ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A104
(2016) 1 ΑΑΔ 464
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 339/2010)
19 Φεβρουαρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD.,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη,
και
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΝΑ,
Εφεσίβλητος/Ενάγοντας.
-------------------------
Λ. Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα.
Γ. Χριστοδούλου για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσίβλητο.
-------------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, ανταποκρινόμενος σε δημόσια πρόσκληση που απηύθυνε η εφεσείουσα το Μάρτιο του 2000 προς το κοινό για αγορά μετοχών της, καθότι είχε από τον Ιανουάριο του 2000 καταστεί δημόσια εταιρεία, αγόρασε μετοχές αξίας ΛΚ 37.500 (€64.072,55).
Η εφεσείουσα υπέβαλε, στις 14 Απριλίου 2000, αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της, στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Τελικώς, παρελθούσης της προθεσμίας των τριών μηνών, ο σκοπός της εφεσείουσας να εισάξει τις μετοχές της στο ΧΑΚ απέτυχε και η υποβληθείσα αίτηση απορρίφθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2002.
Ο εφεσίβλητος ζήτησε με επιστολή ημερ. 2 Σεπτεμβρίου 2002, την επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσε για την αξία των μετοχών.
Η εφεσείουσα αρνήθηκε την πληρωμή και ο εφεσίβλητος καταχώρισε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας διεκδικώντας επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε. Δικαιώθηκε και εκδόθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2010, απόφαση εναντίον της εφεσείουσας για €64.072,55, πλέον τόκους και έξοδα.
Η εφεσείουσα με την παρούσα έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της εκδοθείσας απόφασης. Κατά το στάδιο της εκδίκασης της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας απέσυρε τους επτά από τους οκτώ λόγους έφεσης, περιοριζόμενος μόνο στον όγδοο λόγο, που πραγματεύεται τη μακρά καθυστέρηση, όπως αναφέρεται, που παρατηρήθηκε από πλευράς εφεσιβλήτου στο να διεκδικήσει την επιστροφή των χρημάτων που ισοδυναμεί, όπως προβάλλεται, με απεμπόληση.
Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης αναφέρει:
″Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε την αγωγή σύμφωνα με την θέση της εναγόμενης ότι υπήρξε μακρά καθυστέρηση από μέρους του ενάγοντα/εφεσίβλητου στην υποβολή της απαίτησης του γεγονός που ισοδυναμούσε με απεμπόληση του δικαιώματος του (waiver) και θα' πρεπε για τον λόγο αυτό να απορριφθεί η αγωγή.″
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας περιορίστηκε, αντί άλλου περιγράμματος, στην αιτιολογία που παρέθεσε για υποστήριξη του εναπομείναντος λόγου έφεσης, έτσι την παραθέτουμε αυτούσια:
″Αιτιολογία
Ευσεβάστως υποβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης αντιμετώπισε την εν λόγω θέση:
Το Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να επιληφθεί της σχετικής ένστασης και να απορρίψει την αγωγή με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.
Πέραν τούτου, το Δικαστήριο παραγνώρισε την νομολογία στις υποθέσεις Οικονομίδης ν. Alliance International Reinsurance Company Ltd κ.α., Πολ. Εφ. 192/07, ημ. 21/12/2010 και Alliance International Reinsurance Company Ltd ν. Μάριος Σαββίδης, Πολ. Εφ. 194/08 και 201/08, ημ. 24/3/11.
Υπενθυμίζεται ότι ο εφεσίβλητος αιτήθηκε τις μετοχές στις 25 Ιανουαρίου του 2000. Και του παραχωρήθηκαν στις 5/4/2000. Κατά τον ισχυρισμό του έστειλε για πρώτη φορά επιστολή απαίτησης για επιστροφή των χρημάτων του στις 13/9/2002. Αυτό αμφισβητήθηκε αφού δεν εστάλη επιστολή στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας. Έστειλε επιστολή απαίτησης μέσω των δικηγόρων του στις 17/10/2005. Κίνησε αγωγή στις 7/2/2006.″
Κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης ο συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι, η μακρά καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, τρεις μήνες μετά την υποβολή της αίτησης στο ΧΑΚ (14 Απριλίου 2000), και της επιστολής 17 Οκτωβρίου 2005, θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος απεμπόλησε το δικαίωμα του να διεκδικήσει επιστροφή των χρημάτων και να οδηγήσει σ' απόρριψη του διαβήματος του. Ο κ. Λουκαΐδης, είπε ότι η επιστολή (2 Σεπτεμβρίου 2002), στάληκε σε λανθασμένη διεύθυνση, αλλά, εν πάση περιπτώσει, η αγωγή καταχωρήθηκε έξι χρόνια μετά. Τούτο συνδυαζόμενο, όπως κατέληξε, με το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος κράτησε τις μετοχές που του παραχωρήθηκαν από την εφεσείουσα, δεικνύει απεμπόληση του δικαιώματος επιστροφής των χρημάτων.
Στην αντίπερα πλευρά ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου εισηγήθηκε ότι, η συζήτηση γύρω από την επιστολή ημερ. 2 Σεπτεμβρίου 2002, με την οποία ο εφεσίβλητος ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων, δεν μπορεί να προχωρήσει καθότι ήταν αντικείμενο δικαστικού ευρήματος πρωτοδίκως, και δεν έχει τούτο εφεσιβληθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο, συνέχισε, είχε αναφερθεί και για την επιστολή των δικηγόρων του εφεσιβλήτου ημερ. 17 Οκτωβρίου 2005, και ήταν το αναντίλεχτο εύρημα ότι αποτελούσε τη δεύτερη, στη σειρά, επιστολή για πληρωμή.
Η εισήγηση αυτή του συνηγόρου του εφεσιβλήτου είναι βάσιμη. Στην τροποποιημένη υπεράσπιση που κατέθεσε πρωτοδίκως η εφεσείουσα και συγκεκριμένα στην παράγραφο 8, γίνεται αναφορά στο θέμα της καθυστέρησης των πέντε χρόνων, σε συνάρτηση με την επιστολή των δικηγόρων του εφεσιβλήτου ημερ. 17 Οκτωβρίου 2005. Η υπεράσπιση περιορίζεται στην εισήγηση ότι η αγωγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, καθότι δεν αιτιολογήθηκε η καθυστέρηση από την εισαγωγή των τίτλων της εταιρείας στο Χρηματιστήριο μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία της επιστολής.
Σ' αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο όταν αποφάσιζε το θέμα της ύπαρξης ή της εγκυρότητας της επιστολής που ο εφεσίβλητος είχε αποστείλει στις 2 Σεπτεμβρίου 2002, ζητώντας την επιστροφή των χρημάτων του. Δεν τροχοδρομήθηκε η υπόθεση σε σχέση με την καθυστέρηση, όπως προβάλλεται σήμερα από τον ευπαίδευτο συνήγορο. Εν πάση όμως περιπτώσει, από τη στιγμή που το θέμα της καθυστέρησης έστω και υπό αυτή τη μορφή εγείρεται, θα το εξετάσουμε.
Ως προς την ουσία του εγερθέντος θέματος της καθυστέρησης ο συνήγορος του εφεσιβλήτου εισηγήθηκε ότι αποτελεί θέμα των ιδιαίτερων περιστατικών κάθε υπόθεσης και συναρτάται με τη συμπεριφορά του αιτούντος. Εδώ, εισηγήθηκε, ο εφεσίβλητος δεν έκαμε καμιά ενέργεια που να υποδηλεί αποδοχή, αντιθέτως, ζήτησε επιστροφή των χρημάτων του με την επιστολή 2 Σεπτεμβρίου 2002, χωρίς παράλληλα να υπάρχει μαρτυρία ότι πληροφορήθηκε προγενέστερα την απόρριψη της αίτησης της εφεσείουσας στο ΧΑΚ.
Στην υπόθεση Βαβατσινιώτης ν. White Knight Holdings Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 961, υπήρχε μαρτυρία ότι η επιστολή - απαίτηση στάληκε σε λάθος διεύθυνση και λάθος ταχυδρομική θυρίδα. Στη δε υπόθεση Inter Global (Financial Services) Ltd ν. Πέππη (2005) 1 Α.Α.Δ. 213, είχε καταδειχθεί ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος έγινε σε αναρμόδιο πρόσωπο.
Η εισήγηση της εφεσείουσας επί του προκειμένου, ότι εφαρμόζονται και οι δύο πιο πάνω υποθέσεις, ουδόλως ευσταθεί. Σημειώνουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
″Περαιτέρω η θέση του κ. Στυλιανού, ότι η εταιρεία ποτέ δεν παρέλαβε την επιστολή του Ενάγοντα ημερ. 2.9.2002 (Τεκμήριο 7), καθότι αυτή δεν εστάλη στη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της Εταιρείας (Φανερωμένης αρ. 79) αλλά σ' άλλη διεύθυνση (Φανερωμένης αρ. 93), επίσης δεν με βρίσκει σύμφωνη. Κατ' αρχήν η ίδια η εταιρεία χρησιμοποιούσε στα επιστολόχαρτα της τη διεύθυνση, Φανερωμένης αρ. 93. Τούτο αναγράφεται στην επιστολή (Τεκμήριο 3) η οποία συνόδευε τους τίτλους των μετοχών και η οποία εστάλη τόσο στον Ενάγοντα όσο και στους υπόλοιπους μετόχους. Ο κ. Στυλιανού παραδέχθηκε ότι η σφραγίδα επί του Τεκμηρίου 7(α) (απόδειξη παραλαβής συστημένου αντικειμένου), είναι η σφραγίδα της Εναγομένης Εταιρείας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σάββα Χριστοδούλου (Μ.Υ. 1) την οποία αποδέχτηκα, η επιστολή (Τεκμήριο 7) παραδόθηκε σε εξουσιοδοτημένο από την εταιρεία πρόσωπο, εφόσον στο προαναφερόμενο έντυπο του Ταχυδρομείου (Τεκμήριο 7(α)), αναγράφεται ένας αριθμός ταυτότητας που είναι ο ίδιος με τον αριθμό ταυτότητας του προσώπου που εξουσιοδότησε η εταιρεία να παραλαμβάνει συστημένες επιστολές εκ μέρους της.″
Αυτό το συμπέρασμα και εν συνεχεία το εύρημα ότι η επιστολή του εφεσιβλήτου (2 Σεπτεμβρίου 2002), ενείχε το στοιχείο της απαίτησης προς πληρωμή, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι αμφισβητήθηκε, με το λόγο έφεσης και παραμένει αλώβητο.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας παρέπεμψε, για υποστήριξη της εισήγησης του για απεμπόληση του δικαιώματος του εφεσιβλήτου σε πρόσφατη νομολογία, μεταγενέστερη του χρόνου έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.
Οι υποθέσεις Οικονομίδης ν. Alliance International Reinsurance Co Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 2053 και Alliance International Reinsurance Co Ltd ν. Σαββίδη κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 635, είχαν αποτελέσει το αντικείμενο, παρόμοιας, εισήγησης, που ο συνήγορος της εφεσείουσας, προώθησε στο πλαίσιο πανομοιότυπου επιχειρήματος στην πρόσφατη υπόθεση Investylia Public Company Ltd v. Γαβριηλίδου, Πολ. Εφ. 236/2010, ημερ. 10 Σεπτεμβρίου 2015, ECLI:CY:AD:2015:A590, ήτοι:
″Η υπόθεση Οικονομίδης ν. Alliance International Reinsurance Co Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 2053 αφορούσε και αυτή αίτημα για επιστροφή χρημάτων που καταβλήθηκαν για αγορά μετοχών, οι οποίες τελικά δεν εισήχθησαν στο ΧΑΚ, με βάση το άρθρο 58Α3(β) του Νόμου. Το Εφετείο εξέτασε την εφαρμογή της αρχής του κωλύματος (estoppel) σε περιπτώσεις όπου πρόκειται για δικαιώματα που πηγάζουν από το νόμο. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την σελ. 2060-1 της απόφασης:
″Το συμπέρασμα που φαίνεται να εξάγεται από τη νομολογία είναι ότι η αρχή του κωλύματος συχνότερα εφαρμόζεται όταν πρόκειται για συμβατικά δικαιώματα και σπανιότερα όταν πρόκειται για δικαιώματα που πηγάζουν από το νόμο, τα οποία συνήθως επηρεάζουν μεγαλύτερο φάσμα ατόμων απ' ότι τα συμβατικά δικαιώματα. Όμως στην υπόθεση Scholey (ανωτέρω), εξετάστηκε συγκεκριμένα το ζήτημα της απώλειας του δικαιώματος ακύρωσης συμφωνίας αγοράς μετοχών, που δημιουργήθηκε εξαιτίας ψευδών παραστάσεων και το οποίον πήγαζε από νομοθετική πρόνοια και αποφασίστηκε ότι η είσπραξη μερίσματος συνιστούσε ενέργεια που αποστερούσε το δικαιούχο από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Σε άλλη παλιά αγγλική υπόθεση, τη Re Hop and Malt Exchange and Warehouse Co., Ex parte Briggs [1866] L.R. 1 Eq. 483, αποφασίστηκε ότι η απόπειρα πώλησης των μετοχών στερεί τον δικαιούχο από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας αγοράς των μετοχών. Το δικαίωμα τερματισμού, επίσης, μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς και από τη μη άσκηση του μέσα σε εύλογο χρόνο. Βέβαια το τι συνιστά εύλογο χρόνο είναι ζήτημα γεγονότων στην κάθε υπόθεση. Ο χρόνος αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο δικαιούχος έλαβε γνώση των ψευδών παραστάσεων ή του λόγου για τον οποίο έχει δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας (Δέστε: Halsbury's Laws of England, Third Edition, Vo. 6, παρα 383, σελ. 188 και 189).″
Στην υπόθεση εκείνη το Εφετείο θεώρησε ότι η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα και οι ενέργειές του τον εμπόδιζαν να ασκήσει το δικαίωμα που του παρείχε ο Νόμος. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων αποδέχθηκε τις μετοχές, τις πρόσθετες μετοχές που του παραχωρήθηκαν και τα μερίσματα, ενώ, μετά την καταχώρηση της αγωγής του, προχώρησε στην ενεχυρίαση του συνόλου των επίδικων μετοχών που κατείχε, με σκοπό την εξασφάλιση δανείου. Αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση κατά 19 μήνες από τη γένεση του δικαιώματος μέχρι την απόπειρα άσκησης του, θεωρήθηκαν ανεπίτρεπτη αποδοκιμασία και επιδοκιμασία των ενεργειών της εφεσίβλητης εταιρείας, με αποτέλεσμα να κωλύεται ο εφεσείων να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχεται από το Νόμο.
Στην υπόθεση Alliance International Reinsurance Co Ltd ν. Σαββίδη κ.ά. (2011) 1 ΑΑΔ 635 ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση. Στην υπόθεση εκείνη οι εφεσίβλητοι, μετά τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος με βάση το άρθρο 58Α3(β), αποδέχτηκαν την παραχώρηση δωρεάν μετοχών και δικαιωμάτων αγοράς, καθώς και την καταβολή προμερίσματος.″
Στην προκείμενη περίπτωση, στη βάση των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ της απεμπόλησης του δικαιώματος του εφεσιβλήτου. Υπήρξε κάποια καθυστέρηση στην αποστολή της απαίτησης προς πληρωμή, όμως, όλες οι ενέργειες του εφεσιβλήτου κατατείνουν προς την αποδοκιμασία της παράλειψης της εφεσείουσας να επιστρέψει τα χρήματα. Ούτε υπήρξε αναφορά για οποιοδήποτε όφελος που αποκόμισε ο εφεσίβλητος, ώστε τούτο ν' απολήγει σε αρνητικό στοιχείο σε βάρος του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΔΓ