ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ι. Λοϊζίδου (κα) με Ρ. Χατζηαράπη (κα), για τους Εφεσείοντες Α. Χαραλάμπους, για τον Εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-05-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΑΜΕΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ν. ΜΙΧΑΛΗ ΦΑΝΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. 354/11, 17/5/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:A242

(2016) 1 ΑΑΔ 1211

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 354/11

 

17  Μαΐου , 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 4

-  ΚΑΙ -

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΦΑΝΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ Β ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΤΗΚΕ ΣΤΙΣ 26/03/2001

 

 

-ΚΑΙ -

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΙΤΗΤΗ ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 8/7/2009

-  ΚΑΙ -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕΤΑΞΥ

ΤΑΜΕΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ,

Εφεσειόντων/Καθ'ων η Αίτηση

-  ΚΑΙ -

 

ΜΙΧΑΛΗ ΦΑΝΗ

                                                                             Εφεσίβλητου/Αιτητή

 

Ι. Λοϊζίδου (κα) με Ρ. Χατζηαράπη (κα), για τους Εφεσείοντες

Α. Χαραλάμπους, για τον Εφεσίβλητο

........

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Οι εφεσείοντες - το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων (εφεσείοντες 1, στο εξής το Ταμείο) και ο Κ. Μελάς (εφεσείων 2, στο εξής ο Διαιτητής) - θεωρούν λανθασμένη την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 2.2.11 με την οποία δικαίωσε τον εφεσίβλητο παραμερίζοντας απόφαση του Διαιτητή για τέσσερις λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στο ιστορικό της υπόθεσης και τι σχετικά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

      Ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε σοβαρά σε τροχαίο δυστύχημα που συνέβη το βράδυ της 5.4.04 στην οδό Γεωργίου Α΄, στη Λεμεσό, όταν απώλεσε τον έλεγχο της μοτοσικλέτας που οδηγούσε με αποτέλεσμα να κτυπήσει σε διαχωριστική νησίδα και να εκτιναχθεί από τη μοτοσικλέτα του.

      Το δυστύχημα εξετάστηκε από την αστυνομία η οποία, αφού απέρριψε την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι άγνωστο αυτοκίνητο του απέκοψε αιφνιδίως την πορεία, του προσήψε την κατηγορία της αμελούς οδήγησης στην ποινική υπόθεση 2229/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

      Εκκρεμούσης της πιο πάνω υπόθεσης, ο εφεσίβλητος, κατέθεσε στις 10.12.04 αίτηση στο Ταμείο για αποζημιώσεις στη βάση ότι γενεσιουργός αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος ήταν το άγνωστο αυτοκίνητο που του απέκοψε την πορεία.  Το Ταμείο, όμως, με απόφαση του ημερ. 7.11.05 απέρριψε την αίτηση του με το αιτιολογικό ότι παρόλο που αθωώθηκε στην κατηγορία της αμελούς οδήγησης εντούτοις η εκδοχή του περί εμπλοκής στο δυστύχημα άγνωστου αυτοκινήτου κρίθηκε από το Δικαστήριο αναξιόπιστη.

 

      Ο εφεσίβλητος εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση στο Διαιτητή, ο οποίος απεφάνθη πως το Ταμείο όφειλε να επανεξετάσει την αίτηση του εφεσίβλητου καθότι ενέπιπτε στο Μέρος Β΄ της Συμφωνίας[1] (στο εξής η Βασική Συμφωνία) σύστασης και λειτουργίας του Ταμείου και ως εκ τούτου θα έπρεπε να διερευνηθεί πλήρως και ο ισχυρισμός του για το άγνωστο αυτοκίνητο.  Όπως και έπραξε το Ταμείο, το οποίο προχώρησε σε επανεξέταση της αίτησης στο πλαίσιο της οποίας, πέραν από τις εξηγήσεις του εφεσίβλητου ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, ζήτησε και έλαβε έκθεση εμπειρογνώμονα σε αναπαραστάσεις τροχαίων δυστυχημάτων προκειμένου να αποφασίσει τελικώς ως προς τη γνησιότητα του ισχυρισμού του εφεσίβλητου.  Με τελική κατάληξη την εκ νέου απόρριψη της απαίτησης του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις, την οποία και του κοινοποίησε με επιστολή ημερ. 30.5.08 προς το δικηγόρο του.

 

      Ο εφεσίβλητης αντέδρασε στην απορριπτική γι΄ αυτόν απόφαση του Ταμείου με έφεση, πλην όμως ο Διαιτητής με απόφαση του ημερ. 8.7.09 την απέρριψε κρίνοντας πως η απόφαση του Ταμείου ήταν ορθή.  Προς τούτο δεν αποδέχτηκε τις θέσεις του εφεσίβλητου πως το Ταμείο (α) θα έπρεπε να αγνοήσει παντελώς την απόρριψη από το Ποινικό Δικαστήριο της εκδοχής του για εμπλοκή στο δυστύχημα αγνώστου αυτοκινήτου ως αναξιόπιστη, (β) υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας πως κατά την προσωπική συνέντευξη που του πήρε «. απέτυχε να πείσει το Ταμείο για τα γεγονότα του δυστυχήματος», (γ) ακολούθησε στην περίπτωση του άδικη διαδικασία και (δ) δεν θα έπρεπε να λάβει υπόψη του την έκθεση του εμπειρογνώμονα.  Με την εν τέλει κατάληξη του Διαιτητή ότι δεν υπήρχε «.ίχνος οποιουδήποτε μαρτυρικού στοιχείου που να δικαιολογεί έστω και στο ελάχιστο την εκδοχή του εφεσείοντα. Η δική του προσωπική μαρτυρία εκτός από το ότι απορρίφθηκε από το δικαστήριο δεν έπεισε ούτε το Ταμείο κατά τη συνάντηση που έγινε. Πέραν τούτων δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ούτε με την έκθεση του εμπειρογνώμονα ούτε με την επί τόπου έρευνα του Ταμείου.»

 

      Δύο μήνες περίπου μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, στις 14.9.2009, ο εφεσίβλητος κατέθεσε στο Δικαστήριο γενική αίτηση για παραμερισμό της απόφασης δυνάμει του άρθρου 20(2)[2] του περί Διαιτησίας Νόμου , Κεφ.4 (στο εξής ο Νόμος), η οποία προσέκρουσε σε (ξεχωριστές) ενστάσεις των εφεσειόντων.  Με βασική θέση ότι ο Διαιτητής ενήργησε αμερόληπτα και πως δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε από τους λόγους που προνοούνται από το άρθρο 20(2) του Νόμου για ακύρωση της απόφασής του.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας κατά νου ότι το άρθρο 20(2) του Νόμου επιτρέπει την ακύρωση διαιτητικής απόφασης για τους περιορισμένους λόγους που εκθέτει (βλ. Τσιμεντοποιϊα Βασιλικού Λτδ ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 23), έστρεψε την προσοχή του στην έννοια του όρου «κακή συμπεριφορά ή κακός χειρισμός της  υπόθεσης» (misconduct) ώστε να οριοθετήσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των παραπόνων του εφεσίβλητου εναντίον της διαιτητικής απόφασης.  Με αναφορά επί του προκειμένου στις Panikos Harakis Ltd v. Official Receiver as Administrator of the Estates of the Bankrupt Takis Vrionides (1978) 1 C.L.R. 15, A.N. Stasis Estates Co Ltd v. G.M.P. Katsampas Ltd (2001) 1(Γ) 2006 και Σολωμού ν. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 687, επεσήμανε - και ορθώς - πως η έννοια του υπό αναφορά όρου είναι ευρεία και επιπροσθέτως των περιπτώσεων επίδειξης (από το διαιτητή) ηθικώς ή δεοντολογικώς ανάρμοστης συμπεριφοράς, η έννοια του όρου περιλαμβάνει και περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με βασικές αρχές δικαίου συμπεριλαμβανομένων και περιπτώσεων λανθασμένης αποδοχής ή αποκλεισμού μαρτυρίας και γενικότερα εσφαλμένης αντίληψης ως προς τι αποτελεί μαρτυρία στην υπόθεση.

 

      Με οριοθετημένο - ως ανωτέρω - το νομικό  πλαίσιο εξέτασης των παραπόνων του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το παράπονο του ότι εσφαλμένα το Ταμείο έδωσε εντολή σε πραγματογνώμονα για ετοιμασία έκθεσης ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος και ότι εσφαλμένα ο Διαιτητής προσέγγισε την έκθεση αυτή.  Όμως θεώρησε σφάλμα του Ταμείου και του Διαιτητή να υιοθετήσουν το συμπέρασμα του Ποινικού Δικαστηρίου ότι η εκδοχή του εφεσίβλητου για εμπλοκή αγνώστου αυτοκινήτου στο δυστύχημα ήταν αναξιόπιστη, αντί να αναζητήσουν και στη συνέχεια να αξιολογήσουν πρωτογενή στοιχεία επί του θέματος.  Και αυτό με αναφορά στη Στυλιανού ν. Νικολάου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 434 όπου λέχθηκε πως «Ενώ η μαρτυρία για καταδίκη μετά από παραδοχή είναι αποδεκτή, τούτο δεν ισχύει σε περίπτωση που η καταδίκη είναι αποτέλεσμα απόφασης του Δικαστηρίου μετά από ακρόαση (Hollington v. Hewthorn (1943) 2 All E.R. 35, (1943) K.B. 587)».  Να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης το τι αποφασίστηκε στην εν λόγω υπόθεση δεν χρειάζεται να αναλυθεί σε βάθος, αλλά δεν θα ήταν χωρίς σημασία να επισημάνουμε ότι στην Αγγλία η εν λόγω απόφαση δέχθηκε έντονη κριτική, γεγονός που οδήγησε στη ψήφιση του Civil Evidence Act 1968 (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης των Ηλιάδη και Σάντη, σελ. 915 και 916).   Περαιτέρω δέχτηκε και το παράπονο του που αφορούσε την προσωπική συνέντευξη ή συνάντηση του με δύο μέλη του Ταμείου, κατά την οποία κακώς δεν τηρήθηκαν πρακτικά, κρίνοντας πως «. όποιος και να ήταν ο σκοπός της συνάντησης, τα άτομα που συμμετείχαν εκ μέρους του Ταμείου δεν μπορούσαν με τη δική τους γνώμη ή παρατήρηση να δεσμεύουν το Ταμείο» και «.το Ταμείο και ο διαιτητής δεν είχαν παρά μόνο την εντύπωση ή κρίση των μελών που έλαβαν μέρος στη συνάντηση ή συνέντευξη και όχι μαρτυρία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για να κάμει ο ίδιος ευρήματα. Καταλήγω, με όλο το σεβασμό, σε σχέση και με αυτό το ζήτημα, ότι υπήρξε λανθασμένη προσέγγιση από το διαιτητή αναφορικά με τη μαρτυρία που μπορούσε να ληφθεί υπόψη.»  Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως υπό το φως των ανωτέρω η απόφαση του Διαιτητή υστερούσε ουσιωδώς σε αιτιολογία.

 

 

      Όπως ήδη αναφέρθηκε οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τέσσερις λόγους.  Συγκεκριμένα του καταλογίζουν ότι εσφαλμένα (α) έκρινε ότι υπήρξε πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του Διαιτητή γιατί έλαβε υπόψη σαν μαρτυρία την  ποινική διαδικασία που προηγήθηκε (1ος λόγος έφεσης), (β) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Διαιτητής δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τη συνάντηση του Ταμείου και του εφεσίβλητου γιατί υπήρχε πρόβλημα στη σύνθεση των μελών του Ταμείου και δεν τηρήθηκαν πρακτικά (2ος λόγος έφεσης), (γ) έκρινε ότι η αιτιολογία που δόθηκε από το Διαιτητή υστερεί σε σχέση με τα ζητήματα της ποινικής διαδικασίας και της συνάντησης του Ταμείου με τον εφεσίβλητο (3ος λόγος έφεσης) και (δ) έκρινε πως η παρούσα περίπτωση αφορά διαιτησία με βάση τον περί Διαιτησίας Νόμο, Κεφ. 4.

 

      Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων επέλεξαν να αναπτύξουν πρώτα τον 4ο λόγο έφεσης, θεωρώντας πως αποδοχή του ενδεχομένως να κρίνει θετικά και την τύχη της έφεσης.  Ενώ όμως με τον υπό αναφορά λόγο διατυπώνουν τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η παρούσα περίπτωση αφορά διαιτησία με βάση το Νόμο και ως αιτιολογία επικαλούνται τα άρθρα Β12, Β13 και Β19 της Βασικής Συμφωνίας, εντούτοις με το περίγραμμα αγόρευσης τους αλλάζουν κατεύθυνση επικαλούμενοι τα άρθρα Β13, Β16(1)(β) και Β18 της εν λόγω Συμφωνίας. Όπως δε γίνεται αντιληπτό οι όποιοι ισχυρισμοί τους έχουν ως βάση τις πρόνοιες των δύο τελευταίων άρθρων δεν θα εξεταστούν εφόσον εκφεύγουν του πλαισίου της αιτιολογίας της έφεσης, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι εν πάση περιπτώσει η μη εξέταση τους δεν πλήττει τον πυρήνα της θέσης τους.  Ότι, δηλαδή, η υπογραφή από τον εφεσίβλητο δήλωσης βάσει του άρθρου Β13 της Βασικής Συμφωνίας πως θα αποδεχτεί την απόφαση του Διαιτητή, την κατέστησε δεσμευτική και τελεσίδικη και καταχρηστικά αποτάθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο με γενική αίτηση για ακύρωση της και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το ζήτημα αυτό.

 

      Ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Οι εφεσείοντες με τις (ξεχωριστές) ενστάσεις που καταχώρισαν πρωτοδίκως διατύπωσαν τη θέση ότι ο Διαιτητής ενήργησε αμερόληπτα και πως δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε από τους λόγους που προνοούνται στο άρθρο 20(2) του Νόμου για ακύρωση της απόφασης του.  Κατά συνέπεια είχαν ρητώς αποδεχτεί ότι η περίπτωση αφορούσε διαιτησία δυνάμει του Νόμου και εμποδίζονται στο παρόν στάδιο να υποστηρίζουν το αντίθετο.  Σ΄ ό,τι δε αφορά την υπογραφή από τον εφεσίβλητο δήλωσης δυνάμει του άρθρου Β13[3] της Βασικής Συμφωνίας, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ΄ότι ανεξαρτήτως του περιεχομένου της δήλωσης σε κάθε διαιτησία εφαρμόζεται το άρθρο 20 του Νόμου που εκθέτει και τους λόγους για ακύρωση διαιτητικής απόφασης.  Διαφορετική προσέγγιση - έχουμε τη γνώμη - θα οδηγούσε σε παράλογα και αντινομικά αποτελέσματα εφόσον, εκ προοιμίου, θα αποστερείτο ο αποτυχών σε διαιτητική διαδικασία να αναζητήσει θεραπεία ακόμη και στις περιπτώσεις που η διαιτητική απόφαση αποδεδειγμένα ήταν προϊόν ηθικής και αντιδεοντολογικής ανάρμοστης συμπεριφοράς.

 

      Για τους πιο πάνω λόγους ο 4ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

      Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης προωθήθηκαν με αναφορά σε πρόνοιες άρθρων της Βασικής Συμφωνίας, η οποία, όπως ορθώς απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπέχει τη θέση συνυποσχετικού μεταξύ του Ταμείου και του κάθε αιτητή ως δικαιούχου της Συμφωνίας.  Πρόκειται, ισχυρίστηκαν οι συνήγοροι των εφεσειόντων, για συνυποσχετικό το οποίο καθορίζει μια ειδική διαδικασία που όταν διεξάγεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του αποφεύγονται αδικίες σε βάρος του όποιου αιτητή και κατά συνέπεια αυτός δεν μπορεί να την προσβάλει.  Και αυτό έγινε και στην υπό κρίση περίπτωση όπου ο Διαιτητής, συμμορφούμενος προς τις πρόνοιες των άρθρων Β16(1)(β)[4] και Β18(1)[5] της Βασικής Συμφωνίας, κατέληξε στην επίδικη απόφαση βασιζόμενος στα έγγραφα που του υποβλήθηκαν χωρίς προσκόμιση μαρτυρίας.  Η απόφαση του, επομένως, ήταν προϊόν πιστής τήρησης της διαδικασίας και των όρων της Βασικής Συμφωνίας και το γεγονός ότι έλαβε υπόψη του και το εύρημα του Ποινικού Δικαστηρίου για το αναξιόπιστο της εκδοχής του εφεσίβλητου ως προς την εμπλοκή αγνώστου αυτοκινήτου στο δυστύχημα (1ος λόγος έφεσης), δεν ήταν επιλήψιμο εφόσον το στοιχείο αυτό δεν ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας βάσει του οποίου σχημάτισε την κρίση του.  Η κρίση του Διαιτητή, υπέβαλαν, σχηματίστηκε με τη συνεκτίμηση τόσο της έκθεσης του εμπειρογνώμονα όσο και της αποτυχίας του εφεσίβλητου να πείσει το Ταμείο για τη γνησιότητα της εκδοχής του περί εμπλοκής αγνώστου αυτοκινήτου στο δυστύχημα.  Επέσυραν επί του προκειμένου την προσοχή του Εφετείου στις πρόνοιες του άρθρου Β7(1)(α) σύμφωνα με τις οποίες ένας αιτητής οφείλει να παράσχει όλη τη βοήθεια που μπορεί «. ώστε να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή οποιασδήποτε διερεύνησης δυνάμει του Μέρους αυτού της Συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων κυρίως της λήψης καταθέσεων και πληροφοριών είτε γραπτών είτε προφορικών ή, αν χρειαστεί, προφορικών κατά τη διάρκεια συνέντευξης ή συνεντεύξεων μεταξύ του αιτητή και οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί εκ μέρους του Ταμείου».  Και αυτό, υπέβαλαν έγινε στην υπό κρίση περίπτωση, με τη συνάντηση του αιτητή με δύο μέλη του Ταμείου που ενήργησαν εκ μέρους του Ταμείου και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Διαιτητής δεν έπρεπε να λάβει  υπόψη του αυτή τη συνάντηση στη βάση ότι «. τα άτομα που συμμετείχαν εκ μέρους του Ταμείου δεν μπορούσαν με τη δική τους γνώση ή παρατήρηση να δεσμεύουν το Ταμείο.» ή ότι θα έπρεπε κατ΄ αυτή να τηρηθούν πρακτικά (2ος λόγος έφεσης).  Όπως λανθασμένη ήταν και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία που δόθηκε από το Διαιτητή σε σχέση με τα ζητήματα της ποινικής διαδικασίας και της προαναφερθείσας συνάντησης υστερούσε ουσιωδώς σε αιτιολογία (3ος λόγος έφεσης) και σχετικά παρέπεμψαν στην απόφαση του Διαιτητή όπου τονίζει για την ανυπαρξία «. ίχνους οποιουδήποτε μαρτυρικού στοιχείου που να δικαιολογεί έστω και στο ελάχιστο την εκδοχή του εφεσείοντα.» κ.λ.π. (ανωτέρω).

 

      Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, είναι ορθή και στα τρία (πιο πάνω) ζητήματα που εγείρουν οι εφεσείοντες.  Ισχυρίστηκε συναφώς ότι το σφάλμα του Διαιτητή, σ΄ ό,τι αφορά την απόρριψη της εκδοχής του εφεσίβλητου από το Ποινικό Δικαστήριο ως αναξιόπιστης, συνίστατο στο ότι απλώς υιοθέτησε το υπό αναφορά εύρημα αξιοπιστίας χωρίς να παραπέμψει στα πρακτικά της δίκης για τις συγκεκριμένες απαντήσεις που έδωσε ο εφεσίβλητος επί του θέματος και παραγνωρίζοντας ότι εφόσον δεν υπήρχε παραδοχή όφειλε να αγνοήσει το εύρημα αξιοπιστίας του Ποινικού Δικαστηρίου.  Αναφορικά δε με το δεύτερο ζήτημα ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο Διαιτητής δεν έπρεπε να λάβει υπόψη του τη συνάντηση γιατί υπήρχε πρόβλημα στη σύνθεση των μελών του Ταμείου, αλλά δεν θα έπρεπε να τη λάβει υπόψη γιατί δεν τηρήθηκαν πρακτικά και σ΄ ό,τι αφορά το τρίτο ζήτημα υποστήριξε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την αιτιολογία του Διαιτητή επί των πιο πάνω θεμάτων λανθασμένη και ανεπαρκή.

 

      Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων και καταλήξαμε ότι και οι τρεις λόγοι έφεσης ευσταθούν για τους λόγους που προβλήθηκαν από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των εφεσειόντων.  Συγκεκριμένα, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο οριοθέτησε ορθά το νομικό πλαίσιο εξέτασης της αίτησης του εφεσίβλητου, εντούτοις παραγνώρισε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσχυαν οι πρόνοιες της Βασικής Συμφωνίας που καθόριζαν τόσο τη διαδικασία που θα ακολουθούσε ο Διαιτητής όσο και τους όρους υπό τους  οποίους θα αποφάσιζε τη διαφορά των μερών.  Και για μεν τη διαδικασία σχετικός ήταν ο όρος Β16(1) (ανωτέρω) για δε τους όρους λήψης απόφασης από το Διαιτητή ο όρος Β18(1) (ανωτέρω).  Με την υποβολή δε των εγγράφων που προνοεί ο πρώτος όρος, ο Διαιτητής είχε κάθε δυνατότητα δυνάμει του δεύτερου όρου να λάβει απόφαση χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω μαρτυρία και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι θα έπρεπε να αναζητήσει και στη συνέχεια να αξιολογήσει πρωτογενή στοιχεία  ως προς την εκδοχή του εφεσίβλητου για εμπλοκή αγνώστου αυτοκινήτου στο δυστύχημα.  Τέτοια υποχρέωση δεν είχε ο Διαιτητής, ο οποίος βεβαίως βάσει του όρου Β18(2) είχε δικαίωμα να ζητήσει από το Ταμείο «. τη διεξαγωγή έρευνας που θεωρεί επιθυμητή και να  υποβάλει γραπτή έκθεση σε σχέση με τα ευρήματα του προς αυτόν για μελέτη».  Άλλο όμως η υποχρέωση και άλλο το δικαίωμα, που στην παρούσα περίπτωση ο Διαιτητής έκρινε πως δεν ήταν επιθυμητή η άσκησή του.  Κατά συνέπεια το κρίσιμο ερώτημα για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο ο Διαιτητής επέδειξε «κακή συμπεριφορά ή κακό χειρισμό της υπόθεσης» στη βάση του χειρισμού των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον του προς έκδοση απόφασης.  Το γεγονός δε ότι στα εν λόγω έγγραφα υπήρχε και το εύρημα του Ποινικού Δικαστηρίου για το αναξιόπιστο της εκδοχής του εφεσίβλητου ως προς την εμπλοκή αγνώστου αυτοκινήτου στο δυστύχημα, δεν επέβαλλε υποχρέωση στο Διαιτητή να το αγνοήσει εντελώς και εν τέλει η μη παραγνώριση του να ταυτιστεί με επίδειξη «κακής συμπεριφοράς ή κακού χειρισμού της υπόθεσης».  Κάτι τέτοιο θα είχε έρεισμα στην περίπτωση που ο Διαιτητής είχε ενώπιον του μόνο αυτό το στοιχείο και τίποτε άλλο.  Όμως είχε ενώπιον του και την έκθεση του εμπειρογνώμονα σε αναπαραστάσεις δυστυχημάτων που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ορθά ο Διαιτητής την προσέγγισε, καθώς επίσης και τη θέση του Ταμείου πως αποτέλεσμα των εξηγήσεων που έδωσε ο εφεσίβλητος κατά τη συνάντηση που είχε με μέλη του, η εκδοχή του για εμπλοκή αγνώστου αυτοκινήτου στο δυστύχημα κρίθηκε ότι δεν ήταν γνήσια.  Το ότι κατά τη συνάντηση συμμετείχαν μόνο δύο μέλη του Ταμείου ήταν εσωτερικό  του θέμα και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «. τα άτομα που συμμετείχαν εκ μέρους του Ταμείου δεν μπορούσαν με τη δική τους γνώμη ή παρατήρηση να δεσμεύουν το Ταμείο»  και  επί του προκειμένου φαίνεται πως διέφυγε της προσοχής του ο όρος Β7(1)(α) σύμφωνα με τον οποίο δεν απαιτείται όπως κατά τις συνεντεύξεις ή  συναντήσεις με απαιτητές αποζημιώσεων συμμετέχουν όλα τα μέλη του Ταμείου αλλά είναι αρκετή η συμμετοχή «. οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί εκ μέρους του Ταμείου».  Όπως εσφαλμένο είναι και το συμπέρασμα του ότι κατά την εν λόγω συνάντηση θα έπρεπε να τηρηθούν πρακτικά τη στιγμή που ρητά ο εν λόγω όρος προνοεί και τη λήψη προφορικών πληροφοριών.

 

      Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε πως τα παράπονα των εφεσειόντων αναφορικά με τους λόγους έφεσης 1 και 2 ευσταθούν, όπως ευσταθεί και ο λόγος έφεσης 3 που αφορά την αιτιολογία εφόσον ήταν εντός των εξουσιών του να καταλήξει - συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του - πως δεν υπήρχε ίχνος οποιουδήποτε μαρτυρικού στοιχείου που να δικαιολογεί έστω και κατ΄ ελάχιστο την εκδοχή του για εμπλοκή αγνώστου αυτοκινήτου στο δυστύχημα.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, και παρόλη τη συμπάθεια που τρέφουμε για τον τραυματισμό που υπέστη ο εφεσίβλητος στο δυστύχημα, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

      Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.

 

                                                                   Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1] Η Βασική Συμφωνία υπογράφτηκε στις 1.7.1968 μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών και των Ασφαλιστών προς αντιμετώπιση περιπτώσεων όπου ενεχόμενο όχημα σε δυστύχημα δεν έχει ασφαλιστική κάλυψη ή όπου η ταυτότητα ενεχόμενου οδηγού είναι άγνωστη.  Έκτοτε η εν λόγω Συμφωνία αντικαταστάθηκε με νέες και για τις υποχρεώσεις που ανέλαβε το Ταμείο σχετικό είναι το Μέρος ΙΙΙ (άρθρα 27-35) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Ν.29(1)/2000.

[2] 20(2) Όταν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση  ή όταν η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.

[3] Β13. ΟΡΟΙ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΦΕΣΗΣ

Ειδοποίηση έφεσης σύμφωνα με τη Διάταξη Β12  θα αναφέρει τους λόγους της έφεσης και θα συνοδεύεται από γραπτή δήλωση ανάληψης υποχρέωσης που έχει υποβληθεί από τον αιτητή ότι—

(α) Ο αιτητής θα αποδεχτεί την απόφαση του διαιτητή· και

(β) η αμοιβή του διαιτητή θα επιστραφεί στο Ταμείον από τον αιτητή ή από το πρόσωπο που υπέβαλε τη γραπτή ανάληψη υποχρέωσης σε οποιαδήποτε περίπτωση που το Ταμείον δικαιούται να διεκδικήσει την επιστροφή της αμοιβής αυτής σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διάταξης Β23.

 

[4] B16. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΦ ΕΣ ΗΣ ΣΤΟ ΔΙΑΙΤΗΤΗ

(1)     Τηρουμένων των προνοιών της παραγράφου (2) της Διάταξης αυτής, σε περίπτωση που το Ταμείον λαμβάνει ειδοποίηση έφεσης από τον αιτητή σύμ­φωνα με τις πρόνοιες του Μέρους αυτού της Συμφωνίας, το Ταμείον—

          (α) Θα υποβάλει την έφεση αυτή στο διαιτητή για απόφαση· και

          (β) θα αποστείλει προς το διαιτητή για το σκοπό εξασφάλισης απόφασης από αυτόν—

                   (ι) την αίτηση που έχει υποβληθεί από τον αιτητή-

                   (ii) αντίγραφο της απόφασης του που έχει κοινοποιηθεί προς τον αιτητή- και

                   (iii) αντίγραφα όλων των καταθέσεων, δηλώσεων, ειδοποιήσεων, παρατηρήσεων, εγγράφων, κειμένων, λεπτομερειών των εκθέ­σεων που υποβάλλονται, δίδονται ή αποστέλλονται είτε προς το Ταμείον, δυνάμει του Μέρους αυτού της Συμφωνίας από τον αιτητή, είτε aπό το Ταμείον.

 

[5] Β18. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ Ο ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ ΘΑ ΣΤΗΡΙΞΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ            ΤΟΥ

(1)        Τηρούμενης της παραγράφου (2) της Διάταξης αυτής, ο διαιτητής θα λάβει απόφαση σε σχέση με την έφεση, βασιζόμενος στα έγγραφα που θα υποβληθούν προς αυτόν σύμφωνα με τη Διάταξη Β16(1)(β) και καμιά περαιτέρω μαρτυρία δε θα προσκομιστεί σ' αυτόν.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο