ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A231
(2016) 1 ΑΑΔ 1133
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 372/2010)
10 Μαΐου, 2016.
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΛΛΑΝΤΟΠΟΙΕΙΑ ΠΙΤΤΑΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
v.
ΚΥΠΡΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.
Α. Πέτσας, για τους Εφεσείοντες.
Α. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.
Δικαστήριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την αγωγή του ο Εφεσίβλητος-Ενάγων, ο οποίος είναι εγκεκριμένος λογιστής-ελεγκτής, αξίωσε από τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους το ποσό των Λ.Κ.1.857, το οποίο κατά τον ισχυρισμό του αποτελούσε το υπόλοιπο της αμοιβής που του όφειλαν οι Εφεσείοντες για τις επαγγελματικές υπηρεσίες που τους πρόσφερε για την περίοδο 1.1.2000-31.12.2004.
Οι Εφεσείοντες με την υπεράσπισή τους, ενώ παραδέχονται ότι υπήρχε μεταξύ τους συνεργασία, ισχυρίστηκαν ότι για την επίδικη περίοδο ο Εφεσίβλητος καθυστέρησε για τρία χρόνια να ετοιμάσει τους λογαριασμούς του και γι' αυτό τους παρέπεμψε σε άλλο λογιστικό γραφείο, το οποίο όντως έλεγξε όλους τους λογαριασμούς για την επίδικη περίοδο και οι Εφεσείοντες του κατέβαλαν τη σχετική αμοιβή. Ως αποτέλεσμα, ισχυρίζονται, ουδεμία υπηρεσία τους προσφέρθηκε από τον Εφεσίβλητο κατά την επίδικη περίοδο και ως εκ τούτου ουδέν ποσό του οφείλουν.
Ο Εφεσίβλητος στη μαρτυρία του ανέφερε ότι η συνεργασία των διαδίκων υφίστατο και πριν από τον επίδικο χρόνο. Για την επίδικη περίοδο, παρουσίασε αναλυτική κατάσταση για τις υπηρεσίες που πρόσφερε και τις χρεώσεις που έκανε. Εξήγησε ότι οι Εφεσείοντες πλήρωναν έναντι των οφειλών τους διάφορα ποσά, όμως επειδή υπήρχαν και οφειλές για την περίοδο πριν το 2000, ορισμένα ποσά αναγκαστικά πιστώθηκαν έναντι παλαιότερων οφειλών.
Από πλευράς Εφεσειόντων κατέθεσε ο Διευθυντής της εταιρείας Χαράλαμπος Πίττας, ο οποίος, παρά τις αντίθετες δικογραφημένες θέσεις στην Έκθεση Υπεράσπισης, παραδέχθηκε ενόρκως ότι ο Εφεσίβλητος πρόσφερε υπηρεσίες στους Εφεσείοντες για την επίδικη περίοδο και ότι πλήρωναν χρήματα έναντι της αμοιβής του, για να ισχυριστεί όμως στο τέλος ότι η αμοιβή του Εφεσίβλητου δεν ήταν λογική.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε τον τελευταίο ισχυρισμό ως προς το παράλογο της αμοιβής, εφόσον κάτι τέτοιο δεν ήταν δικογραφημένο. Κατά τα άλλα έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου και απέρριψε αυτή του Διευθυντή των Εφεσειόντων, ως ασαφή και αόριστη και τον ίδιο ως μη ειλικρινή για τις σχέσεις της εταιρείας του με τον Εφεσίβλητο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφαιρώντας ένα μικρό κονδύλι, εξέδωσε απόφαση προς όφελος του Εφεσίβλητου για €2.831 (ΛΚ1.657,00), πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.
Παρά το σχετικά μικρό ποσό της επίδικης διαφοράς, οι Εφεσείοντες έκριναν ότι έπρεπε να δώσουν συνέχεια, καταχωρώντας έφεση με την οποία προβάλλουν τρεις λόγους έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο:- (1) Εσφαλμένα αποδέχθηκε μαρτυρία ότι ορισμένες πληρωμές των Εφεσειόντων αφορούσαν παλαιές οφειλές πριν την 1.1.2000, (2) εσφαλμένα έκρινε με βάση την ενώπιον του μαρτυρία ότι ο Εφεσίβλητος απέσεισε το βάρος απόδειξης, αφού δεν απέδειξε ότι υπήρχε ο κατ' ισχυρισμό λογαριασμός στον οποίο γίνονταν χρεωπιστώσεις και (3) απέτυχε να αξιολογήσει ουσιαστικές πτυχές της μαρτυρίας και των τεκμηρίων που τέθηκαν ενώπιον του, που έδειχναν ότι οι Εφεσείοντες πλήρωσαν ποσά πέραν αυτών που αξίωνε ο Εφεσίβλητος.
Έχουμε εξετάσει τους λόγους έφεσης, αλλά κανένας από αυτούς ευσταθεί. Θεωρούμε σκόπιμο να αρχίσουμε από τον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίο στην ουσία προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου και του διευθυντή των Εφεσειόντων. Το παράπονο είναι ότι το δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε το Τεκμήριο 5, παραβλέποντας το Τεκμήριο 11 στο οποίο υπήρχαν σημειώσεις ως προς διάφορες πληρωμές που έγιναν και περαιτέρω ότι εσφαλμένα αποδέχθηκε τη θέση του Εφεσίβλητου επί των συγκεκριμένων πληρωμών.
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ' εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο σπανίως επεμβαίνει. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 ΑΑΔ 996, στην οποία έκαμε αναφορά ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, σε περίπτωση εισήγησης ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας, αυτή θα πρέπει «να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα» και αυτό θα «πρέπει να γίνεται μετά από πολλή περίσκεψη και να χρησιμοποιείται με περισσή φειδώ».
Στην προκειμένη περίπτωση θεωρούμε ότι δεν έχουν διατυπωθεί πειστικά επιχειρήματα για ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία αφορούσαν στην αξιοπιστία του Εφεσίβλητου και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του. Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις του δικηγόρου των Εφεσειόντων, αλλά δεν έχουμε πεισθεί ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή ότι έρχονται σε αντίθεση με τα Τεκμήρια 5, 7, 8, 9 και 11, όπως ήταν η θέση των Εφεσειόντων. Από τις χειρόγραφες σημειώσεις στο Τεκμήριο 11 και άλλα Τεκμήρια, το πρωτόδικο δικαστήριο εύλογα συμπέρανε ότι οι συγκεκριμένες πληρωμές από τους Εφεσείοντες αφορούσαν πληρωμές έναντι οφειλών που εκκρεμούσαν για την περίοδο πριν την 1.1.2000.
Με δεδομένη πλέον την ορθότητα των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου και της αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους άλλους δύο λόγους έφεσης.
Ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης, το βασικό επιχείρημα των Εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να δεχθεί τη μαρτυρία που αφορούσε σε παλαιότερες πληρωμές, εφόσον δεν υπήρχε καμία δικογράφηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων αναφέρθηκε σε νομολογία που αφορά τη σημασία των δικογράφων και τον ακριβή προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων.
Δεν βλέπουμε τίποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία. Η θέση των Εφεσιβλήτων ότι ορισμένες πληρωμές που γίνονταν, πιστώνονταν σε παλαιότερες οφειλές των Εφεσειόντων, ήταν μαρτυρία και ως τέτοια δεν χρειαζόταν να δικογραφηθεί. Οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί του Εφεσίβλητου ήταν απλοί και σαφείς. Το οφειλόμενο ποσό διεκδικείται ως υπόλοιπο για προσφερθείσες ελεγκτικές υπηρεσίες. Αντίθετα, οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων ενώ ήταν σαφείς, τελικά διαφοροποιήθηκαν κατά τη δίκη. Ενώ αρχικά ισχυρίστηκαν στην Έκθεση Υπεράσπισης ότι για την περίοδο πριν το 2000 πάντοτε εξοφλούσαν την αμοιβή του Εφεσίβλητου, στη μαρτυρία του ο Διευθυντής των Εφεσειόντων κατέθεσε Τεκμήρια που έδειχναν ότι συγκεκριμένα εμβάσματα αφορούσαν παλαιές οφειλές. Όμως, από τη στιγμή που, πλην του λόγου έφεσης 3, δεν προσβάλλεται ευθέως η κρίση του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων, οι θέσεις των Εφεσειόντων αδυνατίζουν κατά πολύ, αφού με βάση μόνο τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου το δικαστήριο ορθώς κατέληξε στα ευρήματα που κατέληξε. Πέραν τούτου, δεν βλέπουμε να υπάρχει οποιαδήποτε διάσταση μεταξύ δικογραφημένων θέσεων του Εφεσίβλητου και μαρτυρίας, όπως ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες.
Ο λόγος έφεσης που αφορά το βάρος απόδειξης είναι εντελώς ανεδαφικός. Το πρωτόδικο δικαστήριο με βάση τα ευρήματα του επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων είχε ενώπιον του μόνο μια αξιόπιστη εκδοχή, αυτή του Εφεσίβλητου. Τη μαρτυρία του Διευθυντή των Εφεσειόντων την απέρριψε ως αναξιόπιστη. Δεν βλέπουμε πού έχει παραβιαστεί το βάρος απόδειξης, εφόσον ο Εφεσίβλητος ως Ενάγων στην αγωγή, απέδειξε αυτό που όφειλε να αποδείξει, ήτοι ότι πρόσφερε υπηρεσίες, αλλά η αμοιβή του δεν εξοφλήθηκε στην ολότητά της . Φαίνεται από τα αναφερόμενα στα περιγράμματα αγόρευσης ότι οι δικηγόροι των Εφεσειόντων συγχέουν το γενικό βάρος απόδειξης (legal burden) το οποίο ουδέποτε μεταφέρεται, με το ειδικό βάρος (evidential burden) το οποίο είναι το μόνο που μεταφέρεται, ανάλογα με τη μαρτυρία που προσφέρεται. Στην προκειμένη περίπτωση το γενικό βάρος ουδέποτε μεταφέρθηκε και ο Εφεσίβλητος στον οποίο παρέμεινε καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης, κατάφερε να το αποσείσει παρουσιάζοντας ικανοποιητική μαρτυρία η οποία έγινε αποδεχτή και κρίθηκε ότι αποδείκνυε την αξίωση του Εφεσίβλητου στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται και επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΕΠσ