ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A678
(2015) 1 ΑΑΔ 2174
14 Oκτωβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ Ν. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΝΙΚΟΥ Α. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ,
Εφεσείων - Ενάγων,
ν.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΣΠΥΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 123/2009)
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Βάρος απόδειξης ― Κατά πόσον στην πρωτόδικη απόφαση παρατηρείτο διαφοροποίηση του αξιόπιστου ενός μάρτυρα στο αναξιόπιστο, ανάλογα με το βάρος της απόδειξης ― Επέμβαση Εφετείου.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Κατά πόσον η πρωτόδικη απόφαση κατέτασσε ή διαχώριζε την αξιοπιστία ανάλογα με το βάρος της απόδειξης ― Κατά πόσον ενώ φαινόταν να κρίνει καθόλα αξιόπιστο τον ενάγοντα και δη σε ουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας του, σε μεταγενέστερο στάδιο της απόφασης όπου τόνιζε ότι το βάρος το είχαν οι εφεσίβλητοι/εναγόμενοι, μετέτρεψε εντελώς την προσέγγιση του για το αξιόπιστο του ενάγοντα, όπως το διατύπωσε προηγουμένως, και τον παρουσίαζε αναξιόπιστο.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία ― Το έργο της αξιοπιστίας δεν συντελείται κατά τμήματα με βάση το αποδεικτικό βάρος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, απέρριψε αγωγή του Ενάγοντα (τα συμφέροντα της περιουσίας του οποίου εκπροσωπεί πλέον ο Διαχειριστής της περιουσίας του ως εφεσείοντας, αφού ο ενάγων έχει αποβιώσει).
Η αξίωση του ενάγοντα εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων για το ποσό των £5.664,00 πλέον τόκους, αφορούσε σύμφωνα με την αξίωση «διάφορες λογιστικές-ελεγκτικές και άλλες συναφείς εργασίες που τους πρόσφερε ο ενάγων σε διάφορες ημερομηνίες από το 1982 μέχρι και το 1994».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού άκουσε δύο μάρτυρες, τον ενάγοντα και το γιο του, συνεργάτη του στο ελεγκτικό-λογιστικό γραφείο που είχαν στην Πάφο καθώς και εκ των νέων ελεγκτών των εφεσιβλήτων ως Μάρτυρα Υπεράσπισης, απέρριψε την αγωγή θεωρώντας ότι oι εφεσίβλητοι απέδειξαν τη θέση τους ότι ξόφλησαν το επίδικο χρέος τους τοις μετρητοίς και «χωρίς απόδειξη» αποδεχόμενο παράλληλα τη θέση ότι μέχρι τουλάχιστον το έτος 1992, οι εφεσίβλητοι χρωστούσαν αυτό το ποσό στον ενάγοντα.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε η πιο πάνω απόφαση και οι λόγοι της επικεντρώθηκαν σε εισηγήσεις περί αντιφατικής αξιολόγησης μαρτυρίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παράλογων συμπερασμάτων, παραγνώριση ουσιώδους μαρτυρίας ως επίσης και στη θέση ότι υπήρξε παρερμηνεία επιστολών που απέστειλε ο ενάγων και/ή δικηγόρος του για το χρέος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρωτόδικη απόφαση «κατατάσσει ή διαχωρίζει» την αξιοπιστία ανάλογα με το βάρος της απόδειξης. Δηλαδή ενώ φαίνεται να κρίνει καθόλα αξιόπιστο τον ενάγοντα και δη σε ουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας του (τη συνεργασία του με τους εφεσίβλητους, τις παρεχόμενες υπηρεσίες και το ποσό της οφειλής ως η αξίωση), σε μεταγενέστερο στάδιο της απόφασης κατά το οποίο εξετάζει τις θέσεις για εξόφληση ή μη του χρέους (όπου τονίζει ότι το βάρος το έχουν οι εφεσίβλητοι/εναγόμενοι) - εκεί - μετατρέπει εντελώς την προσέγγιση του για το αξιόπιστο του ενάγοντα, όπως το διατύπωσε λίγες σελίδες προηγουμένως, και τον παρουσιάζει ως αναξιόπιστο.
2. Το έργο της αξιοπιστίας δεν συντελείται κατά τμήματα με βάση το αποδεικτικό βάρος, όπως φαίνεται ότι έπραξε ο πρωτόδικος δικαστής, τόσο για τον ενάγοντα, όσο και για τον Μ.Ε.2. Πρόκειται για έκδηλο λάθος.
3. Είναι βέβαια ορθό ότι με βάση τη νομολογία, είναι δυνατό ένας μάρτυρας να γίνει μερικά πιστευτός, εφόσον τούτο αιτιολογείται επαρκώς. Στην κρινόμενη περίπτωση όμως, παρατηρείτο απλώς διαφοροποίηση του αξιόπιστου ενός μάρτυρα στο αναξιόπιστο ανάλογα με το βάρος της απόδειξης.
4. Το άλλο σοβαρό θέμα που εντοπιζόταν ως προς το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ήταν ως προς τη συγκεχυμένη θεώρηση της αξίας των επιστολών με τις οποίες ο ενάγων προσωπικά ή ο δικηγόρος του ζητούσε εξόφληση από τους εφεσίβλητους (επιστολές αξίωσης).
5. Πέραν της λανθασμένης θεώρησης του πρωτόδικου δικαστή ότι επρόκειτο για μαρτυρία αυτοενίσχυσης, ήταν φανερό ότι η προσέγγιση του για διαφορετικά ποσά αξίωσης από το ποσό της αγωγής παραγνώριζε τις εξηγήσεις που δόθηκαν από τους δύο μάρτυρες της πλευράς του ενάγοντα οι οποίοι θεωρήθηκαν αξιόπιστοι.
6. Πρόσθετα δεν δόθηκε η αναγκαία βαρύτητα πρωτοδίκως στη μαρτυρία (και των δύο Μ.Ε.) για την αποστολή της κατάστασης λογαριασμού - τεκμ.1 - το οποίο και ο Μ.Υ. εμμέσως δέχθηκε ότι χρωστούσαν οι εφεσίβλητοι, όπως υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση.
7. Εκείνο δε που φάνηκε έντονα να αγνοείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η απόλυτα θετική μαρτυρία του Μ.Ε.2 (με πλήρη κάλυψη από τις εκδοθείσες αποδείξεις στο παρελθόν, όπως τα σχετικά τεκμήρια) ότι ήταν πάντα «με αποδείξεις» που δεχόταν πληρωμές για τις ελεγκτικές τους εργασίες με τους εφεσίβλητους.
8. Αυτή η θέση - που είχε και κάλυψη από τεκμήρια - και η οποία αποτέλεσε κύριο πυρήνα αντίδρασης της Υπεράσπισης (ότι δηλαδή δεν εκδίδονταν αποδείξεις και ό,τι υπόλοιπο υπήρχε πληρώθηκε τοις μετρητοίς), δεν πήρε στην πρωτόδικη απόφαση τη σημασία που της άρμοζε.
9. Αντ' αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη-υπέρμετρη σημασία, στη θέση του Μ.Υ. για την αόριστη επίκληση (χρονικά και στις λεπτομέρειες) κάποιας συνομιλίας είχε με τον αποβιώσαντα διευθυντή των εφεσιβλήτων, όπου ο τελευταίος του είπε ότι πλήρωσε κάθε οφειλόμενο τοις μετρητοίς χωρίς απόδειξη.
10. Αυτή η αόριστη επίκληση έστω και συνοδευόμενη από την «πίστη» του Μ.Υ. κατά τον ουσιώδη χρόνο της ανάληψης των καθηκόντων (και δη με τα σχετικά τεκμήρια), ότι δεν υπήρχε από τον ενάγοντα οφειλόμενο υπόλοιπο, δεν ήταν, τέτοιας υφής και ποιότητας ώστε να ανατρέψει τα θετικά ευρήματα επί της αξιοπιστίας των Μ.Ε.
11. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, αντιστρατευόταν τη λογική το πρωτόδικο εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι, όντας και νομικό πρόσωπο, με υποχρέωση τήρησης λογιστικών βιβλίων, πλήρωσαν ένα ποσό πλέον των £5.000 χωρίς απόδειξη, ενώ η δοσοληψία ήταν καθαρά επαγγελματική.
12. Στο έργο της αξιοπιστίας, και εν συνεχεία και της αξιολόγησης το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε λανθασμένα. Θα έπρεπε να αποδεχθεί πλήρως (και όχι μερικώς και αποσπασματικά) τη μαρτυρία των Μ.Ε., ενώ η μαρτυρία του Μ.Υ (εξ ακοής και συμπερασματική παρά επί των γεγονότων) δεν είχε τέτοια δυναμική ανατροπής, αφού είναι δεδομένη από την ίδια απόφαση η ύπαρξη του χρέους.
13. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε. Εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα ως η αξίωση.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 317,
Subatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286,
Καδής ν. Νικολάου a.ο. (1986) 1 C.L.R. 212,
Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,
Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 454,
Κακόπιερος ν. Καλαμά κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 413,
Φιλίππου ν. Τσολάκη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1188.
Έφεση.
Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κωνσταντίνου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 990/2006), ημερομ. 26/2/2009.
Μ. Βασιλειάδης, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Χατζηνεοφύτου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ..
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Θεμελιακή αρχή του συστήματος δικαίου μας είναι ότι η αξιολόγηση μαρτυρίας ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή ότι οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη.
Επεμβαίνει δε το Εφετείο όταν θεωρήσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία (βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 317 και Subatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, απέρριψε αγωγή του Ενάγοντα Νίκου Βασιλειάδη (τα συμφέροντα της περιουσίας του οποίου εκπροσωπεί πλέον ο Διαχειριστής της περιουσίας του ως εφεσείοντας, αφού ο ενάγων έχει αποβιώσει).
Η αξίωση του ενάγοντα εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων για το ποσό των £5.664,00 πλέον τόκους αφορούσε σύμφωνα με την αξίωση «διάφορες λογιστικές-ελεγκτικές και άλλες συναφείς εργασίες που τους πρόσφερε ο ενάγων σε διάφορες ημερομηνίες από το 1982 μέχρι και το 1994».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού άκουσε δύο μάρτυρες, τον ενάγοντα και το γιο του, συνεργάτη του στο ελεγκτικό-λογιστικό γραφείο που είχαν στην Πάφο καθώς και εκ των νέων ελεγκτών των εφεσιβλήτων ως Μάρτυρα Υπεράσπισης (τον κ. Α. Δημητρίου) απέρριψε την αγωγή θεωρώντας ότι oι εφεσίβλητοι απέδειξαν τη θέση τους ότι ξόφλησαν το επίδικο χρέος τους τοις μετρητοίς και «χωρίς απόδειξη» αποδεχόμενο παράλληλα τη θέση ότι μέχρι τουλάχιστον το έτος 1992 οι εφεσίβλητοι χρωστούσαν αυτό το ποσό στον ενάγοντα.
Η αναφορά κατά την εισαγωγή της απόφασης μας στο πότε το Εφετείο δύναται να επέμβει επί του θέματος της αξιολόγησης, έγινε γιατί συντριπτικά οι λόγοι έφεσης διατυπώνονται γύρω από αυτή την πτυχή. Η πλευρά των εφεσειόντων επισημαίνει σε πληθώρα σημείων «αντιφατικής αξιολόγησης μαρτυρίας» του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είτε παράλογα συμπεράσματα, είτε παραγνώριση ουσιώδους μαρτυρίας (λόγοι 1, 2, 3 7 και 8), είτε παρερμηνεία επιστολών (τεκμ. 1, 2, 3 που απέστειλε ο ενάγων και/ή δικηγόρος του για το χρέος) - (λόγοι 4, 5 και 6).
Η κα. Χατζηνεοφύτου στήριξε σ' όλες τις πτυχές της την απόφαση τονίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία προσδίδοντας σημασία στα σωστά σημεία και δη στη μαρτυρία του Μ.Υ. Δεσπόζουσα αξία είχαν, κατά την ευπαίδευτη συνήγορο, επιστολές που ανταλλάγησαν μεταξύ του νέου ελεγκτικού Οίκου που ανέλαβε τις υποθέσεις των εφεσιβλήτων και τους οποίους εκπροσωπούσε ο Μ.Υ. Δημητρίου (τεκμ. 20, 21, 22).
Έχουμε μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις και κρίνουμε ότι η πλευρά του εφεσείοντα έχει δίκαιο. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαίνεται να «κατατάσσει ή διαχωρίζει» την αξιοπιστία ανάλογα με το βάρος της απόδειξης. Δηλαδή ενώ φαίνεται να κρίνει καθόλα αξιόπιστο τον ενάγοντα και δη σε ουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας του (τη συνεργασία του με τους εφεσίβλητους, τις παρεχόμενες υπηρεσίες και το ποσό της οφειλής ως η αξίωση), σε μεταγενέστερο στάδιο της απόφασης κατά το οποίο εξετάζει τις θέσεις για εξόφληση ή μη του χρέους (όπου τονίζει ότι το βάρος το έχουν οι εφεσίβλητοι/εναγόμενοι) - εκεί - μετατρέπει εντελώς την προσέγγιση του για το αξιόπιστο του ενάγοντα, όπως το διατύπωσε λίγες σελίδες προηγουμένως, και τον παρουσιάζει ως αναξιόπιστο.
Το έργο της αξιοπιστίας δεν συντελείται κατά τμήματα με βάση το αποδεικτικό βάρος, όπως φαίνεται ότι έπραξε ο πρωτόδικος δικαστής, τόσο για τον ενάγοντα, όσο και για τον Μ.Ε.2. Πρόκειται για έκδηλο λάθος. Είναι βέβαια ορθό ότι με βάση τη νομολογία (Καδής ν. Νικολάου a.ο. (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 454) είναι δυνατό ένας μάρτυρας να γίνει μερικά πιστευτός, εφόσον τούτο αιτιολογείται επαρκώς. Στην κρινόμενη περίπτωση όμως παρατηρείται απλώς διαφοροποίηση του αξιόπιστου ενός μάρτυρα στο αναξιόπιστο ανάλογα με το βάρος της απόδειξης.
Το άλλο σοβαρό θέμα που εντοπίζεται ως προς το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι ως προς τη συγκεχυμένη θεώρηση της αξίας των επιστολών με τις οποίες ο ενάγων προσωπικά ή ο δικηγόρος του ζητούσε εξόφληση από τους εφεσίβλητους (επιστολές αξίωσης). Αν αφήσουμε κατά μέρος τη λανθασμένη θεώρηση του πρωτόδικου δικαστή ότι πρόκειται για μαρτυρία αυτοενίσχυσης, είναι φανερό ότι η προσέγγιση του για διαφορετικά ποσά αξίωσης από το ποσό της αγωγής παραγνωρίζει τις εξηγήσεις που δόθηκαν από τους δύο μάρτυρες της πλευράς του ενάγοντα οι οποίοι θεωρήθηκαν αξιόπιστοι. Δηλαδή ότι η διαφορά στο ύψος των ποσών στις τρεις επιστολές δικαιολογήθηκε στο ότι περιλάμβαναν και άλλα ποσά για διαφορετικές υπηρεσίες ή δοσοληψίες, περιλάμβαναν δε τόκους (μάλιστα ο Μ.Ε.2 έκανε σαφή αναφορά για άλλη καταχωρηθείσα αγωγή). Περαιτέρω στις ίδιες τις επιστολές (τεκμ. 2 και 3) σαφώς και γίνεται αναφορά «σε καταστάσεις λογαριασμών τόσο εσάς όσο και για την εταιρεία σας». Δηλαδή προκύπτει σαφώς ότι δεν αφορούσαν μόνο την εφεσίβλητη εταιρεία. Περαιτέρω με την επιστολή του δικηγόρου του ενάγοντα πια στις 13.6.02 - τεκμ. 5 - γίνεται αναφορά στο αξιούμενο με την αγωγή ποσό. Πρόσθετα δεν δόθηκε η αναγκαία βαρύτητα πρωτοδίκως στη μαρτυρία (και των δύο Μ.Ε.) για την αποστολή της κατάστασης λογαριασμού - τεκμ. 1 - το οποίο και ο Μ.Υ. εμμέσως δέχθηκε ότι χρωστούσαν οι εφεσίβλητοι, όπως υποδεικνύεται, πρωτοδίκως στη σελ.3 της απόφασης.
Εκείνο δε που φάνηκε έντονα να αγνοείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι η απόλυτα θετική μαρτυρία του Μ.Ε.2 (με πλήρη κάλυψη από τις εκδοθείσες αποδείξεις στο παρελθόν, όπως τα τεκμ. 8 και 12-14) ότι είναι πάντα «με αποδείξεις» που δεχόταν πληρωμές για τις ελεγκτικές τους εργασίες με τους εφεσίβλητους. Αυτή η θέση - που επαναλαμβάνουμε είχε και κάλυψη από τεκμήρια - και η οποία αποτέλεσε κύριο πυρήνα αντίδρασης της Υπεράσπισης (ότι δηλαδή δεν εκδίδοντο αποδείξεις και ό,τι υπόλοιπο υπήρχε πληρώθηκε τοις μετρητοίς), δεν πήρε στην πρωτόδικη απόφαση τη σημασία που της άρμοζε.
Αντ' αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη-υπέρμετρη θα λέγαμε σημασία, στη θέση του Μ.Υ. για την αόριστη επίκληση (χρονικά και στις λεπτομέρειες) κάποιας συνομιλίας είχε με τον αποβιώσαντα διευθυντή των εφεσιβλήτων, όπου ο τελευταίος του είπε ότι πλήρωσε κάθε οφειλόμενο τοις μετρητοίς χωρίς απόδειξη.
Αυτή η αόριστη επίκληση έστω και συνοδευόμενη από την «πίστη» του Μ.Υ. κατά τον ουσιώδη χρόνο της ανάληψης των καθηκόντων (και δη με τα τεκμ. 21, 22, 23), ότι δεν υπήρχε από τον ενάγοντα οφειλόμενο υπόλοιπο, δεν ήταν, κατά την κρίση μας, τέτοιας υφής και ποιότητας ώστε να ανατρέψει τα θετικά ευρήματα επί της αξιοπιστίας των Μ.Ε. Ούτε θα μπορούσε με τη θετικότητα που επιχειρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο να δοθεί τέτοια σημασία στη μη ανταπόκριση για οφειλόμενα προς τον ενάγοντα, επειδή ο τελευταίος δεν κοινοποίησε την οφειλή του το Φεβράρη ή Μάρτη του 1995 στους νέους ελεγκτές. Ας μη ξεχνούμε ότι στις 23.5.1995 αποστέλλεται η επιστολή - τεκμ. 2 - προς τους ιδίους τους εφεσίβλητους με την οποία εν πάση περιπτώσει ο ενάγων ομιλεί για τα οφειλόμενα προς τους ίδιους τους εφεσίβλητους.
Δεν θα διστάσουμε να πούμε ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, φαίνεται να αντιστρατεύεται τη λογική το πρωτόδικο εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι, όντας και νομικό πρόσωπο, με υποχρέωση τήρησης λογιστικών βιβλίων, πλήρωσαν ένα ποσό πλέον των £5.000 χωρίς απόδειξη, ενώ η δοσοληψία ήταν καθαρά επαγγελματική.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι στο έργο της αξιοπιστίας, και εν συνεχεία και της αξιολόγησης το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε λανθασμένα. Θα έπρεπε να αποδεχθεί πλήρως (και όχι μερικώς και αποσπασματικά) τη μαρτυρία των Μ.Ε., ενώ η μαρτυρία του Μ.Υ (εξ ακοής και συμπερασματική παρά επί των γεγονότων) δεν είχε τέτοια δυναμική ανατροπής, αφού είναι δεδομένη από την ίδια απόφαση η ύπαρξη του χρέους.
Εν κατακλείδι με βάση τα πιο πάνω, βρίσκουμε ότι η έφεση πρέπει να επιτύχει και επιτυγχάνει. Η πρωτοδίκως απόρριψη της αγωγής ακυρώνεται καθώς και η συναφής διαταγή για έξοδα. (βλ. Κακόπιερος ν. Καλαμά κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 413, Φιλίππου ν. Τσολάκη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1188 (βλ. ειδικά σελ.1205). Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό ως η αξίωση - παράγρ.Α΄ (το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ) πλέον νόμιμους τόκους. Τα πρωτόδικα έξοδα ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο όπως και €1.800 έξοδα έφεσης με ΦΠΑ επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση.