ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:DOD:2015:6

(2015) 1 ΑΑΔ 2455

18 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

MARLA BRIDGET THEOCHARIDES,

 

Εφεσείουσα - Καθ' ης η αίτηση,

 

ν.

 

ΧΑΡΗ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ (Αρ. 2),

 

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

 

(Έφεση Αρ. 13/2014)

 

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις Γονέων και Τέκνων ― Θεσμός Επιτρόπου Δικαιωμάτων του παιδιού ― Αίτηση από την Επίτροπο για έκδοση Διατάγματος του Εφετείου, διατάττον τον διορισμό της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού ως αντιπρόσωπο των ανηλίκων παιδιών των διαδίκων, στη δικαστική διαδικασία που εκκρεμούσε στην έφεση ― Απορριπτική κατάληξη ― Απόφανση Εφετείου, ότι οι λόγοι έφεσης αφορούσαν σε αμιγώς νομικά θέματα  και προέκυπτε το ερώτημα ποια βοήθεια θα μπορούσε η Επίτροπος να προσφέρει στο Εφετείο, επί των νομικών ζητημάτων που εγείρονταν χωρίς, στην πράξη, να εμπλακεί στη διαφορά υπέρ της μιας η της άλλης πλευράς ― Ο διορισμός του ή της Επιτρόπου ως αντιπροσώπου παιδιού δυνατό να είναι ευεργετικός στις πρωτόδικες διαδικασίες.

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Επίτροπος Δικαιωμάτων του Παιδιού ― Έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεων εκ μέρους οποιουδήποτε παιδιού για διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε δικαστικές διαδικασίες που το επηρεάζουν, καθώς επίσης και την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε διαδικασίες που επηρεάζουν τα παιδιά και σε δικαστικές διαδικασίες στις οποίες θα μπορεί να διορίζεται η ίδια ως αντιπρόσωπος παιδιού από το Δικαστήριο.

 

Στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, εισήχθηκε αίτηση με την οποία επιδιώχθηκε η έκδοση Διατάγματος του Δικαστηρίου διατάττον τον διορισμό της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιών ως αντιπρόσωπο των ανηλίκων παιδιών των διαδίκων, στη δικαστική διαδικασία που εκκρεμούσε διά της παρούσης εφέσεως.

Η αίτηση στηρίχθηκε στο Άρθρο 4(1)(α), (δ), (ζ) και (η) του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου του 2007 και 2014, στα Άρθρα 3, 9, 12, 18 και 19 της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικούς) Νόμους του 1990 και 2000, στο Άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο του 2005, στους Κανονισμούς 3 και 4 του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπροσώπου Παιδιού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2014, στη νομολογία, τις συμφυείς εξουσίες, την πρακτική και τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση από πλευράς γεγονότων στηριζόταν σε ένορκη δήλωση λειτουργού του Γραφείου του Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, στην οποία καταγράφονταν ως γεγονότα τα εξής: Στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αίτηση υπ' αρ. 83/2014, στη δικαιοδοσία γονικής μέριμνας μεταξύ της μητέρας ως αιτήτριας και του πατέρα ως καθ' ου η αίτηση, εγκρίθηκε, ύστερα από ακρόαση, ο διορισμός της Επιτρόπου με σκοπό την εκπροσώπηση των ανηλίκων τέκνων, προκειμένου η Επίτροπος να εξασφαλίζει τις απόψεις τους και να προωθεί την ενημέρωση αυτών σχετικά με τα δικαιώματα τους. 

 

Δυνάμει του δικαστικού αυτού διατάγματος, η Επίτροπος εκπροσωπεί τα παιδιά μέσω δικηγορικού γραφείου στο δε πλαίσιο αυτής της εκπροσώπησης, η Επίτροπος είχε συνάντηση στο γραφείο της με τα παιδιά στα οποία επεξηγήθηκαν χωριστά ο ρόλος της Επιτρόπου με γνώμονα να διαπιστωθούν οι απόψεις τους, καθώς και οι οικογενειακές και οι προσωπικές τους συνθήκες. Ακολούθησαν διεπαγγελματικές συναντήσεις στην παρουσία της ενόρκως δηλούσας, η οποία ήταν παρούσα και στην προαναφερθείσα συνάντηση,  λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και λειτουργών των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας. Έγιναν δύο τέτοιες συναντήσεις   στις οποίες οι λειτουργοί της Επιτρόπου ενημερώθηκαν περαιτέρω για τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες των παιδιών, καθώς και για το περιεχόμενο και την εξέλιξη της εκκρεμούσας έφεσης και της Αίτησης γονικής μέριμνας υπ' αρ. 184/2014 που εκκρεμούσε στο Οικογενειακό Δικαστήριο.

 

Προέκυψε όπως αναφερόταν, από όλες τις ανωτέρω συναντήσεις, ότι τα παιδιά ήταν «... αρνητικά επηρεασμένα από την πολύχρονη δικαστική διαμάχη και σύγκρουση των γονέων και ζητούσαν τον τερματισμό και την επίσπευση της. Η διακεκομμένη ή και μηδενική σε κάποιες περιπτώσεις επικοινωνία με τη μητέρα, δημιουργεί επίσης αποξένωση των παιδιών, και ιδιαίτερα του κοριτιτσιού από τη μητέρα της.».

 

Η ενόρκως δηλούσα κατέληγε με τη θέση, ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει ή να εκτιμήσει το βαθμό ωριμότητας και τη δυνατότητα αντίληψης των παιδιών έχοντας υπόψη ότι είναι σήμερα ηλικίας δέκα και έξι ετών, «... είναι όμως πρόδηλο ότι η ηλικία τους δεν τους επιτρέπει να εκπροσωπούνται ενώπιον των δικαστικών διαφορών που τα αφορούν.». Οι οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες των παιδιών και «.. οι κάκιστες σχέσεις των γονέων ...», επιτάσσουν την εκπροσώπηση των παιδιών και στην έφεση, αναφέρονταν μεταξύ άλλων.

 

Ήταν δε, η άποψη της Επιτρόπου ότι οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις μεταξύ των γονέων έχουν στόχο την εκατέρωθεν δικαστική επικράτηση των απόψεων τους και όχι κατά αντικειμενικό τρόπο την προώθηση του συμφέροντος των ιδίων των παιδιών. 

 

Ο συνήγορος της Επιτρόπου προωθώντας την αίτηση και στην επί Δικαστηρίω ακροαματική διαδικασία, επανέλαβε στην ουσία τα ανωτέρω, εισηγούμενος και υποδεικνύοντας την αναγκαιότητα διορισμού της Επιτρόπου δυνάμει της δυνατότητας που δίδεται προς τούτο από τη νέα κανονιστική ρύθμιση τονίζοντας  το νεοφανές του εγχειρήματος σ' ό,τι τουλάχιστον αφορούσε στον προτεινόμενο διορισμό σε εφετειακή διαδικασία. 

 

Στην αίτηση ενέστη η πλευρά που εκπροσωπούσε τον πατέρα των ανηλίκων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι διάδικοι αντιμαχούν επί μακρόν ως προς την εκατέρωθεν άσκηση των γονεϊκών δικαιωμάτων τους επί των ανηλίκων. Στις 20.6.2013, στην Αίτηση αρ. 28/11, Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας, Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εξέδωσε πολυσέλιδο Διάταγμα με το οποίο ρυθμίστηκαν διάφορες πτυχές της όλης υπόθεσης.

 

2.  Η εκ συμφώνου διευθέτηση επετεύχθη μετά από μερική ακρόαση της αίτησης γονικής μέριμνας που εισήγαγε η μητέρα, με τον πατέρα ως καθ' ου η αίτηση.

 

3.  Η πιο πάνω, εκ συμφώνου διευθέτηση που έλαβε τη μορφή Δικαστικού Διατάγματος, δεν έμελλε να τελεσφορήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις 23.4.2014, ο πατέρας ζήτησε με αίτηση την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της εφαρμογής οριστικής ρύθμισης της επικοινωνίας της μητέρας με τα ανήλικα.

 

4.  Άλλη Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αφού διαπίστωσε ότι παρά τις οδηγίες που δόθηκαν για την καταχώρηση ένστασης αυτή δεν καταχωρήθηκε, εξέδωσε το Διάταγμα ημερ. 12.6.2014 αναστέλλοντας την οριστική διευθέτηση επικοινωνίας.

 

5.  Έκρινε όμως ότι δικαιολογείτο η έκδοση του Διατάγματος αναστολής για τους λόγους που εξήγησε στο σύντομο ex-tempore σκεπτικό του. Είναι αυτή την απόφαση στην οποία αφορούσε η εκκρεμούσα έφεση, η οποία επεδίωκε τον παραμερισμό της απόφασης.

 

6.  Η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού έχει διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του Άρθρου 10 του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου αρ. 74(Ι)/2007, ως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 44(Ι)/2014. Ο Νόμος αυτός δίνει στην Επίτροπο την αποστολή της προάσπισης και προαγωγής των δικαιωμάτων του παιδιού με αρμοδιότητες που καθορίζονται στο Άρθρο 4 που περιλαμβάνουν και την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε όλα τα επίπεδα.

 

7.  Η Επίτροπος έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεων εκ μέρους οποιουδήποτε παιδιού για διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε δικαστικές διαδικασίες που το επηρεάζουν, καθώς επίσης και την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε διαδικασίες που επηρεάζουν τα παιδιά και σε δικαστικές διαδικασίες στις οποίες θα μπορεί να διορίζεται  η ίδια ως αντιπρόσωπος παιδιού από το Δικαστήριο.

 

8.  Οι τελευταίες αυτές αρμοδιότητες περιέχονται στα εδάφια (1)(ζ) και (η) του Άρθρου 4 του Νόμου. Κατά το Άρθρο 8, ο Επίτροπος ενεργεί ανεξάρτητα « .. υπακούοντας μόνο στο Νόμο, στην ηθική και στη συνείδηση του», υπόκειται δε σε καθήκον εχεμύθειας.

 

9.  Το Ανώτατο Δικαστήριο στη βάση του Άρθρου 19 του Νόμου εξέδωσε τον Διαδικαστικό Κανονισμό 3 του 2014 υπό τον τίτλο, «Ο περί του Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2014.

 

10. Δυνάμει του Κανονισμού, ο Επίτροπος δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο, το οποίο και αυτεπάγγελτα μπορεί να ενεργήσει, για το διορισμό του ως αντιπροσώπου του παιδιού «... με σκοπό την εκπροσώπηση του παιδιού και των συμφερόντων του στη συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία και την καταχώρηση ή υποβολή από τον Επίτροπο εγγράφων προτάσεων, όπου αυτό ενδείκνυται.».

 

11. Έχοντας, με την απαραίτητη προσοχή, εξετάσει την αίτηση της Επιτρόπου για διορισμό της ως αντιπροσώπου των παιδιών κατά την ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου διαδικασία, προέκυπτε ότι η αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει.

 

12. Πρόδηλο είναι από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, αλλά και τις πρόνοιες του σχετικού Κανονισμού, ότι ο διορισμός του ή της Επιτρόπου ως αντιπροσώπου παιδιού δυνατό να είναι ευεργετικός στις πρωτόδικες διαδικασίες Οικογενειακού Δικαστηρίου όπου διακυβεύονται κατά άμεσο τρόπο τα συμφέροντα του παιδιού σε διαδικασίες που το αφορούν, όπως διαδικασίες γονικής μέριμνας, επικοινωνίας, διατροφής κλπ..

 

13. Αυτός είναι ο λόγος που κατά τον Κανονισμό 3, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη σε αίτηση για διορισμό τις θέσεις του επηρεαζόμενου παιδιού, τις απόψεις των διαδίκων και τις απόψεις του προσώπου που έχει τη γονική μέριμνα.

 

14. Η ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου έφεση αποσκοπεί όχι βέβαια στη ρύθμιση σε πρώτο στάδιο της γονεϊκής επικοινωνίας των διαδίκων ή εκάστου εξ αυτών με το ή τα παιδιά, αλλά στην αναθεώρηση του πρωτοδίκως εκδοθέντος διατάγματος που καθόρισε τα ζητήματα αυτά.

 

15. Κατά το Άρθρο 21 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/1990, ως τροποποιήθηκε, οι αποφάσεις των Οικογενειακών Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου το οποίο δεν δεσμεύεται από την πρωτόδικη απόφαση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, έχοντας εξουσία να αναθεωρεί οποιεσδήποτε αποδείξεις, να συνάγει δικά του συμπεράσματα, να ακούει και να δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα και, όπου αναγκαίο, να επανακροάται μάρτυρες.

 

16. Είναι φανερό επομένως ότι η βασική εξουσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου είναι να ενεργεί ως Εφετείο κατά τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση που ενεργεί και Εφετείο επί πολιτικών υποθέσεων.

 

17. Αναδρομή στους λόγους έφεσης αποκαλύπτει ότι αυτοί αφορούν κατ' εξοχή νομικά ζητήματα. Προέκυπτε από τη σύνοψη των λόγων έφεσης ότι αυτοί αφορούν αποκλειστικά σε δικονομικά και νομικά ζητήματα τα οποία, αναλόγως της κρίσης του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, θα οδηγήσουν στην ακύρωση ή τη διατήρηση σε ισχύ του διατάγματος αναστολής που εκδόθηκε πρωτοδίκως από το Οικογενειακό Δικαστήριο.

 

18. Παρόλο που εμπλέκονται στους λόγους έφεσης ως μέρος των διαφόρων επί μέρους αιτιολογιών και ζητήματα που άπτονται της ουσιαστικής επικοινωνίας της μητέρας με τα ανήλικα, εν τούτοις αυτά δεν αποτελούν το ουσιώδες ή το προεξάρχον αντικείμενο της και επομένως δεν είναι κατάλληλη η περίπτωση για να ασκήσει η Επίτροπος το θεσμικό της ρόλο.

 

19. Η θέση του συνηγόρου της Επιτρόπου ότι σε περίπτωση που θα εγκριθεί το αίτημα για διορισμό της ως αντιπροσώπου των παιδιών, ο ρόλος της θα είναι διπλός, αφενός με την καταχώρηση περιγράμματος αναφορικά με τα νομικά σημεία και αφετέρου μέσω της επικοινωνίας της με τα ανήλικα και τις αρμόδιες υπηρεσίες με ιδιαίτερη έμφαση στην άντληση των απόψεων των παιδιών «... στο μέτρο του δυνατού, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και την ωριμότητα τους», παρέπεμπε σε περαιτέρω αχρείαστη εμπλοκή της όλης διελκυστίνδας μεταξύ των διαδίκων.

 

20. Εν προκειμένω, διαπιστωνόταν αντινομία στην προβαλλόμενη θέση περί άντλησης απόψεων από τα ίδια τα παιδιά, όταν η ίδια η ενόρκως δηλούσα, υποστηρίζοντας την αίτηση αναφέρει, ότι δεν μπορεί να εκτιμήσει την ωριμότητα και τη δυνατότητα αντίληψης των παιδιών.

 

21. Αυτό παραπέμπει σε πιθανή παρέμβαση της Επιτρόπου ώστε να προωθεί τα συμφέροντα τους κατά τον τρόπο που η ίδια θεωρεί πρέπον, λαμβάνοντας και επιλέγοντας θέσεις υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, έξω από το θεσμικό της ρόλο.

 

22. Αυτή η πιθανή ανεπιθύμητη επιλογή προέκυπτε και από το εξής:  Η εφεσείουσα εκπροσωπείται από νέα δικηγόρο, η οποία ας σημειωθεί έχει υποβάλει αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης και η οποία επίσης εκδικάστηκε, η απόφαση επί της οποίας εκδόθηκε επίσης κατά την ίδια ημερομηνία με την παρούσα, ο εφεσίβλητος έχει επίσης το δικηγόρο του και επομένως οι εκατέρωθεν θέσεις που είναι αμιγώς νομικές επί της εκκρεμούσας εφέσεως μπορούν κάλλιστα να προωθηθούν από τους εκατέρωθεν συνηγόρους χωρίς να χρειάζεται η αντιπροσώπευση των παιδιών από την Επίτροπο.

23.  Προέκυπτε το ερώτημα τι βοήθεια θα μπορούσε η Επίτροπος να προσφέρει στο Εφετείο, επί των νομικών ζητημάτων που εγείρονται χωρίς, στην πράξη, να εμπλακεί στη διαφορά υπέρ της μιας η της άλλης πλευράς.

 

24. Όλα τα ανωτέρω, υποδείκνυαν επίσης αβίαστα και το καθυστερημένο της αίτησης. Ιδιαιτέρως έχοντας υπόψη ότι υποβλήθηκε σε χρόνο μετά τον ορισμό της έφεσης για ακρόασης. Τυχόν έγκριση της, αναμφίβολα θα καθυστερούσε περαιτέρω την εκδίκαση της.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Έφεση - Αίτηση.

 

Αίτηση διά κλήσεως από την Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού στα πλαίσια της Έφεσης από την Καθ' ης η αίτηση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δημητρίου, Δικαστής), (Αίτηση Γονικής Μέριμνας Αρ. 184/2014), ημερομ. 12/6/2014.

 

Φ. Καμπέρης, για την Αιτήτρια.

 

Χρ. Αργυρού (κα), για την Εφεσείουσα.

 

Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, η οποία καταχωρήθηκε στις 24.6.2014, εισήχθηκε η υπό κρίση αίτηση ημερ. 27.8.2015 με την οποία επιδιώκεται η έκδοση Διατάγματος του Δικαστηρίου διατάσσον τον διορισμό της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιών ως αντιπρόσωπο των ανηλίκων Κατερίνας Ashley Θεοχαρίδη και Μάρκου William Θεοχαρίδη από τον Στρόβολο, στη δικαστική διαδικασία που εκκρεμεί διά της παρούσης εφέσεως.

 

Η αίτηση βασίζεται στο Άρθρο 4(1)(α), (δ), (ζ) και (η) του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου του 2007 και 2014, στα Άρθρα 3, 9, 12, 18 και 19 της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικούς) Νόμους του 1990 και 2000, στο Άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο του 2005, στους Κανονισμούς 3 και 4 του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπροσώπου Παιδιού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2014, στη νομολογία, τις συμφυείς εξουσίες, την πρακτική και τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση από πλευράς γεγονότων στηρίζεται σε ένορκη δήλωση της λειτουργού Εύης Παναγή του Γραφείου του Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, η οποία αναφέρει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από την Επίτροπο να προβεί στη δήλωση στην οποία καταγράφονται ως γεγονότα τα εξής: Στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αίτηση υπ' αρ. 83/2014, στη δικαιοδοσία γονικής μέριμνας μεταξύ της μητέρας ως αιτήτριας και του πατέρα ως καθ' ου η αίτηση, εγκρίθηκε, μετά από ακρόαση, ο διορισμός της Επιτρόπου με σκοπό την εκπροσώπηση των ανηλίκων τέκνων προκειμένου η Επίτροπος να εξασφαλίζει τις απόψεις τους και να προωθεί την ενημέρωση αυτών σχετικά με τα δικαιώματα τους. Δυνάμει του δικαστικού αυτού διατάγματος ημερ. 12.6.2014, η Επίτροπος εκπροσωπεί τα παιδιά μέσω του δικηγορικού γραφείου Ιεροθέου, Καμπέρης & Σια Δ.Ε.Π.Ε., στο δε πλαίσιο αυτής της εκπροσώπησης, η Επίτροπος είχε συνάντηση στο γραφείο της με τα παιδιά στα οποία επεξηγήθηκαν χωριστά ο ρόλος της Επιτρόπου με γνώμονα να διαπιστωθούν οι απόψεις τους, καθώς και οι οικογενειακές και οι προσωπικές τους συνθήκες. Ακολούθησαν διεπαγγελματικές συναντήσεις στην παρουσία της ενόρκως δηλούσας, η οποία ήταν παρούσα και στην προαναφερθείσα συνάντηση, τριών λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και τριών λειτουργών των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας. Έγιναν δύο τέτοιες συναντήσεις στις 4.2.2015 και 6.5.2015, στις οποίες οι λειτουργοί της Επιτρόπου ενημερώθηκαν περαιτέρω για τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες των παιδιών, καθώς και για το περιεχόμενο και την εξέλιξη της εκκρεμούσας έφεσης και της Αίτησης γονικής μέριμνας υπ' αρ. 184/2014 που εκκρεμεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο.

 

Προέκυψε από όλες τις ανωτέρω συναντήσεις ότι τα παιδιά ήταν «... αρνητικά επηρεασμένα από την πολύχρονη δικαστική διαμάχη και σύγκρουση των γονέων και ζητούσαν τον τερματισμό και την επίσπευση της. Η διακεκομμένη ή και μηδενική σε κάποιες περιπτώσεις επικοινωνία με τη μητέρα, δημιουργεί επίσης αποξένωση των Παιδιών, και ιδιαίτερα της Κατερίνας από τη μητέρα της.».

Στη συνέχεια η ενόρκως δηλούσα, στην παράγραφο 8 της δήλωσης της, παραπέμπει στη γνωριμία του ζεύγους στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όπου τελέσθηκε πολιτικός και θρησκευτικός γάμος. Η Κατερίνα γεννήθηκε στις 5.10.2005 και ο Μάρκος στις 7.7.2009. Ο γάμος λύθηκε στις 4.10.2011, τα δε παιδιά επέστρεψαν στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 2011, αφού προηγήθηκε αίτηση του πατέρα για επιστροφή τους στη βάση αίτησης δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών. Στις 20.6.2013, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αίτηση υπ' αρ. 28/2011, εξέδωσε τελικό διάταγμα επικοινωνίας της μητέρας με τα παιδιά. Στις 12.6.2014, στο πλαίσιο νέας αίτησης, της υπ' αρ. 184/2014, εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα αναστέλλοντας την εφαρμογή οριστικής ρύθμισης επικοινωνίας της μητέρας με τα παιδιά. Ακολούθησε η υπό κρίση έφεση.  Τα παιδιά βρίσκονται τώρα υπό τη φύλαξη του πατέρα. Η επικοινωνία της μητέρας με αυτά παραμένει δύσκολη και δυσχερής και γίνεται σε αραιά διαστήματα.

 

Η ενόρκως δηλούσα καταλήγει με τη θέση ότι δεν μπορεί να γνωρίζει ή να εκτιμήσει το βαθμό ωριμότητας και τη δυνατότητα αντίληψης των παιδιών έχοντας υπόψη ότι η Κατερίνα είναι σήμερα 10 ετών και ο Μάρκος 6, «... είναι όμως πρόδηλο ότι η ηλικία τους δεν τους επιτρέπει να εκπροσωπούνται ενώπιον των δικαστικών διαφορών που τα αφορούν.». Οι οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες των παιδιών και «.. οι κάκιστες σχέσεις των γονέων ...», επιτάσσουν την εκπροσώπηση των παιδιών και στην έφεση. Είναι η άποψη της Επιτρόπου ότι οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις μεταξύ των γονέων έχουν στόχο την εκατέρωθεν δικαστική επικράτηση των απόψεων τους και όχι κατά αντικειμενικό τρόπο την προώθηση του συμφέροντος των ιδίων των παιδιών. 

 

Ο συνήγορος της Επιτρόπου προωθώντας την αίτηση και στην επί Δικαστηρίω ακροαματική διαδικασία, επανέλαβε στην ουσία τα ανωτέρω, εισηγούμενος και υποδεικνύοντας την αναγκαιότητα διορισμού της Επιτρόπου δυνάμει της δυνατότητας που δίδεται προς τούτο από τη νέα κανονιστική ρύθμιση τονίζοντας το νεοφανές του εγχειρήματος σ' ό,τι τουλάχιστον αφορά τον προτεινόμενο διορισμό σε εφετειακή διαδικασία. Η ανάγκη προώθησης του συμφέροντος των ανηλίκων επιτάσσει η εκπροσώπηση τους να γίνεται από την Επίτροπο, ως ανεξάρτητου και αντικειμενικού θεσμού, ιδιαιτέρως υπό το φως της συνεχιζόμενης πολύχρονης σύγκρουσης των γονέων με αρνητικό επηρεασμό επί της ψυχολογίας των τέκνων τους, αλλά και της ηλικίας, του βαθμού ωριμότητας και της δυνατότητας αντίληψης τους.

Κατά τον κ. Καμπέρη, όπως διαπιστώθηκε και μέσα από σχετικές ερωτήσεις των μελών του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αίτησης, η έγκριση του αιτήματος θα δώσει στην Επίτροπο τη δυνατότητα εμφάνισης της, μέσω του νυν συνηγόρου της, ενώπιον του Εφετείου εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των παιδιών, εκφράζοντας τις απόψεις τους, ενημερώνοντας τα για τα δικαιώματα τους, κάτι που λόγω της γονεϊκής διαμάχης είναι σήμερα δυσχερές, λειτουργώντας έτσι ευεργετικά για τα ίδια τα παιδιά.

 

Η αντίθετη άποψη καταγράφεται στην καταχωρηθείσα ένσταση και επεξηγήθηκε περαιτέρω κατά τη συζήτηση. Με επίκληση ταυτόσημων νομοθετικών και κανονιστικών προνοιών, ο συνήγορος του εφεσίβλητου - πατέρα των παιδιών - προβάλλει το καθυστερημένο της υποβολής της αίτησης ως εμπόδιο στην έγκριση της. Τυχόν έκδοση σχετικού διατάγματος διορισμού θα εκτροχιάσει την όλη διαδικασία σε παραβίαση των δικαιωμάτων των διαδίκων στη δίκαιη δίκη. Περαιτέρω, τα υπό έφεση ζητήματα είναι αμιγώς νομικά και δεν υφίσταται λόγος γιατί οι διάδικοι μέσω των αντίστοιχων συνηγόρων τους, δεν θα είναι σε θέση να τα προωθήσουν προς επίλυση τους ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Τέλος, η αίτηση είναι καταχρηστική λόγω του ότι παρόμοια αίτηση έχει καταχωρηθεί και στο Οικογενειακό Δικαστήριο και επομένως η συμμετοχή της Επιτρόπου στη διαδικασία της έφεσης θα εξαρτηθεί από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Προς επίλυση του εγερθέντος με την αίτηση θέματος, αναγκαία είναι η επεξήγηση της ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου εκκρεμοδικίας. Οι διάδικοι αντιμαχούν επί μακρόν ως προς την εκατέρωθεν άσκηση των γονεϊκών δικαιωμάτων τους επί των ανηλίκων. Στις 20.6.2013, στην Αίτηση αρ. 28/2011, Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας, Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εξέδωσε πολυσέλιδο Διάταγμα με το οποίο ρυθμίστηκαν διάφορες πτυχές της όλης υπόθεσης. Η έκδοση του Διατάγματος έγινε εκ συμφώνου στην παρουσία των συνηγόρων των δύο πλευρών (η εφεσείουσα είχε τότε άλλο δικηγόρο), της κας Γ. Ιωάννου, Λειτουργού Ευημερίας και των διαδίκων. Η εκ συμφώνου διευθέτηση επετεύχθη μετά από μερική ακρόαση της αίτησης γονικής μέριμνας που εισήγαγε η μητέρα, με τον πατέρα ως καθ' ου η αίτηση. Έγινε ρύθμιση για σωρεία θεμάτων, τα κυριότερα των οποίων είναι: δόθηκε η φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων στον πατέρα-καθ' ου η αίτηση, με τόπο διαμονής του τελευταίου και συνακόλουθα των τέκνων, να είναι η Δημοκρατία. Απαγορεύτηκε η χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση αμφοτέρων των διαδίκων ή την άδεια του Δικαστηρίου,  έξοδος των ανηλίκων από τη Δημοκρατία, ή, η μετάβαση τους στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση των διαδίκων χωρίς βέβαια οποιαδήποτε εμπλοκή του Δικαστηρίου στο τελευταίο αυτό ζήτημα. Η μητέρα ανέλαβε την υποχρέωση να μεριμνήσει ώστε τρεις Δικαστικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί στις Η.Π.Α., (η μητέρα είναι Αμερικανίδα υπήκοος), που αφορούσαν μεταξύ άλλων τη γονική μέριμνα, επικοινωνία και διατροφή των ανηλίκων, να ακυρωθούν. Παράλληλα θα φρόντιζε ώστε να εκδοθούν ανάλογα Διατάγματα στις Η.Π.Α. («Mirror Orders»), στα οποία θα καθοριζόταν ως τόπος διαμονής των παιδιών η Δημοκρατία, με τον πατέρα να αναλαμβάνει τη φύλαξη και φροντίδα τους.

 

Στη συνέχεια, καταγράφηκαν λεπτομερείς ρυθμίσεις αναφορικά με το δικαίωμα επικοινωνίας της μητέρας με τα παιδιά της εβδομαδιαίως, με πρόνοιες για διανυκτερεύσεις, με περαιτέρω πρόνοιες επικοινωνίας κατά τις περιόδους των Χριστουγέννων και του Πάσχα, τον τρόπο παράδοσης, παραλαβής και επιστροφής των παιδιών από τον πατέρα προς τη μητέρα και αντίστροφα και άλλες ρυθμίσεις, οι λεπτομέρειες των οποίων δεν ενδιαφέρουν για σκοπούς της υπό κρίση αίτησης.

 

Η πιο πάνω, εκ συμφώνου υπενθυμίζεται διευθέτηση που έλαβε τη μορφή Δικαστικού Διατάγματος, δεν έμελλε να τελεσφορήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις 23.4.2014, ο πατέρας ζήτησε με αίτηση την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της εφαρμογής οριστικής ρύθμισης της επικοινωνίας της μητέρας με τα ανήλικα. Η αίτηση που έλαβε τον αριθμό 184/2014, στηρίχθηκε στη θέση ότι οι συνθήκες στη βάση των οποίων εκδόθηκε το προαναφερθέν εκ συμφώνου Διάταγμα της 12.6.2013, είχαν στο μεταξύ μεταβληθεί. Τα τέκνα, ως αναφέρθηκε, αντιδρούσαν έντονα στην επικοινωνία της μητέρας μαζί τους, καθώς και στη διανυκτέρευση τους, λόγω της «... επιθετικής, υβριστικής και καταπιεστικής συμπεριφοράς ...» της μητέρας έναντι του πατέρα, των γονέων του και του περιβάλλοντος του, όσο και «.. έναντι των παιδιών καθώς και στην αδυναμία της να κατανοήσει τις ανάγκες των παιδιών και να προσεγγίσει σωστά τα παιδιά.». Ο πατέρας, σύμφωνα με τη θέση του στην αίτηση, αδυνατούσε να αλλάξει αυτή την αρνητική συμπεριφορά των ανηλίκων χωρίς την αναγκαία συνεργασία της μητέρας, αλλά και την εμπλοκή ειδικών.  Ήταν επομένως αναγκαία η αναστολή της επιτευχθείσας προηγούμενης διευθέτησης μέχρις ότου τα παιδιά «... μπορέσουν να επεξεργαστούν και αποβάλουν τα αρνητικά συναισθήματα τους σε σχέση με την καθ' ης η αίτηση ...».

Άλλη Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αφού διαπίστωσε ότι παρά τις οδηγίες που δόθηκαν για την καταχώρηση ένστασης (σημειωτέον ότι την υπόθεση της μητέρας σ' εκείνο το στάδιο ανέλαβε άλλη δικηγόρος), ένσταση δεν καταχωρήθηκε, εξέδωσε το Διάταγμα ημερ. 12.6.2014 αναστέλλοντας την οριστική διευθέτηση επικοινωνίας. Παρά την μη καταχώρηση ένστασης, αλλά ούτε και σημειώματος εμφάνισης ως συνάγεται από τα τηρηθέντα πρακτικά, το Δικαστήριο άκουσε τη νέα συνήγορο της μητέρας ως προς τους λόγους που δεν καταχωρήθηκε ένσταση, που άγγιζαν και την ουσία της αίτησης για αναστολή. Έκρινε όμως ότι δικαιολογείτο η έκδοση του Διατάγματος αναστολής για τους λόγους που εξήγησε στο σύντομο ex-tempore σκεπτικό του. Είναι αυτή την απόφαση που αφορά η εκκρεμούσα έφεση, η οποία με έξι λόγους επιδιώκει τον παραμερισμό της απόφασης.

 

Η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού έχει διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του Άρθρου 10 του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου αρ. 74(Ι)/2007, ως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 44(Ι)/2014. Ο Νόμος αυτός δίνει στην Επίτροπο την αποστολή της προάσπισης και προαγωγής των δικαιωμάτων του παιδιού με αρμοδιότητες που καθορίζονται στο Άρθρο 4 που περιλαμβάνουν και την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε όλα τα επίπεδα. Η Επίτροπος έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεων εκ μέρους οποιουδήποτε παιδιού για διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε δικαστικές διαδικασίες που το επηρεάζουν, καθώς επίσης και την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε διαδικασίες που επηρεάζουν τα παιδιά και σε δικαστικές διαδικασίες στις οποίες θα μπορεί να διορίζεται η ίδια ως αντιπρόσωπος παιδιού από το Δικαστήριο. Οι τελευταίες αυτές αρμοδιότητες περιέχονται στα εδάφια (1)(ζ) και (η) του Άρθρου 4 του Νόμου. Κατά το Άρθρο 8, ο Επίτροπος ενεργεί ανεξάρτητα « .. υπακούοντας μόνο στο Νόμο, στην ηθική και στη συνείδηση του», υπόκειται δε σε καθήκον εχεμύθειας. 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στη βάση του Άρθρου 19 του Νόμου εξέδωσε τον Διαδικαστικό Κανονισμό 3 του 2014 υπό τον τίτλο, «Ο περί του Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2014. Ο Κανονισμός αυτός δημοσιεύθηκε στις 5.12.2014 στο Παράρτημα Δεύτερο της υπ' αρ. 4096 Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας. Δυνάμει του Κανονισμού, ο Επίτροπος δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο, το οποίο και αυτεπάγγελτα μπορεί να ενεργήσει, για το διορισμό του ως αντιπροσώπου του παιδιού «... με σκοπό την εκπροσώπηση του παιδιού και των συμφερόντων του στη συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία και την καταχώρηση ή υποβολή από τον Επίτροπο εγγράφων προτάσεων, όπου αυτό ενδείκνυται.». Η αίτηση αυτή, που προνοείται στον Κανονισμό 3, εισάγεται γραπτώς διά κλήσεως δυνάμει του Τύπου του Παραρτήματος όπως προνοείται από τον Κανονισμό 4. Δυνάμει του Κανονισμού 5, εφόσον το Δικαστήριο προβεί στον διορισμό του Επιτρόπου ή του δικηγόρου του, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οδηγίες για τη χορήγηση στον Επίτροπο πλήρους αντιγράφου όλων των απαραιτήτων εγγράφων της δικαστικής διαδικασίας, καθώς και οδηγίες στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας να ετοιμάσουν και αποστείλουν στον Επίτροπο σε 30 ημέρες ενδιάμεση έκθεση για τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του παιδιού.

 

Έχοντας, με την απαραίτητη προσοχή, εξετάσει την αίτηση της Επιτρόπου για διορισμό της ως αντιπροσώπου των παιδιών κατά την ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου διαδικασία, κρίνεται ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Πρόδηλο είναι από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, αλλά και τις πρόνοιες του σχετικού Κανονισμού, ότι ο διορισμός του ή της Επιτρόπου ως αντιπροσώπου παιδιού δυνατό να είναι ευεργετικός στις πρωτόδικες διαδικασίες Οικογενειακού Δικαστηρίου όπου διακυβεύονται κατά άμεσο τρόπο τα συμφέροντα του παιδιού σε διαδικασίες που το αφορούν, όπως διαδικασίες γονικής μέριμνας, επικοινωνίας, διατροφής κλπ. Αυτός είναι ο λόγος που κατά τον Κανονισμό 3, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη σε αίτηση για διορισμό τις θέσεις του επηρεαζόμενου παιδιού, τις απόψεις των διαδίκων και τις απόψεις του προσώπου που έχει τη γονική μέριμνα. Να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός 3 επιτρέπει όχι μόνο στην Επίτροπο να αιτηθεί την εκπροσώπηση του παιδιού, αλλά και στο ίδιο το παιδί που είναι διάδικος ή που επηρεάζεται, καθώς και στον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή και στο γονέα ή το πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα.

 

Προς αυτή την κατεύθυνση και ο Κανονισμός 4(7), προνοεί ακόμη και την υποβολή προφορικού αιτήματος από το παιδί και στην περίπτωση αυτή δίδεται από τη γραμματεία του Δικαστηρίου σχετική γραπτή ειδοποίηση στους διαδίκους, στα πρόσωπα που έχουν τη γονική ευθύνη του παιδιού, στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, στον Επίτροπο και σε κάθε πρόσωπο το οποίο κατά την κρίση του Δικαστηρίου δυνατόν να επηρεαστεί από τον αιτούμενο διορισμό. Παράλληλα, κατά τον Κανονισμό 4(4), όπου ο Επίτροπος δεν είναι ο αιτητής, η αίτηση επιδίδεται από τη γραμματεία του Δικαστηρίου σε όλα τα προαναφερθέντα πρόσωπα.  Τέλος, κατά τον προαναφερθέντα Κανονισμό 5, ο διορισθείς πλέον Επίτροπος λαμβάνει με οδηγίες του Δικαστηρίου όλα τα έγγραφα της δικαστικής διαδικασίας, καθώς και έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. 

 

Η ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου έφεση αποσκοπεί όχι βέβαια στη ρύθμιση σε πρώτο στάδιο της γονεϊκής επικοινωνίας των διαδίκων ή εκάστου εξ αυτών με το ή τα παιδιά, αλλά στην αναθεώρηση του πρωτοδίκως εκδοθέντος διατάγματος που καθόρισε τα ζητήματα αυτά. Κατά το Άρθρο 21 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/1990, ως τροποποιήθηκε, οι αποφάσεις των Οικογενειακών Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου το οποίο δεν δεσμεύεται από την πρωτόδικη απόφαση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, έχοντας εξουσία να αναθεωρεί οποιεσδήποτε αποδείξεις, να συνάγει δικά του συμπεράσματα, να ακούει και να δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα και, όπου αναγκαίο, να επανακροάται μάρτυρες. Είναι φανερό επομένως ότι η βασική εξουσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου είναι να ενεργεί ως Εφετείο κατά τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση που ενεργεί και Εφετείο επί πολιτικών υποθέσεων. 

 

Αναδρομή στους λόγους έφεσης αποκαλύπτει ότι αυτοί αφορούν κατ' εξοχή νομικά ζητήματα. Η εφεσείουσα, η οποία να σημειωθεί έχει τώρα διορίσει συνήγορο για το χειρισμό της έφεσης άλλη από τη συνήγορο που καταχώρησε το εφετήριο, θεωρεί την πρωτόδικη κρίση αναστολής ως άδικη, καταχρηστική, αντισυνταγματική και καταστροφική για τα ανήλικα, μη λαμβάνουσα υπόψη ότι με την αναστολή εμποδίζεται στην ουσία η περαιτέρω επικοινωνία αυτών με την ίδια. Δεν λήφθηκε υπόψη το καλώς νοούμενο συμφέρον των παιδιών, ενώ το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε έκδηλο νομικό σφάλμα αφού δεν έλαβε υπόψη την προγενέστερη καταχωρηθείσα αίτηση αρ. 83/2014. Το Δικαστήριο περαιτέρω έσφαλε λόγω του ότι εξέδωσε το διάταγμα αναστολής σε ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση ήταν ορισμένη για οδηγίες και όχι για ακρόαση κατά παράβαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ενώ έσφαλε και στην μη παραχώρηση περαιτέρω χρόνου ως ζητήθηκε ώστε να καταχωρηθεί η ένσταση της μητέρας. Αγνοήθηκε συνεπώς πλήρως η αγόρευση της δικηγόρου της εφεσείουσας, δεν λήφθηκαν υπόψη οι λόγοι που προβλήθηκαν για την παράλειψη της έγκαιρης καταχώρησης της ένστασης παραβιάζοντας έτσι τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Τέλος, η εφεσείουσα καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αίτηση για την αναστολή του διατάγματος έπρεπε να είχε καταχωρηθεί στο πλαίσιο της αρχικής αίτησης αρ. 28/2011 και όχι να αποτελούσε το αντικείμενο χωριστής αίτησης.

 

Απορρέει από τη σύνοψη των λόγων έφεσης ότι αυτοί αφορούν αποκλειστικά σε δικονομικά και νομικά ζητήματα τα οποία, αναλόγως της κρίσης του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, θα οδηγήσουν στην ακύρωση ή τη διατήρηση σε ισχύ του διατάγματος αναστολής που εκδόθηκε πρωτοδίκως από το Οικογενειακό Δικαστήριο. Παρόλο που εμπλέκονται στους λόγους έφεσης ως μέρος των διαφόρων επί μέρους αιτιολογιών και ζητήματα που άπτονται της ουσιαστικής επικοινωνίας της μητέρας με τα ανήλικα, εν τούτοις αυτά δεν αποτελούν το ουσιώδες ή το προεξάρχον αντικείμενο της και επομένως δεν είναι κατάλληλη η περίπτωση για να ασκήσει η Επίτροπος το θεσμικό της ρόλο. Η θέση του συνηγόρου της Επιτρόπου ότι σε περίπτωση που θα εγκριθεί το αίτημα για διορισμό της ως αντιπροσώπου των παιδιών, ο ρόλος της θα είναι διπλός, αφενός με την καταχώρηση περιγράμματος αναφορικά με τα νομικά σημεία και αφετέρου μέσω της επικοινωνίας της με τα ανήλικα και τις αρμόδιες υπηρεσίες με ιδιαίτερη έμφαση στην άντληση των απόψεων των παιδιών «... στο μέτρο του δυνατού, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και την ωριμότητα τους», παραπέμπει σε περαιτέρω αχρείαστη εμπλοκή της όλης διελκυστίνδας μεταξύ των διαδίκων. Εν προκειμένω διαπιστώνεται αντινομία στην προβαλλόμενη θέση περί άντλησης απόψεων από τα ίδια τα παιδιά, όταν η ίδια η ενόρκως δηλούσα υποστηρίζοντας την αίτηση αναφέρει, όπως έχει ήδη καταγραφεί ανωτέρω, ότι δεν μπορεί να εκτιμήσει την ωριμότητα και τη δυνατότητα αντίληψης των παιδιών. Αυτό παραπέμπει σε πιθανή παρέμβαση της Επιτρόπου ώστε να προωθεί τα συμφέροντα τους κατά τον τρόπο που η ίδια θεωρεί πρέπον, λαμβάνοντας και επιλέγοντας θέσεις υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, έξω από το θεσμικό της ρόλο.

 

Αυτή η πιθανή ανεπιθύμητη επιλογή προκύπτει και από το εξής: Η εφεσείουσα εκπροσωπείται από νέα δικηγόρο, η οποία ας σημειωθεί έχει υποβάλει αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης και η οποία επίσης εκδικάστηκε, η απόφαση επί της οποίας εκδίδεται επίσης σήμερα, ο εφεσίβλητος έχει επίσης το δικηγόρο του και επομένως οι εκατέρωθεν θέσεις που είναι αμιγώς νομικές επί της εκκρεμούσας εφέσεως μπορούν κάλλιστα να προωθηθούν από τους εκατέρωθεν συνηγόρους χωρίς να χρειάζεται η αντιπροσώπευση των παιδιών από την Επίτροπο. Διερωτάται κανείς τι βοήθεια θα μπορούσε να προσφέρει στο Εφετείο η Επίτροπος επί των νομικών ζητημάτων που εγείρονται χωρίς, στην πράξη, να εμπλακεί στη διαφορά υπέρ της μιας η της άλλης πλευράς.

 

Όλα τα ανωτέρω υποδεικνύουν επίσης αβίαστα και το καθυστερημένο της αίτησης. Ιδιαιτέρως έχοντας υπόψη ότι υποβλήθηκε σε χρόνο μετά τον ορισμό της έφεσης για ακρόασης. Τυχόν έγκριση της αναμφίβολα θα καθυστερήσει περαιτέρω την εκδίκαση της.

 

Η νέα συνήγορος της εφεσείουσας, η οποία και δεν έφερε ένσταση στο διορισμό της Επιτρόπου, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης, σημείωσε ότι τα ίδια τα ανήλικα δεν εκπροσωπούνται στην ουσία στη διαδικασία διότι είναι οι γονείς που εκπροσωπούνται. Η απάντηση σ' αυτό είναι ότι η διαφορά είναι όντως μεταξύ των γονέων και εφόσον τα ζητήματα που εγείρονται ενώπιον του Εφετείου είναι αμιγώς νομικά δεν χρειάζεται η οποιαδήποτε βοήθεια ή παρέμβαση από την Επίτροπο. Είναι δε ορθό να καταγραφεί ότι επειδή στο τέλος της ημέρας στον απόηχο της αντιδικίας των γονέων είναι τα τέκνα που επηρεάζονται, οι ίδιοι οι διάδικοι θα έπρεπε, έστω και σε αυτό το στάδιο, να παραμερίσουν τις όποιες μεταξύ τους διαφορές και καλοπροαίρετα να συνεννοηθούν και να συμφωνήσουν ως προς την περαιτέρω πορεία της επικοινωνίας τους με τα παιδιά.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται.

 

Ως προς το θέμα των εξόδων, έχοντας υπόψη την πρόνοια του Κανονισμού 7, ότι ουδεμία αμοιβή ή αποζημίωση επιδικάζεται από το Δικαστήριο στον Επίτροπο για την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του Διαδικαστικού Κανονισμού, καθώς και τις πρόνοιες του Κανονισμού 6, ότι ουδέν δικαστικό έξοδο επιδικάζεται υπέρ ή εις βάρος του Επιτρόπου, εκτός εάν το Δικαστήριο για εξαιρετικούς λόγους διαφορετικά αποφασίσει, κρίνεται ότι είναι ορθό να μην επιδικαστούν οποιαδήποτε έξοδα.

 

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο