ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A32
(2016) 1 ΑΑΔ 144
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 215/2010)
25 Ιανουαρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΑΡΑΡΓΥΡΟΥ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
ΝΙΚΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων.
----------
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΕΦΕΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15.5.2015
Α. Προδρόμου (κα) για Χρ. Χατζηστερκώτη, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Θ. Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο-Καθ΄ου η Αίτηση.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
E Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: H παρούσα έφεση καταχωρίστηκε στις 12.7.2010. Ακολούθησε αλλαγή δικηγόρου εκ μέρους του εφεσείοντα-αιτητή σε δύο περιπτώσεις και στις 16.3.2012 καταχωρίστηκε από τον κ. Χατζηστερκώτη, τον τρίτο κατά σειρά και σημερινό δικηγόρο του εφεσείοντα-αιτητή, το περίγραμμα αγόρευσής του.
Η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε στις 15.5.2015, έξι μόλις μέρες πριν την ημερομηνία που ήταν ορισμένη για ακρόαση η έφεση και με αυτή επιζητείται η προσθήκη πέντε νέων λόγων έφεσης ως ακολούθως:
«5ος λόγος εφέσεως:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε ως αληθή και έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του ενάγοντα/εφεσίβλητου ότι η επιστολή που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 6 παραδόθηκε δια χειρός στον εναγόμενο/εφεσείοντα.
Αιτιολογία
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε ως αληθή και έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του ενάγοντα/εφεσίβλητου ότι η επιστολή που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 6 παραδόθηκε δια χειρός στον εναγόμενο/εφεσείοντα. Η επιστολή που κατατέθηκε σαν τεκμήριο 6 και που αναφέρεται στη σελίδα 2 της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν φέρει ούτε την υπογραφή του εναγόμενου/εφεσείοντα ούτε της γυναίκας του όπως ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος/ενάγοντας και έγινε δεκτός ο ισχυρισμός του από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Η υπογραφή έχει πλαστογραφηθεί και τούτο επιβεβαιώνεται από επιστημονική μαρτυρία γραφολόγου.
6ος λόγος εφέσεως
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε το τεκμήριο 4 και λανθασμένα κατέληξε σε εύρημα αναφορικά με το τεκμήριο 4 διότι πλανήθηκε λόγω εσφαλμένου περιεχομένου του τεκμηρίου 4 και ή περιεχομένου μη ανταποκρινόμενου στην πραγματικότητα.
Αιτιολογία
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε το τεκμήριο 4 και λανθασμένα κατέληξε σε εύρημα αναφορικά με το τεκμήριο 4 διότι πλανήθηκε λόγω εσφαλμένου περιεχομένου του τεκμηρίου 4 και ή περιεχομένου μη ανταποκρινόμενου στην πραγματικότητα.
Κατατέθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως τεκμήριο 4 έγγραφο του Κτηματολογίου Λεμεσού το περιεχόμενο του οποίου δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα και που αν γνώριζε το Πρωτόδικο Δικαστήριο το πραγματικό και αληθές περιεχόμενου αυτού θα επηρέαζε αυτό την κρίση του. Στο τεκμήριο 4 το οποίο κατατέθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου λανθασμένα το Κτηματολόγιο Λεμεσού, όπως βεβαίωσε εκ των υστέρων τον εφεσείοντα μετά την έκδοση της απόφασης, στις επιβαρύνσεις επί του πωληθέντος ακινήτου σχετικά με την υποθήκη Υ885/2001 αναφέρεται ποσό Λ.Κ.12,000 ενώ σύμφωνα με την εκ των υστέρων βεβαίωση του Κτηματολογίου Λεμεσού το ποσό θα έπρεπε να ήταν Λ.Κ.120,000.- και ότι από λάθος γράφτηκε ο αριθμός Λ.Κ.12.000.
7ος λόγος εφέσεως
Το Πρωτόδικο λανθασμένα ερμήνευσε και έφτασε σε λανθασμένο εύρημα αναφορικά με το τεκμήριο 7.
Αιτιολογία
Το Πρωτόδικο λανθασμένα ερμήνευσε και έφτασε σε λανθασμένο εύρημα αναφορικά με το τεκμήριο 7.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε και έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του ενάγοντα/εφεσίβλητου ότι η επιστολή ημερ. 27/8/2004 που κατατέθηκε ως τεκμήριο 7 ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επιδόθηκε στη σύζυγο του εναγόμενου/εφεσείοντα, γεγονός που δεν έγινε στην πραγματικότητα αφού ουδέποτε το τεκμήριο 7 επιδόθηκε στη σύζυγο του εφεσείοντα και ουδέποτε η σύζυγος του εφεσείοντα υπέγραψε ότι έλαβε το τεκμήριο 7. Σαν επακόλουθο των πιο πάνω η επισυνημμένη στο τεκμήριο 7 γραπτή βεβαίωση/επιστολή του ιδιώτη επιδότη κ. Θεοφάνη Κλείτου είναι εσκεμμένα λανθασμένη και παραπλανητική καθ΄ ότι ουδέποτε επέδωσε την επιστολή 27/8/2004 στη σύζυγο του εφεσείοντα η οποία και ουδέποτε υπέγραψε τη λήψη του τεκμηρίου 7.
8ος λόγος εφέσεως
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραπλανήθηκε από τον Ενάγοντα/εφεσίβλητο και αποδέχτηκε μαρτυρία που αν γνώριζε ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα δεν θα την αποδεχόταν.
Αιτιολογία
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραπλανήθηκε από τον Ενάγοντα/εφεσίβλητο και αποδέχτηκε μαρτυρία που αν γνώριζε ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα δεν θα την αποδεχόταν. Η μαρτυρία του ενάγοντα αναφορικά με τα έγγραφα/επιστολές που κατατέθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως τεκμήριο 6 και 7 είναι ψευδείς και παραπλανητική και αν γνώριζε αυτό το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα την αποδεχόταν και δεν θα στηριζόταν σε αυτά.
9ος λόγος εφέσεως
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε εύρημα αναφορικά με το Τεκμήριο 5 διότι πλανήθηκε λόγω εσφαλμένου περιεχομένου του Τεκμηρίου 5 και/ή περιεχομένου μη ανταποκρινόμενου στην πραγματικότητα αναφορικά με το ύψος του υπόλοιπου ποσού του δανείου του ενάγοντα/εφεσίβλητου.
Αιτιολογία
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε εύρημα αναφορικά με το Τεκμήριο 5 διότι πλανήθηκε λόγω εσφαλμένου περιεχομένου του Τεκμηρίου 5 και/ή περιεχομένου μη ανταποκρινόμενου στην πραγματικότητα αναφορικά με το ύψος του υπόλοιπου ποσού του δανείου του ενάγοντα/εφεσίβλητου.
Κατατέθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως Τεκμήριο 5 έγγραφο της Λαϊκής Τράπεζας το περιεχόμενο του οποίου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αν γνώριζε το Πρωτόδικο Δικαστήριο το πραγματικό και αληθές περιεχόμενο αυτού θα επηρέαζε αυτό την κρίση του. Το υπόλοιπο ποσό που αναφέρεται στο Τεκμήριο 5 δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.»
1. Οποιοδήποτε άλλο διάταγμα ή διαταγή ήθελε κρίνει το Σεβαστό Δικαστήριο ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις.
2. Και/ή Διάταγμα στις τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της έφεσης.»
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα-αιτητή που συνοδεύει την αίτηση, η ανάγκη καταχώρησής της προέκυψε πρόσφατα, κατά τη συζήτηση με τους νέους δικηγόρους του, για τον περαιτέρω χειρισμό της έφεσης και την προετοιμασία από αυτούς της ακρόασης και μετά που ο ίδιος παρέδωσε στους δικηγόρους του κάποια στοιχεία και έγγραφα. Αποτελεί θέση του εφεσείοντα-αιτητή ότι με την έγκριση της αίτησης δεν θα υπάρξει οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός του εφεσίβλητου-καθ΄ου η αίτηση, ενώ η μη έγκριση της αίτησης θα προκαλέσει στον ίδιο ανεπανόρθωτη ζημιά. Όπως αναφέρει στην ένορκή του δήλωση, η αιτούμενη τροποποίηση στοχεύει στην καλύτερη παρουσίαση των επιδίκων θεμάτων και είναι απαραίτητη για να τεθεί η διαφορά των διαδίκων στην πραγματική και νομική της διάσταση με πλήρη και ακριβέστερο τρόπο, κάτι που εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Η αίτηση αντίκρυσε την ένσταση του εφεσίβλητου-καθ΄ου η αίτηση με έντεκα συνολικά λόγους ένστασης οι οποίοι μπορούν να συνοψισθούν στο ότι η αίτηση εισάγει νέα επίδικα θέματα στηριζόμενα σε γεγονότα που ήταν γνωστά ή θα μπορούσαν εύλογα να εντοπιστούν από τον εφεσείοντα-αιτητή από το στάδιο καταχώρησης της έφεσης, είναι κακόπιστη, καταχωρίστηκε πολύ καθυστερημένα με στόχο ο εφεσείων-αιτητής να συνεχίσει να απολαμβάνει την κατοχή και χρήση της επίδικης οικίας κατά παράβαση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στερώντας ουσιαστικά από τον εφεσίβλητο-καθ΄ου η αίτηση τους καρπούς της επιτυχίας της πρωτόδικης απόφασης και, επίσης, με σκοπό την εκπνοή εγγυητικής επιστολής που είχε δοθεί προς τον εφεσίβλητο-καθ΄ου η αίτηση, δεν αποκαλύπτεται οποιαδήποτε εύλογη δικαιολογία για την καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης και, γενικά, ότι οι αιτούμενες θεραπείες δεν υποστηρίζονται από επαρκή μαρτυρία.
Το θέμα τροποποίησης των λόγων έφεσης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά. Στην υπόθεση Muskita Aluminium v. Industries Ltd κ.ά. ν. V. Alsako Aluminium Ltd κ.ά. (Αρ.1) (2009) 1(Α) ΑΑΔ 59, συνοψίστηκαν οι αρχές ως ακολούθως:
«Η τροποποίηση των λόγων έφεσης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου, η οποία πάντοτε ασκείται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης (Βλ. απόφαση Πλήρους Ολομέλειας στην Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323). Μία αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης μπορεί να γίνει δεκτή εφόσον υποβάλλεται έγκαιρα και δεν επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα των αντιδίκων. (Βλ. Φακοντή ν. Βρυώνη, ανωτέρω). Από πρακτικής άποψης, η τροποποίηση των λόγων έφεσης είναι πιο εύκολο να εγκριθεί, αν επιζητεί την διεύρυνση της αιτιολογίας και την καλύτερη παρουσίαση των επίδικων θεμάτων. Από την άλλη, καθίσταται πιο δύσκολη η έγκριση της όταν επιδιώκεται η ανάπλαση των λόγων έφεσης χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος. Στις περιπτώσεις που γίνεται προσπάθεια να προστεθούν καινούργιοι λόγοι, εντελώς ανεξάρτητοι από τους υφιστάμενους, το εγχείρημα γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αποδεκτό. (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Στροβόλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 9).»
Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών, όπως αναπτύχθηκαν στις γραπτές τους αγορεύσεις, καθώς και τις αιτούμενες τροποποιήσεις των λόγων έφεσης. Παρατηρούμε ότι στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του εφεσείοντα-αιτητή γίνεται αναφορά σε γεγονότα που δεν περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, καθώς επίσης και στις αρχές που αφορούν την προσαγωγή μαρτυρίας στο στάδιο της έφεσης, κάτι που αποτελεί αντικείμενο άλλης έφεσης. Είναι καθαρή η θέση της νομολογίας ότι δεν είναι επιτρεπτό να συμπληρώνονται γεγονότα με την αγόρευση του συνηγόρου. Τα γεγονότα που μπορούν να ληφθούν υπόψη για σκοπούς της παρούσας αίτησης είναι αυτά που περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση και αυτά που προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης.
Θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε σε αυτό το στάδιο ότι η αγωγή του εφεσίβλητου-καθ΄ου η αίτηση αφορούσε σε αξίωση η οποία στηριζόταν σε συμφωνία πώλησης οικίας, η οποία κατ΄ ισχυρισμό του εφεσίβλητου-καθ΄ου η αίτηση τερματίστηκε από υπαιτιότητα του εφεσείοντα-αιτητή, ο οποίος αρνήθηκε να καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης της οικίας. Με την αγωγή του (εφεσίβλητου - καθ΄ου η αίτηση) αυτός ζητούσε και πέτυχε την ακύρωση της συμφωνίας, την παράδοση κατοχής της οικίας και αποζημιώσεις. Σημειώνεται, επίσης, ότι στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε δοθεί μαρτυρία μόνο από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, ενώ ο εφεσείων-εναγόμενος δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία. Με τους υφιστάμενους λόγους έφεσης, ο εφεσείων-αιτητής αμφισβητεί την πρωτόδικη απόφαση ως προς το ότι ο χρόνος αποτελούσε ουσιώδη όρο της συμφωνίας, ότι δεν έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο ότι ο χρόνος πληρωμής δεν είναι ουσιώδης όρος της συμφωνίας, ότι παρερμήνευσε επιστολή του εφεσίβλητου, ημερομηνίας 28.4.2004, και ότι ερμήνευσε λανθασμένα το Τεκμήριο 8, ημερομηνίας 23.7.2005.
Οι λόγοι έφεσης που επιχειρείται να προστεθούν, αφορούν σε νέα θέματα, τα οποία δεν θίγονται από τους υφιστάμενους λόγους. Σε τέτοια περίπτωση η θέση της νομολογίας είναι σαφής. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1714, στις σελίδες 1719- 1720:
«Η τροποποίηση δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτή στην απουσία εξήγησης για την μη συμπερίληψη των προτεινόμενων λόγων στην ειδοποίηση της έφεσης και δικαιολόγησης της καθυστέρησης (Βλ. Vassiades v. M. Michaelides Bros (1973) 1 C.L.R. 80, Attorney-General of the Republic v. Adamsa Ltd (1975) 1 C.L.R. 8, F. Kassab Golf Solair France Ltd v. Δ. Βασιλείου & Συνεργάτες κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 552, Tsiamanta v. Tsiamanta (1989) 1 C.L.R. 230, Demetriou v. Theocharous (1989) 1 C.L.R. 262, Κυριακίδης (πιο πάνω), Καμένος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 24, 26 και Δημοκρατία ν. Lion Insurance Agency Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 338).
Ειδικά και σε σχέση με την καθυστέρηση λέχθηκε ότι παρόλο που δεν είναι καταλυτική της αίτησης αυτό επέρχεται όπου επιχειρείται ανάπλαση της έφεσης (Βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Α.Ε. 2728, 15,6, 2001).
Σε σχέση με την αλλαγή δικηγόρου μετά την καταχώρηση της έφεσης έχει νομολογηθεί ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογία για την αιτούμενη τροποποίηση (Βλ. Χ"Χριστοφόρου ν. Αταλιανή (1992) 1 Α.Α.Δ. 1008, 1016).»
Στην παρούσα περίπτωση, η αίτηση υποβάλλεται με μεγάλη καθυστέρηση, η οποία δεν έχει επεξηγηθεί. Ο εφεσείων-αιτητής προέβη σε αλλαγές δικηγόρου. Όμως, το περίγραμμα αγόρευσης καταχωρήθηκε από το σημερινό δικηγόρο του εφεσείοντα-αιτητή. Τα θέματα που εγείρει ο εφεσείων-αιτητής με τους νέους λόγους έφεσης θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί εάν ενεργούσε με εύλογη επιμέλεια από το χρόνο καταχώρησης της έφεσης.
Στην αγόρευση προς υποστήριξη της αίτησης γίνεται παραπομπή στα πρακτικά της υπόθεσης όπου στις σελίδες 14-16 διαφαίνεται ότι, μετά από παρεμβάσεις του εφεσείοντα-εναγομένου στη διαδικασία κατά το στάδιο που έδιδε μαρτυρία ο εφεσίβλητος-ενάγων, ο τότε συνήγορος του εφεσείοντα του ζήτησε να εξέλθει της αίθουσας. Στην αγόρευση, βέβαια, πέραν αυτής της αναφοράς, η οποία είναι επιτρεπτή, προβάλλεται η θέση ότι οι τότε δικηγόροι του εφεσείοντα-αιτητή, χωρίς να λάβουν τη συναίνεσή του, στηρίχθηκαν μόνο στο νομικό σημείο του παράνομου τερματισμού της επίδικης συμφωνίας και ότι δεν τον κάλεσαν να καταθέσει ως μάρτυρας, όχι κατ΄ επιλογή του ιδίου, αλλά κατ΄ επιλογή των δικηγόρων του. Στη βάση αυτών των γεγονότων στηρίζει τη θέση του ο εφεσείων, ότι εφόσον δεν είχε πρόσβαση στο υλικό της πρωτόδικης διαδικασίας, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει περαιτέρω γεγονότα προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οποιαδήποτε επιμέλεια και αν επεδείκνυε.
Όπως έχουμε αναφέρει, το Δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί μόνο στα γεγονότα που περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, καθώς επίσης και σε αυτά που προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα-αιτητή ως προς την οποιαδήποτε μεμπτή συμπεριφορά των δικηγόρων του δεν μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για την παρούσα αίτηση. Το στοιχείο αυτό, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να έχει οποιανδήποτε βαρύτητα στην υπόθεση. Και αυτό γιατί, όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, τα γεγονότα και στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται οι ισχυρισμοί που επιθυμεί ο εφεσείων-αιτητής να εισάξει ως επιπρόσθετους λόγους έφεσης, ήταν γνωστά στον εφεσείοντα τουλάχιστον από το έτος 2011, όταν καταχώρησε αίτηση για προσκόμιση μαρτυρίας κατ΄ έφεση, η οποία εξετάστηκε από το Εφετείο στις 31.1.2012, στην παρουσία του σημερινού του δικηγόρου.
Η καθυστέρηση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εισάγονται νέα θέματα, επιχειρώντας με αυτό τον τρόπο την ανάπλαση της έφεσης, έχει καταλυτικές επιπτώσεις για την πορεία της έφεσης. Ειδικότερα, στην παρούσα περίπτωση, όπου με την καθυστέρηση επηρεάζονται δυσμενώς τα συμφέροντα της άλλης πλευράς εφόσον ο εφεσείων-αιτητής εξακολουθεί να έχει την κατοχή της επίδικης οικίας, λόγω αναστολής εκτέλεσης της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να στερείται ο εφεσίβλητος-καθ΄ου η αίτηση από τους καρπούς της υπέρ του εκδοθείσας απόφασης. Αναφορικά με την εγγυητική επιστολή που δόθηκε για σκοπούς αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, η ισχύς της έχει μεν παραταθεί, αλλά η παράταση ισχύει μέχρι 28.9.2016.
Περαιτέρω, με τους λόγους έφεσης εισάγονται θέματα τα οποία δεν είχαν εγερθεί πρωτόδικα. Άλλωστε, γι΄ αυτό το λόγο εκκρεμεί ενώπιόν μας και άλλη αίτηση, με την οποία ζητείται η προσαγωγή μαρτυρίας. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Φακοντή ν. Βρυώνη (πιο πάνω), «σύμφωνα με τη νομολογία, θέμα το οποίο δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα και δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξεταστεί στην έφεση» (Βλ. F.H.K. Hotels Holdings Ltd v. A.S. Air Control Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 2159, Αδαμίδη ν. Κακουρίδη κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 640, Οικονόμου Αρχιτέκτονες και Μηχανικοί κ.ά. ν. Δημητρίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 853, Pentaliotis & Papapetrou Estates v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 1931, Επίσημος Παραλήπτης ν. Nicantony Trading Co. Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1653. Βλ. και Ματθαιοπούλου κ.ά. ν. Κουπεπίδου, Α.Ε. 2781, 20.9.2001 στην οποία λέχθηκε ότι: «Τροποποίηση με την οποία προστίθεται ένα εντελώς καινούργιο θέμα το οποίο δεν ήταν επίδικο στην πρωτόδικη διαδικασία δεν εγκρίνεται.»).
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα-αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.,
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ