ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D232
(2016) 1 ΑΑΔ 1139
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 43/2016)
11 Μαΐου, 2016.
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 5 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 46(1)(B)(V)(2) ΚΑΙ 89 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 372 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 113
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ADELAIDA KAZARYAN ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ 4 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 17573/2015 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙOΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜ. 18/03/2016 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 17573/2015 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΚΡΙΝΕ ΟΤΙ ΕΓΙΝΕ ΝΟΜΟΤΥΠΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗ 6 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗ 4 ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΑΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ 6 ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΣΚΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΚΕΦ. 155 ΠΑΡΕΠΕΜΨΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗ 4 ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗ 6 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΕ ΔΙΚΗ ΣΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 26.05.2016
Μ. Ιωάννου με Ν. Χαραλάμπους, για την Αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την αίτησή της η Αιτήτρια-κατηγορούμενη 4 στην ποινική υπόθεση 17573/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ζητά άδεια για να καταχωρήσει αίτηση με την οποία να αιτείται την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 18.3.2016, με την οποία κρίθηκε «ότι η επίδοση (του κατηγορητηρίου) στην κατηγορούμενη 4 ως Διευθύντρια της κατηγορούμενης 6 (εταιρείας) είναι νομικά έγκυρη ..», με αποτέλεσμα τόσο η Αιτήτρια, όσο και η κατηγορούμενη 6 αλλοδαπή εταιρεία (εγγεγραμμένη στο Μπελίζ της Κεντρικής Αμερικής), να παραπεμφθούν για δίκη στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού, το οποίο θα συνεδριάσει στις 26.5.2016.
Σύμφωνα με την Έκθεση Γεγονότων και την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, το δεύτερο εξάμηνο του 2015 καταχωρήθηκε κατηγορητήριο στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον δέκα κατηγορουμένων - πέντε φυσικών και πέντε νομικών προσώπων. Μεταξύ των φυσικών προσώπων ήταν και η Αιτήτρια-κατηγορούμενη 4 και μεταξύ των νομικών προσώπων ήταν και η κατηγορούμενη 6.
Στο κατηγορητήριο περιλαμβάνονταν 111 κατηγορίες, οι οποίες φαίνεται να αφορούν διάφορα οικονομικής φύσεως αδικήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος της παραπονούμενης εταιρείας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται αδικήματα κλοπής ποσού €2.027.467,38 από διευθυντή εταιρείας, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, απάτη, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, καταχώρηση ψευδών λογαριασμών και άλλα. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο η Αιτήτρια-κατηγορούμενη 4 διέπραξε τα αδικήματα που η ίδια αντιμετώπιζε ενώ ήταν Διευθύντρια της παραπονούμενης εταιρείας.
Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για σκοπούς παραπομπής των κατηγορουμένων σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, για την Αιτήτρια-κατηγορούμενη 4 εμφανίστηκε ο κ. Θ. Κορφιώτης.
Ο δικηγόρος κ. Μ. Ιωάννου ο οποίος εμφανιζόταν για τους κατηγορούμενους 1, 2 και 3 και χωρίς να εμφανίζεται ούτε για την κατηγορούμενη 4, ούτε για την κατηγορούμενη 6 εταιρεία, ήγειρε θέμα εγκυρότητας της επίδοσης στη συγκεκριμένη εταιρεία. Όπως εξήγησε στο κατώτερο δικαστήριο, η επίδοση στη συγκεκριμένη εταιρεία έγινε στην κατηγορούμενη 1 πελάτιδά του, για λογαριασμό της εταιρείας. Διευκρίνισε όμως ότι η κατηγορούμενη 1 δεν ήταν Διευθύντρια της εταιρείας-κατηγορούμενης 6.
Το δικαστήριο υπέδειξε στον κ. Ιωάννου ότι δεν μπορούσε να τον ακούσει, εφόσον δεν εκπροσωπούσε τη συγκεκριμένη εταιρεία. Παρά ταύτα ο δικηγόρος που εμφανιζόταν για την Κατηγορούσα Αρχή δήλωσε στο δικαστήριο ότι αναφορικά με την κατηγορούμενη 6 εταιρεία η οποία είναι εγγεγραμμένη στο εξωτερικό, αλλά διεξάγει εργασίες στην Κύπρο, υπήρχαν τραπεζικά έγγραφα που έδειχναν ότι δικαιούχος της κατηγορούμενης 6 εταιρείας είναι η Αιτήτρια-κατηγορούμενη 4. Επειδή η επίδοση για την εταιρεία έγινε στην κατηγορούμενη 1, ο συνήγορος για την Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε χρόνο για να επιδώσει εκ νέου στις δύο εταιρείες (6 και 10) και το δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση διατάσσοντας όπως η κατηγορούμενη 4 και άλλοι κατηγορούμενοι στους οποίους έγινε επίδοση, εμφανιστούν κατά την επόμενη δικάσιμο. Μεταξύ άλλων, έθεσε και όρο όπως η Αιτήτρια-κατηγορούμενη 4 και τα υπόλοιπα φυσικά πρόσωπα που κατηγορούνταν, να παρουσιάζονται στον Αστυνομικό Σταθμό Γερμασόγειας κάθε Δευτέρα και Πέμπτη.
Κατά την επόμενη δικάσιμο, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για επίδοση στις κατηγορούμενες εταιρείες 6 και 10, διαφοροποιήθηκαν οι εμφανίσεις. Για τους κατηγορούμενους 1, 2, 3, 4, 7, 8 και 9 εμφανιζόταν ο κ. Μ. Ιωάννου. Σε ό,τι αφορά την επίδοση, δηλώθηκε από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής ότι σύμφωνα με τα έγγραφα που κατέχονταν από τις ανακριτικές αρχές, οι κατηγορούμενες 3 και 4 είναι Διευθύντριες και δικαιούχοι των εταιρειών 6 και 10. Όμως, επειδή από την Αιτήτρια-κατηγορούμενη 4, αμφισβητήθηκε αυτό το γεγονός, θα έπρεπε να υποβληθεί αίτημα δικαστικής συνδρομής προς τη Διεθνή Αστυνομία και άλλες υπηρεσίες. Γι' αυτό ζητήθηκε περαιτέρω χρόνος για να επιβεβαιωθούν κάποια έγγραφα σε σχέση με την ιδιότητα των κατηγορουμένων 3 και 4.
Το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα και όρισε νέα ημερομηνία για έλεγχο των επιδόσεων στις κατηγορούμενες εταιρείες 6 και 10. Δεν επισυνάφθηκαν τα πρακτικά της επόμενης ή επόμενων συνεδριών του δικαστηρίου, επισυνάφθηκε όμως στην Αίτηση η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου, ημερ. 22.1.2016. Από αυτή φαίνεται ότι η υπόθεση ήταν για τελευταία φορά ορισμένη ενώπιον του στις 21.1.2016. Εκείνη τη μέρα ο συνήγορος για την Κατηγορούσα Αρχή κατάθεσε δύο ένορκες δηλώσεις επίδοσης των κατηγορητηρίων προς τις κατηγορούμενες 6 και 10 εταιρείες. Οι επιδόσεις έγιναν μέσω των κατηγορούμενων 3 και 4, οι οποίες, σύμφωνα με τις σχετικές ένορκες δηλώσεις, αρνήθηκαν να παραλάβουν τα κατηγορητήρια.
Περαιτέρω ο Ανακριτής κατέθεσε ενόρκως για να υποστηρίξει τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι οι επιδόσεις ήταν έγκυρες. Συγκεκριμένα κατέθεσε δέσμη εγγράφων σε πρωτότυπη μορφή, τα οποία ανταλλάχτηκαν μέσω των αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας και των αρχών του Μπελίζ και τα οποία κατά τον ισχυρισμό του επιβεβαίωναν ότι οι κατηγορούμενες 3 και 4 ήταν διευθύντριες των κατηγορούμενων 6 και 10 εταιρειών.
Το πρωτόδικο δικαστήριο με εμπεριστατωμένη απόφαση του, αφού εξέτασε τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του και ιδιαίτερα αυτά που προέρχονταν από τις αρχές του Μπελίζ, έκρινε ότι η επίδοση στην Αιτήτρια-κατηγορούμενη 4 για λογαριασμό της κατηγορούμενης 6 εταιρείας, ήταν η δέουσα, εφόσον έγινε σύμφωνα με το άρθρο 46 του Κεφ. 155, ήτοι σε διευθύντρια νομικού προσώπου. Προβληματίστηκε όμως από το γεγονός ότι οι κατηγορούμενες 6 και 10 εταιρείες, σύμφωνα με τα έγγραφα, είχαν διαγραφεί από το σχετικό αρχείο εταιρειών του Μπελίζ, τον Ιανουάριο του 2016. Γι' αυτό προτού παραπέμψει όλους τους κατηγορούμενους στο Κακουργιοδικείο, ανέβαλε εκ νέου την υπόθεση για τις 18.3.2016, για να εξακριβωθεί περαιτέρω, με βάση το δίκαιο του Μπελίζ, το νομικό καθεστώς των εταιρειών, ενόψει της διαγραφής τους.
Στις 18.3.2016 αφού δέχθηκε μαρτυρία και νομική γνωμάτευση από δικηγορικό γραφείο του Μπελίζ, έκρινε ότι παρά το γεγονός της διαγραφής της κατηγορούμενης 6 εταιρείας, οι Διευθυντές της συνέχιζαν να είναι αρμόδια πρόσωπα για να αποδέχονται επίδοση εγγράφων που αφορούν την εταιρεία. Ως εκ τούτου κατέληξε ότι η επίδοση στην Αιτήτρια-κατηγορούμενη 4 ως διευθύντρια της κατηγορούμενης 6 εταιρείας, ήταν νομικά έγκυρη και ως εκ τούτου παρέπεμψε όλους τους κατηγορούμενους σε δίκη στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού που θα συνεδριάσει στις 26.5.2016.
Απ' ό,τι φαίνεται από την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, το παράπονό της είναι ότι η επίδοση που της έγινε για λογαριασμό της κατηγορούμενης 6 εταιρείας, έγινε στον αστυνομικό σταθμό Γερμασόγειας την ημέρα που πήγε για να υπογράψει το βιβλίο εμφανίσεων σύμφωνα με τους όρους που έθεσε το δικαστήριο. Θεωρεί ότι οι ανακριτικές αρχές δεν είχαν δικαίωμα εκείνη τη δεδομένη στιγμή να της επιδώσουν το κατηγορητήριο για λογαριασμό της κατηγορούμενης 6 εταιρείας, ότι ενήργησαν δόλια και ότι ο τρόπος επίδοσης καθόλου δεν συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 46 του Κεφ. 155. Ισχυρίζεται δε γενικά και αόριστα ότι η απόφαση του δικαστηρίου παραβιάζει τις αρχές φυσικής δικαιοσύνης, ότι υπήρξε έκδηλη παρανομία, υπέρβαση δικαιοδοσίας, πλάνη ως προς το νόμο και ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων είναι αποκρυσταλλωμένη και την έχω πρόσφατα συνοψίσει στην υπόθεση Θωμά Κυριάκου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 60/15, ημερ. 14.5.2015. Όπως εκεί ανέφερα, η εξουσία του δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά στο κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης. Επίσης, όπου το κατώτερο δικαστήριο ασκεί διακριτική ευχέρεια μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, ο τρόπος άσκησης της δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα, εκτός εάν είναι εμφανές ότι ως αποτέλεσμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή, χωρίς αυτός να έχει άλλη θεραπεία ή αν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, διαπιστώνεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας για καταχώρηση αίτησης Certiorari. Όπως επανειλημμένως αναφέρθηκε, το αντικείμενο της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας, αλλά της νομιμότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου.
Στην προκειμένη περίπτωση το κατώτερο δικαστήριο στηριζόμενο στο άρθρο 46 του Κεφ. 155, θεώρησε, μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας, έγκυρη την επίδοση.
Έχω εξετάσει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας για υπέρβαση δικαιοδοσίας, πλάνη και παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης, αλλά δεν έχω πειστεί ότι η Αιτήτρια έχει αποδείξει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Το άρθρο 46 του Κεφ. 155 παρέχει διαζευκτική δυνατότητα επίδοσης σε διευθυντή, χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε περιορισμός ως προς τον τόπο στον οποίο μπορεί να γίνει επίδοση. Ο συνήγορος της Αιτήτριας δεν έθεσε ενώπιον μου οποιαδήποτε αυθεντία που να υποστηρίζει τις θέσεις του ότι δεν μπορούσε να γίνει επίδοση σε αστυνομικό σταθμό. Ούτε το γεγονός ότι η Αιτήτρια προσήλθε για να υπογράψει το βιβλίο εμφανίσεων, σύμφωνα με τους όρους που έθεσε το δικαστήριο, μπορεί να αποτελέσει λόγο για αμφισβήτηση της επίδοσης. Υπό τις περιστάσεις, δεν έχω πεισθεί ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Το άρθρο 46(2) προβλέπει επίσης ότι η επίδοση κάθε κλήσης αποδεικνύεται είτε προφορικά από το πρόσωπο που επέδωσε αυτή, είτε με ένορκο δήλωση αυτού, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση. Το ότι ο εξεταστής της υπόθεσης έδωσε διευκρινίσεις στο δικαστήριο, δεν μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα της επίδοσης η οποία αποδείχθηκε με ένορκη δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου. Ούτε ο γενικόλογος ισχυρισμός περί υπέρβασης δικαιοδοσίας ή πλάνης ως προς το νόμο μπορεί να εξεταστεί περαιτέρω, εφόσον το δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα της επίδοσης στα πλαίσια της διαδικασίας παραπομπής στο Κακουργιοδικείο και το γεγονός ότι στήριξε την απόφασή του στο άρθρο 46 του Κεφ. 155 δείχνει ότι εκ πρώτης όψεως δεν υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη ως προς το νόμο. Πέραν τούτου, το κατώτερο δικαστήριο αφού μελέτησε το άρθρο 46 του Κεφ. 155, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κρίνοντας ότι η επίδοση ήταν έγκυρη. Έχω ήδη επισημάνει ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας, αλλά της νομιμότητας της απόφασης. Όπως τονίστηκε από τη Μιχαηλίδου, Δ., στην υπόθεση Easygroup Holdings Limited, Πολιτική Αίτηση Αρ. 40/15, ημερ. 16.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D179:-
«Εκεί όπου το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του, απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα ή ακόμα αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία (Χρίστου, ανωτέρω), ή, τέλος αν παραπλανήθηκε ως προς τα γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση, το διάταγμα δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της κρίσης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Η αίτηση απορρίπτεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς