ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:D540

(2015) 1 ΑΑΔ 1778

23 Ιουλίου, 2015

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 11, 12, 30, 33 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 2, 3, 5, 6 ΚΑΙ 13 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ

ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ,

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΤΗΝ 26/05/2015

ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ

ΔΙΩΞΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΕΕΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 36(4)

ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ TΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ

ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2004 (133(Ι)/2004),

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΥΠΕΡΜΑΧΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 95/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ― Επιτρεπτική κατάληξη σε αίτηση έκδοσης εντάλματος της φύσεως Certiorari ― Ακυρώθηκε απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία δόθηκε δυνάμει του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, συγκατάθεση στη διεύρυνση εκτελεσθέντος Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, αφορών τον αιτητή ― Παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ― Η αίτηση διεύρυνσης του Ε.Ε.Σ. εξετάστηκε μονομερώς, χωρίς να προηγηθεί επίδοση της προς τον αιτητή ― Έκδηλο νομικό σφάλμα ― Ύπαρξη και εξαιρετικών περιστάσεων λόγω απουσίας ρητής νομοθετικής πρόνοιας για δικαίωμα έφεσης εναντίον τέτοιας συγκατάθεσης.

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Διεύρυνση εκτελεσθέντος Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, συμφώνως του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η διαδικασία διεύρυνσης Ε.Ε.Σ. είναι αμιγώς δικαστικής φύσεως ― Επομένως, δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές εκπτώσεις σε σχέση με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατά τη διεξαγωγή της και, ιδιαίτερα, αυτού της δίκαιης δίκης, αξίωμα το οποίο, στο πλαίσιο του Ν. 133(Ι)/2004, διασφαλίζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 2(2) ― Νομολογία Δ.Ε.Ε.

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Διεύρυνση εκτελεσθέντος Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, συμφώνως του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004 ― Ο Νόμος δεν προβλέπει ρητώς δικαίωμα έφεσης από τέτοια απόφαση και, ειδικά, προς όφελος του καθ' ου η αίτηση στη σχετική διαδικασία, όπως προβλέπει στην περίπτωση απόφασης για εκτέλεση Ε.Ε.Σ. με βάση το Άρθρο 24(1) αυτού.

 

Με την αίτηση ζητήθηκε η έκδοση εντάλματος Certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο  ενεργώντας ως αρμόδια δικαστική αρχή, συγκατατέθηκε, δυνάμει του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, στη διεύρυνση εκτελεσθέντος Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, Ε.Ε.Σ., αφορών στον αιτητή, ως το σχετικό αίτημα της ελληνικής αρμόδιας δικαστικής αρχής.

 

Ως λόγος ακύρωσης της εν λόγω απόφασης, προβλήθηκε η παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και, ειδικά, του δικαιώματος ενός προσώπου να ακούγεται σε δικαστική διαδικασία στην οποία αυτό είναι διάδικο μέρος, ως στοιχειώδες συστατικό της δίκαιης δίκης. Είναι ο λόγος για τον οποίο είχε δοθεί, άδεια για καταχώριση της αίτησης.

 

Αυτή δε στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, Ε.Σ.Δ.Α. Επίσης, στηρίχθηκε στο Άρθρο 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004 και στις αντίστοιχες πρόνοιες της Απόφασης πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, της 13ης Ιουνίου του 2002.

 

Με βάση τα γεγονότα, στις 21.10.2013, ο αιτητής παραδόθηκε στην αρμόδια δικαστική αρχή της Ελλάδας, στο πλαίσιο εκτέλεσης του προαναφερθέντος Ε.Ε.Σ. Είχε δε προηγηθεί, στις 19.7.2013, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Kυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1546, η οποία επικύρωσε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με την οποία διατάχθηκε η εκτέλεση του εν λόγω Ε.Ε.Σ.

 

Ακολούθως, μεταφερθείς στην Ελλάδα, τέθηκε υπό κράτηση και δικάστηκε για τα αδικήματα σε σχέση με τα οποία είχε εκτελεστεί το Ε.Ε.Σ. Η διαδικασία εκείνη κατέληξε σε καταδίκη του και επιβολή σε αυτόν πολυετούς ποινής φυλάκισης. Τελικώς, όμως, ο αιτητής αποφυλακίστηκε στις 29.4.2015, αφού λήφθηκε απόφαση καταβολής «του συνολικού ποσού της ποινής» εντός καθορισθείσας προθεσμίας, όπως αναφέρεται σε δικαστικό έγγραφο το οποίο συνόδευε την παρούσα αίτηση.

 

Ο αιτητής, με την έξοδό του από τις Φυλακές, συνελήφθη πάλι, και τέθηκε υπό κράτηση, προκειμένου να διωχθεί για κάποια άλλα ποινικά αδικήματα, τα οποία αυτός φερόταν να είχε διαπράξει πριν από την έκδοση του προαναφερθέντος Ε.Ε.Σ.

 

Για τον εν λόγω σκοπό, υποβλήθηκε από την αρμόδια δικαστική αρχή της Ελλάδας αίτημα, προκειμένου η αρμόδια δικαστική αρχή της Κύπρου να συγκατατεθεί, ώστε ο αιτητής να δικαστεί για τα αδικήματα τα οποία προσδιορίζονται στο υπό αναφορά αίτημα.

 

Συνακόλουθα, μεσολαβήσαντος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, της αρμόδιας Κεντρικής Αρχής της Κύπρου, υποβλήθηκε γραπτώς σχετική αίτηση προς την αρμόδια δικαστική αρχή, δηλαδή το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Η αίτηση περιείχε όλα τα αναγκαία στοιχεία που προβλέπονται στο Άρθρο 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, στο οποίο στηρίχθηκε, αφού αυτό περιλαμβάνει και τη δικαιοδοτική πρόνοια σε σχέση με την επικαλεσθείσα, ως άνω, εξουσία.

 

Η εν λόγω αίτηση, τεθείσα ενώπιον του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου, εξετάστηκε μονομερώς, χωρίς να προηγηθεί επίδοσή της προς τον αιτητή, ή να ενημερωθεί ο δικηγόρος του σε σχέση με αυτή.

 

Ο τελευταίος, ο οποίος είχε εμφανιστεί για λογαριασμό του αιτητή σε όλες τις προηγηθείσες διαδικασίες που αφορούσαν το εκτελεσθέν Ε.Ε.Σ., στις 8.5.2015, ενημέρωσε γραπτώς την αρμόδια Κεντρική Αρχή της Κύπρου ότι ο ίδιος, στην περίπτωση υποβολής αιτήματος για συγκατάθεση διεύρυνσης του υπό αναφορά Ε.Ε.Σ., προτίθετο να εμφανιστεί και να εκπροσωπήσει τον αιτητή στη διαδικασία ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής.

Κατά την ορισθείσα σχετικά ημερομηνία, η Δικαστής, η οποία επιλήφθηκε της πιο πάνω αίτησης, αφού ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι ρητές απαιτήσεις του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, παραχώρησε την αιτηθείσα συγκατάθεση, διευρύνοντας έτσι το ήδη εκτελεσθέν Ε.Ε.Σ. Ως αποτέλεσμα, ο αιτητής ήταν, πλέον, δυνατό να αντιμετωπίσει κατηγορίες ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων για συγκεκριμένα αδικήματα που αυτός φέρεται να διέπραξε πριν από την έκδοση του εν λόγω Ε.Ε.Σ.

 

Με την παρούσα αίτηση, ζητήθηκε να κριθεί ως άκυρη η απόφαση της 26.5.2015, στην οποία κατέληξε το Επαρχιακό Δικαστήριο, στα πλαίσια της εξέτασης της σχετικής αίτησης για συγκατάθεση,  για το λόγο ότι η πιο πάνω απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της προαναφερθείσας αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, η τήρηση της οποίας διασφαλίζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Θα έπρεπε να επισημανθεί ότι το εδάφιο (4) του Άρθρου 36 του Ν. 133(Ι)/2004 αποτελεί αυτοτελή πρόνοια εντός του εν λόγω άρθρου. Αφορά δε στην περίπτωση κατά την οποία αρμόδια κυπριακή δικαστική αρχή, αφού έχει, ήδη, αποφασίσει την εκτέλεση συγκεκριμένου Ε.Ε.Σ., συμφώνως του Τρίτου Μέρους του υπό αναφορά Νόμου, καλείται, στη συνέχεια, να προβεί στη διεύρυνσή του, κατ' αντίθεση προς το λεγόμενο κανόνα της ειδικότητας (rule of speciality).

 

2.  Επομένως, το εδάφιο (4) είναι άσχετο προς το εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου, το οποίο αφορά στην περίπτωση κατά την οποία αρμόδια κυπριακή δικαστική αρχή είναι αυτή που εκδίδει το Ε.Ε.Σ, προς εκτέλεση σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.

 

3.  Από το λεκτικό του πιο πάνω εδαφίου, προκύπτει σαφώς ότι, για να δοθεί η αιτούμενη συγκατάθεση, πρέπει δικαστική αρχή της Κύπρου να ικανοποιηθεί σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που προβλέπει ο Νόμος, στο Πρώτο και στο Τρίτο Μέρος του, οι οποίες απαιτήσεις είναι οι ίδιες με αυτές που εφαρμόζονται στην περίπτωση εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. και προβλέπονται στα Άρθρα 4, 12, 13, 14 και 15 αυτού.

 

4.  Όσον αφορά, όμως, τη διαδικασία εκτέλεσης Ε.Ε.Σ., υπάρχουν και άλλες πρόνοιες στο Νόμο, οι οποίες προβλέπουν για το δικαίωμα εκζητούμενου προσώπου, ειδικά όταν αυτό ενίσταται στην παράδοσή του, να παραστεί στην ακρόαση της υπόθεσης και να εκπροσωπηθεί σε αυτήν από δικηγόρο της επιλογής του και εντοπίζονται στα Άρθρα 17 και 20.

 

5.  Επιπρόσθετα, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τη συγκατάθεση του εκζητούμενου προσώπου, διαταχθεί η εκτέλεση Ε.Ε.Σ., το Άρθρο 24 προβλέπει για δικαίωμα έφεσης, το οποίο μπορεί να ασκηθεί εντός τριών ημερών από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης.

 

6.  Δεν υπάρχουν παρόμοιες πρόνοιες στο Νόμο, για κατοχύρωση των πιο πάνω δικαιωμάτων, σε σχέση με την εφαρμογή του Άρθρου 36(4)· δηλαδή, όταν ζητείται συγκατάθεση για διεύρυνση εκτελεσθέντος Ε.Ε.Σ. και, στη συνέχεια, όταν αυτή δίδεται, με σχετική απόφαση της αρμόδιας δικαστικής αρχής.

 

7.  Το Άρθρο 36(4) αντανακλά, συγκεκριμένα, τις πρόνοιες του Άρθρου 27.4 της Απόφασης πλαίσιο. Στην υπόθεση δε Jeremy F. v. Premier ministre, (κατωτέρω), διαπιστώθηκε η απουσία από την εν λόγω Απόφαση - πλαίσιο, ρητής πρόνοιας, η οποία να προβλέπει για το δικαίωμα ανασταλτικής προσφυγής, όπως ήταν η περίπτωση εκεί, σε σχέση τόσο με την έκδοση όσο και με τη διεύρυνση Ε.Ε.Σ.

 

8.  Παραμένοντας στο πλαίσιο του Ν. 133(1)/2004, αναμφίβολα, η διασφάλιση, στην πρώτη περίπτωση, ανωτέρω, των εν λόγω δικαιωμάτων, όπως και άλλων, που, επίσης, προβλέπονται στο Τρίτο Μέρος αυτού, υπό τον τίτλο «Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», συνάδει με τη ρητή πρόνοια στο Άρθρο 2(2), σύμφωνα με την οποία « Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ...»

 

9.  Εμφανώς, η πρόνοια αυτή αφορά σε βασική αρχή, που λαμβάνεται, πρωτίστως, υπόψη κατά την εξέταση κάθε πτυχής του Νόμου και εφαρμόζεται υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 6 ΕΕ και, ειδικότερα, των προνοιών στις παραγράφους 1 και 3 αυτού.

 

10. Συνακόλουθα, η εξέταση περαιτέρω, στο ίδιο πάντοτε πλαίσιο, ανωτέρω, προνοιών όπως αυτών στο Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, στο Άρθρο 6.1 της Ε.Σ.Δ.Α. και στο Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες, με ιδιαίτερο τρόπο η κάθε μια, προβλέπουν για το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, διενεργείται ως εκ των ων ουκ άνευ, με βάση την επιτακτική ως προς τούτο πρόνοια του Άρθρου 2(2) του Ν. 133(Ι)/2004.

11.  Επιπρόσθετα, θα πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι ο Ν. 133(Ι)/2004 θεσπίστηκε, βασικά, κατ' επιταγή του Άρθρου 34(2)(β) ΕΕ, προς υλοποίηση των προνοιών της Απόφασης πλαίσιο 2002/584, υποχρέωση η οποία επιβάλλεται, ειδικά, σε όλα τα κράτη μέλη με το Άρθρο 34 αυτής.

 

12. Με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, προς το σκοπό διασφάλισης της επιτυχούς ενσωμάτωσης στο σχετικό νόμο του κάθε κράτους μέλους της εν λόγω Απόφασης πλαίσιο, η νομολογία του Δ.Ε.Ε. επιβάλλει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, αυτός να ερμηνεύεται σε συμφωνία με αυτή.

 

13. Η ερμηνεία δε, περαιτέρω, του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς το σκοπό ορθής εφαρμογής του, διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, από τη δυνατότητα που παρέχεται με το Άρθρο 267 ΣΛΕΕ για υποβολή στο Δ.Ε.Ε. αιτήματος, για προδικαστική απόφαση επί ζητήματος που αφορά στη συμβατότητα πρόνοιας σε εθνική νομοθεσία με συγκεκριμένη πρόνοια νομοθετήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέτοια ήταν, η περίπτωση στην υπόθεση Jeremy F. v. Premier ministre ( κατωτέρω).

 

14. Στην προκειμένη περίπτωση, ενδιαφέρει μόνο το Άρθρο 27.4 της Απόφασης πλαίσιο, το οποίο μεταφέρθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με το Άρθρο 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004.

 

15. Η διαδικασία διεύρυνσης Ε.Ε.Σ. είναι αμιγώς δικαστικής φύσεως. Επομένως, δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές εκπτώσεις σε σχέση με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατά τη διεξαγωγή της και, ιδιαίτερα, αυτού της δίκαιης δίκης, αξίωμα το οποίο, στο πλαίσιο του Ν. 133(Ι)/2004, διασφαλίζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 2(2).

 

16. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που, βασικά, ζητείτο να αναγνωριστεί ήταν ότι ο αιτητής είχε δικαίωμα να ακουστεί στο πλαίσιο της ακρόασης η οποία διεξήχθη και οδήγησε στην υπό αναφορά απόφαση, όσο σύντομη ή/και συνοπτική και να ήταν αυτή.

 

17. Το εν λόγω δικαίωμα αποτελεί αρχή της φυσικής δικαιοσύνης. Ο σεβασμός δε προς αυτό αποτελεί εγγύηση για διεξαγωγή δίκαιης δίκης και για έκδοση έγκυρης δικαστικής απόφασης. Διαφορετικά, η απόφαση υπόκειται σε ακύρωση. Υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως, το πιο πάνω δικαίωμα του αιτητή είχε, οπωσδήποτε, παραβιαστεί.

 

18. Συγκεκριμένα, του αποστερήθηκε το ζωτικό δικαίωμα, που προβλέπεται στο Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, να πληροφορηθεί σε σχέση με την εναντίον του αίτηση για συγκατάθεση και να εμφανιστεί κατά την ακρόασή της ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής.

 

19. Αυτό διαπιστωνόταν ότι είχε συμβεί, στο πλαίσιο της εφαρμογής του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, δεδομένων και των προνοιών του Άρθρου 2(2) αυτού, όπως και των ανάλογων προνοιών της Απόφασης πλαίσιο, που επισημαίνονται στην υπόθεση Jeremy F. v. Premier ministre.

 

20. Κατά συνέπεια, η σχετική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας της 26.5.2015, αποτελούσε έκδηλο νομικό σφάλμα, ώστε δικαιολογείτο η ακύρωσή της.

 

21. Ένα δεύτερο θέμα, το οποίο ηγέρθη με τις αγορεύσεις, αφορά στο γεγονός ότι ο αιτητής κατέφυγε στην παρούσα αίτηση για certiorari, αντί να καταχωρίσει έφεση, στην επιδίωξή του για ακύρωση της υπό αναφορά απόφασης.

 

22. Με την προηγηθείσα συζήτηση, είχε πλέον, κριθεί ότι η υπό αναφορά απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 26.5.2015, λήφθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος που ο αιτητής είχε να ακουστεί κατά την ακροαματική διαδικασία η οποία διεξήχθη και η οποία οδήγησε σε αυτήν.

 

23. Είναι δε γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο αιτήματος για συγκατάθεση διεύρυνσης εκτελεσθέντος Ε.Ε.Σ., δυνάμει του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004. Είναι, επίσης, γεγονός ότι ο Νόμος δεν προβλέπει ρητώς δικαίωμα έφεσης από τέτοια απόφαση και, ειδικά, προς όφελος του καθ' ου η αίτηση στη σχετική διαδικασία, όπως προβλέπει στην περίπτωση απόφασης για εκτέλεση Ε.Ε.Σ. με βάση το Άρθρο 24(1) αυτού.

 

24. Δεδομένων των πιο πάνω προνοιών, η γενική πρόνοια για έφεση, στο Άρθρο 25(1) του Ν. 14/1960, δεν παρείχε οποιαδήποτε ασφάλεια ότι ο αιτητής, αν καταχωρούσε έφεση δυνάμει αυτής, θα προέβαινε στην ορθή επιλογή.

 

25. Για τους λόγους αυτούς, εκρίθη δικαιολογημένη η καταφυγή του αιτητή στην παρούσα διαδικασία της εναρκτήριας αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari.Έπειτα, αποτελεί κλασσική περίπτωση η επιδίωξη της εν λόγω θεραπείας, όταν υπάρχει παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, όπως εν προκειμένω.

26.  Με την ακολουθητέα, σε αίτηση της πιο πάνω φύσεως, διαδικασία, διασφαλίζεται, όπως, ακριβώς, έχει συμβεί, η περάτωση της υπόθεσης στον ελάχιστο δυνατό χρόνο και, προπαντός, εντός του χρονικού πλαισίου που προβλέπει ο Νόμος, στο Άρθρο 23, σε σχέση με την περίπτωση απόφασης για εκτέλεση Ε.Ε.Σ., όπως θα πρέπει να γίνεται, σύμφωνα και με τη σχετική υπόδειξη στην υπόθεση Jeremy F. v. Premier ministre, σκέψη 74.

 

27. Άλλωστε, ελλείψει ρητής πρόνοιας για έφεση, από απόφαση δυνάμει του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, με βάση τη συνήθη διαδικασία έφεσης, δικαιολογημένα δεν παρεχόταν, επίσης, ασφάλεια για τήρηση του εν λόγω χρονικού πλαισίου.

 

28. Εν κατακλείδι, υπήρχαν οι περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν την καταφυγή στην παρούσα διαδικασία, βασικά, ως του μοναδικού ένδικου μέσου για την ακύρωση της υπό αναφορά απόφασης με ένταλμα Certiorari, οι οποίες περιστάσεις, εν πάση περιπτώσει, μπορούσαν να χαρακτηριστούν και εξαιρετικές.

 

Η αίτηση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1546,

 

Jeremy F. v. Premier ministre, της 30ής Μαΐου, 2013  Δ.Ε.Ε., Υπόθεση C-168/13 PPU,

 

C-105/2003, Maria Pupino της 16ης Ιουνίου, 2005,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

 

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,

 

Turapis v. Pelides (1967) 1 C.L.R. 5,

 

In re Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165,

 

In re Mouskos (1977) 1 C.L.R. 100,

 

Παναγίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 591.

 

Αίτηση.

 

Γ. Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.

 

Χ. Κυθραιώτου (κα), για τον Καθ' ου η Αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση, ζητείται η έκδοση εντάλματος certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 26.5.2015.  Στο πλαίσιο αυτής, το εν λόγω Δικαστήριο, ενεργώντας ως αρμόδια δικαστική αρχή, συγκατατέθηκε, δυνάμει του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004*, στη διεύρυνση εκτελεσθέντος Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, Ε.Ε.Σ., αφορών στον αιτητή, ως το σχετικό αίτημα της ελληνικής αρμόδιας δικαστικής αρχής. Για την ακρίβεια, ήταν δύο τα Ε.Ε.Σ., όπως δύο ήταν και τα αιτήματα για διεύρυνσή τους, στη συζήτηση, όμως, που ακολουθεί, χρησιμοποιείται ο ενικός, χάριν ευκολίας του λόγου και μόνο.

 

Ως λόγος ακύρωσης της εν λόγω απόφασης, προβάλλεται η παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και, ειδικά, του δικαιώματος ενός προσώπου να ακούγεται σε δικαστική διαδικασία στην οποία αυτό είναι διάδικο μέρος, ως στοιχειώδες συστατικό της δίκαιης δίκης. Είναι ο λόγος για τον οποίο είχε δοθεί, τελικώς, άδεια για καταχώριση της παρούσας αίτησης. Αυτή δε βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, Ε.Σ.Δ.Α. Επίσης, δεν παραλείπεται αναφορά, σε αυτή, στο Άρθρο 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004 και στις αντίστοιχες πρόνοιες της Απόφασης πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, της 13ης Ιουνίου του 2002. Οι σχετικές πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων συνιστούν τη νομική βάση της παρούσας αίτησης.

 

Κατ' αρχάς, όμως, να αναφερθεί ότι υπάρχει ένα μακρύ ιστορικό δικαστικών διαδικασιών, που αφορούν στην υπόθεση αυτή, το οποίο, φαινομενικά, έλαβε τέλος στις 21.10.2013, με την παράδοση του εδώ αιτητή στην αρμόδια δικαστική αρχή της Ελλάδας, στο πλαίσιο εκτέλεσης του προαναφερθέντος Ε.Ε.Σ. Αυτή, τουλάχιστον, ήταν η εντύπωση κατά την ημερομηνία εκείνη. Να σημειωθεί δε, σχετικά, πως είχε προηγηθεί, στις 19.7.2013, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 196/2013*, η οποία επικύρωσε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με την οποία διατάχθηκε η εκτέλεση του εν λόγω Ε.Ε.Σ. Ακολούθως, ο αιτητής, μεταφερθείς στην Ελλάδα, τέθηκε υπό κράτηση και δικάστηκε για τα αδικήματα σε σχέση με τα οποία είχε εκτελεστεί το Ε.Ε.Σ. Η διαδικασία εκείνη κατέληξε σε καταδίκη του και επιβολή σε αυτόν πολυετούς ποινής φυλάκισης. Τελικώς, όμως, ο αιτητής αποφυλακίστηκε στις 29.4.2015, αφού λήφθηκε απόφαση καταβολής «του συνολικού ποσού της ποινής» εντός καθορισθείσας προθεσμίας, όπως αναφέρεται σε δικαστικό έγγραφο το οποίο συνοδεύει την παρούσα αίτηση. 

 

Ο αιτητής, με την έξοδό του από τις Φυλακές, συνελήφθηκε πάλι, και τέθηκε υπό κράτηση, προκειμένου να διωχθεί για κάποια άλλα ποινικά αδικήματα, τα οποία αυτός φέρεται να είχε διαπράξει πριν από την έκδοση του προαναφερθέντος Ε.Ε.Σ. Για τον εν λόγω σκοπό, υποβλήθηκε από την αρμόδια δικαστική αρχή της Ελλάδας αίτημα, προκειμένου η αρμόδια δικαστική αρχή της Κύπρου να συγκατατεθεί, ώστε ο αιτητής να δικαστεί για τα αδικήματα τα οποία προσδιορίζονται στο υπό αναφορά αίτημα. Συνακόλουθα, μεσολαβήσαντος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, της αρμόδιας Κεντρικής Αρχής της Κύπρου, υποβλήθηκε γραπτώς σχετική αίτηση προς την αρμόδια δικαστική αρχή, δηλαδή το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Η αίτηση περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία που προβλέπονται στο Άρθρο 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, στο οποίο βασίζεται, αφού αυτό περιλαμβάνει και τη δικαιοδοτική πρόνοια σε σχέση με την επικαλεσθείσα, ως άνω, εξουσία.

 

Η εν λόγω αίτηση, τεθείσα ενώπιον του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου, εξετάστηκε μονομερώς, χωρίς να προηγηθεί επίδοσή της προς τον αιτητή, ή να ενημερωθεί ο δικηγόρος του σε σχέση με αυτή. Να σημειωθεί, συναφώς, πως ο τελευταίος, ο οποίος είχε εμφανιστεί για λογαριασμό του αιτητή σε όλες τις προηγηθείσες διαδικασίες που αφορούσαν το εκτελεσθέν Ε.Ε.Σ., στις 8.5.2015, ενημέρωσε γραπτώς την αρμόδια Κεντρική Αρχή της Κύπρου ότι ο ίδιος, στην περίπτωση υποβολής αιτήματος για συγκατάθεση διεύρυνσης του υπό αναφορά Ε.Ε.Σ., προτίθετο να εμφανιστεί και να εκπροσωπήσει τον αιτητή στη διαδικασία ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής. Εν πάση περιπτώσει, κατά την ορισθείσα σχετικά ημερομηνία, η ευπαίδευτη Δικαστής, η οποία επιλήφθηκε της πιο πάνω αίτησης, αφού ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι ρητές απαιτήσεις του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, παραχώρησε την αιτηθείσα συγκατάθεση, διευρύνοντας έτσι το ήδη εκτελεσθέν Ε.Ε.Σ. Ως αποτέλεσμα, ο αιτητής είναι, πλέον, δυνατό να αντιμετωπίσει κατηγορίες ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων για συγκεκριμένα αδικήματα που αυτός φέρεται να διέπραξε πριν από την έκδοση του εν λόγω Ε.Ε.Σ.   

 

Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο λόγος για τον οποίο δόθηκε η άδεια, που οδήγησε στην καταχώριση της παρούσας αίτησης, αφορά στο γεγονός ότι η προαναφερθείσα αίτηση για συγκατάθεση δεν κοινοποιήθηκε στον αιτητή, ώστε αυτός να λάβει γνώση και να εμφανιστεί προσωπικά ή, αφού τελεί υπό κράτηση, να εκπροσωπηθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κατά την ακρόασή της. Να σημειωθεί, σχετικά, πως καμιά προσπάθεια δεν καταβλήθηκε προς το σκοπό αυτό, θεωρώντας, προφανώς, ότι η αίτηση έπρεπε να εξεταστεί μονομερώς και στην απουσία του αιτητή, όπως και έγινε. Επομένως, με την παρούσα αίτηση, ζητείται να κριθεί ως άκυρη η απόφαση της 26.5.2015, στην οποία κατέληξε το Επαρχιακό Δικαστήριο, στα πλαίσια της εξέτασης της σχετικής αίτησης για συγκατάθεση, ακριβώς, για το λόγο ότι η πιο πάνω απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της προαναφερθείσας αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, η τήρηση της οποίας διασφαλίζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. 

 

Ο συνήγορος του αιτητή υποστήριξε τη θέση, ανωτέρω, με αναφορές σε πρόνοιες της Απόφασης πλαίσιο 2002/584, τις οποίες θεωρεί ως σχετικές, καθώς, επίσης, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε., στην υπόθεση C-168/13 PPU, Jeremy F. v. Premier ministre, της 30ής Μαΐου, 2013.  Πρόθεσή του είναι να καταδείξει ότι η προαναφερθείσα αρχή εφαρμόζεται και στην περίπτωση αίτησης για συγκατάθεση δυνάμει του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, παρά την απουσία οποιασδήποτε πρόνοιας σε αυτό ως προς τούτο. Από την πλευρά του καθ' ου η αίτηση, η συνήγορος, η οποία τον εκπροσωπεί, περιορίστηκε, ακριβώς, να υποδείξει την απουσία ρητών προνοιών στο Άρθρο 36(4), ανάλογων με αυτές που προβλέπονται στο Νόμο σε σχέση με την εκτέλεση Ε.Ε.Σ. Επομένως, εισηγήθηκε, ορθώς η ακρόαση της εν λόγω αίτησης διεξήχθη στην απουσία και χωρίς να ενημερωθεί γι' αυτήν, προηγουμένως, ο καθ' ου η αίτηση, εδώ αιτητής.

 

Κατ' αρχάς, επισημαίνεται ότι, στην πραγματικότητα, το εδάφιο (4) του Άρθρου 36 του Ν. 133(Ι)/2004 αποτελεί αυτοτελή πρόνοια εντός του εν λόγω άρθρου. Αφορά δε στην περίπτωση κατά την οποία αρμόδια κυπριακή δικαστική αρχή, αφού έχει, ήδη, αποφασίσει την εκτέλεση συγκεκριμένου Ε.Ε.Σ., συμφώνως του Τρίτου Μέρους του υπό αναφορά Νόμου, καλείται, στη συνέχεια, να προβεί στη διεύρυνσή του, κατ' αντίθεση προς το λεγόμενο κανόνα της ειδικότητας (rule of speciality). Επομένως, το εδάφιο (4) είναι άσχετο προς το εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου, το οποίο αφορά στην περίπτωση κατά την οποία αρμόδια κυπριακή δικαστική αρχή είναι αυτή που εκδίδει το Ε.Ε.Σ, προς εκτέλεση σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά και τη διαπίστωση αυτή, σημειώνεται ότι το εδάφιο (4) προβλέπει, συγκεκριμένα, τα εξής:-

 

«(4) Όταν ζητείται η συγκατάθεση της Κυπριακής δικαστικής αρχής που αποφάσισε την εκτέλεση του εντάλματος, προκειμένου ο παραδοθείς να διωχθεί, καταδικαστεί ή κρατηθεί στο κράτος έκδοσης εντάλματος για αξιόποινη πράξη προγενέστερη και διαφορετική από εκείνη για την οποία είχε εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η ανωτέρω δικαστική αρχή αποφαίνεται το αργότερο σε τριάντα (30) ημέρες μετά την παραλαβή της αίτησης καθώς και της μετάφρασης και των πληροφοριών που ορίζονται στο Άρθρο 4 του παρόντος Νόμου. Συγκατάθεση δίδεται, αν για την αξιόποινη πράξη, για την οποία ζητείται, χωρεί παράδοση, σύμφωνα με το Άρθρο 12 του παρόντος Νόμου. Η δικαστική αρχή αρνείται τη συγκατάθεση, αν συντρέχουν οι λόγοι που αναφέρονται στο Άρθρο 13 του παρόντος Νόμου καθώς και αν το κράτος έκδοσης του εντάλματος δεν παρέχει τις τυχόν αιτηθείσες εγγυήσεις που ορίζονται στο Άρθρο 15 του παρόντος. Η δικαστική αρχή μπορεί να αρνηθεί τη συγκατάθεση για τους λόγους που αναφέρονται στο Άρθρο 14 του παρόντος Νόμου.»

 

Περαιτέρω, από το λεκτικό του πιο πάνω εδαφίου, προκύπτει σαφώς ότι, για να δοθεί η αιτούμενη συγκατάθεση, πρέπει δικαστική αρχή της Κύπρου να ικανοποιηθεί σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που προβλέπει ο Νόμος, στο Πρώτο και στο Τρίτο Μέρος του, οι οποίες απαιτήσεις είναι οι ίδιες με αυτές που εφαρμόζονται στην περίπτωση εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. και προβλέπονται στα Άρθρα 4, 12, 13, 14 και 15 αυτού. Όσον αφορά, όμως, τη διαδικασία εκτέλεσης Ε.Ε.Σ., υπάρχουν και άλλες πρόνοιες στο Νόμο, οι οποίες προβλέπουν για το δικαίωμα εκζητούμενου προσώπου, ειδικά όταν αυτό ενίσταται στην παράδοσή του, να παραστεί στην ακρόαση της υπόθεσης και να εκπροσωπηθεί σε αυτήν από δικηγόρο της επιλογής του· εντοπίζονται στα Άρθρα 17 και 20. Επιπρόσθετα, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τη συγκατάθεση του εκζητούμενου προσώπου, διαταχθεί η εκτέλεση Ε.Ε.Σ., το Άρθρο 24 προβλέπει για δικαίωμα έφεσης, το οποίο μπορεί να ασκηθεί εντός τριών ημερών από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης.

 

Δεν υπάρχουν παρόμοιες πρόνοιες στο Νόμο, για κατοχύρωση των πιο πάνω δικαιωμάτων, σε σχέση με την εφαρμογή του Άρθρου 36(4)· δηλαδή, όταν ζητείται συγκατάθεση για διεύρυνση εκτελεσθέντος Ε.Ε.Σ. και, στη συνέχεια, όταν αυτή δίδεται, με σχετική απόφαση της αρμόδιας δικαστικής αρχής. Να σημειωθεί πως το Άρθρο 36(4) αντανακλά, συγκεκριμένα, τις πρόνοιες του Άρθρου 27.4 της Απόφασης πλαίσιο. Στην υπόθεση δε Jeremy F. v. Premier ministre, ανωτέρω, διαπιστώθηκε η απουσία από την εν λόγω Απόφαση πλαίσιο ρητής πρόνοιας, η οποία να προβλέπει για το δικαίωμα ανασταλτικής προσφυγής, όπως ήταν η περίπτωση εκεί, σε σχέση τόσο με την έκδοση όσο και με τη διεύρυνση Ε.Ε.Σ., σκέψη 37. Όπως διαπιστώνεται, όμως, στη σκέψη 38:  «Εντούτοις, αυτή η έλλειψη ρητής ρυθμίσεως δεν σημαίνει ότι η απόφαση-πλαίσιο εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν μια τέτοια προσφυγή ή ότι τους επιβάλλει να την προβλέψουν». Στη συνέχεια, παρατίθενται οι λόγοι για την πιο πάνω διαπίστωση, οι οποίοι είναι σχετικοί με την παρούσα υπόθεση.

 

Παραμένοντας στο πλαίσιο του Ν. 133(1)/2004, αναμφίβολα, η διασφάλιση, στην πρώτη περίπτωση, ανωτέρω, των εν λόγω δικαιωμάτων, όπως και άλλων, που, επίσης, προβλέπονται στο Τρίτο Μέρος αυτού, υπό τον τίτλο «Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», συνάδει με τη ρητή πρόνοια στο Άρθρο 2(2), ότι:-

 

«2(2) Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. ...»

 

Εμφανώς, η πρόνοια αυτή αφορά σε βασική αρχή, που λαμβάνεται, πρωτίστως, υπόψη κατά την εξέταση κάθε πτυχής του Νόμου και εφαρμόζεται υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 6 ΕΕ και, ειδικότερα, των προνοιών στις παραγράφους 1 και 3 αυτού, ως προς το ότι:-

 

«1. Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.

..............................................................................................................

 

3.   Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης».

 

Συνακόλουθα, η εξέταση περαιτέρω, στο ίδιο πάντοτε πλαίσιο, ανωτέρω, προνοιών όπως αυτών στο Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, στο Άρθρο 6.1 της Ε.Σ.Δ.Α. και στο Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες, με ιδιαίτερο τρόπο η κάθε μια, προβλέπουν για το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, διενεργείται ως εκ των ων ουκ άνευ, με βάση την επιτακτική ως προς τούτο πρόνοια του Άρθρου 2(2) του Ν. 133(Ι)/2004.

 

Επιπρόσθετα, θα πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι ο Ν. 133(Ι)/2004 θεσπίστηκε, βασικά, κατ' επιταγή του Άρθρου  34(2)(β) ΕΕ, προς υλοποίηση των προνοιών της Απόφασης πλαίσιο 2002/584, υποχρέωση η οποία επιβάλλεται, ειδικά, σε όλα τα κράτη μέλη με το Άρθρο 34 αυτής. Με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα*, προς το σκοπό διασφάλισης της επιτυχούς ενσωμάτωσης στο σχετικό νόμο του κάθε κράτους μέλους της εν λόγω Απόφασης πλαίσιο, η νομολογία του Δ.Ε.Ε. επιβάλλει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, αυτός να ερμηνεύεται σε συμφωνία με αυτή, (βλ. C-105/2003, Maria Pupino της 16ης Ιουνίου, 2005, σκέψεις 34, 42 και 43.) Η ερμηνεία δε, περαιτέρω, του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς το σκοπό ορθής εφαρμογής του, διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, από τη δυνατότητα που παρέχεται με το Άρθρο 267 ΣΛΕΕ για υποβολή στο Δ.Ε.Ε. αιτήματος, για προδικαστική απόφαση επί ζητήματος που αφορά στη συμβατότητα πρόνοιας σε εθνική νομοθεσία με συγκεκριμένη πρόνοια νομοθετήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέτοια ήταν, βασικά, η περίπτωση στην υπόθεση Jeremy F. v. Premier ministre, στο πλαίσιο της οποίας το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γαλλίας είχε θέσει, προς απόφαση από το Δ.Ε.Ε., το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, σκέψη 33:-

 

«... αν τα Άρθρα 27, παράγραφος 4, και 28, παράγραφος 3**, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως-πλαισίου έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν τα κράτη μέλη να προβλέπουν δικαίωμα προσφυγής αναστέλλουσας την εκτέλεση αποφάσεως της δικαστικής αρχής η οποία αποφαίνεται, εντός τριάντα ημερών από της παραλαβής του σχετικού αιτήματος, προκειμένου να παράσχει τη συγκατάθεσή της ώστε ένα άτομο είτε να διωχθεί, να καταδικαστεί ή να κρατηθεί προς έκτιση ποινής ή άλλου στερητικού της ελευθερίας μέτρου, λόγω αξιόποινης πράξεως που ετέλεσε πριν από την παράδοσή του σε εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, διαφορετικής από εκείνη που δικαιολόγησε την παράδοση αυτή, ...»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ενδιαφέρει μόνο το Άρθρο 27.4 της Απόφασης πλαίσιο, το οποίο μεταφέρθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με το Άρθρο 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004. Στην υπόθεση Jeremy F. v. Premier ministre, το Δ.Ε.Ε., αφού προβαίνει, κατ' αρχάς, στις διαπιστώσεις που διατυπώνονται στις σκέψεις 37 και 38, οι οποίες αναφέρονται πιο πάνω, στη συνέχεια, επισημαίνει την εκτίμηση στην πρώτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 12 της Απόφασης πλαίσιο και υπενθυμίζει την παρόμοιου περιεχομένου πρόνοια στο Άρθρο 1.3 αυτής, που αναφέρονται στην υποχρέωση σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το Άρθρο 6 ΕΕ, σε σχέση με την εφαρμογή της. Σημειώνεται, εδώ, πως, στο Ν. 133(Ι)/2004, αντίστοιχο του Άρθρου 1.3. είναι το Άρθρο 2(2), το οποίο παρατίθεται πιο πάνω. Τέλος, με αναφορά και στις πρόνοιες στα Άρθρα 6 και 8 της Απόφασης πλαίσιο, επισημαίνει τη δικαστική φύση, ουσιαστικά, της διαδικασίας σε κάθε πτυχή που εμπλέκεται δικαστική αρχή, κατά την εφαρμογή της Απόφασης πλαίσιο, άρα και του Ν. 133(1)/2004, υποκείμενης σε δικαστικό έλεγχο, ο οποίος διεξάγεται από την αρμόδια δικαστική αρχή που επιλαμβάνεται σχετικού αιτήματος.  Τα ανωτέρω αναφέρονται στο πρώτο μέρος της σκέψης 45 και προστίθεται, στη συνέχεια αυτής, ότι:-

 

«Ομοίως, απαιτείται η παρέμβαση δικαστικής αρχής όσον αφορά τη συγκατάθεση η οποία προβλέπεται από τα Άρθρα 27, παράγραφος 4, και 28, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως-πλαισίου, καθώς και κατά τη διάρκεια άλλων σταδίων της διαδικασίας παραδόσεως, όπως είναι η ακρόαση του καταζητούμενου ατόμου, η απόφαση για τη συνέχιση της κρατήσεως του ατόμου ή της προσωρινής μεταφοράς του.»

 

Με τις επισημάνσεις, ανωτέρω, τίθεται, πλέον, εκτός αμφιβολίας ότι και η διαδικασία διεύρυνσης Ε.Ε.Σ. είναι αμιγώς δικαστικής φύσεως. Επομένως, δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές εκπτώσεις σε σχέση με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατά τη διεξαγωγή της και, ιδιαίτερα, αυτού της δίκαιης δίκης, αξίωμα το οποίο, στο πλαίσιο του Ν. 133(Ι)/2004, διασφαλίζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 2(2).

 

Στην υπόθεση Jeremy F. v. Premier ministre, το Δ.Ε.Ε., με μια γενίκευση του τεθέντος, ανωτέρω, ζητήματος, η οποία παρέχει πλήρη υποστήριξη και στην πιο πάνω κατάληξη, παρατηρεί, τέλος, στις σκέψεις 52 και 53, και τα εξής:-

 

«52 Πράγματι, ελλείψει ειδικότερων διευκρινίσεων στις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου και λαμβανομένου υπόψη του Άρθρου 34 ΕΕ, που παρέχει στις εθνικές αρχές αρμοδιότητα όσον αφορά τη μορφή και τα αναγκαία μέσα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με τις αποφάσεις-πλαίσιο αποτελέσματος, διαπιστώνεται ότι η απόφαση-πλαίσιο καταλείπει στις εθνικές αρχές περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες εφαρμογής για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει, ιδίως ως προς τη δυνατότητα να προβλέπουν ένδικο βοήθημα συνεπαγόμενο αναστολή κατά των σχετικών με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αποφάσεων.

 

 53 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εμποδίζεται η εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου, η απόφαση αυτή, όπως σημειώνεται στο δεύτερο εδάφιο της αιτιολογικής της σκέψεως 12, δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους συνταγματικούς τους κανόνες που αφορούν, ιδίως, τον σεβασμό του δικαιώματος για μια δίκαιη δίκη.»

 

Η πιο πάνω υπόθεση είναι, ακριβώς, επί του θέματος που εξετάζεται στην παρούσα υπόθεση, έστω και αν η περίπτωση εκεί αφορούσε αναγνώριση δικαιώματος άσκησης ανασταλτικής προσφυγής. Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, αυτό που, βασικά, ζητείται να αναγνωριστεί είναι ότι ο αιτητής είχε δικαίωμα να ακουστεί στο πλαίσιο της ακρόασης η οποία διεξήχθη και οδήγησε στην υπό αναφορά απόφαση, όσο σύντομη ή/και συνοπτική και να ήταν αυτή. Το εν λόγω δικαίωμα αποτελεί αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, το οποίο εκφέρεται με τη γνωστή λατινική ρήση "audi alteram partem" (ακούστε και το άλλο μέρος). Ο σεβασμός δε προς αυτό αποτελεί εγγύηση για διεξαγωγή δίκαιης δίκης και για έκδοση έγκυρης δικαστικής απόφασης. Διαφορετικά, η απόφαση υπόκειται σε ακύρωση, (βλ. Γλυκύ ν. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2319).

 

Υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως, το πιο πάνω δικαίωμα του αιτητή έχει, οπωσδήποτε, παραβιαστεί. Συγκεκριμένα, του αποστερήθηκε το ζωτικό δικαίωμα, που προβλέπεται στο Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, να πληροφορηθεί σε σχέση με την εναντίον του αίτηση για συγκατάθεση και να εμφανιστεί κατά την ακρόασή της ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής, (βλ. Γλυκύ ν. Δήμου Λεμεσού, ανωτέρω). Αυτό διαπιστώνεται ότι έχει συμβεί, στο πλαίσιο της εφαρμογής του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, δεδομένων και των προνοιών του Άρθρου 2(2) αυτού, όπως και των ανάλογων προνοιών της Απόφασης πλαίσιο, που επισημαίνονται στην υπόθεση Jeremy F. v. Premier ministre. Κατά συνέπεια, η σχετική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας της 26.5.2015, για το λόγο που έχει διαπιστωθεί πιο πάνω, αποτελεί έκδηλο νομικό σφάλμα, ώστε δικαιολογείται η ακύρωσή της.

 

Ένα δεύτερο θέμα, το οποίο ηγέρθη με τις αγορεύσεις, αφορά στο γεγονός ότι ο αιτητής κατέφυγε στην παρούσα αίτηση για certiorari, αντί να καταχωρίσει έφεση, στην επιδίωξή του για ακύρωση της υπό αναφορά απόφασης. Ο συνήγορός του εισηγήθηκε, σχετικά, πως, κατ' αρχήν, η θεραπεία του εντάλματος certiorari είναι η μόνη που προσφέρεται, δεδομένου ότι, κατά την άποψή του, υπήρξε παραβίαση αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και, δη, του δικαιώματος που είχε ο αιτητής να ακουστεί κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην εν λόγω απόφαση. Περαιτέρω, υπέδειξε ότι δεν υπάρχει στο Ν. 133(Ι)/2004 ρητή πρόνοια, η οποία να διασφαλίζει δικαίωμα έφεσης κατά απόφασης που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή του Άρθρου 36(4), ανάλογη με αυτήν που υπάρχει σε σχέση με απόφαση εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. δυνάμει του Άρθρου 24 του Ν. 133(Ι)/2004. Η συνήγορος εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση υπέδειξε, σε απάντηση, την ύπαρξη του δικαιώματος έφεσης που προβλέπεται στο Άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, και ασκείται σε σχέση με πολιτικής φύσεως διαδικασίες. Είναι δε αναμφισβήτητο ότι η διαδικασία η οποία διεξήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και η οποία οδήγησε στην υπό αναφορά απόφαση είναι πολιτικής φύσεως. Συνεχίζοντας, η συνήγορος εισηγήθηκε πως η καταχώριση της παρούσας αίτησης αντιστρατεύεται την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία, σε τέτοιες περιπτώσεις, υπαγορεύει προσφυγή στο υπάρχον εναλλακτικό ένδικο μέσο, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις*.

 

Με την προηγηθείσα συζήτηση, έχει, πλέον, κριθεί ότι η υπό αναφορά απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 26.5.2015, λήφθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος που ο αιτητής είχε να ακουστεί κατά την ακροαματική διαδικασία η οποία διεξήχθη και η οποία οδήγησε σε αυτήν. Είναι δε γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο αιτήματος για συγκατάθεση διεύρυνσης εκτελεσθέντος Ε.Ε.Σ., δυνάμει του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004. Είναι, επίσης, γεγονός ότι ο Νόμος δεν προβλέπει ρητώς δικαίωμα έφεσης από τέτοια απόφαση και, ειδικά, προς όφελος του καθ' ου η αίτηση στη σχετική διαδικασία, όπως προβλέπει στην περίπτωση απόφασης για εκτέλεση Ε.Ε.Σ. με βάση το Άρθρο 24(1) αυτού. Δεδομένων των πιο πάνω προνοιών, η γενική πρόνοια για έφεση, στο Άρθρο 25(1) του Ν. 14/1960, δεν παρείχε οποιαδήποτε ασφάλεια ότι ο αιτητής, αν καταχωρούσε έφεση δυνάμει αυτής, θα προέβαινε στην ορθή επιλογή. Να σημειωθεί πως η υπόθεση Jeremy F. v. Premier ministre αφορούσε περίπτωση όπου το δικαίωμα ανασταλτικής προσφυγής προβλεπόταν στον εθνικό νόμο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, ο οποίος ρύθμιζε θέματα Ε.Ε.Σ. Επομένως, για τους λόγους αυτούς, κρίνεται δικαιολογημένη η καταφυγή του αιτητή στην παρούσα διαδικασία της εναρκτήριας αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari. Έπειτα, αποτελεί κλασσική περίπτωση η επιδίωξη της εν λόγω θεραπείας, όταν υπάρχει παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, όπως εν προκειμένω, (βλ. Turapis v. Pelides (1967) 1 C.L.R. 5, In re Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165, In re Mouskos (1977) 1 C.L.R. 100 και Παναγίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 591). 

 

Με την ακολουθητέα, σε αίτηση της πιο πάνω φύσεως, διαδικασία, διασφαλίζεται, όπως, ακριβώς, έχει συμβεί, η περάτωση της υπόθεσης στον ελάχιστο δυνατό χρόνο και, προπαντός, εντός του χρονικού πλαισίου που προβλέπει ο Νόμος, στο Άρθρο 23, σε σχέση με την περίπτωση απόφασης για εκτέλεση Ε.Ε.Σ., όπως θα πρέπει να γίνεται, σύμφωνα και με τη σχετική υπόδειξη στην υπόθεση Jeremy F. v. Premier ministre, σκέψη 74. Άλλωστε, ελλείψει ρητής πρόνοιας για έφεση, από απόφαση δυνάμει του Άρθρου 36(4) του Ν. 133(Ι)/2004, με βάση τη συνήθη διαδικασία έφεσης, δικαιολογημένα δεν παρεχόταν, επίσης, ασφάλεια για τήρηση του εν λόγω χρονικού πλαισίου. Να σημειωθεί πως, όπως έχει επισημανθεί προηγουμένως, η υπόθεση Jeremy F. v. Premier ministre δεν αφορούσε τέτοια περίπτωση. Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται ότι υπάρχουν οι περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν την καταφυγή στην παρούσα διαδικασία, βασικά, ως του μοναδικού ένδικου μέσου για την ακύρωση της υπό αναφορά απόφασης με ένταλμα certiorari, οι οποίες περιστάσεις, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να χαρακτηριστούν και ως εξαιρετικές, ώστε η διαδικασία της παρούσας αίτησης να μπορεί να χαρακτηριστεί και ως η πλέον πρόσφορη.

 

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η αίτηση επιτυγχάνει και η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 26.5.2015 ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ' ου η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

 

Η αίτηση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο