ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:A507
(2015) 1 ΑΑΔ 1675
10 Ιουλίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΣΤΕΚΕΚ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 304/2010)
Διαιτησία ― Ήταν καθόλα επιτρεπτό στον Διαιτητή να προχωρήσει με την έκδοση απόφασης, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του ― Αφενός η παροχή δανείου δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση και αφετέρου το εγερθέν ζήτημα περί ανατοκισμού είχε ξεπερασθεί με βάση νέα κατάσταση λογαριασμού ― Το τελικό δε γεγονός της μη εμφάνισης του Εφεσείοντα προκειμένου να προωθήσει τις όποιες θέσεις και επιχειρήματά του προς εξέταση από τον διαιτητή, δεν καθιστούσε επιτρεπτή την πρωτογενή εξέτασή τους είτε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε από το Εφετείο.
Διαιτησία ― Οι αποφάσεις των διαιτητών ανατρέπονται δικαστικά στις περιπτώσεις όπου ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο εμφανώς ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
Στις 26 Νοεμβρίου 1997 ο Εφεσείων συνήψε δάνειο από τους Εφεσίβλητους ύψους τότε ΛΚ3.000. Κατέβαλε μέρος του δανείου αυτού, αλλά η παράλειψή του να συμμορφωθεί με τους όρους εξόφλησής του οδήγησε στην παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία, η οποία έλαβε χώραν συμφώνως του Άρθρου 52(1)(2)(β) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/85, ως ετροποποιήθη. Η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε στις 19.6.2009 και ήταν εναντίον του Εφεσείοντα, ως πρωτοφειλέτη, και των εγγυητών αυτού για το ποσό των €1023,99 πλέον τόκο προς 9% ετησίως με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των δεδουλευμένων τόκων την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους από 15.5.2009 μέχρι εξόφλησης.
Ακολούθησε, με βάση το Άρθρο 52(4) του Νόμου, η καταχώρηση αίτησης υπό μορφή έφεσης εκ μέρους του Εφεσείοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με αντικείμενο την αξίωση για έκδοση διατάγματος παραμερισμού και/ή ακύρωσης της πιο πάνω διαιτητικής απόφασης. Προβλήθηκαν εκτεταμένοι λόγοι στήριξης της εν λόγω έφεσης, μεταξύ των οποίων ότι η διαφορά παράνομα παραπέμφθηκε σε διαιτησία, ότι ο διαιτητής δεν είχε εξουσία έκδοσης απόφασης, ότι η επίδικη απόφαση στερείτο αιτιολογίας και εκδόθηκε κατά παράβαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ότι περιελάμβανε παράνομο τοκισμό και ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά της διαδικασίας.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, τα όσα επικαλέστηκε ο Εφεσείων στην ένορκη δήλωσή του περί μεροληψίας και μη παροχής ευκαιρίας ελέγχου της, ήταν γενικά και αόριστα και χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση. Κατέληξε επίσης, ως προς το ζήτημα του ανατοκισμού, ότι η σχετική εισήγηση δεν εύρισκε έρεισμα στην ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία και πως ο Εφεσείων δεν είχε αντικρούσει τους ισχυρισμούς της αντίδικης πλευράς, σύμφωνα με τους οποίους στις 5.6.2009 του παραδόθηκε νέα κατάσταση λογαριασμού χωρίς ανατοκισμό. Γενικά, ως προς το ζήτημα της παράβασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημειώνοντας ότι δεν αμφισβητήθηκε η παροχή ευκαιρίας στον Εφεσείοντα να ακουστεί στα πλαίσια της διαιτητικής διαδικασίας και να παρουσιάσει τις θέσεις του ως προς το θέμα του ανατοκισμού, κατέληξε ότι δεν είχε καταδειχθεί πως ο διαιτητής δεν συμπεριφέρθηκε δίκαια και στα δύο μέρη ή ότι επέδειξε οποιαδήποτε ανάρμοστη συμπεριφορά.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Η πρωτόδικη απόφαση ήταν εσφαλμένη και αναιτιολόγητη.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε κάμει αποδεκτούς τους ισχυρισμούς του περί παράτυπης διαιτητικής διαδικασίας και παραβίασης κάθε έννοιας φυσικής δικαιοσύνης.
γ) Απέφυγε να εξετάσει τα ενώπιόν του επίδικα θέματα και παρέλειψε να αιτιολογήσει την εν λόγω προσέγγισή του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία και η όλη φιλοσοφία του μηχανισμού επίλυσης διαφορών στα πλαίσια διαδικασίας διαιτητικής μορφής, συνίσταται ακριβώς στην ανάγκη για ταχεία και τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς. Τα Δικαστήρια είναι κατά κανόνα απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου νομοθετικά παρέχεται ειδικά τέτοια δυνατότητα.
2. Όπως εντοπίζεται στην απόφαση Σολωμού ν. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 687, ο διαιτητής βαρύνεται με την υποχρέωση να ενεργήσει στα πλαίσια των όρων εντολής του και το ζητούμενο είναι η συμμόρφωσή του με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης σε όλη την πορεία της οιονεί δικαστικής αποστολής του.
3. Πέραν της υποχρέωσης αυτής ο διαιτητής είναι δεσμευμένος να συμμορφώνεται και με τις βασικές αρχές του δικαίου. Άλλωστε η διαιτησία διεξάγεται πάντοτε σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομικές αρχές και ο κάθε διαιτητής είναι υποχρεωμένος να τηρεί τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ισονομία, βασική αρχή του δικαίου.
4. Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού πορίσματός του και η κατάλληλη θεραπεία εξαρτάται από τη φύση της πλημμέλειας και τις περιστάσεις της υπόθεσης.
5. Στην υπό κρίση περίπτωση ο διαιτητής διορίστηκε από τον Έφορο, κατ' ακολουθία των προνοιών του Άρθρου 52(2)(β) του Νόμου. Αντικείμενο της διαφοράς συνιστούσε υπόλοιπο δανείου το οποίο λήφθηκε δυνάμει γραμματίου.
6. Η πλευρά του Εφεσείοντα, αφού ειδοποιήθηκε δεόντως, έλαβε μέρος στη διαδικασία διαιτησίας. Τόσο το επίδικο γραμμάτιο, όσο και κατάσταση λογαριασμού που περιλάμβανε τους τόκους τέθηκαν στη διάθεση του Εφεσείοντα, ο οποίος το μόνο στοιχείο που αμφισβήτησε ήταν το ύψος των τόκων, προβάλλοντας ισχυρισμό περί ανατοκισμού.
7. Κάτω από αυτά τα δεδομένα οι Εφεσίβλητοι τον προμήθευσαν με αναθεωρημένη κατάσταση λογαριασμού, στην οποία δεν περιλαμβανόταν ανατοκισμός.
8. Όταν έγινε αυτό, στις 5.6.2009, ο Εφεσείων ζήτησε χρόνο προκειμένου να τοποθετηθεί επί της νέας αυτής κατάστασης. Αντί τούτου, παρέλειψε να παρουσιαστεί, αναιτιολόγητα, κατά την ημερομηνία, 19.6.2009, που ορίστηκε εκ νέου η διαιτησία.
9. Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, ήταν καθόλα επιτρεπτό στο διαιτητή να προχωρήσει με την έκδοση απόφασης, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του. Η κατάληξή του, εν τέλει, ήταν ορθή, δεδομένου ότι αφενός η παροχή δανείου δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση και αφετέρου το εγερθέν ζήτημα περί ανατοκισμού είχε ξεπερασθεί με βάση τη νέα κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 5.6.2009.
10. Η φύση της διαφοράς ήταν απλή και δεν δικαιολογούσε περαιτέρω πολυπλοκότητα της όλης διαιτητικής διαδικασίας. Άλλωστε, ενώπιον του διαιτητή δεν υπήρχε οποιοδήποτε βάσιμο αίτημα για διεξαγωγή διαδικασίας διαφορετικής δικονομικής μορφής.
11. Το τελικό δε γεγονός της μη εμφάνισης του Εφεσείοντα προκειμένου να προωθήσει τις όποιες θέσεις και επιχειρήματά του προς εξέταση από τον διαιτητή, δεν καθιστούσε επιτρεπτή την πρωτογενή εξέτασή τους είτε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε από το Εφετείο.
12. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν εντοπιζόταν παράτυπη διαιτητική διαδικασία ή οποιαδήποτε παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
13. Ούτε και το παράπονο του Εφεσείοντα περί αναιτιολόγητης πρωτόδικης απόφασης είχε περιθώρια επιτυχίας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σολωμού ν. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 687,
Κούλλουρου ν. Σ.Π.Ε. Αθηαίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 987.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαϊωάννου, Ε.Δ.), (Αίτηση/Έφεση Αρ. 1032/2009), ημερομ. 10/9/2010.
Εφεσείων προσωπικά.
Μ. Χλωρακιώτου (κα) και X. Μαμαντόπουλος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 26 Νοεμβρίου 1997 ο Εφεσείων συνήψε δάνειο από τους Εφεσίβλητους ύψους τότε ΛΚ3.000. Κατέβαλε μέρος του δανείου αυτού, αλλά η παράλειψή του να συμμορφωθεί με τους όρους εξόφλησής του οδήγησε στην παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία, η οποία έλαβε χώραν συμφώνως του Άρθρου 52(1)(2)(β) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/85, ως ετροποποιήθη (ο Νόμος). Η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε στις 19.6.2009 και ήταν εναντίον του Εφεσείοντα, ως πρωτοφειλέτη, και των εγγυητών αυτού για το ποσό των €1.023,99 πλέον τόκο προς 9% ετησίως με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των δεδουλευμένων τόκων την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους από 15.5.2009 μέχρι εξόφλησης.
Ακολούθησε, με βάση το Άρθρο 52(4) του Νόμου, η καταχώρηση αίτησης υπό μορφή έφεσης εκ μέρους του Εφεσείοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με αντικείμενο την αξίωση για έκδοση διατάγματος παραμερισμού και/ή ακύρωσης της πιο πάνω διαιτητικής απόφασης. Προβλήθηκαν εκτεταμένοι λόγοι στήριξης της εν λόγω έφεσης, μεταξύ των οποίων ότι η διαφορά παράνομα παραπέμφθηκε σε διαιτησία, ότι ο διαιτητής δεν είχε εξουσία έκδοσης απόφασης, ότι η επίδικη απόφαση στερείτο αιτιολογίας και εκδόθηκε κατά παράβαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ότι περιελάμβανε παράνομο τοκισμό και ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά της διαδικασίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν τη διεξαγωγή διαιτησίας, εξέτασε τις θέσεις που προβλήθηκαν περί μεροληψίας του διαιτητή και περί ανατοκισμού. Ήταν η κρίση του ότι τα όσα επικαλέστηκε ο Εφεσείων στην ένορκη δήλωσή του περί μεροληψίας και μη παροχής ευκαιρίας ελέγχου της ήταν γενικά και αόριστα και χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση. Κατέληξε επίσης, ως προς το ζήτημα του ανατοκισμού, ότι η σχετική εισήγηση δεν εύρισκε έρεισμα στην ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία και πως ο Εφεσείων δεν είχε αντικρούσει τους ισχυρισμούς της αντίδικης πλευράς, σύμφωνα με τους οποίους στις 5.6.2009 του παραδόθηκε νέα κατάσταση λογαριασμού χωρίς ανατοκισμό. Γενικά, ως προς το ζήτημα της παράβασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημειώνοντας ότι δεν αμφισβητήθηκε η παροχή ευκαιρίας στον Εφεσείοντα να ακουστεί στα πλαίσια της διαιτητικής διαδικασίας και να παρουσιάσει τις θέσεις του ως προς το θέμα του ανατοκισμού, κατέληξε ότι δεν είχε καταδειχθεί πως ο διαιτητής δεν συμπεριφέρθηκε δίκαια και στα δύο μέρη ή ότι επέδειξε οποιαδήποτε ανάρμοστη συμπεριφορά.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη. Εισηγείται ο Εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε κάμει αποδεκτούς τους ισχυρισμούς του περί παράτυπης διαιτητικής διαδικασίας και παραβίασης κάθε έννοιας φυσικής δικαιοσύνης. Προβάλλει περαιτέρω πως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέφυγε να εξετάσει τα ενώπιόν του επίδικα θέματα και παρέλειψε να αιτιολογήσει την εν λόγω προσέγγισή του.
Το Άρθρο 52 του Νόμου προνοεί:
«52.-(1) Οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας-
(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, προσώπων αξιούντων μέσω μελών καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών τους. ή
(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας. ή
(γ) μεταξύ της εταιρείας ή της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής και οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας. ή
(δ) μεταξύ της εταιρείας και οιασδήποτε ετέρας εγγεγραμμένης εταιρείας,
η τοιαύτη διαφορά θα παραπέμπηται υφ΄ οιουδήποτε εξ αυτών εις τον Εφορον:
Νοείται ότι-
(α) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σε καμιά περίπτωση δεν κωλύουν εγγεγραμμένη εταιρεία να προσφύγει σε αρμόδιο δικαστήριο στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος εναντίον οποιουδήποτε.
(β) ως διαφορά που αφορά τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, λογίζεται και οποιαδήποτε οφειλή ή απαίτηση εγγεγραμμένης εταιρείας που έγινε αποδεκτή ή που δεν αμφισβητείται.
(2) Ο Εφορος δύναται, επί τη λήψει της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:
(α) να επιχειρήση συνδιαλλαγήν της διαφοράς. ή
(β) να παραπέμπη την διαφοράν προς επίλυσιν εις διαιτησίαν ήτις διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας.
(3) Εις περίπτωσιν παραπομπής υπό του Εφόρου της διαφοράς εις διαιτητήν ή διαιτητάς προς επίλυσιν, ο Εφορος κέκτηται εξουσίαν καθορισμού της αμοιβής του τοιούτου διαιτητού ή διαιτητών.
(4) Οιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτόν του ηδικημένον από την απόφασιν οιουδήποτε διαιτητού ή διαιτητών δύναται να υποβάλη έφεσιν εις το Δικαστήριον εντός είκοσι και μιας ημερών από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως.
(5) Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ΄ αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως αν να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.»
Η παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία και η όλη φιλοσοφία του μηχανισμού επίλυσης διαφορών στα πλαίσια διαδικασίας διαιτητικής μορφής, συνίσταται ακριβώς στην ανάγκη για ταχεία και τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς. Τα Δικαστήρια είναι κατά κανόνα απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου νομοθετικά παρέχεται ειδικά τέτοια δυνατότητα. Οι αποφάσεις των διαιτητών ανατρέπονται δικαστικά στις περιπτώσεις όπου ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο εμφανώς ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Όπως εντοπίζεται στην απόφαση Σολωμού ν. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 687, ο διαιτητής βαρύνεται με την υποχρέωση να ενεργήσει στα πλαίσια των όρων εντολής του και το ζητούμενο είναι η συμμόρφωσή του με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης σε όλη την πορεία της οιονεί δικαστικής αποστολής του. Πέραν της υποχρέωσης αυτής ο διαιτητής είναι δεσμευμένος να συμμορφώνεται και με τις βασικές αρχές του δικαίου. Άλλωστε η διαιτησία διεξάγεται πάντοτε σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομικές αρχές και ο κάθε διαιτητής είναι υποχρεωμένος να τηρεί τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ισονομία, βασική αρχή του δικαίου. Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού πορίσματός του και η κατάλληλη θεραπεία εξαρτάται από τη φύση της πλημμέλειας και τις περιστάσεις της υπόθεσης (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 2, παράγραφοι 670, 692, 693).
Τα ουσιαστικά γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης παραμένουν αδιαμφισβήτητα και μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
Όπως ήδη λέχθηκε ο Εφεσείων έλαβε το υπό κρίση δάνειο στις 26.11.1997 δυνάμει γραμματίου. Προέκυψε διαφορά στα πλαίσια του Νόμου, η οποία και παραπέμφθηκε σε διαιτησία κατ' ακολουθία του προαναφερθέντος Άρθρου 52 του Νόμου. Τόσο ο Εφεσείων όσο και οι εγγυητές ειδοποιήθηκαν δεόντως και κλήθηκαν να παρευρεθούν στη διαδικασία επίλυσης της εν λόγω διαφοράς. Ο Εφεσείων παρουσιάστηκε κατά την πρώτη ημέρα ακρόασης και ζήτησε αντίγραφο του επίδικου γραμματίου και κατάσταση λογαριασμού, προκειμένου να εξετάσει το ύψος της αξίωσης, αφού διαφωνούσε με τους τόκους που επιβλήθηκαν. Ακολούθησαν δύο αναβολές της διαιτησίας μετά από αίτημα του Εφεσείοντα, προκειμένου να καταλήξει ως προς το ζήτημα των τόκων. Στις 5.6.2009 οι Εφεσίβλητοι προμήθευσαν τον Εφεσείοντα με νέα κατάσταση λογαριασμού, στην οποία δεν περιλαμβανόταν ανατοκισμός. Ο Εφεσείων ζήτησε περαιτέρω αναβολή προκειμένου να μελετήσει τη νέα αυτή κατάσταση και ο διαιτητής όρισε ως νέα ημερομηνία τη 19.6.2009. Την ημέρα αυτή ο Εφεσείων δεν παρουσιάστηκε ούτε και επικοινώνησε σχετικά είτε με τους Εφεσίβλητους είτε με το διαιτητή. Υπό τις συνθήκες αυτές ο διαιτητής προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του Εφεσείοντα, εκδίδοντας την απόφασή του. Ας σημειωθεί ότι σε προηγούμενο στάδιο, στις 14.5.2009, ο Εφεσείων με επιστολή του προς τους Εφεσίβλητους και το διαιτητή έθεσε θέματα αντικανονικότητας, παράτυπης διαδικασίας και παράνομου τοκισμού. Παρά ταύτα έλαβε χώραν, την επομένη, η συνέχιση της διαιτητικής διαδικασίας και ακολούθως, την 5.6.2009, νέα εμφάνιση του Εφεσείοντα, στον οποίο δόθηκε καινούργια κατάσταση λογαριασμού, χωρίς ανατοκισμό. Αυτό και μόνο το ζήτημα, του ανατοκισμού, τελούσε πλέον υπό αμφισβήτηση.
Τα γεγονότα της υπόθεσης Κούλλουρου ν. Σ.Π.Ε. Αθηαίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 987, προσομοιάζουν με τα επίδικα: Η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε προς όφελος της εφεσίβλητης συνεργατικής πιστωτικής εταιρείας στην απουσία της εφεσείουσας. Ακολούθησε αίτηση της εφεσείουσας υπό μορφή έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η διαπίστωση ότι η εφεσείουσα δεν παρευρέθηκε στη διαιτητική διαδικασία και δεν υπέβαλε οποιαδήποτε θέση επί της απαίτησης της εφεσίβλητης, παρόλο ότι είχε ειδοποιηθεί, απέβη μοιραία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αδικαιολόγητη παράλειψη εμφάνισης ενώπιον του διαιτητή ήταν καταλυτική. Κατ' έφεσιν κρίθηκε πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να θέσει ενώπιόν του θέσεις τις οποίες δεν είχε προωθήσει ενώπιον του διαιτητή, ήταν ουσιαστικά ορθή. Λέχθηκε περαιτέρω πως ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε το Εφετείο θα μπορούσαν να κρίνουν εξ υπαρχής θέματα, εκτός εάν από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του διαιτητή δεν εδικαιολογείτο η απόφασή του.
Το ακόλουθο απόσπασμα από τις σελίδες 992 και 993 της υπόθεσης Κούλλουρος είναι απόλυτα σχετικό:
«Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα κάθε πτυχής της απόφασης. Οι λόγοι έφεσης όμως συμπλέκονται και σφαιρικά θα τους εξετάσουμε. Αφήνουμε το θέμα της συμμόρφωσης με τον Κανονισμό 101(2), αφού το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε εκείνο που, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, είναι το μόνο το οποίο θα μπορούσε να είχε εξετάσει, δηλαδή τον ισχυρισμό για εμφανές λάθος στην απόφαση του Διαιτητή. Η ουσία του πράγματος είναι ότι, όπως υπέδειξε και ο ευπαίδευτος Δικαστής, η διαφορά που παρεπέμφθη και επιλύθηκε στη διαιτησία ήταν το γραμμάτιο του 1994 και όχι ο λογαριασμός της Εφεσείουσας από το 1976. Το ότι ο λογαριασμός αυτός παρουσιάσθηκε στο διαιτητή δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Η παρουσίαση του ήταν απλώς το ιστορικό μιας πορείας, τα κρίσιμα στάδια της οποίας ήσαν οι διαιτητικές αποφάσεις και τα υπογραφέντα γραμμάτια. Σίγουρα ο Διαιτητής δεν μπορούσε να πάει πίσω από τα προηγούμενα γραμμάτια του 1981 και του 1988 και από τη διαιτητική απόφαση του 1984 επί του γραμματίου του 1981 η οποία μάλιστα το 1988 ενεγράφη και στο Δικαστήριο. Πολύ αμφίβολο είναι και αν ο Διαιτητής θα μπορούσε να πάει πίσω από το γραμμάτιο του 1994 μέχρι το προηγούμενο του 1988. Και αν όμως μπορούσε, σίγουρα οι όποιες θέσεις της Εφεσείουσας περί παράνομων τόκων και εικονικότητας θα έπρεπε να ετίθεντο ενώπιον του, πράγμα που δεν έγινε, και όχι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή ενώπιον μας ως εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο ή το Εφετείο να εξέταζε πρωτογενώς το πράγμα. Εφ' όσον η Εφεσείουσα δεν παραπονείται ότι κακώς η διαιτησία διεξήχθη στην απουσία της (που δεν εκπλήττει αφού η ίδια αν και ειδοποιήθηκε δεν παρουσιάσθηκε), ο Διαιτητής δεν μπορούσε παρά να αποφασίσει με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του. Είναι ουσιαστικά ορθή λοιπόν η απόφαση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή ότι η Εφεσείουσα δεν μπορούσε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου θέσεις τις οποίες δεν είχε θέσει ενώπιον του Διαιτητή.
Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες της θέσης της, η Εφεσείουσα περιορίζει ουσιαστικά το παράπονο της στο ότι η μη εμφάνιση της δεν επέτρεπε στο Διαιτητή και να εκδώσει απόφαση χωρίς αυτή να δικαιολογείτο από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του. Αυτό όμως δεν βοηθά τα πράγματα. Τα στοιχεία που ετέθησαν ενώπιον του διαιτητή όχι μόνο δεν εδάνειζαν έρεισμα στις εισηγήσεις που κάνει η Εφεσείουσα για παράνομους τόκους και εικονικότητα αλλά και δικαιολογούσαν πλήρως την απόφαση του. Η παράλειψη της Εφεσείουσας να καθορίσει με στοιχεία το τι θεωρούσε επίδικο ενώπιον του Διαιτητή συνέχιζε λοιπόν να έχει καταλυτική επίδραση στο όλο θέμα. Ούτε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ούτε το Εφετείο θα μπορούσε να κρίνει εξ υπαρχής το θέμα εκτός αν, από τα στοιχεία που ετέθησαν ενώπιον του Διαιτητή, δεν δικαιολογείτο η απόφαση του. Εξετάσαμε το λογαριασμό που ή Εφεσίβλητη παρουσίασε στο Διαιτητή και ιδιαίτερα τις καταχωρίσεις των τόκων και δεν μπορούμε να πούμε ότι υπήρχαν κεφαλαιοποιήσεις ή άλλες παράνομες ενέργειες ως προς τους τόκους και έτσι ότι ο Διαιτητής απεφάσισε λανθασμένα.»
Στην υπό κρίση περίπτωση ο διαιτητής διορίστηκε από τον Εφορο, κατ' ακολουθία των προνοιών του Άρθρου 52(2)(β) του Νόμου. Αντικείμενο της διαφοράς συνιστούσε υπόλοιπο δανείου το οποίο λήφθηκε δυνάμει γραμματίου. Η πλευρά του Εφεσείοντα, αφού ειδοποιήθηκε δεόντως, έλαβε μέρος στη διαδικασία διαιτησίας. Τόσο το επίδικο γραμμάτιο, όσο και κατάσταση λογαριασμού που περιλάμβανε τους τόκους τέθηκαν στη διάθεση του Εφεσείοντα, ο οποίος το μόνο στοιχείο που αμφισβήτησε ήταν το ύψος των τόκων, προβάλλοντας ισχυρισμό περί ανατοκισμού. Κάτω από αυτά τα δεδομένα οι Εφεσίβλητοι τον προμήθευσαν με αναθεωρημένη κατάσταση λογαριασμού, στην οποία δεν περιλαμβανόταν ανατοκισμός. Όταν έγινε αυτό, στις 5.6.2009, ο Εφεσείων ζήτησε χρόνο προκειμένου να τοποθετηθεί επί της νέας αυτής κατάστασης. Αντί τούτου, παρέλειψε να παρουσιαστεί, αναιτιολόγητα, κατά την ημερομηνία, 19.6.2009, που ορίστηκε εκ νέου η διαιτησία.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, ήταν καθόλα επιτρεπτό στο διαιτητή να προχωρήσει με την έκδοση απόφασης, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του. Η κατάληξή του, εν τέλει, ήταν ορθή, δεδομένου ότι αφενός η παροχή δανείου δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση και αφετέρου το εγερθέν ζήτημα περί ανατοκισμού είχε ξεπερασθεί με βάση τη νέα κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 5.6.2009. Η φύση της διαφοράς ήταν απλή και δεν δικαιολογούσε περαιτέρω πολυπλοκότητα της όλης διαιτητικής διαδικασίας. Άλλωστε, ενώπιον του διαιτητή δεν υπήρχε οποιοδήποτε βάσιμο αίτημα για διεξαγωγή διαδικασίας διαφορετικής δικονομικής μορφής. Το τελικό δε γεγονός της μη εμφάνισης του Εφεσείοντα προκειμένου να προωθήσει τις όποιες θέσεις και επιχειρήματά του προς εξέταση από τον διαιτητή, δεν καθιστούσε επιτρεπτή την πρωτογενή εξέτασή τους είτε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε από το Εφετείο. Ο διαιτητής είχε υποχρέωση και ορθά αποφάσισε με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του. Όπως ήδη λέχθηκε, τα ενώπιόν του, απλά, δεδομένα δικαιολογούσαν πλήρως τόσο την τελική του κατάληξη, όσο και την επιγραμματική απόφασή του. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν εντοπίζεται παράτυπη διαιτητική διαδικασία ή οποιαδήποτε παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Ούτε και το παράπονο του Εφεσείοντα περί αναιτιολόγητης πρωτόδικης απόφασης έχει περιθώρια επιτυχίας. Η έκταση της αιτιολογίας είναι ανάλογη και συναρτάται με τα επίδικα θέματα και την ευρύτητά τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λιτά, αλλά περιεκτικά, παρέθεσε την αιτιολογία του ως προς τα κρίσιμα ζητήματα του ανατοκισμού και της επίδρασης που ενείχε η παράλειψη του Εφεσείοντα να εμφανιστεί στο τελικό στάδιο της διαιτητικής διαδικασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν εντοπίζεται ο,τιδήποτε το μεμπτό, ούτε και βάση στήριξης του εξεταζόμενου λόγου έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσίβλητων και εις βάρος του Εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.