ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:D715

(2015) 1 ΑΑΔ 2296

27 Οκτωβρίου, 2015

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]

 

(Πολιτική Αίτηση αρ. 216/2014)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ

1964 (Ν.33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7 ΚΑΙ 8 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15 ΚΑΙ

17 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗ ΔΙΕΥΡΕΥΝΗΣΗ ΣΟΒΑΡΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2007 (Ν.183(Ι)/2007) ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΔΗΓΙΑ 2006/24,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΥΦΑΝΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8/10/2014 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ/Ή ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 40/2014,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6/10/2014 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ/Ή ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 39/2014.

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 36/2015)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ

1964 (Ν.33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

 

ΚΑΙ

 

ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7 ΚΑΙ 8 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15 ΚΑΙ

17 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗ ΔΙΕΥΡΕΥΝΗΣΗ ΣΟΒΑΡΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2007 (Ν.183(Ι)/2007) ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΔΗΓΙΑ 2006/24,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΥΦΑΝΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17/10/2014 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ/Ή ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 44/2014.

 

(Πολιτικές Αιτήσεις Αρ. 216/2014 και 36/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ― Ενωσιακό Δίκαιο ― Αίτηση προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προς ακύρωση διαταγμάτων εξασφάλισης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ― Απορριπτική κατάληξη ― Η κήρυξη από το Δ.Ε.Ε. του ανίσχυρου της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, δεν οδηγεί σε κατάρρευση τις σχετικές διατάξεις του Νόμου 183(Ι)/2007, ο οποίος κινείται εκτός Ενωσιακού Δικαίου.

 

Τηλεπικοινωνιακά Δεδομένα ― Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Αρχή αναλογικότητας ― Ο Νόμος 183(Ι)/2007, εξεταζόμενος σφαιρικά, και υπό το φως του συνόλου των διατάξεών του, τόσο αυτών που αφορούν στη διατήρηση, όσο και αυτών που διέπουν την πρόσβαση σε δεδομένα, διασφαλίζει ότι τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας, δεν παραβιάζονται ούτε και περιορίζονται ενάντια στην αρχή της αναλογικότητας.

 

Οι υπό κρίση αιτήσεις αφορούσαν τον ίδιο Αιτητή, τους ίδιους αριθμούς κινητής τηλεφωνίας και την ίδια νομική βάση. Τα γεγονότα που συνιστούσαν το υπόβαθρο της ενώπιον του Δικαστηρίου αντιδικίας, περιστρέφονταν γύρω από την έκδοση από Επαρχιακό Δικαστήριο τριών διαταγμάτων, μέσω των οποίων κατέστη δυνατή η εξασφάλιση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, κατ' ακολουθία σχετικών αιτήσεων.

 

Βάσει των προαναφερθέντων τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, τα οποία και παραλήφθηκαν αμέσως από την Αστυνομία, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Αιτητή και της συζύγου του και ακολούθως καταχωρήθηκε εναντίον τους και άλλων δύο προσώπων ποινική υπόθεση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Σε προηγούμενο στάδιο η πλευρά του Αιτητή, στα πλαίσια σχετικών αιτήσεων, αναζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αιτήσεων για την έκδοση προνομιακών διαταγμάτων της φύσεως Certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης των τριών προαναφερθέντων διαταγμάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο εξετάζοντας το αίτημα υπό το φως των αρχών που καλύπτουν το ζήτημα της χορήγησης άδειας για έκδοση προνομιακού εντάλματος, ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης και περί της απουσίας του εναλλακτικού μέσου της έφεσης.

 

Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων, παραχωρήθηκε άδεια για καταχώρηση αιτήσεων προς το σκοπό έκδοσης προνομιακών διαταγμάτων της φύσεως Certiorari.

Οι αιτήσεις οι οποίες προωθήθηκαν στη συνέχεια, στηρίχθηκαν στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων για εξασφάλιση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων προσκρούει στα Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και προστασίας προσωπικών δεδομένων, αντίστοιχα, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.

 

β)  Υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στα οποία επίσης εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ουσιαστικό έρεισμα της νομικής προσέγγισης του Αιτητή έδωσε η  απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) Digital Rights Ireland Ltd v. Minister for Communications Marine and Natural Resources a.ο., C-293/12 και C-594/12, με την οποία κηρύχθηκε ανίσχυρη η Οδηγία 2006/24/ΕΚ.

 

2.  Ήταν η βασική προσέγγιση των θέσεων του συνήγορου του Αιτητή ότι η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων εξασφάλισης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, στηρίχθηκε στις πρόνοιες του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν. 183(Ι)/2007, όπως τροποποιήθηκε, ο οποίος θεσπίσθηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την πιο πάνω Ευρωπαϊκή Οδηγία, η ακύρωση της οποίας οδηγεί σε κατάρρευση τις σχετικές διατάξεις του Νόμου.

 

3.  Ο Νόμος 183(Ι)/2007 αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης σε δύο αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Μάτσιας (κατωτέρω) και στην Ησαΐα ( κατωτέρω).

 

4.  Αυτό το οποίο αποφασίστηκε στη Digital Rights Ireland ήταν η εγκυρότητα και μόνο της Οδηγίας. Τα παραπέμποντα Δικαστήρια της Ιρλανδίας και Αυστρίας αυτό και μόνο ήταν που ζήτησαν να αποφασιστεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν ζητήθηκε να εξεταστεί η εσωτερική νομοθεσία των Μελών Κρατών.

 

5.  Στα πλαίσια αυτά, η ακυρότητα της Οδηγίας εδράσθηκε στην προσέγγιση του ΔΕΕ περί παραβίασης των αρχών της αναλογικότητας και της σαφήνειας στη διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Τονίσθηκε επιπρόσθετα ότι από την εφαρμογή της Οδηγίας επικρεμόταν ο κίνδυνος πρόσβασης σε δεδομένα εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν είναι ύποπτοι για οποιοδήποτε αδίκημα.

 

6.  Εμπεριστατωμένη ανάλυση και ερμηνεία της απόφασης Digital Rights Ireland δόθηκε από το High Court της Αγγλίας στην απόφαση του ημερ. 17.7.2015, Davis& Ors v. SSHD [2015] EWHC 2092 (Admin).

 

7.  Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Ησαΐα (κατωτέρω) αποσαφήνισε ότι ο Νόμος 183(Ι)/2007 παραμένει σε ισχύ, παρά την ακύρωση της Οδηγίας, ως ημεδαπό δίκαιο.

 

8.  Επίσης, στην απόφαση Μάτσιας (κατωτέρω) διαπίστωσε ότι η συμπερίληψη διατάξεων στο Νόμο, μεταξύ των οποίων τα Άρθρα 4 και 5, οι οποίες προβλέπουν για τον τρόπο πρόσβασης των αστυνομικών ανακριτών στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, έγινε «όχι για σκοπούς εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό δίκαιο αφού τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει ούτε επιβάλλεται από την Οδηγία» και κατέληξε πως τα πιο πάνω άρθρα δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες του Άρθρου 1Α του Συντάγματος, το οποίο προστέθηκε με την Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος, Ν. 127(Ι)/2006.

 

9.  Προέβαλε, διαζευκτικά, ο συνήγορος του Αιτητή, ότι με την ακύρωση της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, αναβιώνει το Άρθρο 15(1) της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ και συνεπώς ενεργοποιείται και πάλι το πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

 

10. Δεν ήταν ορθή η πιο πάνω προσέγγιση. Η Οδηγία 95/46/ΕΚ ήταν ο προπομπός της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, την οποία τροποποίησε η Οδηγία 2006/24/ΕΚ. Στις δύο πρώτες Οδηγίες καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής τους, στα Άρθρα 3(2) και 1(3) αντίστοιχα, τα οποία είναι, ουσιαστικά, ταυτόσημα.

 

11. Προνοούν ότι οι Οδηγίες δεν εφαρμόζονται σε δραστηριότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και, σε κάθε περίπτωση, δεν εφαρμόζονται και στις δραστηριότητες Κράτους - Μέλους που αφορούν τομείς του ποινικού δικαίου.

 

12. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, αφού ο Νόμος 183(Ι)/2007 έχει θεσπισθεί με στόχο την διερεύνηση και καταπολέμηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Συνεπώς, κινείται εκτός ενωσιακού δικαίου.

 

13. Συνακόλουθα, ήταν ορθή η προσέγγιση της συνηγόρου της Καθ' ης η αίτηση, ότι οι διατάξεις του Χάρτη δεν μπορούν να τυγχάνουν εφαρμογής, δεδομένου ότι δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με εφαρμογή δικαίου της Ένωσης, αλλά ημεδαπού δικαίου.

 

14. Υπό αυτά τα δεδομένα, ο υπό κρίση Νόμος θα πρέπει να εξετασθεί υπό το φως του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιδιαίτερα των Άρθρων 15 και 17, λαμβανομένου βεβαίως υπόψη και του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

 

15. Το Άρθρο 17 του Συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα σεβασμού και διασφάλισης της αλληλογραφίας και κάθε άλλης μορφής επικοινωνίας. Με την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος, η τροποποίηση της παραγράφου 2, του εν λόγω άρθρου, κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της επικοινωνίας, όταν τούτο είναι απαραίτητο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, όπως και για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων.

 

16. Το Άρθρο 8(2) της ΕΣΔΑ, έχει κοινά χαρακτηριστικά και υπόκειται σε ταυτόσημα κριτήρια στα πλαίσια της εξέτασης του ζητήματος εφαρμογής του Νόμου 183(Ι)/2007.

 

17. Συγκεκριμένα, δεν επιτρέπει την επέμβαση στην άσκηση του εξεταζόμενου δικαιώματος, εκτός εάν κάτι τέτοιο προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, την δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.

 

18. Προκύπτει, ως κοινή συνισταμένη, ότι είναι επιτρεπτή και δικαιολογείται η επιβολή περιορισμών εφόσον ικανοποιείται μια σειρά κριτηρίων, μεταξύ των οποίων η νομοθετική πρόβλεψη και αναγκαιότητα επέμβασης προς το σκοπό της προστασίας αγαθών, όπως η προάσπιση της τάξεως και η προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.

 

19. Σε αντίθεση με τα διαμειφθέντα στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Amann v. Switzerland App. 27798/95 ECHR 2000-II, το νομοθετικό πλαίσιο της χώρας μας με σαφήνεια προβλέπει τόσο τους σκοπούς όσο και τις προϋποθέσεις επέμβασης στο δικαίωμα επικοινωνίας, κατά τρόπο ώστε να μην εντοπίζεται και παραβίαση του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

 

20. Το σύνολο των διατάξεων του Νόμου δεν αφήνει περιθώρια αυθαίρετων επεμβάσεων των δημοσίων αρχών στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των Άρθρων 15 και 17. Ταυτόσημα διασφαλίζει και τα δικαιώματα τα οποία προστατεύονται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

 

21. Είναι προφανές ότι η διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων που εξυπηρετεί η αποκάλυψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων κατά τις πρόνοιες του Νόμου, όσο και η πρόθεση του νομοθέτη κατά την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος (Ν. 51(Ι)/2010), με την κάλυψη υπό την παράγραφο 17.2(Γ) των περιπτώσεων αδικημάτων για τα οποία είχε τεθεί σε ισχύ ο Νόμος (Ν. 183(Ι)/2007), στην έκταση που αφορά στην πρόσβαση και διατήρηση των δεδομένων και όχι στο περιεχόμενο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, εμπίπτουν στους επιτρεπόμενους λόγους επέμβασης επί του δικαιώματος σύμφωνα με το Άρθρο 8.2 της ΕΣΔΑ.

 

22. Ο Νόμος 183(Ι)/2007, εξεταζόμενος σφαιρικά, και υπό το φως του συνόλου των διατάξεών του, τόσο αυτών που αφορούν στη διατήρηση, όσο και αυτών που διέπουν την πρόσβαση σε δεδομένα, διασφαλίζει ότι τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας δεν παραβιάζονται ούτε και περιορίζονται ενάντια στην αρχή της αναλογικότητας.

 

23. Έστω όμως και αν γινόταν αποδεκτή η θέση του συνήγορου του Αιτητή για εξέταση του Νόμου κάτω από το φως των διατάξεων του Χάρτη και υπό το πρίσμα των όσων λέχθηκαν στην απόφαση Digital Rights Ireland και πάλι η κατάληξη του Δικαστηρίου θα ήταν ότι οι πρόνοιες της εν λόγω νομοθεσίας δεν συγκρούονται με τον υπό αναφορά Χάρτη.

 

24. Σφαιρική αντίκρυση των λεχθέντων στην Digital Rights Ireland και αντιπαραβολή τους με τις διατάξεις της δικής μας νομοθεσίας, οδηγεί αβίαστα στη διαπίστωση ότι το νομικό πλαίσιο της χώρας μας ενσωματώνει όλα τα προαπαιτούμενα για προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας.

 

25. Ο Νόμος με σαφήνεια καθορίζει το πεδίο και τις αυστηρές προϋποθέσεις εφαρμογής του και παρέχει όλες τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες και εγγυήσεις προστασίας των δικαιωμάτων της ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας.

 

26. Υπό αυτά τα δεδομένα ήταν ορθή η προσέγγιση της συνηγόρου της Καθ' ης η αίτηση ότι οι διατάξεις του εξεταζόμενου Νόμου 183(Ι)/2007 και οι διασφαλίσεις που παρέχουν, είναι ευρύτερες από τις κριθείσες στην υπόθεση Digital Rights Ireland διατάξεις της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ και διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας και ασφάλειας των δεδομένων, απαντώντας στις όποιες ανησυχίες θα μπορούσαν να δημιουργηθούν.

 

Οι αιτήσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Digital Rights Ireland Ltd v. Minister for Communications Marine and Natural Resources a.ο., C-293/12 και C-594/12, Δ.Ε.Ε. 08/04/2014,

 

Αklagaren v. Αkerberg Fransson, Case C-617/10, Δ.Ε.Ε. 26/02/2013,

 

Μάτσιας κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 152,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 A.A.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476,

 

Davis & Ors v. SSHD [2015] EWHC 2092 (Admin),

 

Amann v. Switzerland App. 27798/95 ECHR 2000-II,

 

Malone v. The United Kingdom [1984] 7 EHRR 14,

 

Αρσιώτου (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 378, ECLI:CY:AD:2014:D110.

 

Αιτήσεις.

 

Μ. Πικής, για τον Αιτητή.

 

Ε. Ζαχαριάδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Δ. Κυπριανού (κα), για την Καθ' ης η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Το αντικείμενο των υπό κρίση αιτήσεων είναι ουσιαστικά ταυτόσημο. Αφορούν και οι δύο αιτήσεις τον ίδιο Αιτητή, τους ίδιους αριθμούς κινητής τηλεφωνίας και την ίδια νομική βάση. Τα γεγονότα που συνιστούν το υπόβαθρο της ενώπιον του Δικαστηρίου αντιδικίας περιστρέφονται γύρω από την έκδοση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου τριών διαταγμάτων, ημερομηνίας 8.10.2014, 6.10.2014 και 17.10.2014, μέσω των οποίων κατέστη δυνατή η εξασφάλιση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, κατ' ακολουθία σχετικών αιτήσεων υπ' αριθμό 40/14, 39/14 και 44/14 αντίστοιχα.

 

Βάσει των προαναφερθέντων τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, τα οποία και παραλήφθηκαν αμέσως από την Αστυνομία, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Αιτητή και της συζύγου του και ακολούθως καταχωρήθηκε εναντίον τους και άλλων δύο προσώπων η ποινική υπόθεση υπ' αριθμό 10198/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Καλύπτει, μεταξύ άλλων, κατηγορίες συνομωσίας προς διάπραξη κακουργημάτων, ήτοι την πρόκληση λήψης γραπτής απειλής, συγκεκριμένα γραπτού μηνύματος μέσω τηλεφώνου στο οποίο υπήρχε απειλή θανάτωσης τρίτου προσώπου και κατηγορίες αποστολής διά δημοσίου δικτύου επικοινωνιών μηνυμάτων κατάφωρα προσβλητικών ή και ασέμνου ή αισχρού ή απειλητικού χαρακτήρα, καθώς επίσης και κατηγορίες παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, μέσω αποστολής γραπτού μηνύματος σε κινητό τηλέφωνο τρίτου προσώπου.

 

Σε προηγούμενο στάδιο η πλευρά του Αιτητή, στα πλαίσια σχετικών αιτήσεων υπ' αριθμό 213/14 και 217/14, αναζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αιτήσεων για την έκδοση προνομιακών διαταγμάτων της φύσεως certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης των τριών προαναφερθέντων διαταγμάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 8.10.14, 6.10.14 και 17.10.14 αντίστοιχα. Το Δικαστήριο εξετάζοντας το αίτημα υπό το φως των αρχών που καλύπτουν το ζήτημα της χορήγησης άδεια για έκδοση προνομιακού εντάλματος, ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης και περί της απουσίας του εναλλακτικού μέσου της έφεσης. Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων παραχωρήθηκε άδεια για καταχώρηση αιτήσεων προς το σκοπό έκδοσης προνομιακών διαταγμάτων της φύσεως certiorari. Είναι οι αιτήσεις αυτές που αφορούν και το αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

 

Είναι η θέση της πλευράς του Αιτητή, όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορό του, ότι η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων για εξασφάλιση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων προσκρούει στα Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Χάρτης), τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και προστασίας προσωπικών δεδομένων, αντίστοιχα, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, η τήρηση της οποίας επιβάλλεται από το Άρθρο 52(1) του Χάρτη. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι παραβιάζεται το Άρθρο 15 του Συντάγματος και το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στα οποία επίσης εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής. Ουσιαστικό έρεισμα της νομικής προσέγγισης του Αιτητή έδωσε η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) Digital Rights Ireland Ltd v. Minister for Communications Marine and Natural Resources a.ο., C-293/12 και C-594/12, με την οποία κηρύχθηκε ανίσχυρη η Οδηγία 2006/24/ΕΚ. Είναι η βασική προσέγγιση των θέσεων του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Αιτητή ότι η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων εξασφάλισης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων στηρίχθηκε στις πρόνοιες του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν. 183(Ι)/2007, όπως τροποποιήθηκε, (ο Νόμος), ο οποίος θεσπίσθηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την πιο πάνω Ευρωπαϊκή Οδηγία, η ακύρωση της οποίας οδηγεί σε κατάρρευση τις σχετικές διατάξεις του Νόμου. Ήταν η τελική εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Αιτητή ότι για τους πιο πάνω λόγους και με επίκεντρο την απόφαση Digital Rights Ireland, τα επίδικα διατάγματα θα πρέπει να ακυρωθούν. Θέτει, συγκεκριμένα, ότι η υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων όλων των πολιτών αδιακρίτως κάτω από το Νόμο, παραβιάζει το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής βάσει του Άρθρου 7 του Χάρτη, του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ' ης η αίτηση, εισηγήθηκε ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των Κρατών-Μελών ορίζεται στο Άρθρο 51(1), το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα Κράτη-Μέλη μόνο όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπό το πρίσμα αυτό το ΔΕΕ υπενθύμισε στην υπόθεση C-617/10 Αklagaren v. Akerberg Fransson, ημερομηνίας 26.2.2013, ότι δεν μπορεί να εκτιμήσει, με γνώμονα το Χάρτη, εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν εντάσσεται στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Είναι, συνακόλουθα, η προσέγγιση της πλευράς της Καθ' ης η αίτηση, ότι οι διατάξεις του Νόμου θα πρέπει να εξετασθούν μόνο κάτω από το φως του Συντάγματος. Ειδικότερα υπό το πρίσμα του Άρθρου 15, του δικαιώματος σεβασμού δηλαδή της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το οποίο περιλαμβάνει και το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων και του Άρθρου 17, που καλύπτει το απόρρητο της αλληλογραφίας. Είναι η περαιτέρω προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Καθ' ης η αίτηση, ότι οι διατάξεις του Νόμου που αφορούν το δικαίωμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα θα πρέπει να κριθούν υπό το φως του Συντάγματος και μόνο και όχι της προαναφερθείσας Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, όπως αποφασίσθηκε και στην υπόθεση Μάτσιας κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 152. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι πο διατάξεις του Νόμου διασφαλίζουν σφαιρικά ότι τα υπό αναφορά δικαιώματα που προστατεύονται από το Σύνταγμα δεν περιορίζονται κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και ότι οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να εξετασθούν ως σύνολο και όχι αποσπασματικά, προκειμένου να κριθεί κατά πόσο περιορίζουν δυσανάλογα τα δικαιώματα των Άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος. Καταληκτικά έθεσε ότι οι διατάξεις του Νόμου είναι απόλυτα συμβατές με το Χάρτη, ευρύτερες από τις κριθείσες στην υπόθεση Digital Rights Ireland και διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας και ασφάλειας των δεδομένων, απαντώντας έτσι στις ανησυχίες που εκφράσθηκαν στην εν λόγω υπόθεση.

 

Ο Νόμος 183(Ι)/2007 αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης σε δύο αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Μάτσιας (ανωτέρω) και στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476.

 

Στην απόφαση Mάτσιας, τα εξετασθέντα διατάγματα είχαν εκδοθεί πριν από τη δημοσίευση του περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2010, Ν. 5(Ι)/2010, δυνάμει του οποίου η παράγραφος 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος αντικαταστάθηκε από νέα παράγραφο, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις η επέμβαση στο απόρρητο της επικοινωνίας κλπ των πολιτών. Εντοπίζεται στην υπό αναφορά απόφαση ότι ο Νόμος θεσπίστηκε, όπως αναφέρεται στο προοίμιο του, για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο - «Οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006 για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ.»

 

Εντοπίζεται περαιτέρω ότι, όπως προκύπτει τόσο από τον τίτλο όσο και από το περιεχόμενο του Νόμου, ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι ευρύτερος «εφόσον η υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων όχι μόνο συσχετίζεται με τη διερεύνηση των εν τη εννοία του Νόμου σοβαρών ποινικών αδικημάτων αλλά ταυτόχρονα, προβλέπονται ρυθμίσεις που αφορούν και στην πρόσβαση των δεδομένων». 

Στην υπό αναφορά υπόθεση Μάτσιας αυτό που διαπιστώθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια ήταν ότι η συμπερίληψη διατάξεων στο Νόμο οι οποίες προβλέπουν για τον τρόπο πρόσβασης των αστυνομικών ανακριτών στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα τα οποία οι πάροχοι είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν, έγινε, όχι για σκοπούς εναρμόνισης με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, αφού τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει ούτε επιβάλλεται από την Οδηγία. Με δεδομένη τη συγκεκριμένη διαπίστωση η Πλήρης Ολομέλεια κατέληξε:   «Έπεται, ότι τα υπό κρίση Άρθρα 4 και 5 του Νόμου, δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες του Άρθρου 1Α του Συντάγματος που προστέθηκε με την Πέμπτη Τροποποίηση (ανωτέρω)». 

 

Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ησαΐα κ.ά. (ανωτέρω), επίσης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, η επίδραση στο Νόμο της ακύρωσης, ως αποτέλεσμα της απόφασης Digital Rights Ireland, της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ. Ήταν η κατάληξη της Πλήρους Ολομέλειας (πλειοψηφίας) ότι: «Τούτο όμως δεν έχει οποιαδήποτε επίπτωση στο Ν.183(Ι)/2007, ο οποίος παραμένει σε ισχύ ως ημεδαπό δίκαιο». Η αντίθετη προσέγγιση της μειοψηφίας ως προς το εν λόγω ζήτημα, κινήθηκε γύρω από τη θέση ότι ο Νόμος βασίστηκε εξ ολοκλήρου στην πιο πάνω Οδηγία και θεσπίστηκε προς εναρμόνιση με αυτή. Ως εκ τούτου, ήταν η κατάληξη, ότι: «αφαιρουμένου του νομιμοποιητικού υποστρώματος του Νόμου, καταρρέει όλο το δημιουργηθέν σύστημα πρόσβασης από την Αστυνομία στους παρόχους τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με σκοπό την εξασφάλιση στοιχείων για τη διερεύνηση σοβαρών αδικημάτων..».

 

Αυτό το οποίο αποφασίστηκε στη Digital Rights Ireland ήταν η εγκυρότητα και μόνο της Οδηγίας. Τα παραπέμποντα Δικαστήρια της Ιρλανδίας και Αυστρίας αυτό και μόνο ήταν που ζήτησαν να αποφασιστεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν ζητήθηκε να εξεταστεί η εσωτερική νομοθεσία των Μελών Κρατών. Στα πλαίσια αυτά η ακυρότητα της Οδηγίας εδράσθηκε στην προσέγγιση του ΔΕΕ περί παραβίασης των αρχών της αναλογικότητας και της σαφήνειας στη διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Τονίσθηκε επιπρόσθετα ότι από την εφαρμογή της Οδηγίας επικρεμόταν ο κίνδυνος πρόσβασης σε δεδομένα εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν είναι ύποπτοι για οποιοδήποτε αδίκημα.

 

Εμπεριστατωμένη ανάλυση και ερμηνεία της απόφασης Digital Rights Ireland δόθηκε από το High Court της Αγγλίας στην απόφαση του ημερ. 17.7.2015, Davis & Ors v. SSHD [2015] EWHC 2092 (Admin). Στην παράγραφο 91 της εν λόγω απόφασης κωδικοποιούνται οι βασικές αρχές που έθεσε το ΔΕΕ ως προαπαιτούμενα μιας νομοθεσίας συμβατής με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο:

 

«91.We put the following observations by the Court in this category:

 

(a) The protection of the fundamental right to respect the private life requires that derogations and limitations in relation to the protection of personal data must apply only in so far as is strictly necessary. Consequently the legislation in question must lay down clear and precise rules governing the scope and application of the measure in question and imposing minimum safeguards sufficient to give effective protection against the risk of abuse and against any unlawful access to and use of that data (paragraphs 52 and 54);

 

(b) Any legislation establishing or permitting a general retention regime for personal data must expressly provide for access to and use of the data to be strictly restricted to the purpose of preventing and detecting precisely defined serious offences or of conducting criminal prosecutions relating to such offences (paragraph 61);

 

(c) "Above all", access by the competent national authority to the date retained must be made dependent on a prior review by a court or an independent administrative body whose decision seeks to limit access to the data and their use to what is strictly necessary for the purpose of attaining the objective pursued, and which intervenes following a reasoned request of those authorities (paragraph 62).  {emphasis added}»

 

Περαιτέρω οι παρατηρήσεις του Αγγλικού Δικαστηρίου αναφορικά με τη διατήρηση των δεδομένων και της ανάγκης για σφαιρική αντίκρυση της νομικής σκέψης της απόφασης Digital Rights Ireland και ερμηνείας της κατά τρόπο που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα, αποτυπώνονται στις παραγράφους 85 και 94 ως ακολούθως: 

 

      «85. In paragraphs 58 and 59 of Digital Rights Ireland the Court was not indicating that communications data can only be retained if they relate to particular geographical areas, or to particular individuals likely to be involved in serious crime. It was identifying the width of the Directive, which imposed no limits on the power to retain. But the Court was not, as we read the judgment, purporting to lay down any particular limitations on that power, as opposed to conditions of access. To have done so would, apart from being to some extent impracticable, have been inconsistent with the Court's clear conclusion in paragraph 44 of the judgment that "the retention of data for the purpose of allowing the competent national authorities to have possible access to those date .. genuinely satisfies an objective of general interest".

 

      «94. the requirement that access to and use of the data must be strictly restricted to the purpose of preventing and detecting "precisely defined serious offences" or of conducting criminal prosecutions relating to such offences does not mean that access must be limited to the data of people suspected to have committed serious crime. Mr Regan (in paragraph 56 of his statement) said that investigations against serious criminals would be 'severely hampered if data could only be retained where the data was already known to be linked to serious crime.' This is because investigation is often needed of lower level individuals whose activities are not themselves considered to have been serious.»

 

Ουσιαστικές είναι επίσης για σκοπούς κατάληξης στην παρούσα υπόθεση οι αναφορές του Αγγλικού Δικαστηρίου - στην προσπάθειά του να δώσει «λύση στο γρίφο» - στην αλληλοσύνδεση των διατάξεων που αφορούν τη διατήρηση δεδομένων με αυτές που αφορούν την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά. Διαπίστωσε ότι η απόφαση Digital Rights Ireland εξαρτά και συνδέει τη νομιμότητα διατήρησης δεδομένων με την ύπαρξη ενός συστήματος πρόσβασης σε αυτά, τέτοιου που να διασφαλίζει και να παρέχει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις προστασίας των δικαιωμάτων της ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας. Παρατίθενται οι σχετικές παράγραφοι 70 και 89 της απόφασης Davis:

 

      «70. In oral argument Ms Rose modified her stance on point (i). She accepted that the communications data of "suspects or persons whose data would contribute to the prevention, detection or prosecution of serious criminal offences". Such a restriction would be wholly impracticable. Rather the Court must be understood to have held that a general retention regime is unlawful unless it is accompanied by an access regime which has sufficiently stringent safeguards to protect citizens' rights set out in Articles 7 and 8 of the Charter.»

 

      «89. The solution to the conundrum, in our view, and the ratio of Digital Rights Ireland, is that legislation establishing a general retention regime for communications data infringes rights under Articles 7 and 8 of the EU Charter unless it is accompanied by an access regime (laid down at national level) which provides adequate safeguards for those rights.»

 

Οι διαπιστώσεις του ΔΕΕ ότι κάποιες από τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ παραβιάζουν συγκεκριμένες διατάξεις του Χάρτη, μεταξύ των οποίων και το Άρθρο 7 που καλύπτει το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, οδήγησαν στην ακύρωσή της. Η εμπλοκή, υπό τις συνθήκες αυτές, του Χάρτη, ήγειρε ως πρώτο ερώτημα προς εξέταση στις υπό κρίση αιτήσεις κατά πόσον τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Χάρτη και κατά προέκταση θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Digital Rights Ireland.

 

Το πεδίο εφαρμογής του χάρτη, όσον αφορά τη δράση των Κρατών-Μελών, ορίζεται στο Άρθρο 51, παράγραφος 1, αυτού, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη «απευθύνονται . και στα Κράτη-Μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης..».

 

Στην υπόθεση C-617/10, Αklagaren v. Akerberg Fransson, σκέψεις 18 και 19, το ΔΕΕ έκρινε:

 

«18. Το άρθρο αυτό του Χάρτη επιβεβαιώνει έτσι τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το μέτρο στο οποίο η δράση των κρατών μελών οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης.

 

19.   Συγκεκριμένα, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, κατ' ουσίαν, ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης μπορούν να εφαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά όχι πέραν των καταστάσεων αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει ήδη υπενθυμίσει ότι δεν μπορεί να εκτιμήσει, με γνώμονα τον Χάρτη, εθνική κανονιστική ρύθμιση που δεν εντάσσεται στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης.»

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ησαΐα κ.ά. (ανωτέρω) αποσαφήνισε ότι ο Νόμος 183(Ι)/2007 παραμένει σε ισχύ, παρά την ακύρωση της Οδηγίας, ως ημεδαπό δίκαιο. Επίσης, στην απόφαση Μάτσιας (ανωτέρω) διαπίστωσε ότι η συμπερίληψη διατάξεων στο Νόμο, μεταξύ των οποίων τα Άρθρα 4 και 5, οι οποίες προβλέπουν για τον τρόπο πρόσβασης των αστυνομικών ανακριτών στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, έγινε «όχι για σκοπούς εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό δίκαιο αφού τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει ούτε επιβάλλεται από την Οδηγία» και κατέληξε πως τα πιο πάνω άρθρα δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες του Άρθρου 1Α του Συντάγματος, το οποίο προστέθηκε με την Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος, Ν. 127(Ι)/2006.

 

Προέβαλε, διαζευκτικά, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, ότι με την ακύρωση της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, αναβιώνει το Άρθρο 15(1) της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ και συνεπώς ενεργοποιείται και πάλι το πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

 

Με όλο το σεβασμό το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την πιο πάνω προσέγγιση. Η Οδηγία 95/46/ΕΚ ήταν ο προπομπός της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, την οποία τροποποίησε η Οδηγία 2006/24/ΕΚ. Στις δύο πρώτες Οδηγίες καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής τους, Άρθρα 3(2) και 1(3) αντίστοιχα, τα οποία είναι, ουσιαστικά, ταυτόσημα. Προνοούν ότι οι Οδηγίες δεν εφαρμόζονται σε δραστηριότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και, σε κάθε περίπτωση, δεν εφαρμόζονται και στις δραστηριότητες Κράτους - Μέλους που αφορούν τομείς του ποινικού δικαίου. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, αφού ο Νόμος 183(Ι)/2007 έχει θεσπισθεί με στόχο την διερεύνηση και καταπολέμηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Συνεπώς, κινείται εκτός ενωσιακού δικαίου.

 

Συνακόλουθα, είναι ορθή η προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Καθ' ης η αίτηση, ότι οι διατάξεις του Χάρτη δεν μπορούν να τυγχάνουν εφαρμογής δεδομένου ότι δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με εφαρμογή δικαίου της Ένωσης, αλλά ημεδαπού δικαίου. Υπό αυτά τα δεδομένα ο υπό κρίση Νόμος θα πρέπει να εξετασθεί υπό το φως του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιδιαίτερα των Άρθρων 15 και 17, λαμβανομένου βεβαίως υπόψη και του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

 

Το Άρθρο 17 του Συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα σεβασμού και διασφάλισης της αλληλογραφίας και κάθε άλλης μορφής επικοινωνίας. Με την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος, η παράγραφος 2 του πιο πάνω Άρθρου αντικαταστάθηκε ως ακολούθως:

«2. Δε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

 

Α.   Προσώπων που τελούν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση.

 

Β.   Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:

 

(α) Φόνος εκ προμελέτης ή ανθρωποκτονία,

 

(β) εμπορία ενηλίκων ή ανηλίκων προσώπων και αδικήματα που σχετίζονται με την παιδική πορνογραφία,

 

(γ) εμπορία, προμήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών φαρμάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρμάκων,

 

(δ) αδικήματα που σχετίζονται με το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα της Δημοκρατίας και

 

(ε) αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.

 

Γ.   Κατόπιν δικαστικού διατάγματος, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου,  για τη διερεύνηση ή δίωξη σοβαρού ποινικού αδικήματος για το οποίο προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω και η επέμβαση αφορά πρόσβαση στα σχετικά με ηλεκτρονική επικοινωνία δεδομένα κίνησης και θέσης και στα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή και του χρήστη.»

 

Η πιο πάνω τροποποίηση του Συντάγματος κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της επικοινωνίας, όταν τούτο είναι απαραίτητο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, όπως και για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων.

 

Το Άρθρο 8(2) της ΕΣΔΑ, έχει κοινά χαρακτηριστικά και υπόκειται σε ταυτόσημα κριτήρια στα πλαίσια της εξέτασης του ζητήματος εφαρμογής του Νόμου 183(Ι)/2007. Συγκεκριμένα, δεν επιτρέπει την επέμβαση στην άσκηση του εξεταζόμενου δικαιώματος, εκτός εάν κάτι τέτοιο προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, την δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.

 

Προκύπτει, ως κοινή συνισταμένη, ότι είναι επιτρεπτή και δικαιολογείται η επιβολή περιορισμών εφόσον ικανοποιείται μια σειρά κριτηρίων, μεταξύ των οποίων η νομοθετική πρόβλεψη και αναγκαιότητα επέμβασης προς το σκοπό της προστασίας αγαθών, όπως η προάσπιση της τάξεως και η προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων. Σε αντίθεση με τα διαμειφθέντα στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Amann v. Switzerland App. 27798/95 ECHR 2000-II, το νομοθετικό πλαίσιο της χώρας μας με σαφήνεια προβλέπει τόσο τους σκοπούς όσο και τις προϋποθέσεις επέμβασης στο δικαίωμα επικοινωνίας, κατά τρόπο ώστε να μην εντοπίζεται και παραβίαση του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Το σύνολο των διατάξεων του Νόμου δεν αφήνει περιθώρια αυθαίρετων επεμβάσεων των δημοσίων αρχών στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των Άρθρων 15 και 17. Ταυτόσημα διασφαλίζει και τα δικαιώματα τα οποία προστατεύονται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ κατ' ακολουθία των διαλαμβανομένων στην απόφαση του ΕΔΑΔ Malone v. The United Kingdom [1984] 7 EHRR 14. Άλλωστε, όπως λέχθηκε και στην απόφαση (πρωτόδικη) Αναφορικά με την αίτηση Νεοφύτας Αρσιώτου (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 378, ECLI:CY:AD:2014:D110, το σχετικό απόσπασμα της οποίας και υιοθετείται για σκοπούς της παρούσας:

 

«Είναι προφανές ότι η διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων που εξυπηρετεί η αποκάλυψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων κατά τις πρόνοιες του Νόμου, όσο και η πρόθεση του νομοθέτη κατά την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος  (Ν. 51(Ι)/2010), με την κάλυψη υπό την παράγραφο 17.2(Γ) των περιπτώσεων αδικημάτων για τα οποία είχε τεθεί σε ισχύ ο Νόμος (Ν. 183(Ι)/2007), στην έκταση που αφορά την πρόσβαση και διατήρηση των δεδομένων και όχι στο περιεχόμενο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, εμπίπτουν στους επιτρεπόμενους λόγους επέμβασης επί του δικαιώματος σύμφωνα με το Άρθρο 8.2 της ΕΣΔΑ.»

 

Είναι με βάση τα πιο πάνω η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Νόμος 183(Ι)/2007, εξεταζόμενος σφαιρικά, και υπό το φως του συνόλου των διατάξεών του, τόσο αυτών που αφορούν στη διατήρηση, όσο και αυτών που διέπουν την πρόσβαση σε δεδομένα, διασφαλίζει ότι τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας δεν παραβιάζονται ούτε και περιορίζονται ενάντια στην αρχή της αναλογικότητας.

 

Έστω όμως και αν γινόταν αποδεκτή η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του Αιτητή για εξέταση του Νόμου κάτω από το φως των διατάξεων του Χάρτη και υπό το πρίσμα των όσων λέχθηκαν στην απόφαση Digital Rights Ireland και πάλι η κατάληξη του Δικαστηρίου θα ήταν ότι οι πρόνοιες της εν λόγω νομοθεσίας δεν συγκρούονται με τον υπό αναφορά Χάρτη. Έχουν ήδη παρατεθεί οι προσεγγίσεις του High Court της Αγγλίας ως προς την ερμηνεία της εν λόγω απόφασης, οι οποίες και υιοθετούνται. Σφαιρική αντίκρυση των λεχθέντων στην Digital Rights Ireland και αντιπαραβολή τους με τις διατάξεις της δικής μας νομοθεσίας, οδηγεί αβίαστα στη διαπίστωση ότι το νομικό πλαίσιο της χώρας μας ενσωματώνει όλα τα προαπαιτούμενα για προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας. Ο Νόμος με σαφήνεια καθορίζει το πεδίο και τις αυστηρές προϋποθέσεις εφαρμογής του και παρέχει όλες τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες και εγγυήσεις προστασίας των δικαιωμάτων της ιδιωτικής ζωής και επικοινωνίας. Υπό αυτά τα δεδομένα είναι ορθή η προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Καθ' ης η αίτηση ότι οι διατάξεις του εξεταζόμενου Νόμου 183(Ι)/2007 και οι διασφαλίσεις που παρέχουν, είναι ευρύτερες από τις κριθείσες στην υπόθεση Digital Rights Ireland διατάξεις της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ και διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας και ασφάλειας των δεδομένων, απαντώντας στις όποιες ανησυχίες θα μπορούσαν να δημιουργηθούν.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι εξεταζόμενες αιτήσεις δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας και απορρίπτονται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Καθ' ης η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο