ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2015:A515

(2015) 1 ΑΑΔ 1651

10 Ιουλίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΡΑΣΑΡΗΣ,

 

Εφεσείων - Εναγόμενος,

 

ν.

 

CYPRUS INVESTMENT & SECURITIES CORPORATION LTD,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2010)

 

 

Χρηματιστήριο ― Αγωγή για υπόλοιπο λογαριασμού προκύψαν από αγοραπωλησίες μετοχών που διενεργήθηκαν κατόπιν εντολών του εφεσείοντα ― Απόφανση Εφετείου ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσείων έδιδε εντολές στους εφεσίβλητους για τη διεκπεραίωση των πράξεων που καταγράφονταν στον επίδικο λογαριασμό, ήταν το αποτέλεσμα αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, η οποία δεν αντικρούστηκε από τον εφεσείοντα με αξιόπιστη μαρτυρία, ενώ η δική του εκδοχή απορρίφθηκε.

 

Βάρος απόδειξης σε αστικές υποθέσεις ― Διάδικος, ο οποίος προβάλλει ισχυρισμό θετικής πράξης, έχει το βάρος απόδειξής της.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Δικόγραφα ― Ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να επιτρέψει την κατάθεση πληρεξουσίου και την εισαγωγή μαρτυρίας περί συνάντησης που στόχο είχε την εξεύρεση εξώδικου συμβιβασμού, παρά τη μη ρητή αναφορά τους στα δικόγραφα - Αποτελούσε μαρτυρία προς απόδειξη της αξίωσης των εναγόντων.

 

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αξίωσαν με αγωγή από τον εφεσείοντα-εναγόμενο το ποσό των ΛΚ70.291,83 ως υπόλοιπο λογαριασμού, το οποίο προέκυψε από αγοραπωλησίες μετοχών που διενεργήθηκαν κατά την περίοδο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου 2000, κατόπιν εντολών του. Ο εφεσείων, με την υπεράσπισή του, αρνήθηκε ότι έδωσε οδηγίες στους εφεσίβλητους να ανοίξουν λογαριασμό στο όνομά του ή για να διενεργήσουν αγοραπωλησίες μετοχών.

Κατέθεσαν για τους εφεσίβλητους οι υπάλληλοί τους κατά τον επίδικο χρόνο, (ΜΕ1), (ΜΕ2), (ΜΕ3) και (ΜΕ4), καθώς και ο Λειτουργός του ΧΑΚ (ΜΕ5), ενώ για τον εφεσείοντα κατέθεσε μόνο ο ίδιος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, για τους λόγους που επεξήγησε στην απόφασή του, αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα. Κατέληξε, συναφώς, σε εύρημα ότι ο εφεσείων, κατά τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου 2000, επισκεπτόταν τακτικά τα γραφεία των εφεσιβλήτων και έδιδε εντολές σε χρηματιστές τους να διενεργήσουν χρηματιστηριακές συναλλαγές στο όνομά του και ανοίχθηκε επ' ονόματί του λογαριασμός. Επίσης, στα πλαίσια της συνεργασίας τους, ο εφεσείων υπέγραψε στις 12.6.2000 πληρεξούσιο έγγραφο (Τεκμ. 1).

 

Κατά την επίδικη χρονική περίοδο, κατόπιν εξασφάλισης ειδικής άδειας από το ΧΑΚ, επετράπη στον εφεσείοντα να εισέρχεται στο πάτωμα και έδιδε προφορικά οδηγίες σε χρηματιστές των εφεσιβλήτων για αγοραπωλησίες μετοχών, τις οποίες αυτοί διεκπεραίωναν και, ακολούθως, προέβαιναν στις ανάλογες καταγραφές στο λογαριασμό του εφεσείοντα.

 

Μετά δε τη διεκπεραίωση των συναλλαγών και αφού το ΧΑΚ επιβεβαίωνε τη διενέργειά τους, οι εφεσίβλητοι ετοίμαζαν σημειώματα συμβολαίων (contract notes) της κάθε συναλλαγής, τα οποία ο εφεσείων παραλάμβανε από τα γραφεία των εφεσιβλήτων, κατά τις καθημερινές σχεδόν επισκέψεις του.

 

Ο εφεσείων δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό έναντι των αγορών και το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για το ποσό των ΛΚ55.098,13, ήτοι το αξιούμενο με την αγωγή ποσό, μείον τους τόκους και τα διαχειριστικά έξοδα, για τα οποία το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δε δικαιολογείτο η χρέωσή τους.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι αποδείχθηκε το ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο.

 

β)  Εσφαλμένα κατάληξε σε εύρημα ότι υπήρχαν εντολές του εφεσείοντα για αγοραπωλησίες μετοχών.

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Εξετάστηκε προσεκτικά η προσαχθείσα μαρτυρία υπό το φως των λόγων έφεσης. Ήταν αποδεκτό ότι η βάση της αξίωσης των εφεσιβλήτων ήταν ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού και όχι παραδεδεγμένου λογαριασμού (account stated) και ως τέτοιο απαιτείται θετική μαρτυρία, με την οποία να τεκμηριώνεται ότι όλες οι εγγραφές του επίδικου λογαριασμού βρίσκουν αντιστοιχία σε ανάλογες πράξεις.

 

2.  Όπως άλλωστε διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν υπήρξαν στην παρούσα περίπτωση, είτε γραπτές εντολές, είτε μαγνητοφωνημένες προφορικές εντολές του εφεσείοντα. Όμως, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων έδιδε εντολές για τη διεκπεραίωση των χρηματιστηριακών πράξεων που περιλαμβάνονται στην κατάσταση λογαριασμού του και οδήγησαν στο αξιούμενο χρεωστικό υπόλοιπο, συνάγεται από τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και τα κατατεθέντα από αυτούς τεκμήρια.

 

3.  Η μαρτυρία αυτή δεν αντικρούστηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο από τον εφεσείοντα, η εκδοχή του οποίου απορρίφθηκε.

 

4.  Περαιτέρω, με βάση τη μαρτυρία των ΜΕ3 και ΜΕ4, η οποία έγινε αποδεκτή, ο εφεσείων συναντήθηκε με το Διευθυντή των εφεσιβλήτων ΜΕ3 στις 18.12.2000, στην παρουσία της ΜΕ4, στα πλαίσια εξεύρεσης εξώδικου διακανονισμού της οφειλής του.

 

5.  Από την άλλη, ο εφεσείων υποστήριξε ότι ουδέποτε έδωσε οδηγίες σε οποιοδήποτε χρηματιστή των εφεσιβλήτων για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων, δε γνώριζε τους χρηματιστές των εφεσιβλήτων, ουδέποτε επισκέφθηκε τα γραφεία τους κ.ά..

 

6.  Η εκδοχή του εφεσείοντα απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως στερούμενη πειστικότητας από οποιαδήποτε άποψη. Όπως και να αντικρυστεί η εκδοχή του εναγόμενου δεν πείθει», ανέφερε, μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση του εφεσείοντα. Περαιτέρω, με την έφεση δεν αμφισβητήθηκε η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και να απορρίψει ως αναξιόπιστη αυτή του εφεσείοντα.

 

7.  Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων έδιδε εντολές στους εφεσίβλητους για τη διεκπεραίωση των πράξεων που καταγράφονταν στον επίδικο λογαριασμό ήταν το αποτέλεσμα αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, η οποία δεν αντικρούστηκε από τον εφεσείοντα με αξιόπιστη μαρτυρία, ενώ η δική του εκδοχή απορρίφθηκε.

 

8.  Η αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων καταδεικνύει ότι ο εφεσείων επισκεπτόταν τακτικά τα γραφεία των εφεσιβλήτων, έδιδε εντολές για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων και ήταν πλήρως ενήμερος για τη διεκπεραίωση των επίδικων συναλλαγών.

 

9.  Περαιτέρω, με βάση την αποδεκτή μαρτυρία, καταδεικνύεται η κάθε εγγραφή στο λογαριασμό ότι αντιστοιχεί σε αγοραπωλησίες μετοχών που αγοράστηκαν ή πωλήθηκαν στο όνομα του εφεσείοντα.

 

Τρίτος λόγος έφεσης:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά παράβαση του περί Αποδείξεως Νόμου, αποδέχθηκε την κατάθεση αντιγράφου ισχυριζόμενου πληρεξουσίου εγγράφου (Τεκμ. 1), χωρίς αυτό να δικογραφείται και παρόλο που τέθηκε ένσταση από την πλευρά του εφεσείοντα.

 

β)  Εκτός δικογράφων, ήταν, και η μαρτυρία των εφεσιβλήτων περί συνάντησης του ΜΕ3, στην παρουσία του ΜΕ4 με τον εφεσείοντα, με στόχο την εξεύρεση εξώδικου συμβιβασμού.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι γεγονός ότι στα δικόγραφα δε γίνεται ρητή αναφορά στο πληρεξούσιο έγγραφο, ούτε στη συνάντηση που στόχο είχε την εξεύρεση εξώδικου συμβιβασμού.

 

2.  Δεν ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη σχετική προσέγγιση. Η αξίωση ήταν για υπόλοιπο λογαριασμού και το πληρεξούσιο συνιστούσε στοιχείο μαρτυρίας για απόδειξη του ισχυρισμού των εφεσιβλήτων ότι οι χρεώσεις στο λογαριασμό για αγορές μετοχών προς όφελος του εφεσείοντα γίνονταν στη βάση δικών του εντολών.

 

3.  Κατά συνέπεια το πληρεξούσιο, ως μαρτυρία, δεν ήταν απαραίτητο να δικογραφηθεί και από τη στιγμή που ο εφεσείοντας αρνείτο ότι έδινε εντολές, εναπόκειτο σ' αυτόν να ζητήσει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες σε σχέση με αυτές.

 

4.  Αναφορικά με την συνάντηση του εφεσείοντα με τους ΜΚ3 και 4, σαφώς πρόκειται για μαρτυρία προς υποστήριξη του ισχυρισμού των εφεσιβλήτων περί παραδοχής του χρέους.

 

5.  Σ' ό,τι δε αφορούσε στο δεύτερο σκέλος του υπό συζήτηση λόγου έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε αντίγραφο του πληρεξουσίου κατά παράβαση του Άρθρου 34(1)(β) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε,  σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου αυτού, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί τέτοια μαρτυρία «ανεξάρτητα από το κατά πόσο το πρωτότυπο έγγραφο εξακολουθεί να υφίσταται ή όχι, με την προσαγωγή αντιγράφου του πρωτότυπου εγγράφου, νοουμένου ότι δίδεται επαρκής δικαιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτότυπου».

 

6.  Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε επαρκής δικαιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτοτύπου και δεν υπήρχε λόγος παρέμβασης.

 

7.  Εν πάση περιπτώσει, σε τελευταία ανάλυση ήταν άνευ σημασίας το ζήτημα του πληρεξουσίου και τούτο εφόσον έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη η μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων για τις εντολές του εφεσείοντα για πράξεις στο πάτωμα.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά την αρχή του βάρους απόδειξης (burden of proof), η οποία επιβάλλει στον ενάγοντα το βάρος να αποδείξει ισχυρισμό γεγονότος που αποτελεί θετική πράξη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Διάδικος, ο οποίος προβάλλει ισχυρισμό θετικής πράξης, έχει το βάρος απόδειξής της. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, ότι ο εφεσείων έδιδε προφορικά εντολές για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, και απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι δεν είχε δώσει εντολές για τις πράξεις που διενεργήθηκαν.

 

2.  Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν στηρίχθηκαν στην απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα, αλλά στην αξιόπιστη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, η οποία δεν αντικρούστηκε από τον εφεσείοντα.

 

3.  Στην παρούσα περίπτωση, οι μάρτυρες ΜΕ1, 2, 3 και 4 είχαν ουσιαστική εμπλοκή στην υπόθεση, κυρίως οι ΜΕ1 και 2 και η μαρτυρία τους έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.

Πέμπτος λόγος έφεσης:

 

Υπήρξε παράβαση του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 30 του Συντάγματος για ακριβοδίκαιη δίκη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν συμπεριέλαβε τις απαντήσεις που έδωσαν οι μάρτυρες κατά την εξέταση και αντεξέταση τους και ούτε έδωσε επαρκείς λόγους ως προς τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων των εφεσιβλήτων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο εφεσείων είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου τη δική του θέση και να κλητεύσει μάρτυρες για προώθηση των θέσεων του.

 

2.  Η δυνατότητα αυτή δεν του αποστερήθηκε, αφού, για προώθηση της εκδοχής του, επέλεξε να δώσει μαρτυρία ο ίδιος και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να παραπονείται επί του ζητήματος.

 

3.  Όσον αφορούσε στη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο την αξιολόγησε με επάρκεια και δεν όφειλε να προβεί σε λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας και της αντεξέτασης του κάθε μάρτυρα. Δεν υπήρχε πεδίο παρέμβασής, εφόσον καμία παράβαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη δεν διαπιστωνόταν.

 

4.  Ως προς την εισήγηση του εφεσείοντα πως οι εφεσίβλητοι ενήργησαν κατά παράβαση ρητών οδηγιών του ΧΑΚ, αυτή στηρίζεται σε συστάσεις του ΧΑΚ προς τους χρηματιστές για ηχογράφηση των εντολών όταν δίδονται προφορικά, σε διαφορετική περίπτωση να λαμβάνονται εγγράφως.

 

5.  Η εγκύκλιος αυτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία των ΜΕ1 και 5, τέθηκε τελικά σε ισχύ τον Οκτώβριο του 2000, όταν είχαν δοθεί όλες οι επίδικες εντολές.

 

6.  Εν πάση περιπτώσει, τυχόν παρέκκλιση των εφεσιβλήτων από τις οδηγίες που είχε δώσει το ΧΑΚ, δε δημιουργούσε ακυρότητα στις συναλλαγές που διενεργήθηκαν.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Σαλουμή κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1347,

Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ράπτη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1306

 

Χατζημάρκου ν. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 108.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του  Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καλογήρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1905/2003), ημερομ. 24/2/2010.

 

Θ. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα.

 

Ι. Μαλέκου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αξίωσαν με αγωγή από τον εφεσείοντα-εναγόμενο το ποσό των ΛΚ70.291,83 ως υπόλοιπο λογαριασμού, το οποίο προέκυψε από αγοραπωλησίες μετοχών που διενεργήθηκαν κατά την περίοδο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου 2000, κατόπιν εντολών του. Ο εφεσείων, με την υπεράσπισή του, αρνήθηκε ότι έδωσε οδηγίες στους εφεσίβλητους να ανοίξουν λογαριασμό στο όνομά του ή για να διενεργήσουν αγοραπωλησίες μετοχών.

 

Κατέθεσαν για τους εφεσίβλητους οι υπάλληλοί τους κατά τον επίδικο χρόνο, Στ. Αρότης (ΜΕ1), Ελ. Κουμουλή (ΜΕ2), Στ. Χριστοδούλου (ΜΕ3) και Ζ. Στυλιανού (ΜΕ4), καθώς και ο Λειτουργός του ΧΑΚ Π. Χριστοφόρου (ΜΕ5), ενώ για τον εφεσείοντα κατέθεσε μόνο ο ίδιος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφασή του, αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα. Κατέληξε, συναφώς, σε εύρημα ότι ο εφεσείων, κατά τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου 2000, επισκεπτόταν τακτικά τα γραφεία των εφεσιβλήτων και έδιδε εντολές σε χρηματιστές τους να διενεργήσουν χρηματιστηριακές συναλλαγές στο όνομά του και ανοίχθηκε επ' ονόματί του λογαριασμός. Επίσης, στα πλαίσια της συνεργασίας τους, ο εφεσείων υπέγραψε στις 12.6.2000 πληρεξούσιο έγγραφο (Τεκμ. 1).

Κατά την επίδικη χρονική περίοδο, κατόπιν εξασφάλισης ειδικής άδειας από το ΧΑΚ, επετράπη στον εφεσείοντα να εισέρχεται στο πάτωμα και έδιδε προφορικά οδηγίες σε χρηματιστές των εφεσιβλήτων για αγοραπωλησίες μετοχών, τις οποίες αυτοί διεκπεραίωναν και, ακολούθως, προέβαιναν στις ανάλογες καταγραφές στο λογαριασμό του εφεσείοντα. Μετά δε τη διεκπεραίωση των συναλλαγών και αφού το ΧΑΚ επιβεβαίωνε τη διενέργειά τους, οι εφεσίβλητοι ετοίμαζαν σημειώματα συμβολαίων (contract notes) της κάθε συναλλαγής, τα οποία ο εφεσείων παραλάμβανε από τα γραφεία των εφεσιβλήτων, κατά τις καθημερινές σχεδόν επισκέψεις του.

 

Ο εφεσείων δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό έναντι των αγορών και το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για το ποσό των ΛΚ55.098,13, ήτοι το αξιούμενο με την αγωγή ποσό, μείον τους τόκους και τα διαχειριστικά έξοδα, για τα οποία το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δε δικαιολογείτο η χρέωσή τους.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση εγείροντας πέντε λόγους έφεσης. Με τους πρώτους δύο λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε μαζί, λόγω της συνάφειάς τους, ο εφεσείων εισηγείται ότι (α) το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι αποδείχθηκε το ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο, παραλείποντας να ακολουθήσει καθιερωμένες νομολογιακές αρχές που αφορούν υποθέσεις ισχυριζόμενου χρεωστικού υπολοίπου, δυνάμει λογαριασμού, και/ή τις εφάρμοσε με εσφαλμένο τρόπο και (β) ότι εσφαλμένα κατάληξε σε εύρημα ότι υπήρχαν εντολές του εφεσείοντα για αγοραπωλησίες μετοχών.

 

Το κύριο παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι η βάση της αξίωσης των εφεσιβλήτων είναι ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο δυνάμει λογαριασμού, και όχι υπόλοιπο παραδεδειγμένου λογαριασμού (account stated) και, ως τέτοια, απαιτείται θετική μαρτυρία προς απόδειξη όλων των δεδομένων που καταγράφονται στο λογαριασμό, κάτι που δεν υπήρξε στην παρούσα περίπτωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως, ενώ αναγνώρισε ότι ουσιαστικό στοιχείο που έπρεπε να αποδειχθεί ήταν η ύπαρξη εντολών για τις αντίστοιχες χρηματιστηριακές πράξεις που διενεργούσαν οι εφεσίβλητοι στο όνομά του, εντούτοις, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, παράβλεψε ότι δεν υπήρξε θετική μαρτυρία περί συγκεκριμένων εντολών και κατέληξε σε αόριστα και γενικά συμπεράσματα ότι οι εντολές εδίδοντο από τον εφεσείοντα προφορικά κατά τη διάρκεια των συνεδριών του ΧΑΚ. Ειδικότερα, ο εφεσείων κάνει αναφορά στη μαρτυρία του υπαλλήλου των εφεσιβλήτων Αρότη (ΜΕ1), ο οποίος κατά την αντεξέταση ρητώς παραδέχθηκε την αδυναμία του να αναφέρει με βεβαιότητα σε ποιόν χρηματιστή δίδονταν οι οδηγίες ή ακόμα κατά πόσο ο ίδιος ήταν δέκτης κάποιων εντολών.

 

Από την άλλη, η πλευρά των εφεσιβλήτων, υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, παραπέμποντας στη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, καθώς επίσης και σε κατατεθέντα τεκμήρια απ' όπου αποδεικνύονται όλα τα δεδομένα που καταγράφονται στο λογαριασμό του εφεσείοντα.

 

Εξετάσαμε την προσαχθείσα μαρτυρία υπό το φως των λόγων έφεσης. Κατ' αρχάς σημειώνουμε ότι είναι αποδεκτό ότι η βάση της αξίωσης των εφεσιβλήτων είναι ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού και όχι παραδεδειγμένου λογαριασμού (account stated) και ως τέτοιο απαιτείται θετική μαρτυρία, με την οποία να τεκμηριώνεται ότι όλες οι εγγραφές του επίδικου λογαριασμού βρίσκουν αντιστοιχία σε ανάλογες πράξεις. Διαπιστώνουμε, όπως άλλωστε διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν υπήρξαν στην παρούσα περίπτωση, είτε γραπτές εντολές, είτε μαγνητοφωνημένες προφορικές εντολές του εφεσείοντα. Όμως, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων έδιδε εντολές για τη διεκπεραίωση των χρηματιστηριακών πράξεων που περιλαμβάνονται στην κατάσταση λογαριασμού του και οδήγησαν στο αξιούμενο χρεωστικό υπόλοιπο, συνάγεται από τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και τα κατατεθέντα από αυτούς τεκμήρια. Η μαρτυρία αυτή δεν αντικρούστηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από τον εφεσείοντα, η εκδοχή του οποίου απορρίφθηκε.

 

Ειδικότερα από τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη, προκύπτει ότι ο εφεσείων, όντας υπάλληλος της εταιρείας Α.Α. Κυπριανού, η οποία ήταν αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων, βρισκόταν σχεδόν καθημερινά στα γραφεία των εφεσιβλήτων, απ' όπου παραλάμβανε τόσο τα δικά του σημειώματα συμβολαίων, όσο και αυτά της εταιρείας Κυπριανού. Λήφθηκε, επίσης, ειδική άδεια, έτσι ώστε ο εφεσείων να μπορεί να εισέρχεται στο πάτωμα του ΧΑΚ. Όλες οι εντολές που, κατ' ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, δόθηκαν, καταγράφονται στο λογαριασμό (Τεκμ. 2) και στην κίνηση διαθεσίμων (Τεκμ. 7), στη συνέχεια. Όλες οι εκτελεσθείσες συναλλαγές καταγράφονται στο Transaction Report by Security (Τεκμ. 3). Κατατέθηκαν, επίσης, τα σημειώματα συμβολαίων που κάλυπταν όλη την επίδικη περίοδο (Τεκμ. 4-6 και 8-12). Στο Τεκμ. 7 παρουσιάζεται το υπόλοιπο, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά που προσετέθηκαν «διαχειριστικά έξοδα», και, στη συνέχεια, αφαιρέθηκαν δύο ποσά, ήτοι το ποσό των ΛΚ965,23 ως διαφιλονικούμενο, και το ποσό των ΛΚ21.609,65, το οποίο αφορούσε την αγορά 50.000 μετοχών της «Δωδώνης», οι οποίες ανήκαν στο Διευθυντή των αντιπροσώπων των εφεσιβλήτων, Αλέξη Κυπριανού, ποσό που τελικά χρεώθηκε στο λογαριασμό του εν λόγω προσώπου (Τεκμ. 13). Καταχωρήθηκαν, επίσης, έγγραφα (Τεκμ. 23) που αφορούσαν την πώληση από τον εφεσείοντα 5.000 μετοχών της Cyprus Airways Ltd, τις οποίες είχαν αγοράσει γι' αυτόν οι εφεσίβλητοι. Στο κάτω μέρος του εγγράφου εκχώρησης υπογράφει ο ίδιος ο εφεσείων, ως πωλητής. Με βάση τη μαρτυρία που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, η κάθε εγγραφή στο λογαριασμό αντιστοιχεί σε αγοραπωλησίες μετοχών που αγοράστηκαν ή πωλήθηκαν στο όνομα του εφεσείοντα. Επίσης, στο Τεκμ. 24, το οποίο κατέθεσε ο ΜΕ5, Λειτουργός του ΧΑΚ, καταγράφονται όλες οι συναλλαγές που διεκπεραιώθηκαν στο όνομα του εφεσείοντα, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 1.1.2000 μέχρι 31.12.2000. Περαιτέρω, με βάση τη μαρτυρία των ΜΕ3 και ΜΕ4, η οποία έγινε αποδεκτή, ο εφεσείων συναντήθηκε με το Διευθυντή των εφεσιβλήτων ΜΕ3 στις 18.12.2000, στην παρουσία της ΜΕ4, στα πλαίσια εξεύρεσης εξώδικου διακανονισμού της οφειλής του.

 

Από την άλλη, ο εφεσείων υποστήριξε ότι ουδέποτε έδωσε οδηγίες σε οποιοδήποτε χρηματιστή των εφεσιβλήτων για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων, δε γνώριζε τους χρηματιστές των εφεσιβλήτων, ουδέποτε επισκέφθηκε τα γραφεία τους, δεν υπήρξε υπάλληλος ή συνεργάτης της εταιρείας Κυπριανού. Αρνήθηκε, επίσης, την υπογραφή του επί του Τεκμ. 1 και Τεκμ. 23 (εκχώρηση μετοχών της Cyprus Airways που αγοράστηκαν λίγες ημέρες προηγουμένως από τους εφεσίβλητους στο όνομά του). Δεν παρέλαβε οποιαδήποτε σημειώματα συμβολαίων (contract notes), επιστολές ή καταστάσεις λογαριασμού, πλην της επιστολής Τεκμ. 16 (πρόκειται για συστημένη επιστολή), ούτε συναντήθηκε ποτέ με τους ΜΕ4 και 5, τους οποίους δε γνωρίζει.

 

Η εκδοχή του εφεσείοντα απερρίφθη από το Δικαστήριο ως στερούμενη πειστικότητας από οποιαδήποτε άποψη. «Δεν είναι λογικό, ούτε είναι δυνατό να αποδεχθώ την εκδοχή του εναγομένου για πλήρη άγνοια σε όλα όσα σχετίζονται με την υπόθεση.  Ότι δηλαδή κάποιος άγνωστος έδωσε τα στοιχεία και τον αριθμό της ταυτότητας του στους ενάγοντες και ακολούθως έδιδε εντολές για διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών στο όνομα του.  Ποιός λογικός άνθρωπος θα μπορούσε να δεχθεί πως για ένα σχεδόν χρόνο κάποιος τρίτος αγόραζε και πωλούσε μετοχές στο όνομα του, παραλάμβανε τα σημειώματα συμβολαίων, στη συνέχεια τους τίτλους από τις δημόσιες εταιρείες, χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε ο εναγόμενος; Όπως και να αντικρυστεί η εκδοχή του εναγόμενου δεν πείθει», ανέφερε, μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση του εφεσείοντα. Σημειώνεται ότι με την παρούσα έφεση δεν αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και να απορρίψει ως αναξιόπιστη αυτή του εφεσείοντα.

 

Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων έδιδε εντολές στους εφεσίβλητους για τη διεκπεραίωση των πράξεων που καταγράφονται στον επίδικο λογαριασμό είναι το αποτέλεσμα αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, η οποία δεν αντικρούστηκε από τον εφεσείοντα με αξιόπιστη μαρτυρία, ενώ η δική του εκδοχή απορρίφθηκε. Η αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων καταδεικνύει ότι ο εφεσείων επισκεπτόταν τακτικά τα γραφεία των εφεσιβλήτων, έδιδε εντολές για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων και ήταν πλήρως ενήμερος για τη διεκπεραίωση των επίδικων συναλλαγών. Περαιτέρω, με βάση την αποδεκτή μαρτυρία, καταδεικνύεται η κάθε εγγραφή στο λογαριασμό ότι αντιστοιχεί σε αγοραπωλησίες μετοχών που αγοράστηκαν ή πωλήθηκαν στο όνομα του εφεσείοντα.

 

Συνακόλουθα, οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά παράβαση του περί Αποδείξεως Νόμου, των κανόνων απόδειξης, των διαδικαστικών κανονισμών και, ενεργώντας με προκατάληψη, αποδέχθηκε ανεπίτρεπτη μαρτυρία, η οποία ήταν εκτός δικογράφων. Στην αιτιολογία συγκεκριμενοποιείται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση αντιγράφου του ισχυριζόμενου πληρεξουσίου εγγράφου (Τεκμ. 1), χωρίς αυτό να δικογραφείται και παρόλο που τέθηκε ένσταση από την πλευρά του εφεσείοντα. Η κατάθεση του εν λόγω εγγράφου, σύμφωνα με το συνήγορο, έγινε κατά παράβαση του Άρθρου 34(1) του περί Αποδείξεως Νόμου και λανθασμένα το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου για να καταλήξει στα ευρήματά του. Εκτός δικογράφων, ήταν, κατά τον συνήγορο, και η μαρτυρία των εφεσιβλήτων περί συνάντησης του ΜΕ3, στην παρουσία του ΜΕ4 με τον εφεσείοντα, με στόχο την εξεύρεση εξώδικου συμβιβασμού.

 

Είναι γεγονός ότι στα δικόγραφα δε γίνεται ρητή αναφορά στο πληρεξούσιο έγγραφο, ούτε στη συνάντηση που στόχο είχε την εξεύρεση εξώδικου συμβιβασμού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

      «Ο συνήγορος του εναγομένου εισηγήθηκε, περαιτέρω, πως μεγάλο μέρος της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από τους ενάγοντες δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα. Το παράπονο εστιάζεται, κυρίως, στην κατάθεση του πληρεξουσίου εγγράφου και στη συνάντηση του εναγόμενου με τους Μ.Ε.3 και 4. Είναι καλά καθιερωμένη αρχή πως η δίκη τροχιοδρομείται στη βάση των δικογράφων και το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιτρέπει να κατατίθεται μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα. Δεν θεωρώ όμως βάσιμα τα παράπονα του εναγομένου. Η μαρτυρία που παρουσίασαν οι ενάγοντες καλύπτεται από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους. Η αξίωση τους στηριζόταν σε υπόλοιπο από αγοραπωλησίες μετοχών με εντολές του εναγόμενου. Ο εναγόμενος θα μπορούσε να ζητήσει, εάν επιθυμούσε, λεπτομέρειες για το πώς έδιδε εντολές, αλλά παρέλειψε να το πράξει.

 

      Αναφορικά με τη συνάντηση του εναγόμενου με τους Μ.Ε.3 και 4, πρόκειται για μαρτυρία η οποία δεν ήταν αναγκαίο να δικογραφηθεί, δεδομένου ότι στην Έκθεση Απαίτησης γίνεται ισχυρισμός σε παραδοχή του χρέους από τον εναγόμενο.»

 

Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην πιο πάνω προσέγγιση. Η αξίωση ήταν για υπόλοιπο λογαριασμού και το πληρεξούσιο συνιστούσε στοιχείο μαρτυρίας για απόδειξη του ισχυρισμού των εφεσιβλήτων ότι οι χρεώσεις στο λογαριασμό για αγορές μετοχών προς όφελος του εφεσείοντα εγίνονταν στη βάση δικών του εντολών. Κατά συνέπεια το πληρεξούσιο, ως μαρτυρία, δεν ήταν απαραίτητο να δικογραφηθεί και από τη στιγμή που ο εφεσείοντας αρνείτο ότι έδινε εντολές, εναπόκειτο σ' αυτόν να ζητήσει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες σε σχέση με αυτές.

 

Αναφορικά με την συνάντηση του εφεσείοντα με τους ΜΚ3 και 4, σαφώς πρόκειται για μαρτυρία προς υποστήριξη του ισχυρισμού των εφεσιβλήτων περί παραδοχής του χρέους.

 

Σ' ό,τι δε αφορά το δεύτερο σκέλος του υπό συζήτηση λόγου έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε αντίγραφο του πληρεξουσίου κατά παράβαση του Άρθρου 34(1)(β) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου αυτού, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί τέτοια μαρτυρία «ανεξάρτητα από το κατά πόσο το πρωτότυπο έγγραφο εξακολουθεί να υφίσταται ή όχι, με την προσαγωγή αντιγράφου του πρωτότυπου εγγράφου, νοουμένου ότι δίδεται επαρκής δικαιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτότυπου». Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε επαρκής δικαιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτοτύπου και δεν κρίνουμε ότι υπάρχει λόγος παρέμβασής μας. Εν πάση περιπτώσει, σε τελευταία ανάλυση είναι άνευ σημασίας το ζήτημα του πληρεξουσίου και τούτο εφόσον έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη η μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων για τις εντολές του εφεσείοντα για πράξεις στο πάτωμα.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά την αρχή του βάρους απόδειξης (burden of proof), η οποία επιβάλλει στον ενάγοντα το βάρος να αποδείξει ισχυρισμό γεγονότος που αποτελεί θετική πράξη.

 

Με αναφορά, μεταξύ άλλων, στο σύγγραμμα Phipson on Evidence (16η έκδοση), ο κ. Ανδρέου εισηγήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους ότι ο εφεσείων έδωσε εντολές για τις επίδικες χρηματιστηριακές πράξεις, ενώ το Δικαστήριο ουσιαστικά το τι έπραξε ήταν να αναλύσει και να επεξηγήσει τις εντυπώσεις που άφησαν οι μάρτυρες στο Δικαστήριο και ο εφεσείων, ο οποίος αδυνατούσε να αποδείξει άρνηση του ισχυρισμού θετικής πράξης, δηλαδή άρνηση των εντολών.

 

Διάδικος, ο οποίος προβάλλει ισχυρισμό θετικής πράξης, έχει το βάρος απόδειξής της, όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα Phipson on Evidence (16η έκδοση) σελ. 127 - 128. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, ότι ο εφεσείων έδιδε προφορικά εντολές για διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, και απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι δεν είχε δώσει εντολές για τις πράξεις που διενεργήθηκαν. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν στηρίχθηκαν στην απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα, αλλά στην αξιόπιστη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, η οποία δεν αντικρούστηκε από τον εφεσείοντα. Η υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Σαλουμή κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1347, που μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, δε θεωρούμε ότι βοηθά την υπόθεσή του. Σ' εκείνη την υπόθεση δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της τράπεζας, τους οποίους ο εκεί εναγόμενος απέρριπτε στο σύνολό τους. Όπως κρίθηκε, η μοναδική μάρτυρας της τράπεζας ουδεμία ουσιαστική εμπλοκή είχε στην υπόθεση, αλλά ούτε και ουσιαστική γνώση για την υπόθεση. Η μαρτυρία της ήταν καθαρά τυπική και συνίστατο βασικά στην απλή παρουσίαση των εγγράφων τεκμηρίων. Στην παρούσα περίπτωση, οι μάρτυρες ΜΕ1, 2, 3 και 4 είχαν ουσιαστική εμπλοκή στην υπόθεση, κυρίως οι ΜΕ1 και 2 και η μαρτυρία τους έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται παράβαση του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 30 του Συντάγματος για ακριβοδίκαιη δίκη. Στην αιτιολογία αυτού του λόγου ο εφεσείων παραπέμπει ουσιαστικά στα ίδια ζητήματα που απασχόλησαν κατά την εξέταση των προηγούμενων λόγων έφεσης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν συμπεριέλαβε τις απαντήσεις που έδωσαν οι μάρτυρες κατά την εξέταση και αντεξέτασή τους και ούτε έδωσε επαρκείς λόγους ως προς τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, κατά παράβαση των δικαιωμάτων του εφεσείοντος που απορρέουν από το Άρθρο 6 της Συνθήκης της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 30 του Συντάγματος, που επιβάλλουν καθήκον εξέτασης των επιχειρημάτων που έθεσαν οι διάδικοι. Επιπρόσθετα, αναφέρεται σε εγκυκλίους του ΧΑΚ που ίσχυαν κατά την περίοδο Οκτωβρίου 1999 - Φεβρουάριο 2000, οι οποίες υποχρέωναν τα χρηματιστηριακά γραφεία να διατηρούν αρχείο εντολών για τους επενδυτές και οι οποίες, με βάση τον καν. 22 του περί Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμού του 1995, είχαν υποχρέωση να ακολουθούν.

 

Ως προς την εμβέλεια του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, παραπέμπουμε στην απόφαση του Καλλή, Δ. (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ράπτη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1306, σελίδα 1311-1312.

 

Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσείων είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου τη δική του θέση και να κλητεύσει μάρτυρες για προώθηση των θέσεών του. Η δυνατότητα αυτή δεν του αποστερήθηκε, αφού, για προώθηση της εκδοχής του, επέλεξε να δώσει μαρτυρία ο ίδιος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να παραπονείται επί του ζητήματος. Όσον αφορά τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο την αξιολόγησε με επάρκεια και δε θεωρούμε ότι όφειλε να προβεί σε λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας και της αντεξέτασης του κάθε μάρτυρα. Επεξηγήθηκαν ενδελεχώς οι λόγοι για τους οποίους έγινε αποδεκτή η μαρτυρία των εφεσιβλήτων, αφού λήφθηκε υπόψη και η αβεβαιότητα των ΜΕ1 και 2 ως προς τα άτομα που δέχθηκαν τις εντολές του εφεσείοντα και δεν κρίνουμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας, εφόσον καμία παράβαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη δεν διαπιστώνεται.

 

Ως προς την εισήγηση του εφεσείοντα πως οι εφεσίβλητοι ενήργησαν κατά παράβαση ρητών οδηγιών του ΧΑΚ, αυτή βασίζεται σε συστάσεις του ΧΑΚ προς τους χρηματιστές για ηχογράφηση των εντολών όταν δίδονται προφορικά, σε διαφορετική περίπτωση να λαμβάνονται εγγράφως. Η εγκύκλιος αυτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία των ΜΕ1 και 5, τέθηκε τελικά σε ισχύ τον Οκτώβριο του 2000, όταν είχαν δοθεί όλες οι επίδικες εντολές. Εν πάση περιπτώσει, τυχόν παρέκκλιση των εφεσιβλήτων από τις οδηγίες που είχε δώσει το ΧΑΚ, δε δημιουργεί ακυρότητα στις συναλλαγές που διενεργήθηκαν (βλ. Χατζημάρκου ν. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 108).

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο