ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A648

(2015) 1 ΑΑΔ 2077

02 Οκτωβρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ALPHA BANK CYPRUS LTD, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ ΩΣ

LOMBARD NATWEST BANK LTD & ALPHA BANK LTD,

 

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

 

ν.

 

1.        ARENA MOTOR SHOW LTD, ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ

  ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,

2.        ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ,

3.        ΑΝΤΡΟΥΛΑΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 84/2009)

 

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση τραπεζικών διευκολύνσεων ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκρίθη ότι η Εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την αποστολή των επιστολών τερματισμού της επίδικης συμφωνίας ως επίσης τον νόμιμο τερματισμό της συμφωνίας και το αξιούμενο ποσό ― Παραμερισμός και της κρίσης ότι η εναγόμενη εταιρεία δεν συναίνεσε σ' αυτού του είδους παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της Εφεσείουσας εναντίον των Εφεσιβλήτων/Εναγομένων 2 και 3, εγγυητριών της Εναγομένης 1, σε συμφωνία παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων. Εναντίον της τελευταίας, εξεδόθη απόφαση υπό του ιδίου Δικαστηρίου, προηγουμένως, λόγω μη εμφάνισης για ολόκληρο το αξιούμενο με την αγωγή ποσό, ήτοι £26.109,36, πλέον τόκος, προς 9% ετησίως, από 1.1.2003 μέχρι εξοφλήσεως.

 

Η αξίωση εναντίον των Εφεσιβλήτων 2 και 3 απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο για τους ακόλουθους τρεις (3) λόγους:

 

(α) Η Εφεσείουσα/Ενάγουσα απέτυχε ν' αποδείξει την αποστολή των επιστολών του τερματισμού της επίδικης συμφωνίας για παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων και συνεπώς απέτυχε ν' αποδείξει τον νόμιμο τερματισμό της συμφωνίας.

(β)  απέτυχε ν' αποδείξει το αξιούμενο με την αγωγή ποσό και

 

(γ) η Εναγομένη 1 δεν συναίνεσε σ' αυτού του είδους παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων με αποτέλεσμα να μην είναι υπόλογη για τις (τραπεζικές) πράξεις που γίνονταν και κατ' επέκταση για την πληρωμή του οποιουδήποτε υπόλοιπου. Εφ' όσον σύμφωνα με την ίδια κρίση η Εναγομένη 1 εταιρεία, δεν ήταν υπόλογη ως άνω, τότε ούτε οι Εφεσίβλητες 2 και 3 που την εγγυήθηκαν ήταν υπόλογες.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκαν τα πιο πάνω πρωτόδικα ευρήματα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Αναφορικά με το λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επιστολές τερματισμού - τεκμ. 10 - δεν αποστάλησαν από την Εφεσείουσα και δεν παραλήφθηκαν από τις Εφεσίβλητες καθότι η προσφερθείσα υπό της Εφεσείουσας μαρτυρία, μέσω του Μ.Ε.1, αποδείκνυε την αποστολή τους, ιδιαίτερα μάλιστα με την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 ότι δεν λήφθηκαν οι επιστολές τερματισμού από τις Εφεσίβλητες, τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Barclay's Bank Plc (κατωτέρω), δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

 

2.  Εκείνο που αμφισβητούσαν οι Εφεσείοντες ήταν ότι δεν αποδείχθηκε η αποστολή των επιστολών τερματισμού στην τελευταία γνωστή διεύθυνση των Εναγομένων και όχι η ίδια η αποστολή τους, όπως στην παρούσα υπόθεση.

 

3.  Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης αποδείχθηκε η αποστολή των επιστολών τερματισμού ημερ. 22.5.2003, τεκμ. 3. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε.1 όχι μόνο παρεδόθηκαν οι επιστολές διά ταχυδρομείου αλλά δόθηκαν και εντολές στην αρμόδια υπάλληλο διά ταχυδρόμηση τους.

 

4.  Όπως και στην Χαριλάου (κατωτέρω) και εδώ από τη μαρτυρία του μάρτυρος της Εφεσείουσας τράπεζας και την χωρίς ένσταση κατάθεση τους, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί ήταν ότι οι επιστολές ταχυδρομήθηκαν κανονικά στη διεύθυνση των Εφεσιβλήτων και η συμφωνία είχε τερματιστεί νόμιμα. Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 είχαν επιτυχή κατάληξη.

 

5.  Αναφορικά με τους λόγους έφεσης 1,2,3,4 και 7 με τους οποίους προσβλήθηκε ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα τεκμ. 3 και 4 δεν είναι έγγραφα της εταιρείας, Εναγομένης 1, που είχε ως αποτέλεσμα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εφόσον η Εναγομένη 1 εταιρεία, δεν συναίνεσε σ' αυτού του είδους την παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων δεν καθίστατο υπόλογη για πληρωμή οποιουδήποτε υπολοίπου με περαιτέρω αποτέλεσμα την απαλλαγή των Εφεσιβλήτων/Εναγομένων 2 και 3 που τη εγγυήθηκαν από οποιαδήποτε ευθύνη, προέκυπτε, ότι το τεκμ. 3 είναι επιστολή ημερ. 10.11.1999 της Εναγομένης 1 που απευθύνεται προς την Lombard Natwest Bank Ltd και με την οποία πληροφορεί την τελευταία, ότι κατά τη συνεδρίαση των Διευθυντών της απεφασίσθη μεταξύ άλλων το άνοιγμα λογαριασμού μαζί της στην Πάφο.

 

6.  Σ' αυτή φαίνεται ότι εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να χειρίζεται το λογαριασμό απεφασίσθη να είναι η Εναγομένη 2. Την επιστολή τεκμ. 3 φαίνεται να υπογράφει ο Πρόεδρος και ο Γραμματέας της Εναγομένης 1 χωρίς όμως να καταγράφονται τα ονόματά τους. Το τεκμ. 4 είναι επιστολή της Εναγομένης 1 ημερ. 17.11.99 προς την Εφεσείουσα, Κεντρικό κατάστημα εις Πάφο, δι' άνοιγμα λογαριασμού.

 

7.  Η επιστολή φέρει υπογραφή χωρίς και πάλι την καταγραφή του ονόματος του υπογράφοντος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο αμφότερα τα τεκμ. 3 και 4 παρεδόθησαν από την Εναγομένη 2 στη Μ.Ε.1, Προϊστάμενο του Τμήματος Δανειοδοτήσεως της Εφεσείουσας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Περαιτέρω αποδέκτηκε τη σχετική μαρτυρία και προέβη σε ευρήματα ότι τα τεκμ. 5-9 υπεγράφησαν από τις Εφεσίβλητες και Μ.Υ.2.

 

8.  Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε όλη την υπόλοιπη μαρτυρία των μαρτύρων της Εφεσείουσας, δεν ήταν ορθό το συμπέρασμα του ότι η Εναγομένη 1, δεν συναίνεσε σε αυτού του είδους την παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων και ότι τα έγγραφα, τεκμ. 3 και 4 δεν είναι έγγραφα της εταιρείας. Ήταν δε, αντίθετο με την αποδεκτή ενώπιον του μαρτυρία αλλά και την κοινή λογική.

 

9.  Επίσης το τεκμ. 9, προσωπική εγγύηση των Εφεσιβλήτων των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1 προς την Εφεσείουσα, δεν άφηνε περιθώρια για τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν καθίσταντο υπόλογες ως εγγυήτριες, επειδή η Εναγομένη 1 δεν συναίνεσε σε αυτού του είδους της παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων. Αμφότεροι οι λόγοι έφεσης επίσης είχαν επιτυχή κατάληξη.

10.  Αναφορικά με τον λόγο έφεσης με τον οποίο προσβλήθηκε ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει το αξιούμενο με την αγωγή ποσό και αυτό διότι σύμφωνα με την Εφεσείουσα οι Εφεσίβλητες δεν αμφισβήτησαν την προσαχθείσα μαρτυρία, ήταν φανερό από το λεκτικό της απόφασης του, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε μαρτυρία την οποία αποδέκτηκε ως ειλικρινή και ορθή και συγκεκριμένα αυτή του Μ.Ε.1, ο οποίος κατέθεσε ότι στην κατάσταση λογαριασμού φαίνεται ότι γίνεται κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές το χρόνο από το 2001 και συγκεκριμένα η πρώτη την 29.6.01 και η δεύτερη 31.12.01 και «έκτοτε γίνεται κεφαλαιοποίηση δύο φορές το χρόνο μια μέσα στον έκτο μήνα και «η δεύτερη μέσα στο δωδέκατο μήνα».

 

11. Περαιτέρω είχε ενώπιον του την μαρτυρία του ιδίου μάρτυρα (Μ.Ε.1) την οποία έκρινε αξιόπιστη και αποδεκτή ότι το οφειλόμενο ποσό ήταν £26.109,36 με τόκο 9% από 1.1.2003 μέχρι εξοφλήσεως και οι εναγόμενοι δεν πλήρωσαν οιονδήποτε ποσό μετά την καταχώρηση της αγωγής.

 

12. Η πιο πάνω μαρτυρία ήταν επαρκής, για να αποδείξει το οφειλόμενο ποσό και η πρωτόδικη κρίση προς την αντίθετη κατεύθυνση ήταν λανθασμένη.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479.

 

Barclays Bank Plc κ.ά. ν. J.G.L. (Constructions) Ltd κ.ά. (2000) 1(Γ) A.Α.Δ. 1726,

 

Toosey v. Williams [1827] Mood & M 129,

 

Rowlands v. De Vecchi [1882] 9 Cab & EI.10,

 

Colin v. Adamson [1874] LR9 Exch 345.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Μιχαηλίδης, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1993/2003), ημερομ. 9/1/2009.

Μ. Ναθαναήλ (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Α. Ξιψιτή (κα), για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Παρπαρίνος, Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με απόφαση του ημερ. 9.1.09 απέρριψε την αγωγή της Εφεσείουσας εναντίον των Εφεσιβλήτων/Εναγομένων 2 και 3, εγγυητριών της Εναγομένης 1. Εναντίον της τελευταίας, εξεδόθη απόφαση υπό του ιδίου Δικαστηρίου, προηγουμένως στις 26.5.05 λόγω μη εμφάνισης γι' ολόκληρο το αξιούμενο με την αγωγή ποσό, ήτοι £26.109,36, πλέον τόκος, προς 9% ετησίως, από 1.1.2003 μέχρι εξοφλήσεως.

 

Η αξίωση εναντίον των Εφεσιβλήτων 2 και 3 απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο για τους ακόλουθους τρεις (3) λόγους:

 

(α) Η Εφεσείουσα/Ενάγουσα απέτυχε ν' αποδείξει την αποστολή των επιστολών του τερματισμού της επίδικης συμφωνίας για παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων και συνεπώς απέτυχε ν' αποδείξει τον νόμιμο τερματισμό της συμφωνίας.

 

(β)  απέτυχε ν' αποδείξει το αξιούμενο με την αγωγή ποσό και

 

(γ) η Εναγομένη 1 δεν συναίνεσε σ' αυτού του είδους παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων με αποτέλεσμα να μην είναι υπόλογη για τις (τραπεζικές) πράξεις που γίνονταν και κατ' επέκταση για την πληρωμή του οποιουδήποτε υπόλοιπου. Εφ' όσον λοιπόν η Εναγομένη 1 εταιρεία, δεν είναι υπόλογη ως άνω, τότε ούτε οι Εφεσίβλητες 2 και 3 που την εγγυήθηκαν είναι υπόλογες.

 

Η Εφεσείουσα με εννέα (9) λόγους έφεσης προσβάλλει ως λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι λανθασμένα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η Εναγομένη 1 δεν συναίνεσε στην παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων, εφ' όσον εξεδόθη από τον ίδιο Δικαστή απόφαση εναντίον της στις 26.5.2005 και λανθασμένα κατέληξε ότι οι Εφεσίβλητες δεν έχουν ευθύνη, λαμβανομένου υπόψη ότι αποδείχθηκε ότι αυτές υπέγραψαν το έγγραφο εγγύησης (τεκμ. 9). Με το δεύτερο λόγο υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αγνόησε την απόφαση του ημερ. 26.5.05 εναντίον της Εναγομένης 1 πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, η οποία ουδέποτε παραμερίστηκε και δεν θα έπρεπε συνεπώς να τύχουν δικαστικής διερεύνησης το κατά πόσο τα τεκμ. 3 και 4 ήταν έγγραφα της Εναγομένης 1 και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτά δεν αποτελούσαν έγγραφα της (λόγος έφεσης 4). Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα δεν απέδειξε ότι η υπογραφή στο έγγραφο, τεκμ. 3, είναι αυτή της Εναγομένης 2. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης κρίνεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επιστολές τερματισμού, τεκμ. 10, δεν αποστάλησαν από την Εφεσείουσα και δεν παραλήφθηκαν από τις Εφεσίβλητες.  Το ίδιο προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του ότι η Εφεσείουσα απέτυχε ν' αποδείξει ότι η συμφωνία παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων τερματίστηκε νόμιμα (λόγος έφεσης αρ. 6) και λανθασμένα δεν αποδέχθηκε ότι οι Εφεσίβλητες/εναγόμενες 2 και 3 ευθύνονται για τα χρέη της Εναγομένης 1 (λόγος έφεσης αρ. 7). Επίσης ως λανθασμένη προσβάλλεται η κρίση του ότι η Εφεσείουσα απέτυχε ν' αποδείξει το αξιούμενο, με την αγωγή, υπόλοιπο ποσό (λόγος έφεσης αρ. 9). Με τον όγδοο λόγο προβάλλεται, ως λανθασμένος και άσκοπος ο σχολιασμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 καθ' ότι αυτή ήταν άσχετη με τα επίδικα θέματα. 

 

Οι Εφεσίβλητες καταχώρησαν αντέφεση η οποία κατά την ακρόαση της απεσύρθη και απορρίφθηκε και συνεπώς δεν θα απασχολήσει περαιτέρω.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε πρώτα τους πέμπτο (5) και έκτο (6) λόγο έφεσης. 

 

Σύμφωνα με αυτόν αλλά και τα όσα ανέφερε η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επιστολές τερματισμού - τεκμ. 10 - δεν αποστάλησαν από την Εφεσείουσα και δεν παραλήφθηκαν από τις Εφεσίβλητες καθότι η προσφερθείσα υπό της Εφεσείουσας μαρτυρία, μέσω του Μ.Ε.1, αποδείκνυε την αποστολή τους, ιδιαίτερα μάλιστα με την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 ότι δεν λήφθηκαν οι επιστολές τερματισμού από τις Εφεσίβλητες. Στήριξε δε η ευπαίδευτη συνήγορος την όλη εισήγηση της, στην απόφαση στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ. κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479.

Αντίθετη είναι η θέση της άλλης πλευράς. Οι Εφεσίβλητες υποστηρίζουν ως ορθή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ευπαίδευτη συνήγορος για αυτές υποστηρίζει ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τα όσα έχουν αποφασισθεί στην Χαριλάου Λτδ (άνω) στα γεγονότα, ενόψει της πλήρους και σ' όλα τα στάδια αμφισβήτησης από τις Εφεσίβλητες της αποστολής και λήψης των σχετικών επιστολών. Ήταν η θέση της ότι στην παρούσα υπόθεση εφαρμόζονται τα όσα λέχθηκαν στην Barclays Bank Plc κ.ά. ν. J.G.L. (Constructions) Ltd κ.ά. (2000) 1(Γ) A.Α.Δ. 1726, ότι δηλαδή υπήρχε εκ μέρους των εναγόντων παράλειψη απόδειξης της αποστολής των επιστολών τερματισμού.

 

Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας και ανατρέξαμε και στα πρακτικά προκειμένου να εξετάσουμε τη δοθείσα μαρτυρία.

 

Η Εφεσείουσα στην τροποποιημένη έκθεση απαιτήσεως του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου στην παράγραφο 6 αναφέρει τ' ακόλουθα:

 

«6. Οι ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 22/5/2003, προς τους εναγόμενους τερμάτισαν την λειτουργία του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού και κατέστησαν το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό εκ Λ.Κ.26109,36 απαιτητό και πληρωτέο και τους κάλεσαν να το καταβάλουν, παράλληλα δε εκοινοποίησαν στους εναγόμενους την αύξηση του χρεωστικού επιτοκίου σε 9%.»

 

Οι Εφεσίβλητες στην τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης τους στην παραγρ. 14 προβάλλουν τ' ακόλουθα:

 

«14. Οι εναγόμενοι αρ. 2 και 3 αρνούνται το περιεχόμενο της παραγράφου αρ. 6 της εκθέσεως Απαιτήσεως και λέγουν πως ουδέποτε παρέλαβαν παρά των εναγόντων επιστολή με την οποία να τερματίζεται η λειτουργία του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού καλούν δε τους ενάγοντες εις αυστηράν απόδειξη του ισχυρισμού των περαιτέρω δε λέγουν πως και εάν ακόμη εστάλη τέτοια επιστολή αυτή ουδέποτε παρελήφθη από τους εναγομένους αρ. 2 και 3 και λέγουν πως είναι προϋπόθεση για έναρξη της διαδικασίας αυτής.»

 

Προκειμένου η Εφεσείουσα να αποδείξει τους ισχυρισμούς της που περιέχονται στην παράγρ. 6 (άνω) κάλεσε τον Μ.Ε.1 κ. Π. ΧατζηΧριστοδούλου ο οποίος, ως κατέθεσε, ήταν ένας εκ των διευθυντών της Εφεσείουσας στην Πάφο. Η μαρτυρία του ήταν ότι οι επιστολές τερματισμού, τεκμ. 10, ετοιμάστηκαν από το Τμήμα Χορηγήσεων της Τράπεζας και στάληκαν από τη συνάδελφο του, Μαρία Τερπίζη, μετά από δικές του εντολές και ουδέποτε επεστράφησαν πίσω. Οι επιστολές κατατέθηκαν χωρίς ένσταση. Στην αντεξέταση του αμφισβητήθηκε η μαρτυρία του, ότι δηλαδή «στάληκαν από την κυρία Μαρία Τερπίζη μετά από εντολή δική του».

 

Η Εφεσίβλητη 1/Εναγομένη  2 δέκτηκε στη μαρτυρία της ως ορθή την διεύθυνση που αναφέρετο στις επιστολές, τεκμ. 10, που απευθυνόταν στην ίδια και θυγατέρα της, Εφεσίβλητη 2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το όλο θέμα στην απόφαση του ως εξής:

 

«Κατ' αρχή με προβλημάτισε έντονα το ζήτημα που άπτεται του τερματισμού της λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού. Και αυτό γιατί, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, δεν παρουσιάσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την πλευρά των Εναγόντων, που να υποστηρίζει, ότι οι επιστολές τερματισμού - τεκμήριο 10 - όντως απεστάλησαν στους Εναγόμενους.

 

Στην υπόθεση Βarclays Bank Plc κ.ά. v. J.G.L. (Constructions) Ltd κ.ά. (2000) 1 A.A.Δ. 1726 οι εναγόμενοι παραπονούντο, μεταξύ άλλων, ότι κακώς είχε διαπιστωθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο νόμιμος τερματισμός των ενοικιαγορών. Η εισήγηση ήταν ότι δεν είχε αποδειχθεί η αποστολή των επιστολών στην τελευταία γνωστή διεύθυνση των εναγόμενων και, επομένως, η αποστολή τους σύμφωνα με τον νόμο και τους όρους των ενοικιαγορών.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αφ' ης στιγμής δεν είχε γνωστοποιηθεί οποιαδήποτε αλλαγή διεύθυνσης, η αποστολή των επιστολών τερματισμού στις διευθύνσεις που ανεγράφοντο επί των ενοικιαγορών συνιστούσε νόμιμο τερματισμό τους.

 

Η αρχή που προβάλλει από την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου είναι ότι για να είναι νόμιμος ο τερματισμός πρέπει η επιστολή τερματισμού να αποσταλεί στους ενδιαφερομένους. Η διεύθυνση δεν μας ενδιαφέρει στην παρούσα υπόθεση, αφού αυτή που αναγράφεται στις επιστολές τερματισμού - τεκμήριο 10 - ήταν και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να είναι η διεύθυνση των εναγόμενων κατ' ομολογία της ίδιας της ΜΥ1 και σύμφωνα με την μαρτυρία που αποδέχθηκα.

 

Υπό το φως των πιο πάνω και, ειδικότερα, της παράλειψης των Εναγόντων να αποδείξουν την αποστολή των επιστολών τερματισμού καταλήγω στο συμπέρασμα, ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν, ότι η επίδικη συμφωνία για παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων τερματίσθηκε νόμιμα.»

 

Η συμφωνία εγγυήσεως των Εφεσιβλήτων, ημερ. 2.3.2000 τεκμ. 9, που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο προβλέπει τ' ακόλουθα στον όρο 10:

 

«Γραπτή ζήτηση βάσει της παρούσας θα θεωρείται ότι έγινε με τον κατάλληλο τρόπο από μένα ή τους διαχειριστές της περιουσίας μου αν δοθεί με επιστολή που θα έχει σταλεί με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που αναφέρεται πιο κάτω και θα έχει πλήρη ισχύ παρά την τυχόν αλλαγή στην διεύθυνση μου και κοινοποίηση της αλλαγής αυτής προς την Τράπεζα, και τέτοια ζήτηση θα θεωρείται ότι λήφθηκε από μένα ή τους διαχειριστές της περιουσίας μου 24 ώρες μετά την ταχυδρόμηση της, και θα είναι ισχυρή αν υπογραφεί από οποιοδήποτε υπάλληλο της Τραπέζης, και για απόδειξη της ταχυδρόμησης θα είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι ρίφθηκε ο φάκελλος που περιέχει τη ζήτηση στο ταχυδρομείο, νοουμένου ότι ο φάκελλος έφερε την σωστή διεύθυνση.»

 

Όφειλε συνεπώς η Εφεσείουσα, ως φέρουσα το βάρος απόδειξης, με ικανή μαρτυρία ν' αποδείξει την αποστολή των επιστολών, τεκμ. 10, με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που αναφέρεται στο έγγραφο, και που δεν αμφισβητείται ότι είναι η ορθή διεύθυνση.

 

Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Reissue, Τόμος 7(1) σελ. 393, παραγρ. 882 αναφέρονται τ' ακόλουθα σχετικά με την απόδειξη ταχυδρόμησης.

 

«882. Proof of posting. The posting of a letter may be proved by the person who posted it, or by showing facts from which posting may be presumed. Thus, evidence of posting may be given by proving that a letter was delivered to an employee who in the ordinary course of business would have posted it, or that it was put into a box which was cleared every day by the postman. The fact that a letter has been copied into a letter book is evidence against the person keeping the book that the letter was posted.

The postmark on an envelope is prima facie evidence of the time and place of posting, and the date which a letter bears is prima facie evidence of the date on which it was written.»

 

Περαιτέρω γίνεται παραπομπή σε τρεις (3) υποθέσεις όπου απεφάνθη ότι «It is not sufficient to prove delivery to a clerk who might not post it unless instructed to do so." όπως και αναφορά στις υποθέσεις Toosey v. Williams [1827] Mood & M 129, Rowlands v. De Vecchi [1882] 9 Cab & EI.10, Colin v. Adamson [1874] LR9 Exch 345, όπου αποφασίστηκε ότι σε αμφισβητούμενες υποθέσεις πιθανόν να είναι αναγκαίο να καλείται ο εργοδοτούμενος γι' απόδειξη των συνηθειών του και πόσο αξιόπιστος είναι.

 

Στην Χαριλάου Λτδ (άνω) το Εφετείο αντιμετώπισε σχετικά παρόμοιο με το εξεταζόμενο ζήτημα. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της απόφασης:

 

«Η μάρτυς της Εφεσείουσας τράπεζας κατέθεσε ότι η συμφωνία μεταξύ της Εφεσείουσας τράπεζας και των Εφεσιβλήτων τερματίστηκε με επιστολές, αντίγραφα των οποίων βρίσκονταν στο φάκελό της. Οι επιστολές αυτές κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 11, 13 και 14. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

 

«Δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που να επιδεικνύει είτε τον τερματισμό της συμφωνίας είτε την ενημέρωση των εγγυητών περί της παράβασης της συμφωνίας από την πρωτοφειλέτιδα και κατά συνέπεια την υποχρέωση τους όπως ενεργήσουν με βάση τους όρους της εγγύησής τους. Σύμφωνα με τη νομολογία μας η ταχυδρόμηση των επιστολών εγείρει τεκμήριο αποστολής των επιστολών όμως δεν έχει φανεί πλην της καταχώρησης αυτών των αντιγράφων που ευρίσκονταν στο φάκελο που τηρούσε η μάρτυρας ότι αυτά έχουν ταχυδρομηθεί, από ποιον και πότε.»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εντελώς λανθασμένη. Από τη μαρτυρία του υπαλλήλου της Εφεσείουσας τράπεζας προκύπτει ότι οι επιστολές τερματισμού της λειτουργίας του λογαριασμού είχαν αποσταλεί τόσο στην εφεσίβλητη εταιρεία όσο και στους εφεσίβλητους 2 και 3 και η μάρτυς κατέθεσε τα αντίγραφα των επιστολών τα οποία βρίσκονταν στο φάκελο της Εφεσείουσας τράπεζας. Τα αρχικά έγγραφα σημείωσε η μάρτυς βρίσκονταν στην κατοχή των εφεσίβλητων. Προς τούτο σημειώνεται η παντελής έλλειψη αντεξέτασης της μάρτυρος αν πραγματικά οι πιο πάνω επιστολές είχαν αποσταλεί και, επιπρόσθετα, σημειώνεται η έλλειψη οποιασδήποτε ένστασης για την κατάθεσή της.

 

Η πιο πάνω μαρτυρία της μάρτυρος υποδηλεί ότι οι επιστολές είχαν αποσταλεί κανονικά και η μη επιστροφή τους συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι είχαν παραδοθεί στα πρόσωπα στα οποία απευθύνονταν. (Βλ. Latifundia Properties Ltd. v. Ψακή (2003) 1 Α.Α.Δ. 670, Πιττάκας v. Γ. και Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895). Από τη μαρτυρία της μάρτυρος της Εφεσείουσας τράπεζας και την χωρίς ένσταση κατάθεση τους, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί ήταν ότι η συμφωνία είχε τερματιστεί νόμιμα.»

 

Τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Barclays Bank Plc (άνω) δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.  Η εφαρμογή της από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση κρίνεται λανθασμένη, διότι εκείνο που αποφασίστηκε σ' αυτήν ήταν ότι η αποστολή των επιστολών τερματισμού στις διευθύνσεις που αναγράφοντο επί των ενοικιαγορών, συνιστούσε νόμιμο τερματισμό τους. Εκείνο που αμφισβητούσαν οι Εφεσείοντες ήταν ότι δεν αποδείχθηκε η αποστολή των επιστολών τερματισμού στην τελευταία γνωστή διεύθυνση των Εναγομένων και όχι η ίδια η αποστολή τους, όπως στην παρούσα υπόθεση.

 

Εξετάζοντας όλα τα πιο πάνω είμαστε της γνώμης ότι στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης αποδείχθηκε η αποστολή των επιστολών τερματισμού ημερ. 22.5.2003, τεκμ. 3. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε.1 όχι μόνο παρεδόθηκαν οι επιστολές διά ταχυδρομείου αλλά δόθηκαν και εντολές στην αρμόδια υπάλληλο διά ταχυδρόμηση τους. Όπως και στην Χαριλάου Λτδ (άνω) και εδώ από τη μαρτυρία του μάρτυρος της Εφεσείουσας τράπεζας και την χωρίς ένσταση κατάθεση τους, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί ήταν ότι οι επιστολές ταχυδρομήθηκαν κανονικά στη διεύθυνση των Εφεσιβλήτων και η συμφωνία είχε τερματιστεί νόμιμα. Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 επιτυγχάνουν.

 

Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 1,2,3,4 και 7 με τους οποίους προβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα τεκμ. 3 και 4 δεν είναι έγγραφα της εταιρείας, Εναγομένης 1, που είχε ως αποτέλεσμα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εφόσον η Εναγομένη 1 εταιρεία δεν συναίνεσε σ' αυτούς του είδους την παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων δεν καθίσταται υπόλογη για πληρωμή οποιουδήποτε υπολοίπου με περαιτέρω αποτέλεσμα την απαλλαγή των Εφεσιβλήτων/Εναγομένων 2 και 3 που τη εγγυήθηκαν από οποιαδήποτε ευθύνη.

 

Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αγνοήσει την μαρτυρία των Εφεσιβλήτων/Εναγομένων 2 και 3 προς την κατεύθυνση ότι τα έγγραφα αυτά δεν υπεγράφησαν από την Εναγομένη 2 ως Προέδρου της εταιρείας/Εναγομένη 1, εφόσον εξεδόθη νωρίτερα εναντίον της τελευταίας απόφαση και εφόσον δέκτηκε ότι το τεκμ. 8, έγγραφο παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων προς την Εναγομένη 1 υπεγράφη από αυτήν (Εναγομένη 2) δια λογαριασμό και εκ μέρους της Εναγομένης 1, εταιρείας. Επίσης ότι αυτά τα έγγραφα τεκμ. 3 και 4 δεν θα έπρεπε να απασχολήσουν το Πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς έκδοσης αποφάσεως εναντίον των Εφεσιβλήτων-εγγυητριών και τέλος ότι το βάρος απόδειξης της υπογραφής επί του τεκμ. 3 το έφερε η Υπεράσπιση εφόσον το αμφισβητούσε.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσιβλήτου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.

 

Το τεκμ. 3 είναι επιστολή ημερ. 10.11.1999 της Εναγομένης 1 που απευθύνεται προς την Lombard Natwest Bank Ltd και με την οποία πληροφορεί την τελευταία ότι κατά τη συνεδρίαση των Διευθυντών της απεφασίσθη μεταξύ άλλων το άνοιγμα λογαριασμού μαζί της στην Πάφο. Σ' αυτή φαίνεται ότι εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να χειρίζεται το λογαριασμό απεφασίσθη να είναι η Εναγομένη 2. Την επιστολή τεκμ. 3 φαίνεται να υπογράφει ο Πρόεδρος και ο Γραμματέας της Εναγομένης 1 χωρίς όμως να καταγράφονται τα ονόματά τους. Το τεκμ. 4 είναι επιστολή της Εναγομένης 1 ημερ. 17.11.99 προς την Εφεσείουσα, Κεντρικό κατάστημά εις Πάφο, δι' άνοιγμα λογαριασμού. Η επιστολή φέρει υπογραφή χωρίς και πάλι την καταγραφή του ονόματος του υπογράφοντος.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο αμφότερα τα τεκμ. 3 και 4 παρεδόθησαν από την Εναγομένη 2 στη Μ.Ε.1, Προϊστάμενο του Τμήματος Δανειοδοτήσεως της Εφεσείουσας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Περαιτέρω αποδέκτηκε τη σχετική μαρτυρία και προέβη σε ευρήματα ότι τα τεκμ. 5-9 υπεγράφησαν από τις Εφεσίβλητες και Μ.Υ.2.  Τα τεκμ. 5-9 είναι τα ακόλουθα:

 

Τεκμ. 5 επιστολή - γνωστοποίηση της Εναγομένης 1 προς την Εφεσείουσα ημερ. 28.3.2000 αποφάσεων συνεδρίας του Διοικητικού της Συμβουλίου ημερ. 21.3.00. Σύμφωνα με αυτήν το Διοικητικό Συμβούλιο της Εναγομένης 1 αποφάσισε να ζητήσει από την Εφεσείουσα μεταξύ άλλων να συνεχίσει να απολαμβάνει πιστωτικών διευκολύνσεων οποιασδήποτε μορφής είτε σε τρεχούμενο είτε σε άλλου είδους λογαριασμό είτε σε μορφή δανείου και άλλως πως συνολικού ύψους Λ.Κ.30.000. Οι διευκολύνσεις αυτές θα εξασφαλίζονταν από προσωπικές εγγυήσεις των Εφεσιβλήτων/Εναγομένων 2 και 3. Τα ίδια αναφέρονται και στο τεκμ. 6, επιστολή της Εναγομένης 1 προς την Εφεσείουσα με την οποία της γνωστοποιεί ότι σε έκτακτη Γενική Συνέλευση των μελών της απεφασίσθη μεταξύ άλλων όπως η Εναγομένη 1 ζητήσει από την Εφεσείουσα τραπεζικές διευκολύνσεις  και υπηρεσίες - όριο σε τρεχούμενο λογαριασμό, με εξασφάλιση τις προσωπικές εγγυήσεις των Εφεσιβλήτων/Εναγομένων 2 και 3.

 

Το τεκμ. 7 είναι υπόδειγμα (specimen) υπογραφής της Εφεσίβλητης/Εναγομένης 2 που έδωσε στην Εφεσείουσα. Το τεκμ. 8 είναι η συμφωνία ημερ. 28.3.2000  μεταξύ του Εφεσείοντα/Ενάγοντα και Εναγομένης 1 για παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων και το τεκμ. 9 είναι η τα έγγραφα εγγυήσεων των Εφεσίβλητων/Εναγομένων 2 και 3 με το οποίο εγγυήθηκαν όλες τις υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 προς την Εφεσείουσα. Υπενθυμίζεται ότι πέραν των πιο πάνω μέσα στο φάκελο του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε απόφαση εναντίον της Εναγομένης 1 η οποία εξεδόθη στις 26.5.2000 ερήμην της, αν και της επιδόθηκε η αγωγή. Σχετικό προς τούτο το τεκμ. 12 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε όλη την υπόλοιπη μαρτυρία των μαρτύρων της Εφεσείουσας, δεν μας ευρίσκει σύμφωνους το συμπέρασμα του ότι η Εναγομένη 1 δεν συναίνεσε σε αυτού του είδους την παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων και ότι τα έγγραφα, τεκμ. 3 και 4 δεν είναι έγγραφα της εταιρείας, ως αντίθετο με την αποδεκτή ενώπιον του μαρτυρία αλλά και την κοινή λογική. Επίσης το τεκμ. 9, προσωπική εγγύηση των Εφεσιβλήτων των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1 προς την Εφεσείουσα, δεν αφήνει περιθώρια για ακροβατισμούς όπως αυτά που διατύπωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τάχα δεν καθίστανται υπόλογες ως εγγυήτριες, εφόσον η Εναγομένη 1 δεν συναίνεσε σε αυτό του είδους της παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων. Αμφότεροι οι λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν.

 

Με τον ένατο (9ο) λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει το αξιούμενο με την αγωγή ποσό και αυτό διότι σύμφωνα με την Εφεσείουσα οι Εφεσίβλητες δεν αμφισβήτησαν την προσαχθείσα μαρτυρία. Οι Εφεσίβλητες όπως είναι φυσικό υποστηρίζουν την πρωτόδικη κρίση ως ορθή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:

 

«Ένα δεύτερο ζήτημα που με απασχόλησε είναι το ύψος του αξιούμενου υπολοίπου. Και αυτό, γιατί, ενώ οι Ενάγοντες αξιώνουν το ποσό των Λ.Κ.26.109,36 σεντ ως το υπόλοιπο που είχε δημιουργηθεί μέχρι την ημερομηνία του ισχυριζόμενου τερματισμού, ήτοι μέχρι 22.5.03, πλέον τόκους το Τεκμήριο 11 εμφανίζει τις συναλλαγές και τις πράξεις που έγιναν από 17.11.99 μέχρι 31.12.01 και, κατ' επέκταση, το υπόλοιπο που οφείλετο μέχρι την 31.12.01.

 

Η μαρτυρία του ΜΕ 1 δεν είναι επαρκής για να αποδείξει το υπόλοιπο κατά την ημέρα του ισχυριζόμενου τερματισμού.  Ούτε, βεβαίως, η δήλωση, που εμφαίνεται επί του Τεκμηρίου 11 αναφορικά με το υπόλοιπο κατά την 22.5.03. Οι Ενάγοντες όφειλαν να παρουσιάσουν κατάσταση λογαριασμού που να καταδεικνύει τις πράξεις που έγιναν και, κατ' επέκταση, το οφειλόμενο υπόλοιπο μέχρι την 22.5.03, πράγμα που παρέλειψαν να πράξουν. Εν' όψει των πιο πάνω το Δικαστήριο αποστερείται της δυνατότητας να ελέγξει τις χρεώσεις και τις πιστώσεις που έγιναν από 1.1.02 μέχρι την 22.5.03 με αποτέλεσμα να αποστερείται και της δυνατότητας να καταλήξει σε σχετικό εύρημα.

 

Με βάση τα πιο πάνω κρίνω, πως οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν και το αξιούμενο με την αγωγή υπόλοιπο.»

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε μαρτυρία την οποία αποδέκτηκε ως ειλικρινή και ορθή και συγκεκριμένα αυτή του Μ.Ε.1, ο οποίος κατέθεσε ότι στην κατάσταση λογαριασμού φαίνεται ότι γίνεται κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές το χρόνο από το 2001 και συγκεκριμένα η πρώτη την 29.6.01 και η δεύτερη 31.12.01 και «έκτοτε γίνεται κεφαλαιοποίηση δύο φορές το χρόνο μια μέσα στον έκτο μήνα και «η δεύτερη μέσα στο δωδέκατο μήνα». Περαιτέρω είχε ενώπιον του την μαρτυρία του ιδίου μάρτυρα (Μ.Ε.1) την οποία έκρινε αξιόπιστη και αποδεκτή ότι το οφειλόμενο ποσό ήταν £26.109,36 με τόκο 9% από 1.1.2003 μέχρι εξοφλήσεως και οι εναγόμενοι δεν πλήρωσαν οιονδήποτε ποσό μετά την καταχώρηση της αγωγής.

Η πιο πάνω μαρτυρία κρίνεται επαρκής, κατά τη γνώμη μας να αποδείξει το οφειλόμενο ποσό και η πρωτόδικη κρίση προς την αντίθετη κατεύθυνση κρίνεται λανθασμένη. Ο ένατος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρούται και εκδίδεται απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον των εφεσίβλητων Εναγομένων 2 και 3 διά €44.610,49 (£26.109,36) με τόκο 9% από 1.1.2003 μέχρι εξόφλησης. Τα έξοδα τόσο στην πρωτόδικη διαδικασία όσο κατ' έφεση να είναι εναντίον των εφεσίβλητων/Εναγομένων 2 και 3 όπως αυτά θα υπολογιστούν από τους Πρωτοκολλητές του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και του Εφετείου αντίστοιχα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο