ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2015:A809

(2015) 1 ΑΑΔ 2640

3 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2010)

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΤΗΣ,

 

Εφεσείων - Εναγόμενος,

 

ν.

 

1. ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΩΡΗ,

2. ΑΡΓΥΡΩΣ ΘΕΩΡΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ

   ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

   ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

   ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

 

 

(Πολιτικη Έφεση Αρ. 322/2010)

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΤΗΣ,

 

Εφεσείων - Εναγόμενος,

 

ν.

 

ΕΛΕΝΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΤΣΑΠΑΡΕΛΛΑ, ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΩΝ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑ

ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΥΛΑΣ ΤΣΑΠΑΡΕΛΛΑ.

 

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 323/2010)

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΤΗΣ,

 

Εφεσείων - Εναγόμενος,

 

ν.

 

ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΝΔΡΕΑ ΤΣΑΠΑΡΕΛΛΑ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

(Πολιτικές Εφέσεις Aρ. 321/2010, 322/2010 και 323/2010)

 

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Εφεσείων ο οποίος οδηγούσε αυτοκίνητο στο δρόμο Φρενάρους-Σωτήρας στην προσπάθεια του να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα, συγκρούστηκε με εξ αντιθέτου κινούμενο μοτοποδήλατο ― Ο νεαρός οδηγός του ενεχόμενου μοτοποδηλάτου τραυματίστηκε θανάσιμα και οι δυο συνεπιβάτιδες του, τραυματίστηκαν σοβαρά ― Εκρίθη πρωτοδίκως, ότι η ευθύνη για το δυστύχημα βάρυνε αποκλειστικά τον εφεσείοντα ―- Επικυρώθηκε κατ' έφεση.

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία ο εφεσείων εκρίθη ως αποκλειστικός υπαίτιος θανατηφόρου δυστυχήματος το οποίο είχε ως συνέπεια και τον σοβαρό τραυματισμό και άλλων δύο προσώπων ― Στηρίχθηκε σε αμφισβήτηση ευρημάτων αξιολόγησης μαρτυρίας ― Απόφανση Εφετείου περί εύλογα επιτρεπτής πρωτόδικης κατάληξης.

 

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Αναβολή δικασίμου ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με επτά αναβολές συνεχιζόμενης ακρόασης η οποία επανήρχισε σε απόσταση επτά μηνών από την τελευταία δικάσιμο ― Υπόδειξη για πρακτικές οι οποίες πρέπει να αποφεύγονται.

 

Οι εφέσεις είχαν ως μοναδικό αντικείμενο την ανατροπή της αξιολόγησης και μέρους των ευρημάτων πρωτόδικης απόφασης η οποία εκδόθηκε σε αγωγή, αναφορικά με τροχαίο ατύχημα που έγινε στις 22/9/2002 με τραγικές συνέπειες, στο δρόμο Φρενάρους-Σωτήρας.

 

Κατά την πιο πάνω ημερομηνία, ενώ ο εφεσείων οδηγούσε το όχημα του κατά μήκος του δρόμου Φρενάρους-Σωτήρας, στην προσπάθεια του να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα, συνεκρούσθη με το εξ αντιθέτου κινούμενο μοτοποδήλατο, οδηγούμενο από τον αποβιώσαντα, εφεσίβλητο στην έφεση αρ. 321/2010. Ο νεαρός οδηγός του ενεχόμενου μοτοποδηλάτου τραυματίστηκε θανάσιμα ενώ δυο συνεπιβάτιδες του, οι εφεσίβλητες στις εφέσεις αρ. 322/2010 και 323/2010, ηλικίας 15 και 19 ετών, τραυματίστηκαν σοβαρά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η ευθύνη για το δυστύχημα βάρυνε αποκλειστικά τον εφεσείοντα.

Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, ο Εναγόμενος οδηγούσε εντός του ορίου ταχύτητας και περίμενε να ευθυγραμμιστεί ο δρόμος για να αρχίσει να προσπερνά.

 

Όμως, η ύπαρξη διακεκομμένης άσπρης γραμμής, σε συνδυασμό με την ώρα του δυστυχήματος, δηλαδή σούρουπο με το φυσικό φωτισμό να μειώνεται κάθε λεπτό, επέβαλλαν σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο στον Εναγόμενο αυξημένη ευθύνη. Όφειλε όπως έκρινε, να ελέγξει αποτελεσματικά το δρόμο προτού αρχίσει να προσπερνά. Αφ' ης δε στιγμής ο δρόμος ήταν ευθύς, με πολύ μεγάλη ορατότητα και με φυσικό φωτισμό που του επέτρεπε, έστω και με αυξημένη εγρήγορση, να δει μπροστά του σε μεγάλη απόσταση,  έπρεπε να είχε δει το μοτοποδήλατο πολύ νωρίτερα και είτε να μην προσπεράσει, είτε να κάμει αποτελεσματικές αποτρεπτικές ενέργειες.

 

Το ότι το μοτοποδήλατο δεν είχε φώτα, δεν τον απαλλάσσει ευθύνης, εκρίθη πρωτοδίκως. Κατά την ώρα του δυστυχήματος δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση στο μοτοποδήλατο και αφού μπορούσε να ήταν ορατό, ο Εναγόμενος έπρεπε να το είχε δει. Η ευθύνη του Εναγομένου δεν περιοριζόταν στο να ελέγξει την τροχαία κίνηση μέχρι εκεί που έφτανε η ακτίνα των δικών του φώτων, ούτε να κοιτάζει να δει για φώτα των εξ αντιθέτου οχημάτων.

 

Τέλος, σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, το ότι κανένας από τους άλλους μάρτυρες, ήτοι τους Μ.Υ.1 και 2, δεν αντιλήφθηκε το μοτοποδήλατο, δεν μεταβάλλει την κατάσταση. Ο μεν Μ.Υ.1 Νικολάου έλεγχε την τροχαία με βάση τον δικό του τρόπο οδήγησης, που ήταν να ακολουθεί τα άλλα δύο οχήματα, η δε Μ.Υ.2 Φελλά, ήταν απλώς συνοδηγός. Αντίθετα, ήταν ο Εναγόμενος που ήθελε να προσπεράσει και να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, γι' αυτό και έπρεπε να ασκούσε τη δέουσα παρατηρητικότητα, την οποία  δεν άσκησε.

 

Οι εφέσεις στηρίχθηκαν στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Ε.1, Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο την αξιολόγησε κατά τρόπο ανορθολογικό και λανθασμένο, παραγνωρίζοντας την  με αυθαίρετη αιτιολογία.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη και αναιτιολόγητη η αξιολόγηση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, την οποία παρερμήνευσε αυθαίρετα και έκρινε αυτήν ως ανειλικρινή.

 

γ)  Ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 (συνεπιβάτιδες) από το πρωτόδικο Δικαστήριο και το ότι αυτή εκρίθη αξιόπιστη και αποδεκτή παρά τις αντιφάσεις που παρατηρούνταν και παραγνωρίζοντας το συμφέρον που είχαν στην υπόθεση. Επίσης κατά αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής δεν χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο «το ίδιο κριτήριο της παρεμβολής του υποκειμενικού στοιχείου κατά τον καθορισμό του εάν είναι μέρα ή νύκτα που αυθαίρετα υιοθέτησε για να ανατρέψει τον κατά τα άλλα ειλικρινή μάρτυρα Μ.Υ.2.

 

δ)  Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η «Μ.Ε.3 έδωσε σαφή εικόνα για την ορατότητα «όσο πιάνει το μάτι της» ως αντίθετο με άλλα ευρήματα και συμπεράσματα του.

 

ε)  Ήταν λανθασμένη η αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του Μ.Ε.5, που εισηγείτο ότι «η ώρα 7.04 μ.μ. που πήρε το μήνυμα για το ατύχημα και ακολούθως ξεκίνησε προς τη σκηνή του ατυχήματος, υπήρχε φως της ημέρας και μπορούσε να οδηγεί με το φως της ημέρας είτε είχε τα φώτα του ασθενοφόρου αναμμένα είτε όχι και ότι τα φώτα του αυτοκινήτου δεν βοηθούσαν.

 

στ) Υπήρξε «παραγνώριση» μαρτυρίας ανεξάρτητων μαρτύρων (Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2) που είχαν ίδια αντίληψη του φυσικού φωτισμού επί τόπου ακριβώς τη στιγμή που έγινε το δυστύχημα, αποφαινόμενο ότι δεν υπήρχε επακριβής καθορισμός της ώρας του δυστυχήματος, παρά μόνο όλοι οι μάρτυρες αναφέρονται στην ώρα του δυστυχήματος γύρω στις 7 μ.μ.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι γνωστές οι αρχές αναφορικά με την πάγια θέση της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση.

 

2.  Παρ' όλα ταύτα επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία ή διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση των δεδομένων ήταν πλημμελής.

 

3.  Με δεδομένη την πιο πάνω αποκρυσταλλωμένη νομολογία, εξετάστηκαν με μεγάλη προσοχή τα όσα παράπονα και λόγοι υποβλήθηκαν από πλευράς εφεσείοντα.

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Μ.Ε.1 ως ειλικρινή μάρτυρα. Παρ' όλα ταύτα τον κατέκρινε διότι αν και έκανε το «τεστ» με αντίστοιχα οχήματα την επομένη ημέρα του ατυχήματος, στον τόπο του ατυχήματος, εντούτοις δεν ανέφερε, όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «τις ακριβείς συνθήκες φωτισμού κάθε λεπτό που περνούσε, αφού αυτό ήταν το σημαντικότατο καθώς και το κατά πόσο μπορούσε να διακρίνει χωρίς τα φώτα του οχήματος».

 

5.  Χωρίς καμιά αμφιβολία το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθό τόσο στις παρατηρήσεις του όσο και στην κατάληξη αναφορικά με το Μ.Ε.1.

 

6.  Ο μάρτυρας, καταθέτοντας αναφορικά με το «τεστ», ως άνω, που διενήργησε ήταν ξεκάθαρος ότι δεν ήταν απόλυτα ορθό και αντικειμενικό. Ξεκάθαρα φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν καθ' όλα ορθό τόσο στην καταγραφή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 όσο και στην αξιολόγηση της.

 

7.  Σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία ο Μ.Ε.1 χρησιμοποίησε ένα Nissan Primera, όπως το ενεχόμενο όχημα του εφεσείοντα. Ασφαλέστερο θα ήταν εάν αυτό ήταν δυνατό, να χρησιμοποιηθεί το ίδιο το ενεχόμενο όχημα για να αχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Διαζευκτικά θα έπρεπε πρώτα και πριν το «τεστ» το όχημα Primera που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.1, να εξεταστεί από ηλεκτρολόγο μηχανικό ώστε ν' αποφανθεί κατά πόσο τα φώτα του ήταν στην ίδια κατάσταση όπως και του ενεχόμενου Primera. Χωρίς τη μαρτυρία αυτή το οποιοδήποτε αποτέλεσμα θα ήταν επισφαλές.

 

8.  Η δεύτερη παράμετρος, όχι ασύνδετη με την πρώτη, επί της οποίας κινήθηκε η συνήγορος για τον εφεσείοντα, αφορούσε στον φυσικό φωτισμό σε συνάρτηση με την ορατότητα του εφεσείοντα και ώρα που έγινε το δυστύχημα.

 

9.  Όπως ήδη αναφέρθηκε το «τεστ» του Μ.Ε.1 «έπασχε» και δεν μπορούσε να δώσει ορθά και ακριβή αποτελέσματα, κάτι που και ο ίδιος δέχτηκε. Από τη μαρτυρία του ότι στις 7.00 μ.μ. που έκανε το τεστ ήταν σούρουπο, υπήρξε η ακόλουθη ερώτηση-απάντηση μεταξύ της συνηγόρου του εφεσείοντα και του Μ.Ε.1.:

 

     «E. Μπορούσατε να δείτε χωρίς φώτα; Εκείνη την ώρα που κάνατε το τεστ μπορούσες να οδηγήσεις χωρίς φώτα; Θωρείς να οδηγήσεις;

 

     Α. Για κάποια απόσταση μπορούσες.»

 

10. Ο Μ.Ε.4 που κλήθηκε από τους εφεσίβλητους κλήθηκε προκειμένου, όπως φαίνεται από τη μαρτυρία του, να καταθέσει για την ορατότητα κατά τον ουσιώδη χρόνο υπό την ιδιότητα του ως μετεωρολογικός λειτουργός.

 

11. Σύμφωνα με αυτόν στις 25/9/2002 που έγινε το δυστύχημα η δύση ηλίου έλαβε χώρα στις 18.37, θερινή ώρα. Από τη δύση του ήλιου μέχρι να επέλθει το σκότος υπάρχει το λυκόφως που διαρκεί κατά τη θερινή περίοδο, λόγω του γεωγραφικού πλάτους της Κύπρου μέχρι και 30 λεπτά. Μέσα στο διάστημα αυτό των 30 λεπτών ο άνθρωπος, ένας κανονικός άνθρωπος, μπορεί να κάνει οποιαδήποτε συνήθη εργασία, ανθρώπινη εργασία ή λειτουργία, έστω και αν υπάρχει σταδιακή μείωση του φωτός.

 

12. Περαιτέρω αν και δέχτηκε ότι ο Σεπτέμβρης είναι φθινοπωρινός μήνας εντούτοις ήταν σταθερή η θέση του ότι ο ήλιος δεν επηρεάζεται λόγω του γεωγραφικού πλάτους μας. Επίσης είπε, ότι λόγω της απόκλισης του ήλιου που είναι μεγάλη, το Φθινόπωρο η διάρκεια του λυκόφωτος είναι περίπου μέχρι και 30 λεπτά. Τέλος κατέθεσε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχε πανσέληνος που ενίσχυε τον φωτισμό.

 

13. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία του Μ.Ε.4 πλην όμως έκρινε «παρακινδυνευμένο για το Δικαστήριο να εξαγάγει ασφαλή και απόλυτα συμπεράσματα ότι κατά τη στιγμή του δυστυχήματος (7.04 μ.μ. το αργότερο), υπήρχε φυσικός φωτισμός». Χρησιμοποίησε όμως τη μαρτυρία του Μ.Ε.4 ως «ενισχυτικό σημείο» της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων στις εφέσεις 322/2010 και 323/2010.

 

14. Ο εφεσείων με την έφεση του δεν προσβάλλει αυτή την αξιολόγηση του Μ.Ε.4 και μεταχείριση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Απεναντίας την χρησιμοποιεί ως αληθή και στέρεη. Όσον αφορούσε στην ώρα που επεσυνέβη το δυστύχημα ο εφεσείων την τοποθετεί στις 7.03-7.04 μ.μ. αποκλείοντας αυτό να έγινε στις 7.10-7.20 μ.μ..

 

15. Από τις πιο πάνω μαρτυρίες και μόνο, αβίαστα κρίνεται ότι η αξιολόγηση και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά και τα όσα εισηγήθηκε η συνήγορος του εφεσείοντα δεν εύρισκαν έρεισμα ή/και αντιστρατεύονταν τη μαρτυρία την οποία και ο εφεσείων αποδέχεται ως ορθή.

 

16. Ειδικότερα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε ότι το δυστύχημα συνέβηκε «μετά τη δύση του ήλιου και στις 7.04 μ.μ. το αργότερο». Το τελευταίο ήταν το ευνοϊκότερο για τον εφεσείοντα σύμφωνα πάντοτε με τη δική του μαρτυρία.

 

17. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι κατά τη στιγμή του δυστυχήματος, έστω και με δεδομένη την ώρα, δηλαδή στο τελικό στάδιο του λυκόφωτος, υπήρχε φυσικός φωτισμός λιγότερος από τις άλλες ώρες της ημέρας, αλλά επαρκής για να μπορέσει κάποιος να δει σε αρκετή απόσταση, στηρίχθηκε στην αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4 που παρατέθηκε πιο πάνω και την οποία ο εφεσείων δεν προσέβαλε αλλά επικαλείτο σε ορισμένες περιπτώσεις.

 

18. Δεν διαπιστωνόταν κανένα λάθος ή πλημμέλεια στην αξιολόγηση των δεδομένων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα όσα δε ανέφερε η συνήγορος για τον εφεσείοντα και αφορούσαν σε διάφορες μικροαντιφάσεις που παρατηρούνταν στη μαρτυρία των Μ.Ε.2, 3 και 5 δεν επηρέαζαν τον πυρήνα και την ουσία των δεδομένων που αποκαλύπτονταν από την αξιόπιστη και ειλικρινή μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4.

 

19. Ήταν καθόλα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, ν' απορρίψει την αντίθετη μαρτυρία που προσήχθη από τον εφεσείοντα και μάρτυρες του. 

 

Παρατήρηση Εφετείου:

 

     «Οι ενάγοντες/εφεσίβλητοι ολοκλήρωσαν την παρουσίαση της μαρτυρίας και έκλεισαν την υπόθεση τους στις 24/6/2009. Η ακρόαση επανάρχισε στις 20/1/2010 ήτοι επτά (7) μήνες μετά και αφού αναβλήθηκε επτά (7) φορές. Αυτή η πρακτική είναι λανθασμένη και πρέπει ν' αποφεύγεται. Τα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να τηρούν τη συνταγματική επιταγή για τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και δεν πρέπει να ικανοποιούν αιτήματα αναβολής της, εκτός εάν υπάρχει καλός λόγος, ο οποίος θα κρίνεται δικαστικά».

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd v. Otis Elevators (Cyprus) Ltd κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 277, ECLI:CY:AD:2015:A106,

 

C. Roushas Trading and Development Ltd ν. Mωσαϊκού (2014) 1 Α.Α.Δ. 2746, ECLI:CY:AD:2014:A936.

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Πογιατζής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγές Αρ. 118/2004-120/2004), ημερομ. 8/10/2010.

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο σε όλες τις εφέσεις.

 

Λ. Βραχίμης, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες σε όλες τις εφέσεις.

 

Α. Μάγος και Κλ. Κλεάνθους, για τους Εφεσίβλητους-εξ ανταπαιτήσεως εναγομένους στην 321/2010.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Οι τρεις (3) εφέσεις υπό εξέταση έχουν ως μοναδικό αντικείμενο την ανατροπή της αξιολόγησης και μέρος των ευρημάτων που έγιναν από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τροχαίο ατύχημα που έγινε στις 22/9/2002 με τραγικές συνέπειες στο δρόμο Φρενάρους-Σωτήρας. Ειδικότερα, κατά την πιο πάνω ημερομηνία και ενώ ο εφεσείων οδηγούσε το όχημα του κατά μήκος του δρόμου Φρενάρους-Σωτήρας, στην προσπάθεια του να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα, συνεκρούσθη με το εξ αντιθέτου κινούμενο μοτοποδήλατο, οδηγούμενο από τον αποβιώσαντα, εφεσίβλητο στην έφεση αρ. 321/10. Ο νεαρός οδηγός του ενεχόμενου μοτοποδηλάτου τραυματίστηκε θανάσιμα ενώ δυο συνεπιβάτιδες του, οι εφεσίβλητες στις εφέσεις 322 και 323, ηλικίας 15 και 19 ετών, τραυματίστηκαν σοβαρά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η ευθύνη για το δυστύχημα βάρυνε αποκλειστικά τον εφεσείοντα. Ενόψει του αντικειμένου της έφεσης παραθέτουμε μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά τον καταλογισμό της ευθύνης, απόρροια της αξιολόγησης της μαρτυρίας και ευρημάτων, που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

«Αμέλεια Εναγομένου - Συντρέχουσα Αμέλεια

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω το κατά πόσο ο Εναγόμενος επέδειξε αμέλεια. Η αποδεκτή μαρτυρία είναι ότι ο Εναγόμενος οδηγούσε εντός του ορίου ταχύτητας και περίμενε να ευθυγραμμιστεί ο δρόμος για να αρχίσει να προσπερνά.

 

Όμως, η ύπαρξη διακεκομμένης άσπρης γραμμής, σε συνδυασμό με την ώρα του δυστυχήματος, δηλαδή σούρουπο με το φυσικό φωτισμό να μειώνεται κάθε λεπτό, επέβαλλαν στον Εναγόμενο αυξημένη ευθύνη. Όφειλε να ελέγξει αποτελεσματικά το δρόμο προτού αρχίσει να προσπερνά. Αφ' ης δε στιγμής ο δρόμος ήταν ευθύς, με πολύ μεγάλη ορατότητα και με φυσικό φωτισμό που του επέτρεπε, έστω και με αυξημένη εγρήγορση, να δει μπροστά του σε μεγάλη απόσταση, θεωρώ ότι έπρεπε να είχε δει το μοτοποδήλατο πολύ νωρίτερα και είτε να μην προσπεράσει, είτε να κάμει αποτελεσματικές αποτρεπτικές ενέργειες.

 

Το ότι το μοτοποδήλατο δεν είχε φώτα, δεν τον απαλλάσσει ευθύνης. Υπενθυμίζω ότι κατά την ώρα του δυστυχήματος δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση στο μοτοποδήλατο και αφού μπορούσε να ήταν ορατό, ο Εναγόμενος έπρεπε να το είχε δει. Η ευθύνη του Εναγομένου δεν περιοριζόταν στο να ελέγξει την τροχαία κίνηση μέχρι εκεί που έφτανε η ακτίνα των δικών του φώτων, ούτε να κοιτάζει να δει για φώτα των εξ αντιθέτου οχημάτων.

 

Τέλος, το ότι κανένας από τους άλλους μάρτυρες, ήτοι τους Μ.Υ.1 και 2, δεν αντιλήφθηκε το μοτοποδήλατο, δεν μεταβάλλει την κατάσταση. Ο μεν Μ.Υ.1 Νικολάου έλεγχε την τροχαία με βάση τον δικό του τρόπο οδήγησης, που ήταν να ακολουθεί τα άλλα δύο οχήματα, η δε Μ.Υ.2 Φελλά, ήταν απλώς συνοδηγός. Αντίθετα, ήταν ο Εναγόμενος που ήθελε να προσπεράσει και να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, γι' αυτό και έπρεπε να ασκούσε τη δέουσα παρατηρητικότητα, την οποία ευρίσκω ότι δεν άσκησε.

 

Η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από Αποφάσεις όπου ο οδηγός μοτοποδηλάτου βρέθηκε να έχει συντρέχουσα αμέλεια ποσοστού 25% επειδή δεν είχε φώτα, αφού εκείνες οι περιπτώσεις αφορούσαν ώρα πλήρους σκότους. (Βλ. Θεοφάνους ν. Κουρουκλά (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 570, Νικολάου ν. Καϊμακάμη (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 570).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι η ευθύνη για το δυστύχημα βαρύνει αποκλειστικά τον Εναγόμενο.»

 

Ο εφεσείων με τις τρεις εφέσεις του και με έξι πανομοιότυπους λόγους προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση ως εσφαλμένη.

Ο πρώτος λόγος αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Ε.1, Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο σύμφωνα με τον εφεσείοντα την «αξιολόγησε κατά τρόπο ανορθολογικό και λανθασμένο, την παραγνώρισε με αυθαίρετη αιτιολογία».

 

Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη η αξιολόγηση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, την οποία σύμφωνα με το λόγο αυτό παρερμήνευσε αυθαίρετα και έκρινε αυτήν ως ανειλικρινή.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 (συνεπιβάτιδες) από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως λανθασμένη, κρίνοντας αυτή ως αξιόπιστη και αποδεκτή παρά τις αντιφάσεις που παρατηρούνται και παραγνωρίζοντας το συμφέρον που είχαν στην υπόθεση. Επίσης κατά αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής δεν χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο «το ίδιο κριτήριο της παρεμβολής του υποκειμενικού στοιχείου κατά τον καθορισμό του εάν είναι μέρα ή νύκτα που αυθαίρετα υιοθέτησε για να ανατρέψει τον κατά τα άλλα ειλικρινή μάρτυρα Μ.Υ.2».

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η «Μ.Ε.3 έδωσε σαφή εικόνα για την ορατότητα «όσο πιάνει το μάτι της» ως αντίθετο με άλλα ευρήματα και συμπεράσματα του.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης προσβάλλει ως λανθασμένη την αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του Μ.Ε.5, που εισηγείτο ότι «η ώρα 7.04 που πήρε το μήνυμα για το ατύχημα και ακολούθως ξεκίνησε προς τη σκηνή του ατυχήματος, υπήρχε φως της ημέρας και μπορούσε να οδηγεί με το φως της ημέρας είτε είχε τα φώτα του ασθενοφόρου αναμμένα είτε όχι και ότι τα φώτα του αυτοκινήτου δεν βοηθούσαν».

 

Τέλος ο έκτος λόγος έφεσης αναφέρεται σε «παραγνώριση» μαρτυρίας ανεξάρτητων μαρτύρων (Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2) που είχαν ίδια αντίληψη του φυσικού φωτισμού επί τόπου ακριβώς τη στιγμή που έγινε το δυστύχημα, αποφαινόμενο ότι δεν υπήρχε επακριβής καθορισμός της ώρας του δυστυχήματος, παρα μόνο όλοι οι μάρτυρες αναφέρονται στην ώρα του δυστυχήματος γύρω στις 7 μ.μ..

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα αναφέρθηκε κατά την ακρόαση σε διάφορα μέρη της απόφασης και των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας προκειμένου να καταδείξει ότι έπασχε η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντίθετα οι δυο ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων υποστήριξαν τόσο την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και τα ευρήματα του ως ορθά και στέρεα.

 

Θα συνεξετάσουμε όλους τους λόγους έφεσης μαζί καθότι όλοι αφορούν θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας και ευρημάτων του Δικαστηρίου.

 

Στην απόφαση μας Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd "υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, Ν. 17(1)/13 (ενεργώντας μέσω της ειδικής διαχειρίστριας της Άντρης Αντωνιάδου) v. Otis Elevators (Cyprus) Ltd κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 277, ECLI:CY:AD:2015:A106  επαναλάβαμε τ' ακόλουθο απόσπασμα από την C. Roushas Trading and Development Ltd. ν. Mωσαϊκού (2014) 1 Α.Α.Δ. 2746, ECLI:CY:AD:2014:A936.

 

«Σταθερή είναι η νομολογία ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση. Αυτή συναποτελεί το αποτέλεσμα της κρίσης του Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας που δίδεται ενώπιον του δια ζώσης (viva voce). Στην Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 555 λέχθηκαν τ' ακόλουθα από το Εφετείο:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (δέστε Baloise Insurance Co Ltd ν. Kατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Παρ' όλα ταύτα επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία ή διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση των δεδομένων ήταν πλημμελής (βλ. Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Δ. Κυθρεώτη & Συνεργάτες (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106, Στ. Αττεσλή κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., Π.Ε. 231/2009, ημερ. 25/10/13)»

Με δεδομένη την πιο πάνω αποκρυσταλλωμένη νομολογία εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή τα όσα παράπονα και λόγους υποβλήθηκαν από πλευράς εφεσείοντα. Παρατηρούμε ότι ο εφεσείων χρησιμοποιεί ουσιαστικά δύο σταθερές παραμέτρους προκειμένου να πλήξει την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η πρώτη παράμετρος αφορά τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, λοχία 853, εξεταστή του ατυχήματος. Σύμφωνα με το μάρτυρα αυτόν, την επόμενη του ατυχήματος, ήτοι στις 26/9/2002, επισκέφθηκε μαζί με συνάδελφο του εκ νέου τη σκηνή του ατυχήματος λίγο πριν τις 7.00 μ.μ. Στη σκηνή πήραν μαζί τους και ένα όχημα τύπου Nissan Primera, παρόμοιο με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα που ενεπλάκη στο δυστύχημα, όπως και ένα μοτοποδήλατο παρόμοιο με το ενεχόμενο στο ατύχημα. Στις 7.00 μ.μ. οδηγήθηκαν το μοτοποδήλατο και το όχημα σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που οδηγούντο το προηγούμενο βράδυ, αντίστοιχα, τα δυο αυτά οχήματα. Το μοτοποδήλατο οδηγείτο χωρίς φώτα. Σύμφωνα λοιπόν με τον Μ.Ε.1 υπό αυτές τις συνθήκες μπορούσε να δει το μοτοποδήλατο καθαρά από τη θέση του Primera στα 25 μέτρα έχοντας τα φώτα του στη χαμηλή στάση.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην αιτιολογία για τον παραμερισμό και παράκαμψη της ξεκάθαρης θέσης του Μ.Ε.1, επικαλούμενο ότι ο Μ.Ε.1 κατάθεσε ότι το τεστ που έκαμε στις 26/9/2002 δεν το θεωρεί ασφαλές. Επίσης καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι απέδωσε στον Μ.Κ.1 μαρτυρία που ποτέ δεν έδωσε και λανθασμένα και αυθαίρετα αποφάνθηκε ότι ο Μ.Ε.1 εστίασε την προσοχή του στην ορατότητα με βάση την ακτίνα των φώτων των οχημάτων και όχι στη βάση του αν υπήρχε ορατότητα χωρίς οποιοδήποτε τεχνητό φωτισμό. Εκείνο που βασικά εισηγείται η συνήγορος είναι ότι με την άνω εξέταση ο Μ.Ε.1 επιδίωκε να βεβαιωθεί για την απόσταση που θα μπορούσε να γίνει ορατό το μοτοποδήλατο, χωρίς αυτό να φέρει φωτισμό, όταν τα φώτα του εξ' αντιθέτου οχήματος ήταν στη χαμηλή στάση στις 7.00 μ.μ. ακριβώς. Σύμφωνα δε με αυτήν η απόσταση ήταν 25 μέτρα και συνεπώς αυτό θα έπρεπε να γίνει εύρημα του Δικαστηρίου. Αν δε ο φυσικός φωτισμός που επικρατούσε κατά το χρόνο εκείνο προσέφερε ορατότητα πέραν των 25 μέτρων θα αναφέρετο από τον Μ.Ε.1 που αξιολογήθηκε ως ειλικρινής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Μ.Ε.1 ως ειλικρινή μάρτυρα. Παρ' όλα ταύτα τον κατέκρινε διότι αν και έκανε το «τεστ» την επομένη ημέρα του ατυχήματος εντούτοις δεν ανέφερε, όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «τις ακριβείς συνθήκες φωτισμού κάθε λεπτό που περνούσε, αφού αυτό ήταν το σημαντικότατο καθώς και το κατά πόσο μπορούσε να διακρίνει χωρίς τα φώτα του οχήματος.»

 

Εξετάσαμε πολύ προσεκτικά όλα όσα τέθησαν ενώπιον μας και ανατρέξαμε προς τούτο και στα πρακτικά. Χωρίς καμιά αμφιβολία καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθό τόσο στις παρατηρήσεις του όσο και στην κατάληξη αναφορικά με το Μ.Ε.1. Ο μάρτυρας, καταθέτοντας αναφορικά με το «τεστ», ως άνω, που διενήργησε ήταν ξεκάθαρος ότι δεν ήταν απόλυτα ορθό και αντικειμενικό. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την αντεξέταση του από τη συνήγορο του εφεσείοντα.:

 

«Ε. Και μπορούσατε να το δείτε για πρώτη φορά στα 25 μέτρα;

 

Α. Μάλιστα.

 

Ε. Και φαντάζομαι ότι σ' αυτό το πείραμα που κάνατε, ορθά βεβαίως το κάνατε, αλλά εσείς αναμένατε πότε θα γίνει ορατό σε εσάς το μοτοποδήλατο. Γνωρίζατε την παρουσία του και αναμένατε πότε θα γίνει ορατό. Όμως υπό τις κανονικές συνθήκες οδήγησης, δεν είναι αυτό.

 

Α. Αυτή η ενέργεια μας και σκεπτόμενος εκ των υστέρων, δεν μπορείς να είσαι απόλυτος. Εγώ γνώριζα ότι θα ερχόταν από απέναντι και σε κάποια στιγμή να το δω.

 

Ε. Άρα θα πούμε ότι είναι το μάξιμουμ τα 25 μέτρα.

 

Α. Ούτε αυτό μπορώ να το πω.

 

Ε. Σίγουρα δεν είναι σε πιο μεγάλη απόσταση. Εσείς αναμένατε να το δείτε.

 

Α. Ακριβώς. Ίσως επειδή το ανέμενα ότι θα το δω, να είχα εστιάσει και την προσοχή μου εκεί. Ήταν μία ενέργεια που κάναμε δεν αμφιβάλλουμε. Δεν μπορεί να είναι τόσο αντικειμενική σε μέτρα αυτή η ενέργεια.»

 

Ξεκάθαρα λοιπόν φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν καθ' όλα ορθό τόσο στην καταγραφή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 όσο και στην αξιολόγηση της.

Παρενθετικά θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τ' ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία ο Μ.Ε.1 χρησιμοποίησε ένα Nissan Primera, όπως το ενεχόμενο όχημα του εφεσείοντα. Ασφαλέστερο θα ήταν εάν αυτό ήταν δυνατό, να χρησιμοποιηθεί το ίδιο το ενεχόμενο όχημα για να αχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Διαζευκτικά θα έπρεπε πρώτα και πριν το «τεστ» το όχημα Primera που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.1, να εξεταστεί από ηλεκτρολόγο μηχανικό ώστε ν' αποφανθεί κατά πόσο τα φώτα του ήταν στην ίδια κατάσταση όπως και του ενεχόμενου Primera. Χωρίς τη μαρτυρία αυτή το οποιοδήποτε αποτέλεσμα θα ήταν επισφαλές.

 

Η δεύτερη παράμετρος, όχι ασύνδετη με την πρώτη, επί της οποίας κινήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα, αφορά τον φυσικό φωτισμό σε συνάρτηση με την ορατότητα του εφεσείοντα και ώρα που έγινε το δυστύχημα. Η συνήγορος κυρίως χρησιμοποιεί ως βάση το «τεστ» του Μ.Ε.1 που έγινε στις 7.00 μ.μ. και με ορατότητα 25 μέτρων που ήταν η ακτίνα των φώτων του χρησιμοποιηθέντος οχήματος στη χαμηλή στάση, εισηγούμενη ουσιαστικά ότι εκείνη την ώρα ήταν σκοτεινά και δεν υπήρχε φωτισμός και η ορατότητα περιορίζετο στα 25 μέτρα ως το εύρημα του Μ.Ε.1. Αυτή τη θέση την στηρίζει περαιτέρω στην εκδοχή των εφεσείοντα, Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2, που κατέθεσαν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν σκοτεινά και όλοι είχαν αναμμένα τα φώτα των οχημάτων τους.

 

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει το «τεστ» του Μ.Ε.1 «έπασχε» και δεν μπορούσε να δώσει ορθά και ακριβή αποτελέσματα, κάτι που και ο ίδιος δέχτηκε. Σημειώνουμε όμως από τη μαρτυρία του ότι στις 7.00 μ.μ. που έκανε το τεστ ήταν σούρουπο και την ακόλουθη ερώτηση- απαντηση μεταξύ της συνηγόρου του εφεσείοντα και του Μ.Ε.1.

 

"E. Μπορούσατε να δείτε χωρίς φώτα. Εκείνη την ώρα που κάνατε το τεστ μπορούσες να οδηγήσεις χωρίς φώτα; Θωρείς να οδηγήσεις;

 

Α. Για κάποια απόσταση μπορούσες.»

 

Ο Μ.Ε.4 που κλήθηκε από τους εφεσίβλητους κλήθηκε προκειμένου, όπως φαίνεται από τη μαρτυρία του, να καταθέσει για την ορατότητα κατά τον ουσιώδη χρόνο υπό την ιδιότητα του ως μετεωρολογικός λειτουργός. Σύμφωνα με αυτόν στις 25/9/02 που έγινε το δυστύχημα η δύση ηλίου έλαβε χώρα στις 18.37, θερινή ώρα. Από τη δύση του ήλιου μέχρι να επέλθει το σκότος υπάρχει το λυκόφως που διαρκεί κατά τη θερινή περίοδο, λόγω του γεωγραφικού πλάτους της Κύπρου μέχρι και 30 λεπτά. Μέσα στο διάστημα αυτό των 30 λεπτών ο άνθρωπος, ένας κανονικός άνθρωπος, μπορεί να κάνει οποιαδήποτε συνήθη εργασία, ανθρώπινη εργασία ή λειτουργία, έστω και αν υπάρχει σταδιακή μείωση του φωτός. Περαιτέρω αν και δέχτηκε ότι ο Σεπτέμβρης είναι φθινοπωρινός μήνας εντούτοις ήταν σταθερή η θέση του ότι ο ήλιος δεν επηρεάζεται λόγω του γεωγραφικού πλάτους μας. Επίσης είπε, ότι λόγω της απόκλισης του ήλιου που είναι μεγάλη, το Φθινόπωρο η διάρκεια του λυκόφωτος είναι περίπου μέχρι και 30 λεπτά. Τέλος κατέθεσε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχε πανσέληνος που ενίσχυε τον φωτισμό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία του Μ.Ε.4 πλην όμως έκρινε «παρακινδυνευμένο για το Δικαστήριο να εξαγάγει ασφαλή και απόλυτα συμπεράσματα ότι κατά τη στιγμή του δυστυχήματος (7.04 μ.μ. το αργότερο), υπήρχε φυσικός φωτισμός». Χρησιμοποίησε όμως τη μαρτυρία του Μ.Ε.4 ως «ενισχυτικό σημείο» της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων στις εφέσεις 322/2010 και 323/2010.

 

Ο εφεσείων με την έφεση του δεν προσβάλλει αυτή την αξιολόγηση του Μ.Ε.4 και μεταχείριση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Απεναντίας την  χρησιμοποιεί ως αληθή και στέρεη - βλ. αιτιολογία πέμπτου και έκτου λόγου. Όσον αφορά την ώρα που επεσυνέβη το δυστύχημα ο εφεσείων την τοποθετεί στις 7.03-7.04 μ.μ. αποκλείοντας αυτό να έγινε στις 7.10-7.20 μ.μ..

 

Από τις πιο πάνω μαρτυρίες και μόνο, αβίαστα κρίνεται ότι η αξιολόγηση και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά και τα όσα εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα δεν βρίσκουν έρεισμα ή/και αντιστρατεύονται τη μαρτυρία την οποία και ο εφεσείων αποδέχεται ως ορθή. Ειδικότερα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε ότι το δυστύχημα συνέβηκε "μετά τη δύση του ήλιου και στις 7.04 μ.μ. το αργότερο». Σημειώνεται εμφαντικά ότι το τελευταίο είναι το ευνοϊκότερο για τον εφεσείοντα συμφωνα πάντοτε με τη δική του μαρτυρία.

 

Το επόμενο σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αυτό που αναφέρεται στη σελ. 21 της απόφασης, ως ακολούθως:

 

«Εκείνο όμως που προβάλλει έντονα από τη μαρτυρία που έχω αποδεχθεί, είναι ότι κατά τη στιγμή του δυστυχήματος, έστω και με δεδομένη την ώρα, δηλαδή στο τελικό στάδιο του λυκόφωτος, υπήρχε φυσικός φωτισμός λιγότερος από τις άλλες ώρες της ημέρας, αλλά επαρκής για να μπορέσει κάποιος να δει σε αρκετή απόσταση.»

 

Όλα τα πιο πάνω, όπως καλά μπορεί να διαπιστωθεί, στηρίζονται στην αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4 που παραθέσαμε πιο πάνω και την οποία ο εφεσείων δεν προσβάλλει αλλά όπως είπαμε, επικαλείται σε ορισμένες περιπτώσεις. Δεν διαπιστώνουμε κανένα λάθος ή πλημμέλεια στην αξιολόγηση των δεδομένων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα όσα δε ανέφερε η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα και αφορούν διάφορες μικροαντιφάσεις που παρατηρούνται στη μαρτυρία των Μ.Ε.2, 3 και 5 δεν επηρεάζουν τον πυρήνα και την ουσία των δεδομένων που αποκαλύπτονται από την αξιόπιστη και ειλικρινή μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4. Παράλληλα, με δεδομένο την αποδοχή της πιο πάνω μαρτυρίας, ήταν καθόλα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, ν' απορρίψει την αντίθετη μαρτυρία που προσήχθη από τον εφεσείοντα και μάρτυρες του. Παρά ταύτα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι χαρακτηρισμοί και αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ανεπαρκή μόρφωση του Μ.Υ.1 και αδυναμία του να διαβάσει την κατάθεση του στην αστυνομία, προκειμένου να καταλήξει σε κρίση όσον αφορά την αξιοπιστία του, δεν συνιστούσαν ορθό μέτρο αξιολόγησης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της μαρτυρίας του στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Κρίνουμε ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των μαρτύρων, Μ.Ε.2, 3 και 5, η μαρτυρία των οποίων είχε κάποια δόση υπερβολής αναφορικά με το φωτισμό και την ορατότητα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά συμφωνούσε στη βάση και σε ουσιώδη σημεία με την αξιόπιστη και ειλικρινή μαρτυρια των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.4.

 

Με την απόρριψη και αυτής της παραμέτρου που υπεβληθη από τη συνήγορο του εφεσείοντα δεν παραμένει οτιδήποτε ουσιαστικό για συζήτηση. Η φρασεολογία που χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, που σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να μην ήταν η ιδανική, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση των πραγμάτων που αφορά την ουσία της υπόθεσης με την επιλογή της εκδοχής που τέθηκε από πλευράς εφεσιβλήτων και την απόρριψη αυτής του εφεσείοντα και των μαρτύρων του.

Πριν αφήσουμε, όμως, τις υποθέσεις, επιβάλλεται να κάνουμε μια παρατήρηση σχετικά με την πορεία της ακρόασης των συνενωμένων αγωγών ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι ενάγοντες/εφεσίβλητοι ολοκλήρωσαν την παρουσίαση της μαρτυρίας και έκλεισαν την υπόθεση τους στις 24/6/2009. Η ακρόαση επανάρχισε στις 20/1/2010 ήτοι επτά (7) μήνες μετά και αφού αναβλήθηκε επτά (7) φορές. Αυτή η πρακτική είναι λανθασμένη και πρέπει ν' αποφεύγεται. Τα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να τηρούν τη συνταγματική επιταγή για τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και δεν πρέπει να ικανοποιούν αιτήματα αναβολής της, εκτός εάν υπάρχει καλός λόγος, ο οποίος θα κρίνεται δικαστικά.

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο