ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ. ν. Σόφης Γιάλλουρου (2006) 1 ΑΑΔ 120
Marketrends Finance Ltd ν. Ανδρέα Πέρδικου και Άλλων (2006) 1 ΑΑΔ 1042
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:A671
(2015) 1 ΑΑΔ 2118
12 Οκτωβρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΛΗΣ,
Εφεσείων - Ενάγων,
ν.
1. ELLINAS FINANCE LTD,
2. ELLINAS FINANCE (CUSTODIAN) LTD,
3. SHARELINK SECURITIES LTD,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 97/2010)
Συμβάσεις ― Χρηματιστήριο ― Σύμβαση Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου με την οποία η εφεσίβλητη 1 συμφώνησε να παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις στον εφεσείοντα για την συμμετοχή του σε επενδυτικό σχέδιο, μέσω χρηματιστηριακής εταιρείας, αγοράς αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ ― Κατά πόσον οι εφεσίβλητες και, ειδικά, η εφεσίβλητη 1, είχαν καθήκον επιμέλειας προς τον εφεσείοντα ― Κατά πόσον η εφεσίβλητη 1 υπείχε θέση διαχειρίστριας του επενδυτικού σχεδίου και του λογαριασμού, είτε θέση αντιπροσώπου ή θέση θεματοφύλακα, σε σχέση με το χαρτοφυλάκιό του ― Επικύρωση πρωτόδικης απορριπτικής κατάληξης.
Συμβάσεις ― Παρανομία ― Χρηματιστήριο ― Σύμβαση Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου ― Επικύρωση πρωτόδικης κατάληξης με την οποία εκρίθη ότι η επίδικη σύμβαση δεν παραβίαζε τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 66(Ι)/1997 και συνακόλουθα, δεν ήταν άκυρη.
Ο εφεσείων, επιδίωξε με την έφεση την ανατροπή πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του κατά των εναγομένων, εφεσιβλήτων και εκδόθηκε απόφαση εναντίον του στην ανταπαίτηση της εφεσίβλητης 1.
Ο εφεσείων αξίωνε αναγνωριστική απόφαση, ότι ο ίδιος δεν όφειλε στην εφεσίβλητη 1 ποσό ΛΚ109.833,66, ως η γραπτή αξίωσή της ημερομηνίας 19.8.2003 και για το οποίο έγινε, τελικά, αποδεκτή η ανταπαίτηση της εφεσίβλητης 1 για το ποσό των ΛΚ109.856,66.
Επιπρόσθετα, αξίωνε απόφαση, με την οποία να διατάσσονταν οι εφεσίβλητες να του επιστρέψουν ποσό ΛΚ 200.000,00, το οποίο φερόταν να αντιπροσώπευε την αξία μετοχών που αυτός είχε θέσει στη διάθεσή τους ως ασφάλεια, στο πλαίσιο συμφωνίας παραχώρησης προς τον ίδιο πιστωτικών διευκολύνσεων.
Ο εφεσείων, για την επιτυχία των πιο πάνω αξιώσεών του, επικαλέστηκε διαζευκτικά διάφορες αιτίες, αφορώσες σε, κατ' ισχυρισμό, αναποτελεσματικότητα ή πρόκληση ουσιώδους παραβίασης της αναφερθείσας, ανωτέρω, επίδικης συμφωνίας, την οποία οι διάδικοι είχαν συνάψει μεταξύ τους στις 4.7.2000. Δυνάμει των αιτιών αυτών, ζητείτο απόφαση, με την οποία να αναγνωριζόταν ότι η εν λόγω συμφωνία: (α) ήταν άκυρη εξ υπαρχής, λόγω παρανομίας, ή (β) ήταν ακυρώσιμη, λόγω δόλου ή ψευδών παραστάσεων, ή (γ) κατέστη ανίσχυρη, για το λόγο ότι αυτή είχε παραβιαστεί ουσιωδώς από τις εφεσίβλητες.
Σε σχέση με την τελευταία πιο πάνω αιτία, ο εφεσείων αξίωνε ποσό ΛΚ200.000,00, ως αποζημιώσεις. Το ίδιο ποσό αξίωνε και στη διαζευκτική βάση ότι η εφεσίβλητη 1 υπήρξε αμελής. Όλες οι αιτιάσεις που αυτός είχε επικαλεστεί στην έκθεση απαιτήσεώς του, ακόμα και εκείνη για αμέλεια της εφεσίβλητης 1, αφορούσαν στην εγκυρότητα ή την παραβίαση της προαναφερθείσας γραπτής συμφωνίας, η οποία φέρει τον τίτλο «Συμφωνία Χρηματοδοτήσεως Επενδυτικού Σχεδίου». Αυτή, συνδεόταν με μια παράλληλη συμφωνία, η οποία είχε συνομολογηθεί, κατά τον ίδιο πιο πάνω χρόνο και προέβλεπε για τη συμμετοχή του εφεσείοντος σε επενδυτικό σχέδιο, το οποίο λειτουργούσε η εφεσίβλητη 1. Στο σχετικό έγγραφο της τελευταίας αυτής συμφωνίας, περιέχονταν οι γενικοί όροι λειτουργίας του εν λόγω σχεδίου.
Τα προαναφερθέντα δύο έγγραφα κατατέθηκαν ως μαρτυρία στο πλαίσιο της δίκης και, δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς το περιεχόμενό τους, ούτε υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς τον τρόπο εφαρμογής των όρων τους, ειδικά, της συμφωνίας χρηματοδότησης, με εξαίρεση την εφαρμογή του όρου 2(Ε) αυτής, σε σχέση με τον οποίο ο εφεσείων έδωσε τη δική του ερμηνεία.
Σύμφωνα με τα εκτεθέντα γεγονότα, σε σχετικά σύντομο, χρόνο από την υπογραφή της συμφωνίας, σημειώθηκε υπέρβαση του ορίου και η εφεσίβλητη 1 απέστειλε επιστολή προς τον εφεσείοντα, ημερομηνίας 4.4.2001, επισύροντας την προσοχή του στο γεγονός αυτό, καθώς επίσης στη μείωση, συνακόλουθα, της αξίας του περιθωρίου ασφαλείας και καλώντας τον να το αναπληρώσει κατά το συμφωνηθέντα τρόπο. Ακολούθησαν και άλλες προειδοποιήσεις, ο εφεσείων δε συμμορφώθηκε και οι δικηγόροι της εφεσίβλητης 1 τον πληροφόρησαν, στις 19.8.2003, με σχετική επιστολή τους, ότι λήφθηκαν από την εφεσίβλητη 1 τα μέτρα για τα οποία τον είχαν προειδοποιήσει. Συγκεκριμένα, πωλήθηκαν οι μετοχές τις οποίες κατείχε η εφεσίβλητη 2 και τερματίστηκε η λειτουργία του λογαριασμού και η συμφωνία. Για το υπόλοιπο του χρέους, ανερχόμενο σε Λ.Κ.109.883,66, τον πληροφόρησαν ότι θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον του, για την είσπραξή του.
Τελικώς, ο εφεσείων, καταχώρησε πρώτος αγωγή με τις αξιώσεις του που αναφέρονται πιο πάνω, οπότε η εφεσίβλητη 1 κατέφυγε, για την αξίωσή της, στην υποβολή ανταπαίτησης.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του, με την οποία απέρριψε όλες τις αιτιάσεις που προώθησε ενώπιόν του ο εφεσείων, στηριζόμενο, σε αναντίλεκτη ως προς τούτο μαρτυρία και απορρίπτοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς του, τους οποίους έκρινε ανυπόστατους.
Συνακόλουθα, απέρριψε τη θέση ότι η συμφωνία χρηματοδότησης: ήταν άκυρη, λόγω παρανομίας ή ήταν ακυρώσιμη, λόγω δόλου ή ψευδών παραστάσεων, ή είχε παραβιαστεί ουσιωδώς από τις εφεσίβλητες, ως προς οποιαδήποτε πτυχή της. Επίσης, απέρριψε και τη θέση του εφεσείοντος ότι οι εφεσίβλητες 1 και 3 υπήρξαν αμελείς, επειδή δεν προέβησαν στην εκποίηση μετοχών, προς διατήρηση του περιθωρίου ασφαλείας το οποίο προέβλεπε η συμφωνία.
Αντιθέτως, έκαμε αποδεκτή την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης 1, αποδεχόμενο τη σχετική με αυτή μαρτυρία, και εξέδωσε απόφαση προς όφελός της.
Επιπρόσθετα, εξέδωσε διάταγμα για την πώληση 70.000 μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας, οι οποίες δεν ήταν εισηγμένες στο Χ.Α.Κ., και για την απόδοση του προϊόντος της πώλησης στην εφεσίβλητη 1, έναντι του εξ αποφάσεως χρέους. Οι εν λόγω μετοχές κατέχονταν από την εφεσίβλητη 2, ως μέρος της ασφάλειας για τις παραχωρηθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις από την εφεσίβλητη 1 προς τον εφεσείοντα.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Λόγοι έφεσης 3, 17 και 19:
Το εκδικάσαν Δικαστήριο απέτυχε να διαπιστώσει πως, με βάση την επίδικη συμφωνία, η εφεσίβλητη 1 υπείχε θέση διαχειρίστριας του επενδυτικού σχεδίου και του λογαριασμού.
Η θέση αυτή, σύμφωνα με τον όρο 2(Ε), της παρείχε τη δυνατότητα και την καθιστούσε, συγχρόνως, υπόχρεη να προστατεύσει τα συμφέροντα του εφεσείοντος, προβαίνοντας, όταν διαπιστώθηκε μείωση της αξίας του περιθωρίου ασφαλείας, στην πώληση των μετοχών που κατείχε ως καταπιστευματοδόχος η εφεσίβλητη 2.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σε σχέση με τη θέση του εφεσείοντα ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο αγνόησε σχετική μαρτυρία του κατά την ακρόαση της αγωγής, στην οποία ανέφερε ότι είχε ζητήσει από την εφεσίβλητη 1 να προβεί σε πώληση μετοχών, οι οποίες κατέχονταν, προς αποκατάσταση του περιθωρίου ασφαλείας και αποτροπή της επαπειλούμενης πρόκλησης στον ίδιο ζημιάς από τη μείωση της αξίας των εν λόγω μετοχών, προέκυπτε ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο δεν έκαμε αποδεκτό τον πιο πάνω ισχυρισμό του εφεσείοντος και δεν υπήρχε περιθώριο επέμβασης του Εφετείου σε σχέση με το εύρημα αυτό.
2. Ήταν άλλωστε, πρόδηλο ότι ο εν λόγω ισχυρισμός διέπετο από αοριστία, αφού δε διευκρινιζόταν πότε, ακριβώς, ο εφεσείων ζήτησε την πώληση των μετοχών, ούτε φαινόταν ο ίδιος να θεώρησε το θέμα αυτό αρκετά σοβαρό, ώστε να ζητήσει γραπτώς από την εφεσίβλητη 1 να ενεργήσει ως ο σχετικός ισχυρισμός.
3. Εν πάση περιπτώσει, ως προς την ερμηνεία, ανωτέρω, του όρου 2(Ε), για την οποία έγινε εισήγηση εκ μέρους του εφεσείοντος, σχετική είναι η τελευταία περίοδος του εν λόγω όρου. Με αυτή, προβλεπόταν σαφώς ότι, σε περίπτωση μη θετικής ανταπόκρισης του επενδυτή, δηλαδή του εφεσείοντος, για αποκατάσταση του περιθωρίου ασφαλείας στο όριο που προβλέπει η συμφωνία, οι εφεσίβλητες 1 και 3 δικαιούνταν να ενεργήσουν όπως ακριβώς ενήργησαν μετά την επιστολή των δικηγόρων τους της 19.8.2003. Η ανταπαίτηση για είσπραξη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού, προφανώς, έχει βασιστεί στην καταληκτική πρόνοια, ανωτέρω, του εν λόγω όρου. Επομένως οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν μπορούσαν να επιτύχουν.
Λόγοι έφεσης 2, 3, 4 και 18:
Το εκδικάσαν Δικαστήριο παραγνώρισε την ιδιότητα της εφεσίβλητης 1 ως διαχειρίστριας του επενδυτικού λογαριασμού, ιδιότητα η οποία, κατά τη σχετική εισήγηση, είχε αναγνωριστεί σε εταιρεία η οποία λειτουργούσε επενδυτικό σχέδιο, όπως και η εφεσίβλητη 1, στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν μπορούσε να υπάρξει σύγκριση μεταξύ των δύο υποθέσεων, ως προς το πιο πάνω θέμα.
2. Η επίδικη συμφωνία χρηματοδότησης προέβλεπε ρητά, στον όρο 3(Α), ότι, στην προκειμένη περίπτωση, αυτή που υπείχε θέση διαχειρίστριας ήταν η εφεσίβλητη 3, η οποία ενεργούσε στο πλαίσιό της ως η χρηματιστής.
3. Περαιτέρω, ούτε η θέση η οποία, επίσης, προβλήθηκε με τους πιο πάνω λόγους έφεσης και αφορούσε στο ότι η συμφωνία χρηματοδότησης δημιούργησε καταπίστευμα προς όφελος του εφεσείοντος, ευσταθούσε.
4. Σύμφωνα με τον όρο 2(ΣΤ), δημιουργήθηκε μεν καταπίστευμα, στο οποίο εντάχθηκαν διάφορα περιουσιακά στοιχεία του εφεσείοντος, καταπιστευματοδόχος, όμως, σε σχέση με αυτό ήταν η εφεσίβλητη 2 και δικαιούχος η εφεσίβλητη 1.
5. Δικαίωμα δε προς εκποίηση των μετοχών του εν λόγω καταπιστεύματος και για συγκεκριμένους λόγους είχε, σύμφωνα με τους όρους 2(Ε) και 6(Γ), η εφεσίβλητη 1.
6. Εν ολίγοις, η απάντηση στις θέσεις του εφεσείοντος ότι, ειδικά, οι εφεσίβλητες 1 και 3 δεν άσκησαν, ως όφειλαν, υποχρεώσεις τις οποίες είχαν προς αυτόν, είναι ότι, με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες της επίδικης συμφωνίας, αυτές δεν ευσταθούσαν.
7. Η εν λόγω συμφωνία αποτελούσε δε και τη μόνη πηγή διαπίστωσης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων κάθε συμβαλλόμενου μέρους. Δεν υπήρξε, όμως, συγκεκριμένος ισχυρισμός, εκ μέρους του εφεσείοντος, δεδομένου ότι αυτή ήταν έγκυρη, για παραβίασή της από τις εφεσίβλητες ή για επίδειξη από μέρους τους ολιγωρίας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση οποιασδήποτε ζημιάς στον ίδιο από οποιαδήποτε αιτία, ακόμα και σε άλλο πεδίο, εκτός της επίδικης συμφωνίας.
8. Κατ' εξαίρεση της τελευταίας πιο πάνω διαπίστωσης, ο εφεσείων είχε ισχυριστεί ότι, ειδικά, οι εφεσίβλητες 1 και 3 υπήρξαν αμελείς, επειδή δεν πώλησαν τις μετοχές του χαρτοφυλακίου του σε χρόνο πριν μειωθεί η αξία τους στο Χ.Α.Κ., προς αποφυγή πρόκλησης ζημιάς σε αυτόν από τη μείωση του περιθωρίου ασφαλείας.
9. Το εκδικάσαν Δικαστήριο, υιοθετώντας τη σχετική επί του θέματος απόφαση στην υπόθεση Ανδρέου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 740, ορθώς απέρριψε τον πιο πάνω ισχυρισμό. Υπό τις δεδομένες περιστάσεις, δε διαπίστωσε οι εφεσίβλητες και, ειδικά, η εφεσίβλητη 1, να είχαν καθήκον επιμέλειας προς τον εφεσείοντα.
10. Στο σημείο αυτό, τίθετο εύλογα και το ερώτημα γιατί ο εφεσείων δεν εξήγησε το λόγο για τον οποίο δεν τύγχαναν στο υπό συζήτηση θέμα εφαρμογής οι όροι της επίδικης συμφωνίας, που πρόβλεπαν για το δικαίωμα πώλησης των μετοχών, κατά την κρίση των εφεσιβλήτων 1 και 3, ώστε αυτό να έπρεπε να εξεταστεί υπό το φως του αστικού αδικήματος της αμέλειας.
11. Συναφώς, η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία κάλυπτε εξαντλητικά τις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων σε αυτή μερών, χωρίς να αφηνόταν, βασικά, περιθώριο εξέτασής τους στο πλαίσιο άλλου πεδίου, ήταν ορθή και αποτελεί, ακριβώς, την απάντηση στους προαναφερθέντες λόγους έφεσης, καθώς και σε άλλους σχετικούς λόγους, με τους οποίους ο εφεσείων εισηγείτο ότι η εφεσίβλητη 1 υπείχε είτε θέση αντιπροσώπου είτε θέση θεματοφύλακα σε σχέση με το χαρτοφυλάκιό του.
12. Περαιτέρω, το εκδικάσαν Δικαστήριο εξέτασε και δύο άλλα ζητήματα, τα οποία είχαν εγερθεί ενώπιόν του και αφορούσαν στην εγκυρότητα της συμφωνίας.
13. Η αδιαμφισβήτητη, όμως, μαρτυρία, την οποία εντόπισε και αποδέχτηκε στην απόφασή του το εκδικάσαν Δικαστήριο, κατέδειξε ότι ο εφεσείων ήταν έμπειρος επενδυτής και ασχολείτο με επενδύσεις στο Χ.Α.Κ. πριν από τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, ώστε δεν ήταν δυνατό αυτός να είχε, πραγματικά, παραπλανηθεί από δηλώσεις όπως οι ανωτέρω.
14. Μάλιστα, όπως διαπιστώθηκε και δεν έχει αμφισβητηθεί, ο εφεσείων ήταν ιδρυτικό μέλος εταιρείας, η οποία δραστηριοποιείτο στη Λεμεσό πριν από τη σύναψη της συμφωνίας, ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης 3. Μεσολαβούσε, δηλαδή, για την εξεύρεση επενδυτών, για τους οποίους θα ενεργούσε, στη συνέχεια, η εν λόγω εφεσίβλητη.
15. Το δεύτερο ζήτημα αφορά στη θέση ότι η επίδικη συμφωνία είναι άκυρη, καθότι, μέσω αυτής, η εναγόμενη εταιρεία άσκησε «εργασίες αποδοχής καταθέσεων», κατά παράβαση του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 1997, (Ν. 66(Ι)/1997), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Το εκδικάσαν Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία διαπίστωσε, ορθώς και πάλι, ότι η παραχώρηση, υπό τις δεδομένες περιστάσεις που προνοούσε η συμφωνία, των συγκεκριμένων πιστωτικών διευκολύνσεων προς τον εφεσείοντα δεν παραβίαζε τον προαναφερθέντα Nόμο και, ως εκ τούτου, η επίδικη συμφωνία δεν ήταν άκυρη.
16. Συγκεκριμένα, επεσήμανε, όπως συνέβη και στην τελευταία υπόθεση, ανωτέρω, ότι η εφεσίβλητη 1 δε διεξήγαγε «εργασίες αποδοχής καταθέσεων» και, δη, «από το κοινό», εντός της εννοίας των αντίστοιχων Άρθρων 3(1) και 2 του προαναφερθέντος Νόμου.
17. Τέλος, σε σχέση με την ανταπαίτηση, δεν υπήρξε αμφισβήτηση από τον εφεσείοντα ως προς το ύψος του ποσού στο οποίο αυτή αφορούσε. Προβλήθηκε, όμως, ισχυρισμός ότι αυτό δεν οφειλόταν, για τους διαζευκτικούς λόγους που είχαν προταθεί ενάντια στην εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας.
18. Συνεπώς, η ύπαρξη του εν λόγω χρέους αποτελούσε, ουσιαστικά, προϋπόθεση, για να μπορούσε ο εφεσείων να προβάλει τις προαναφερθείσες αιτίες. Πλέον σημαντικό, όμως, ήταν το γεγονός ότι ο εφεσείων πρόβαλε την ύπαρξη του εν λόγω χρέους, προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι αυτό προκλήθηκε συνεπεία της παραβίασης της συμφωνίας από την εφεσίβλητη 1.
19. Επομένως, με την απόρριψη των σχετικών με τις πιο πάνω αιτίες λόγων και, ειδικά, αυτού για παραβίαση της συμφωνίας από την εφεσίβλητη 1, η αποδοχή της ανταπαίτησης από το εκδικάσαν Δικαστήριο, στην ολότητά της, ήταν πλέον αναπόφευκτη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042,
Ανδρέου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 740,
United Dominions Trust v. Kirkwood [1966] 1 All E.R. 968,
Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 120.
Έφεση.
Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 10402/2003), ημερομ. 18/2/2010.
Δ. Δημητρό (κα), για Αντ. Σ. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Αγαθοκλέους (κα), για Παμπορίδη, για τις Εφεσίβλητες 1 και 2.
Ν. Πουμπουρίδης, για Γεωργιάδη & Πελίδη, για την Εφεσίβλητη 3.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, Γιώργος Φιλής, μέσα από πολυάριθμους λόγους έφεσης, 27 τον αριθμό, επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του κατά των εναγομένων, εφεσιβλήτων. Κατ' ακολουθίαν, στοχεύει στην επιτυχία των αξιώσεων τις οποίες είχε προβάλει με αυτή και στην ανατροπή, συγχρόνως, της απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον του στην ανταπαίτηση της εφεσίβλητης 1 εταιρείας. Όπως θα διαφανεί και στη συνέχεια, δεν είναι δυνατό να επιτύχουν, συγχρόνως, οι αξιώσεις των δύο αντιδικουσών πλευρών, όπως αυτές εξειδικεύονται πιο κάτω.
Το αιτητικό μέρος της έκθεσης απαιτήσεως, στο οποίο φαίνονταν οι αξιώσεις του εφεσείοντος κατά των εφεσιβλήτων, παρατίθεται αυτούσιο στην πρωτόδικη απόφαση. Όπως προκύπτει από αυτό, ο εφεσείων αξίωνε απόφαση, αναγνωρίζουσα, ουσιαστικά, ότι ο ίδιος δεν όφειλε στην εφεσίβλητη 1 ποσό ΛΚ109.833,66, ως η γραπτή αξίωσή της ημερομηνίας 19.8.2003· το ποσό για το οποίο έγινε, τελικά, αποδεκτή η ανταπαίτηση της εφεσίβλητης 1 ήταν ΛΚ109.856,66. Επιπρόσθετα, ο εφεσείων αξίωνε απόφαση, με την οποία να διατάσσονταν οι εφεσίβλητες να του επιστρέψουν ποσό ΛΚ200.000,00, το οποίο φέρεται να αντιπροσώπευε την αξία μετοχών που αυτός είχε θέσει στη διάθεσή τους ως ασφάλεια, στο πλαίσιο συμφωνίας παραχώρησης προς τον ίδιο πιστωτικών διευκολύνσεων· είναι η επίδικη συμφωνία, στην οποία θα γίνει αναφορά πιο κάτω.
Ο εφεσείων, για την επιτυχία των πιο πάνω αξιώσεών του, επικαλέστηκε διαζευκτικά διάφορες αιτίες, αφορώσες βασικά σε, κατ' ισχυρισμό, αναποτελεσματικότητα ή πρόκληση ουσιώδους παραβίασης της αναφερθείσας, ανωτέρω, επίδικης συμφωνίας, την οποία οι διάδικοι είχαν συνάψει μεταξύ τους στις 4.7.2000. Δυνάμει των αιτιών αυτών, ζητείτο απόφαση, με την οποία να αναγνωριζόταν ότι η εν λόγω συμφωνία: (α) ήταν άκυρη εξ υπαρχής, λόγω παρανομίας, ή (β) ήταν ακυρώσιμη, λόγω δόλου ή ψευδών παραστάσεων, ή (γ) κατέστη ανίσχυρη, για το λόγο ότι αυτή είχε παραβιαστεί ουσιωδώς από τις εφεσίβλητες.
Σε σχέση με την τελευταία πιο πάνω αιτία, ο εφεσείων αξίωνε ποσό ΛΚ200.000,00, ως αποζημιώσεις. Το ίδιο ποσό αξίωνε και στη διαζευκτική βάση ότι η εφεσίβλητη 1 υπήρξε αμελής. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι όλες οι αιτιάσεις που αυτός είχε επικαλεστεί στην πολυσέλιδη έκθεση απαιτήσεώς του, ακόμα και εκείνη για αμέλεια της εφεσίβλητης 1, αφορούσαν στην εγκυρότητα ή την παραβίαση της προαναφερθείσας γραπτής συμφωνίας, η οποία φέρει τον τίτλο «Συμφωνία Χρηματοδοτήσεως Επενδυτικού Σχεδίου». Αυτή, να σημειωθεί, συνδέεται με μια παράλληλη συμφωνία, η οποία είχε συνομολογηθεί, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, κατά τον ίδιο πιο πάνω χρόνο και προέβλεπε για τη συμμετοχή του εφεσείοντος σε επενδυτικό σχέδιο, το οποίο λειτουργούσε η εφεσίβλητη 1. Στο σχετικό έγγραφο της τελευταίας αυτής συμφωνίας, βασικά, περιέχονταν οι γενικοί όροι λειτουργίας του εν λόγω σχεδίου.
Τα προαναφερθέντα δύο έγγραφα κατατέθηκαν ως μαρτυρία στο πλαίσιο της δίκης και, βασικά, δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς το περιεχόμενό τους, ούτε υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς τον τρόπο εφαρμογής των όρων τους, ειδικά, της συμφωνίας χρηματοδότησης, με εξαίρεση την εφαρμογή του όρου 2(Ε) αυτής, σε σχέση με τον οποίο ο εφεσείων έδωσε τη δική του ερμηνεία. Όπως προκύπτει από τους όρους των εν λόγω συμφωνιών, κατά τον πιο πάνω ουσιώδη χρόνο, η εφεσίβλητη 1 λειτουργούσε το προαναφερθέν επενδυτικό σχέδιο, στο οποίο ένας επενδυτής, εφόσον αποδεχόταν να χρηματοδοτηθεί από αυτή, μπορούσε να συμμετάσχει, προς το σκοπό αγοράς μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, Χ.Α.Κ., (όρος 2(Α) της συμφωνίας χρηματοδότησης). Περαιτέρω, όπως προβλεπόταν στη συμφωνία χρηματοδότησης, με την υπογραφή της, θα παραχωρούντο στον επενδυτή, στην προκειμένη περίπτωση στον εφεσείοντα, οι συμφωνηθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις και θα ανοιγόταν σχετικός λογαριασμός στο όνομά του, (όρος 1(Α)(Β)(Γ)). Το λογαριασμό αυτό θα τον χειριζόταν όχι ο επενδυτής αλλά ο χρηματιστής, ο οποίος τον είχε εισαγάγει στην εφεσίβλητη 1, που, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν η εφεσίβλητη 3 εταιρεία, η οποία είχε, ως εκ της συμφωνίας χρηματοδότησης, ανέκκλητη και αποκλειστική εξουσία λειτουργίας και, γενικά, διαχείρισής του, (όρος 1(Γ)(Δ)).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο εφεσείων, με γραπτό αίτημά του ημερομηνίας 3.7.2000 προς την εφεσίβλητη 1, ζήτησε να συμμετάσχει στο εν λόγω επενδυτικό σχέδιό της, αποδεχόμενος ενυπογράφως τους όρους λειτουργίας του, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό. Κατά τον ίδιο χρόνο και, συγκεκριμένα, στις 4.7.2000, τα δύο αυτά μέρη και οι εφεσίβλητες 2 και 3 εταιρείες συνήψαν μεταξύ τους τη συμφωνία χρηματοδότησης, ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του εφεσείοντος στο προαναφερθέν επενδυτικό σχέδιο της εφεσίβλητης 1. Επρόκειτο για μια πολυμερή συμφωνία, η οποία έφερε τις υπογραφές όλων των συμβληθέντων σε αυτή μερών, ήτοι των διαδίκων στην αγωγή και, τώρα, στην παρούσα έφεση. Από το περιεχόμενό της, είναι εμφανές ότι αυτή ενσωμάτωσε τους περισσότερους όρους λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου, ώστε το έγγραφο του τελευταίου αποτέλεσε τυπικό, μόνο, στάδιο στη διαδικασία συνομολόγησής της. Ειδικά, όσον αφορά τις πρόνοιες του όρου 5 του επενδυτικού σχεδίου, αυτές, προφανώς, έχουν ενσωματωθεί στη συμφωνία χρηματοδότησης, μέσω των όρων 1(Γ)(Δ), 2(Α) και 3(Α), ώστε μπορεί να θεωρηθεί ορθή η παρατήρηση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι αυτή, βασικά, ήταν η συμφωνία η οποία ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση και δέσμευε τους διαδίκους.
Όπως προκύπτει από τους όρους της συμφωνίας χρηματοδότησης, ο εφεσείων θα επένδυε στην αγορά μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α.Κ. χρήματα, τα οποία θα του παραχωρούσε η εφεσίβλητη 1, υπό μορφή πίστωσης· βασικά, επρόκειτο για δάνειο. Για το σκοπό αυτό, θα ανοιγόταν ειδικός λογαριασμός στο όνομά του. Το όριο της πίστωσης είχε συμφωνηθεί στο ποσό των ΛΚ.100.000,00. Για την εξασφάλισή του, ο εφεσείων συμφώνησε να καταθέτει μετρητά στον προαναφερθέντα λογαριασμό ή να εγγράφει ικανοποιητικό αριθμό μετοχών στο όνομα της εφεσίβλητης 2 εταιρείας. Η σχετική πρόνοια επέτρεπε το συνδυασμό των δύο, προς ικανοποίηση της εφεσίβλητης 1, και, έτσι, θα δημιουργείτο το λεγόμενο περιθώριο ασφαλείας, (όρος 2(Γ)). Από τυχόν μεταβίβαση από τον εφεσείοντα μετοχών στην εφεσίβλητη 2, θα δημιουργείτο, με βάση τη συμφωνία χρηματοδότησης, καταπίστευμα, με καταπιστευματοδόχο την εφεσίβλητη 2 και δικαιούχο αυτού την εφεσίβλητη 1, (όρος 2(ΣΤ)). Περαιτέρω, με βάση την ίδια συμφωνία, το λογαριασμό ο οποίος θα ανοιγόταν από την εφεσίβλητη 1 για σκοπούς αγοραπωλησίας μετοχών θα τον λειτουργούσε, αποκλειστικά και μόνο, η εφεσίβλητη 3, η οποία ασκούσε χρηματιστηριακές εργασίες, (όρος 1(Γ)). Για να ήταν αυτό δυνατό, ο εφεσείων θα της παραχωρούσε ανέκκλητο πληρεξούσιο έγγραφο, πράγμα το οποίο και έπραξε, ώστε αυτή να ενεργεί για λογαριασμό του, (όροι 1(Δ) και 3(Α)). Στο λογαριασμό αυτό, θα κατατίθετο και το προϊόν από την πώληση μετοχών, ενώ μετοχές που θα αγοράζονταν από την εφεσίβλητη 3, στο πλαίσιο της συμφωνίας, θα εγγράφονταν και αυτές στην εφεσίβλητη 2, ως καταπιστευματοδόχο, προς όφελος της εφεσίβλητης 1 και θα αποτελούσαν το χαρτοφυλάκιο μετοχών του εφεσείοντος, (όρος 2(Β)).
Η συμφωνία, με την υπογραφή της από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, τέθηκε σε ισχύ και λειτούργησε ως οι όροι της. Σε σχετικά σύντομο, όμως, χρόνο, σημειώθηκε υπέρβαση του ορίου και η εφεσίβλητη 1 απέστειλε επιστολή προς τον εφεσείοντα, ημερομηνίας 4.4.2001, επισύροντας την προσοχή του στο γεγονός αυτό, καθώς επίσης στη μείωση, συνακόλουθα, της αξίας του περιθωρίου ασφαλείας και καλώντας τον να το αναπληρώσει κατά το συμφωνηθέντα τρόπο. Προφανώς, δεν υπήρξε συμμόρφωση από μέρους του εφεσείοντος και, στο χρόνο που ακολούθησε, η εφεσίβλητη 1 του απέστειλε και άλλες, παρόμοιου περιεχομένου, επιστολές. Στις 24.3.2003, απέστειλαν παρόμοια επιστολή στον εφεσείοντα και οι δικηγόροι της εφεσίβλητης 1, προειδοποιώντας τον πως, αν αυτός δε συμμορφωνόταν με τις υποδείξεις τους, θα πωλούνταν οι μετοχές που κατείχε η εφεσίβλητη 2, θα κατατίθετο το προϊόν από την πώλησή τους έναντι του χρέους και θα τερματιζόταν η συμφωνία χρηματοδότησης και η λειτουργία του λογαριασμού. Όπως, επίσης, του έλεγαν, για την είσπραξη οποιουδήποτε τυχόν υπολοίπου, θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον του.
Ο εφεσείων δε συμμορφώθηκε και οι δικηγόροι της εφεσίβλητης 1 τον πληροφόρησαν, στις 19.8.2003, με σχετική επιστολή τους, ότι λήφθηκαν από την εφεσίβλητη 1 τα μέτρα για τα οποία τον είχαν προειδοποιήσει. Συγκεκριμένα, πωλήθηκαν οι μετοχές τις οποίες κατείχε η εφεσίβλητη 2 και τερματίστηκε η λειτουργία του λογαριασμού και η συμφωνία. Για το υπόλοιπο του χρέους, ανερχόμενο σε Λ.Κ.109.883,66, τον πληροφόρησαν ότι θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον του, για την είσπραξή του. Προφανώς, η τελευταία πιο πάνω επιστολή είχε σταλεί στον εφεσείοντα σύμφωνα με ό,τι προβλεπόταν στον όρο 2(Ε) της επίδικης συμφωνίας. Τελικώς, τους πρόλαβε ο εφεσείων, με την αγωγή του και τις αξιώσεις του που αναφέρονται πιο πάνω, οπότε η εφεσίβλητη 1 κατέφυγε, για την αξίωσή της, στην υποβολή ανταπαίτησης.
Διεξήχθη δίκη και το εκδικάσαν Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του, με την οποία απέρριψε όλες τις αιτιάσεις που προώθησε ενώπιόν του ο εφεσείων, στηριζόμενο, βασικά, σε αναντίλεκτη ως προς τούτο μαρτυρία και απορρίπτοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς του, τους οποίους έκρινε ανυπόστατους. Περαιτέρω, σε σχέση με την εφαρμογή της επίδικης συμφωνίας, έδωσε, ως όφειλε και όπου απαιτείτο, κατ' επιταγή της σχετικής νομολογίας, τη δική του αντικειμενική ερμηνεία, στην οποία, βασικά, οδηγήθηκε από το περιεχόμενο των όρων της. Συνακόλουθα, απέρριψε τη θέση ότι η συμφωνία χρηματοδότησης: ήταν άκυρη, λόγω παρανομίας ή ήταν ακυρώσιμη, λόγω δόλου ή ψευδών παραστάσεων, ή είχε παραβιαστεί ουσιωδώς από τις εφεσίβλητες, ως προς οποιαδήποτε πτυχή της. Επίσης, απέρριψε και τη θέση του εφεσείοντος ότι οι εφεσίβλητες 1 και 3 υπήρξαν αμελείς, επειδή δεν προέβησαν στην εκποίηση μετοχών, προς διατήρηση του περιθωρίου ασφαλείας το οποίο προέβλεπε η συμφωνία.
Αντιθέτως, το εκδικάσαν Δικαστήριο έκαμε αποδεκτή την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης 1, αποδεχόμενο τη σχετική με αυτή μαρτυρία, και εξέδωσε απόφαση προς όφελός της, για το ποσό των ΛΚ109.856,66, και σε ευρώ 187.716,58, με τόκο προς 8.5% ετησίως, από 1.1.2003 μέχρι εξοφλήσεως. Επιπρόσθετα, εξέδωσε διάταγμα για την πώληση 70.000 μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας, οι οποίες δεν ήταν εισηγμένες στο Χ.Α.Κ., και για την απόδοση του προϊόντος της πώλησης στην εφεσίβλητη 1, έναντι του εξ αποφάσεως χρέους. Οι εν λόγω μετοχές κατέχονταν από την εφεσίβλητη 2, ως μέρος της ασφάλειας για τις παραχωρηθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις από την εφεσίβλητη 1 προς τον εφεσείοντα.
Έφεση, όπως η παρούσα, εξετάζεται με αναφορά στα επίδικα θέματα, τα οποία εγείρονται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία και, στην πορεία, αποφασίζονται από το εκδικάζον δικαστήριο, πτυχές δε της απόφασής του αποτελούν το αντικείμενό της. Δεν είναι επιτρεπτή παρέκκλιση από τον πιο πάνω βασικό κανόνα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εκτροπή από τα επίδικα θέματα, τα οποία συνιστούν τον πυρήνα της αστικής διαφοράς. Επομένως, οι λόγοι έφεσης πρέπει να αφορούν, πρωτίστως, στα όσα, τελικώς, κρίνονται στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, ώστε η εξέτασή τους να μην αποτελεί θεωρητική άσκηση, αλλά να οδηγεί τη διαφορά σε τελεσιδικία. Σε όλα δε τα στάδια, οι θέσεις και οι εισηγήσεις, εκατέρωθεν, πρέπει να διέπονται από σαφήνεια. Στην προκειμένη περίπτωση, τόσο η έκθεση απαιτήσεως όσο και οι λόγοι έφεσης υπολείπονται κατά πολύ των πιο πάνω κανόνων της αστικής δίκης, καθιστώντας, έτσι, πραγματικά, δύσκολη την όλη διαδικασία διαπίστωσης και επίλυσης της διαφοράς. Εντούτοις, το Εφετείο δεν μπορεί να αποστεί από το καθήκον, το οποίο έχει, να επιληφθεί της έφεσης και να αποφασίσει επ' αυτής.
Με δεδομένο, λοιπόν, το μεγάλο αριθμό λόγων έφεσης, ο εφεσείων, κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης, έδωσε, μέσω της συνηγόρου του, ιδιαίτερη έμφαση και προώθησε συγκεκριμένα τους λόγους 2, 3, 4, 17, 18 και 19, οι οποίοι, όπως η συνήγορός τους επεσήμανε, αφορούν, ειδικά, στις εφεσίβλητες 1 και 3, αλλά, σε κάποια έκταση, και στην εφεσίβλητη 2. Συγχρόνως, η συνήγορος, με σχετική δήλωσή της, απέσυρε τους λόγους έφεσης 20 και 21, ενώ, για τους υπόλοιπους, περιορίστηκε να δηλώσει, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, πως «αν επικεντρωθεί το σεβαστό Δικαστήριο σε αυτούς, αρχικά, είμαι ικανοποιημένη». Εννοούσε τη δέσμη λόγων, ανωτέρω, που, οπωσδήποτε, θα προωθούσε. Υπό το φως αυτής της τοποθέτησης, θα εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, σε συνάρτηση με τις σχετικές διαπιστώσεις του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, ώστε η αβεβαιότητα, ανωτέρω, της συνηγόρου να μην επενεργήσει σε βάρος του εφεσείοντος.
Με τους πιο πάνω λόγους να αποτελούν τον κύριο άξονα της έφεσης και σε μια προσπάθεια ομαδοποίησής τους, υποβλήθηκε, κατ' αρχάς, εκ μέρους του εφεσείοντος, με τους λόγους υπ' αρ. 3, 17 και 19, ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο απέτυχε να διαπιστώσει πως, με βάση την επίδικη συμφωνία, η εφεσίβλητη 1 υπείχε θέση διαχειρίστριας του επενδυτικού σχεδίου και του λογαριασμού. Περαιτέρω, υποβλήθηκε ότι η θέση αυτή, σύμφωνα με τον όρο 2(Ε), της παρείχε τη δυνατότητα και την καθιστούσε, συγχρόνως, υπόχρεη να προστατεύσει τα συμφέροντα του εφεσείοντος, προβαίνοντας, όταν διαπιστώθηκε μείωση της αξίας του περιθωρίου ασφαλείας, στην πώληση των μετοχών που κατείχε ως καταπιστευματοδόχος η εφεσίβλητη 2. Σε σχέση με το θέμα αυτό, ο εφεσείων πρόβαλε, επίσης, ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο αγνόησε τη μαρτυρία του κατά την ακρόαση της αγωγής, στην οποία ανέφερε ότι είχε ζητήσει από την εφεσίβλητη 1 να προβεί σε πώληση μετοχών, οι οποίες κατέχονταν, όπως αναφέρεται πιο πάνω, προς αποκατάσταση του περιθωρίου ασφαλείας και αποτροπή της επαπειλούμενης πρόκλησης στον ίδιο ζημιάς από τη μείωση της αξίας των εν λόγω μετοχών.
Όσον αφορά την τελευταία πιο πάνω πτυχή, να σημειωθεί, κατ' αρχάς, πως το εκδικάσαν Δικαστήριο δεν έκαμε αποδεκτό τον πιο πάνω ισχυρισμό του εφεσείοντος και δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου σε σχέση με το εύρημα αυτό. Είναι, άλλωστε, πρόδηλο ότι ο εν λόγω ισχυρισμός διέπεται από αοριστία, αφού δε διευκρινίζεται πότε, ακριβώς, ο εφεσείων ζήτησε την πώληση των μετοχών, ούτε φαίνεται ο ίδιος να θεώρησε το θέμα αυτό αρκετά σοβαρό, ώστε να ζητήσει γραπτώς από την εφεσίβλητη 1 να ενεργήσει ως ο σχετικός ισχυρισμός. Εν πάση περιπτώσει, ως προς την ερμηνεία, ανωτέρω, του όρου 2(Ε), για την οποία έγινε εισήγηση εκ μέρους του εφεσείοντος, σχετική είναι η τελευταία περίοδος του εν λόγω όρου. Με αυτή, προβλεπόταν σαφώς ότι, σε περίπτωση μη θετικής ανταπόκρισης του επενδυτή, δηλαδή του εφεσείοντος, για αποκατάσταση του περιθωρίου ασφαλείας στο όριο που προβλέπει η συμφωνία, οι εφεσίβλητες 1 και 3 δικαιούνταν να ενεργήσουν όπως ακριβώς ενήργησαν μετά την επιστολή των δικηγόρων τους της 19.8.2003. Η ανταπαίτηση για είσπραξη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού, προφανώς, έχει βασιστεί στην καταληκτική πρόνοια, ανωτέρω, του εν λόγω όρου. Επομένως οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν.
Με τη δεύτερη ομάδα λόγων έφεσης, τους οποίους υπέδειξε η συνήγορος του εφεσείοντος, δηλαδή τους υπ' αρ. 2, 3, 4 και 18, επαναφέρεται, εν μέρει, η θέση ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο παραγνώρισε την ιδιότητα της εφεσίβλητης 1 ως διαχειρίστριας του επενδυτικού λογαριασμού, ιδιότητα η οποία, κατά τη σχετική εισήγηση, είχε αναγνωριστεί σε εταιρεία η οποία λειτουργούσε επενδυτικό σχέδιο, όπως και η εφεσίβλητη 1, στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042. Η απάντηση στην πιο πάνω εισήγηση είναι πως, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση μεταξύ των δύο υποθέσεων, ως προς το πιο πάνω θέμα. Ο λόγος είναι διότι η επίδικη συμφωνία χρηματοδότησης προέβλεπε ρητά, στον όρο 3(Α), ότι, στην προκειμένη περίπτωση, αυτή που υπείχε θέση διαχειρίστριας ήταν η εφεσίβλητη 3, η οποία ενεργούσε στο πλαίσιό της ως η χρηματιστής.
Περαιτέρω, ούτε η θέση η οποία, επίσης, προβάλλεται με τους πιο πάνω λόγους έφεσης και αφορά στο ότι η συμφωνία χρηματοδότησης δημιούργησε καταπίστευμα προς όφελος του εφεσείοντος ευσταθεί. Σύμφωνα με τον όρο 2(ΣΤ), δημιουργήθηκε μεν καταπίστευμα, στο οποίο εντάχθηκαν διάφορα περιουσιακά στοιχεία του εφεσείοντος, καταπιστευματοδόχος, όμως, σε σχέση με αυτό ήταν η εφεσίβλητη 2 και δικαιούχος η εφεσίβλητη 1. Δικαίωμα δε προς εκποίηση των μετοχών του εν λόγω καταπιστεύματος και για συγκεκριμένους λόγους είχε, σύμφωνα με τους όρους 2(Ε) και 6(Γ), η εφεσίβλητη 1. Εν ολίγοις, η απάντηση στις θέσεις του εφεσείοντος ότι, ειδικά, οι εφεσίβλητες 1 και 3 δεν άσκησαν, ως όφειλαν, υποχρεώσεις τις οποίες είχαν προς αυτόν, είναι ότι, με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες της επίδικης συμφωνίας, αυτές δεν ευσταθούν. Η εν λόγω συμφωνία αποτελούσε δε και τη μόνη πηγή διαπίστωσης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων κάθε συμβαλλόμενου μέρους. Δεν υπήρξε, όμως, συγκεκριμένος ισχυρισμός, εκ μέρους του εφεσείοντος, δεδομένου ότι αυτή ήταν έγκυρη, για παραβίασή της από τις εφεσίβλητες ή για επίδειξη από μέρους τους ολιγωρίας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση οποιασδήποτε ζημιάς στον ίδιο από οποιαδήποτε αιτία, ακόμα και σε άλλο πεδίο, εκτός της επίδικης συμφωνίας.
Κατ' εξαίρεση της τελευταίας πιο πάνω διαπίστωσης, ο εφεσείων είχε ισχυριστεί ότι, ειδικά, οι εφεσίβλητες 1 και 3 υπήρξαν αμελείς, επειδή δεν πώλησαν τις μετοχές του χαρτοφυλακίου του σε χρόνο πριν μειωθεί η αξία τους στο Χ.Α.Κ., προς αποφυγή πρόκλησης ζημιάς σε αυτόν από τη μείωση του περιθωρίου ασφαλείας. Το εκδικάσαν Δικαστήριο, υιοθετώντας τη σχετική επί του θέματος απόφαση στην υπόθεση Ανδρέου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 740, ορθώς απέρριψε τον πιο πάνω ισχυρισμό. Υπό τις δεδομένες περιστάσεις, δε διαπίστωσε οι εφεσίβλητες και, ειδικά, η εφεσίβλητη 1, να είχαν καθήκον επιμέλειας προς τον εφεσείοντα. Στο σημείο αυτό, τίθεται εύλογα και το ερώτημα γιατί ο εφεσείων δεν εξήγησε το λόγο για τον οποίο δεν τύγχαναν στο υπό συζήτηση θέμα εφαρμογής οι όροι της επίδικης συμφωνίας, που πρόβλεπαν για το δικαίωμα πώλησης των μετοχών, κατά την κρίση των εφεσιβλήτων 1 και 3, ώστε αυτό να έπρεπε να εξεταστεί υπό το φως του αστικού αδικήματος της αμέλειας. Συναφώς, μπορεί, τέλος, να λεχθεί πως η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία κάλυπτε εξαντλητικά τις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων σε αυτή μερών, χωρίς να αφηνόταν, βασικά, περιθώριο εξέτασής τους στο πλαίσιο άλλου πεδίου, κρίνεται ορθή και αποτελεί, ακριβώς, την απάντηση στους προαναφερθέντες λόγους έφεσης, καθώς και σε άλλους σχετικούς λόγους, με τους οποίους ο εφεσείων εισηγείτο ότι η εφεσίβλητη 1 υπείχε είτε θέση αντιπροσώπου είτε θέση θεματοφύλακα σε σχέση με το χαρτοφυλάκιό του.
Περαιτέρω, το εκδικάσαν Δικαστήριο εξέτασε και δύο άλλα ζητήματα, τα οποία είχαν εγερθεί ενώπιόν του και αφορούσαν στην εγκυρότητα της συμφωνίας. Με το πρώτο, εγειρόταν θέμα ότι η επίδικη συμφωνία είναι ακυρώσιμη. Εδραζόταν στον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι αυτός είχε παραπλανηθεί από τις εφεσίβλητες 1 και 3 στο να προβεί στην υπογραφή της συμφωνίας, όταν αξιωματούχοι της δήλωναν πως μόνο κέρδος θα μπορούσε να του αποφέρει η συνεργασία, στο πλαίσιο συμφωνίας όπως είναι η επίδικη. Η αδιαμφισβήτητη, όμως, μαρτυρία, την οποία εντόπισε και αποδέχτηκε στην απόφασή του το εκδικάσαν Δικαστήριο, κατέδειξε ότι ο εφεσείων ήταν έμπειρος επενδυτής και ασχολείτο με επενδύσεις στο Χ.Α.Κ. πριν από τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, ώστε δεν ήταν δυνατό αυτός να είχε, πραγματικά, παραπλανηθεί από δηλώσεις όπως οι ανωτέρω. Μάλιστα, όπως διαπιστώθηκε και δεν έχει αμφισβητηθεί, ο εφεσείων ήταν ιδρυτικό μέλος εταιρείας, η οποία δραστηριοποιείτο στη Λεμεσό πριν από τη σύναψη της συμφωνίας, ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης 3. Μεσολαβούσε, δηλαδή, για την εξεύρεση επενδυτών, για τους οποίους θα ενεργούσε, στη συνέχεια, η εν λόγω εφεσίβλητη.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στη θέση ότι η επίδικη συμφωνία είναι άκυρη, καθότι, μέσω αυτής, η εναγόμενη εταιρεία άσκησε «εργασίες αποδοχής καταθέσεων», κατά παράβαση του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 1997, (Ν. 66(Ι)/1997), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Το εκδικάσαν Δικαστήριο, με αναφορά στις σχετικές πρόνοιες του εν λόγω Νόμου και στις υποθέσεις United Dominions Trust v. Kirkwood [1966] 1 All E.R. 968 και Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 120, διαπίστωσε, ορθώς και πάλι, ότι η παραχώρηση, υπό τις δεδομένες περιστάσεις που προνοούσε η συμφωνία, των συγκεκριμένων πιστωτικών διευκολύνσεων προς τον εφεσείοντα δεν παραβίαζε τον προαναφερθέντα Nόμο και, ως εκ τούτου, η επίδικη συμφωνία δεν ήταν άκυρη. Συγκεκριμένα, επεσήμανε, όπως συνέβη και στην τελευταία υπόθεση, ανωτέρω, ότι η εφεσίβλητη 1 δε διεξήγαγε «εργασίες αποδοχής καταθέσεων» και, δη, «από το κοινό», εντός της εννοίας των αντίστοιχων Άρθρων 3(1) και 2 του προαναφερθέντος Νόμου.
Τέλος, σε σχέση με την ανταπαίτηση, σημειώνεται πως δεν υπήρξε αμφισβήτηση από τον εφεσείοντα ως προς το ύψος του ποσού στο οποίο αυτή αφορούσε. Προβλήθηκε, όμως, ισχυρισμός ότι αυτό δεν οφειλόταν, για τους διαζευκτικούς λόγους που είχαν προταθεί ενάντια στην εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας. Συνεπώς, η ύπαρξη του εν λόγω χρέους αποτελούσε, ουσιαστικά, προϋπόθεση, για να μπορούσε ο εφεσείων να προβάλει τις προαναφερθείσες αιτίες. Πλέον σημαντικό, όμως, είναι το γεγονός ότι ο εφεσείων πρόβαλε την ύπαρξη του εν λόγω χρέους, προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι αυτό προκλήθηκε συνεπεία της παραβίασης της συμφωνίας από την εφεσίβλητη 1. Ενδεικτική της πιο πάνω εκδοχής και αποδοχής τους χρέους είναι η αναφορά του εφεσείοντος στην παράγραφο 11(β) της γραπτής δήλωσής του ότι:-
«(β) Περαιτέρω σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά την ανατροπή της πλήρους κάλυψης του ισχυριζόμενου χρέους περί τις αρχές του 2001 παρακάλεσα επανειλημμένα στην Εναγόμενη 1 μέσω του χρηματιστή Εναγομένη 3 για την πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών για πλήρη εξόφληση του λογαριασμού, τις οποίες οι Εναγόμενες 1 και 3 παρέλειψαν, αδιαφόρησαν, αμέλησαν και αρνήθηκαν να πράξουν.»
Επομένως, με την απόρριψη των σχετικών με τις πιο πάνω αιτίες λόγων και, ειδικά, αυτού για παραβίαση της συμφωνίας από την εφεσίβλητη 1, όπως εξηγείται προηγουμένως, η αποδοχή της ανταπαίτησης από το εκδικάσαν Δικαστήριο, στην ολότητά της, ήταν πλέον αναπόφευκτη. Οι διαπιστώσεις δε ως προς την πιο πάνω πτυχή, βασικά, σφραγίζουν και την τύχη των σχετικών προς την ανταπαίτηση λόγων έφεσης.
Για τους λόγους, λοιπόν, που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.