ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:D801

(2015) 1 ΑΑΔ 2591

�1 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στής]

 

ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

KΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΑΛΛΗ (ΑΡ. 1)

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (ΚΙΤΣΙΟΣ, Α.Ε.Δ.) ΗΜΕΡ. 30/03/2015 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 161/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Τύπος ― Η μη συμμόρφωση προς τους κανόνες που διέπουν την καταχώρηση τέτοιων αιτήσεων είναι μοιραία για την εγκυρότητα της αίτησης ― Πρέπει να επισυνάπτονται πιστοποιημένα αντίγραφα από την αρχή.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Καθυστέρηση ― Καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης αποτελεί λόγο άρνησης έκδοσης του ―  Κάθε καθυστέρηση  πρέπει να αιτιολογείται και όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση τόσο πιο ενδελεχής αιτιολογία είναι απαραίτητη ― Στην Αγγλία υπάρχει χρονικό όριο εντός του οποίου μπορεί να αναζητηθεί σχετική θεραπεία (στην αρχή 6 μήνες και αργότερα 3 μήνες) και μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας δεν εξετάζεται η αίτηση ― Όμως αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμη και όταν καταχωρείται εντός της επιτρεπτής προθεσμίας.

 

Ο αιτητής αιτήθηκε αδείας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση  προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, για ακύρωση  απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου διά της οποίας εξεδόθη διάταγμα πρόσβασης στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του.

Με βάση την έκθεση γεγονότων και την επισυνημμένη ένορκη δήλωση δικηγόρου, παρουσιαζόταν ως αναγκαία η αιτούμενη θεραπεία κυρίως λόγω επίκλησης παράβασης των Άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος με προβαλλόμενο υπόβαθρο την έλλειψη αιτιολογίας εκ μέρους του Δικαστηρίου στην έκδοση του εν λόγω διατάγματος. 

 

Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Κατά παράβαση της ρητής πρόνοιας του Άρθρου 4(4) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων, Νόμου, 183(1)/2007, το Δικαστήριο δεν αναφέρει καν στο κείμενο του Διατάγματος και/ή σε οποιονδήποτε σημείο αυτού ότι ικανοποιήθηκε και/ή δεν τεκμηρίωσε ότι κοινοποιήθηκε από την ένορκη μαρτυρία ότι στοιχειοθετήθηκε η ύπαρξη εύλογης υποψίας διασύνδεσης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με σοβαρό ποινικό αδίκημα ή της διασύνδεσης του αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

β)  Η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του Νόμου και/ή ένεκα έκδηλης παρανομίας και η παρούσα διαδικασία αποτελεί τη μόνη διαθέσιμη εφαρμοστέα δικονομική εγγύηση ώστε να αποκατασταθεί η νομιμότητα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην κρινόμενη περίπτωση εκείνο που παρουσιαζόταν ως μεμπτό κατά την προβαλλόμενη εισήγηση, ήταν η ίδια η έλλειψη αιτιολογίας από το διάταγμα του Δικαστηρίου και η συνάρτηση της απόφασης του Δικαστή με ένορκη δήλωση του αστυνομικού η οποία κατά την κρίση του αιτητή δεν περιέχει τα αναγκαία προαπαιτούμενα για την έκδοση του Διατάγματος.

 

2.  Σαφώς και προέκυπτε η αναγκαιότητα προσκόμισης τόσο του πρακτικού του Δικαστηρίου διά του οποίου κρίνεται το αίτημα της Αστυνομίας όσο και της ίδιας της ένορκης ομολογίας.

 

3.  Παρουσιάζονταν ως τεκμήρια 1 και 2 το συντεταγμένο Διάταγμα και το αίτημα της Αστυνομίας και αυτά τα έγγραφα ο αιτητής τα ονομάζει ή θεωρεί ότι περιλαμβάνουν την Απόφαση-Διάταγμα του Δικαστηρίου και την ένορκη δήλωση του αστυνομικού.

 

4.  Επρόκειτο τουλάχιστον για πεπλανημένη αντίληψη. Το παρουσιαζόμενο ως Διάταγμα είναι απλώς το συντεταγμένο διάταγμα και δεν έχει καταδειχθεί ότι περιλαμβάνει όλο το κείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου την επίδικη ημερομηνία (το πρακτικό του Δικαστηρίου).

 

5.  Πέραν τούτου, η ένορκη δήλωση του αστυνομικού δεν επισυναπτόταν στην αίτηση, έστω και αν το αίτημα έφερε την υπογραφή του. Επισυναπτόταν μόνο το αντίγραφο του αιτήματος της Αστυνομίας χωρίς τη βάση του, την ένορκη δήλωση του αστυνομικού.

 

6.  Η αίτηση ήταν ατελής και εν τη γενέσει της απορριπτέα, αφού απουσίαζαν τα σημαντικότερα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να παρουσιάζονται στην αίτηση.

 

7.  Πρόσθετα, δεν προέκυπτε ότι ο αιτητής είχε αποσείσει το βάρος να πείσει το Δικαστήριο ότι η αίτηση του δεν ήταν καθυστερημένη.  Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η μόνη δικαιολογία που δινόταν για την καθυστέρηση ήταν γενικής και αορίστου υφής.

 

8.  Στην κρινόμενη περίπτωση η παρουσιαζόμενη ως εξήγηση, δεν έπειθε, δεδομένου ότι είχαν παρέλθει περίπου 8 μήνες από την έκδοση του εν λόγω διατάγματος του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 5) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1319,

 

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 761,

 

In Re Αeroporos (1988)1 C.L.R. 302,

 

Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265,

 

Rex v. Newington Licensing Justices [1948] 1 Κ.Β. 681,

 

Ερμής Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 811.

 

Αίτηση.

 

Αντ. Δημητρίου με Χ. Αλεξάνδρου (κα), για τον Αιτητή.

 

Ex tempore

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.�: Ο αιτητής αιτείται αδείας για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση του προνομιακού εντάλματος certiorari που να ακυρώνει και/ή να παραμερίζει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 30.3.2015 διά της οποίας εξεδόθη διάταγμα πρόσβασης στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του αιτητή.

 

Με βάση την έκθεση γεγονότων και την επισυνημμένη ένορκη δήλωση της κας Λουκίας Τζιωρτζή, δικηγόρου, παρουσιάζεται ως αναγκαία η αιτούμενη θεραπεία κυρίως λόγω επίκλησης παράβασης των Άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος με προβαλλόμενο υπόβαθρο την έλλειψη αιτιολογίας εκ μέρους του Δικαστηρίου στην έκδοση του εν λόγω διατάγματος. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «κατά παράβαση της ρητής πρόνοιας του Άρθρου 4(4) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων, Νόμου,  Ν.183(1)/2007 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»), το Δικαστήριο δεν αναφέρει καν στο κείμενο του Διατάγματος και/ή σε οποιονδήποτε σημείο αυτού ότι ικανοποιήθηκε και/ή δεν τεκμηρίωσε ότι κοινοποιήθηκε από την ένορκη μαρτυρία ότι στοιχειοθετήθηκε η ύπαρξη εύλογης υποψίας διασύνδεσης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με σοβαρό ποινικό αδίκημα ή της διασύνδεσης του αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα». Ο αιτητής μέμφεται το εν λόγω διάταγμα με τις παραγράφους 1-6 της έκθεσης γεγονότων για να καταλήξει ότι η επίδικη απόφαση και/ή διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση του Νόμου και/ή ένεκα έκδηλης παρανομίας. Πρόσθετα, γίνεται επίκληση ότι η παρούσα διαδικασία αποτελεί τη μόνη διαθέσιμη εφαρμοστέα δικονομική εγγύηση ώστε να αποκατασταθεί η νομιμότητα.

 

Επί της ένορκης δήλωσης προσκομίζονται διάφορα τεκμήρια τα οποία ο αιτητής ονομάζει «αντίγραφο του διατάγματος και της σχετικής ένορκης δήλωσης του αστυφύλακα 3490 Γ. Γερολέμου» ως τεκμήρια 1 και 2 και σε συγκεκριμένα σημεία σε διάφορες παραγράφους της ένορκης δήλωσης της κας Τζιωρτζή γίνεται αναφορά σε ανεπάρκεια της ένορκης δήλωσης του αστυφύλακα Γερολέμου.

 

Όπως είναι γνωστό, δεν μπορεί να καταχωρηθεί αίτηση για certiorari ή prohibition εκτός αν έχει δοθεί άδεια. Η αίτηση για άδεια στηρίζεται από Έκθεση με την οποία πρέπει να αναφέρεται το όνομα και η περιγραφή του αιτητή, η θεραπεία που επιδιώκεται και να εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η θεραπεία είναι αναγκαία. Η Έκθεση είναι απαραίτητο και σημαντικό έγγραφο ως προς το δε τι πρέπει να περιλαμβάνει ακολουθητέα είναι η αγγλική πρακτική. (βλ. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 5) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1319, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 761 Ηalsbury's Laws of England 4th ed. v.11, paras 1528-1753). 

 

Όπως προκύπτει από το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποκλειστική εξουσία για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων και επειδή δεν έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα σχετικοί κανονισμοί εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι αγγλικοί κανονισμοί, Δ.53 θ.1 14 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (βλ. The Supreme Court Practice 1979, v.1, σελ.819, Δ.59 θ.3-8 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών, Annual Practice 1956 σελ.1302 και Halsbury's, ανωτέρω).

 

Η σπουδαιότητα της Έκθεσης αλλά και της ένορκης δήλωσης που τη στηρίζει συναρτάται και με την απόλυτη αναγκαιότητα να συνοδεύεται με τα αναγκαία έγγραφα ώστε το Δικαστήριο να τύχει πλήρους και επαρκούς ενημέρωσης για τα δεδομένα που αφορούν την αιτούμενη θεραπεία ώστε αφενός μεν ο αιτητής να επιτελέσει το καθήκον του, αποκαλύπτοντας πλήρως και εμπεριστατωμένα τα γεγονότα και αφετέρου το ίδιο το Δικαστήριο να μπορεί να αποφασίσει ορθά έχοντας όλη την εμβέλεια των γεγονότων που ο αιτητής οφείλει να του παρουσιάσει σε μια τέτοιας φύσεως δραστική διαδικασία.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση εκείνο που παρουσιάζεται ως μεμπτό είναι η ίδια η έλλειψη αιτιολογίας από το διάταγμα του Δικαστηρίου και η συνάρτηση της απόφασης του Δικαστή με ένορκη δήλωση του αστυνομικού η οποία κατά την κρίση του αιτητή δεν περιέχει τα αναγκαία προαπαιτούμενα για την έκδοση του Διατάγματος. Σαφώς λοιπόν και προκύπτει η αναγκαιότητα προσκόμισης τόσο του πρακτικού του Δικαστηρίου δια του οποίου κρίνεται το αίτημα της Αστυνομίας  όσο και της ίδιας της ένορκης ομολογίας. Όπως έχω προαναφέρει παρουσιάζονται ως τεκμήρια 1 και 2 το συντεταγμένο Διάταγμα και το αίτημα της Αστυνομίας και αυτά τα έγγραφα ο αιτητής τα ονομάζει ή θεωρεί ότι περιλαμβάνουν την Απόφαση-Διάταγμα του Δικαστηρίου και την ένορκη δήλωση του αστυνομικού. Πρόκειται τουλάχιστον για πεπλανημένη αντίληψη. Το παρουσιαζόμενο ως Διάταγμα είναι απλώς το συντεταγμένο διάταγμα (σε φωτοτυπία μάλιστα) και δεν έχει καταδειχθεί ότι περιλαμβάνει όλο το κείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου την επίδικη ημερομηνία (το πρακτικό του Δικαστηρίου). Πέραν τούτου ένορκη δήλωση του αστυνομικού δεν επισυνάπτεται στην παρούσα αίτηση, έστω και αν το αίτημα φέρει την υπογραφή του. Επισυνάπτεται μόνο το αντίγραφο του αιτήματος της Αστυνομίας χωρίς τη βάση του, την ένορκη δήλωση του αστυνομικού. Ερωτώμενοι σήμερα οι συνήγοροι απλώς ανέφεραν ότι αυτά είναι που τους δόθηκαν, δέχθηκαν όμως ότι δεν έχουν προβεί σε άλλη έρευνα. Με όλο το σεβασμό, θεωρώ ότι η πλευρά του αιτητή θα έπρεπε να διενεργήσει τη δέουσα έρευνα προς εξεύρεση του πρακτικού του Δικαστηρίου και να το επισυνάψει με την ένορκη δήλωση που στήριζε το αίτημα.

 

Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα για να γίνει αντιληπτό ότι η αίτηση είναι ατελής και εν τη γενέσει της απορριπτέα, αφού τα σημαντικότερα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να παρουσιάζονται στην αίτηση, ελλείπουν.

 

Η καταχώρηση των απαραίτητων εγγράφων σε διαδικασίες προνομιακών ενταλμάτων εξετάστηκε και στην υπόθεση In Re Αeroporos (1988) 1 C.L.R. 302 στην οποία μάλιστα τονίστηκε ότι μη συμμόρφωση προς τους κανόνες που διέπουν την καταχώρηση τέτοιων αιτήσεων είναι μοιραία για την εγκυρότητα της αίτησης. (βλ. επίσης τα λεχθέντα υπό Ηλιάδη, Δ, στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Χαράλαμπου Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265 και το Σύγγραμμα Π.Αρτέμη Προνομιακά Εντάλματα σελ.45 και επ. στο οποίο μάλιστα γίνεται αναφορά ότι πρέπει να επισυνάπτονται πιστοποιημένα αντίγραφα από την αρχή με την κατεύθυνση που έχει δοθεί από την υπόθεση Rex v. Newington Licensing Justices [1948] 1 Κ.Β. 681).

 

Έκδηλα λοιπόν προκύπτει ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει λόγω των θεμελιωδών παραλείψεων που έχω εξηγήσει.

 

Πρόσθετα θα πρέπει να αναφέρω ότι καθόλου δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής έχει αποσείσει το βάρος να πείσει το Δικαστήριο ότι η αίτηση του δεν είναι καθυστερημένη. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης κατά τις οποίες το Διάταγμα φέρει ημερομηνία 30.3.2015 η μόνη δικαιολογία που δίδεται για την καθυστέρηση είναι γενικής και αορίστου υφής εφόσον εκείνο που αναφέρεται είναι ότι κατά ή περί τον Μάϊο του 2015 καταχωρήθηκε εναντίον του αιτητή η ποινική υπόθεση αρ. 7327/2015 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού και ήταν ορισμένη για ακρόαση 24 και 27 Νοεμβρίου 2015 για να καταλήξει ως εξής:

 

«3(δ) Ο λόγος που καταχωρείται η παρούσα αίτηση στο παρόν στάδιο είναι καθότι το επίδικο Διάταγμα παραλήφθηκε από το δικηγορικό μας γραφείο ως μέρος του μαρτυρικού υλικού της ανωτέρω ποινικής υπόθεσης το οποίο μας παραδόθηκε σταδιακά και προσφάτως μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες και επιστολές προς τη Νομική Υπηρεσία». 

Η συνάρτηση με την ποινική υπόθεση και την ημερομηνία εκδίκασης της καθώς και η μη συγκεκριμενοποίηση χρονικά στο πότε ελήφθη το συγκεκριμένο μαρτυρικό υλικό παραμένει μια σκιώδης εξήγηση που δεν παρέχει στο Δικαστήριο ακριβή στοιχεία γιατί δεν ελήφθη προηγουμένως το μαρτυρικό υλικό έχοντας μάλιστα υπόψη ότι η υπόθεση καταχωρήθηκε από τον Μάιο του 2015 και ούτε δικαιολογεί γιατί ο αιτητής δεν απευθύνθηκε στο Δικαστήριο προηγουμένως. Το προνομιακό ένταλμα συνιστά εξαιρετικό μέτρο και η αίτηση για χορήγηση του εξετάζεται με φειδώ. Καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης αποτελεί λόγο άρνησης έκδοσης του (βλ. Ερμής Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 811). Κάθε καθυστέρηση δε πρέπει να αιτιολογείται και όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση τόσο πιο ενδελεχής αιτιολογία είναι απαραίτητη. Όπως είναι γνωστό στην Αγγλία υπάρχει χρονικό όριο εντός του οποίου μπορεί να αναζητηθεί σχετική θεραπεία (στην αρχή 6 μήνες και αργότερα 3 μήνες) και μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας δεν εξετάζεται η αίτηση. Όμως αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμη και όταν καταχωρείται εντός της επιτρεπτής προθεσμίας. Στην κρινόμενη περίπτωση η παρουσιαζόμενη ως εξήγηση δεν πείθει έχοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι έχουν παρέλθει περίπου 8 μήνες από την έκδοση του εν λόγω διατάγματος του Δικαστηρίου.

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο