικογενειακών Δικαστηρίων ή και στο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπάρχει ή διατίθεται άλλο έντυπο εκτός από το προνοούμενο από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. 

 

  Παρατηρείται λοιπόν ότι ο εφεσείων καταχώρησε στις 31.3.2010 στο Form J 62 G - Revised και με αναφορά στο άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960, την έφεση του στον τύπο Ειδοποίησης Έφεσης από Απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Το έντυπο είναι συμπληρωμένο ώστε να φαίνεται ότι η έφεση αφορούσε την υπόθεση αρ. 235/07 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού στη δικαιοδοσία διατροφής και την απόφαση ημερ. 23.2.2010 περί αλλαγής όρων προηγούμενου διατάγματος. Επί του εντύπου αυτού αναγράφονται επίσης οι λέξεις Δ.Ο.Δ. 16/10.

 

Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο όταν η υπόθεση ήχθη ενώπιον του στις 7.9.2010, σχολίασε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ότι θα έπρεπε να καταχωρηθεί έφεση όπως προβλέπουν οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί διότι η έφεση που καταχωρήθηκε ήταν επί του εντύπου που δίνεται στους φυλακισμένους όπως ήταν ο εφεσείων κατά την άσκηση του δικαιώματος έφεσης. Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι με τα σχόλια του είχε κρίνει την έφεση ως απαράδεκτη ή προπετή ή προδήλως αβάσιμη κατά τα προνοούμενα στον Κανονισμό 10 του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού αρ. 4/1996.  Άλλως, θα προχωρούσε σε ανάλογη ρύθμιση της ενώπιον του διαδικασίας και θα εξέδιδε σχετικό διάταγμα.  Εκείνο που υπέδειξε ήταν ότι θα έπρεπε να καταχωρούνταν κανονικά λόγοι έφεσης με τις αναγκαίες αιτιολογίες προφανώς ενόψει του γεγονότος ότι η απλή λέξη «κακοδικία», που αναφερόταν στο χώρο που διατίθετο στο έντυπο ως καταγραφή των λεπτομερών λόγων επί των οποίων βασιζόταν η έφεση, δεν παρέπεμπε σε οτιδήποτε ουσιαστικό προς συζήτηση.

 

Ο Διαδικαστικός Κανονισμός αρ. 4/96 αναφέρεται στις πρόνοιες της Δ.35, οι οποίες ισχύουν εκτός εάν συγκρούονται ή είναι ασυμβίβαστες με τις πρόνοιες του ίδιου του Διαδικαστικού Κανονισμού. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(ii), το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο για το οποίο ισχύει ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, εξετάζει κατά πόσο η έφεση συνάδει προς τους Θεσμούς και επιλαμβάνεται κάθε συναφούς θέματος εκδίδοντας την πρέπουσα διαταγή ή οδηγία σε σχέση προς οποιαδήποτε παρατυπία και την τυχόν θεραπεία της.  Όπως ήδη λέχθηκε, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο επιλήφθηκε της έφεσης, διόρισε μάλιστα δικηγόρο με το σύστημα Νομικής Αρωγής προς όφελος του εφεσείοντος και δεν έκρινε την έφεση ως προδήλως αβάσιμη ή ως πάσχουσα σε τέτοιο θεμελιακό βαθμό ώστε να διατάξει την απόρριψη της.  Ούτε και εξέδωσε οποιαδήποτε οδηγία προς θεραπεία οποιουδήποτε προβλήματος εντός καθορισμένου χρόνου. 

 

  Έπεται ότι η καταχωρηθείσα στις 31.3.2010 έφεση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανυπόστατο διάβημα για να χρειαζόταν άδεια επέκτασης του χρόνου όταν καταχωρήθηκε η Ειδοποίηση Έφεσης στις 16.9.2011 σύμφωνα με τον Τύπο αρ. 28.  Το ίδιο το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο είχε θέσει εκτός Πινακίου την έφεση, χωρίς άλλα χρονικά πλαίσια, με οδηγίες να τεθεί εκ νέου ενώπιον του όταν καταχωρείτο η Ειδοποίηση Έφεσης.  Αναμφίβολα, η Ειδοποίηση Έφεσης επί του Τύπου αρ. 28, καταχωρήθηκε ανεπίτρεπτα εκτός οποιουδήποτε εύλογου χρονικού πλαισίου και προς τούτο ο εφεσείων δεν πρέπει να μέμφεται οποιοδήποτε άλλο, όταν μάλιστα η Ειδοποίηση Έφεσης περιείχε απλά ένα λόγο έφεσης, ο οποίος με την αναγκαία σπουδή θα μπορούσε να ετοιμαστεί και καταχωρηθεί σε πολύ σύντομο χρόνο και όχι με τόση καθυστέρηση, ανεξήγητη μάλιστα, δημιουργώντας έτσι δικονομικά προβλήματα.

 

  Το επόμενο θέμα που πρέπει να εξεταστεί αφορά το ζήτημα κατά πόσο το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να εξετάσει την  υπό κρίση αίτηση δεδομένου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην Ειδοποίηση Έφεσης Τύπος αρ. 28, δεν αναγράφεται ότι η έφεση καταχωρήθηκε ενώπιον του. Η συνήγορος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε σε νομολογία του Δικαστηρίου αυτού η οποία προδιαγράφει τη μη ανάληψη δικαιοδοσίας όταν δεν είναι σαφές από την Ειδοποίηση Έφεσης ότι η έφεση έχει καταχωρηθεί ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Πράγματι, αρχής γενομένης από την απόφαση Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο έχει ακολουθήσει με αυστηρότητα τη γραμμή ότι η δικαιοδοσία του δεν ενεργοποιείται όταν η Ειδοποίηση Έφεσης καταχωρείται στο έντυπο αρ. 28 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Εφόσον δεν γίνεται σαφής αναφορά ότι η έφεση αφορά το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, η δικαιοδοσία αυτού δεν ενεργοποιείται έστω και αν η Ειδοποίηση Έφεσης καταχωρείται στο κοινό Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Η πράξη του Πρωτοκολλητείου, όπως κρίθηκε στη Θεοδώρου, να περιλάβει την έφεση στο Μητρώο των εφέσεων ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ήταν πράξη που δεν ήταν δικαστικής φύσεως και επομένως δεν διέσωζε την κατάσταση.  Όπως δεν τη διέσωζαν και οι πρόνοιες της Δ.64, όπως αποφασίστηκε στη μεταγενέστερη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1244, με το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο να θεωρεί ότι δεν υπήρχε έγκυρη έφεση με αποτέλεσμα να μην εγειρόταν θέμα παρατυπίας ακόμη και εάν οι πρόνοιες της Δ.64 τύγχαναν εφαρμογής, θέμα που αφέθηκε ανοικτό στην προγενέστερη Θεοδώρου

 

  Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγήθηκε το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και με μεταγενέστερη νομολογία του. Συγκεκριμένα έκρινε ότι δεν μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία στη Θεοδώρου ν. Νεοφύτου (2013) 1 Α.Α.Δ. 2139, όπου στην καταχωρηθείσα έφεση δυνάμει της Δ.35 θ.3, δεν γινόταν αναφορά στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Ακολουθώντας τις Θεοδώρου  και Χριστοδούλου - ανωτέρω -, θεώρησε ότι δεν παρείχετο αρμοδιότητα εξέτασης της ουσίας της έφεσης την οποία και απέρριψε.  Την ίδια τύχη είχε και η έφεση που καταχωρήθηκε στην Πετρούδη ν. Αντωνίου κ.ά., Εφέσεις    αρ. 21/13 και 22/13, ημερ. 6.6.2014, όπου η Ειδοποίηση Έφεσης αναφερόταν στο Ανώτατο Δικαστήριο και όχι στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Στην υπόθεση εκείνη παρά την «ελκυστική», όπως χαρακτηρίστηκε, επιχειρηματολογία ότι ο τύπος που η εφεσείουσα χρησιμοποίησε ήταν ο προνοούμενος από τη Δ.35 θ.3, ήτοι, ο Τύπος αρ. 28 όπου η αναφορά είναι στο Ανώτατο Δικαστήριο και συνεπώς διαγραφή και αντικατάσταση με το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στον καθορισμένο από τους Θεσμούς τύπο, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να αποκλίνει από την προηγούμενη νομολογία στις Θεοδώρου, Χριστοδούλου και Νεοφύτου, με αποτέλεσμα να απορρίψει την έφεση. 

 

  Όπως έχει ήδη σημειωθεί στο παρόν σκεπτικό, το έντυπο που χρησιμοποιείται για σκοπούς έφεσης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου παραμένει αυτό του Τύπου αρ. 28 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Αυτό το έντυπο δεν έχει μέχρι σήμερα αντικατασταθεί, όπως έχει διαπιστωθεί και στις  Θεοδώρου ν. Νεοφύτου και Πετρούδη ν. Αντωνίου - ανωτέρω.  Απαιτείται συνεπώς από τον διάδικο που επιθυμεί να καταχωρήσει έφεση από απόφαση Οικογενειακού Δικαστηρίου να προσέξει ώστε να διαγράψει την αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο και να την αντικαταστήσει με το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Αυτό το  μέλημα δεν θα έπρεπε να είναι επί των ώμων του εφεσείοντος.  Και δεν θα ήταν εάν καθιερωνόταν ειδικό έντυπο το οποίο να διατίθεται στο Πρωτοκολλητείο με τυποποιημένη την αναγραφή του ορθού Εφετείου, δηλαδή, του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

 Με τα πιο πάνω υπόψη κρίνεται ότι τα περιστατικά της παρούσας έφεσης διαφοροποιούν την εικόνα από τις προηγηθείσες αποφάσεις του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Δεν τίθεται επομένως ζήτημα εξέτασης απόκλισης από τη νομολογία.  Όπως έχει ήδη καταγραφεί, ο εφεσείων, ως καταδικασθείς στις Κεντρικές Φυλακές, χρησιμοποίησε το εκεί διαθέσιμο έντυπο δυνάμει του περί Δικαστηρίων Νόμου Αρ. 14/60, για να εκδηλώσει τη σαφή πρόθεση του να καταχωρήσει την έφεση του, η οποία έγινε αποδεκτή στην ουσία από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο με προηγούμενη σύνθεση. Στη συνέχεια  ο εκ μέρους του διορισθείς με Νομική Αρωγή δικηγόρος καταχώρησε Ειδοποίηση Έφεσης στην οποία διαγράφηκαν οι λέξεις «Εν τω Ανωτάτω Δικαστηρίω».  Στο καταχωρηθέν έντυπο που χρησιμοποιήθηκε δυνάμει του Νόμου αρ. 14/60, έγινε αναφορά στον αριθμό της υπό κρίση έφεσης και ότι αυτή αφορούσε έφεση από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού.  Επομένως η θέση της εφεσίβλητης ότι στο Έντυπο αρ. 28 γίνεται λανθασμένη αναφορά στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν μπορεί να έχει ουσιαστική επίπτωση και πρέπει να θεωρείται ως απλή παρατυπία εφόσον προηγήθηκε το ορθό δικονομικό διάβημα.  Παρομοίως, ουδεμία επίπτωση μπορεί να έχει η μη αναγραφή στον Τύπο αρ. 28 ότι η έφεση αφορά το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Προφανώς και η υπό κρίση αίτηση αφορά σ΄ αυτό και όχι στο Ανώτατο Δικαστήριο, η αναφορά στο οποίο διεγράφη.  Εκ της δικονομικής παρατυπίας που σημειώθηκε, ουδεμία ουσιαστική επίπτωση έχει υποστεί η εφεσίβλητη ώστε να μην αφεθεί να προχωρήσει η περαιτέρω διαδικασία.

 

  Ως προς την ουσία της αίτησης, η τροποποίηση που επιδιώκεται του υφιστάμενου λόγου έφεσης είναι εκτεταμένη και στην ουσία προτείνονται επτά λόγοι έφεσης προς αντικατάσταση του ενός και μοναδικού λόγου που είχε καταχωρήσει ο εφεσείων μέσω του τότε δικηγόρου του.  Οι λόγοι αυτοί αναφέρονται στην ύπαρξη κακοδικίας λόγω άρνησης του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επιτρέψει στον εφεσείοντα να υποβάλει αίτημα Νομικής Αρωγής, σε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης για τον ίδιο ουσιαστικά λόγο άρνησης αιτήματος Νομικής Αρωγής με αποτέλεσμα να παραβιάζεται και η αρχή της ισότητας των όπλων, στη λανθασμένη επιδίκαση εξόδων εναντίον του εφεσείοντος, στη λανθασμένη διαταγή αναδρομικής διατροφής στα ανήλικα τέκνα του μέχρι την ενηλικίωση τους χωρίς να λαμβάνει υπόψη την κράτηση του εφεσείοντος και τη μετέπειτα καταδίκη του στις Κεντρικές Φυλακές, στο εξαιρετικά υψηλό των ποσών διατροφής που επιδικάστηκαν, στο λανθασμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και στο λανθασμένο εύρημα ότι ο εφεσείων είχε την ικανότητα να κερδίζει 2.000 ευρώ μηνιαίως. 

 

  Η τροποποίηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί σύμφωνα με πάγια νομολογία, ο χρόνος υποβολής αίτησης τροποποίησης εφετηρίου αποτελεί παράγοντα που δυνατόν να προσμετρήσει εναντίον της αίτησης και όσο πιο καθυστερημένη είναι η αίτηση τόσο ο σκόπελος που πρέπει να υπερπηδήσει ο αιτούμενος την τροποποίηση είναι μεγαλύτερος, (Marla Bridget Theocharides v. Χάρη Θεοχαρίδη, Έφεση Αρ. 13/2014, ημερ. 18.11.2015).  Περαιτέρω, η έκταση της τροποποίησης αποτελεί αυτοτελή λόγο απόρριψης ιδιαιτέρως όπου με την τροποποίηση επαναπροσδιορίζονται τα εφέσιμα θέματα και καθίσταται αναγκαίος ο επαναπρογραμματισμός της έφεσης με ανάλογη περαιτέρω καθυστέρηση, (Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1705).  Γενικώς οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη ως προς την αποδοχή ή μη αίτησης τροποποίησης κατ΄ έφεση έχουν παγιωθεί από τη νομολογία, με προεξάρχον να παραμένει το συμφέρον της δικαιοσύνης, υπό ευρεία όμως έννοια, ώστε να μην επιτρέπεται η διεύρυνση των εφέσιμων ζητημάτων, ούτε η προσθήκη νέων λόγων που εκτροχιάζουν την πορεία της εκδίκασης της έφεσης.

 

  Η υπό κρίση αίτηση αναμφίβολα είναι εξαιρετικά καθυστερημένη  εφόσον  έχει  καταχωρηθεί  τέσσερα  χρόνια   μετά την καταχώρηση της Ειδοποίησης Έφεσης με  βάση τον Τύπο    αρ. 28.  Ο εφεσείων παρατηρείται από τα πρακτικά της διαδικασίας ότι στο μεταξύ άλλαξε τρεις δικηγόρους.  Ο πρώτος απεσύρθη με άδεια του Δικαστηρίου στις 14.5.2013.  Ένα περίπου χρόνο μετά, στις 6.5.2014, διορίστηκε νέος δικηγόρος και πάλι με το σύστημα της Νομικής Αρωγής ο οποίος όμως επίσης αποχώρησε στις 4.11.2014.  Διορίστηκε πολύ αργότερα στις 3.2.2015, ο νυν δικηγόρος του εφεσείοντος, ο οποίος και  υπόβαλε την υπό κρίση αίτηση.  Ανεξάρτητα από τους λόγους που ο εφεσείων άλλαξε τρεις δικηγόρους στην πορεία, αντικειμενικά ο χρόνος που παρήλθε δεν είναι βοηθητικός στην έγκριση της αίτησης.  Πρόσθετα, δεν προτείνεται με την αίτηση και τη συνοδευτική ένορκη δήλωση οποιοσδήποτε ιδιαίτερος λόγος για την καθυστέρηση που έχει σημειωθεί, με μόνη πρόταξη ότι δεν θα επέλθει ανεπανόρθωτη ζημιά στην εφεσίβλητη λόγω της τροποποίησης. 

 

Περαιτέρω, οι νέοι λόγοι έφεσης που επιδιώκονται να προστεθούν, αναμφίβολα εκφεύγουν κατά πολύ του μοναδικού λόγου έφεσης που καταχωρήθηκε με την ειδοποίηση έφεσης στις 16.9.2011.  Παρατηρείται δε, ότι ενώ με την ειδοποίηση έφεσης που καταχωρήθηκε έπαυσε να υφίσταται θέμα «κακοδικίας», ο επιδιωκόμενος να προστεθεί πρώτος λόγος έφεσης επαναφέρει ζήτημα «κακοδικίας».  Από δε τους υπόλοιπους έξι νέους λόγους έφεσης, ο μόνος σχετικός με τον υφιστάμενο λόγο είναι ο τέταρτος λόγος που αφορά στο ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης την κράτηση και καταδίκη του εφεσείοντος.  Οι υπόλοιποι θέτουν εντελώς νέα ζητήματα, τα οποία ανεπίτρεπτα τίθενται με τόση καθυστέρηση με αποτέλεσμα τον επαναπροσδιορισμό των θεμάτων και την εισαγωγή νέων ζητημάτων. 

 

  Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνεται ότι η έφεση, όπως έχει διαμορφωθεί το πλαίσιο της, έχει ήδη ενεργοποιήσει τη δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και συνεπώς παραμένει έγκυρη προς εξέταση, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε διόρθωση στο εφετήριο, ενώπιον του.  Η αίτηση όμως, ως προς την ουσία της, την τροποποίηση δηλαδή του εφετηρίου απορρίπτεται. 

 

  Υπό το φως των ανωτέρω, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντος-αιτητή και υπέρ της εφεσίβλητης-καθ΄ης, μειωμένα, όμως, κατά το ήμισυ.

 

 

 

 

                                        Δ.

 

 

 

                                        Δ.

 

 

 

                                        Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο