ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A33
(2016) 1 ΑΑΔ 165
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9/2015)
25 Ιανουαρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ QUO WARRANTO
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ 14/60, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 47(1), ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1990 (1/90), ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 122, 123, 124 ΚΑΙ 125 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ 12 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΗ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΙΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΑΡ. 5/2010 ΚΑΙ 6/2010 ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ κ.κ. ΓΛΑΥΚΟΥ ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΥ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΤΗΣ ΠΑΣΥΔΥ, ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΤΣΟΥΛΗ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΠΑΣΥΔΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ QUO WARRANTO
Εφεσειόντων-Αιτητών,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ κ. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΛΑΖΑΡΟΥ ΠΟΥ ΔΙΟΡΙΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡ. 8.10.2014 ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΝ κ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΑΓΓΑΡΗ ΠΟΥ ΔΙΟΡΙΣΤΗΚΕ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΗΜΕΡ. 22.10.2014 ΩΣ ΒΟΗΘΟΣ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ.
_________________________
Λ. Λουκαϊδης, για τους Εφεσείοντες.
Παρών στη διαδικασία ο κ. Γλαύκος Χατζηπέτρου, Γενικός Γραμματέας της ΠΑΣΥΔΥ.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Αυτή η ενδιαφέρουσα υπόθεση αφορά σε αίτηση για άδεια καταχώρησης αιτήσεως, δια κλήσεως, για έκδοση προνομιακού εντάλματος Quo Warranto.
Οι αιτητές είναι ο Γενικός Γραμματέας και ο Πρόεδρος της Παγκύπριας Συντεχνίας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΑΣΥΔΥ).
Οι αιτητές καταχώρησαν μονομερή αίτηση ζητώντας την προαναφερόμενη άδεια, στις 2.12.2014. Η αίτηση τους συνοδευόταν από σχετική έκθεση στην οποίαν περιγράφονταν συνοπτικά τα γεγονότα, καθώς και ένορκη δήλωση. Στη πρώτη παράγραφο της ένορκης δήλωσης τους ημερ. 2.12.2014, οι αιτητές αναφέρουν τα εξής:
«Λόγω της θέσης μας σε σχέση με τη Δημόσια Υπηρεσία και της Συνδικαλιστικής μας ιδιότητας έχουμε ειδικό ενδιαφέρον και καθήκον να ενδιαφερόμαστε για την εφαρμογή της ευνομίας και του κράτους δικαίου στην Δημόσια Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υποστηρίζουμε τη θέση ότι οι διορισμοί του κ. Γιαννάκη Λαζάρου, στη θέση Εφόρου Φορολογίας και του κ. Ιωάννη Τσαγγάρη, στη θέση Βοηθού Εφόρου Φορολογίας, είναι έκδηλα αντισυνταγματικοί και στερούνται νομικού ερείσματος διότι ..».
Η θέση των αιτητών, όπως φαίνεται από την ένορκη δήλωση τους, είναι ότι οι προαναφερόμενοι δύο διορισμοί έγιναν από το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφαση του ημερ. 8.10.2014 και 22.10.2014, αντίστοιχα, ενώ αποκλειστική αρμοδιότητα για διορισμούς σε θέσεις της Δημόσιας Υπηρεσίας έχει η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, σύμφωνα με τα Άρθρα 122, 123, 124 και 125 του Συντάγματος, και το Νόμο περί Δημόσιας Υπηρεσίας του 1990 (Ν 1/1990).
Η αδελφή Δικαστής, η οποία επιλήφθηκε της προαναφερόμενης αιτήσεως των αιτητών, απέρριψε το αίτημά τους για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων επειδή οι αιτητές δεν έκαμαν οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθετική η συνταγματική πρόνοια που προνοεί τη δημιουργία των προαναφερόμενων δύο επίδικων θέσεων, και επειδή παρήλθε χρόνος σχεδόν δύο μηνών από το διορισμό του κ. Γιαννάκη Λαζάρου, και περίπου ενάμισυ μηνός από το διορισμό του κ. Ιωάννη Τσαγγάρη, χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε αιτιολογία εκ μέρους των αιτητών γι΄ αυτή την καθυστέρηση. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κάθε καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης πρέπει να αιτιολογείται και όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση, τόσο μεγαλύτερο είναι και το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδηθεί για την παροχή άδειας.
Με την παρούσα έφεση, στην οποίαν εμφανίστηκαν μόνο οι αιτητές, εφόσον δεν δόθηκε οποιαδήποτε άδεια για καταχώρηση της σχετικής αιτήσεως, προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε λόγους. Πρώτον, διότι εσφαλμένα η πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε τη μη αναφορά σε νομοθετική ή συνταγματική πρόνοια που να προνοεί για τη δημιουργία των επίδικων θέσεων, ως μοιραία για την υπόθεση. Δεύτερον, επειδή εσφαλμένα θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η μή παροχή στοιχείων για τη χρονική διάρκεια των επίδικων θέσεων ήταν λόγος απόρριψης της αίτησης. Τρίτον, επειδή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψιν του τον χρόνο που παρήλθε, από τον διορισμό των δύο προαναφερόμενων προσώπων στις επίδικες θέσεις, ως αρνητικό στοιχείο για την αίτηση. Τέταρτον, επειδή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε το ένταλμα Quo Warranto ως ξεπερασμένο και ευρισκόμενο σε αχρησία και πέμπτον, επειδή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι αρκετό, ο κατ΄ ισχυρισμόν σφετεριστής εξουσίας να φέρεται ότι ασκεί δημόσιο καθήκον, εκ της περιγραφής της θέσεως.
Έγινε παραδεκτό ενώπιον μας ότι ο διορισμός των δύο προαναφερόμενων προσώπων στις επίδικες θέσεις έγινε δυνάμει νόμου και συγκεκριμένα του περί Τμήματος Φορολογίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014 (Ν 107(Ι)/2014) σε αντίθεση με την πρωτόδικη διαδικασία στην οποία δεν έγινε αναφορά στο Νόμο. Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, όμως, το γεγονός αυτό δεν διαφοροποιεί την κατάσταση και δεν νομιμοποιεί σφετεριστές εξουσίας, να τη νέμονται. Ο προαναφερόμενος Νόμος, κατά τον κ. Λουκαϊδη, είναι έκδηλα αντισυνταγματικός και εισηγήθηκε ότι το παρόν δικαστήριο έχει εξουσία να τον θεωρήσει ως έκδηλα αντισυνταγματικό και επομένως να θεωρήσει ότι οι διορισθέντες, είναι υπόλογοι για νόσφηση εξουσίας. Ο κ. Λουκαϊδης μας παρέπεμψε σχετικά σε Αμερικανική νομολογία και συγγράμματα.
Στην Πολιτική Αίτηση 185/2013 για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Quo Warranto, απόφαση ημερ. 18.10.2013, οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι η κατοχή συγκεκριμένης θέσης ήταν παράνομη εφόσον τέτοια θέση δεν προβλεπόταν από το Νόμο. Στη συνέχεια παραθέτουμε αυτούσιο σχετικό απόσπασμα από την προαναφερόμενη απόφαση:
«Για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση του προαναφερόμενου εντάλματος, απαιτείται η άδεια του δικαστηρίου. Η άδεια του δικαστηρίου δίδεται αν ο αιτητής δείξει ότι έχει, εκ πρώτης όψεως, υπόθεση ή ότι έχει συζητήσιμο ζήτημα (Δέστε: In re Kakos (1985) 1 CLR 250). Το βάρος της απόδειξης ότι εκ πρώτης όψεως δικαιολογείται η παροχή τέτοιας άδειας το έχει ο αιτητής. Όταν, όπως στην προκείμενη περίπτωση, γίνεται ισχυρισμός για σφετερισμό ή νόσφιση εξουσίας, ο αιτητής θα πρέπει, με ένορκη δήλωση που καταχωρείται προς υποστήριξη της αίτησης για άδεια, να δείξει ότι έχει τα προσόντα για να υποβάλει τέτοια αίτηση. Δεν είναι αρκετό να καλείται ο κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστής, να δείξει γενικά την εγκυρότητα του διορισμού του, αλλά ο αιτητής έχει το βάρος να δείξει το ελάττωμα ή το κενό στο διορισμό ή την άσκηση της εξουσίας από τον καθ΄ ου η αίτηση (Δέστε: Halsbury΄s Laws of England, 3rd Edition, Vol. II, σελ. 145 και επόμενες και ειδικά παράγραφος 289, σελ. 152 και 153).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το προνομιακό ένταλμα για το οποίο ζητείται άδεια στην παρούσα περίπτωση είναι ξεπερασμένο και έχει περιπέσει σε αχρησία τόσο στην Αγγλία από όπου έλκει την καταγωγή του, όσο και στην Ινδία στην οποίαν εφαρμόστηκε με βάση τα αγγλικά πρότυπα. Στην Κύπρο, δεν φαίνεται να υπάρχει δικαστική απόφαση σε σχέση με την έκδοση τέτοιου εντάλματος, παρόλο που η δυνατότητα παρέχεται από το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος. Στο σύγγραμμα Πέτρος Αρτέμης, Προνομιακά Εντάλματα, αφιερώνονται μόνο 1-2 σελίδες στο συγκεκριμένο προνομιακό ένταλμα. Αναφορά σε τέτοιο ένταλμα γίνεται στην υπόθεση Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 1034 στην οποίαν κρίθηκε, από την Πλήρη Ολομέλεια, πως Βουλευτές οι οποίοι ζήτησαν να παρέμβουν σε διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Εκλογοδικείου, δεν επηρεάζονταν αφού δεν ήταν δυνατόν, ανάλογα με την απόφαση του Εκλογοδικείου, να ανοίξει ο δρόμος για την αμφισβήτηση και της δικής τους εκλογής, με προνομιακό ένταλμα Quo Warranto.
Αναφορά στο συγκεκριμένο προνομιακό ένταλμα έγινε και στην Πολιτική Αίτηση 124/2010, ημερ. 18.11.11, αναφορικά με την αίτηση της Μαρίας Σάββα. Παρατηρήθηκε εκεί ότι το ένταλμα αυτό απευθύνεται στον κάτοχο δημόσιας θέσης ή αξιώματος ή δικαιώματος ή προνομίου και σημαίνει «με ποια εξουσία;» («by what authority») κατέχεται η θέση, το αξίωμα κλπ.. Αποβλέπει δηλαδή στον έλεγχο της εξουσίας με βάση την οποία ο κάτοχός της διεκδικεί τη θέση. Έχει ως στόχο την αποβολή ή την εκδίωξη του (παρανόμως) κατέχοντος τη θέση ή το αξίωμα ή τα άλλα προνόμια ή ακόμα και την έκδοση διατάγματος απαγορευτικού της άσκησης των αρμοδιοτήτων που αυτά (τα προνόμια) συνεπάγονται.
Δεν απαιτείται κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον του αιτητή ανάλογο με το έννομο συμφέρον στο διοικητικό δίκαιο. Εφόσον ο σκοπός είναι δημόσιος και είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της κατοχής ενός αξιώματος, μιας θέσης κλπ., θεωρείται ότι ο καθένας έχει, ουσιαστικά, τέτοιο δικαίωμα στον έλεγχο της νομιμότητος. Το αντικείμενο της διαδικασίας είναι το δικαίωμα του φερόμενου ως σφετεριστή, να κατέχει τη θέση ή το αξίωμα. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στους Halsbury΄s (ανωτέρω) και στον Basu, Commentary on the Constitution of India, 5η έκδοση, Τόμος ΙΙΙ, σελ. 703 κ.επ..
Είναι κοινός τόπος ότι για την έκδοση του προαναφερόμενου προνομιακού εντάλματος υπάρχουν προϋποθέσεις. Στην Αγγλία οι προϋποθέσεις περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, (α) ότι η θέση ή το αξίωμα του, κατ΄ ισχυρισμόν σφετεριστή, πρέπει να είναι δημόσιο, υπό την έννοια ότι από αυτό ασκεί δημόσια καθήκοντα, (β) η θέση ή το αξίωμα θα πρέπει να είναι ουσιαστικού ή ανεξάρτητου χαρακτήρα, σε αντίθεση προς θέση απλού υπηρέτη ή αντιπροσώπου και (γ) η διάρκεια του αξιώματος πρέπει να είναι επίσης ουσιαστική (Δέστε: Basu (ανωτέρω), σελ. 704 και 705). Στην υπόθεση R. v. Speyer (1916) 1 K.B. 595 δόθηκε ερμηνεία του ουσιαστικού χαρακτήρα (substantive character) που πρέπει να έχει η θέση ή το αξίωμα του κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστή και επεξηγήθηκε ότι, ουσιαστικού χαρακτήρα, σημαίνει ανεξάρτητη θέση (independent in title) και όχι θέση υπηρέτη ή αντιπροσώπου.
Το συγκεκριμένο προνομιακό ένταλμα, όπως και τα υπόλοιπα προνομιακά εντάλματα (Habeas Corpus, Mandamus, Prohibition και Certiorari) εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά και αφού ληφθούν υπόψιν όλες οι σχετικές παραμέτροι, περιλαμβανομένων της συμπεριφοράς των μερών, των κινήτρων τους, της τυχόν καθυστέρησης στην έγερση της διαδικασίας, του κατά πόσον υπάρχουν άλλες διαθέσιμες, και εξίσου αποτελεσματικές, θεραπείες και το κατά πόσον τα αποτελέσματα της έκδοσης ενός τέτοιου εντάλματος θα είναι ουσιαστικά και όχι μάταια. Επίσης λαμβάνεται υπόψιν και η τυχόν αναγνώριση της θέσης του κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστή, από τον αιτητή (acquiescence).»
Στην παρούσα υπόθεση ο διορισμός των προαναφερόμενων προσώπων έγινε δυνάμει Νόμου. Οι Νόμοι τεκμαίρονται ως συνταγματικοί εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Δέστε: The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 CLR, 640).
Ο κ. Λουκαίδης μας κάλεσε να θεωρήσουμε τον προαναφερόμενο Νόμο ως έκδηλα αντισυνταγματικό και επομένως την άσκηση εξουσίας, δυνάμει διορισμών που έγιναν στη βάση αντισυνταγματικού Νόμου, ως παράνομη.
Υπάρχουν τρόποι ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Κύπρο. Θεωρούμε, όμως, ότι στα πλαίσια αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Quo Warranto, δεν εξετάζεται η συνταγματικότητα του Νόμου με βάση τον οποίον έγιναν οι επίδικοι διορισμοί.
Στην Ινδική υπόθεση D. Radraiah v. Chancellor V.A.S. Bangalore (΄71) A. Mys.84) αναφορά στην οποία γίνεται στο σύγγραμμα του H.M. Seervai, Constitutional Law of India (3η έκδοση), σελ. 1217, αποφασίστηκε ότι δεν επιτρέπεται η προσβολή της εγκυρότητας του νομοθετήματος δυνάμει του οποίου έγινε ο διορισμός στην επίδικη θέση, με ένταλμα της φύσης Quo Warranto.
Εν κατακλείδι, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρομε ότι παρόλον που το προνομιακό ένταλμα Quo Warranto αναφέρεται στο Σύνταγμα μας, στην Αγγλία απ΄ όπου έλκει την καταγωγή του, έχει καταργηθεί από δεκαετίες και αντικαταστάθηκε με άλλη θεραπεία.
Υπό το φως των πιο πάνω, και με δεδομένο ότι οι κάτοχοι της επίδικης δημόσιας θέσης έλκουν την εξουσία τους από το Νόμο, δεν καταδείχθηκε ότι αυτή είναι κατάλληλη περίπτωση για να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια, υπέρ των αιτητών. Υπό τις περιστάσεις, δεν απαιτείται και η περαιτέρω εξέταση των λόγων έφεσης.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.