ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A674
(2015) 1 ΑΑΔ 2154
13 Οκτωβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Εφεσείων - Εναγόμενος,
v.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου - Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 36/2010)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Απουσία ευρημάτων πρωτόδικου Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων ― Κατά πόσον στην πρωτόδικη απόφαση χωρίς να αξιολογηθεί αυτοτελώς η αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα, γινόταν μια παράδοξη αλληλοσυνάρτηση των δύο μαρτυριών ή καλύτερα των δύο εκδοχών, στη βάση της οποίας εξάγονταν συμπεράσματα για να επιλεγεί στο τέλος η μια εκδοχή ― Επέμβαση Εφετείου.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η νομολογία δεν επιτρέπει την αλληλοσυνάρτηση δύο μαρτυριών για να κριθεί η αξιοπιστία τους ― Μόνο αφού κριθεί η αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα επιτρέπεται στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας να συγκριθεί με άλλη μαρτυρία για σκοπούς βαρύτητας.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Διάκρισης αξιοπιστίας και βάρους απόδειξης ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Απόφαση για την αξιοπιστία μαρτύρων είναι ένα ζήτημα εντελώς ξεχωριστό και διαφορετικό από τη στάθμιση της μαρτυρίας προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποια πλευρά κλίνει η πλάστιγγα ― Εάν η μαρτυρία ενός μάρτυρα απορρίπτεται ως αναξιόπιστη, δεν παραμένει οτιδήποτε για να σταθμιστεί στη συνέχεια ― Οι κανόνες που καθορίζουν το βάρος της απόδειξης και τις περιστάσεις της απόσεισης του, δεν έχουν καμία σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων ― Ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός ή μη πιστευτός, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με την άποψη την οποία έχει σχηματίσει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση, πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάστηκε εναντίον του ποσό €204.466,66 πλέον έξοδα και τόκους. Η απαίτηση προέκυπτε από ακάλυπτη επιταγή η οποία εκδόθηκε προς όφελος του εφεσίβλητου και ενάγοντα πρωτοδίκως.
Ο Εφεσίβλητος παρουσίασε στην Τράπεζα την επιταγή προς εξαργύρωση, αλλά αυτή δεν τιμήθηκε, καθότι ο Εφεσείων με επιστολή του προς την Τράπεζά του, έδωσε εντολή να μην πληρωθεί.
Ο Εφεσίβλητος στην αγωγή του ισχυρίστηκε ότι κατά τον Φεβρουάριο του 2001 συμφώνησε με τον Εφεσείοντα όπως ο τελευταίος, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν συνεργάτης του χρηματιστηριακού γραφείου Equity Connect και ασχολείτο με τη διαχείριση μετοχικών χαρτοφυλακίων, διαχειριστεί τις μετοχές του Εφεσίβλητου κατά τον ουσιώδη χρόνο £108.100 και ότι μέχρι τις 5.2.2002 θα αύξανε την αξία του χαρτοφυλακίου στις £151.500. Προς διασφάλιση των συμφωνηθέντων, του παράδωσε την επίδικη επιταγή για το πιο πάνω ποσό, πληρωτέα στις 5.2.2002.
Ακολούθησε σειρά περιπλοκών στην εξέλιξη της σύμβασης με αποτέλεσμα την τελική ανάκληση της επιταγής.
Προς υποστήριξη των εκατέρωθεν δικογραφημένων θέσεων τους, κατέθεσαν μόνο οι δύο διάδικοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, ανέφερε ότι και οι δύο πλευρές απέκρυψαν από το δικαστήριο γεγονότα. Έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος απέκρυψε ότι γνώριζε για την ύπαρξη του χρηματιστηριακού γραφείου με το οποίο συνεργαζόταν ο Εφεσίβλητος. Αυτό, όπως ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν φανερό αφού και οι δύο διάδικοι υπέγραψαν πληρεξούσιο έγγραφο προς το χρηματιστηριακό γραφείο. Παρά ταύτα, δέχθηκε τους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου ότι η συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε.
Θεώρησε ότι ο Εφεσείων όχι μόνο δεν ζήτησε την επιστροφή της επιταγής, αλλά την άφησε στα χέρια του Εφεσίβλητου για μήνες, μέχρι που στις 7.1.2002 έδωσε οδηγίες στην Τράπεζα του να μην την πληρώσει.
Ο Εφεσείων με έναν αλλά σύνθετο λόγο έφεσης, εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας, παραλείποντας να λάβει υπόψη ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο λόγος έφεσης ευσταθούσε. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας έπασχε με αποτέλεσμα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου να ήταν ακροσφαλή. Το πρωτόδικο δικαστήριο παραλείπει να καταγράψει με σαφήνεια τα ευρήματά του για την αξιοπιστία των δύο μαρτύρων.
2. Από συγκεκριμένα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης, προέκυπτε ότι, χωρίς να διαφαίνεται με σαφήνεια το θέμα της αξιοπιστίας, το πρωτόδικο δικαστήριο προχωρεί σε εξέταση των δύο εκδοχών ως προς τον τερματισμό για να καταλήξει «ότι οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα ότι ουδέποτε τερμάτισε τη Συμφωνία του με τον εναγόμενο και ότι ουδέποτε συνεργάστηκε απευθείας με την Equity Connect γίνονται δεκτοί ..».
3. Στη συνέχεια αναφερόμενο στην εκδοχή του Εφεσείοντος (ότι μετά από την αποχώρηση του από το χρηματιστηριακό γραφείο και την ενημέρωση του Εφεσίβλητου, ο τελευταίος επέλεξε να συνεργαστεί πλέον απευθείας με το Χρηματιστηριακό Γραφείο και ότι ο Εφεσείων θεώρησε ότι η αρχική συμφωνία είχε τερματιστεί ή εγκαταλειφθεί), το πρωτόδικο δικαστήριο χωρίς, να έχει προηγουμένως διατυπώσει με σαφήνεια τα ευρήματά του για την αξιοπιστία του Εφεσείοντος-Εναγομένου, αναφέρει ότι «Απορρίπτω τούτη την εκδοχή του Εναγομένου και προτιμώ την εκδοχή του Ενάγοντα την οποία κρίνω ως αξιόπιστη».
4. Χωρίς να αξιολογηθεί αυτοτελώς η αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα, γινόταν μια παράδοξη αλληλοσυνάρτηση των δύο μαρτυριών ή καλύτερα των δύο εκδοχών, στη βάση της οποίας εξάγονται συμπεράσματα για να επιλεγεί στο τέλος η μια εκδοχή.
5. Σύμφωνα με τη νομολογία, δεν αποκλείεται να απορριφθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, αλλά θα πρέπει να προηγηθεί η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του.
6. Η νομολογία δεν επιτρέπει την αλληλοσυνάρτηση δύο μαρτυριών για να κριθεί η αξιοπιστία τους. Μόνο αφού κριθεί η αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα επιτρέπεται στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας να συγκριθεί με άλλη μαρτυρία για σκοπούς βαρύτητας.
7. Σχετικές είναι οι αρχές της νομολογίας αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ αξιοπιστίας και βάρους απόδειξης. Η υποχρέωση του ενάγοντα ή αιτητή σε κάθε δοσμένη υπόθεση να αποσείσει την ευθύνη που αφορά στο βάρος απόδειξης γεννιέται εφόσον το δικαστήριο διαπιστώνει καταρχήν ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος που φέρει το βάρος έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας και μπορεί να αποτελέσει το έρεισμα για τα ευρήματα του δικαστηρίου.
8. Εύρημα επί της αξιοπιστίας μάρτυρα σημαίνει κρίση του Δικαστηρίου για το αν ο μάρτυρας είπε ή όχι την αλήθεια στο δικαστήριο. Μόνο αφού διαπιστωθεί ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης, έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το δικαστήριο να προχωρήσει στα επόμενα στάδια που αφορούν στο βάρος και στο επίπεδο απόδειξης.
9. Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο ενώ θεωρεί ότι και οι δύο πλευρές απέκρυψαν γεγονότα και «δεν ήταν ειλικρινείς στο Δικαστήριο» και ενώ παραλείπει να τοποθετηθεί ευκρινώς επί της αξιοπιστίας τους, προχωρεί μετά από αλληλοσυνάρτηση της μαρτυρίας των δύο, να επιλέξει την εκδοχή του ενός και να απορρίψει την εκδοχή του άλλου, με βάση το τι φαινόταν στο δικαστήριο πιθανό ή απίθανο, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το αξιόπιστο ή όχι της μιας ή της άλλης εκδοχής.
10. Ως αποτέλεσμα της ελλιπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, το πρωτόδικο δικαστήριο χωρίς να προβεί στα απαιτούμενα ευρήματα γεγονότων, προχώρησε σε ευρήματα και συμπεράσματα τα οποία δεν ήταν βέβαιο ότι υποστηρίζονταν από αξιόπιστη μαρτυρία.
11. Για παράδειγμα, ήταν παραδεχτό ότι σε κάποιο στάδιο ο Εφεσείων αποχώρησε από το χρηματιστηριακό γραφείο Equity Connect. Ο ίδιος λέγει αυτό έγινε τον Απρίλη του 2001, δηλαδή μεσούσης της περιόδου που ίσχυε η συμφωνία. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε εύρημα επί αυτού του ισχυρισμού.
12. Εν πάση περιπτώσει, την 1η Αυγούστου 2001 ο Εφεσίβλητος εισέπραξε το ποσό των £31.928,86 και με αυτό τον τρόπο μείωσε την αξία του μετοχικού χαρτοφυλακίου που υποτίθεται θα διαχειριζόταν ο Εφεσείων για ένα χρόνο, για να το αυξήσει κατά 40%.
13. Αυτό το γεγονός δεν φαίνεται να απασχόλησε καθόλου το Δικαστήριο προτού αποφασίσει κατά πόσον η συμφωνία υπό τις περιστάσεις τερματίστηκε ή εγκαταλείφθηκε. Η μείωση του χαρτοφυλακίου και κατ' επέκταση η μείωση του ποσού που ήταν στη διάθεση του Εφεσείοντος και μάλιστα στα μέσα της διάρκειας της συμφωνίας, λογικά θα περιόριζε τις δυνατότητες του Εφεσείοντος να φτάσει τον συμφωνηθέντα στόχο για αύξηση κατά 40% της αξίας των μετοχών.
14. Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι πρότεινε στον Εφεσίβλητο να του επιτρέψει, παρά την αποχώρηση του από το χρηματιστηριακό γραφείο, να συνεχίσει να διαχειρίζεται ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο, αλλά ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε προτιμώντας να εισπράξει το ποσό των £31.928,86 και προφανώς να διακόψει τη συνεργασία μαζί του.
15. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, κατά την εκδοχή του Εφεσείοντος, να μην μπορεί πλέον να διαχειριστεί τις μετοχές του Εφεσίβλητου. Ούτε επί αυτού του κρίσιμου σημείου υπάρχει εύρημα του δικαστηρίου.
16. Ο Εφεσείων επέμεινε κατά την αντεξέτασή του, ότι από το τέλος Απριλίου 2001 δεν μπορούσε πλέον να διαχειριστεί τις μετοχές του Εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να αυξήσει το βασικό Κεφάλαιο.
17. Επί όλων αυτών των σημείων, δεν διατυπώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ευρήματα τα οποία ήταν, απόλυτα αναγκαία για να αποφασιστεί αν η συμφωνία ως εκ των γεγονότων που διαδραματίστηκαν, διεκόπη ή όχι.
18. Το δικαστήριο διατύπωσε εύρημα ότι έγινε η συμφωνία και ότι αυτή, ως γεγονός, ουδέποτε τερματίστηκε από τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα. Όμως ο Εφεσείων ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι ο Εφεσίβλητος τερμάτισε τη συμφωνία.
19. Εκείνο που ισχυρίστηκε ήταν ότι ο Εφεσίβλητος αφαιρώντας ένα μέρος των μετοχών του χαρτοφυλακίου και συνεχίζοντας τη συνεργασία με το χρηματιστηριακό γραφείο, στην ουσία διέκοψε τη συνεργασία «τερματίζοντας έτσι την μεταξύ τους συμφωνία».
20. Επ' αυτού του μικτού νομικού σημείου δεν υπήρξε συμπέρασμα, με αποτέλεσμα το κενό να είναι δυσαναπλήρωτο και το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου περί μη τερματισμού της συμφωνίας από τον Εφεσίβλητο, τρωτό.
21. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 38 του περί Συμβάσεων Νόμου, αν ο οφειλέτης (εδώ ο Εφεσείων) προσφέρθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ο δανειστής (εδώ ο Εφεσίβλητος) δεν αποδέχθηκε την προσφορά, ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για μη εκπλήρωση της σύμβασης.
22. Δεν μπορούσε να υπάρξει κατάληξη σε οποιοδήποτε συμπέρασμα, εφόσον, απουσίαζαν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου επί των πρωτογενών γεγονότων.
23. Ως αποτέλεσμα το βασικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος-Ενάγων ουδέποτε τερμάτισε τη σύμβαση, παρέμενε μετέωρο.
24. Η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση ήταν αναπόφευκτη, ενόψει της ασάφειας των ευρημάτων επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων και της απουσίας ευρημάτων επί διαφόρων πτυχών της μαρτυρίας, τα οποία θα αποτελούσαν τη βάση για την εξαγωγή των αναγκαίων νομικών συμπερασμάτων.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1098,
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Χατζηνέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41,
Kades v. Nicolaou a.ο. (1986) 1 C.L.R. 212,
Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422,
Benmax v. Austin Motor Co Ltd [1955] 1 All ER 326,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
Liu ν. Τριφταρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 1000.
Έφεση.
Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Πογιατζής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 281/2005), ημερομ. 25/11/2009.
Μ. Ραφαήλ (κα) για Φράγκο & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Πουτζιουρής, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
Δικαστhριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά σε ακάλυπτη επιταγή. Σύμφωνα με τα παραδεχτά γεγονότα, τον Φεβρουάριο του 2001, ο Εφεσείων-Εναγόμενος μαζί με ένα άλλο πρόσωπο, εξέδωσε προς όφελος του Εφεσίβλητου-Ενάγοντα την επίδικη επιταγή για την πληρωμή του ποσού των £151.500, με ημερoμηνία πληρωμής ένα χρόνο αργότερα (5.2.2002).
Ο Εφεσίβλητος παρουσίασε στην Τράπεζα την επιταγή προς εξαργύρωση, αλλά αυτή δεν τιμήθηκε, καθότι ο Εφεσείων με επιστολή ημερ. 7.1.2002 προς την Τράπεζά του, έδωσε εντολή να μην πληρωθεί.
Ο Εφεσίβλητος αρχικά ενήγαγε και τους δύο εκδότες της επιταγής. Στην πορεία όμως, η αγωγή εναντίον του δεύτερου προσώπου αποσύρθηκε, με αποτέλεσμα να παραμείνει μόνο εναντίον του Εφεσείοντος. Πέραν τούτου, η αρχική αγωγή αφορούσε στο ποσό των £121.500, όμως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η αξίωση περιορίστηκε στο ποσό των £119.571,15.
Ο Εφεσίβλητος στην αγωγή του ισχυρίστηκε ότι κατά τον Φεβρουάριο του 2001 συμφώνησε με τον Εφεσείοντα όπως ο τελευταίος, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν συνεργάτης του χρηματιστηριακού γραφείου Equity Connect και ασχολείτο με τη διαχείριση μετοχικών χαρτοφυλακίων, διαχειριστεί τις μετοχές του Εφεσίβλητου αξίας κατά τον ουσιώδη χρόνο £108.100 και ότι μέχρι τις 5.2.2002 θα αύξανε την αξία του χαρτοφυλακίου στις £151.500. Προς διασφάλιση των συμφωνηθέντων του παράδωσε την επίδικη επιταγή για το πιο πάνω ποσό, πληρωτέα στις 5.2.2002.
Ο Εφεσείοντας στην Έκθεση Υπεράσπισής του παραδέχεται τη συμφωνία και συγκεκριμένα ότι ανέλαβε να αυξήσει την αξία του χαρτοφυλακίου του Εφεσίβλητου κατά 40% μέσα σ' ένα χρόνο και γι' αυτό εξέδωσε την επιταγή των £151.500. Όμως ισχυρίζεται ότι μετά την παρέλευση κάποιων μηνών, η συνεργασία του Εφεσείοντα με το χρηματιστηριακό γραφείο που συνεργαζόταν διακόπηκε και στάληκε σχετική ενημερωτική επιστολή προς όλους τους πελάτες του, συμπεριλαμβανομένου και του Εφεσίβλητου.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ανέφερε στον Εφεσίβλητο ότι ήταν σε θέση να υλοποιήσει τα όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ τους, ο τελευταίος αποφάσισε να παραμείνει με την Equity Connect από την οποία ζήτησε την επιστροφή του χαρτοφυλακίου του, πλέον το ποσό που ήταν κατατεθειμένο προς όφελός του, μετά από πώληση μέρους των μετοχών του, τις οποίες διαχειριζόταν ο Εφεσείων. Ο Εφεσείων ισχυρίζεται περαιτέρω ότι προσπάθησε να τον πείσει να συνεχίσουν τη συνεργασία τους, αλλά ο Εφεσίβλητος επέμενε να τη διακόψει και γι' αυτό το λόγο ο Εφεσείων στη συνέχεια έδωσε οδηγίες στην Τράπεζα του να μην πληρώσει την επιταγή.
Ο Εφεσίβλητος βέβαια, αρνείται ότι ζήτησε ποτέ από το χρηματιστηριακό γραφείο την επιστροφή του χαρτοφυλακίου του. Εκείνο όμως που συνέβη είναι ότι δέχθηκε να του επιστραφεί ποσό ύψους £30.000 από το χρηματιστηριακό γραφείο λόγω του γεγονότος ότι ο Εφεσείων παράτυπα και χωρίς τη συγκατάθεση του Εφεσίβλητου, μετέφερε το ποσό των £30.000 από το λογαριασμό που διατηρούσε ο Εφεσίβλητος με το χρηματιστηριακό γραφείο, στο λογαριασμό του Εφεσείοντα. Μετά που ανακαλύφθηκε η παράτυπη ενέργεια του Εφεσείοντα, το χρηματιστηριακό γραφείο του επέστρεψε το πιο πάνω ποσό, το οποίο ο ίδιος θεώρησε ότι καταλογίστηκε έναντι του ποσού των £151.000. Ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι η συμφωνία διακόπηκε και ότι ο Εφεσείων όφειλε να του καταβάλει στις 5.2.2002 το ποσό των £151.000, αφαιρουμένου του ποσού των £30.000.
Προς υποστήριξη των θέσεων τους, κατέθεσαν μόνο οι δύο διάδικοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, ανέφερε ότι και οι δύο πλευρές απέκρυψαν από το δικαστήριο γεγονότα. Το δικαστήριο βρήκε ότι ο Εφεσίβλητος απέκρυψε ότι γνώριζε για την ύπαρξη του χρηματιστηριακού γραφείου με το οποίο συνεργαζόταν ο Εφεσίβλητος. Αυτό, όπως ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν φανερό αφού και οι δύο διάδικοι υπέγραψαν πληρεξούσιο έγγραφο προς το χρηματιστηριακό γραφείο. Παρά ταύτα, δέχθηκε τους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου ότι η συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε. Δύο φαίνεται να είναι οι λόγοι που ώθησαν το δικαστήριο να καταλήξει ως ανωτέρω. Θεώρησε ότι ο Εφεσείων όχι μόνο δεν ζήτησε την επιστροφή της επιταγής, αλλά την άφησε στα χέρια του Εφεσίβλητου για μήνες, μέχρι που στις 7.1.2002 έδωσε οδηγίες στην Τράπεζα του να μην την πληρώσει. Πιο συγκεκριμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:-
«Από όλες τις πιο πάνω καθόλα περίπλοκες πράξεις στις οποίες προέβησαν οι διάδικοι, ένα πράγμα φαντάζει ξεκάθαρο: η αρχική Συμφωνία των διαδίκων. Ακολούθησε η εφαρμογή της την οποία ο Ενάγων ουδέποτε τερμάτισε. Κατά συνέπεια, δεν αποδέχομαι ούτε τους ισχυρισμούς του Εναγομένου για τερματισμό της αλλά και ούτε για απευθείας συνεργασία Ενάγοντα-Equity Connect ερήμην του ιδίου, σε αντικατάσταση των όρων της αρχικής Συμφωνίας. Εκείνο που έκαμε ο Ενάγων ήταν να ξεκαθαρίσει κάποιες εκκρεμότητες με την Equity Connect τις οποίες δημιούργησε ο Εναγόμενος λόγω της δικής του συνεργασίας μαζί της. Αυτά τα μπλεγμένα γεγονότα προσπάθησε να εκμεταλλευθεί ο Εναγόμενος για να αποφύγει τις δικές του ευθύνες.
Καταλήγω, επομένως, ότι ο Εναγόμενος δεν κατάφερε να αποσείσει το δικό του βάρος και επίπεδο απόδειξης για μη ύπαρξη ανταλλάγματος από πλευράς Ενάγοντα.
Ως εκ τούτου ο Ενάγων δικαιούται σε Απόφαση υπέρ του για το μειωμένο ποσό της Απαίτησης του όπως τροποποιήθηκε με Νόμιμο Τόκο και όχι Τόκον προς 9% αφού δεν προσκομίστηκε μαρτυρία στο σημείο αυτό.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, εκδίδεται Απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και σε βάρος του Εναγομένου 1 για ποσό €204.466,66 σ (αντίστοιχο £119.571,15 σ) με Νόμιμον Τόκο και Έξοδα τα οποία θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή στην αντίστοιχη Κλίμακα.»
Ο Εφεσείων με έναν αλλά σύνθετο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας, παραλείποντας να λάβει υπόψη ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας.
Ο λόγος έφεσης κατά την κρίση μας ευσταθεί. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας πάσχει με αποτέλεσμα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου να είναι ακροσφαλή. Κατ' αρχάς το πρωτόδικο δικαστήριο παραλείπει να καταγράψει με σαφήνεια τα ευρήματά του για την αξιοπιστία των δύο μαρτύρων. Στη σελίδα 10 της πρωτόδικης απόφασης το δικαστήριο αναφέρει τα εξής:- «Έχω παρακολουθήσει με μεγάλη προσοχή τους δύο μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου. Πολλά από τα σημεία της μαρτυρίας τους αμφισβητήθησαν από τις αντίθετες πλευρές. Κατ' αρχήν να τονίσω ότι θεωρώ ότι αμφότερες οι πλευρές έχουν αποκρύψει από το Δικαστήριο κάποια γεγονότα .. Τονίζω όμως ότι στο ανεξέλεγκτο κυνήγι του κέρδους οι δύο πλευρές προέβησαν σε ενέργειες που ενέπλεξαν τα γεγονότα σε πολύ μεγάλο βαθμό και είναι σε κάποια από αυτά που οι Μάρτυρες δεν ήταν ειλικρινείς στο Δικαστήριο. .. Από την άλλη όμως, ο Ενάγων φαίνεται ότι το μόνο που σκεφτόταν ήταν το κέρδος που του είχε υποσχεθεί ο Εναγόμενος και για να το πετύχει, επεδείκνυε τυφλή εμπιστοσύνη στον Εναγόμενο και ήταν έτοιμος να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες του υποδείκνυε αυτός. Για το λόγο αυτό δεν αποδέχομαι τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα για πλήρη άγνοια της ύπαρξης της Equity Connect μέχρι τη στιγμή που του είχαν τηλεφωνήσει για την απόσυρση των χρημάτων από το Λογαριασμό του.».
Χωρίς από τα πιο πάνω να διαφαίνεται με σαφήνεια το θέμα της αξιοπιστίας, το πρωτόδικο δικαστήριο προχωρεί σε εξέταση των δύο εκδοχών ως προς τον τερματισμό για να καταλήξει «ότι οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα ότι ουδέποτε τερμάτισε τη Συμφωνία του με τον εναγόμενο και ότι ουδέποτε συνεργάστηκε απευθείας με την Equity Connect γίνονται δεκτοί ..». Στη συνέχεια αναφερόμενο στην εκδοχή του Εφεσείοντος (ότι μετά από την αποχώρηση του από το χρηματιστηριακό γραφείο και την ενημέρωση του Εφεσίβλητου, ο τελευταίος επέλεξε να συνεργαστεί πλέον απευθείας με το Χρηματιστηριακό Γραφείο και ότι ο Εφεσείων θεώρησε ότι η αρχική συμφωνία είχε τερματιστεί ή εγκαταλειφθεί), το πρωτόδικο δικαστήριο χωρίς, όπως έχουμε αναφέρει, να έχει προηγουμένως διατυπώσει με σαφήνεια τα ευρήματά του για την αξιοπιστία του Εφεσείοντος-Εναγομένου, αναφέρει ότι «Απορρίπτω τούτη την εκδοχή του Εναγομένου και προτιμώ την εκδοχή του Ενάγοντα την οποία κρίνω ως αξιόπιστη».
Κατά την κρίση μας, χωρίς να αξιολογηθεί αυτοτελώς η αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα, γίνεται μια παράδοξη αλληλοσυνάρτηση των δύο μαρτυριών ή καλύτερα των δύο εκδοχών, στη βάση της οποίας εξάγονται συμπεράσματα για να επιλεγεί στο τέλος η μια εκδοχή. Σύμφωνα με τη νομολογία, δεν αποκλείεται να απορριφθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, αλλά θα πρέπει να προηγηθεί η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του.
Η νομολογία δεν επιτρέπει την αλληλοσυνάρτηση δύο μαρτυριών για να κριθεί η αξιοπιστία τους (βλ. Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1098). Μόνο αφού κριθεί η αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα επιτρέπεται στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας να συγκριθεί με άλλη μαρτυρία για σκοπούς βαρύτητας. Για τη διάκριση μεταξύ αξιοπιστίας και βάρους απόδειξης, παραπέμπουμε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Χατζηνέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41, στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής στη σελ. 45:-
«Οφείλουμε πρώτα να αποσαφηνίσουμε το θέμα σύμπλεξης της αξιοπιστίας των μαρτύρων με το βάρος απόδειξης που έθιξε ο δικηγόρος της Τράπεζας ως θέματος που επηρεάζει την εγκυρότητα της απόφασης. Κατά τη νομολογία αυτό είναι ανεπίτρεπτο και οπωσδήποτε οδηγεί σε ακύρωση της ετυμηγορίας του δικαστηρίου. Η υποχρέωση του ενάγοντα ή αιτητή σε κάθε δοσμένη υπόθεση να αποσείσει την ευθύνη που αφορά στο βάρος απόδειξης γεννιέται εφόσον το δικαστήριο διαπιστώνει καταρχήν ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος που φέρει το βάρος έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας και μπορεί να αποτελέσει το έρεισμα για τα ευρήματα του δικαστηρίου.»
(Βλ. επίσης Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212).
Παρόμοιο σφάλμα διαπιστώθηκε στην Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422 στην οποία το Εφετείο κατά πλειοψηφία διαπίστωσε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν προέβη σε εύρημα αξιοπιστίας για κάθε μάρτυρα που έδωσε μαρτυρία ενώπιον του αλλά προχώρησε απευθείας να εξετάσει τις δύο εκδοχές που δόθηκαν, για να σημειώσει ότι δεν πείστηκε καθόλου με μία από τις δύο εκδοχές. Το Εφετείο, στην πιο πάνω υπόθεση, υιοθετώντας το δικαστικό λόγο των υποθέσεων Benmax v. Austin Motor Co Ltd [1955] 1 All ER 326 και Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, ανέφερε τα εξής:-
«..εύρημα επί της αξιοπιστίας μάρτυρα σημαίνει κρίση του Δικαστηρίου για το αν ο μάρτυρας είπε ή όχι την αλήθεια στο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, το ζητούμενο ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφηκαν τα πιο πάνω τεκμήρια. Οι τρεις μάρτυρες των Εφεσειόντων (ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΕ3) που κατάθεσαν επί του θέματος, υποστήριξαν διαφορετικά πράγματα από αυτά που υποστήριξε ο Εφεσίβλητος. Με δεδομένη την πιο πάνω διάσταση, το δικαστήριο όφειλε να αναζητήσει τα αληθή γεγονότα, αφού προηγουμένως αποφαινόταν για το ποιος μάρτυρας έλεγε την αλήθεια και ποιος όχι (βλ. R.C.K. Sports Ltd v. Persona Advertising Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ. 1074). Μόνο αφού διαπιστωθεί ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης, έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας μπορεί το δικαστήριο να προχωρήσει στα επόμενα στάδια που αφορούν στο βάρος και στο επίπεδο απόδειξης. Στην υπόθεση Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, στη σελ. 216, το δικαστήριο διακρίνοντας τα διάφορα στάδια, ανέφερε τα εξής:-
«Adjudication on the credibility of witnesses is a matter wholly separate and distinct from the balancing of the evidence in order to ascertain on which side it preponderates. If the evidence of a witness is rejected as unworthy of credit, there is nothing to weigh thereafter. The rules defining the burden of proof and the circumstances of its discharge, have nothing to do with the credibility of witnesses. A witness may either be believed or disbelieved (wholly or in part) according to the view taken of his credibility by the Court.
Και σε ελεύθερη μετάφραση:-
«Απόφαση για την αξιοπιστία μαρτύρων είναι ένα ζήτημα εντελώς ξεχωριστό και διαφορετικό από τη στάθμιση της μαρτυρίας προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποια πλευρά κλίνει η πλάστιγγα. Εάν η μαρτυρία ενός μάρτυρα απορρίπτεται ως αναξιόπιστη, δεν παραμένει οτιδήποτε για να σταθμιστεί στη συνέχεια. Οι κανόνες που καθορίζουν το βάρος της απόδειξης και τις περιστάσεις της απόσεισης του, δεν έχουν καμία σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός ή μη πιστευτός, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με την άποψη την οποία έχει σχηματίσει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του.»
Τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Kades, πιο πάνω, υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος A.E. ν. Χατζηνέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41 και πιο πρόσφατα στην υπόθεση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Liu v. Τριφταρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 1000.»
Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο ενώ θεωρεί ότι και οι δύο πλευρές απέκρυψαν γεγονότα και «δεν ήταν ειλικρινείς στο Δικαστήριο» και ενώ παραλείπει να τοποθετηθεί ευκρινώς επί της αξιοπιστίας τους, προχωρεί μετά από αλληλοσυνάρτηση της μαρτυρίας των δύο, να επιλέξει την εκδοχή του ενός και να απορρίψει την εκδοχή του άλλου, με βάση το τι φαινόταν στο δικαστήριο πιθανό ή απίθανο, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το αξιόπιστο ή όχι της μιας ή της άλλης εκδοχής (βλ. Liu v. Τριφταρίδη, ανωτέρω και Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Χατζηνέστορος, ανωτέρω).
Ως αποτέλεσμα της ελλιπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, το πρωτόδικο δικαστήριο χωρίς να προβεί στα απαιτούμενα ευρήματα γεγονότων, προχώρησε σε ευρήματα και συμπεράσματα τα οποία δεν είναι βέβαιο ότι υποστηρίζονται από αξιόπιστη μαρτυρία. Για παράδειγμα, είναι παραδεχτό ότι σε κάποιο στάδιο ο Εφεσείων αποχώρησε από το χρηματιστηριακό γραφείο Equity Connect. Ο ίδιος λέγει αυτό έγινε τον Απρίλη του 2001, δηλαδή μεσούσης της περιόδου που ίσχυε η συμφωνία. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε εύρημα επί αυτού του ισχυρισμού. Εν πάση περιπτώσει, την 1η Αυγούστου 2001 ο Εφεσίβλητος εισέπραξε το ποσό των £31.928,86 και με αυτό τον τρόπο μείωσε την αξία του μετοχικού χαρτοφυλακίου που υποτίθεται θα διαχειριζόταν ο Εφεσείων για ένα χρόνο, για να το αυξήσει κατά 40%. Αυτό το γεγονός δεν φαίνεται να απασχόλησε καθόλου το Δικαστήριο προτού αποφασίσει κατά πόσον η συμφωνία υπό τις περιστάσεις τερματίστηκε ή εγκαταλείφθηκε. Η μείωση του χαρτοφυλακίου και κατ' επέκταση η μείωση του ποσού που ήταν στη διάθεση του Εφεσείοντος και μάλιστα στα μέσα της διάρκειας της συμφωνίας, λογικά θα περιόριζε τις δυνατότητες του Εφεσείοντος να φτάσει τον συμφωνηθέντα στόχο για αύξηση κατά 40% της αξίας των μετοχών. Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι πρότεινε στον Εφεσίβλητο να του επιτρέψει, παρά την αποχώρηση του από το χρηματιστηριακό γραφείο, να συνεχίσει να διαχειρίζεται ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο, αλλά ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε προτιμώντας να εισπράξει το ποσό των £31.928,86 και προφανώς να διακόψει τη συνεργασία μαζί του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, κατά την εκδοχή του Εφεσείοντος, να μην μπορεί πλέον να διαχειριστεί τις μετοχές του Εφεσίβλητου. Ούτε επί αυτού του κρίσιμου σημείου υπάρχει εύρημα του δικαστηρίου. Ο Εφεσείων επέμεινε κατά την αντεξέτασή του, ότι από το τέλος Απριλίου 2001 δεν μπορούσε πλέον να διαχειριστεί τις μετοχές του Εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να αυξήσει το βασικό Κεφάλαιο.
Επί όλων αυτών των σημείων, δεν διατυπώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ευρήματα τα οποία ήταν, κατά την κρίση μας, απόλυτα αναγκαία για να αποφασιστεί αν η συμφωνία ως εκ των γεγονότων που διαδραματίστηκαν, διεκόπη ή όχι. Το δικαστήριο διατύπωσε εύρημα ότι έγινε η συμφωνία και ότι αυτή, ως γεγονός, ουδέποτε τερματίστηκε από τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα. Όμως ο Εφεσείων ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι ο Εφεσίβλητος τερμάτισε τη συμφωνία. Εκείνο που ισχυρίστηκε είναι ότι ο Εφεσίβλητος αφαιρώντας ένα μέρος των μετοχών του χαρτοφυλακίου και συνεχίζοντας τη συνεργασία με το χρηματιστηριακό γραφείο, στην ουσία διέκοψε τη συνεργασία «τερματίζοντας έτσι την μεταξύ τους συμφωνία». Επ' αυτού του μικτού νομικού σημείου δεν υπήρξε συμπέρασμα, με αποτέλεσμα το κενό να είναι δυσαναπλήρωτο και το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου περί μη τερματισμού της συμφωνίας από τον Εφεσίβλητο, τρωτό.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 38 του περί Συμβάσεων Νόμου, αν ο οφειλέτης (εδώ ο Εφεσείων) προσφέρθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ο δανειστής (εδώ ο Εφεσίβλητος) δεν αποδέχθηκε την προσφορά, ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για μη εκπλήρωση της σύμβασης. Δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα, εφόσον, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, απουσιάζουν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου επί των πρωτογενών γεγονότων. Ως αποτέλεσμα το βασικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος-Ενάγων ουδέποτε τερμάτισε τη σύμβαση, παραμένει μετέωρο.
Υπό τις περιστάσεις, δεν έχουμε άλλη επιλογή από του να διατάξουμε επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο δικαστή. Αυτό κατά την κρίση μας καθίσταται αναπόφευκτο, ενόψει της ασάφειας των ευρημάτων επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων και της απουσίας ευρημάτων επί διαφόρων πτυχών της μαρτυρίας, τα οποία θα αποτελούσαν τη βάση για την εξαγωγή των αναγκαίων νομικών συμπερασμάτων.
Η έφεση επιτρέπεται, με €2.000 έξοδα υπέρ του Εφεσείοντος.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητά της και διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.