ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PHYLACTOU ν. MICHAEL (1982) 1 CLR 204
El Fath Co ν. E.D.T. Shipping και άλλος (1992) 1 ΑΑΔ 1255
Κυτάλα κ.ά. ν. Χρύσανθου κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 253
Bίκα Πίκα Nτίσκο Λτδ και Άλλοι ν. Xάπυ Στρητς Nτίσκο Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 28
Milouca Motor Trading Ltd ν. Xρύσανθου Kούρτη (1997) 1 ΑΑΔ 941
Πατούρης Μιχάλης ν. Ηellenic Bank Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 2118
Πίττας Χριστάκης ν. Unigoods Trading Company Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 1761
Κωνσταντινίδη Ελενίτσα ν. Nur Habib Hissin (2004) 1 ΑΑΔ 1774
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΚΟΤΣΩΝΗΣ ν. ΔΗΜΟΣ ΓΕΡΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 254/2013, 31/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:A452
ΜΗΛΟΣ κ.α. ν. ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ, Πολιτική Εφεση Αρ. 89/2012, 9/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:A436
ECLI:CY:AD:2015:A677
(2015) 1 ΑΑΔ 2182
14 Oκτωβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
1. ΝSM DEMOCARS LTD,
2. KΩΣΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
4. ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
5. C.DEMOSTHENOUS PROPERTIES LTD,
Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,
ν.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 121/2010)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παραμερισμού απόφασης λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης ― Δ.17 θ.10 ― Επικύρωση πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αίτηση παραμερισμού ― Η υποστηρίζουσα την αίτηση, ένορκη δήλωση περιείχε αοριστίες, διαζευκτικές, εν πολλοίς αυτοαναιρούμενες θέσεις, ατεκμηρίωτες γενικεύσεις ώστε εν τέλει να μην παρείχε βάθρο καλής και βάσιμης υπεράσπισης.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παραμερισμού απόφασης λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Για να καταλήξει το Δικαστήριο σε απόφανση παραμερισμού, δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση, αλλά επιβάλλεται η παράθεση θετικών γεγονότων με τρόπο πειστικό.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παραμερισμού απόφασης λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης ― Δ.17 θ.10 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης, προκειμένου να επιτύχει η αίτηση για παραμερισμό, απόφασης ληφθείσας ερήμην, συνιστά πρωταρχικό παράγοντα ο οποίος λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ― Επιδίωξη πρέπει να είναι η εξισορρόπηση αφενός του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί στην υπόθεση του και αφετέρου, η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων με την διασφάλιση της τελεσιδικίας.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παραμερισμού απόφασης λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης ― Εφόσον η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει υποκαθιστώντας την πρωτόδικη κρίση.
Η έφεση στράφηκε εναντίον της ορθότητας απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση παραμερισμού απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον των εφεσειόντων.
Σύμφωνα με τα εκτεθέντα πρωτοδίκως γεγονότα, το Επαρχιακό Δικαστήριο, εξετάζοντας αίτηση στη βάση της καταχώρησης ένορκης δήλωσης υπαλλήλου ενάγουσας Τράπεζας και σχετικών τεκμηρίων που τη συνόδευαν, εξέδωσε, εναντίον των εφεσειόντων λόγω παράλειψης σημειώματος εμφάνισης, ερήμην απόφαση σε αγωγή για το ποσό των €1.312.900,84 πλέον τόκους και έξοδα. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα εκποιήσεων επίδικων υποθηκών και άλλου τύπου διατάγματα, τα οποία αποτελούσαν μέρος των αιτούμενων θεραπειών στην σχετική αγωγή.
Ακολούθησε αίτηση παραμερισμού της απόφασης και το Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές μετά την καταχώρηση ένστασης εκ μέρους των εφεσιβλήτων, εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των εφεσειόντων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της Δ.17 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας θεώρησε - ορθά - ότι έπρεπε να εξετάσει δύο παράγοντες (α) την ύπαρξη καλής εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και (β) κατά πόσον υπήρχε επαρκής αιτιολόγησης για την παράλειψη εμφάνισης, όπως καθορίστηκε από τη σχετική νομολογία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, μετά από σχετική ανάλυση, ότι τα ως άνω στοιχεία, τέθησαν με νεφελώδη τρόπο και χωρίς την αναγκαία στήριξη καταλήγοντας να κρίνει ότι οι εφεσείοντες δεν κατέδειξαν καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Παρά την ως άνω θεώρηση του, που έθετε τέλος στην αίτηση, το Δικαστήριο εξέτασε και το δικαιολογημένο ή μη της παράλειψης εμφάνισης, και κατέληξε ότι η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων στη μη καταχώρηση Σημειώματος Εμφάνισης, δεν υπήρξε δικαιολογημένη.
Με την έφεση αμφισβητήθηκαν στην ολότητα τους τα πιο πάνω ευρήματα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τις νομολογημένες αρχές έστρεψε πρώτα την προσοχή του στο αν είχε καταδειχθεί καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
2. Δεν εντοπιζόταν σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση αφού, στην ένορκη δήλωση επί της αίτησης, δεν υπήρχε ο,τιδήποτε απτό και συγκεκριμένο - πέραν από ομιχλώδεις ισχυρισμούς - για να αποτελέσει βάθρο ως προς τη στοιχειοθέτηση της εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.
3. Είναι ορθό βέβαια αυτό που λέχθηκε στη νομολογία ότι για να καταλήξει το Δικαστήριο σε απόφανση δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση αλλά επιβάλλεται η παράθεση θετικών γεγονότων με τρόπο πειστικό.
4. Eπισημαίνεται από τη νομολογία η ανάγκη προβολής θετικών θέσεων στη στηρίζουσα την αίτηση ένορκη δήλωση, χωρίς διαζεύξεις και «αοριστολογίες». Χαρακτηρίζεται δε «συζητήσιμη» μια υπεράσπιση η οποία είναι λογικοφανής βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η στηρίζουσα ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα 2 περιείχε αοριστίες, διαζευκτικές, εν πολλοίς αυτοαναιρούμενες θέσεις, ατεκμηρίωτες γενικεύσεις ώστε εν τέλει να μην παρείχε βάθρο καλής και βάσιμης υπεράσπισης. Η σχετική κρίση ήταν ορθή.
6. Οι ούτω καλούμενες «υπερασπίσεις» φαίνονταν ευθύς εξ αρχής να μην είχαν περιεχόμενο αλλά να ήταν οχυρωμένες σε πλειάδα νομικών αξιολογήσεων που παρέμεναν χωρίς ουσία. Οι προβαλλόμενες θέσεις περί της «ανυπαρξίας» του τερματισμού (ως πραγματικό γεγονός) ή περί της μη ύπαρξης νόμιμου τερματισμού, (ως νομική θέση), δεν τεκμηριώνονταν.
7. Αυτά δε που αναφέρθησαν ενώπιον του Εφετείου προς ενίσχυση των λόγων έφεσης, δεν παρουσίαζαν καθαρότητα, κινούμενα μάλλον στο επίπεδο νομικών αξιολογήσεων, ενώ εντέχνως παρουσιάζονταν ως πραγματικά γεγονότα.
8. Όμως η προσεκτική «ανάγνωση» των θέσεων περί τερματισμού ή της ευθύνης των εγγυητών και της συσχέτισης της λειτουργίας των επιδίκων λογαριασμών με το τι στην πράξη συνέβαινε, δικαιολογούσαν πλήρως το σχετικό πρωτόδικο συμπέρασμα ότι συνιστούσαν αξιολογήσεις νομικού περιεχομένου, δεν άπτονταν γεγονότων ή έμπαιναν σε αξιολογήσεις πραγματικών γεγονότων, που ήταν τέτοιας φύσης ώστε δεν ήταν δυνατόν ν' ανατρέψουν τη τελεσιδικία.
9. Ακόμη σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση συζητείτο το ζήτημα σε νομική πάντοτε διάσταση αποσπασμένο γεγονότων, υπό μορφή νομικών λόγων εφέσεως της απόφασης του Δικαστηρίου, και όχι της φύσης που απαιτεί η εδώ διαδικασία.
10. Προκαλούσε δε απορία πώς οι πιο πάνω αρνήσεις των εφεσειόντων εναρμονίζονταν με την αναγνώριση των οφειλών τους αφού επεδίωκαν να μειώσουν το οφειλόμενο ποσό με κατάθεση επιταγών που επιστράφησαν ως ακάλυπτες.
11. Σε σχέση με τις θέσεις για παράνομες χρεώσεις ή ανατοκισμό ομοίως οι θέσεις έμεναν τόσο γενικές, χωρίς ημερομηνίες, ποσά ή λογαριασμούς, με αποτέλεσμα να επρόκειτο για νεφελώδη και πάλι υπεράσπιση.
12. Ο ισχυρισμός περί ακυρότητας της συμφωνίας ως ultra vires φαίνεται να στηριζόταν από τη θέση ότι υπογράφηκε από μη εξουσιοδοτημένο άτομο. Ωστόσο, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δινόταν καμιά λεπτομέρεια η αναφορά από ποιόν υπογράφτηκε και πως λειτουργούσε ο επίδικος λογαριασμός.
13. Για το θέμα δε της ευθύνης των εφεσιβλήτων 4 και 5 το θέμα της κατ' ισχυρισμόν μη ύπαρξης ευθύνης είτε εν μέρει είτε εν όλω, παρέμενε ακόμη σε πιο θολή η κατάσταση αφού δεν περιεχόταν καθαρή θέση επί των γεγονότων.
14. Γενικά όλες οι θέσεις των εφεσειόντων παρέμειναν θέσεις-καταλήξεις χωρίς πνοή και χωρίς βαρύτητα.
15. Ετύγχαναν εφαρμογής οι νομολογιακές αρχές ότι επρόκειτο για περίπτωση όπου η γενικότητα του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης των εφεσειόντων μοιάζει με ισχυρισμό που εκφράζει θέση και μάλιστα υπό τύπο κατάληξης. Ως εκ τούτου στερείται αξίας από άποψης αποδεικτικού υλικού, εφόσον δεν εκτίθενται γεγονότα με την αναγκαία λεπτομέρεια που να παρέχει έρεισμα το οποίο να δικαιολογεί τη θέση.
16. Για το θέμα της παράλειψης εμφάνισης, παρά την αποτυχία του λόγου έφεσης αναφορικά με την πρώτη απαιτούμενη προϋπόθεση, προέκυπτε επίσης, ότι οι σχετικές αιτιάσεις των εφεσειόντων ήταν ομοίως αβάσιμες.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,
Bίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 28,
Πίττας ν. Unigoods Trading Co. Ltd (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1761,
Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1774,
Μilouca v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941,
Πατούρης ν. Hellenic Bank (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118,
Κυτάλα ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253.
Έφεση.
Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4317/2009), ημερομ. 30/3/2010.
Αν. Προδρόμου (κα), για Χρ. Χατζηστερκώτη, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Αθανασιάδου (κα), για Ν. Χρ. Αναστασιάδη & Συνεταίρους, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ..
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες στις 7.10.2009 καταχώρησαν εναντίον όλων των εφεσειόντων-εναγομένων 1-5 κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο και αξίωναν ποσό υπόλοιπο δυνάμει συμφωνιών, εγγυήσεων και ενυπόθηκων.
Η αγωγή επιδίδεται για όλους τους εναγομένους στον εναγόμενο 2 στις 9.10.2009. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις ένορκες δηλώσεις επιδόσεως (τεκμ.1-5) ο εναγόμενος 2 «δεν υπέγραψε» τα σχετικά αντίγραφα.
Για σκοπούς πληρότητας να αναφερθεί ότι ο εφεσείων-εναγόμενος 2 αναγράφεται ότι είναι διευθυντής των εφεσειουσών 1 και 5, σύζυγος και συγκάτοικος της εφεσείουσας 3 και πατέρας και συγκάτοικος του εφεσείοντα 4. Οι εφεσίβλητοι, μετά την άπρακτη παρέλευση της σχετικής προθεσμίας για καταχώρηση Σημειώματος Εμφανίσεως, καταχωρούν ex parte αίτηση για απόδειξη της αξίωσης τους ημερ. 22.10.09 και στις 5.11.2009 το Δικαστήριο, εξετάζοντας την αίτηση στη βάση της καταχώρησης ένορκης δήλωσης του Β. Βασιλείου, υπαλλήλου της Τράπεζας και των τεκμ.1-19, εκδίδει ερήμην απόφαση για το ποσό των €1.312.900,84 πλέον τόκους και έξοδα. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα εκποιήσεων επίδικων υποθηκών και άλλου τύπου διατάγματα.
Στις 13.11.2009 ακολουθεί αίτηση παραμερισμού της απόφασης και το Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές μετά την καταχώρηση ένστασης εκ μέρους των εφεσιβλήτων, εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση ημερ. 30.3.2010 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των εφεσειόντων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της Δ.17 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας θεώρησε - ορθά - ότι έπρεπε να εξετάσει δύο παράγοντες (α) καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και (β) επαρκή αιτιολόγηση για την παράλειψη εμφάνισης, όπως καθορίστηκε από τη σχετική νομολογία.
Με αναφορά στη σχετική νομολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τι προκύπτει από την ένορκη δήλωση που στήριζε την αίτηση παραμερισμού ως προς την θέση για ύπαρξη «εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση» συνοψίζοντας τα ως ακολούθως:
- Αρνούνται ότι οφείλουν τα αξιούμενα με την αγωγή ποσά ή τους τόκους και τα έξοδα «ως άδικα και αδικαιολόγητα».
- Ότι στο αξιούμενο ποσό συμπεριλαμβάνονται παράνομοι τόκοι (ανατοκισμός) και άλλες «αυθαίρετες υποχρεώσεις και δικαιώματα».
- Η αγωγή είναι πρόωρη: δεν υπήρξε καθόλου τερματισμός ή έγκυρος και νόμιμος τερματισμός του επίδικου λογαριασμού ή των μεταξύ των διαδίκων επίδικων συμφωνιών.
- Ακόμη και αν έγινε νόμιμος τερματισμός του επίδικου λογαριασμού αυτός έχει ανακληθεί, εφόσον ο λογαριασμός συνέχισε να λειτουργεί και ο εναγόμενος 1 να προβαίνει σε πληρωμές.
- Άνευ βλάβης των πιο πάνω ισχυρισμών τους, ότι το Δικαστήριο «παραπλανήθηκε» από τους ενάγοντες και προχώρησε στην έκδοση απόφασης: οι ισχυρισμοί των εναγόντων περί του τερματισμού του επίδικου λογαριασμού είναι αντιφατικοί και δεν συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία υπό των εναγόντων καθώς και άλλους συναφείς ισχυρισμούς όπως με λεπτομέρεια φαίνεται στις §ΔΙ-ΙΙ της ένορκης δήλωσης. Κάτω από την ομπρέλα της «παραπλάνησης» του Δικαστηρίου, ότι το «μάξιμουμ» ποσό «για το οποίο θα μπορούσε να εκδοθεί απόφαση εναντίον των εναγομένων 4 και 5», δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το ποσό των ενυπόθηκων οφειλών τους: «ουδεμία άλλη υποχρέωση είχαν οι εναγόμενοι 4 και 5 προς τους ενάγοντες, κανένας σχετικός ισχυρισμός δεν προβάλλεται στην έκθεση απαίτησης των εναγόντων και ουδεμία μαρτυρία προσκομίσθη υπ' αυτών ούτως ώστε να εκδοθεί απόφαση για τα μεγαλύτερα ποσά».
- Ότι η έγγραφη συμφωνία ημερ. 18.4.2003 καθώς και άλλα έγγραφα που ακολουθούν, «υπεγράφησαν από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και καθ' υπέρβαση και έξω από τις εντολές και οδηγίες της εναγομένης 1 και ως εκ τούτου δεν δεσμεύουν την εναγομένη 1 και είναι «ultra virus» (sic).
- Η ακυρότητα των εν λόγω συμφωνιών συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τις εγγυήσεις των εναγομένων 2, 3, 4 και 5 αλλά και τις υποθήκες που παραχώρησαν οι εναγόμενοι προς εξασφάλιση της οφειλής της εναγόμενης 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, μετά από σχετική ανάλυση, ότι τα ως άνω στοιχεία, τέθησαν με νεφελώδη τρόπο και χωρίς την αναγκαία στήριξη καταλήγοντας να κρίνει ότι οι εφεσείοντες δεν κατέδειξαν καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Παρά την ως άνω θεώρηση του, που έθετε τέλος στην αίτηση, το Δικαστήριο εξέτασε και το δικαιολογημένο ή μη της παράλειψης εμφάνισης, και κατέληξε ότι η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων στη μη καταχώρηση Σημειώματος Εμφάνισης, δεν υπήρξε δικαιολογημένη.
Η πρωτόδικη απόφαση προβάλλεται με αριθμό λόγων έφεσης που αφορά τόσο την άρνηση του να δεχθεί ότι οι εφεσείοντες είχαν προβάλει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση (Λόγοι 2, 3 και 4) όσο και την κρίση του για το μη δικαιολογημένο της καταχώρησης Σημειώματος Εμφάνισης (Λόγος 1).
Οι λόγοι 2, 3 και 4 συνεπώς ως εκ της συνάφειας τους θα εξετασθούν από κοινού, ενώ ο Λόγος 1 στη συνέχεια.
Πριν την εξέταση τους, να προβούμε σε μια συνοπτική περιγραφή της νομολογιακής αντίκρυσης της Δ.17 θ.10 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αποτέλεσε βέβαια τον πυρήνα της αίτησης, της ένστασης και της απόφασης.
Όπως έχει διαχρονικά τεθεί από τη νομολογία, η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης, προκειμένου να επιτύχει η αίτηση για παραμερισμό, απόφασης ληφθείσας ερήμην, συνιστά πρωταρχικό παράγοντα ο οποίος λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.17 θ.10 (βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Bίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 28, Πίττας ν. Unigoods Trading Co.Ltd (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1761, Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1774).
Εφόσον δε η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει υποκαθιστώντας την πρωτόδικη κρίση (βλ. Μilouca v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941).
Επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η εξισορρόπηση αφενός του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί στην υπόθεση του και αφετέρου, η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων με την διασφάλιση της τελεσιδικίας.
Το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του αιτητή είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.
Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστρεψε πρώτα την προσοχή του στο αν είχε καταδειχθεί καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Εξετάσαμε τις συναφείς αιτιάσεις των εφεσειόντων για το λανθασμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στα πλαίσια αυτά επανεξετάσαμε το μαρτυρικό υλικό που στήριζε την αίτηση παραμερισμού.
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση αφού, παρά το πολλαπλό και φλύαρο των αναφορών στην ένορκη δήλωση επί της αίτησης, δεν βρίσκουμε ο,τιδήποτε απτό και συγκεκριμένο - πέραν από ομιχλώδεις ισχυρισμούς - για να αποτελέσει βάθρο ως προς τη στοιχειοθέτηση της εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.
Είναι ορθό βέβαια αυτό που λέχθηκε στη νομολογία ότι για να καταλήξει το Δικαστήριο σε απόφανση δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση αλλά επιβάλλεται η παράθεση θετικών γεγονότων με τρόπο πειστικό.
Στην Πατούρης ν. Hellenic Bank (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118, αναφέρονται τα εξής στη σελ.2123 και 2124:
«Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζει την προβληθείσα υπεράσπιση του εφεσείοντος ως «αοριστολογίες»· υποδηλώνοντας την απουσία στέρεου βάθρου θεμελιωτικού οποιασδήποτε από τις προβληθείσες υπερασπίσεις. Η προβολή διαζευκτικών εκδοχών αναφορικά με γεγονότα που έπρεπε να γνωρίζει ο ομνύων κλονίζει αφ' εαυτής το θεμέλιο της υπεράσπισής του. Στο σημείο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στην El Fath Co v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255 (υπόθεση ναυτοδικείου - σύλληψη πλοίου), για να υπογραμμίσει όσα αναφέρονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση εκείνη:
«Τα γεγονότα μπορούν να επιδέχονται διαζευκτικούς νομικούς χαρακτηρισμούς ή να υπάγονται σε διαζευκτικές νομικές έννοιες. Διαζεύξεις όμως ως προς το τί ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όπως η περιεχόμενη στην παρούσα ένορκη δήλωση, δεν χωρούν. Είτε οι εναγόμενοι 1 είναι οι ιδιοκτήτες του πλοίου είτε δεν είναι και είναι κάτι άλλο.» (Απόφαση (Εφετείου) από Κωνσταντινίδη, Δ.)
Όντως το ακροσφαλές του βάθρου της υπεράσπισης του εφεσείοντος την καθιστά τρωτή σε βαθμό που να αναιρεί την υπόστασή της. Στην ένσταση της εφεσίβλητης επισυνάπτεται τόσο η εγγυητική όσο και το δείγμα υπογραφής του εφεσείοντος, γεγονότα που δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση από τον εφεσείοντα, είτε με ένορκη δήλωση, που θα ήταν δυνατό να προσαγάγει, ή με οποιοδήποτε άλλο παραδεκτό τρόπο, όπως υποδεικνύει το δικάσαν δικαστήριο. Η καλοπιστία του εφεσείοντος τέθηκε, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό σοβαρή δοκιμασία, ενόψει της αποκάλυψης των σχέσεων του με τους ιθύνοντες της εταιρείας και του γεγονότος ότι ο εναγόμενος 2, και συνεγγυητής του ήταν αδελφός του· γεγονός αποκαλυπτικό της συνάφειας του εφεσείοντος τόσο με τον ίδιο όσο και με την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία.
Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες επιφυλάξεις, εξ αντικειμένου η προβληθείσα υπεράσπιση του εφεσείοντος στερείται αξιοπιστίας. Κειμένεται η υπεράσπισή του μεταξύ πιθανολογούμενης άγνοιας ή αδυναμίας γνώσης των γεγονότων αφενός, και απουσίας συνεπειών από τις πράξεις του σε περίπτωση που ήθελε φανεί ότι εγγυήθηκε την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία, αφετέρου.
Κανένα θετικό γεγονός δεν προβάλλεται στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντος που να στοιχειοθετεί υπεράσπιση. Τούτο σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικής αμφισβήτησης του προσαχθέντος εγγράφου που φέρει την υπογραφή του, απογυμνώνει την υπεράσπιση του νομιμοποιητικού ερείσματος. Ενέχει δυνητικά το στοιχείο της πειστικότητας· υπεράσπιση η οποία είναι λογικοφανής βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη. Εφόσον η προβαλλόμενη υπεράσπιση έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, καθίσταται συζητήσιμη. Όπου ελλείπει η αναγκαία θεμελίωση, η αίτηση απορρίπτεται.»
Eπισημαίνεται ανωτέρω η ανάγκη προβολής θετικών θέσεων στη στηρίζουσα την αίτηση ένορκη δήλωση, χωρίς διαζεύξεις και «αοριστολογίες». Χαρακτηρίζεται δε «συζητήσιμη» μια υπεράσπιση η οποία είναι λογικοφανής βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η στηρίζουσα ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα 2 περιείχε αοριστίες, διαζευκτικές, εν πολλοίς αυτοαναιρούμενες θέσεις, ατεκμηρίωτες γενικεύσεις ώστε εν τέλει να μην παρείχε βάθρο καλής και βάσιμης υπεράσπισης.
Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι ούτω καλούμενες «υπερασπίσεις» φαίνονται ευθύς εξ αρχής να μην έχουν περιεχόμενο αλλά να είναι οχυρωμένες σε πλειάδα νομικών αξιολογήσεων που παραμένουν χωρίς ουσία. Οι προβαλλόμενες θέσεις περί της «ανυπαρξίας» του τερματισμού (ως πραγματικό γεγονός) ή περί της μη ύπαρξης νόμιμου τερματισμού, (ως νομική θέση), δεν τεκμηριώνονται. Αυτά δε που αναφέρθησαν ενώπιον μας προς ενίσχυση των λόγων έφεσης φαίνονται σαν επανάληψη των λεχθέντων από τους εφεσείοντες πρωτοδίκως, ακριβώς δεν παρουσιάζουν καθαρότητα, κινούμενα μάλλον στο επίπεδο νομικών αξιολογήσεων, ενώ εντέχνως παρουσιάζονται ως πραγματικά γεγονότα. Όμως η προσεκτική «ανάγνωση» των θέσεων περί τερματισμού ή της ευθύνης των εγγυητών και της συσχέτισης της λειτουργίας των επιδίκων λογαριασμών με το τι στην πράξη συνέβαινε δικαιολογούν πλήρως το πρωτόδικο συμπέρασμα στη σελ. 6 ως εξής:
"Ειδικότερα, τα ζητήματα του τερματισμού, ή της συνέχισης της λειτουργίας του επίδικου ή επίδικων λογαριασμών και δοσοληψιών ή οι υποχρεώσεις των εναγομένων 4 και 5 ως εγγυητών συνιστούν αξιολογήσεις νομικού περιεχομένου, δεν άπτονται γεγονότων ή άλλου μπαίνουν σε αξιολογήσεις πραγματικών γεγονότων που είναι τέτοιας φύσης ώστε δεν είναι δυνατόν ν' ανατρέψουν τη τελεσιδικία.
Ακόμη συζητείται το ζήτημα σε νομική πάντοτε διάσταση αποσπασμένο γεγονότων, υπό μορφή νομικών λόγων εφέσεως της απόφασης του Δικαστηρίου, και όχι της φύσης που απαιτεί η εδώ διαδικασία.
Οι αιτιάσεις περί συνέχισης κίνησης του λογαριασμού λειτουργεί αρνητικά και επιστρέφει ως μπούμεραγκ σε βάρος των αιτητών."
Προκαλεί δε απορία πώς οι πιο πάνω αρνήσεις των εφεσειόντων εναρμονίζονται με την αναγνώριση των οφειλών τους αφού επιδιώκουν να μειώσουν το οφειλόμενο ποσό με κατάθεση επιταγών που επιστράφησαν ως ακάλυπτες.
Σε σχέση με τις θέσεις για παράνομες χρεώσεις ή ανατοκισμό ομοίως οι θέσεις μένουν τόσο γενικές, χωρίς ημερομηνίες, ποσά ή λογαριασμούς, με αποτέλεσμα να πρόκειται για νεφελώδη και πάλι υπεράσπιση.
Ο ισχυρισμός περί ακυρότητας της συμφωνίας ως ultra vires φαίνεται να «στηρίζεται» από τη θέση ότι υπογράφηκε από μη εξουσιοδοτημένο άτομο. Ωστόσο, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο σελ. 7:
"Καμιά λεπτομέρεια η αναφορά από ποιόν υπογράφτηκε και πως λειτουργούσε ο λογαριασμός από το 2007 ή η αίτηση ημερ. 3.2.2003 ή τα μεταγενέστερα έγγραφα πως χρησιμοποιήθηκαν από την εναγόμενη εταιρεία η οποία κινούσε το λογαριασμό και μέχρι πρότινος παρέδιδε συναλλαγματικές των πελατών της ή επιταγές πελατών της που κατατίθενται «προς πληρωμή και δεν ετιμούντο» §15(ζ - θ) ένορκη δήλωση αιτητών."
Για το θέμα δε της ευθύνης των εφεσιβλήτων 4 και 5 το θέμα της κατ' ισχυρισμόν μη ύπαρξης ευθύνης είτε εν μέρει είτε εν όλω, παραμένει ακόμη σε πιο θολή η κατάσταση αφού δεν περιέχεται καθαρή θέση επί των γεγονότων.
Γενικά θα λέγαμε ότι όλες οι θέσεις των εφεσειόντων (και όπως αναλύθηκαν και ενώπιον μας επ' αυτής της πτυχής) παρέμειναν θέσεις-καταλήξεις χωρίς πνοή και χωρίς βαρύτητα. Ισχύουν αναλογικά αυτά που αναφέρθηκαν στη Κυτάλα ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253.
«Στην προκείμενη περίπτωση η γενικότητα του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης των εφεσειόντων μοιάζει με ισχυρισμό που εκφράζει θέση και μάλιστα υπό τύπο κατάληξης. Ως εκ τούτου στερείται αξίας από άποψης αποδεικτικού υλικού εφόσον δεν εκτίθενται γεγονότα με την αναγκαία λεπτομέρεια που να παρέχει έρεισμα το οποίο να δικαιολογεί τη θέση».
Για το θέμα της παράλειψης εμφάνισης δεν θα πούμε πολλά αφού η απόρριψη της έφεσης που αφορά στο πρώτο θέμα καταλυτικά θέτει τέρμα στο ζήτημα και ουσιαστικά καθιστά την περαιτέρω εξέταση αχρείαστη. Με δεδομένο ότι η επίδοση ήταν έγκυρη και καλή, η επίκληση της δικαιολογίας ότι «ο εφεσείων-εναγόμενος 2 αντέδρασε» δια της άρνησης του να παραλάβει τα κλητήρια γιατί τα μέρη, παρά τις διαφορές που είχαν, συνέχιζαν τη συνεργασία τους. Δεν έχει καν νόημα η πρόταξη της δικαιολογίας αυτής σε συνδυασμό ιδίως με την προηγηθείσα καταχώρηση εκ μέρους των εφεσειόντων αγωγής εναντίον των εφεσιβλήτων με την οποία οι τελευταίοι διεκδικούσαν αποζημιώσεις πέραν των δύο εκατομμυρίων. Συνεπώς, δεν μπορεί να ισχύει αυτό που προβάλλεται, ούτε δικαιολογεί την παράλειψη καταχώρησης Σημειώματος Εμφάνισης. Η εξουσιοδότηση του εφεσείοντα 2 προς τους λοιπούς ήταν πέραν από δεδομένη. Οι σχετικές αιτιάσεις συνεπώς των εφεσειόντων είναι ομοίως αβάσιμες.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.