ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2015:A803

(2015) 1 ΑΑΔ 2624

2 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

MIRZA FEIZ HASAN,

 

Εφεσείων - Ενάγων,

 

ν.

 

MIXΑΛΗ ΑΝΔΡΕΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.

 

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 2/2011)

 

 

Αμέλεια ― Ασφαλές σύστημα εργασίας ― Εργατικό ατύχημα ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ έθεσε την αρχή ότι η ευθύνη διατήρησης ασφαλούς συστήματος εργασίας βαρύνει αποκλειστικά τον εργοδότη και δεν μπορεί να μετατεθεί στους ώμους του εργαζομένου, ωστόσο δεν την εφάρμοσε στην ενώπιον του υπόθεση ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αγωγή για αποζημιώσεις λόγω παράβασης ευθύνης εργοδότη για τήρηση ασφαλούς συστήματος εργασίας ― Παραμερίστηκε κατ' έφεση με επέμβαση Εφετείου σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας ― Καθορισμός αποζημιώσεων από το Εφετείο.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία ― Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης ― Θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το Δικαστήριο είναι αναγκασμένο να επιλέξει μία από τις δύο.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία ― Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο.

 

Επανεκδίκαση ― Πότε μπορεί να αποφευχθεί η επανεκδίκαση ― Περίπτωση όπου ενώ υπήρξε έλλειμμα ευρήματος αξιοπιστίας, το Εφετείο προέβη στα δικά του τελικά ευρήματα ― Η νομολογία.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο ― Όταν τα ευρήματα είναι αυθαίρετα, παράλογα ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας ― Το βάρος δε απόδειξης ότι το εύρημα αξιοπιστίας είναι εσφαλμένο το φέρει ο εφεσείων.

 

Με την έφεση, αμφισβητήθηκε η ορθότητα πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αγωγή, με την οποία ο εφεσείων διεκδικούσε αποζημιώσεις συνεπεία τραυματισμού του σε εργατικό ατύχημα που του συνέβη κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του από τον εφεσίβλητο, ως καλουψιής. 

 

Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσείοντα ως προς τα επίδικα γεγονότα, την ημέρα του ατυχήματος, ο εφεσίβλητος του ζήτησε να μεταβεί σε οικία στη Λακατάμεια και μαζί με ένα Σριλανκέζο εργάτη να ξεκαλουπώσουν. Καθ' οδόν, του τηλεφώνησε ο εργοδότης και του έδωσε οδηγίες αναφορικά με την ανατεθείσα εργασία.

 

Του υπέδειξε να τοποθετήσει τέσσερα βαρέλια στις τέσσερεις γωνιές του δωματίου και επ' αυτών να τοποθετήσει ξύλινους "πόντους" για να πατά. Ανέβηκε στα βαρέλια, κρατώντας "λιβέρι" και σκεπάρνι και άρχισε να αφαιρεί ένα-ένα τα καλούπια τα οποία ήταν τοποθετημένα σε ύψος περίπου 2μ.70εκ από το έδαφος. Τα καλούπια που αφαιρούσε τα έδινε όπως ανέφερε, στον άλλο εργάτη ο οποίος στεκόταν δίπλα του στο έδαφος. Ο εφεσίβλητος του είπε να μη χρησιμοποιήσει τη σκαλωσιά, διότι ήταν κοντή και δεν έφτανε.

 

Σε κάποια στιγμή, ενώ στεκόταν στα βαρέλια (ή στους πόντους) έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος. Ένοιωσε ένα ξαφνικό πόνο στο χέρι και δεν μπορούσε να το κινήσει.

 

Μεταφέρθηκε εν συνεχεία στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ότι το χέρι του ήταν σπασμένο και χρειαζόταν εγχείριση. Στο νοσοκομείο τον επισκέφθηκε ο εφεσίβλητος και τον διαβεβαίωσε ότι θα ήταν δίπλα του για ότι χρειαζόταν, φτάνει, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, να έλεγε ότι ο τραυματισμός του προκλήθηκε από πτώση από τη σκάλα του σπιτιού του.

 

Ο εφεσείων, αναφέρει ότι τον εφεσίβλητο τον γνώρισε όταν πήγε στη δουλειά του να δουλέψει, πρώτη φορά τέλος του 2000.

 

Τα καθήκοντα του ως υπάλληλος του εφεσίβλητου ήταν «καλουψιής, έκανε κολόνες», ο μισθός του αρχικά ήταν ΛΚ.24 ημερησίως, ο οποίος μετά, 3 μήνες πριν το ατύχημα, αυξήθηκε στις ΛΚ.48. Τον πλήρωνε κάθε Παρασκευή και πάντα τοις μετρητοίς.  Από αυτόν λάμβανε διαταγές και οδηγίες για τη δουλειά. Παρεμπιπτόντως, ο εφεσείων ανέφερε ότι ήταν Αιτητής Πολιτικού Ασύλου (από το 2000), και υπό αυτή την ιδιότητα του είχε δικαίωμα να εργάζεται, έπαιρνε επίσης επιδόματα - βοήθημα.

 

Μεγάλο μέρος της αντεξέτασης αναλώθηκε για την ιδιότητα και τις αιτήσεις του εφεσείοντα στο Τμήμα Αλλοδαπών.

 

Ο ΜΕ2 κατάγεται από το Ιράκ και κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν στην Κύπρο και κατέθεσε ότι από τον Αύγουστο του 2002 μέχρι το Δεκέμβρη του 2004, ήταν συνάδελφος με τον εφεσείοντα και ο «μάστρος τους» ήταν ο εφεσίβλητος. 

 

Η πλευρά του εφεσίβλητου δεν προσκόμισε μαρτυρία. Η μαρτυρία του γιατρού Μ.Ε.3 έγινε αποδεκτή και λόγω του ότι ο τραυματισμός του εφεσείοντα την επίδικη μέρα δεν αμφισβητήθηκε.

 

Το σκεπτικό της πρωτόδικης κρίσης παρατίθεται στα αποφασισθέντα εκ του Εφετείου.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένο το έργο της αξιολόγησης και πλημμελής ή ανύπαρκτη αιτιολογία εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ενώ με την εκδοχή του ο εφεσείων και ο Μ.Ε.2 φίλος και συνάδελφος του - οι μόνοι που έδωσαν μαρτυρία επί των επίδικων θεμάτων - ανέφεραν σαφώς και σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας για τη σχέση εργοδότησης του εφεσείοντα με τον εφεσίβλητο, δίδοντας λεπτομέρειες, το Δικαστήριο αναιτιολόγητα και αβάσιμα απέρριψε την εκδοχή τους θεωρώντας τους αναξιόπιστους.

 

β)  Το Δικαστήριο λανθασμένα, αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος δεν υπείχε οποιαδήποτε ευθύνη σε σχέση με το επίδικο ατύχημα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Συντριπτικά μεγάλο μέρος της αιτιολογίας του δικαστηρίου για το αναξιόπιστο του εφεσείοντα αναλώθηκε σε περιφερειακά θέματα.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξ αρχής φαίνεται να μην τηρεί τη νομολογιακή αρχή ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα.

 

3.  Με βάση τη νομολογία, θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το Δικαστήριο είναι αναγκασμένο να επιλέξει μία από τις δύο.

 

4.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αμφίσημης μαρτυρίας που έδωσε ο εφεσείων αναφορικά με το καθεστώς παραμονής του στην Κύπρο ως πολιτικού πρόσφυγα και το πότε αυτός άρχισε να λαμβάνει δημόσιο βοήθημα, αφορούσε σε θέμα περιφερειακό. Δεν προέκυπτε κάτι σημαντικό από την εν λόγω «αμφισημία», για ένα θέμα το οποίο παρά το ότι ήταν περιφερειακό, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εισαγωγή της αιτιολογίας του, το παρουσίασε ως τον πυρήνα της μαρτυρίας του εφεσείοντα.

 

5.  Αντιθέτως στη βάση των λοιπών στοιχείων της μαρτυρίας τα οποία ήταν πολλαπλά, περιέχονταν επιμέρους λεπτομέρειες και δεν μπορούσε έτσι αδικαιολόγητα - μάλιστα ενώ δεν υπήρξε αντίλογος - να κριθεί ότι ο εφεσείων υπήρξε αναξιόπιστος.

 

6.  Ως δεύτερο βάθρο αιτιολογίας επί του αναξιόπιστου της εκδοχής της πλευράς του εφεσείοντα, παρουσιάστηκε το ψέμα «ότι τάχατες πέρασε από το μέρος λίγο χρόνο μετά το ατύχημα ο φίλος του, ο Μ.Ε.2 και διαπίστωσε ιδίοις όμμασι το τι είχε συμβεί.» Για να διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια ότι αυτό το ψέμα «το ξεσκέπασε ο ίδιος ο ΜΕ2», όταν ανέφερε ότι ενημερώθηκε για το συμβάν από τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον ΜΕ1 (δηλ. τον εφεσείοντα) όταν ο τελευταίος ήταν ήδη στο Απολλώνειο Νοσοκομείο.

 

7.  Από την προσεκτική μαρτυρία τόσο του εφεσείοντα όσο και του ΜΕ2, τέτοια αντίφαση δεν παρουσιαζόταν. Περαιτέρω, δεν του υποβλήθηκε στην αντεξέταση ότι λέει ψέματα επ' αυτού του σημείου.

 

8.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι υπήρχε αυτό το ουσιαστικό ψέμα ως βάθρο αναξιοπιστίας του εφεσείοντα και εν γένει της πλευράς του.

 

9.  Αναφορικά με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τη μαρτυρία του εφεσείοντα για τη μη χρησιμοποίηση της σκαλωσιάς, αποφαινόμενο μεταξύ άλλων ότι το όλο θέμα της σκαλωσιάς ήταν προφανώς επινόηση του μάρτυρος για να καταδείξει ευθύνη και αμέλεια του εναγομένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τα θεμιτά όρια στο να κρίνει ποιο ήταν το λογικό υπό τις περιστάσεις, αναφορικά με τη μη χρήση σκαλωσιάς, θεωρώντας παράλογες τις θέσεις του εφεσείοντα.

 

10. Οι εν λόγω θέσεις του εφεσείοντα δεν αντικρούστηκαν με κανένα τρόπο. Ούτε καν υπήρξαν τέτοιες υποβολές που να αφορούσαν τη σκαλωσιά, ούτε τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας σε ύψος και αν το έφθανε ή όχι ο εφεσείων.

 

11. Εν πάση περιπτώσει και αν υπήρχαν τέτοιες υποβολές θα έπρεπε να προσκομιστεί μαρτυρία για τεκμηρίωση αντίθετης θέσης. Σχεδόν το πρωτόδικο δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε μάρτυρα και συνήγορο του εφεσίβλητου ο οποίος και δεν μαρτύρησε ενώπιον του, μπαίνοντας το ίδιο στη θέση του άλλου διάδικου - κρίνοντας επίσης, ότι «δεν θα είχε κανένα λόγο ο εναγόμενος να απέτρεπε τον ΜΕ1 από το να χρησιμοποιήσει τη σκαλωσιά, αν όντως υπήρχε στο χώρο και χρειαζόταν για την εκτέλεση της ανατεθείσας εργασίας».

 

12. Από τη μελέτη της αντεξέτασης του εφεσείοντα προέκυπτε ότι με κανένα τρόπο και σε κανένα στάδιο, δεν του έγιναν ερωτήσεις για τις συνθήκες του ατυχήματος.

 

13. Οι γραμμές υπεράσπισης που προωθήθηκαν ήσαν ότι «το ισχυριζόμενο ατύχημα έγινε στο σπίτι σας» ή ότι ο εφεσείων ανέφερε στο γιατρό ότι έπεσε από τη σκάλα στο σπίτι του  και επί τούτου ο εφεσείων απάντησε ότι αυτό είπε στον γιατρό αφού του το ζήτησε τηλεφωνικά ο εφεσίβλητος, ήτοι να μην πει την αλήθεια στο γιατρό και αυτός θα αναλάβει τα έξοδα.

 

14. Εκτός των πιο πάνω, παρατηρείτο επίσης ότι εφόσον οι υποβολές, έστω και αυτές που έγιναν στον εφεσείοντα, δεν πήραν «σάρκα και οστά» με οποιανδήποτε μαρτυρία, στερούνταν τέτοιας αξίας, ώστε να επέτρεπαν ευλόγως στο πρωτόδικο Δικαστήριο, να προβεί στα ευρήματα αναξιοπιστίας του εφεσείοντα.

 

15. Δεν πρέπει ωσαύτως εδώ να αγνοείται ότι μόνο μία εκδοχή υπήρχε. Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης. Συνήθως θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο.

 

16. Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο.

 

17. Η πλημμέλεια αυτή επί του έργου της αξιοπιστίας συμπαρέσυρε σε πλημμέλεια και τα λοιπά συμπεράσματα του Δικαστηρίου αφού, παρά το ότι αναφέρεται ότι δεν συναρτώνται με την αξιοπιστία, στην πραγματικότητα συμπλέκονται με θέματα που ο ΜΕ1 ανέφερε και δεν κρίθηκαν ούτε αληθή ούτε αποτελεσματικά.

 

18. Τα λάθη που εντοπίστηκαν ως άνω, θα έπρεπε να οδηγήσουν σε διαταγή επανεκδίκασης, όμως, λαμβανομένου υπόψη του διαρρεύσαντος χρόνου αναφύονταν εύλογες ανησυχίες αν δια του διατάγματος επανεκδίκασης θα μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη.

 

19. Στην Ορφανίδου ν. Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1889 (κατωτέρω)  αποφεύχθηκε η επανεξέταση ενώ υπήρξε έλλειμμα ευρήματος αξιοπιστίας και το Εφετείο προέβη στα δικά του τελικά ευρήματα.

 

20. Το ίδιο μπορούσε να γίνει και εν προκειμένω, διότι αφενός οι μαρτυρίες των ΜΕ1 και 2 ήταν χωρίς όποιας μορφής αντίλογο αλλά και περαιτέρω τόσο η σχέση εργοδότησης όσο και τα περιστατικά του ατυχήματος προβαλλόμενα κυρίως εκ της εκδοχής του ΜΕ1 συνήδαν με τη λογική.

 

21. Συνακόλουθα, υπήρχε εύρημα του Εφετείου ότι τα γεγονότα της επίδικης ημέρας εξελίχθησαν όπως τα εξέθεσε ενόρκως ο εφεσείων. Ο τρόπος εργασίας του, όπως τον καθόρισε ο εργοδότης του, ο εφεσίβλητος δεν παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας και υπήρξε η αιτία για το ότι ο εφεσείων έπεσε αφού βρισκόταν πάνω στις 4 βαρέλες και τις πόντιες, όπως σαφώς του υπέδειξε ο εργοδότης του να πράξει.

 

22. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων όφειλε να αποδείξει κάτι περαιτέρω από την εφαρμογή των οδηγιών του εργοδότη, ήταν λανθασμένο αφού στην κρινόμενη περίπτωση το ανασφαλές της μεθόδου δεν ανατράπηκε.

 

23. Με βάση τη μαρτυρία του εφεσείοντα, η ευθύνη του εργοδότη να παράσχει ασφαλή χώρο και ασφαλές σύστημα διεξαγωγής της εργασίας είχε στοιχειοθετηθεί επαρκώς.

 

24. Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αδυναμίας του συστήματος εργασίας και του τραυματισμού του εφεσείοντα ήταν εγγενής και αυταπόδεικτη, εν αντιθέσει με την διαφορετική πρωτόδικη θεώρηση.

 

25. Συνεπακόλουθα για τις γενικές αποζημιώσες καθορίστηκε και επιδικάστηκε πρωτοδίκως ποσό €18.000. Ειδικές αποζημιώσεις θεωρήθηκαν ότι δεν αποδείχτηκαν και αυτό δεν είχε προσβληθεί.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691,

 

Νικήτα ν. Medcon Constructions Ltd (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 643,

 

Χαραλάμπους ν. Ν. Θωμά Λτδ (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 70,

 

Al Ittihad Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924,

 

Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 974,

 

Wynne v. Mavronicola (2009) 1 A.A.Δ. 1138,

 

Ορφανίδου ν. Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1889,

 

Μanthopoulos Plastics Ltd ν. Χadjiiosif (1983) 1 C.L.R. 291,

 

Fysko Constructions Co. Ltd. v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014,

 

Αγγελή ν. Κάρκα (2006) 1 Α.Α.Δ. 1118.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταύρου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5490/2006), ημερομ. 17/11/2010.

 

A. Iωάννου (κα), για Δημόκριτο Αριστείδη & Σία, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Πουτζιουρής, για Ορφανίδη, Χριστοφίδη, Πουτζιουρή & Δαμιανού ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ..

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν τα ευρήματα είναι αυθαίρετα, παράλογα ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691, Νικήτα ν. Medcon Constructions Ltd (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 643). Το βάρος δε απόδειξης ότι το εύρημα αξιοπιστίας είναι εσφαλμένο το φέρει ο εφεσείων (Χαραλάμπους ν. Ν. Θωμά Λτδ (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 70). 

 

Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον του εργοδότη του, ως ισχυρίστηκε για εργατικό ατύχημα που είχε στα πλαίσια της εργοδότησης του ως καλουψιής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Ο εφεσείων παραπονείται ουσιαστικά, αν και όχι με την απαραίτητη καθαρότητα, για το λανθασμένο του έργου της αξιολόγησης και την πλημμελή ή ανύπαρκτη αιτιολογία εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα ενώ με την εκδοχή του ο εφεσείων και ο Μ.Ε.2 φίλος και συνάδελφος του - οι μόνοι που έδωσαν μαρτυρία επί των επίδικων θεμάτων - ανέφεραν σαφώς και σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας για τη σχέση εργοδότησης του εφεσείοντα με τον εφεσίβλητο, δίδοντας λεπτομέρειες, το Δικαστήριο αναιτιολόγητα και αβάσιμα απέρριψε την εκδοχή τους θεωρώντας τους αναξιόπιστους. (1ος και 3ος λόγος).

 

Προσθέτως, βάλλεται η πρωτόδικη προσέγγιση στο ότι το Δικαστήριο λανθασμένα, αβάσιμα και αδικαιολόγητα αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος δεν υπείχε οποιαδήποτε ευθύνη σε σχέση με το επίδικο ατύχημα (2ος λόγος).

 

Είναι χρήσιμο να δούμε την εκδοχή του εφεσείοντα (και του Μ.Ε.2) ως εδόθη πρωτοδίκως για τα δύο επίδικα θέματα, δηλαδή (α) αυτό της σχέσης εργοδότησης του και (β) του εργατικού ατυχήματος που επικαλείται να επεσυνέβη στις 28.2.2005.

 

(α) Σχέση εργοδότησης:

 

Ο εφεσείων, αναφέρει ότι τον εφεσίβλητο τον γνώρισε όταν πήγε στη δουλειά του να δουλέψει, πρώτη φορά τέλος του 2000.

 

Τα καθήκοντα του ως υπάλληλος του εφεσίβλητου ήταν «καλουψιής, έκανε κολόνες», ο μισθός του αρχικά ήταν ΛΚ.24 ημερησίως, ο οποίος μετά, 3 μήνες πριν το ατύχημα, αυξήθηκε στις ΛΚ.48. Τον πλήρωνε κάθε Παρασκευή και πάντα τοις μετρητοίς.  Από αυτόν δε λάμβανε διαταγές και οδηγίες για τη δουλειά. Παρεμπιπτόντως, ο εφεσείων ανέφερε ότι ήταν Αιτητής Πολιτικού Ασύλου (από το 2000), και υπό αυτή την ιδιότητα του είχε δικαίωμα να εργάζεται, έπαιρνε επίσης επιδόματα - βοήθημα (τεκμ.2). Μετά από ερωτήσεις στην αντεξέταση διεφάνη ότι προχώρησε το έτος 2005 και σε αίτηση στο Τμήμα Αλλοδαπών «για επιβεβαίωση», του πρώτου αιτήματος του. Μεγάλο μέρος της αντεξέτασης αναλώθηκε για την ιδιότητα και τις αιτήσεις του εφεσείοντα στο Τμήμα Αλλοδαπών.

 

Ο Μ.Ε.2 από το Ιράκ και κατά τον ουσιώδη χρόνο στην Κύπρο, κατέθεσε ότι από τον Αύγουστο του 2002 μέχρι το Δεκέμβρη του 2004 ήταν συνάδελφος με τον εφεσείοντα και ο «μάστρος τους» ήταν ο εφεσίβλητος. Κατέθεσε δε και για άλλους δύο συναδέλφους τους, εκ των οποίων ο ένας ήταν γνωστός με το όνομα Μαραντώνα.

 

(β) Συνθήκες του ατυχήματος (όπως αποδίδεται η εκδοχή του εφεσείοντα πρωτοδίκως).

 

«Την ημέρα του ατυχήματος, του είπε ο μάστρος να μεταβεί σε ένα σπίτι στη Λακατάμεια και μαζί με ένα Σριλανκέζο εργάτη (τον οποίο φώναζαν maradona) να ξεκαλουπώσουν. Καθ' οδόν προς το σπίτι, του τηλεφώνησε ο μάστρος και του είπε να αγοράσει και "λιβέρι" για να μπορέσει να διεκπεραιώσει την ανατεθείσα εργασία, πράγμα που έπραξε. Περαιτέρω του είπε να αφαιρέσει ένα-ένα τα καλούπια (ξύλινα πλακάτ) για να μη σπάσουν. Του υπέδειξε να τοποθετήσει τέσσερα βαρέλια στις τέσσερεις γωνιές του δωματίου και επ' αυτών να τοποθετήσει ξύλινους "πόντους" για να πατά. Ανέβηκε στα βαρέλια, κρατώντας "λιβέρι" και σκεπάρνι και άρχισε να αφαιρεί ένα-ένα τα καλούπια τα οποία ήταν τοποθετημένα σε ύψος περίπου 2μ.70εκ από το έδαφος. Τα καλούπια που αφαιρούσε τα έδινε στον maradona, ο οποίος στεκόταν δίπλα του στο έδαφος. Ο μάστρος του είπε να μη χρησιμοποιήσει τη σκαλωσιά, διότι ήταν κοντή και δεν έφτανε.

 

Σε κάποια στιγμή, ενώ στεκόταν στα βαρέλια (ή στους πόντους) έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος. Ένοιωσε ένα ξαφνικό πόνο στο χέρι και δεν μπορούσε να το κινήσει. Ο maradona τηλεφώνησε στον μάστρο, o οποίος τους είπε ότι θα έστελνε κάποιο Μιχάλη για να τον πάρει στο νοσοκομείο. Πράγματι μετά από περίπου μισή ώρα έφτασε στο μέρος ο Μιχάλης, ο οποίος αφού τον πήρε πρώτα από το σπίτι για να αλλάξει ρούχα, στη συνέχεια τον πήρε στο Απολλώνειο νοσοκομείο. Εκεί του είπαν ότι το χέρι του ήταν σπασμένο και χρειαζόταν εγχείριση. Στο νοσοκομείο τον επισκέφθηκε και ο μάστρος και τον διαβεβαίωσε ότι θα ήταν δίπλα του για ότι χρειαζόταν, φτάνει να έλεγε ότι ο τραυματισμός του προκλήθηκε από πτώση από τη σκάλα του σπιτιού του.»

 

Ο Μ.Ε.2 ανέφερε ότι την ημέρα του ατυχήματος, ο εφεσείων του τηλεφώνησε από το Νοσοκομείο και τον ενημέρωσε για τα προηγηθέντα.

 

Όπως ήδη αναφέραμε, η πλευρά του εφεσίβλητου δεν προσκόμισε μαρτυρία. Η μαρτυρία του γιατρού Μ.Ε.3 δεν θα μας απασχολήσει αφού έγινε αποδεκτή αφενός και αφετέρου λόγω του ότι ο τραυματισμός του εφεσείοντα την επίδικη μέρα δεν αμφισβητήθηκε, ούτε προσβάλλεται αυτή η πτυχή της απόφασης.

 

Το ουσιώδες, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα ως άνω, είναι το κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αναιτιολόγητα και αδικαιολόγητα απέρριψε την πιο πάνω μαρτυρία. 

 

Από τις σελ.9-11 της εκκαλούμενης απόφασης παρατηρούμε ότι το συντριπτικά μεγάλο μέρος της αιτιολογίας του δικαστηρίου για το αναξιόπιστο του εφεσείοντα αναλώνεται σε περιφερειακά θέματα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξ αρχής φαίνεται να μην τηρεί τη νομολογιακή αρχή ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα (βλ. Al Ittihad Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924).

 

Στη Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 974 αναφέρθηκαν στη σελ.980 τα εξής:

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος και του Μ.Ε.1 Χρ. Καραολή, αυτόπτη μάρτυρα, στηρίχθηκε σε γεγονότα που δεν είχαν ουσιαστική σημασία στην υπόθεση και τελικά δεν ήταν υπό αμφισβήτηση. Και οι δύο κατάθεσαν για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η έκρηξη. Επ' αυτού δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία. Θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το Δικαστήριο είναι αναγκασμένο να επιλέξει μία από τις δύο.

 

Δίδονται πρωτοδίκως ουσιαστικά τέσσερις λόγοι για το αναξιόπιστο του εφεσείοντα. Ο πρώτος λόγος, με τη μεγαλύτερη σε όγκο αιτιολογία, αφορά για το καθεστώς του εφεσείοντα στην Κύπρο και κάποια κενά τα οποία χαρακτηρίστηκαν «αμφίσημη μαρτυρία», επί του ότι κυρίως ο εφεσείων δεν εξήγησε για τη πρώτη αίτηση που υπέβαλε, σύμφωνα με τα λεγόμενα, για απόκτηση της ιδιότητας του πολιτικού πρόσφυγα σε συνάρτηση με το ότι στη συνέχεια παρουσίασε «βεβαίωση υποβολής αίτησης για πολιτικό άσυλο τον 9ον του 2005 (τεκμ.3), σε ημερομηνία μεταγενέστερη του επίδικου ατυχήματος.

 

Δυσκολευόμαστε να δούμε το σημαντικό αυτής της προβαλλόμενης «αμφισημίας», για ένα θέμα περιφερειακό, το οποίο όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εισαγωγή της αιτιολογίας του παρουσίασε ως τον πυρήνα της μαρτυρίας του εφεσείοντα ο οποίος, όπως παρατήρησε «θα πρέπει να είναι αμόλευτος και απαλλαγμένος από σημαντικές αναλήθειες».

 

Αντιθέτως στη βάση των λοιπών στοιχείων της μαρτυρίας τα οποία ήταν πολλαπλά, περιέχονται επιμέρους λεπτομέρειες και δεν μπορούσε έτσι αδικαιολόγητα - μάλιστα ενώ δεν υπήρξε αντίλογος - να κριθεί ότι ο εφεσείων υπήρξε αναξιόπιστος. Συνυφασμένος μ' αυτή την αιτιολογία είναι και ο παρουσιαζόμενος ως τρίτος «πυλώνας» αναξιοπιστίας, στο πότε δηλαδή άρχισε να λαμβάνει δημόσιο βοήθημα. Η διαφορά σε κάποιους μήνες ήταν εντελώς επουσιώδης αλλά και πάλι δεν αφορούσε τον πυρήνα των επιδίκων θεμάτων.

 

Ως δεύτερο βάθρο αιτιολογίας επί του αναξιόπιστου της εκδοχής της πλευράς του εφεσείοντα παρουσιάζεται το ψέμα «ότι τάχατες πέρασε από το μέρος λίγο χρόνο μετά το ατύχημα ο φίλος του, ο Μ.Ε.2 και διαπίστωσε ιδίοις όμμασι το τι είχε συμβεί.» Για να διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια ότι αυτό το ψέμα «το ξεσκέπασε ο ίδιος ο Μ.Ε.2», όταν ανέφερε ότι ενημερώθηκε για το συμβάν από τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον Μ.Ε.1 (δηλ. τον εφεσείοντα) όταν ο τελευταίος ήταν ήδη στο Απολλώνειο Νοσοκομείο.

 

Έχουμε διεξέλθει προσεκτικά τη μαρτυρία τόσο του εφεσείοντα όσο και του Μ.Ε.2. Τέτοια αντίφαση δεν παρουσιάζεται.

 

Εκείνο που ο εφεσείων είπε ήταν ότι ο Μ.Ε.2 πέρασε εκείνη την ημέρα και τον είδε που εργαζόταν εκεί με τον «Μαραντώνα», δεν είπε ότι εκεί τον ενημέρωσε για το ατύχημα, το οποίο και επεσυνέβη μετά την επίσκεψη του Μ.Ε.2, όπως ξεκαθαρίζει σαφώς στη συνέχεια (σελ.18 και 19 πρακτικών στην αντεξέταση του) ως εξής:

 

«Ε. Και τι ώρα πέρασε από εκεί;

 

Α. Κατά τις 8, 8 και κάτι.

 

Ε. Ήταν πριν ή μετά το ισχυριζόμενο δυστύχημα.

Α. Πριν από το ατύχημα».

 

Να σημειώσουμε ότι δεν του υποβλήθηκε στην αντεξέταση ότι λέει ψέματα επ' αυτού του σημείου. Ο ίδιος ο Μ.Ε.2 δεν διάψευσε τα πιο πάνω, κάτι το οποίο ήταν και αχρείαστο ενόψει της μη υποβολής ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη. 

 

Μετά τις αλλεπάλληλες απαντήσεις του με βάση τις οποίες έθεσε τις θέσεις του για εργοδότηση του ιδίου και του εφεσείοντα από τον εφεσίβλητο τον ουσιώδη χρόνο, μόνο όταν ρωτήθηκε είπε πως έμαθε για το παράπονο του εφεσείοντα ότι τραυματίστηκε στη συγκεκριμένη εργασία, ανάφερε ότι του είχε τηλεφωνήσει την ίδια ημέρα ο ίδιος και του ανέφερε ότι βρισκόταν σε ιδιωτικό νοσοκομείο επειδή είχε κτυπηθεί κατά την ώρα της εργασίας του.

 

Είναι φανερό λοιπόν από τα πιο πάνω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι υπήρχε αυτό το ουσιαστικό ψέμα ως βάθρο αναξιοπιστίας του εφεσείοντα και εν γένει της πλευράς του.

 

Αναφορικά δε με τους τελευταίους πυλώνες της αιτιολογίας του επί του θέματος της αξιολόγησης και των μόνων σημείων, που αφορούν στις συνθήκες του ατυχήματος το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει:

 

«Αναλήθεια αποτελεί κατά την κρίση μου και ο ισχυρισμός του μάρτυρος, ότι, ο εναγόμενος τάχατες του είπε να μη χρησιμοποιήσει τη σκαλωσιά ξανά διότι ήταν κοντή. Κατ' αρχάς είναι αξιοπερίεργο πως μια σκαλωσιά που εξ ορισμού αποτελείται από σανίδες, στηριγμένες σε δοκάρια και υψώνεται ανάλογα με τις ανάγκες, ακριβώς για να επιτρέπει την εκτέλεση εργασίας σε ύψος, δεν έφτανε για να αφαιρέσει ο Μ.Ε.1 τα καλούπια που βρισκόντουσαν σε ύψος μόλις 2μ 70εκ. Περαιτέρω δεν θα είχε κανένα λόγο ο εναγόμενος να απέτρεπε τον Μ.Ε.1 από το να χρησιμοποιήσει τη σκαλωσιά, αν όντως υπήρχε στον χώρο και χρειαζόταν για την εκτέλεση της ανατεθείσας εργασίας. Το όλο θέμα της σκαλωσιάς ήταν προφανώς επινόηση του μάρτυρος για να καταδείξει ευθύνη και αμέλεια του εναγομένου.

 

Ένα τελευταίο ζήτημα που κατά κάποιο τρόπο επιστέγασε την αναξιοπιστία του μάρτυρος, ήταν η ομολογία του, ότι στον γιατρό (Μ.Ε.3) ανέφερε ότι το ατύχημα το έπαθε στο σπίτι του, πέφτοντας από τη σκάλα. Αν ο μάρτυρας τόσο αβασάνιστα, επί του πλέον ουσιώδους ζητήματος ήταν έτοιμος να παραπλανήσει τον ίδιο τον θεράποντα ιατρό, είναι προφανές ότι δεν θα είχε αναστολές να πράξει κάτι ανάλογο και στο Δικαστήριο όπου το διακύβευμα ήταν πολύ σπουδαιότερο».

 

Στην πρώτη παράγραφο των πιο πάνω θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τα θεμιτά όρια στο να κρίνει ποιο ήταν το λογικό υπό τις περιστάσεις, θεωρώντας παράλογες τις θέσεις του εφεσείοντα. Θέσεις που δεν αντικρούσθηκαν με κανένα τρόπο. Ούτε καν υπήρξαν τέτοιες υποβολές που να αφορούσαν τη σκαλωσιά, ούτε τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας σε ύψος και αν το έφθανε ή όχι ο εφεσείων. Εν πάση περιπτώσει και αν υπήρχαν τέτοιες υποβολές θα έπρεπε να προσκομιστεί μαρτυρία για τεκμηρίωση αντίθετης θέσης. Σχεδόν το πρωτόδικο δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε μάρτυρα και συνήγορο του εφεσίβλητου ο οποίος και δεν μαρτύρησε ενώπιον του - το τονίζουμε - μπαίνοντας το ίδιο στη θέση του άλλου διάδικου - λέγοντας ότι «δεν θα είχε κανένα λόγο ο εναγόμενος να απέτρεπε τον Μ.Ε.1 από το να χρησιμοποιήσει τη σκαλωσιά, αν όντως υπήρχε στο χώρο και χρειαζόταν για την εκτέλεση της ανατεθείσας εργασίας».

 

Έχουμε εξετάσει σχολαστικά την αντεξέταση του εφεσείοντα και με κανένα τρόπο και σε κανένα στάδιο, δεν του έγιναν ερωτήσεις για τις συνθήκες του ατυχήματος. Οι γραμμές υπεράσπισης που προωθήθηκαν ήσαν ότι «το ισχυριζόμενο ατύχημα που λέτε στην Έκθεση Απαίτησης έγινε στο σπίτι σας» ή ότι «ότι είπετε του γιατρού ότι το επάθετε, επέσετε από τη σκάλα στο σπίτι σας», για να του απαντήσει «αυτό είπα στο γιατρό αφού μου το ζήτησε τηλεφωνικά ο Μιχάλης (ο εφεσίβλητος) να μην πει την αλήθεια στο γιατρό και αυτός θα αναλάβει τα έξοδα». 

 

Εκτός των πιο πάνω, παρατηρούμε ότι εφόσον οι υποβολές, έστω και αυτές που έγιναν στον εφεσείοντα, δεν πήραν «σάρκα και οστά» με οποιανδήποτε μαρτυρία, συνεπώς στερούνται τέτοιας αξίας, ώστε να επέτρεπαν ευλόγως στο πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση όλων όσων εξηγήσαμε να προβεί στα ευρήματα αναξιοπιστίας του εφεσείοντα.

 

Δεν πρέπει ωσαύτως εδώ να αγνοείται ότι μόνο μία εκδοχή υπήρχε. Στη Wynne v. Mavronicola (2009) 1 A.A.Δ. 1138 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας, είναι για να μπορέσει το δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε με αυτά ως δεδομένο να εξετάσει στη συνέχεια, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης. Συνήθως θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διϊστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (βλ. R.C.K. Sports Ltd. v. Persona Advertising Ltd. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, στη σελ. 1084). Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο».

 

Απ' όσα εξηγήσαμε πιο πάνω είναι σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επετέλεσε το έργο της αξιολόγησης με πλημμέλεια ώστε να επιτρέπει στο Eφετείο να επέμβει ακυρώνοντας την πρωτόδικη κρίση. Η πλημμέλεια αυτή επί του έργου της αξιοπιστίας συμπαρασύρει σε πλημμέλεια και τα λοιπά συμπεράσματα του Δικαστηρίου αφού, παρά το ότι αναφέρεται ότι δεν συναρτώνται με την αξιοπιστία, στην πραγματικότητα συμπλέκονται με θέματα που ο Μ.Ε.1 αναφέρει και δεν κρίθηκαν ούτε αληθή ούτε αποτελεσματικά.

 

Τα λάθη που εντοπίσαμε ως άνω κανονικά, θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε διαταγή επανεκδίκασης, όμως, λαμβανομένου υπόψη του διαρρεύσαντος χρόνου (2005 η αιτία αγωγής, 2006 η έγερση της αγωγής και 2010 η έκδοση της πρωτόδικης απόφασης) έχουμε εύλογες ανησυχίες αν δια του διατάγματος επανεκδίκασης θα μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη. Έχουμε συνεπώς προβληματιστεί αν προσφέρεται άλλη δυνατότητα. Παρόμοιας φύσεως δυσκολία αντιμετώπισε το Εφετείο στην Ορφανίδου ν. Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1889, στην οποία ο Καλλής, Δ., θέτει όχι μόνο το πρόβλημα αλλά και τη λύση ως εξής:

 

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την εκκαλούμενη απόφαση. Έχουμε διαπιστώσει ότι σε σχέση με αυτή την πτυχή της υπόθεσης - τη χρησιμοποίηση του προϊόντος της πώλησης του οικοπέδου - ενώ υπήρχαν δύο διαφορετικές εκδοχές το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Έχει, όμως, προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας για την οποία ανέφερε ότι γενικά είπε την αλήθεια.

 

Αντιμετωπίζουμε, επομένως, περίπτωση ευρήματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει διατυπωθεί χωρίς αξιολόγηση και των δύο εκδοχών. Σε τέτοια περίπτωση η κατάληξη μας θα έπρεπε να ήταν υπέρ της επανεκδίκασης (Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355, Παντελίδου ν. Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 1200, Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Ωστόσο διάταγμα επανεκδίκασης θα είχε σαν συνέπεια την εκδίκαση της υπόθεσης για τρίτη φορά. Μια τέτοια πορεία αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Υπάρχει, όμως, διέξοδος. Αυτή προσφέρεται από τις διατάξεις του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60) σύμφωνα με τις οποίες «το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ακρόαση και διάγνωση οποιασδήποτε έφεσης, είτε σε πολιτική είτε σε ποινική υπόθεση δεν θα δεσμεύεται από οποιαδήποτε απόφαση περί πραγματικών γεγονότων του δικαστηρίου που εκδίκασε και θα έχει εξουσία να αναθεωρεί τις αποδείξεις που προσάχθηκαν, να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα, ..... και δύναται να δώσει οποιαδήποτε απόφαση ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούν ...» (Βλ. και Δ.35 θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών).»

 

Στην Ορφανίδου αποφεύχθηκε η επανεξέταση ενώ υπήρξε έλλειμα ευρήματος αξιοπιστίας και το Εφετείο προέβη στα δικά του τελικά ευρήματα. 

 

Το ίδιο θεωρούμε ότι μπορούμε να πράξουμε και εν προκειμένω διότι αφενός οι μαρτυρίες των Μ.Ε.1 και 2 ήταν χωρίς όποιας μορφής αντίλογο αλλά και περαιτέρω τόσο η σχέση εργοδότησης όσο και τα περιστατικά του ατυχήματος προβαλλόμενα κυρίως εκ της εκδοχής του Μ.Ε.1 συνήδαν με τη λογική.

 

Βρίσκουμε συνεπώς ότι τα γεγονότα της επίδικης ημέρας εξελίχθησαν όπως τα εξέθεσε ενόρκως ο εφεσείων. Ο τρόπος εργασίας του, όπως τον καθόρισε ο εργοδότης του, ο εφεσίβλητος δεν παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας και υπήρξε η αιτία για το ότι ο εφεσείων έπεσε αφού βρισκόταν πάνω στις 4 βαρέλες και τις πόντιες, όπως σαφώς του υπέδειξε ο εργοδότης του να πράξει.

 

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων όφειλε να αποδείξει κάτι περαιτέρω από την εφαρμογή των οδηγιών του εργοδότη, είναι λανθασμένο αφού στην κρινόμενη περίπτωση το ανασφαλές της μεθόδου δεν ανατράπηκε. Ο εφεσείων με τη μαρτυρία του τοποθέτησε στο σκηνικό της μεθόδου εργασίας κατά τον επίδικο χρόνο, τις αναγκαίες λεπτομέρειες για να καταδείξει την αστάθεια του τρόπου που του υπέδειξε ο εργοδότης να στηριχθεί, με σκοπό να αφαιρέσει τα καλούπια. Ήταν δε σαφής η θέση του εφεσείοντα ότι ο εργοδότης, του ανέφερε να μη χρησιμοποιήσει τη σκαλωσιά. Με βάση τη μαρτυρία του εφεσείοντα, η ευθύνη του εργοδότη να παράσχει ασφαλή χώρο και ασφαλές σύστημα διεξαγωγής της εργασίας έχει στοιχειοθετηθεί επαρκώς.  (βλ. Μanthopoulos Plastics Ltd ν. Χadjiiosif (1983) 1 C.L.R. 291, και Fysko Constructions Co. Ltd. v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014.)

 

Ενώ δε ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θέτει την αρχή όπως διατυπώθηκε μεταξύ άλλων και στην Αγγελή ν. Κάρκα (2006) 1 Α.Α.Δ. 1118 ότι η ευθύνη διατήρησης ασφαλούς συστήματος εργασίας βαρύνει αποκλειστικά τον εργοδότη και δεν μπορεί να μετατεθεί στους ώμους του εργαζομένου, ωστόσο δεν την εφαρμόζει στην ενώπιον του υπόθεση. Κρίνουμε δε ακόμη ότι η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αδυναμίας του συστήματος εργασίας και του τραυματισμού του εφεσείοντα ήταν εγγενής και αυταπόδεικτη, εν αντιθέσει με την διαφορετική πρωτόδικη θεώρηση.

 

Συνεπακόλουθα των πιο πάνω και στη βάση των γενικών αποζημιώσεων καθορίστηκε πρωτοδίκως στο ποσό των €18.000 (ενώ ειδικές αποζημιώσεις θεωρήθηκαν ότι δεν αποδείχτηκαν) και αυτό δεν έχει προσβληθεί, παραμερίζουμε την απόρριψη της αγωγής και τη συναφή διαταγή για έξοδα. 

 

Στη βάση των πιο πάνω, δεδομένης της επιτυχίας της έφεσης, εκδίδουμε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσιβλήτου για €18.000 πλέον νόμιμους τόκους από την ημερομηνία του ατυχήματος δηλαδή από 28.2.2005 μέχρι εξοφλήσεως και έξοδα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Ενόψει δε της επιτυχίας της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα έξοδα έφεσης εκ ποσού €2.500 πλέον Φ.Π.Α..

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο