ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A186
(2016) 1 ΑΑΔ 914
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 8/2009)
31 Μαρτίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσείουσα-Εναγομένη,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντος.
________________________
Λουκής Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα.
Τάσος Κουκούνης, για τον Εφεσίβλητο.
________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση καταχωρίστηκε, έχοντας επτά λόγους, όμως, κατά την ακρόασή της, αποσύρθηκαν όλοι, πλην του τελευταίου. Με τον εναπομείναντα έβδομο λόγο, προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να μην απορρίψει την αγωγή του εφεσίβλητου αρ. 3936/2005, παρόλο που, όπως επισημαίνεται σε αυτόν, «η μακρά καθυστέρηση από μέρους του ενάγοντα/εφεσίβλητου στην υποβολή της απαίτησης του ισοδυναμούσε με απεμπόληση του δικαιώματός του (waiver)»∙ εννοείται του δικαιώματος για υποβολή της προαναφερθείσας απαίτησης, η προέλευση και η φύση της οποίας εξηγούνται πιο κάτω. Στην αιτιολογία, αναφέρονται, ως επί μέρους θέματα, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε πως, για την εφαρμογή της αρχής του waiver, απαιτείται η ύπαρξη επηρεασμού της υπεράσπισης, συνεπεία της καθυστέρησης στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος και ότι παραγνώρισε συγκεκριμένη, επί του θέματος, νομολογία και, δη, τις υποθέσεις Οικονομίδης ν. Alliance Intern. Reinsurance Co Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 2053 και Alliance Intern. Reinsurance Co. Ltd v. Σαββίδη κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 635.
Η προαναφερθείσα αγωγή καταχωρίστηκε στις 14.10.2005, με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Με αυτήν, προβαλλόταν συγκεκριμένη αξίωση εναντίον της εφεσείουσας, εναγομένης εταιρείας, για επιστροφή στον εφεσίβλητο ποσού ΛΚ12.100,00, με τόκο προς 6% ετησίως, από τις 14.6.2000 μέχρι εξοφλήσεως. Το εν λόγω ποσό αποτελεί το χρηματικό αντάλλαγμα, το οποίο ο εφεσίβλητος κατέβαλε για την αγορά μετοχών της. Η πιο πάνω αξίωση προέκυψε ως αποτέλεσμα της παράλειψης της εφεσείουσας να συμμορφωθεί με προηγούμενη γραπτή απαίτηση του εφεσίβλητου προς αυτήν, ημερομηνίας 22.8.2005, για το ίδιο πιο πάνω ποσό και τόκους. Η γραπτή απαίτηση, ανωτέρω, του εφεσίβλητου, όπως και η αγωγή, βασίστηκαν στο άρθρο 58Α(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, (Ν. 14(Ι)/1993), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»), το οποίο εισήχθη στο βασικό Νόμο με τον ομώνυμο τροποποιητικό Νόμο του 2000, (Ν. 42(Ι)/2000), και στο άρθρο 3(3) του τελευταίου, ο οποίος ενσωματώθηκε στο Νόμο. Επρόκειτο για δικαίωμα το οποίο δημιουργήθηκε από το συνδυασμό των προαναφερθέντων άρθρων. Η εφαρμογή τους έχει εξηγηθεί στην υπόθεση Investylia Ltd v. Livadhiotis Bros Invest. Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 704, σελίδες 707 και 708.
Είναι πρόδηλο ότι οι πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων δημιούργησαν το εν λόγω δικαίωμα, προς το σκοπό προστασίας των επενδυτών που είχαν προβεί στην αγορά μετοχών, η αίτηση για την εισαγωγή των οποίων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, (το «Χρηματιστήριο»), είτε καθυστερούσε να εγκριθεί, είτε είχε απορριφθεί. Οι πρόνοιες αυτές έχουν, στο μεταξύ, ακυρωθεί με μεταγενέστερο τροποποιητικό νόμο[1], ο οποίος, με νέο άρθρο 58Γ, διατήρησε σε ισχύ δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχαν δημιουργηθεί, στο μεταξύ.
Ο εφεσίβλητος ήταν ο ίδιος επενδυτής, η περίπτωση του οποίου, σαφώς, ενέπιπτε στις πρόνοιες των προαναφερθέντων άρθρων. Συγκεκριμένα, περί το τέλος του 1999, υπέβαλε γραπτό αίτημα στην εφεσείουσα για να αγοράσει 20.000 συνήθεις μετοχές της. Στην πορεία, το εν λόγω αίτημά του έγινε αποδεκτό και η εφεσείουσα του παραχώρησε τον πιο πάνω αριθμό μετοχών, καθώς, επίσης, 100 ιδρυτικές μετοχές, έναντι του χρηματικού ανταλλάγματος των ΛΚ12.100,00 το οποίο αυτός κατέβαλε προκαταβολικά. Οι εν λόγω μετοχές ανεγράφησαν στο όνομα του εφεσίβλητου και αποτελούν περιουσία του. Να σημειωθεί πως, σύμφωνα με σχετικό εύρημα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, το οποίο παρέμεινε αδιαμφισβήτητο, δεν υπάρχει, πλέον, οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο εφεσίβλητος αποτάθηκε στην εφεσείουσα για αγορά μετοχών της, ως αποτέλεσμα παραστάσεων οι οποίες είχαν γίνει για λογαριασμό της και με την προοπτική εισαγωγής των μετοχών αυτών στο Χρηματιστήριο.
Η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο στις 14.6.2000. Αυτή παρέμεινε σε εκκρεμότητα για κάποιο χρονικό διάστημα και, τελικώς, απορρίφθηκε στις 13.2.2002. Ο εφεσίβλητος, από την πλευρά του, υπέβαλε γραπτή απαίτηση προς την εφεσείουσα, για επιστροφή του προαναφερθέντος ανταλλάγματος, τρεισήμισι χρόνια, περίπου, μετά, στις 22.8.2005. Προηγουμένως, στις αρχές του 2005, είχε προβάλει την ίδια, ως άνω, απαίτηση και προφορικά, σε τηλεφωνική επικοινωνία που αυτός είχε με αξιωματούχο της εφεσείουσας. Δεν υπήρξε ποτέ οποιαδήποτε ανταπόκριση από μέρους της τελευταίας και, έτσι, καταχώρισε εναντίον της την υπό αναφορά αγωγή, η οποία πρωτοδίκως έγινε αποδεκτή.
΄Οπως έχει, ήδη, αναφερθεί, με το μοναδικό λόγο, που απασχολεί στην παρούσα έφεση, προβάλλεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, λανθασμένα δεν έτυχε εφαρμογής η αρχή της παραίτησης, (waiver), ειδικά, ως αποτέλεσμα καθυστέρησης, η οποία θεωρείται ότι σημειώθηκε στην υποβολή από τον εφεσίβλητο της προαναφερθείσας γραπτής απαίτησης, στις 22.8.2005. Προτού, όμως, εξεταστούν τα θέματα ουσίας, κρίνεται πρόσφορο να γίνουν κάποιες επισημάνσεις αναφορικά με τη σχετιζόμενη ορολογία. Συγκεκριμένα, στην ειδοποίηση έφεσης, η λέξη "waiver" αποδίδεται με τη, μάλλον, αδόκιμη, ως εκ της σημασίας της, λέξη «απεμπόληση»[2], που έχει την έννοια της εγκατάλειψης κάποιου ιδανικού ή αξίας κ.λπ. Αντιθέτως, η σημασία της λέξης «παραίτηση»[3], η οποία θα χρησιμοποιείται από τούδε και στο εξής, είναι, οπωσδήποτε, πιο ακριβής. Ειδικά, στο Αγγλο - Ελληνικό, Ελληνο - Αγγλικό Λεξικό Νομικών ΄Ορων, των Χ. Σταμέλου και Δ. Χατζημανώλη, 2η έκδοση, στη σελίδα 680, η λέξη "waiver" ερμηνεύεται ως: «παραίτηση (από δικαίωμα), (γραπτή, προφορική, ρητή, σιωπηρή) εκούσια εγκατάλειψη δικαιώματος, απαίτησης ή προνομίου». Συμπίπτει δε η απόδοση αυτή με τη θεωρουμένη ως πρωτεύουσα νομική σημασία της λέξης "waiver", δηλαδή "the abandonment of a right in such a way that the other party is entitled to plead the abandonment by way of confession and avoidance if the right is thereafter asserted", (βλ. Banning v Right [1972] 2 All ER 987, HL, σελίδα 998).
Η πιο πάνω εισήγηση υπήρξε μια από τις υπερασπίσεις της εφεσείουσας στην αγωγή∙ είχε συμπεριληφθεί στο δικόγραφό της με σχετική τροποποίηση. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι αυτή δεν ευσταθούσε και την απέρριψε. Υπέδειξε δε, συναφώς, ότι ο εφεσίβλητος, στη μαρτυρία του, είχε δώσει επαρκείς εξηγήσεις σε σχέση με την επιλογή του χρόνου που αποφάσισε να απαιτήσει γραπτώς επιστροφή των χρημάτων του, δηλαδή στις 22.8.2005, ενώ, συγχρόνως, επεσήμανε ότι η εφεσείουσα δεν ανέφερε, και δη στην υπεράσπισή της, να είχε υποστεί οποιαδήποτε δυσμενή επίπτωση, από την καθυστέρηση στην υποβολή της εν λόγω απαίτησης. Προηγουμένως, είχε διαπιστώσει στην απόφασή του, με αναφορά σε σχετική νομολογία[4], ότι το δικαίωμα του εφεσίβλητου να απαιτήσει επιστροφή του εν λόγω χρηματικού ανταλλάγματος είχε δημιουργηθεί τρεις μήνες μετά τις 14.6.2000, ημερομηνία υποβολής της αίτησης της εφεσείουσας για εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο.
Με δοσμένα τα πιο πάνω γεγονότα, υπήρξε, όντως, παραίτηση (waiver) από τον εφεσίβλητο του προβλεπόμενου από το συνδυασμό των άρθρων 58Α(3)(β) και 3(3) του Νόμου προαναφερθέντος δικαιώματός του, ως αποτέλεσμα καθυστέρησης στην άσκησή του; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει, εν προκειμένω, να απαντηθεί και η απάντησή του θα βασιστεί, πρωτίστως, στα γεγονότα της υπόθεσης. Ο ευπαίδευτος Δικαστής το απάντησε με την ακόλουθη διαπίστωση: «Ο ενάγοντας στη μαρτυρία του επεξήγησε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε τη δεδομένη στιγμή να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων του.» Σαφώς, η πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστή αναφορικά με την ισχυριζόμενη καθυστέρηση στην άσκηση από τον εφεσίβλητο του εν λόγω δικαιώματός του βασιζόταν σε γεγονότα, τα οποία προέκυπταν από τη μαρτυρία του. Αυτή δε, δεδομένου ότι δεν εφεσιβλήθηκε, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση. Ως αποτέλεσμα, για το λόγο αυτό και μόνο, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει.
Βέβαια, είναι και η διάσταση η οποία έχει δοθεί στην υπόθεση με το μοναδικό λόγο έφεσης που αναφέρεται πιο πάνω, ο οποίος, προφανώς, είναι ειδικού ενδιαφέροντος για την εφεσείουσα, αφού, όπως φαίνεται στις δημοσιευμένες υποθέσεις που φέρουν το όνομά της, αυτή αντιμετώπισε αριθμό τέτοιων γραπτών απαιτήσεων για επιστροφή χρηματικού ανταλλάγματος, όπως η υπό αναφορά απαίτηση του εφεσίβλητου. Ενδεχόμενα δε, για κάποιες από αυτές, να υπάρχει ακόμα εκκρεμοδικία. Επομένως, κρίνεται ορθό να προχωρήσει η εξέταση του προαναφερθέντος λόγου έφεσης, όπως, ακριβώς, συνέβη και στην πρόσφατη, πολύ παρόμοια, υπόθεση Investylia Public Company Ltd. v. Παύλου, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 53/2011, 16.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A831.
Παίρνοντας, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή, η εφεσείουσα, με τη συγκεκριμένη υπεράσπισή της, υπέβαλε ότι υπήρξε παραίτηση (waiver) στην άσκηση, από τον εφεσίβλητο, του εν λόγω δικαιώματός του, συνεπεία καθυστέρησης στην υποβολή της γραπτής απαίτησης για επιστροφή του ανταλλάγματος, η οποία διάρκεσε πέντε χρόνια. Ως αποτέλεσμα, ισχυρίζεται, αυτός εμποδίζεται από του να το διεκδικήσει, περαιτέρω, με αγωγή. Πρόκειται για υπεράσπιση, η οποία αναγνωρίζεται ότι μπορεί να προβληθεί έναντι της διεκδίκησης δικαιώματος το οποίο παρέχεται σε κάποιο πρόσωπο είτε στο πλαίσιο συμφωνίας είτε με νομοθετική πρόνοια, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, εφόσον είναι η θέση ότι ο δικαιούχος του εν λόγω δικαιώματος έχει παραιτηθεί από αυτό.
Η συγκεκριμένη περίπτωση παραίτησης (waiver) αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, πέμπτη έκδοση, τόμος 47 (2014), στις σελίδες 224 έως 225, παράγραφος 250, ως εξής:-
"A person who is entitled to rely on a stipulation, existing for his benefit alone, in a contract or of a statutory provision, may waive it, and allow the contract or transaction to proceed as though the stipulation or provision did not exist."
Το πιο πάνω απόσπασμα, εμφανίζεται στην τρίτη έκδοση της πιο πάνω νομικής σειράς, στον τόμο 14, παράγραφο 637, και παρατίθεται επιδοκιμαστικά στην υπόθεση Banning v Wright, πιο πάνω, στη σελίδα 998. Συνεχίζει δε η παράγραφος 250, σε σχέση με το είδος, ανωτέρω, της παραίτησης, με τα εξής:-
"Waiver of this kind depends upon consent, and the fact that the other party has acted on it is sufficient consideration.
Where the waiver is not express, it may be implied from conduct which is inconsistent with the continuance of the right, ..."
Επομένως, για την παραίτηση από δικαίωμα, όπως το υπό αναφορά, χρειάζεται η συγκατάθεση του δικαιούχου αυτού. Δυνατό δε αυτή, αν δε διατυπώνεται ρητώς, να διαπιστώνεται συνεπεία κάποιας συμπεριφοράς του, η οποία είναι αντίθετη προς τη συνέχιση του δικαιώματος. Για υποστήριξη της θέσης αυτής, γίνεται αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα στην παλαιά υπόθεση Selwyn v. Garfit (1888) 38 Ch.D. 273, όπου, στη σελίδα 284, σε απάντηση του ερωτήματος: "What is a waiver?" αναφέρονται, σχετικά, και τα εξής: "Delay is not waiver. Inaction is not waiver, though it may be evidence of waiver. Waiver is consent to dispense with notice." Στην περίπτωση εκείνη, το δικαίωμα συνίστατο σε ειδοποίηση για πληρωμή ενυπόθηκου δανείου, η οποία περιλαμβανόταν σε σχετική σύμβαση.
Υποστήριξη στη θέση, ανωτέρω, παρέχει και η απόφαση στην υπόθεση Louis Tourist v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98. Αφορούσε περίπτωση στην οποία η εφεσίβλητη είχε υποβάλει την παραίτησή της από την υπηρεσία της εφεσείουσας. Αυτή δε, όταν, ακολούθως, αιτήθηκε, δυνάμει του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967, (Ν. 24/1967), δικαστικώς αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση, βρέθηκε αντιμέτωπη με την υπεράσπιση ότι, ως εκ της πιο πάνω συμπεριφοράς της, είχε παραιτηθεί (waive) του εν λόγω δικαιώματος. Η πιο πάνω υπεράσπιση απορρίφθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και κατʼ έφεση, με την παρατήρηση, στο τελευταίο στάδιο, στη σελίδα 103, ότι: «Απεμπόληση δικαιώματος (waiver) μπορεί να τεκμηριωθεί από τη συμπεριφορά του δικαιούχου μόνο εφόσον αυτή υποδηλώνει αναμφισβήτητα (unequivocally) εγκατάλειψη του δικαιώματος.» Από τη χρήση της λέξης «αναμφισβήτητα», στο απόσπασμα ανωτέρω, προκύπτει, σαφώς, ότι η βεβαιότητα, με την οποία πρέπει να διαπιστώνεται η παραίτηση δικαιώματος (waiver), δεν μπορεί να είναι ολιγότερη του επιπέδου της συγκατάθεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το υπό αναφορά δικαίωμα του εφεσίβλητου να απαιτήσει επιστροφή του ανταλλάγματος που αυτός κατέβαλε για αγορά των μετοχών είναι γεγονός ότι δημιουργήθηκε σχετικά νωρίς, τρεις μήνες μετά τις 14.6.2000, και ασκήθηκε με τη γραπτή απαίτησή του στις 22.8.2005. Εξ ου και η εισήγηση για καθυστέρηση πέντε χρόνων, όπως εξηγείται πιο πάνω. Τα σχετικά άρθρα του Νόμου δεν έθεταν οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό όσον αφορά την άσκησή του. Το θέμα, όμως, αυτό πρέπει να αντικριστεί στο πλαίσιο της σχέσης που ο εφεσίβλητος έχει με την εφεσείουσα, ως μέτοχός της, και, ειδικά, με δεδομένο ότι τυχόν επιτυχής άσκηση του εν λόγω δικαιώματος από τον πρώτο θα οδηγήσει στον τερματισμό της σχέσης αυτής. Σύμφωνα δε με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αποδοχή από μέτοχο, ευρισκόμενο στη θέση του εφεσίβλητου, δωρεάν μετοχών ή και μερίσματος θεωρήθηκε ότι αποτελούν συμπεριφορά, η οποία έκδηλα καταδεικνύει την ύπαρξη συγκατάθεσης για παραίτηση του μετόχου από το προαναφερθέν δικαίωμά του. Τα ανωτέρω αποτελούν και τη βάση στην οποία είχαν κριθεί οι υποθέσεις Οικονομίδης ν. Alliance Intern. Reinsurance Co Ltd κ.ά. και Alliance Intern. Reinsurance Co. Ltd v. Σαββίδη κ.ά., πιο πάνω.
Οι πιο πάνω υποθέσεις, ως εκ των γεγονότων τους, διακρίνονται από την παρούσα. Κατʼ αρχάς, υπενθυμίζεται πως, στις 14.6.2000, η εφεσείουσα είχε υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο, η οποία αίτηση απορρίφθηκε στις 13.2.2002. Μέχρι τότε, ο εφεσίβλητος είχε κάθε λόγο να αναμένει την έκβασή της. Επομένως, στην πραγματικότητα, αυτός υπέβαλε τη γραπτή απαίτησή του τρεισήμισι, περίπου, χρόνια μετά τις 13.2.2002, ενώ, όπως έχει, επίσης, διαπιστωθεί, στις αρχές του 2005, είχε επικοινωνήσει και τηλεφωνικώς με αξιωματούχο της εφεσείουσας για τον ίδιο πιο πάνω σκοπό. Το γεγονός αυτό σμικρύνει ακόμα περισσότερο το χρόνο της θεωρουμένης απραξίας του και, αντιθέτως, καταδεικνύει την απουσία εφησυχασμού από αυτόν, όσον αφορά την τύχη της συγκεκριμένης επένδυσής του. Οπωσδήποτε δε, η παρέλευση του προαναφερθέντος χρόνου δεν αποτελεί, χωρίς άλλο, απραξία, τέτοιας αδικαιολόγητης διάρκειας, ώστε να μπορεί να εκληφθεί ως συγκατάθεση για παραίτηση του εφεσίβλητου από το συγκεκριμένο δικαίωμα. ΄Επειτα, όπως έχει διαπιστωθεί και πρωτοδίκως, δεν υπήρξε, εξ αυτού του γεγονότος, οποιοσδήποτε επηρεασμός της θέσης της εφεσείουσας αναφορικά με τη δεδομένη σχέση. ΄Ιδια ήταν η αντιμετώπιση, σε σχέση με πολύ παρόμοια γεγονότα, και στις πρόσφατες υποθέσεις Investylia Public Company Ltd v. Γαβριηλίδου, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 236/2010, 10.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:A590, Investylia Public Company Ltd v. Παύλου, πιο πάνω, και Investylia Public Company Ltd. v. Μηνά, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 339/2010, 19.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A104.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] Ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος του 2001, (Ν. 9(Ι)/2001), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 16.2.2001.
[2] Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Β΄ ΄Εκδοση, Γ΄ Ανατύπωση 2006, σελίδα 229: «απεμπόληση ... η εγκατάλειψη ιδανικού, αξίας, πίστης κ.λπ.: ... ΣΥΝ. αθέτηση, προδοσία.»
[3] Βλ. από το ίδιο Λεξικό, ανωτέρω, στη σελίδα 1326, «παραίτηση ... 1. η ηθελημένη εγκατάλειψη συγκεκριμένης θέσης, αξιώματος ή δικαιώματος: ...»
[4] Investylia Ltd v. Livadhiotis Bros Invest. Ltd, πιο πάνω.