ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A810
(2015) 1 ΑΑΔ 2657
3 Δεκεμβρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΚΛΗΜΗΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
VALENTINA NANI, ΑΝΙΚΑΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΔΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ CLAUDIA CUSA
KAI EYGEN SERBU.
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 375/2010)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Τραυματισμός πεζής από αυτοκίνητο ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι εφεσείων, πριν προσπαθήσει να εισέλθει με το όχημα του από τη δεξιά λωρίδα του δρόμου στην αριστερή, αν είχε στραμμένη την προσοχή του στο δρόμο, δεν μπορούσε παρά να αντιληφθεί την κίνηση της ενάγουσας η οποία είχε ήδη διασταυρώσει πεζή τη δεξιά νότια πλευρά του δρόμου και βρισκόταν στη μέση της βόρειας πλευράς του δρόμου ― Καταμερισμός ευθύνης και στην πεζή κατά 50% για συντρέχουσα αμέλεια ― Επικύρωση συντρέχουσας αμέλειας της, καθότι προσπάθησε να διασταυρώσει χωρίς να βεβαιωθεί ότι αυτό ήταν ασφαλές.
Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης η οποία αφορούσε σε καταμερισμό ευθύνης για τροχαίο ατύχημα στο οποίο τραυματίστηκε σοβαρά η εφεσίβλητη πεζή από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων. Οι αποζημιώσεις, στη βάση πλήρους ευθύνης, είχαν συμφωνηθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στην ενώπιον του μαρτυρία και αφού προέβηκε σε ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων-εναγόμενος έφερε ευθύνη για το ατύχημα, σε ποσοστό 50%, υπό τύπο αμέλειας, ενώ και η εφεσίβλητη-ενάγουσα έφερε ευθύνη στο ίδιο ποσοστό, ως συντρέχουσα αμέλεια.
Στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων, πριν προσπαθήσει να εισέλθει με το όχημα του από τη δεξιά λωρίδα του δρόμου στην αριστερή, αν είχε στραμμένη την προσοχή του στο δρόμο, δεν μπορούσε παρά να αντιληφθεί την κίνηση της ενάγουσας η οποία είχε ήδη διασταυρώσει πεζή τη δεξιά νότια πλευρά του δρόμου και βρισκόταν στη μέση της βόρειας πλευράς του δρόμου.
Τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσείοντα άρχιζαν 2.10 μέτρα, μετά το σημείο συγκρούσεως. Η εφεσίβλητη, μετά από τη σύγκρουση, κτύπησε στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα. Η σύγκρουση έγινε μεταξύ του (μπροστινού) δεξιού μέρους του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού παρατήρησε, μεταξύ άλλων ότι δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του για τον τρόπο που η ενάγουσα-εφεσίβλητη εισήλθε στο δρόμο, έκρινε ότι έστω όμως και εάν η ενάγουσα-εφεσίβλητη είχε εισέλθει στο δρόμο απότομα, αυτό δεν απαλλάσσει της ευθύνης τον εφεσείοντα, ο οποίος δεν αντιλήφθηκε την εφεσίβλητη καθόλου πριν τη σύγκρουση.
Αφού αναφέρθηκε στην υπόθεση Αβραάμ ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 50, έκρινε και την εφεσίβλητη υπόλογη συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 50% καθότι δεν χρησιμοποίησε την ασφαλή διάβαση πεζών, η οποία βρισκόταν 37 μέτρα από το σημείο συγκρούσεως και καθότι, όπως επεσήμανε, αν η εφεσίβλητη κοίταζε το δρόμο προσεκτικά πριν διασταυρώσει, θα αντιλαμβανόταν το όχημα του εφεσείοντα το οποίο είχε αναμμένα τα φώτα του και κινείτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας (αρχικά). Η εφεσίβλητη, υπό τις περιστάσεις, προσπάθησε σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση να διασταυρώσει χωρίς να βεβαιωθεί ότι αυτό ήταν ασφαλές.
Η έφεση επικεντρώθηκε σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας και στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Υπήρχε παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να εξετάσει το κατά πόσον υπήρχε όντως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του εφεσείοντα και της πρόκλησης του ατυχήματος. Το ερώτημα που θα έπρεπε να είχε απασχολήσει το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν το κατά πόσον, ακόμα και αν ο εφεσείων έβλεπε την πεζή εφεσίβλητη, πριν από τη σύγκρουση, να διασταυρώνει, του παρεχόταν η δυνατότητα να αποφύγει το ατύχημα.
β) Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία αναφορικά με την απόσταση που κάλυψε η εφεσίβλητη από τη στιγμή που θα έπρεπε να την είχε δει ο εφεσείων, αν δεν ήταν αμελής, δεν μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στον εφεσείοντα, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη, όπως δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, έκαμε απότομη κίνηση για να διασταυρώσει και οι ζημιές στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα βρίσκονταν στο πλαϊνό δεξί μέρος του αυτοκινήτου.
γ) Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη, πριν από τη σύγκρουση, εισήλθε στο δρόμο για να διασταυρώσει από τη διαχωριστική νησίδα, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Ε.3, η οποία όμως κρίθηκε ως αναξιόπιστη, έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του αξιόπιστου Μ.Ε.4, ο οποίος είπε ότι η κίνηση της εφεσίβλητης να προχωρήσει, από τη νησίδα, για να διασταυρώσει τη βόρεια πλευρά του δρόμου ήταν απρόσμενη και απρόβλεπτη.
δ) Ήταν εσφαλμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι, επειδή τα ίχνη τροχοπέδησης άρχιζαν 2.10 μέτρα μετά το σημείο σύγκρουσης, αυτό φανέρωνε ότι ο εφεσείων δεν είχε τη δέουσα κατόπτευση του δρόμου. Έστω και αν έτσι είχαν τα πράγματα, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε εξετάσει περαιτέρω κατά πόσον το μεμπτό της διαγωγής του εφεσείοντα, δηλαδή η υπαιτιότητα του, συνδεόταν, με αιτιώδη συνάφεια, με την πρόκληση του ατυχήματος και της ζημιάς της εφεσίβλητης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η υπόθεση διαφοροποιείτο από τις υποθέσεις που επικαλέστηκε η δικηγόρος του εφεσείοντα. Στην προκείμενη περίπτωση αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη βρισκόταν πάνω στη διαχωριστική νησίδα και στη συνέχεια, έστω με ξαφνική και απρόσμενη κίνηση, προχώρησε να διασταυρώσει τη νότια πλευρά του δρόμου και μάλιστα είχε ήδη καλύψει 2.70 μέτρα (από τα 6.60 μέτρα) της νότιας πλευράς του δρόμου.
2. Η ορατότητα του εφεσείοντα ήταν καλή, ήταν πέραν των 100 μέτρων, ο εφεσείων οδηγούσε με αναμμένα τα φώτα του, και σχετικά μικρή ταχύτητα και η κίνηση ήταν αραιή.
3. Υπό τις προαναφέρομενες περιστάσεις της καλής ορατότητας, της μικρής ταχύτητας του εφεσείοντα, και της προαναφερόμενης θέσης και των κινήσεων της εφεσίβλητης, η κοινή λογική οδηγεί, αβίαστα, στο συμπέρασμα ότι, αν ο εφεσείων είχε επιμελή και επαρκή προσοχή στο δρόμο, θα είχε προσέξει την παρουσία, τη θέση και τις κινήσεις της εφεσίβλητης και θα είχε την ευκαιρία να πάρει μέτρα αποφυγής του ατυχήματος, πριν αυτό συμβεί.
4. Η εφεσίβλητη, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν έδωσε μαρτυρία λόγω προφανώς της κατάστασης της υγείας της, δεν είχε το βάρος να προσφέρει μαρτυρία αναφορικά με την ακριβή απόσταση στην οποία βρισκόταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, όταν αυτή έκανε την προαναφερόμενη κίνηση της.
5. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη βρισκόταν πάνω στη διαχωριστική νησίδα, έβλεπε προς το βόρειο μέρος του δρόμου και στη συνέχεια, έστω και με απότομη κίνηση, προχώρησε να διασταυρώσει το δρόμο και κάλυψε τη μισή σχεδόν απόσταση των 2.70 μέτρων από τα 6.60 μέτρα, από μόνο του και με τη χρήση της κοινής λογικής, δείχνει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της μεμπτής συμπεριφοράς, της υπαιτιότητας δηλαδή και της αμέλειας του εφεσείοντα, με την πρόκληση του ατυχήματος και τη ζημιά της εφεσίβλητης.
6. Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο, αν ο εφεσείων δεν ήταν αμελής, δεν θα μπορούσε να λάβει μέτρα αποφυγής του ατυχήματος. Αντί τούτου ήταν προφανές ότι κανένα τέτοιο μέτρο δεν έλαβε πριν από τη σύγκρουση, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε και όπως τα ίχνη τροχοπέδησης του, απεδείκνυαν.
7. Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της Μ.Ε.3, που ήταν αυτόπτης μάρτυς, καθότι η μαρτυρία της βρισκόταν σε σύγκρουση, σε κάποια σημεία, με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία, δέχθηκε όμως τη μαρτυρία του Μ.Ε.4, ο οποίος ακολουθούσε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα και ο οποίος ανέφερε ότι η κίνηση της εφεσίβλητης, να διασταυρώσει ήταν απρόσμενη και απρόβλεπτη.
8. Είναι στη βάση αυτής της μαρτυρίας (του Μ.Ε.4) που το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στον καταμερισμό 50% - 50%. Επομένως ο εφεσείων δεν μπορούσε να παραπονείται, καθότι ο καταμερισμός έγινε με βάση την ευνοϊκότερη, για τον εφεσείοντα, εκδοχή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 178,
Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,
Νικολάου ν. Λουκά (1985) 1 Α.Α.Δ. 91,
Ταβέλλης ν. Ευαγγέλου (1984) 1 Α.Α.Δ. 480,
Οδυσσέως ν. Χατζηλούκα (2000) 1 Α.Α.Δ. 185,
Perera v. ΑΣΤΡΑ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1074,
Αβραάμ ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 50,
Κυριάκου ν. Φινοπούλου (2002) 1 Α.Α.Δ. 195,
Carter v. Sheath [1990] R.T.R. 12,
Knight v. Fellick [1977] R.T.R 316.
Έφεση.
Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Λιμνατίτου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4797/2008), ημερομ. 24/11/2010.
Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Α. Δημητριάδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους έφεσης.
Η πρωτόδικη απόφαση αφορούσε σε καταμερισμό ευθύνης για ένα τροχαίο ατύχημα, δεδομένου ότι οι αποζημιώσεις, στη βάση πλήρους ευθύνης, είχαν συμφωνηθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στην ενώπιον του μαρτυρία και αφού προέβηκε σε ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων-εναγόμενος έφερε ευθύνη για το ατύχημα, σε ποσοστό 50%, υπό τύπον αμέλειας, ενώ και η εφεσίβλητη-ενάγουσα έφερε ευθύνη στο ίδιο ποσοστό, υπό τύπον συντρέχουσας αμέλειας.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, στην εμπεριστατωμένη απόφασή της, κατέληξε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα αφού έλαβε υπόψιν της, μεταξύ άλλων, ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα είχε διασταυρώσει την πρώτη πλευρά του δρόμου (τη βόρεια) και πέρασε στη διαχωριστική νησίδα με πρόθεση να προχωρήσει να διασταυρώσει και την απέναντι πλευρά (τη νότια). Σε σημείο που βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν της νότιας πλευράς του δρόμου, η εφεσίβλητη ήλθε σε σύγκρουση με το όχημα το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων, με ταχύτητα μικρότερη των 50 χαω. Ο εφεσείων, που οδηγούσε στη νότια πλευρά του δρόμου, τη στιγμή που ξεκίνησε για να αλλάξει λωρίδα και να μπει από τη δεξιά στην αριστερή λωρίδα, αντιλήφθηκε τράνταγμα στο όχημα του και παράλληλα άκουσε ανθρώπινη φωνή. Αμέσως πάτησε φρένο. Η κίνηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν μέτρια και υπήρχε αρκετά καλός οδικός φωτισμός ενώ η ορατότητα, σε σχέση με την πορεία του οχήματος του εφεσείοντα, ήταν πέραν των 100 μέτρων. Το πλάτος του δρόμου ήταν 6.60 μέτρα και αποτελείτο από δύο λωρίδες με υποχρεωτική κατεύθυνση προς αναταλάς. Στη μέση υπάρχει κτιστή διαχωριστική νησίδα και το σημείο συγκρούσεως βρίσκεται σε απόσταση 2.70 μέτρων βόρεια από τη νησίδα. Πέρα από τη νησίδα υπήρχαν ακόμη δύο λωρίδες κυκλοφορίας με υποχρεωτική κατεύθυνση προς δυσμάς. Τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσείοντα αρχίζουν 2.10 μέτρα, μετά το σημείο συγκρούσεως. Η εφεσίβλητη, μετά από τη σύγκρουση, κτύπησε στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα. Η σύγκρουση έγινε μεταξύ του (μπροστινού) δεξιού μέρους του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, Αστυφύλακα Χριστοδούλου, ο οποίος επισκέφθηκε τη σκηνή του δυστυχήματος μετά το ατύχημα και ετοίμασε το σχετικό σχεδιάγραμμα. Δέχθηκε επίσης ως αξιόπιστη και τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, Αστυφύλακα 2009 Αντωνίου, ο οποίος μαζί με το Μ.Ε.1, επισκέφθηκαν τη σκηνή του δυστυχήματος μετά το ατύχημα, και έβγαλε φωτογραφίες τις οποίες παρουσίασε στο δικαστήριο. Ο μάρτυρας αυτός πήρε και ανακριτική κατάθεση από τον εφεσείοντα την οποίαν παρουσίασε επίσης στο δικαστήριο. Σημειώνεται συναφώς ότι ο εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία στο δικαστήριο.
Αναφορικά με τη Μ.Ε.3, η οποία περπατούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στο νότιο πεζοδρόμιο, μπροστά από το ξενοδοχείο ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ στη Λεμεσό, και ήταν αυτόπτης μάρτυρας, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η μαρτυρία της δεν μπορούσε να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για το δικαστήριο και δεν την αποδέχθηκε.
Ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως καθοριστικούς παράγοντες (α) την υπαιτιότητα και (β) την αιτιώδη συνάφεια. Ο καταμερισμός γίνεται υπό το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας του μέσου συνετού πολίτη και όχι μικροσκοπικά, όπως παρατήρησε, με αναφορά στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 178. Η αμέλεια συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής, κάτω από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Η επιμέλεια κρίνεται απρόσωπα και αντικειμενικά (Δέστε: Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475).
Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψιν του και καθοδηγήθηκε από την απόφαση στην υπόθεση Νικολάου ν. Λουκά (1985) 1 Α.Α.Δ. 91 στην οποίαν τονίστηκε ότι οι πεζοί δικαιούνται να τυγχάνουν εύλογης προστασίας από τους οδηγούς αλλά οφείλουν και οι ίδιοι να παίρνουν μέτρα αυτοπροστασίας. Αναφέρθηκε ακόμα στην Ταβέλλης ν. Ευαγγέλου (1984) 1 Α.Α.Δ. 480 στην οποίαν το Εφετείο παρατήρησε ότι τόσο ο οδηγός όσο και ο πεζός έχουν καθήκον να επιδείξουν επιμέλεια ο ένας προς τον άλλο, καθώς και προς τους υπόλοιπους που χρησιμοποιούν το δρόμο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σχολίασε και την απόφαση στην Οδυσσέως ν. Χατζηλούκα (2000) 1 Α.Α.Δ. 185 στην οποίαν αναφέρθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα-εναγόμενου, με εισήγηση ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα ευθυνόταν εξολοκλήρου για το ατύχημα. Έκρινε ότι τα γεγονόταν της Οδυσσέως (ανωτέρω) ήταν διαφορετικά από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθότι στην Οδυσσέως ο οδηγός είχε τη δέουσα κατόπτευση του δρόμου και εφάρμοσε τα φρένα του οχήματος του μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της πεζής. Στην προκείμενη περίπτωση, ήταν εύρημα του δικαστηρίου ότι τα ίχνη τροχοπέδησης άρχιζαν μετά το σημείο σύγκρουσης και επίσης, ο ίδιος ο εφεσείων (στην κατάθεση του στην Αστυνομία), παραδέχθηκε ότι το πρώτο που αντιλήφθηκε ήταν το τράνταγμα στο όχημα του και την ανθρώπινη φωνή ενώ δεν είχε αντιληφθεί προηγουμένως την πεζή εφεσίβλητη, η οποία βρισκόταν περίπου, στο κέντρο της νότιας πλευράς του δρόμου.
Κατά την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προσομοίαζαν περισσότερο στα γεγονότα της υπόθεσης Perera v. ΑΣΤΡΑ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1074 στην οποίαν το Εφετείο καταλόγισε ποσοστό ευθύνης 50% στην κάθε πλευρά, αφού έλαβε υπόψιν ότι η σύγκρουση είχε γίνει αμέσως μόλις η εφεσείουσα-πεζή, έστω και απότομα, και χωρίς να ελέγξει αριστερά και δεξιά το δρόμο, κινήθηκε και εισήλθε στην πορεία κυκλοφορίας της εφεσίβλητης-οδηγού αλλά και η εφεσίβλητη δεν είχε αντιληφθεί την εφεσείουσα πριν τη σύγκρουση. Αν η εφεσίβλητη πρόσεχε καλύτερα στην πορεία της δεν μπορεί παρά να αντιλαμβανόταν την κίνηση της εφεσείουσας προς διασταύρωση του δρόμου και τελικά την ύπαρξη της στο μέσο του δρόμου. Στην ίδια υπόθεση το Εφετείο, καταμερίζοντας ποσοστό 50% ευθύνη στην εφεσείουσα πεζή τόνισε ότι αυτή προτού επιχειρήσει να εισέλθει στη λωρίδα κυκλοφορίας όπου εκινείτο το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης θα έπρεπε να είχε βεβαιωθεί ότι αυτό ήταν απόλυτα ασφαλές.
Στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων, πριν προσπαθήσει να εισέλθει από τη δεξιά λωρίδα του δρόμου στην αριστερή, αν είχε στραμμένη την προσοχή του στο δρόμο, δεν μπορούσε παρά να αντιληφθεί την κίνηση της ενάγουσας η οποία είχε ήδη διασταυρώσει τη δεξιά νότια πλευρά του δρόμου και βρισκόταν στη μέση της βόρειας πλευράς του δρόμου. Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά παρατήρησε, ότι δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του για τον τρόπο που η ενάγουσα-εφεσίβλητη εισήλθε στο δρόμο. Έστω όμως και εάν η ενάγουσα-εφεσίβλητη είχε εισέλθει στο δρόμο απότομα, όπως συνέβηκε και στην υπόθεση Perera (ανωτέρω), αυτό δεν απαλλάσσει της ευθύνης τον εφεσείοντα, ο οποίος δεν αντιλήφθηκε την εφεσίβλητη καθόλου πριν τη σύγκρουση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, όμως, αφού αναφέρθηκε στην υπόθεση Αβραάμ ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 50, έκρινε και την εφεσίβλητη υπόλογη συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 50% καθότι δεν χρησιμοποίησε την ασφαλή διάβαση πεζών, η οποία βρισκόταν 37 μέτρα από το σημείο συγκρούσεως και καθότι, αν η εφεσίβλητη κοίταζε το δρόμο προσεκτικά πριν διασταυρώσει, θα αντιλαμβανόταν το όχημα του εφεσείοντα το οποίο είχε αναμμένα τα φώτα του και κινείτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας (αρχικά). Η εφεσίβλητη, υπό τις περιστάσεις, προσπάθησε να διασταυρώσει χωρίς να βεβαιωθεί ότι αυτό ήταν ασφαλές (Δέστε: Κυριάκου ν. Φινοπούλου (2002) 1 Α.Α.Δ. 195).
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά ουσιαστικά στην, κατ' ισχυρισμό, παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να εξετάσει το κατά πόσον υπήρχε όντως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του εφεσείοντα και της πρόκλησης του ατυχήματος. Το ερώτημα που θα έπρεπε να είχε απασχολήσει το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα, είναι το κατά πόσον, ακόμα και αν ο εφεσείων έβλεπε την πεζή εφεσίβλητη, πριν τη σύγκρουση, να διασταυρώνει, του παρείχετο η δυνατότητα να αποφύγει το ατύχημα. Κατά την κα Ερωτοκρίτου, από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία αναφορικά με την απόσταση που κάλυψε η εφεσίβλητη από τη στιγμή που θα έπρεπε να την είχε δει ο εφεσείων, αν δεν ήταν αμελής, δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στον εφεσείοντα, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη, όπως δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, έκαμε απότομη κίνηση για να διασταυρώσει και οι ζημιές στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα βρίσκονταν στο πλαϊνό δεξί μέρος του αυτοκινήτου. Η κα Ερωτοκρίτου αναφέρθηκε ειδικά στην υπόθεση Carter v. Sheath [1990] R.T.R. 12, όπου το Αγγλικό Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, απάλλαξε τον οδηγό από οποιαδήποτε ευθύνη επειδή δεν είχε αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης του να δει τον πεζό και της πρόκλησης του ατυχήματος. Άλλη υπόθεση, που ανέφερε η κα. Ερωτοκρίτου, είναι η Knight v. Fellick [1977] R.T.R 316 στην οποία θεωρήθηκε σημαντικό στοιχείο, εναντίον του καταμερισμού ευθύνης στον οδηγό, ότι δεν υπήρχε ζημιά στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου. Η κα Ερωτοκρίτου, επίσης, εισηγήθηκε ότι, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Ε.2, η ζημιά ήταν στην καμάρα πάνω από τη δεξιά πλαϊνή επιφάνεια του δεξιού μπροστινού τροχού και όχι στην μπροστινή δεξιά γωνία του φτερού, όπως βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη, πριν τη σύγκρουση, εισήλθε στο δρόμο για να διασταυρώσει από τη διαχωριστική νησίδα, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Ε.3, η οποία όμως κρίθηκε ως αναξιόπιστη. Αυτή η θέση, κατά την κα Ερωτοκρίτου, έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του αξιόπιστου Μ.Ε.4, ο οποίος είπε ότι η κίνηση της εφεσίβλητης να προχωρήσει, από τη νησίδα, για να διασταυρώσει τη βόρεια πλευρά του δρόμου ήταν απρόσμενη και απρόβλεπτη.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα του πρωτόδικου συμπεράσματος ότι, επειδή τα ίχνη τροχοπέδησης άρχιζαν 2.10 μέτρα μετά το σημείο σύγκρουσης, αυτό φανέρωνε ότι ο εφεσείων δεν είχε τη δέουσα κατόπτευση του δρόμου. Έστω και αν έτσι είχαν τα πράγματα το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε εξετάσει περαιτέρω κατά πόσον το μεμπτό της διαγωγής του εφεσείοντα, δηλαδή η υπαιτιότητα του, συνδεόταν, με αιτιώδη συνάφεια, με την πρόκληση του ατυχήματος και της ζημιάς της εφεσίβλητης.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις εισηγήσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντα. Στις υποθέσεις Carter (ανωτέρω) και Knight (ανωτέρω) τα γεγονότα ήταν διαφορετικά από την παρούσα υπόθεση. Στην πρώτη, ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί πού βρισκόταν και τι έκανε ο ενάγων-πεζός κατά τον ουσιώδη χρόνο που το αυτοκίνητο του εναγομένου τον προσέγγιζε. Ήταν όμως φανερό ότι η απότομη κίνηση του ενάγοντα θα πρέπει να έγινε τη στιγμή που το αυτοκίνητο του εναγόμενου ήταν σχεδόν πάνω του (almost on top of him). Υπό τις περιστάσεις κρίθηκε ότι δεν είχε αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια. Στην Knight (ανωτέρω) το Αγγλικό Εφετείο έκρινε ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν είχε οποιαδήποτε ευκαιρία αποφυγής του ατυχήματος ένεκα της ξαφνικής κίνησης του ενάγοντα-πεζού.
Στην προκείμενη, όμως, περίπτωση αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη βρισκόταν πάνω στη διαχωριστική νησίδα και στη συνέχεια, έστω με ξαφνική και απρόσμενη κίνηση, προχώρησε να διασταυρώσει τη νότια πλευρά του δρόμου και μάλιστα είχε ήδη καλύψει 2.70 μέτρα (από τα 6.60 μέτρα) της νότιας πλευράς του δρόμου. Η ορατότητα του εφεσείοντα ήταν καλή, ήταν πέραν των 100 μέτρων, ο εφεσείων οδηγούσε με αναμμένα τα φώτα του, και σχετικά μικρή ταχύτητα και η κίνηση ήταν αραιή. Υπό τις προαναφέρομενες περιστάσεις της καλής ορατότητας, της μικρής ταχύτητας του εφεσείοντα, και της προαναφερόμενης θέσης και των κινήσεων της εφεσίβλητης, η κοινή λογική μας οδηγεί, αβίαστα, στο συμπέρασμα ότι, αν ο εφεσείων είχε επιμελή και επαρκή προσοχή στο δρόμο, θα είχε προσέξει την παρουσία, τη θέση και τις κινήσεις της εφεσίβλητης και θα είχε την ευκαιρία να πάρει μέτρα αποφυγής του ατυχήματος, πριν αυτό συμβεί. Δεν θεωρούμε ότι η εφεσίβλητη, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν έδωσε μαρτυρία λόγω προφανώς της κατάστασης της υγείας της, είχε το βάρος να προσφέρει μαρτυρία αναφορικά με την ακριβή απόσταση στην οποία βρισκόταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, όταν αυτή έκανε την προαναφερόμενη κίνηση της. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη βρισκόταν πάνω στη διαχωριστική νησίδα, έβλεπε προς το βόρειο μέρος του δρόμου και στη συνέχεια, έστω και με απότομη κίνηση, προχώρησε να διασταυρώσει το δρόμο και κάλυψε τη μισή σχεδόν απόσταση των 2.70 μέτρων από τα 6.60 μέτρα, από μόνο του και με τη χρήση της κοινής λογικής, δείχνει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της μεμπτής συμπεριφοράς, της υπαιτιότητας δηλαδή και της αμέλειας του εφεσείοντα, με την πρόκληση του ατυχήματος και τη ζημιά της εφεσίβλητης. Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο, αν ο εφεσείων δεν ήταν αμελής, δεν θα μπορούσε να λάβει μέτρα αποφυγής του ατυχήματος. Αντί τούτου είναι προφανές ότι κανένα τέτοιο μέτρο δεν έλαβε πριν τη σύγκρουση, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε και όπως τα ίχνη τροχοπέδησης του, αποδεικνύουν.
Αναφορικά με τις ζημιές στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα η κυρία Ερωτοκρίτου ανέφερε ότι η πρωτόδικος Δικαστής έσφαλε, στη σελ. 10 της απόφασης της, όταν βρήκε ότι οι ζημιές στο όχημα του εφεσείοντα ήταν «στην μπροστινή δεξιά γωνία του φτερού, στο μπροστινό καπό δεξιά, και στο μπροστινό δεξιό στύλο της πόρτας του οδηγού». Ο Μ.Ε.2, ο οποίος κρίθηκε ως αξιόπιστος, στη μαρτυρία του (σελ. 51 των πρακτικών), αντεξεταζόμενος είπε ότι οι ζημιές στο όχημα ήταν στην μπροστινή δεξιά γωνία. Δεν μπορούσε να πει «η γωνία με ακρίβεια πόσες μοίρες είναι αριστερά πόσες δεξιά, είναι η γωνία. Μπορεί να είναι στο φτερό, σύμφωνα με τις ζημιές που γράφει εδώ ο συνάδελφος». Στη συνέχεια είπε ότι η ζημιά ήταν στην μπροστινή δεξιά γωνία, στη γωνία του φτερού. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την κυρία Ερωτοκρίτου ότι έσφαλε το πρωτόδικο δικαστήριο σχετικά και με αυτό το θέμα.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε τη μαρτυρία της Μ.Ε.3, που ήταν αυτόπτης μάρτυς, καθότι η μαρτυρία της βρισκόταν σε σύγκρουση, σε κάποια σημεία, με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία, δέχθηκε όμως τη μαρτυρία του Μ.Ε.4, ο οποίος ακολουθούσε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα και ο οποίος ανέφερε ότι η κίνηση της εφεσίβλητης, να διασταυρώσει ήταν απρόσμενη και απρόβλεπτη. Είναι στη βάση αυτής της μαρτυρίας (του Μ.Ε.4) που το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στον καταμερισμό 50% - 50%. Επομένως ο εφεσείων δεν μπορεί να παραπονείται, καθότι ο καταμερισμός έγινε με βάση την ευνοϊκότερη, για τον εφεσείοντα, εκδοχή.
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον πρώτο και αφορά στην αιτιώδη συνάφεια, δηλαδή τη δυνατότητα που είχε ο εφεσείων να προβεί σε κινήσεις αποφυγής του ατυχήματος, όταν έγινε η ξαφνική και απρόσμενη κίνηση της εφεσίβλητης. Αυτό ήδη το απαντήσαμε στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και της κοινής λογικής, έχοντας υπόψιν σχετικές αυθεντίες όπως είναι η Perera (ανωτέρω), της οποίας τα γεγονότα προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους και τους απορρίπτουμε. Κρίνουμε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή, δίκαιη και απόλυτα αιτιολογημένη.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.